Ιερεμίας, ο μέγας Προφήτης, κατήγετο εκ κώμης ονομαζομένης Αναθώθ. Πολλά δε επροφήτευσε περί της Ιερουσαλήμ και Βαβυλώνος, ομοίως και περί της ενσάρκου οικονομίας του Υιού του Θεού, εις την οποίαν φαίνεται όλη η δύναμις και το κράτος της προφητείας. Τούτον ποτέ τον Προφήτην έδειρε δυνατά Πασχώρ ο υιός του Εμμήρ, ο προεστώς του οίκου Κυρίου· και εις τον καταρράκτην αυτόν έβαλε, διότι επένθει και ελυπείτο δια την τότε μέλλουσαν άλωσιν της Ιερουσαλήμ. Επειδή δε η του Θεού πρόνοια ελύτρωσε τον Προφήτην από τον καταρράκτην, αυτός λυτρωθείς επροφήτευσε και είπεν εις τον Πασχώρ· «Το όνομά σου θέλει γίνει μέτοικον και ξένον από την γην ταύτην της Ιερουσαλήμ, και εν ταυτώ θέλει σε ελέγξει η αποστασία σου. Διότι επικατάρατος είναι εκείνος, όστις αμελώς ποιεί το έργον του Κυρίου· «Επικατάρατος ο ποιών τα έργα Κυρίου αμελώς» (Ιερ. λα: 10).
Κατά δε τας ημέρας του βασιλέως Ιωακείμ εθρήνει ο Ιερεμίας την Ιερουσαλήμ· οι δε ψευδοπροφήται παρεκίνουν τους ιερείς να θανατώσωσιν αυτόν, τούτο όμως ημπόδιζεν ο Αχεικάμ υιός Σαφάν, όστις ήτο μετά του Ιερεμίου (Ιερ. λγ: 24). Τότε είπεν ο Κύριος προς Ιερεμίαν· «Ποίησον δεσμά ξύλινα και βάλε αυτά εις τον λαιμόν σου και θέλω σε αποστείλει εις τον βασιλέα Μωάβ και Ιδουμαίας και Σιδώνος» (Ιερ. λδ: 2-3). Ταύτα ποιήσας ο Προφήτης έβαλεν εις τον λαιμόν του. Τότε Ανανίας, ο υιός Αζώρ, ο ψευδοπροφήτης, ηγέρθη και λαβών τα δεσμά από τον λαιμόν του Ιερεμίου, συνέτριψεν αυτά προ των οφθαλμών του λαού, λέγων· «Ούτως είπεν ο Κύριος προς με· «Θέλω συντρίψει τον ζυγόν βασιλέως Βαβυλώνος από τον λαιμόν όλων των εθνών». Τότε είπεν ο Ιερεμίας προς τον ψευδοπροφήτην· «Δόλια είναι τα χείλη σου και η καρδία σου ερεύγεται δηλητήριον, διότι τάδε λέγει η αλήθεια και ο Θεός· δεσμά ξύλινα έθλασας; Αντί τούτων δεσμά σιδηρά θέλω κατασκευάσει, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ και θέλω βάλει αυτά εις τον τράχηλον των εθνών. Συ δε, Ανανία, όσον ούπω θέλεις απολέσει την ψυχήν σου». Και, ω του θαύματος! το έργον ηκολούθει εις τον λόγον του Προφήτου, διότι μετά επτά μήνας εκείνος απέθανε. Κατά δε το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του Σεδεκίου, βασιλέως Ιούδα, επένθει ο Ιερεμίας δια την Ιερουσαλήμ· όθεν δια την αιτίαν ταύτην ερρίφθη εις την φυλακήν, όταν σχεδόν επλησίασαν οι Χαλδαίοι και οι Βαβυλώνιοι εις Ιερουσαλήμ. Αλλά δεν ηξεύρω πως εξήλθεν ο Προφήτης της φυλακής και μετέβη εις την γην Βενιαμίν δι’ αναγκαίαν υπόθεσίν του· ένθα συλληφθείς από τον λαόν των Χαλδαίων και δαρείς υπ’ αυτών ερρίφθη εις την φυλακήν. Αφ’ ου δε εκεί διέτριψεν ικανόν καιρόν ο Ιερεμίας, έστειλεν ο βασιλεύς Σεδεκίας και εξήγαγον κρυφίως αυτόν από την φυλακήν και έπειτα του λέγει· «Επειδή και ευηργετήθης υπ’ εμού, ειπέ τα μέλλοντα γενέσθαι κατά την βασιλείαν μου». Τότε αποκριθείς ο Προφήτης είπε· «Δεν λαλώ εγώ εις σε, ω βασιλεύ, αλλά το Πνεύμα του Θεού λαλεί εν εμοί, και α γέγραφα γέγραφα, ήτοι όσα έγραψα είναι αληθή και αμετάθετα». Όθεν ρίπτεται πάλιν ο μακάριος Προφήτης εις την φυλακήν· οι δε διαβολείς ηνώχλουν πάλιν τον βασιλέα λέγοντες· «Ο Ιερεμίας, και εις την φυλακήν ευρισκόμενος, ψυχραίνει τας καρδίας των πολεμιστών, κηρύττων αντί ειρήνης, πόλεμον και ταραχήν· όθεν κάλλιον είναι να θανατωθή εις δια την των πολλών σωτηρίαν». Ο δε βασιλεύς είπε προς αυτούς· «Ιδού αυτός ευρίσκεται εις τας χείρας σας». Τότε λοιπόν έρριψαν τον Ιερεμίαν εις τον λάκκον του Μελχίου (βλέπε Ιερ. με:6) και εις τον βόρβορον των νεκρών. Μαθών δε τούτο ο Αβιμέλεχ, είπεν εις τον βασιλέα· «Δια τι εκακοποίησας, ω βασιλεύ, τον άνδρα Ιερεμίαν»; Ο βασιλεύς απεκρίθη· «Δεν έπραξα τούτο εξ ιδίας θελήσεως, αλλά δια τον φόβον του λαού· όθεν παραλαβών τριάκοντα ρωμαλέους άνδρας, ύπαγε και εξάγαγε αυτόν του λάκκου». Ο δε Αβιμέλεχ, πορευθείς εσπευσμένος, εξήγαγε τον Ιερεμίαν αβλαβή δια της δυνάμεως του Θεού. Τότε ο βασιλεύς καλέσας τον Ιερεμίαν λέγει προς αυτόν· «Μη κρύψης εις εμέ εκείνο όπερ μέλλω να ζητήσω παρά σου». Ο δε Ιερεμίας απεκρίθη· «Διατί αποστρέφεσαι την αλήθειαν, ω βασιλεύ; Εγώ δεν γίνομαι κήρυξ του ψεύδους, αν και επανειλημμένως με θανατώσης». Ο δε βασιλεύς ώμοσε λέγων· «Ζη ο Θεός των πατέρων μου, δεν θέλω σε φονεύσει, οιονδήποτε λόγον και αν μοι είπης, ουδέ θέλω σε παραδώσει εις τας χείρας των αιμοβόρων ανδρών». Όθεν ο Ιερεμίας είπεν εις τον βασιλέα· «Εάν εκτελέσης την συμβουλήν μου, ω βασιλεύ, και εξέλθης εις προϋπάντησιν των Βαβυλωνίων, ήξευρε ότι θέλεις διασώσει την ζωήν σου και η πόλις αύτη των Ιεροσολύμων δεν θέλει απολεσθή. Ει δε και σταθής εναντίος εις αυτούς, δεν θα διαφύγης τας χείρας των, αλλά και η πόλις αύτη θέλει γίνει παρανάλωμα του πυρός». Επειδή δε ο βασιλεύς ενόμισε φλυαρίας τους λόγους του Προφήτου, δια τούτο δεν εσώθη από τον πόλεμον και την ορμήν των Βαβυλωνίων. Όθεν αυτοί ελθόντες επολιόρκησαν τα Ιεροσόλυμα και εμποδίσαντες τας έξωθεν τροφάς, επροξένησαν εις την πόλιν μεγάλην πείναν. Ο δε βασιλεύς, φοβούμενος μη θανατωθή εντός της πόλεως, φεύγει δια νυκτός μετά των ανθρώπων του. Οι δε Χαλδαίοι τούτον διώξαντες συνέλαβον και εθανάτωσαν τους υιούς του προ των οφθαλμών του. Του δε βασιλέως Σεδεκίου εξώρυξαν τους οφθαλμούς και δεδεμένον κατεβίβασαν αυτόν εις την Βαβυλώνα και έθηκαν εντός μύλου, έχοντες αυτόν ως παίγνιον· ούτω δε τιμωρούμενος διετέλει έως τας τελευταίας ημέρας της ζωής του. Ο δε Ναβουζαρδάν, ο αρχιμάγειρος του βασιλέως Ναβουχοδονόσορος, εισβαλών εις την Ιερουσαλήμ, έκαυσεν αυτήν και τον Ναόν του Θεού μετέβαλεν εις κόνιν κατά τον λόγον του Ιερεμίου. Μετά έτη δε εβδομήκοντα ελύθη πάλιν η δουλεία της Ιερουσαλήμ, καθώς θέλει ρηθή κατωτέρω. Πως δε έγινεν η άλωσις και η αιχμαλωσία της Ιερουσαλήμ και ποία είναι τα λαληθέντα παρά Κυρίου προς Ιερεμίαν, λέγομεν τώρα ενταύθα. Κατά τας ημέρας εκείνας ελάλησε Κύριος προς Ιερεμίαν, λέγων· «Ιερεμία, έξελθε της πόλεως μετά του Βαρούχ, επειδή θέλω αφανίσει αυτήν δια το πλήθος των αμαρτιών των εν αυτή οικούντων ανθρώπων. Επειδή δε αι προσευχαί της είναι ως στύλοι ακίνητοι εν τω μέσω της πόλεως ταύτης και κυκλώνουσιν αυτήν ως αδαμάντινον τείχος, δια τούτο έξελθε προτού να την περικυκλώση η δύναμις και το στράτευμα των Χαλδαίων».Τότε ελάλησεν ο Ιερεμίας προς τον Θεόν λέγων· «Παρακαλώ σε, Κύριε, συγχώρησόν μοι τω δούλω σου να λαλήσω έμπροσθέν σου». Και είπε Κύριος· «Λάλει». Τότε είπεν ο Ιερεμίας· «Κύριε, παραδίδεις την πόλιν ταύτην εις χείρας των Χαλδαίων, δια να καυχηθώσιν αυτοί ότι ενίκησαν αυτήν; Κύριέ μου, εάν είναι θέλημά σου να αφανισθή η πόλις αύτη, ας αφανισθή υπό των χειρών σου και ουχί υπό των Χαλδαίων». Και είπεν ο Θεός· «Συ εγερθείς έξελθε από αυτήν, οι δε Χαλδαίοι δεν θέλουν καυχηθή, διότι εάν εγώ δεν ανοίξω τας πύλας της Ιερουσαλήμ εις αυτούς, αυτοί αφ’ εαυτών δεν δύνανται να εισέλθωσιν. Ύπαγε προς τον Βαρούχ και ειπέ προς αυτόν αυτά τα οποία σου λέγω και κατά την έκτην ώραν της νυκτός έλθετε εις τα τείχη της πόλεως και βλέπετε· διότι εάν εγώ δεν ανοίξω εις τους Χαλδαίους, αυτοί αφ’ εαυτών εις την Ιερουσαλήμ δεν δύνανται να εισέλθωσι». Τότε ο Ιερεμίας επορεύθη προς τον Βαρούχ και εφανέρωσε ταύτα πάντα εις αυτόν. Πορευθέντες τότε αμφότεροι οι Προφήται εις τον Ναόν, διέσχισαν τα ιμάτιά των και έβαλον στάκτην εις τας κεφαλάς των, θρηνούντες την Ιερουσαλήμ· και ελθόντες κατά την έκτην ώραν της νυκτός εις τα τείχη της πόλεως, ήκουσαν φωνάς σαλπίγγων, διότι ήλθον Άγγελοι εκ του ουρανού κρατούντες λαμπάδας εις τας χείρας των και έστησαν επί των τειχών της πόλεως, Βλέποντες δε αυτούς ο Ιερεμίας και ο Βαρούχ έκλαυσαν και είπον· «Τώρα είναι αληθής ο λόγος τον οποίον ελάλησεν ο Θεός». Είπον δε εις τους Αγγέλους· «Παρακαλούμεν υμάς, να μη καταστραφή η πόλις έως ου λαλήσωμεν εις τον Θεόν». Τότε ο Ιερεμίας ελάλησεν λέγων· «Δέομαί σου, Κύριε, πρόσταξον να λαλήσω ενώπιόν σου». Και είπε Κύριος· «Λάλει». Και είπεν ο Ιερεμίας· «Ιδού επληροφορήθημεν, ότι θέλεις παραδώσει την Ιερουσαλήμ εις τας χείρας των εχθρών της και ο λαός σου Ισραήλ θέλει αχθή αιχμάλωτος εις την Βαβυλώνα. Λοιπόν τι να κάμωμεν τα Άγια σκεύη του Ναού σου»; Και είπεν ο Κύριος· «Παράδος ταύτα εις την γην λέγων: Άκουε, γη, την φωνήν του Θεού, ο οποίος σε έκτισεν επί των υδάτων και σε εσφράγισε με επτά σφραγίδας και με επτά καιρούς, και αφού επομένως θέλεις λάβει την ωραιότητά σου, φύλαξον τα Άγια σκεύη της Λειτουργίας έως της συναθροίσεως τού ηγαπημένου λαού». Έπειτα ελάλησε πάλιν ο Ιερεμίας, λέγων· «Παρακαλώ σε, Κύριε, τι να κάμω τον Αιθίοπα Αβιμέλεχ, ότι πολλάς ευεργεσίας εποίησεν εις εμέ τον δούλον σου; Διότι αυτός με εξήγαγεν εκ του λάκκου του βορβόρου, εντός του οποίου με έρριψαν και δεν θέλω να ίδη τον αφανισμόν της πόλεως, ίνα μη παγώση και αποθάνη από τον φόβον του, δειλός ων και μικρόψυχος». Και είπε Κύριος προς Ιερεμίαν· «Απόστειλον αυτόν εις τον αμπελώνα του Αγρίππα και θέλω σκεπάσει αυτόν υπό την σκιάν του όρους, έως ου ο λαός επανέλθη εκ της αιχμαλωσίας του». Τότε λοιπόν ο Ιερεμίας λαβών τα Άγια σκεύη της Λειτουργίας, κατά την προσταγήν του Θεού, εναπέθηκεν αυτά εντός πέτρας, επί της οποίας εσφράγισε με τον δακτύλιόν του το όνομα του Θεού, ήτοι το τετραγράμματον Ιεχωβά, όπερ δηλοί, κατά τους Εβδομήκοντα, Κύριος· και ω του θαύματος! ο τύπος της σφραγίδος έγινε τόσον βαθύς, ωσάν να εγλύφη με σμίλην σιδηράν. Εσκέπαζε δε την πέτραν μία νεφέλη, ίνα είναι δυσκολογνώριστος εις τους ανθρώπους. Ευρίσκεται δε η πέτρα αύτη εν τη ερήμω όπου κατεσκευάσθη η Κιβωτός του Θεού πρότερον επί Μωϋσέως. Τω πρωϊ δε λέγει ο Ιερεμίας εις τον Αβιμέλεχ· «Λάβε το κοφίνιον, τέκνον, και ύπαγε εις την άμπελον του Αγρίππα δια της οδού του όρους, και φέρε σύκα δια να φάγωσιν οι ασθενείς του λαού, ότι εις σε απόκειται να ευφρανθώσι και από σου κρέμαται η δόξα των». Και ευθύς επορεύθη εις την άμπελον· όταν δε εκείνος επήγεν, ο ήλιος εβασίλευσεν. Ιδού δε ήλθον τα στρατεύματα των Χαλδαίων και περιεκύκλωσαν την Ιερουσαλήμ, εσάλπισε δε ο μέγας Άγγελος λέγων· «Είσελθε εν τη πόλει όλη η δύναμις των Χαλδαίων, διότι ιδού ηνοίχθη εις σας η πύλη». Τότε ο Ιερεμίας, λαβών τας κλείδας του Ναού εξήλθε της πόλεως και έρριψεν αυτάς προ του ηλίου λέγων· «Λάβε ταύτας και φύλαξον μέχρις εκείνης της ημέρας, κατά την οποίαν ο Κύριος θέλει σε εξετάσει δι’ αυτάς· επειδή ημείς δεν ευρέθημεν άξιοι να τας φυλάξωμεν». Ο δε Αβιμέλεχ, λαβών τα σύκα εν τω καύματι, εύρε δένδρον και εκάθησεν υπό την σκιάν του δια να αναπαυθή ολίγον· και κλίνας την κεφαλήν υπό το κοφίνιον, ω του θαύματος! εκοιμήθη εκεί έτη εβδομήκοντα. Τούτο δε έγινε κατά προσταγήν του Θεού, δια τον λόγον, τον οποίον είπεν εις τον Προφήτην Ιερεμίαν, ότι εγώ θέλω σκεπάσει αυτόν. Παρελθόντων δε των εβδομήκοντα ετών εξύπνησεν ο Αβιμέλεχ και είπεν· «Ηδέως εκοιμήθην, πλην ολίγον και δια τούτο η κεφαλή μου είναι βεβαρημένη, επειδή δεν εχόρτασα ύπνον». Ανοίξας δε το κοφίνιον, εύρε τα σύκα ακόμη στάζοντα γάλα, ως να εκόπησαν προ ολίγης ώρας και είπεν· «Επεθύμουν έτι να κοιμηθώ, αλλά επειδή κατεσπευσμένως με έστειλεν ο Ιερεμίας, εάν κοιμηθώ θέλω αργοπορήσει, και εκ τούτου ο Ιερεμίας θα λυπηθή· όθεν ας υπάγω τάχιον, ίνα χαροποιήσω αυτόν, και εκεί κοιμώμαι». Λαβών λοιπόν τα σύκα, μετέβη εις Ιερουσαλήμ, και δεν εγνώρισεν ούτε τον οίκον του, ούτε κανένα συγγενή του ή φίλον, είπε δε· «Ευλογητός Κύριος, έκστασις εγένετο εις εμέ σήμερον· δεν είναι η πόλις αύτη η Ιερουσαλήμ; Επλανήθη ο νους μου, διότι δεν εχόρτασα ύπνον». Εξήλθε δε της πόλεως και αναπολών τα σημεία έλεγεν· «Αύτη αληθώς είναι η πόλις, δεν επλανήθην». Πάλιν εισήλθεν εις την πόλιν, και ζητήσας ουδένα εύρε των συγγενών του, και είπεν· «Ευλογητός Κύριος, μεγάλη έκστασις με κατέλαβεν». Όθεν εξήλθε πάλιν της πόλεως και έμεινε λυπούμενος, απορών τι να πράξη· κατέθεσε δε το κοφίνιον και είπεν· «Εδώ θέλω καθήσει, έως ου ο Κύριος διασκεδάση την έκτασίν μου». Καθημένου δε αυτού, ιδού ήρχετο γέρων τις εκ του αγρού του, και λέγει προς αυτόν· «Λέγω σοι, γέρον, ποία είναι η πόλις αύτη»; Ο γέρων απεκρίθη· «Η Ιερουσαλήμ είναι, τέκνον». Λέγει ο Αβιμέλεχ· «Που είναι Ιερεμίας ο Προφήτης και Ιερεύς του Θεού, και Βαρούχ ο αναγνώστης και όλος ο λαός της πόλεως; Διότι δεν εύρον αυτούς». Απεκρίθη ο γέρων· «Δεν είσαι συ από την πόλιν ταύτην; Σήμερον ενεθυμήθης τον Ιερεμίαν και τον λαόν, και ερωτάς δι’ αυτόν μετά τοσαύτα έτη; Ο λαός είναι εις την Βαβυλώνα, τέκνον, τώρα έτη εβδομήκοντα, αιχμαλωτισθέντες υπό του βασιλέως Ναβουχοδονόσορος· και πως συ, ο οποίος είσαι νέος, και ακόμη τότε δεν ήσουν γεννημένος, πως, λέγω, συ ερωτάς δι’ εκείνους, τους οποίους δεν έφθασας να ίδης»; Ταύτα δε ακούσας ο Αβιμέλεχ λέγει προς τον γέροντα· «Αν δεν ήσουν γέρων και αν δεν ήτο εμποδισμένον να ατιμάζη τις τον μεγαλύτερόν του (διότι λέγει ο Σειράχ η:6· Μη ατιμάσης άνθρωπον εν γήρει αυτού), εξάπαντος ήθελον σε περιγελάσει, και ήθελον σε αποκαλέσει τρελλόν, επειδή λέγεις, ότι ο λαός απήχθη αιχμάλωτος εις την Βαβυλώνα· βεβαίως εάν ηνοίγοντο οι καταρράκται του ουρανού, και αν οι Άγγελοι του Θεού ήθελον καταβή να λάβωσιν αυτούς με δύναμιν και εξουσίαν, πάλιν δεν ήθελον υπάγει τόσον ταχέως εις Βαβυλώνα. Διότι ολίγη ώρα παρήλθεν, αφού με έστειλεν ο πατήρ μου Ιερεμίας εις τον αμπελώνα του Αγρίππα, δια να λάβω ολίγα σύκα, και να δώσωμεν αυτά εις τους ασθενείς του λαού, εγώ δε σταθείς υπό την σκιάν ενός δένδρου, εκ του καύματος απεκοιμήθην ολίγον· και νομίσας ότι αργοπόρησα, εξεσκέπασα τα σύκα και εύρον αυτά στάζοντα γάλα καθώς ότε τα έκοψα από την συκήν· συ δε πως λέγεις, ότι εις τόσον ολίγην ώραν απήχθη αιχμάλωτος ο λαός εις την Βαβυλώνα; Και δια να γνωρίσης, ότι δεν ψεύδομαι, λάβε σύκα και ίδε». Βλέπων ο γέρων τα σύκα είπεν· «Ω τέκνον, δικαίου ανθρώπου είσαι υιός, διο και δεν ηθέλησεν ο Θεός να σοι δείξη την ερήμωσιν της πόλεως ταύτης, αλλά σε έρριψεν εις τοιαύτην έκστασιν· ιδού, εβδομήκοντα έτη είναι ο λαός εις την Βαβυλώνα, αφ’ ης ημέρας ηχμαλωτίσθη. Όπως δε μάθης, τέκνον, ότι είναι αληθή όσα σοι λέγω, ύψωσον τα όμματά σου και ίδε τους αγρούς, διότι ακόμη δεν εφάνη η αύξησις των γεννημάτων· ίδε και τας συκέας, ότι ο καιρός των σύκων ακόμη δεν έφθασε και πληροφορήσου και πείσθητι εις τους λόγους μου». Τότε ο Αβιμέλεχ, ανανήψας ως από μέθης, συνήλθεν εις εαυτόν· και αναπολήσας την γην ακριβώς και τα εν αυτή δένδρα, είπεν· «Ευλογητός ο Θεός του ουρανού και της γης, η ανάπαυσις των ψυχών των δικαίων». Έπειτα λέγει εις τον γέροντα· «Ποίος μην είναι ούτος»; Ο γέρων απεκρίθη· «Ο δωδέκατος, τέκνον, ήτοι ο Φεβρουάριος», είτα λαβών από τον Αβιμέλεχ ολίγα σύκα και ευχηθείς αυτόν, ανεχώρησεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου