Τη Θ΄ (9η) Νοεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ Μητροπολίτου Πενταπόλεως της εν Αιγύπτω και κτίτορος της εν Αιγίνη Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος, των Μοναζουσών, κοιμηθέντος οσίως κατά το έτος 1920.

Δεν θα παύση η Αγία του Χριστού Ορθόδοξος Εκκλησία να αναδεικνύη Αγίους έως της συντελείας του αιώνος. Και τούτο είναι αναντίρρητος απόδειξις της εν αυτή τεθησαυρισμένης δογματικής αληθείας και των λοιπών αγίων παραδόσεων, τας οποίας κρατεί και διατηρεί ανοθεύτους και αναλλοιώτους, καθώς τας παρέλαβεν, ως πολύτιμον παρακαταθήκην και πηγήν ύδατος ζώντος, «αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», κατά την του Ευαγγελίου φωνήν, δια του οποίου ποτίζει και δροσίζει τα ευσεβή αυτής τέκνα.

Καυχάται λοιπόν η Αγία του Χριστού Εκκλησία δια τους εν αυτή Αγίους του Θεού, τους πάλαι διαλάμψαντας, και χαίρει και σεμνύνεται εις τα κατορθώματα και εις το πλήθος των αρετών και των παραδόξων θαυμάτων αυτών, αλλά πολύ περισσότερον σκιρτά και χορεύει εν Πνεύματι Αγίω, και αγαλλιάται αγαλλίασιν αγίαν, δια τους νεοφανείς Αγίους, τους εσχάτως εν ταις πονηραίς ταύταις ημέραις διαλάμψαντας, και δια της εναρέτου αυτών ζωής, και του πλούτου των αρετών και των ποικίλων θαυμάτων τον Θεόν δοξάσαντας, και το ουράνιον κύρος της Ορθοδόξου πίστεως άπαξ έτι σφραγίσαντας. Ούτοι οι νεοφανείς Άγιοι, ως άλλοι άνθρακες, κατά τον Προφητάνακτα Δαβίδ, εκ του αϋλου πυρός αναφθέντες, τας μεν ευσεβείς και σπουδαίας ψυχάς ανάπτουσι και αναφλέγουσι προς πολύ περισσοτέραν θείαν αγάπην και πλείονα επίδοσιν αρετής, τας δε ψυγείσας εν τη παγερά απιστία και τη ψυχρότητι της αμαρτίας του παρόντος αιώνος διαθερμαίνουσι, και επαναφέρουσιν εις την ευθείαν οδόν της ευσεβείας και ηθικής βάσεως, εξ ης εξετράπησαν. Δικαίως άρα η Εκκλησία του Θεού πλείονα χαράν χαίρει εις την δόξαν των νεοφανών Αγίων, και ως εκλεκτή Νύμφη τω εαυτής ουρανίω Νυμφίω «εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» βοά μετά του θεηγόρου και ουρανοβάμονος Παύλου· «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας». Τοιούτος νεοφανής αστήρ εν τω στερεώματι της Εκκλησίας και Άγιος εν Αγίοις θαυματουργός και περίδοξος τυγχάνει και ο Άγιος Νεκτάριος, ο Μητροπολίτης Πενταπόλεως, το εξαίρετον καύχημα των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, το νέκταρ το γλυκύτατον της εναρέτου ζωής, το οποίον κατηύφρανε δια της αγιαστικής Χάριτος τας καρδίας των ευσεβών· το πολύτιμον σκεύος των δωρεών του Αγίου Πνεύματος· το ύψος της ταπεινώσεως, το βάθος της αγάπης· το πανευώδες αλάβαστρον της ευωδίας του Παρακλήτου· ο πολύς εν αρετή και μέγας εν θαύμασι, και ταχύς εν προστασίαις, και προς Θεόν πρεσβευτής ημών θερμότατος. Ο θεοφόρος ούτος Ιεράρχης Άγιος Νεκτάριος εγεννήθη εν Σηλυβρία της Θράκης εκ γονέων ευσεβών Δήμου και Μαρίας Κεφαλά, τη α΄ (1η) του Οκτωβρίου αωμστ΄ (1846) και ωνομάσθη εις το θείον βάπτισμα Αναστάσιος. Εξ απαλών ονύχων εφαίνετο οποίος έμελλε να κατασταθή μετά ταύτα, διότι ήτο φρόνιμος και συνετός και υπήκοος εις τους γονείς του, οίτινες ανέτρεφον αυτόν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» και πάση κατά Χριστόν ευσεβεία. Εν ταύτη τη παιδική ηλικία απέφευγε τας παιδικάς επιβλαβείς ενίοτε συναναστροφάς και τας λοιπάς των παίδων συνηθείας και παίγνια, και εδέχετο εν τη ψυχή του «ως σπόγγος τα νάματα», τας καλάς οδηγίας και σοφάς υποθήκας των γονέων του, και μάλιστα της λίαν ευσεβούς μητρός του τους λόγους, και ό,τι ήτο δυνατόν καλόν και ωφέλιμον. Χαρακτηριστικόν είναι, όταν παρ’ αυτής εμάνθανε να λέγη τον Ν΄ Ψαλμόν του Δαβίδ, ήτοι το «Ελέησόν με ο Θεός…» και έφθανεν εις τον στίχον «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου…» επανελάμβανε τον στίχον δις και τρις, σημαίνων δια τούτου τρόπον τινά, τόσον την κατάκτησιν της Θεολογίας, όσον και την τάσιν και αποστολήν του εις το κήρυγμα, δια του οποίου πολλούς εδίδαξε τον Νόμον και το θέλημα του Κυρίου, πλείστους δε επέστρεψεν εξ οδού απωλείας και ανομίας προς την οδόν της ευσεβείας, αρετής και σωτηρίας. Όταν έφθασεν εις ηλικίαν επτά ετών ηγόραζε χάρτην και συνέρραπτεν αυτόν, ερωτώμενος δε υπό της μητρός του τι έκαμνεν ούτω τον χάρτην, απεκρίνετο ότι ήθελε να κάμη βιβλία, δια να γράψη τα λόγια του Θεού. Μεταβαίνων εις την Εκκλησίαν, και ακούων τον Θείον Λόγον, επιστρέφων εις την οικίαν, είχεν αυτόν εις την μνήμην, εις σημείον ώστε το πλείστον μέρος αυτού να διηγήται εις έκπληξιν και θαυμασμόν των ακουόντων. Αλλά και παιδικούς άμβωνας έστηνε, και ανέβαινεν επ’ αυτών ως άλλος Ιεροκήρυξ. Ταύτα πάντα φαίνονται και εις τον παιδικόν βίον του Μεγάλου της Εκκλησίας Πατρός Αγίου Αθανασίου Πατριάρχου Αλεξανδρείας, άτινα επαναλαμβάνονται απαραλλάκτως και εις το αυτό στάδιον του βίου τού νέου Πατρός της Εκκλησίας Αγίου Νεκταρίου, και άτινα, ως τότε, ούτω και τώρα, είναι προτυπώματα και εικόνες της μελλούσης χάριτος και δόξης και ευκλείας του Αγίου, ως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Την πρώτην εγκύκλιον παιδείαν εδιδάχθη εις την πατρίδα αυτού, και εις ηλικίαν δέκα τεσσάρων ετών ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν, ένθα προσελήφθη, παρά τινος συγγενούς αυτού, ως υπάλληλος εν τω καταστήματι αυτού. Σφόδρα ων φιλομαθής και πλήρης θείου φόβου, ουδέποτε παρέλειψε κατά το διάστημα αυτό την σπουδήν, εν πολλή επιθυμία των Ελληνικών γραμμάτων, απέχων πάσης επιβλαβούς και εφαμάρτου ροπής και πράξεως. Εν μέσω του κοσμικού θορύβου, και εν τοιαύτη ηλικία, δεν ημέλει της προσευχής και της μελέτης των συγγραμμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας, κατά το μέτρον της δυνάμεως αυτού. Όσα δε ρητά και αποφθέγματα και άλλα εξ αυτών χωρία και τμήματα ενόμιζεν ωφέλιμα προς οικοδομήν του πλησίον, κατέγραψεν αυτά επί των σακκιδίων και των εκ χάρτου περιβλημάτων, όπως οι εκ του καταστήματος αγοράζοντές τι διδάσκωνται αναγινώσκοντες ταύτα, ως αναφέρει ο ίδιος θείος Πατήρ εν τω προλόγω του παρ’ αυτού εκδοθέντος βιβλίου «Λογίων θησαύρισμα», όπερ μετέπειτα απετέλεσεν εκ των συγκεντρωθέντων, ως ανωτέρω είπομεν, ρητών και αποφθεγμάτων εκ των Πατερικών βιβλίων. Ηγάπα κατ’ εξοχήν, μετά πολλού πόθου, να εκκλησιάζεται τακτικά και να παρακολουθή μετ’ ευλαβείας τας ιεράς της Εκκλησίας Ακολουθίας, συχνάζων καθ’ εκάστην σχεδόν εις τον Ναόν. Εκ τούτου ανεπτερούτο έτι περισσότερον προς θείαν αγάπην και τελείαν αφιέρωσιν εις την ευαρέστησιν του Κυρίου, διακαή δε πόθον έτρεφε προς την μοναχικήν πολιτείαν, ήτις είναι η ταχυτέρα οδός προς ηθικήν τελειοποίησιν και ένωσιν μετά του Θεού, Όστις είναι, κατά τον μέγαν Θεολόγον Γρηγόριον, «των εφετών το ακρότατον». Μετά παρέλευσιν χρονικού διαστήματος εγκαταλείψας το κατάστημα προσελήφθη ως παιδονόμος εις το εν τω Μετοχίω του Παναγίου Τάφου Σχολείον, ένθα μετά πολλού ζήλου εξετέλεσε την ανατεθείσαν αυτώ υπηρεσίαν, διδάσκων εις τας κατωτέρας τάξεις και διδασκόμενος τα των ανωτέρων μαθήματα. Άγων ήδη το εικοστόν έτος της ηλικίας ανεχώρησεν εκ της βασιλίδος των πόλεων και μετέβη εις την νήσον Χίον, έχων πάντοτε οδηγόν και σύντροφον εις παν διάβημά του τον φόβον του Θεού, τον όντα κατά τον Παροιμιαστήν «πηγήν ζωής», και την αγάπην προς τον Θεόν και την ουρανόθεν σοφίαν. Ενταύθα εις το χωρίον της νήσου Λιθίον διωρίσθη δημοδιδάσκαλος, ένθα διέμεινεν έτη επτά, διδάσκων όχι μόνον τους μαθητάς, αλλά και πάντας τους χωρικούς προτρέπων επί την ευσέβειαν και την αρετήν, παρέχων εαυτόν παράδειγμα της κατά Θεόν ζωής και πολιτείας, ζων βίον λιτόν και μάλλον ασκητικόν, εγκρατευόμενος και προσέχων εις εαυτόν. Ιδιαιτέρως ηγάπα την προσευχήν και την μελέτην, και πολλάκις μετά την εν τω Σχολείω υπηρεσίαν απεσύρετο και ενεκλείετο εις το δωμάτιόν του μελετών και προσευχόμενος, αλλά και εν τω Ναώ τού χωρίου πολλάκις εκήρυττε τον θείον λόγον. Zηλωτής ων και ένθερμος θιασώτης του μοναχικού βίου, επεσκέπτετο συχνότατα την Ιεράν Μονήν των Αγίων Πατέρων, και συνδιελέγετο περί των μυστικών αναβάσεων του Μοναχικού βίου και της κατά Χριστόν αγίας φιλοσοφίας μετά του τότε διαπρέποντος επί αρετή οσιωτάτου Γέροντος Παχωμίου, παρ’ ου οδηγούμενος καταλλήλως πλείστα εμυήθη περί υψηλοτέρου βίου και τελειότητος των εν ασκήσει οσίων αρετών. Ταύτα πάντα έτρωσαν έτι περισσότερον την ψυχήν του προς τον πόθον της μοναχικής ζωής και τη 7η Νοεμβρίου του έτους 1876 εκάρη Μοναχός εν τη Νέα Μονή της Χίου, ονομασθείς Λάζαρος, και κατετάχθη εν τη εκείσε οσία αδεφότητι, ένθα αόκνως υπηρέτησεν ως γραμματεύς. Εν τη αγία ταύτη Μονή ήσκησεν οσίως επί μίαν τριετίαν, αγαπηθείς σφόδρα υπό της χορείας των εκεί Πατέρων και αδελφών, ένεκεν των αγαθών αυτού τρόπων, του εναρέτου ζήλου και της απαραμίλλου προθυμίας και των λοιπών αρετών του.  Μετά εν έτος από της περιβολής του αγίου και Αγγελικού Σχήματος, εχειροτονήθη Διάκονος τη 15η Ιανουαρίου του 1877, τη αυτή ημέρα καθ’ ην εβαπτίσθη, υπό του τότε Μητροπολίτου Χίου Γρηγορίου, εν τω Ιερώ Ναώ των Αγίων Μαρτύρων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου, λαβών το όνομα Νεκτάριος. Τοιουτοτρόπως ζων και πολιτευόμενος επεδίδετο αδιαλείπτως εις την μελέτην των Αγίων Γραφών μετά θερμοτέρου ζήλου και των ιερών συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων, εξ ων οσημέραι εδέχετο θείον φωτισμόν, η δε καρδία αυτού ανεφλέγετο υπό του πόθου να σπουδάση την Ιεράν Θεολογίαν, δια να διακονήση δι’ αυτής ως δυνατόν καλλίτερον εν τω Ευαγγελίω της χάριτος, και φανή ούτω χρήσιμος εις τον περιούσιον λαόν, «ον περιεποιήσατο τω ιδίω αίματι» ο Κύριος της δόξης. Προς τούτο όμως υλικά μέσα και πόροι δεν υπήρχαν, αλλ’ ο Θεός, όστις, κατά τον Ψαλμωδόν, «θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιεί», εφώτισε Χίον τινά ευσεβή, εκ των πλουσιωτέρων της νήσου, Ιωάννην Χωρέμην καλούμενον, όστις και απέστειλεν αυτόν, ιδία δαπάνη, εις Αθήνας, προς εκπλήρωσιν των αγαθών αυτού εφέσεων και επιθυμιών. Εχάρη επί τω γεγονότι τούτω, τω τελεσθέντι πράγματι «τη άνωθεν προμηθεία», χαράν μεγάλην σφόδρα ο μακάριος Νεκτάριος, και ιδού αφίκετο εις το Άστυ της Παλλάδος, «το παιδευτήριον πάσης σοφίας», κατά τον ειπόντα σοφόν, εις την πόλιν εκείνην, ένθα οι μεγάλοι φωστήρες της Εκκλησίας και Άγιοι Ιεράρχαι Βασίλειος ο Μέγας και Γρηγόριος ο Θεολόγος εξεπαιδεύθησαν και εγένοντο κάτοχοι πάσης θύραθεν σοφίας. Χαίρων δε διότι έβλεπεν ότι ήρξατο πληρούμενος ο πόθος αυτού, και ευλογών το Πανάγιον όνομα του ουρανίου Πατρός, και ευχόμενος υπέρ του ευεργέτου του, επεδόθη μετά ζήλου διαπύρου εις τας σπουδάς, μελετών ημέραν και νύκτα, χωρίς να γνωρίση ετέρας οδούς, ειμή την του Σχολείου και την της Εκκλησίας κατά τας Κυριακάς και λοιπάς Εορτάς. Εν ω όμως ελάμβανε το πτυχίον του Γυμνασίου, ο προστάτης αυτού Ιωάννης Χωρέμης απεδήμησε προς Κύριον. Στερούμενος ούτω μέσων όπως ακολουθήση Θεολογικάς σπουδάς εν τω Πανεπιστημίω, τη προτροπή και συστάσει τινών κατέφυγεν εις Αλεξάνδρειαν, ένθα εκθέσας εις τον τότε Πατριάρχην Αλεξανδρείας Σωφρόνιον τα καθ’ εαυτόν, έτυχεν ιδιαιτέρας ευνοίας και προστασίας, τη συστάσει δε τούτου επανήλθεν εις Αθήνας και ενεγράφη εις την Θεολογικήν Σχολην του Πανεπιστημίου, παρασχεθείσης της κανονικής εις αυτόν αδείας υπό της Ιεράς αυτού Μονής και του Μητροπολίτου Χίου. Εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών ενεγράφη τω 1882 και ηξιώθη του πτυχίου του προλύτου της Θεολογικής Σχολής τω 1885. Κατά το διάστημα των σπουδών του έτυχεν υποτροφίας, διαγωνισθείς δια το κληροδότημα τού Α. Γ. Παπαδάκη. Φοιτών εις το Πανεπιστήμιον ήτο τύπος και παράδειγμα εναρέτου κληρικού, σεμνός τα ήθη, χρηστός τους τρόπους, ευσχήμων και ευλαβής κατά τον έξω άνθρωπον, πράος και ταπεινός και συνετός κατά τον έσω και μη φαινόμενον. Αποπερατώσας τω 1885 τας Θεολογικάς σπουδάς εν Αθήναις, και πληρωθείσης ούτω της ιεράς αυτού επιθυμίας, επανήλθεν εις Αλεξάνδρειαν «ως ναύς πεπληρωμένη παντός καλού», ένθα χειροτονείται πρεσβύτερος υπό του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Σωφρονίου εν τω Πατριαρχικώ Ναώ του Αγίου Σάββα τη 23η Μαρτίου 1886, κατ’ Αύγουστον δε του αυτού έτους έλαβε το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου εν τω Ιερώ Ναώ του Αγίου Νικολάου εν Καϊρω. Ανετέθησαν δε εις αυτόν αμέσως καθήκοντα Ιεροκήρυκος και Γραμματέως των Πατριαρχείων, και αυθημερόν διωρίσθη Πατριαρχικός Επίτροπος εν Καϊρω. Εν τη ανατεθείση εις αυτόν διακονία έδειξεν απαράμιλλον ζήλον και αξιέπαινον δραστηριότητα, εκτελών εν φόβω Θεού και πολλή αγάπη τα ιερά αυτού καθήκοντα. Μεταξύ των πολλών άλλων ενεργειών και εργασιών αυτού επεμελήθη μετ’ ιδιαιτέρας φροντίδος της διακοσμήσεως και αγιογραφήσεως του Πατριαρχικού Ναού του Αγίου Νικολάου, η δε απαιτηθείσα όλη δαπάνη δια τη εν λόγω εργασίαν συνελέγη κατόπιν μεγάλων προσπαθειών και ενεργειών υπό του Αγίου δι’ εράνων και δωρεών μεταξύ του πληρώματος των ευσεβών ομογενών της Αιγύπτου. Η εν τω Ναώ τούτω εικονογράφησις των τεσσάρων Ευαγγελιστών μετά των οικείων συμβόλων του κεντρικού θόλου, του Ευαγγελισμού και των Προφητών περί το τόξον άνωθεν του Ιερού Βήματος, η Εικών του Χριστού επί του Θρόνου, η Αγία Τριάς και ο Χριστός ευλογών τον άγιον άρτον επάνωθεν των θυρών της βορείου και νοτίου εισόδου, η επί του όρους διδασκαλία του Κυρίου, η Βαϊοφόρος, ως και άλλαι ιεραί Εικόνες και παραστάσεις οφείλονται εις την πρωτοβουλίαν και καταβληθείσαν μέριμναν του Αγίου Πατρός. Η αγία αυτού ψυχή εφλέγετο υπό αγίου ζήλου όπως ίδη τον Ναόν Κυρίου «πλήρη δόξης», κατά την θείαν φωνήν, όπερ μαρτυρεί την εν καρδία αυτού κεκρυμμένην θείαν επίδοσιν και χάριν πνευματικήν. Μετά εν έτος, ήτοι τη 15η Ιανουαρίου 1889, εχειροτονήθη εις τον εν Καϊρω Πατριαρχικόν Ναόν του Αγίου Νικολάου Αρχιερεύς υπό του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Σωφρονίου, συλλειτουργούντων μετ’ αυτού και των Αρχιεπισκόπων πρώην Κερκύρας Αντωνίου Χαριάτου και Σιναίου Πορφυρίου, προχειρισθείς εις Μητροπολίτην της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης εν Αιγύπτω Μητροπόλεως Πενταπόλεως. Ο θείος Πατήρ μετά μεγάλης ταπεινώσεως εδέχθη το μέγα αξίωμα της Αρχιερωσύνης, και εν θερμή κατανύξει και ευλαβεία υπετάγη ως δούλος ευγνώμων εις το θέλημα του Κυρίου, διότι τα πάντα ανέθετεν εις την θείαν βουλήν και νεύσιν, και άνευ δισταγμού ή αντιλογίας εδέχετο ό,τι άνωθεν απεφασίζετο, προς δόξαν Θεού και ωφέλειαν του πλησίον, προς ο έτεινον πάσαι αι ευσεβείς προσπάθειαί του. Και έλεγεν εν ταπεινώσει πολλή προς Κύριον: «Κύριε, διατί με ανύψωσας εις τοσούτον μέγα αξίωμα; Εγώ Σου εζήτησα να γίνω μόνον Θεολόγος και όχι Μητροπολίτης. Εκ νεαράς ηλικίας Σου εζήτησα να με αξιώσης να γίνω ένας απλούς εργάτης του Θείου λόγου Σου, και Συ, Κύριε, τώρα με δοκιμάζεις με τόσα πράγματα. Αλλ’ υποτάσσομαι, Κύριε, εις το θέλημά Σου, και δέομαι, καλλιέργησε εντός μου την ταπεινοφροσύνην και τον σπόρον των λοιπών αγίων αρετών, δι’ ων τρόπων γνωρίζεις, και αξίωσόν με να ζήσω πάσας τας επί γης ημέρας μου συμφώνως προς τους λόγους του μακαρίου Παύλου, όστις λέγει: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Και ούτως ετέθη ο λύχνος επί την λυχνίαν, κατά την Ευαγγελικήν φωνήν, και πλούσιον ήρχισε να εκπέμπη πανταχού το φως των Ευαγγελικών αρετών του. Πάντες ου μόνον εν Καϊρω, αλλά και εν πάση τη Αιγύπτω ευσεβείς Χριστιανοί ητένιζον προς αυτόν μετά θαυμασμού δια τα εξέχοντα αυτού προτερήματα, και μετά πολλού σεβασμού ωμίλουν περί αυτού λέγοντες: «Ιδού ο άξιος του Υψίστου λειτουργός· ιδού ο κατάλληλος δια τον Πατριαρχικόν θρόνον της Αλεξανδρείας». Αλλ’ ο Άγιος εξηκολούθει να προσφέρη τας υπηρεσίας αυτού, ως και πρότερον, εν τη Εκκλησία μετά προθυμίας και ταπεινοφροσύνης, μηδέν έτερον διανοούμενος ή σκεπτόμενος, ειμή το πως να αρέση εις τον Κύριον και να φανή άξιος της μεγάλης κλήσεως ης ηξιώθη, καταστάς ούτω πρότυπον εν τη Ιεραρχία της Αλεξανδρείας, «εν λόγω, εν έργω, εν αναστροφή» και λοιποίς σπανίοις αυτού προτερήμασι, και ηγαπήθη τα μέγιστα υπό του Ορθοδόξου πληρώματος. Όσον δε παρήρχετο ο χρόνος, επί τοσούτον διεδίδετο η φήμη των περικοσμουσών αυτόν αρετών, προς χαράν και καύχησιν αγίαν των ευσεβών ομογενών. Αλλ’ ο δημιουργός της κακίας εχθρός, ο φθονήσας και τον Πρωτόπλαστον εν τω Παραδείσω της δόξης, δεν ήργησε να φανή, και οι σπείροντες τα ζιζάνια έτοιμοι προς επίθεσιν εναντίον του Αγίου Πατρός. Η αγαθή φήμη του, ήτις «ως τάχος αστραπής» πανταχού διήρχετο και διηχείτο, και η μεγάλη αγάπη του ευσεβούς λαού προς αυτόν, διήγειρεν, ως μη ώφελε, τον φθόνον των εν τοις Πατριαρχείοις της Αλεξανδρείας κατ’ αυτού, διότι «και των τελείων δυστυχώς άπτεται ο φθόνος», και ήρχισαν να διαδίδουν ότι δήθεν επιδιώκει να καταλάβη τον θρόνον της Αλεξανδρείας, πράγμα όπερ ουδόλως εσκέφθη ή διενοήθη ο Άγιος, αλλά πορευόμενος «εν πάση δικαιοσύνη και αληθεία την οδόν του Κυρίου» διηκόνει «εν αγαθή συνειδήσει» εν τη δοθείση αυτώ διακονία, αγαπών και σεβόμενος και σφόδρα εκτιμών τον ευεργετήσαντα αυτόν Πατριάρχην Σωφρόνιον. Ούτος όμως, παθών ως άνθρωπος, επείσθη εις πικράς διαβολάς, και ηνάγκασε τον Άγιον να αποχωρήση της θέσεως την οποίαν κατείχε, και εν συνεχεία να απομακρυνθή της Αιγύπτου και να πορευθή αλλαχού. Εδέχθη ο θείος Πατήρ την αδικίαν ταύτην και πικράν δοκιμασίαν εν πολλή ευχαριστία προς τον Κύριον, διότι τον ηξίωσε να συκοφαντηθή και διωχθή αδίκως, χωρίς να δώση την παραμικράν αιτίαν προς τούτο, ως εδιώχθησαν και εφθονήθησαν και πλείστοι Άγιοι της Εκκλησίας ημών, επί των οποίων τα ίχνη απροσκόπτως εβάδιζεν εν ευθυτάτη καρδία και Χριστιανική απλότητι, δεχόμενος γλυκείαν παρηγορίαν παρά των λόγων του Σωτήρος ημών: «Ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσι…» και «μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστιν η Βασιλεία των ουρανών». Η διακονία του Αγίου, ως είπομεν, εν Αιγύπτω ήτο λίαν καρποφόρος και πλήρης «αγαθών πράξεων», η δε απομάκρυνσίς του εντεύθεν όλως άδικος, ήτις βαθύτατα ελύπησεν αυτόν, διότι απεχωρίζετο, άνευ λόγου τινός, προσφιλούς ποιμνίου υπεραγαπώντος αυτόν. Ο ευσεβής λαός έκλαυσε δια την απώλειαν τού καλού ποιμένος, και τούτο μαρτυρεί η εξής επιστολή: «Αι πολλαί ευεργεσίαι Σας προς πάντας τους επιδεομένους, ο λαμπρώς διακοσμηθείς Πατριαρχικός Ναός και τα ανακαινισθέντα εισί διαπρύσιοι κήρυκες της Υμετέρας αρετής και ικανότητος… μεγάλως θλιβόμεθα επί τη αναχωρήσει Σας, διότι αιαθανόμεθα εν τη καρδία ημών το εναπολειφθέν κενόν, ή λογιζόμεθα μεγάλην ζημίαν την στέρησιν του συμπαθεστάτου των Αρχιερέων, και του αγαθωτάτου και δραστηριωτάτου των Κληρικών». Η δοκιμασία αύτη, την οποίαν υπέστη εν πολλή καρτερικότητι και ανεξικακία ψυχής ο Άγιος Νεκτάριος, υπενθυμίζει τας θλίψεις και τα δεινά, τα οποία εδοκίμασαν οι μεγάλοι και επιφανείς Πατέρες της Αγίας Μητρός ημών Εκκλησίας. Αναχωρήσας κατ’ αυτόν τον τρόπον εξ Αιγύπτου ο τόσον δοκιμασθείς πράος και ανεξίκακος και ταπεινός Όσιος Πατήρ, χωρίς να γογγύση ή να είπη τι εναντίον των αδίκως διωκόντων αυτόν, αλλά μάλλον ευχόμενος υπέρ αυτών, ήλθεν εις Αθήνας τω 1889, επί τω σκοπώ να πορευθή εις Άγιον Όρος και μονάση εκεί, αν και πολλοί τον παρώτρυναν, εν οις και ο Επίσκοπος των Πατρών αείμνηστος Δαμασκηνός, όπως παραμείνη εν Ελλάδι, ένθα η ωφέλεια θα ήτο αρκετά μεγάλη, δια του κατά Χριστόν αγίου βίου αυτού και του θείου κηρύγματος. Εν Αθήναις ελθών εστερείτο παντελώς χρημάτων, διότι ό,τι επορίζετο εν Αιγύπτω διένεμεν εις τους πτωχούς και έχοντας ανάγκην και εξέδιδεν ωφέλιμα συγγράμματα δια το Χριστιανικόν πλήρωμα. Τοσούτον δε αφιλοχρήματος ήτο, ώστε πολλοί έλεγον: «Ο Πενταπόλεως και τα χρήματα δύο πράγματα αντίθετα». Ενώ δε εστερείτο και αυτού του ημερησίου άρτου, παρ’ ουδενός εζήτει, ζων εν Ευαγγελική ολιγαρκεία και πτωχεία, επί εν έτος δε παρέμεινεν αναζητών εργασίαν, αλλ’ ουδαμού εύρισκε κατανόησιν ή συναντίληψιν. Και τούτο ήτο προς δοκιμασίαν του Αγίου, δια να τον λαμπρύνη επί πλείον ο Θεός, γνωρίζων ότι έφερεν ευχαρίστως και καρτερικώς τους ποικίλους πειρασμούς και τας θλίψεις, δι’ ων «το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν», ως λέγει ο Αδελφόθεος θείος Ιάκωβος. Επί τέλους διωρίσθη Ιεροκήρυξ του νομού Ευβοίας τη 15η Φεβρουαρίου 1891, και τοιουτοτρόπως ο μέγας ούτος Ιεράρχης, ο λάμψας εν τη Εκκλησία της Αλεξανδρείας ως αστήρ φαεινός και επιφανώς εκείσε διαπρέψας δια του αγίου βίου του, του Αποστολικού ζήλου και των άλλων Ευαγγελικών αρετών, «ο πράος και ταπεινός τη καρδία», ο ένα μόνον σκοπόν έχων, την δόξαν του Κυρίου και «την οικοδομήν εν Χριστώ Ιησού» του πλησίον, εδέχθη εν πολλή ταπεινώσει και ευχαριστία προς τον Κύριον τον διορισμόν τούτον, και ήρχισε και αύθις την εντατικήν καλλιέργειαν εν τω αμπελώνι του Χριστού «ως καλός οικονόμος της δοθείσης αυτώ Χάριτος». Εκ της θέσεως του Ιεροκήρυκος Ευβοίας μετετέθη τη 19η Αυγούστου 1893 εις τον νομόν Φθιώτιδος και Φωκίδος, ως Ιεροκήρυξ και εδώ ο θείος Πατήρ, μέχρι του 1894. Αλλά τις να διηγηθή τον απαράμιλλον αυτού ζήλον, την πλουσίαν χρηστότητα, την αγάπην και την άλλην επιμέλειαν, την οποίαν επέδειξεν εν τω θείω κηρύγματι ο ταπεινός ούτος τω φρονήματι μέγας Ιεράρχης, προς ωφέλειαν του πλησίον και ηθικήν τελειοποίησιν εν τω Χριστωνύμω πληρώματι; Τόσον εν τη Ευβοία, όσον και εν Φθιώτιδι και Φωκίδι, αι Ευαγγελικαί αυτού αρεταί «υπέρ ήλιον» έλαμψαν, «ο λόγος της χάριτος» ο εκπορευόμενος εκ του στόματος αυτού έρρεεν ως ποταμός και η Εκκλησία του Χριστού εποτίζετο πλουσίως εκ των ζωηρρύτων τούτων ναμάτων. Ως άλλος Απόστολος ο θείος Πατήρ «ευηγγελίζετο την αιώνιον σωτηρίαν» εις τας περιοχάς αυτάς. Τους ζώντας εν αμαρτία παρεκίνει εις μετάνοιαν, τους ολιγοψύχους παρεκάλει εις αρετήν, εις τους προθύμους ενέπνεε πλείονα προθυμίαν εις το αγαθόν, «τύπος και παράδειγμα γενόμενος τοις πάσιν, ίνα πάντας ή πλείονας κερδήση». Η Εύβοια μετά της Φθιώτιδος και Φωκίδος ευφήμω στόματι ομολογούν την χάριν και κηρύττουν την ευεργεσίαν της θεία νεύσει διελεύσεως εξ αυτών του Αγίου πατρός ημών Νεκταρίου. Περατώσας και ενταύθα την ανατεθείσαν αυτώ εντολήν «εν φόβω Θεού και αγαθή συνειδήσει», προσεκλήθη τη 8η Μαρτίου τω 1894 και ανέλαβε την διεύθυνσιν της εν Αθήναις Εκκλησιαστικής Ριζαρείου Σχολής. Και ως ομολογείται, προ του διορισμού τού Αγίου ως διευθυντού η Σχολή αύτη δεν ήτο και εις τόσον ομαλήν, ως θα έπρεπε, κατάστασιν. Μόλις όμως ανέλαβε την διεύθυνσιν ούτος, ειρήνευσεν αύτη και έλαβε την κανονικήν της κατεύθυνσιν, διότι ως φιλόστοργος Πατήρ εφέρετο και εις τους μαθητάς και εις το λοιπόν προσωπικόν της Σχολής, απολαμβάνων βαθυτάτου σεβασμού και απείρου εκτιμήσεως και αγάπης παρά πάντων. Ήτο ο μόνος ενδεδειγμένος δια την θέσιν αυτήν, εις ην τον έθηκεν η θεία βουλή. Δια της αγιότητος του βίου του, της βαθείας μορφώσεώς του, της τε θύραθεν και της θείας, των πατρικών του παραινέσεων, επεβλήθη εις πάντας, και η Σχολή απέβη πραγματικόν φυτώριον των μαθητευομένων προς διακονίαν εν τη Εκκλησία. Η ζωή του εν αυτή ήτο ζωή μάλλον Μοναχού «εν οσιότητι και δικαιοσύνη» εν προσευχή και χρηστότητι και διηνεκεί μελέτη και συγγραφή ιερών βιβλίων, διδάσκων συγχρόνως εις τας ανωτέρας τάξεις Ποιμαντικήν και άλλα μαθήματα. Εν ενί λόγω η υπηρεσία του εις την Ριζάρειον Σχολήν αφήκεν εποχήν, ως περιτράνως ομολογούσιν οι τότε μαθητεύσαντες και ειδότες τον Όσιον άνδρα, και των αυτού καλών πείραν λαβόντες. Καίτοι βεβαρημένος υπό των καθηκόντων του διευθυντού της Σχολής δεν έπαυε να ιερουργή πάντοτε και να κηρύττη τον Θείον λόγον εν τω Παρεκκλησίω της Σχολής, όπου πολλοί εκκλησιάζοντο και ήκουον μετά θαυμασμού τον Άγιον Ιεράρχην ομιλούντα μετά δυνάμεως λόγου και σοφίας, και εξωμολογούντο εις αυτόν, και ελάμβανεν έκαστος την κατάλληλον θεραπείαν, και τα ανάλογα προς την νόσον της εαυτού ψυχής φάρμακα. Αλλά και εκτός της Σχολής, οσάκις του εδίδετο ευκαιρία, ιερούργει και εκήρυττε, τόσον εν Αθήναις, όσον και εν Πειραιεί, ένθα συνέτρεχον μετά πίστεως και ευλαβείας τα στίφη των ευσεβών. Η φήμη της πλουσίας διδασκαλίας του και η αγιότης του βίου είλκυε τους πάντας «ως ο μαγνήτης τον σίδηρον», ο δε διδακτικός του λόγος ήτο λίαν αποτελεσματικός και επέδρα σωτηρίως επί τας ψυχάς των ακουόντων, διότι ήτο «πρακτικός και άλατι ηρτυμένος», προερχόμενος εκ καρδίας «πεπληρωμένης Χάριτος», ο δε σεβασμός τον οποίον παρά πάντων απελάμβανεν ήτο βαθύτατος. Δυνάμεθα να είπωμεν ότι η διάβασις του Αγίου Νεκταρίου εκ των Αθηνών και του Πειραιώς ήτο επίσκεψις θεία και ευλογία Θεού, «επισκεψαμένου τον λαόν αυτού» δια του Αγίου τούτου Πατρός, όστις «ως άνθραξ του αϋλου πυρός» ανεζωπύρησε το θείον κήρυγμα, πλείστας ψυχάς ανέφλεξε προς θείον έρωτα, και ενεφύσησε θείαν πνοήν και θέρμην ουρανίαν εις την πνευματικήν ζωήν. Πολλάκις επεσκέπτετο την Εξαρχίαν του Παναγίου Τάφου και συνωμίλει μετά του τότε εκεί Εφημερίου, όντως πνευματικού ανθρώπου, προς ον εν μια ημέρα είπε τα εξής: «Όταν ο άνθρωπος κατανοήση τον προορισμόν αυτού και ότι είναι τέκνον του ουρανίου Πατρός, του άκρου δηλαδή αγαθού, μετά περιφρονήσεως βλέπει τα αγαθά του κόσμου τούτου· ναι, υποφέρει ο ενάρετος άνθρωπος πειρασμούς και εξευτελισμούς εν τω κόσμω τούτω, χαίρει όμως εν τω βάθει της καρδίας αυτού, και διότι έχει αναπεπαυμένην την συνείδησίν του· μισεί ο κόσμος και περιφρονεί τους εναρέτους άνδρας, ζηλεύει όμως αυτούς, διότι, ως έλεγον οι πρόγονοι ημών, αρετήν και πολέμιος θαυμάζει. Κατά την θερινήν περίοδον του έτους 1898, άμα τη διακοπή των μαθημάτων, επεσκέφθη τας Ιεράς Μονάς του Αγίου Όρους ως ευλαβής προσκυνητής των ιερών παοδευτηρίων της ασκητικής πολιτείας και κατά Χριστόν φιλοσοφίας, της οποίας άκρος εραστής ετύγχανε, κατά τον Μέγαν Θεολόγον Γρηγόριον. Η ταπεινοφροσύνη του, η πραότης του, η πηγαία ευλάβεια της ψυχής του, και γενικώς η απλότης και η χρηστότης των τρόπων του, πολύν θαυμασμόν προεξένησαν εις τους εκεί Οσίους Μοναχούς, δεχομένους και βλέποντας εν τω προσώπω τού Αγίου τους πάλαι Αγίους Ιεράρχας της Εκκλησίας ημών Βασίλειον τον Μέγαν, Γρηγόριον τον Θεολόγον και άλλους. Φθάσας εις την Μονήν Σίμωνος Πέτρας, επεσκέφθη το Γηροκομείον αυτής, όπου ευρών υπέργηρον κλινήρη Μοναχόν, έκυψε και ησπάσθη αυτόν εις το στόμα «εν φιλήματι αγίω». Γράφω δε τούτο ως ιδιάζον χαρακτηριστικόν της τελείας ευλαβείας και ταπεινώσεως του Αγίου. Πανταχού δύναται τις ειπείν, όπου και αν ευρίσκετο ο Άγιος, ήτο ζων παράδειγμα και έμψυχος εικών αρετής, ευσεβείας και διδασκαλίας, «και σιγών και φθεγγόμενος», κατά την θείαν φωνήν, ως αληθής μαθητής του Κυρίου. Kατ’ εκείνην την εποχήν εχήρευσεν ο Πατριαρχικός θρόνος Αλεξανδρείας, του Πατριάρχου Σωφρονίου εκδημήσαντος προς Κύριον, και πάντες προς το σεπτόν πρόσωπον του Οσίου απέβλεψαν, θεωρήσαντες τούτον τον πλέον κατάλληλον καθ’ όλα δια το ύπατον τούτο αξίωμα. Αλλ’ ο ταπεινόφρων Νεκτάριος απέφυγε την εκλογήν ταύτην, σκοπόν έχων να διέλθη το υπόλοιπον της ζωής του ως Μοναχός εν τινι Μονή εν αδιαλείπτω προσευχή και ενώσει προς τον Κύριον, ως ενθέρμως και ολοψύχως επόθει. Ως είπομεν, ο προς την μοναχικήν ζωήν πόθος του ήτο διακαής, και γυναίκες τινές, λίαν ευλαβείς, εξομολογηθείσαι εφανέρωσαν εις αυτόν την επιθυμίαν να μονάσουν υπό την πεφωτισμένην πνευματικήν οδηγίαν και διακυβέρνησιν αυτού, οπότε και απεφάσισε πλέον οριστικώς να προβή εις ίδρυσιν γυναικείας Μονής, θεωρήσας τούτο, ως και ήτο, θέλημα Θεού. Ανεζήτει όθεν τον κατάλληλον τόπον, και ούτος υπήρξεν εν τη νήσω Αιγίνη, όπου και ίδρυσε την Ιεράν και Σεβασμίαν αυτού Μονήν. Εις την ίδρυσιν ταύτης προέβη ο Άγιος Νεκτάριος το πρώτον κατά το 1904, διευθυντής έτι ων της Ριζαρείου Σχολής, τη εγκρίσει του τότε Μητροπολίτου Αθηνών Θεοκλήτου. Η εν Αιγίνη τοποθεσία αύτη καλείται «Ξάντος» και έχει προς το βόρειον μέρος τον λόφον, εν ω υπήρχεν η παλαιά χώρα της Αιγίνης μετά της Επισκοπής του Αρχιεπισκόπου Αγίου Διονυσίου του Ζακυνθίου, εν μέσω πολλών Ναών και Παρεκκλησίων, εκ των οποίων τινά σώζονται μέχρι σήμερον, απέχει δε της εν παραλία νέας πόλεως περί την μίαν και πλέον ώραν. Εν τη περιόπτω ταύτη τοποθεσία υπήρχε παλαιά Μονή επ’ ονόματι της Ζωοδόχου Πηγής ημικατεστραμμένη, εν η κατά την παράδοσιν των κατοίκων ήσκησεν η εξ Αιγίνης Οσία Αθανασία, ακμάσασα κατά την Βυζαντινήν περίοδον και εορταζομένη τη 18η Απριλίου. Ταύτην την Μονήν επανεσύστησε και επανίδρυσεν ο Άγιος Νεκτάριος επ’ ονόματι της Αγίας Τριάδος, και παραιτηθείς το 1907 της διευθύνσεως της Ριζαρείου Σχολής εγκατεστάθη οριστικώς εν αυτή. Προ όμως της παραιτήσεώς του είχεν αποστείλει εκεί, εν τη παλαιά Μονή, τας εν Αθήναις πνευματικάς μαθητρίας του, τας επιθυμούσας να περιβληθούν το Αγγελικόν Σχήμα, μεθ’ ων ήτο και η τυφλή Ξένη, η χρηματίσασα πρώτη Ηγουμένη και διαπρέψασα επ’ αρετή και οσιότητι, προστεθεισών δε και ετέρων εις τας υπαρχούσας τότε εκεί απετελέσθη η πρώτη αδελφότης τής επανιδρυθείσης Ιεράς Μονής. Προ της εγκαταστάσεως του Αγίου εν τη Μονή της Οσίας Αθανασίας είδεν ο τότε Εφημέριος αυτής Νικόλαος το εξής χαρακτηριστικόν όραμα. Τω εφάνη ότι εισήλθεν εις μεγαλοπρεπή αίθουσαν, εν τη οποία ήτο καθημένη επί θρόνου δόξης μεγαλοπρεπής γυνή, κρατούσα εις τας αγκάλας της βρέφος λαμπρότατον, όπερ προσεκύνησε και ησθάνθη δρόσον γλυκείαν εισελθούσαν εν τω στόματί του. Ιστάμενος περιδεής προ της υπερλάμπρου γυναικός ο Ιερεύς, ήκουσε φωνήν «Έρχεται ο Νεκτάριος», και εν τω άμα εισήλθεν ο Άγιος, εγερθείσα δε εκ του θρόνου και η φαινομένη εκείνη γυνή και πλησιάσασα αυτόν είπεν· «Ενθυμείσαι ότι ήλθα να σε πάρω προ καιρού, αλλά σε αφήκα, διότι αι Μοναχαί έχουν ανάγκην της προστασίας σου». Τούτο ασφαλώς εδήλου ότι η Κυρία Θεοτόκος είχεν υπό την ιδιαιτέραν προστασίαν Της τον Άγιον, προς αποπεράτωσιν του αρξαμένου πνευματικού του έργου εν τη Ιερά αυτού Μονή, διασώσασα αυτόν ποτε εκ δεινής και επικινδύνου νόσου. Εγκατασταθείς ο θείος Πατήρ εις την Μονήν αυτού και απαλλαγείς άλλων φροντίδων και μεριμνών, επεδόθη μετά πολλού ζήλου εις την όσον το δυνατόν τελειοτέραν κατάρτισιν του μεγάλου αυτού έργου, του ήδη τη του Θεού βοηθεία αρξαμένου. Τις δύναται να διηγηθή οίους κόπους και αγώνας κατέβαλλε νύκτα και ημέραν φροντίζων και κοπιών και εργαζόμενος υπέρ της ρυθμίσεως και ευταξίας και αυξήσεως της σεπτής Μονής του; Εφαρμόσας εν αυτή τέλειον κοινοβιακόν σύστημα, άγρυπνος διετέλει δια την εφαρμογήν των επί τούτω θείων των Αγίων Πατέρων Διατυπώσεων και των λοιπών μοναστικών Κανόνων, εν τη κεκανονισμένην προς Θεόν δοξολογία και ψαλμωδία και τη έξωθεν ευταξία και σεμνότητι, τη πρεπούση εις Μοναχάς, ζώσας την κατά Χριστόν ζωήν και πολιτείαν. Παν το απάδον απέτρεπε και εκαλλιέργει ως φιλόστοργος Πατήρ εις τας ψυχάς των μοναζουσών τον φόβον του Θεού, την ευλάβειαν, την κατάνυξιν, την προς αλλήλας αγάπην, την χριστομίμητον υπακοήν, ζων ως τέλειος Μοναχός και Ασκητής, λιτότατος την δίαιταν, απλούς τους τρόπους, άκακος, ταπεινός και πράος τη καρδία. Ο Άγιος ετέλει ο ίδιος και καθήκοντα Εφημερίου εν τη Μονή, και πλείστας χειρωνακτικάς εργασίας και τινας βαρείας και σκληράς, καλλιερών τους κήπους και αγρούς της Μονής, και ποτίζων αυτούς δι’ ύδατος μεταφερομένου υπ’ αυτού εκ μακρινής αποστάσεως. Και όχι μόνον αυτά, αλλά και αύλακας ήνοιγε και οχετούς ητοίμαζε, και λίθους μεγάλους μετέφερεν επί των ώμων του δια την οικοδόμησιν και συμπλήτωσιν των κελλίων της Μονής, και αυτά τα υποδήματα των Μοναχών επιδιώρθωνεν «ιδίαις χερσί», και εν ενί λόγω υπέβαλλεν εαυτόν ο μακάριος εις αυστηροτάτην άσκησιν, δια της οποίας ενεκρώθη τελείως εν τω κόσμω, και έζη βίον «έξω κόσμου και σαρκός, υπέρ τα ορώμενα» κατά τον θείον Θεολόγον Γρηγόριον. Η αγγελική αύτη ζωή του Αγίου τον ανέδειξεν επάξιον δοχείον των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, ούτινος τας αϋλους ελλάμψεις «όλος ενθεώτατος» εδέχετο εν τη ψυχή του και πλουσίαν την Χάριν των θαυμάτων έλαβε παρά Κυρίου, ως αληθής θεράπων και φίλος αυτού, η δε φήμη του ως Αγίου και θαυματουργού διεδίδετο όχι μόνον απ’ άκρου εις άκρον της νήσου, αλλά και πέραν των ορίων αυτής. Πλείστοι δε προσέτρεχον πανταχόθεν προς αυτόν και ελάμβανον τα προς σωτηρίαν αιτήματα, παραμυθούμενοι και θεραπευόμενοι ψυχή τε και σώματι παρά του Αγίου Πατρός, πολλοί δε αμαρτωλοί και άπιστοι μετεβάλλοντο δια του λόγου και της θαυματουργικής Χάριτος αυτού και έχαιρεν η νήσος Αίγινα πλουτήσασα τοιούτον θεοφόρον άνδρα εν τοις εσχάτοις τούτοις καιροίς. Προς ταις σωματικαίς ασκήσεσιν ο Άγιος είχε παραλλήλως, ή μάλλον του ήσαν κύριον έργον, αι πνευματικαί θεωρίαι και η αδιάλειπτος νοερά προσευχή, η τελουμένη δια του ενδιαθέτου εν τη καρδία λόγου, δια της οποίας μετηρσιούτο ο νους του ως του μεγάλου Πατρός Αγίου Αρσενίου, εξαιρετική δε γλυκύτης επεχύνετο επί της γαληνιαίας μορφής του, εμφαίνουσα την κεκρυμμένην εν τη αγία αυτού ψυχή δόξαν και λαμπρότητα, εν τη αγιαστική Χάριτι του Αγίου Πνεύματος. Συχνάκις απεσύρετο επί ώρας «εν τω ταμείω του» και προσηύχετο νοερώς προς τον Θεόν, παρ’ ου ελάμβανεν ό,τι εζήτει, ή κάλλιον ειπείν, κατά τον Αδελφόθεον Ιάκωβον, «πάσαν δόσιν αγαθήν και παν δώρημα τέλειον». Δεχθείς ο Άγιος τον πλούτον της πνευματικής ζωής, μετέδιδεν εξ αυτού πλουσίως και εις τα πνευματικά τέκνα, τας Μοναχάς, διδάσκων αυτάς τα καλά και τας αντιμισθίας της αγίας ταύτης ζωής, και συνιστών εις αυτάς να αποφεύγουν «ταχυτάτω ποδί» τας μετά των κοσμικών συναναστροφάς και συνομιλίας, ως λίαν επιβλαβείς και φθοροποιούς δια τας Μοναχάς, και δια τούτο, όταν προσήρχοντο εις την Μονήν επισκέπται, τους εδέχετο η τυφλή Ηγουμένη Ξένη μετ’ άλλης γεροντίσσης τη ηλικία Μοναχής. Εάν ποτέ ερχομένους επισκέπτας δεν αντελαμβάνοντο μακρόθεν και εύρισκον ούτοι τον Άγιον έξω της Μονής εργαζόμενον, ήτο αδύνατον να τον γνωρίσουν, λόγω της ευτελούς ενδυμασίας του, και εξίσταντο σφόδρα, όταν αργότερον, ζητούντες να τον ίδωσιν, ανεγνώριζον ότι ο ζητούμενος ήτο εκείνος ο ευτελής εργάτης, ενδεδυμένος ήδη τα ράσα του. Ο σωτήριος του Αγίου λόγος ήτο και αυστηρός όπου έδει, και επιεικής όπου θα έπρεπε να συγκαταβαίνη ταις ανθρωπίναις αδυναμίαις, η δε ιερά αυτού Μονή πραγματικόν φυτώριον αρετής και νοητός πυρσός και φάρος δια τους ποικίλως κινδυνεύοντας και πικρώς θαλαττεύοντας εν τω πελάγει του παρόντος βίου. Η θαυμαστώς χαριτώσασα τον Άγιον Χάρις του Θεού έδωκεν εις αυτόν, ως και προείπομεν, το χάρισμα της θαυματουργίας, και περιγράφομεν τινά εκ των θαυμάτων, άτινα ετέλεσε ζων: Γυνή τις πάσχουσα εκ σφοδράς κεφαλαλγίας και μη δυνηθείσα να θεραπευθή υπό των ιατρών, προσήλθεν εις τον Άγιον, όστις προσευχηθείς εθεράπευσεν αυτήν. Εκ Λαμίας προσήλθε τις εις τον Άγιον πάσχων χρονίως εκ σεληνιασμού, προς ον αναγνώσας ο Όσιος ευχάς τινας εκ των εξορκισμών, εθεραπεύθη ευθύς ο άνθρωπος και επέστρεψεν εις την πατρίδα αυτού υγιής, δοξάζων τον Κύριον. Ανομβρία δεινή εμάστιζε ποτε την Αίγιναν, απειλούσα καταστροφήν, και τότε οι κάτοικοι προσήλθον εις τον Άγιον, παρακαλούντες να προσευχηθή προς κατάπαυσιν του δεινού. Ο Άγιος δεχθείς την αίτησιν των ευσεβών Αιγινητών ανήλθε μετά των μοναζουσών εις την Επισκοπικήν Εκκλησίαν του Αγίου Διονυσίου δια να ιερουργήση και να παρακαλέσουν ομού τον Κύριον όπως λυπηθή την πάσχουσαν νήσον και εξαποστείλη την εξ ύψους ευλογίαν του· δεν είχεν εισέτι τελειώσει η θεία Λειτουργία, και επακούσας ο Θεός της δεήσεως του δούλου αυτού έστειλεν άφθονον βροχήν εις την διψώσαν νήσον, ήτις βροχή διήρκεσεν έως το εσπέρας. Το αυτό θαύμα επανελήφθη και άλλοτε, οπότε έπασχεν η νήσος και πάλιν εκ της ανομβρίας, και προσευχηθέντος του Αγίου, ήλθεν εξ ουρανού άφθονος βροχή και «εμεθύσθησαν, κατά τον Δαβίδ, αι αύλακες» της γης. Μοναχή τις πάσχουσα από παράλυσιν της κεφαλής προσήλθεν εις τον Άγιον ιερουργούντα, κατά την στιγμήν της Θείας Μεταλήψεως, αλλά βλέπουσα αυτόν λάμποντα εκ θείου φωτός εδειλίασε να πλησιάση. Εκείνος, εννοών αυτήν, λέγει: Διατί δεν πλησιάζεις; Πρόσελθε. Τότε αυτή προσήλθε προς μετάληψιν των Θείων Μυστηρίων εκ χειρός του Αγίου, οπότε και αντελήφθη ότι την ήγγισε τις εκ των όπισθεν εις την κεφαλήν, και ευθύς απηλλάγη εκ της ασθενείας αυτής, δια της χάριτος του Αγίου. Κόρη τις επταέτις εκ του χωρίου Χαλασμένη, πάσχουσα εκ χρονίων και αδιαλείπτων πυρετών, μετεφέρθη υπό των γονέων της εις τον Άγιον, παρ’ ου εύρε την τελείαν θεραπείαν. Άλλη τις κόρη ηρραβωνισμένη, εκ μαγείας και σατανικής ενεργείας ήλθεν εις δεινήν νευροπάθειαν ή μάλλον παραφροσύνην, ήτις προσελθούσα εις τον Άγιον και εξομολογηθείσα εύρε την θεραπείαν της, κατόπιν αναγνώσεως ευχών τινών επ’ αυτής υπό του Αγίου, και επιθέσεως των αρχιερατικών του αμφίων, διηγουμένη έκτοτε το γεγονός επ’ αυτήν θαύμα δια της χάριτος του θαυματουργού Αγίου Νεκταρίου. Προ του αποκλεισμού, κατά τον πρώτον παγκόσμιον πόλεμον, αι Μοναχαί ηθέλησαν να αποθηκεύσουν επί πλέον σίτον και άλλα είδη επισιτισμού δια το προβλεπόμενον εκ του πολέμου δεινόν μέλλον, αλλ’ ο θείος Πατήρ επέπληξεν αυτάς σφοδρώς ειπών· «Εάν κάμετε αυτό που λέγετε, εξάπαντος θα πεινάσωμεν». Και ούτως ηρκέσθησαν εις την κατ’ έτος συνήθη προμήθειαν των ειδών επισιτισμού δια την Μονήν. Αλλ’ ω των θαυμασίων σου Κύριε! εκ τούτων «έφαγον και εχορτάσθησαν», κατά τον Προφητάνακτα, όχι μόνον η Αδελφότης τής Μονής, αλλά και πάντες οι προσερχόμενοι κατά την περίοδον εκείνην, εκδήλου γενομένης της Χάριτος και ευλογίας του Αγίου εκ τούτου. Η τεταγμένη αδελφή προς διακονίαν του Αγίου έβλεπε, και ιδία οπότε ησθένει ο Όσιος, νέον τινά καθ’ ύπνους, όστις παρίστατο εις τον Άγιον, και εις ερώτησιν της αδελφής μη τι έχει ανάγκην τινός ο Πατήρ, απήντα· «εγώ σε ειδοποιώ οπότε παραστή ανάγκη τις». Τον αυτόν νέον όχι μόνον καθ’ ύπνους έβλεπεν η εν λόγω αδελφή, αλλά και εν εγρηγόρσει εθεώρει αυτόν, και μάλιστα οπότε ιερούργει ο Άγιος παρίστατο πλησίον του, και εφαίνετο ενδεδυμένος στρατιωτικήν ενδυμασίαν, με αστραπηφόρον μορφήν. Άλλη αδελφή εξυπηρετούσα εν τω Ναώ ως Υποδιάκονος, εις ώραν καθ’ ην ιερούργει ο Άγιος, και ακριβώς εις το «Τα σα εκ των σων», είδε μεγαλοπρεπεστάτην Κυρίαν, κρατούσαν βρέφος εις τας αγκάλας της, ήτις εισελθούσα εκ της Ωραίας Πύλης εστάθη πλησίον του Αγίου, και εκφωνηθέντος του «Εξαιρέτως» ήπλωσε τας χείρας της και έδωκε το βρέφος εις αυτόν. Τούτο είδεν η αδελφή εν εγρηγόρσει, οφθαλμοφανώς. Πλείστα είναι τα θαύματα, άτινα ετέλεσεν ο Άγιος ζων, και άτινα διηγούνται οι ευσεβείς Αιγινήται και αι αδελφαί της Μονής, εκ των οποίων ανεγράψαμεν ολίγα προς δόξαν Θεού και τιμήν και έπαινον του Αγίου. Η Αίγινα εδέχθη ως ευλογίαν Θεού και εξαιρετικήν χάριν την έλευσιν και εγκαταβίωσιν εν αυτή του Αγίου Νεκταρίου, και εις εκάστην ανάγκην και θλίψιν προσέτρεχον μετά πολλής της πίστεως εις τον Άγιον και εύρισκον την θεραπείαν συμβαινόντων περιστατικών και άλλων ποικίλων στενοχωριών και αναγκών, διότι έβλεπον την επανθούσαν θείαν Χάριν εις τον Άγιον και την θαυματουργικήν δύναμιν, την οποίαν έλαβε παρά Θεού, και δια της οποίας ευηργέτει τους έχοντας ανάγκην. Αλλά και εις το συγγράφειν ιεράς συγγραφάς και βιβλία πλούσιον είχε το χάρισμα ο Άγιος, προς δόξαν της Εκκλησίας και ωφέλειαν του πλησίον, υπέρ ου ηνάλωσε όλον τον βίον, άτινα μαρτυρούν την πολυμάθειαν αυτού και τον πλούτον της θύραθεν και της θείας Σοφίας, και αποπνέουν την ευωδίαν της ευσεβείας και το γλυκύτατον άρωμα του Παναγίου Πνεύματος. Αλλ’ ο εχθρός της αληθείας, βλέπων «δολίω και φθονερώ βλέμματι» το συντελούμενον μέγα έργον του Αγίου εφρύαττε και προσεπάθει να ανακόψη την θεοφιλή ταύτην και σωτήριον πορείαν. Και ιδού ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, όστις προθύμως έδωκεν άδειαν προς ίδρυσιν της Μονής, υπείκων εις διαβολάς κατά του Αγίου, πολύ ύστερον έθλιψεν αυτόν, αποστέλλων κατ’ έτος Ιερέα ανακριτήν, όστις ανέκρινε τον Όσιον Πατέρα, μη τι επιλήψιμον ανεύρη, ως διελογίζετο, προς διάλυσιν της Μονής. Τα αυτά και χείρονα τούτων έπραξε και ο διάδοχος του Θεοκλήτου Μελέτιος Μεταξάκης. Αλλ’ ο Άγιος εν πολλή ταπεινώσει και ανεξικακία και ευχαριστία προς Θεόν υπέμεινε τα πάντα, και έχων ακλόνητον πεποίθησιν επί Κύριον ίστατο, κατά τον Ψαλμωδόν, ως «Όρος Σιών» μηδέν υφορώμενος, και «επορεύετο την οδόν του Κυρίου», καταβάλλων κόπους και προσπαθείας υπέρ της τελειοτέρας καταρτίσεως της Ιεράς αυτού Μονής. Ούτως ηγωνίζετο ο μακάριος τον καλόν της αρετής και ασκήσεως αγώνα, ότε ησθένησεν εκ προστατίτιδος, και υπέφερεν επί εν και ήμισυ έτος οδυνηρούς πόνους, αποκρύπτων την τοιαύτην ασθένειαν μέχρις ολίγου χρόνου προ της μακαρίας κοιμήσεώς του. Εν τοιαύτη τελών καταστάσει ηθέλησε κατά τα μέσα του Αυγούστου να υπάγη και προσκυνήση την θαυματουργόν Εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου, την ευρισκομένην εν τη Ιερά Μονή της Χρυσολεοντίσσης, απέχουσαν μίαν περίπου ώραν εκ της Μονής της Αγίας Τριάδος. Επειδή δεν ήτο δυνατόν να υπάγη πεζή, λόγω της βασανιζούσης αυτόν ασθενείας, επέβη ημιόνου συνοδευόμενος υπό των Μοναζουσών Αθανασίας και Ευφημίας, και της τρίτης Αγαπίας τότε καλουμένης, νυν δε Νεκταρίας. Εν τη Μονή ταύτη παρέμεινεν επί δεκαπέντε περίπου ημέρας ησυχάζων, μελετών και προσευχόμενος γονυκλινής προ της θαυματουργού Εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποίαν σφόδρα ηυλαβείτο, παρακαλών όπως παραταθή επί τινα εισέτι έτη η επί γης ζωή αυτού, προς ολοκλήρωσιν του εν τη Ιερά Μονή έργου του, πλην όμως ανέθετε τα πάντα εις το θέλημα του Κυρίου, εις ο ολοψύχως υπετάσσετο. Προσκυνήσας δια τελευταίαν φοράν την ιεράν της Θεομήτορος Εικόνα, γονυπετής και με δακρυβρέκτους οφθαλμούς προσευχηθείς μυστικώς, όπισθεν δε αυτού εδέετο παρακολουθούσα η μία εκ των συνοδών αυτού Μοναχή Νεκταρία, και εξελθών επέστρεψεν επί ημιόνου εις την Ιεράν Μονήν του. Φθάσας εις τι σημείον του δρόμου, ένθα δείκνυται πέτρα έχουσα εγκεχαραγμένον το σημείον του Τιμίου Σταυρού, και κατελθών του ζώου, ήρχισε πάλιν να προσεύχεται με υψωμένα τας χείρας και τους οφθαλμούς εις τους ουρανούς, εν υψηλή και κρυφία θεωρία και εκστάσει. Βλέπουσα ταύτα η εν λόγω αδελφή υπέθεσεν ότι έπαθε τι και έσπευσε να τον κινήση, οπότε και διέκοψε τον Άγιον, ειπόντα προς αυτήν: «Με διέκοψες από την προσευχήν μου». Και πάλιν οι οφθαλμοί του ήσαν πλήρεις δακρύων, τους οποίους αφού απεσπόγγισεν, εστράφη βλέπων προς τον ορίζοντα και είπε· «Ας ευλογήσω δια τελευταίαν φοράν το Μοναστηράκι μου και τους Χριστιανούς της νήσου, διότι εντός ολίγου θα απέλθω». Εξεπλάγη η Νεκταρία ακούσασα αυτά και είπε· «Που θα απέλθης»; «Εις τους ουρανούς», απήντησε ο θείος Πατήρ. Τούτο φανερώνει καθαρώς ότι ο Κύριος τω απεκάλυψεν, ότι εντός ολίγου τον προσλαμβάνει πλησίον του, εις τας αιωνίους Μονάς τής ατελευτήτου Βασιλείας, «ίνα αναπαύσηται εκ των κόπων αυτού». Επανήλθεν εις την Μονήν και μετ’ ολίγας ημέρας, τη επιμόνω συστάσει και παρακλήσει των αδελφών, μετεφέρθη και εισήχθη εις το εν Αθήναις Αρεταίειον νοσοκομείον προς θεραπείαν. Άμα τη αφίξει του Αγίου εκεί, συνοδευομένου υπό αδελφών, εξεπλάγησαν οι εν τω νοσοκομείω επί τη τοσαύτη ταπεονώσει και απλότητι του Αγίου, αλλά και τη πολλή αυτού πτωχεία, μαθόντες ότι είναι Μητροπολίτης, διότι εξέλαβον αυτόν ως ένα απλούν Γέροντα Μοναχόν. Εις το Αρεταίειον παρέμεινε νοσηλευόμενος επί πεντήκοντα και πλέον ημέρας, και τη 8η Νοεμβρίου, προ του μεσονυκτίου, επιφωσκούσης της 9ης του 1920 παρέδωκε πλήρης ουρανίου γαλήνης και χαράς την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος, ον εκ νεότητος ηγάπησε και δι’ όλου του βίου εδόξασεν, άγων το 74 έτος της ηλικίας, γενόμενος προσθήκη τοις απ’ αιώνος Αγίοις κατά τον Άγιον Βασίλειον. Εχάρησαν οι Άγιοι Ιεράρχαι απολαβόντες τον εφάμιλλον αυτοίς Ιεράρχην, οι Όσιοι τον Όσιον και πάντες οι Άγιοι τον μιμητήν αυτών και ισότιμον, ο δε Πανάγαθος Θεός και Κύριος της δόξης έστεψεν αυτόν «τω διαδήματι του αθανάτου κάλλους και τω στεφάνω της αφθαρσίας». Έν περίπου έτους προ της μακαρίας κοιμήσεως του θεοφόρου τούτου Πατρός, αδελφή τις εκ της Ιεράς αυτού Μονής ήκουσε καθ’ ύπνους ως εν οράματι φωνήν λέγουσαν· «Ο Πατήρ απέρχεται εις ουρανίους κατασκηνώσεις, όπου ήχος καθαρός εορταζόντων». Επίσης άλλη αδελφή, κατά το αυτό διάστημα, είδε νέον χρυσοστόλιστον ως λαμπρόν αξιωματικόν, όστις ελθών εζήτει τον Άγιον. Εις ερώτησιν εκείνης «Τι τον θέλεις»; Απεκρίθη ο φανείς λαμπρός νέος εις αυστηρόν ύφος ότι «Δεν ημπορώ να τον αφήσω πλέον, διότι ανήκει εις τους ουρανούς, και αρκετά σας τον αφήσαμεν». Επίσης καθ’ ο διάστημα ενοσηλεύετο εις τας Αθήνας, ετέρα αδελφή, Μοναχή και αύτη εκ της σεπτής Μονής του, είδεν εν οράματι ότι ευρέθη εις τι ωραίον μέρος, ένθα υπήρχε νεόκτιστον παλάτιον εκ λαξευτής πέτρας, και το οποίον παρετήρει και περιειργάζετο νέος τις μήπως είχεν ατέλειάν τινα. Ευρών δε αυτό κατά πάντα τέλειον, το έκλεισε και ίστατο· ηπόρησε βλέπουσα τούτο η αδελφή, και ηρώτησε τον νέον τίνος είναι το λαμπρόν τούτο παλάτιον· «Του Νεκταρίου», απεκρίθη εκείνος. Αλλ’ η Μοναχή εξηκολούθει να απορή και διελογίζετο· «Που άρα εύρεν ο Άγιος τοιούτον παλάτιον, πτωχότατος ων»; Και ηρώτησεν εκ δευτέρου, οπότε και έλαβε την δευτέραν απάντησιν εντονωτέραν ότι «Είναι του Νεκταρίου». Ταύτα πάντα μαρτυρούν τας πλουσίας αντιμισθίας και τας ουρανίους αμοιβάς, τας οποίας εύρεν ο Άγιος, δια την καθαρότητα της ζωής του, τους ατρύτους οσίους καμάτους του, τους υπέρ της αρετής και ευσεβείας αγώνας του, τους αδίκους διωγμούς και τας κατηγορίας και διαβολάς και συκοφαντίας, άτινα μεγαλοψύχως εν πλήρει γαλήνη και αγάπη υπέμεινε, και προ παντός δια την μεγάλην, την άπειρον, ως είπεν, ταπείνωσίν του και πραότητα και ανεξικακίαν, αρετάς, αίτινες τον ανέδειξαν τέλειον μαθητήν του Κυρίου, πάμφωτον αστέρα της Εκκλησίας και αληθές εκτύπωμα και ίσον εν δόξη των πάλαι Αγίων· «Τους γαρ δοξάζοντάς με δοξάσω», λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Σύμπασα η νήσος Αίγινα εθρήνησε μεγάλως επί τη προς Κύριον εκδημία του Αγίου Νεκταρίου, και πάντες οι εκείσε Χριστιανοί έκλαιον την στέρησιν του θαυματουργού προστάτου των, μετά πολλής δε ευλαβείας απεδέχθησαν το Ιερόν σκήνωμα, κρουομένων πενθίμως των κωδώνων όλων των Εκκλησιών της νήσου. Μετά πάροδον ολίγης ώρας από της αυτού κοιμήσεως άρρητος ευωδία εξεχύθη παραδόξως εκ του τιμίου λειψάνου, ήτις επλήρωσε την αίθουσαν εις την οποίαν κατέκειτο, προς έκπληξιν και θαυμασμόν πάντων των εν τω νοσοκομείω ευρισκομένων, γνωσθείσης τότε αναφανδόν πλέον της κεκρυμμένης αγιότητος του Οσίου Πατρός. Εκ της αιθούσης τον μετέφερον εις τον Ναόν του θεραπευτηρίου, και εκείθεν δι’ αυτοκινήτου εις Πειραιά εις τον Ιερόν Ναόν της Αγίας Τριάδος, ένθα πολλοί προσήρχοντο και τον προσεκύνουν και μετ’ εκπλήξεως παρετήρουν ευώδες μύρον εκβλύζον εκ του προσώπου του, εξ ου η κόμη και η γενειάς ήσαν περίρρυτοι. Εκείθεν αυθημερόν μετέφερον αυτό εις Αίγιναν, όπου ως προείπομεν «εν κλαυθμώ και κοπετώ», κατά την Προφητικήν φωνήν, και εν πολλή ευλαβεία υπεδέχθησαν αυτό, και εκ του λιμένος μέχρι της Μονής το μετέφερον κρατούντες το φέρετρον εις τας χείρας, καθ’ όλην δε την διαδρομήν άρρητος και ουρανία ευωδία ανεδίδετο εξ αυτού, ο δε Άγιος εφαίνετο ως κοιμώμενος επισκιασάσης επ’ αυτόν, κατά τον Άγιον Γρηγόριον Θεσσαλονίκης, της Χάριτος του Παρακλήτου, και τέλος αι Μοναχαί υπεδέχθησαν αυτό μετά κλαυθμών και θρήνων. Ψαλείσης της ακολουθίας της κηδείας ετάφη εν συρροή Κλήρου και λαού εν τω προαυλίω της Μονής παρά τω εκεί πεύκω. Κατά την ημέραν της οσίας κοιμήσεως του Αγίου ο σύζυγος ευσεβούς τινός γυναικός, στερούμενος πίστεως και ευλαβείας, έτυχε κατά καλήν σύμπτωσιν να ασπασθή την δεξιάν του Αγίου κατά την μεταφοράν του τιμίου λειψάνου του εις Αίγιναν, παραδόξως δε τότε ησθάνθη αυτήν θερμήν και απαλήν, και θαυμάσας επί τούτω μετεβλήθη και εγένετο, τη χάριτι του Αγίου, τη αληθεία πιστός και ευσεβής. Τούτο ιδούσα η γυνή αυτού και επειδή δεν έτυχε και αύτη να προσκυνήση το ιερόν του Αγίου λείψανον, ελυπήθη εκ τούτου σφόδρα· και ιδού την επομένην νύκτα βλέπει εν οράματι ότι ευρέθη εις τινα Ιερόν Ναόν, εις του οποίου την Ωραίαν Πύλην ίστατο ο Άγιος ιερουργών ολολαμπής περιχεόμενος ουρανίω φωτί, ο δε ευρισκόμενος εκεί πιστός λαός εφώναζε· «Ο Νεκτάριος ηγίασε». Τότε η γυνή αύτη μετά του τέκνου της διέσχισε το πλήθος, και πλησιάσασα τον Άγιον έλαβε την ευλογίαν, και πλησθείσα ουρανίου χαράς, της εφάνη ότι ανεχώρησε δια τον οίκον της. Επισκεφθείσα δε μετά τινα χρόνον την Μονήν δια να προσκυνήση τον τάφον του Αγίου εξεπλάγη ιδούσα την Εικόνα του, ήτις ήτο ομοία καθ’ όλα με την φανείσαν εις αυτήν εν τω οράματι όψιν του Αγίου, διότι ζώντα δεν εγνώρισεν αυτόν. Ετέρα τις ευσεβής γυνή εκ Πειραιώς, κατά την νύκτα της κοιμήσεως του Οσίου, είδε τον ουρανόν ως να ήτο περιβεβλημένος με χρυσοσύνθετα νέφη, και εν τω μέσω αυτών περιστεράν πετομένην, ήκουσε δε συγχρόνως φωνήν λέγουσαν· «Η περιστερά της Αιγίνης επέταξεν». Μετά παρέλευσιν πέντε μηνών ηθέλησαν να οικοδομήσουν μαρμάρινον μνημείον επί του τάφου του Αγίου και κατ’ ανάγκην θα έπρεπε να ανοιγή ο τάφος, να μετακομισθή δε εκείθεν ολίγον ο νεκρός. Αλλ’ η Ηγουμένη εδίσταζε να προβή εις μίαν τοιαύτην πράξιν φοβουμένη μήπως ανοιγομένου του τάφου εξέλθη δυσοσμία, ως συνήθως εκπέμπουν τα νεκρά και εν αποσυνθέσει τελούντα σώματα. Ταύτα διελογίζετο εν εαυτή η Ηγουμένη χωρίς να ανακοινώση εις ουδένα τας σκέψεις της. Και ιδού εμφανίζεται ο Άγιος εις τινα αδελφήν της Μονής και της λέγει· «Τι κάμνεις τέκνον»; «Καλά δι’ ευχών σας, Πάτερ», απεκρίθη η Μοναχή. «Σκύψε να σε σταυρώσω», επανέλαβεν ο Άγιος κατά την συνήθειαν ην είχε πάντοτε. Έκυψεν η αδελφή και την εσταύρωσεν, είτα της λέγει· «Μύρισέ με να ιδής, μυρίζω»; Η αδελφή απεκρίθη ότι δεν μυρίζει. Τότε της λέγει καθαρώτερον· «Βρωμώ»; Εκείνη απήντησε· «Ποίος λέγει ότι βρωμάτε, Σεβασμιώτατε Πάτερ; Πως είναι δυνατόν να βρωμάτε»; Λέγει πάλιν ο Άγιος· «Η Γερόντισσα Ξένη, η Ηγουμένη», επανέλαβεν ο Άγιος. «Κύτταξέ με λοιπόν, τέκνον, μου λείπει τίποτε»; Και έδειξεν εις αυτήν τας χείρας, τους πόδας και την ράχιν, και πάλιν λέγει εις την αδελφήν· «Δεν είμαι ολόκληρος»; «Ολόκληρος είσθε», ανταπήντησεν η αδελφή. Πάντα ταύτα η αδελφή αύτη διηγήθη εις την Ηγουμένην, ήτις εν πληροφορία πλέον καρδίας επροχώρησεν εις την απόφασιν της προσωρινής μεταφοράς του τιμίου λειψάνου εκ του τάφου, έως ότου ετοιμασθή ο εκ μαρμάρου τοιούτος. Ανοίξασαι λοιπόν τον τάφον, εύρον το άγιον λείψανον σώον και ακέραιον, μεθ’ όλων των ιερών αμφίων ευωδιάζον αρρήτως, ο δε θείος Πατήρ εφαίνετο ωσεί κοιμώμενος, μηδεμιάς αλλοιώσεως επελθούσης εις αυτό, αλλά φέρον άπαντα τα σημεία της Αγιότητος. Τότε το μετέφερον εις το δωμάτιον του Αγίου, όπου παρέμεινεν επί τεσσαράκοντα και οκτώ ώρας, μέχρι της κατασκευής του μαρμαρίνου τάφου, ότε αι αδελφαί ενδύσασαι αυτό δια νέων ενδυμάτων εναπέθεσαν πάλιν εν τω αυτώ μνημείω. Η αλλαγή των ενδυμάτων του ιερού λειψάνου επανελήφθη και πάλιν υπό των αδελφών κατά τον αυτόν τρόπον. Το ιερόν τούτο λείψανον του Αγίου Νεκταρίου παρέμεινεν επί είκοσι και πλέον έτη σώον και αδιάφθορον, εκχέον την άρρητον ευωδίαν της αγιότητος «ως μυροθήκη του Αγίου Πνεύματος», ήτις εξήρχετο του τάφου και εγένετο αισθητή προς μεγάλην έκπληξιν των προσερχομένων πιστών, αναφωνούντων ενίοτε: «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». Τούτο είδον πλείστοι ευσεβείς κείμενον εν τω τάφω και εξέστησαν σφόδρα, βλέποντες μετά τοσαύτα έτη τον Άγιον νεκρόν ως να εκοιμάτο. Και Αρχιερείς και Ιερείς και επιστήμονες και απλοϊκοί είδον τούτο το υπερφυές θαύμα της αφθαρσίας και δόξης του σεπτού λειψάνου και εθαύμασαν και εμαρτύρησαν «στεντορεία τη φωνή» την αγιότητα του Οσίου Πατρός, και την μεγάλην αυτού παρρησίαν προς Κύριον. Αλλ’ ύστερον διελύθη, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, ως διελύθησαν πλείστα αδιάφθορα λείψανα Αγίων, ως του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, και άλλων Αγίων, τα θαυμαστά όμωςτα τελούμενα υπ’ αυτού είναι άπειρα, και η ευωδία έφθονος και γλυκυτάτη. Όπου επεκαλέσθησαν και επικαλούνται τον Άγιον ταχέως έφθασε και φθάνει πάντοτε η σωτήριος αυτού αντίληψις· δαιμονιώντας ιάτρευσε, παραλύτους συνέσφιγξε, χωλούς ηνώρθωσε, τους εν θαλάσση κινδυνεύοντας διέσωσε, και εις πάσαν θλίψιν ευρίσκεται ταχύτατος βοηθός και επίκουρος. Πανταχού το άγιον όνομά του εγένετο γνωστόν, η δε χάρις των θαυμάτων του έφθασε μέχρι των περάτων της γης. Και εν ξηρά και θαλάσση και εν νήσοις και εν Ευρώπη και εν Αμερική οι ευσεβείς επικαλούνται τον Άγιον, και η παρ’ αυτού βοήθεια ταχυτάτη εις πάντας. Και «εν ονείροις φαινόμενος» βοηθεί τους έχοντας ανάγκην. Πλήθη συρρέουν εις την Ιεράν αυτού Μονήν εξ όλων των μερών, και άπειρα αναθήματα βλέπει τις εν αυτή αποκείμενα, μαρτυρούντα το πλήθος των θαυμάτων αυτού και των λοιπών ποικίλων αντιλήψεων. Εις πολλούς Ναούς και πλείστας ευσεβείς οικίας υπάρχουν εικόνες του Αγίου Νεκταρίου, εις δε τα Χανιά της Κρήτης ιδρύθη επ’ ονόματί του ενοριακός Ναός, ένθα ο Άγιος θαυματουργεί εις τους επικαλουμένους αυτόν, και πολλοί υπάρχουν οι εκεί τυχόντες της παρ’ αυτού ευεργεσίας, ως μαρτυρούν τα τελούμενα εκείσε θαύματα, μετά θερμής δε ευλαβείας εδέχθησαν τον μετενεχθέντα εκεί σπόνδυλον εκ των τιμίων λειψάνων του Οσίου, εξελθόντος προς τούτο του Αρχιερέως, ενδεδυμένου την αρχιερατικήν αυτού στολήν μετά πλείστου ιερού Κλήρου και ευσεβούς λαού της πόλεως Χανίων. Παρεκκλήσιον επ’ ονόματι αυτού καθιερώθη και εις τα νέα οικοδομήματα της Εκκλησιαστικής Ριζαρείου Σχολής. Τη δε 2α Σεπτεμβρίου του έτους 1963 εγένετο η ανακομιδή των τιμίων και μυριπνόων αυτού λειψάνων υπό του Σεβ. Μητροπολίτου Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Προκοπίου, παρισταμένων του Μητροπολίτου πρώην Ηλείας Αντωνίου, των Μοναχών της Μονής, του Ιερού Κλήρου και των αρχών της νήσου, ως και του συμβούλου της Επικρατείας κ. Μερτικοπούλου. Παρισταμένων πάντων τούτων μετά κατανύξεως και ευλαβείας ηνοίχθη ο τάφος, εκ του οποίου εξήλθεν άρρητος ευωδία «υπέρ πάντα τα αρώματα», κατά το Γρσφικόν, τα δε ιερά και κρακοβαφή του Αγίου λείψανα συλλεγέντα «οσίαις χερσίν» εναπετέθησαν η μεν αγία Κάρα εντός επιχρύσου θήκης, εχούσης σχήμα αρχιερατικής μίτρας, κατασκευασθείσης δια του τμήματος τιμαλφών των προσκυνητών και λοιπών αυτών δωρεών, τα δε λοιπά ιερά λείψανα εντός αργυράς θήκης, κειμένης παραπλεύρως του μαρμαρίνου εικονοστασίου ένθα και η υπό της Μοναχής Θεοδώρας ζωγραφηθείσα εικών του Αγίου ίσταται εν τω Παρεκκλησίω αυτού. Το επ’ ονόματι αυτού Παρεκκλήσιον κοσμείται υπό πολλών κανδηλών και ετέρων εικονοστασίων, ευλαβών δωρεών και προσφορών προς τον Άγιον, εν ιδιαιτέρα δε θήκη αναρτώνται τα διάφορα πολυπληθή αφιερώματα των ευλαβών Χριστιανών. Τα ιερά αυτά λείψανα εκπέμπουν διαρκώς άρρητον ουρανίαν ευωδίαν, μαρτυρούσαν την εξαιρετικήν χάριν ην έλαβε παρά Κυρίου ο Άγιος Νεκτάριος δια την καθαρότητα της ζωής του. Η ευωδία αύτη αναφανείσα αμέσως μετά την οσίαν κοίμησιν του Αγίου εν τω ιερώ αυτού σκηνώματι, έκτοτε ουδέποτε εξέλιπεν εξ αυτού, και ούτε θα εκλείψη. Και εν τω τάφω κείμενον επί τοσαύτα έτη αρρήτως ευωδίαζε, και διαλυθέντος η ιδία ευωδία και πλείων ταύτης παραμένει εις τα σεπτά οστά αναδιδομένη εκείθεν και ευφραίνουσα των πιστών τας ψυχάς. Πλην της ευωδίας ταύτης και ευώδες μύρον ανέβλυσεν ο Άγιος εκ του ιερού αυτού λειψάνου, οπότε τούτο μετεφέρετο εξ Αθηνών εις Αίγιναν. Τούτο παρετηρήθη εξερχόμενον ως σταγόνες εκ του προσώπου, του λαιμού, των χειρών και λοιπών μερών, εις σημείον ώστε η κόμη και η γενειάς να φαίνωνται ως να έχουν εμβαπτισθή εντός ύδατος. «Μέγας ο Κύριος ημών και της μεγαλωσύνης αυτού ουκ έσται πέρας, ο δοξάζων τους δοξάζοντας αυτόν» ως αψευδώς επηγγείλατο. Άρα ο Άγιος και θαυμαστός Πατήρ ημών Νεκτάριος δεν είναι μόνον θαυματουργός, αλλά και μυροβλύτης, «ως ευωδία Χριστού» κατά Παύλον τον Μέγαν Απόστολον. Ως προείπομεν, ο Άγιος έλαβε πλουσίαν παρά Θεού την Χάριν του θαυματουργείν, και πάμπολλα είναι τα θαύματα άτινα ενήργησε και ενεργεί καθ’ εκάστην εις τους επικαλουμένους το άγιον αυτού όνομα. Πλείστα εξ αυτών αναγράφονται εν ειδικώ κώδικι της Μονής, και άλλα δημοσιεύονται εις ιδιαίτερα βιβλία και περιοδικά, τα οποία αδύνατον είναι να περιλάβωμεν εις τον στενόν τούτον χώρον και μόνον δύο παλαιότερα θα αναφέρωμεν ενταύθα, τελεσθέντα εις την Ιεράν αυτού Μονήν και δύο νεώτερα λαβόντα χώραν το μεν ένα εν Χανίοις της Κρήτης, το δε έτερον εν τη θαλάσση πλησίον της Ιταλίας, εξ ων εμφαίνεται η Χάρις του Αγίου, όστις, όπου δήποτε μετά πίστεως προσκαλούμενος, προφθάνει και παρέχει αφθόνως τας ιάσεις και την βοήθειαν αυτού, προς δόξαν Θεού «του ενδοξαζομένου εν τοις Αγίοις αυτού» και τιμήν του Αγίου και θαυματουργού Ιεράρχου. Μετά την κοίμησιν του Αγίου, ήτοι κατά το 1922, κόρη τις καταγομένη εκ Θηβών, εκ του χωρίου Κόκλα, ονόματι Κωνσταντίνα Μακρή, εκ μικράς ηλικίας έπασχε δεινώς και εβασανίζετο υπό πνεύματος ακαθάρτου. Ακούσαντες οι γονείς της την θαυματουργόν και ιαματικήν δύναμιν του Αγίου, προσήλθον μετά θερμής πίστεως, φέροντες την πάσχουσαν θυγατέρα αυτών να προσκυνήση τον τάφον του Αγίου, όπως τύχη της ποθουμένης υγείας. Ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ, ο αντιδοξάζων τους δοξάζοντάς Σε! Ελθούσα και προσκυνήσασα η πάσχουσα τον τάφον του Αγίου και μείνασα ολίγας ημέρας, εύρε την ποθουμένην υγείαν, δοξάζουσα και υμνούσα τον θαυματουργόν Άγιον Νεκτάριον. Έκτοτε παρέμεινεν εις την ευαγή αυτού Μονήν, αφιερωθείσα εις τον Θεόν και γενομένη Μοναχή, μετονομασθείσα Καικιλία. Ετέρα τις κόρη καταγομένη εξ Αστυπαλαίας, μείνασα μικρά ορφανή αποθανόντων των γονέων αυτής, εγκατεστάθη εις Πειραιά, παρά τη θεία αυτής, ονομαζομένη Άννα Γιαννικίου. Αύτη κατά τον Ιανουάριον του 1925 προσεβλήθη αιφνιδίως υπό ακαθάρτου πνεύματος, δεινώς βασανιζομένη υπ’ αυτού. Όταν δε το ακάθαρτον πνεύμα ήκουε το όνομα του Αγίου, ύβριζεν αυτόν και εφρύαττεν ο αλιτήριος, σπαράσσων το πλάσμα του Θεού. Οι συγγενείς αυτής μη δυνάμενοι να βλέπουν την τυραννικήν πλέον καταστάσαν ζωήν της κόρης, κατά τον Μάϊον μήνα, ημέραν της Πεντηκοστής, απεφάσισαν να την φέρουν εις τον τάφον του Αγίου προς θεραπείαν. Ενώ δε έφερον αυτήν εις την Μονήν, ο δαίμων εφρύαττε σπαράσσων και κατατυραννών την πάσχουσαν, ώστε ηναγκάσθησαν αι Μοναχαί να δέσωσιν αυτήν με σχοινία εις το πλησίον του τάφου πεύκον. Μόνον αυτόπται μάρτυρες δύνανται να διηγηθούν την κακίαν του εχθρού. Ο τάφος του Αγίου εκυμαίνετο! Τέλος μετά παρέλευσιν αρκετής ώρας εξήλθε το πονηρόν πνεύμα, και αφήκε την κόρην ελευθέραν, ήτις παρέμεινεν εις την Μονήν αφιερωθείσα εις τον Θεόν, και γενομένη και αύτη Μοναχή μετωνομάσθη Μητροδώρα, αφιερώσασα προς δόξαν του Αγίου και αργυρούν κανδήλιον. Γυνή τις ονόματι Στέλλα Μαυράκη, θεία του εξαετούς μαθητού της α΄ τάξεως Ηρακλή Ι. Μαυράκη, διηγείται τα εξής: Εν έτει 1952 ο Ηρακλής Μαυράκης, 6 ετών, εγγεγραμμένος εις την α΄ τάξιν του 9ου Δημοτικού Σχολείου Χανίων έπαιζεν ένα απόγευμα, κατά μήνα Μάϊον, αμέριμνος έξωθεν της οικίας του, επί της οδού Βρυσών 29. Τέλος εδείπνησε και κατεκλίθη υγιής. Την πρωϊαν, εν ω η μήτηρ του Μαρίνα Μαυράκη θα τον εσήκωνε δια το Σχολείον, το παιδάκι ευρέθη παραλυμένον. Ευθύς εκλήθη ο ιατρός κ. Κωνσταντίνος Χιωτάκης, όστις διεπίστωσε φυματιώδη μηνιγγίτιδα βαρείας μορφής, βεβαιώσας ότι ουδεμία ελπίς υπήρχε, και ότι το παιδί έχει ολίγων μόνον ωρών ζωήν. Εις την διαμαρτυρίαν και τον πόνον των οικείων του δια την απότομον και θανάσιμον ταύτην εκδήλωσιν της ασθενείας ο ιατρός προς βεβαίωσιν της γνωματεύσεώς του επέβαλε παρακέντησιν εις τον νωτιαίον μυελόν, παρά την θέλησιν των γονέων του, ως θεωρών τούτο ήδη νεκρόν. Πράγματι η εξέτασις επεβεβαίωσε την γνωμάτευσιν του ιατρού, όστις και πάλιν αξιωματικώτερον ετόνισεν ότι το παιδί πλέον πρέπει να θεωρήται νεκρόν. Τότε η Στέλλα Μαυράκη εκάλεσε τον ιατρόν ιδιαιτέρως, παραπονεθείσα δια το απότομον της γνωματεύσεως προς τους γονείς, και δη την μητέρα. Ο ιατρός εδικαιολογήθη, ότι εις παρομοίας περιπτώσεις ενδείκνυται η ειλικρίνεια. Τον παρεκάλεσε δια παρηγορίαν της μητρός να γράψη μίαν συνταγήν, έστωκαι χωρίς ελπίδα σωτηρίας ή ωφελείας. Το εδέχθη, έγραψε και ανεχώρησεν. Η Μαυράκη, καθησυχάσασα ολίγον τους γονείς, μετέβη προς αγοράν των φαρμάκων. Καθ’ οδόν βασανιζομένη δια το γεγονός, εσκέφθη καθ’ εαυτήν ότι ήτο δυνατόν δια του Αγίου Νεκταρίου, του οποίου η φήμη μόλις είχε φθάσει εις τα Χανιά, να εγίνετο το παιδί καλά. Πράγματι ήλλαξε πορείαν, και μετέβη εις τινα οικίαν γνωστής οικογενείας, ήτις είχε μικράν εικόνα του Αγίου, παρακαλέσασα ένδακρυς να της δοθή, δια να σταυρώση το παιδί. Κατά την ιδίαν στιγμήν που συνεζητούντο τα ανωτέρω εις την οικίαν της γνωστής οικογενείας, το παιδί εφώναξε την γιαγιά του και την μητέρα του και τους είπε: «Μη κλαίτε, και θα γίνω καλά». Εις φυσικήν ερώτησίν των απήντησε: «Μου το είπεν ο Άγιος Νεκτάριος». Εις συνεχείς εξακριβωτικάς ερωτήσεις της γιαγιάς και της μητέρας, το παιδί απήντησεν: «Ο Άγιος Νεκτάριος μου το είπε». «Πότε παιδί μου, και πως»; Και εκείνο εξακολουθεί να λέγη: «Ήλθεν ο Άγιος, ένας γέροντας, με μακριά γενειάδα, με εχάϊδεψε στο πρόσωπον και μου είπε: «Ειπέ εις την γιαγιά σου και την μητέρα σου να μην κλαίνε· εγώ θα σε κάμω καλά· μην ακούτε τον γιατρό· η θεία σου πηγαίνει τώρα να φέρη…». Εν τω μεταξύ η θεία παρέλαβε την εικόνα, επήγεν, επήρε και το φάρμακον, και επέστρεψεν εις το σπίτι. Πριν ακόμη φθάση εις το δωμάτιον του μικρού, και ενώ ανήρχετο το 2ον ή 3ον σκαλοπάτι της κλίμακος, εν ω δεν είχε γίνει αντιληπτή από κανένα, το παιδί ανεφώνησεν· «Η θεία μου μου φέρνει τον Άγιον Νεκτάριον». Εις ερώτησιν της θείας, ήτις πλέον εισήρχετο εις το δωμάτιον, πως το ξέρει, απήντησε· «Μου το είπεν ο Άγιος!». Τότε η θεία επλησίασε το παιδί, το εσταύρωσε, ήκουσεν από το στόμα του να της διηγήται τα ανωτέρω, και τέλος έκρυψε την μικράν εικόνα του Αγίου εις το στήθος του μικρού. Το παιδί, το οποίον εξακολουθεί να ευρίσκεται εις τελείαν παράλυσιν, μετά το σταύρωμα, κινεί αργά τας χείρας του, τας φέρνει εις το στήθος του, και αγκαλιάζει την εικονίτσα. Κλίνει ευθύς το κεφαλάκι του δεξιά, και εφάνη ως να έπεσεν εις λήθαργον. Οι οικείοι του δεν το ηνώχλησαν, έκριναν όμως σκόπιμον να θυμιάσουν και να αναγνώσουν την Παράκλησιν του Αγίου, από εν βιβλιάριον, το οποίον την εποχήν εκείνην ευρίσκετο εις ολίγας οικίας των Χανίων, και εις την οικογένειαν του κ. Μαυράκη. Μετά την Παράκλησιν, ήτις εγένετο εις το ίδιον δωμάτιον, με πολλήν πίστιν και ευλάβειαν, άφησαν το παιδί να κοιμάται περί τας δύο ώρας. Μετ’ αυτάς συνήλθε το παιδί και εφώναξεν: «Είμαι καλά». Προς διαπίστωσιν των λεγομένων υπό του ασθενούς, όλοι επλησίασαν το κρεββάτι, εξεσκέπασαν το παιδί, και του υπέδειξαν να κάμη ωρισμένας κινήσεις. Την ιδίαν στιγμήν κατέφθασε και ο ιατρός απρόσκλητος, διότι είχε δηλώσει, ότι επιθυμεί να παρακολουθήση μέχρι θανάτου του την εξέλιξιν της ασθενείας του παιδιού, γεγονός το οποίον τον ενδιέφερεν επιστημονικώς. Ο ιατρός επλησίασε την οικίαν με την σκέψιν, ότι ίσως θα εύρισκε το παιδί νεκρόν. Εις την ησυχίαν όμως των εντός της οικίας, και εισερχόμενος ο ιατρός, ενώ επλησίασεν εις το δωμάτιον του ασθενούς, ηρώτησε: «Τι κάνει ο Ηρακλής»; Και ο ίδιος που τον ήκουσεν απήντησεν: «Είμαι καλά». Ευθύς ο ιατρός προέβη εις επιστημονικήν εξαντλητικήν εξέτασιν του παιδίου, και εξεφράσθη ως εξής εις επήκοον πάντων των παρευρισκομένων: «Μη σας ενθαρρύνη η καλλιτέρευσις αύτη· είναι η καλλιτέρευσις του θανάτου». Ακολούθως ανεχώρησε δηλώσας ότι εντός ολίγων ημερών θα επέλθη το μοιραίον, τονίσας και πάλιν, ότι θα παρακολουθήση την εξέλιξιν, άνευ απαιτήσεων. Πράγματι επί 8 ημέρας ήρχετο δις ή τρις της ημέρας. Την τρίτην ημέραν ο ιατρός είπεν: «Ελεύθερα το παιδί να φάη». Την 8ην εδήλωσεν οριστικώς ότι· «Πλέον δεν με έχει ανάγκην», ομολογήσας ότι μόνον δια θαύματος ήτο δυνατόν να εξελιχθή η κατάστασις ως εξειλίχθη. Του λοιπού το παιδί χαίρει άκρας υγείας με την βοήθειαν του Αγίου Νεκταρίου. Μετά τας εορτάς του Πάσχα του έτους 1956 επεσκέφθη την Ιεράν του Αγίου Νεκταρίου Μονήν ο β΄ πλοίαρχος του επιβατικού ατμοπλοίου «Κορινθία» κ. Ιωάννης Κριάρης, μετά της συζύγου του Αικατερίνης, κατοικούντες εν Αθήναις, επί της οδού Σερίφου αριθ. 3, και μελών του πληρώματος του εν λόγω ατμοπλοίου, και κατέθηκαν ως ανάθημα εις τον Ναόν της Μονής μικρόν χρυσούν ομοίωμα του ατμοπλοίου τούτου, ειπόντες ότι ήλθον καθ’ ιεράν υποχρέωσιν εν απείρω ευγνωμοσύνη φέροντες και το εν λόγω ανάθημα, δια να προσκυνήσουν τα άγια λείψανα του μεγάλου Πατρός Αγίου Νεκταρίου, διότι δια της θαυματουργού αυτού επεμβάσεως εσώθησαν εκ βεβαίου καταποντισμού, διηγηθέντες το γεγονός ως ακολούθως: Το ανωτέρω ατμόπλοιον έπλεε κατά Μάρτιον μήνα του έτους 1956, προσέκρουσε δε παρά τα ύδατα της Ιταλίας επί υφάλου, υποστάν ρήγμα εις την πρύμναν. Επειδή το ρήγμα ήτο αρκετά σοβαρόν, ανεστατώθη το πλήρωμα και ο προσδραμών ως άνω β΄ πλοίαρχος του εν λόγω πλοίου Κριάρης, ιδών τον κίνδυνον βυθίσεως του ατμοπλοίου, επεκαλέσθη μετά βαθείας πίστεως την θείαν και ταχείαν επέμβασιν του Αγίου Νεκταρίου προς διάσωσιν του πληρώματος και αυτού του σκάφους. Και ο έτοιμος εις βοήθειαν και συμπαθής Άγιος εφάνη καθησυχάζων δια της χειρός τον πλοίαρχον ότι δεν πρόκειται να πάθουν τι, διότι θα τους βοηθήση. Και παραδόξως εσώθησαν εκ βεβαιοτάτου κινδύνου, δια προχειροτάτης επιφράξεως του ρήγματος και έφθασαν ακινδύνως, παρά την κακοκαιρίαν, εις το πλησιέστερον ιταλικόν λιμένα, σώοι και αβλαβείς, όπου επεσκεύασαν το ρήγμα του ατμοπλοίου, δοξολογούντες και ευγνωμονούντες μετά δακρύων τον σώσαντα αυτούς εκ του πνιγμού Άγιον Νεκτάριον. Τα θαύματα του Αγίου Νεκταρίου είναι άπειρα, χάριν δε συντομίας κατεχωρήσαμεν ώδε τα ανωτέρω τέσσαρα, πλείστα δε εξ αυτών εδημοσιεύθησαν, ως ανωτέρω γράφομεν, εις διάφορα βιβλία· ο Άγιος σπεύδει πανταχού καλούμενος και βοηθεί και σώζει θαυματουργικώς τους μετ’ ευλαβείας και πίστεως επικαλουμένους το άγιον όνομά του, συσφίγγων και ανορθών παραλύτους, θεραπεύων δαιμονιώντας, λύων στειρώσεις, και λυτρούμενος τους κινδυνεύοντας εις δυσχερείς και αγωνιώδεις στιγμάς, δια της δοθείσης εις αυτόν εξαιρετικής παρά Θεού Χάριτος. Όντως «θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». Αλλ’ ω ενδοξότατε Ιεράρχα και θαυματουργέ Άγιε Νεκτάριε, ως έχων πολλήν προς Χριστόν παρρησίαν, φύλαττε και σκέπε τη κραταιά προστασία σου την Ιεράν και Σεβασμίαν Μονήν σου, το λαμπρόν στηλογράφημα των Οσίων καμάτων σου, την νήσον της Αιγίνης, ολόκληρον την ευσεβή Ελλάδα και σύμπασαν την Αγίαν και Ορθόδοξον Εκκλησίαν από πάσης επιβουλής και δυσμενείας και δυσπραγίας και αιρέσεως, παρέχων ενί εκάστω αφορώντι προςτην Χάριν σου, εν παντί και πάντοτε την πατρικήν και σωστικήν αντίληψίν σου και βοήθειαν, Πάτερ συμπαθέστατε. Αμήν.                                                                        

Δεν υπάρχουν σχόλια: