Ένα βασικό γνώρισμα τοῦ προηγουμένου αἰῶνος, τοῦ εἰκοστοῦ, ἦταν ἡ προσπάθεια νά ἐπανεύρει ὁ χριστιανικός κόσμος την ἑνότητά του. Μετά τήν ἀπόσχιση τοῦ Παπισμοῦ ἀπό την Ἐκκλησία στίς ἀρχές τῆς δεύτερης χιλιετίας (1054) καί τήν ἐν συνεχείᾳ ἀπόσχιση τῶν Προτεσταντῶν ἀπό τόν Παπισμό, τόν 16ο αἰώνα, Ἀνατολή καί Δύση ἦσαν βαθύτατα διηρημένες, ἡ δέ Δύση πολυδιασπασμένη καθ᾽ ἑαυτήν. ἩἘκκλησία βέβαια δέν ἔχασε οὔτε τήν ἑνότητα οὔτε τήν καθολικότητα, τήν ὁλοκληρία της· ἡ αἵρεση καί τό σχίσμα πληγώνουν και τραυματίζουν τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δέν τήν διαιροῦν ὅμως οὔτε τήν χωρίζουν, ὅπως δέν διαιρεῖται ἕνα δένδρο, ἄν ἀποκοπεῖ ἕνα ἀπό τά κλαδιά του. Ἀπό τῆς πλευρᾶς αὐτῆς οἱ χρησιμοποιούμενοι ὅροι «ἀδιαίρετη Ἐκκλησία» τῶν δέκα πρώτων αἰώνων καί «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» εἶναι ἐσφαλμένοι. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάντοτε ἀδιαίρετη καί μετά τό σχίσμα τοῦ 1054, καί μετά ἀπό ὁποιοδήποτε σχίσμα. Δεν ὑπάρχουν ἔπειτα πολλές ἐκκλησίες γιά νά ἑνωθοῦν. Ὑπάρχει μόνον ἡ «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία», πού συνεχίζει ἀδιαίρετα καί ἀδιάκοπα τή ζωή της στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία. Οἱ ἀποσχισμένοι μέ τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα ἑτερόδοξοι Χριστιανοί σέ Ἀνατολή καί Δύση δέν εἶναι ἐκκλησίες· πρέπει να ἑνωθοῦν μέ τήν Ἐκκλησία, ἀποκηρύσσοντας τίς αἱρέσεις καί τίς πλάνες. Ἑπομένως ἡ ἑνότητα ἐπιτυγχάνεται ὄχι μέ τήν «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν», ἀλλά μέ τήν «ἕνωση μέ τήν Ἐκκλησία».
Καθ᾽ ὅλην τήν διάρκεια τῆς μετά τό σχίσμα δεύτερης χιλιετίας ἔγιναν πολλές ἀπόπειρες γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητος καί μάλιστα με τήν σύγκληση μεγάλων ἑνωτικῶν συνόδων, ὅπως αὐτές τῆς Λυών (1274) καί τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Καί ἐνῶ ἐπισήμως ἀποφασίσθηκε καί ὑπογράφτηκε ἡἝνωση Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, σχεδόν ἀπό τό σύνολο τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων μελῶν τῆς συνόδου στήν δεύτερη ἀπό αὐτές, μέ ἐξαίρεση τόνἍγ.Μᾶρκο Εὐγενικό καί μερικούς ἄλλους, ἐν τούτοις ἔμεινε ἀνεφάρμοστη, ἕνα ἁπλό κομμάτι χαρτιοῦ. Δέν ἐπεδίωξαν τήν ἀληθινή χριστιανική ἑνότητα και εἰρήνη, τήν ἕνωση μέ τήν ἀλήθεια· δέν στηρίχθηκαν στό πρότυπο τῆς ἀληθινῆς ἑνότητος, ὅπως αὐτή προκύπτει ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων, ἀλλά σέ νέα ἐπινοηθέντα ψευδῆ πρότυπα ἑνότητος, ὅπως αὐτό τῆς «Οὐνίας», πού ὑπηρετοῦν ἄλλες σκοπιμότητες ἐμπαθεῖς, ἐγωϊστικές, αὐταρχικές καί διχαστικές, πού ὄχι μόνο δέν βοήθησαν στήν ἑνότητα, ἀλλά μεγάλωσαν το χάσμα καί προκάλεσαν νέες διαιρέσεις. Αὐτό διεπίστωσαν καί ὑπέγραψαν ὁμόφωνα τά μέλη τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τήν Στ´ Γεν. Συνέλευση τῆς Ὁλομελείας στό Freising τοῦ Μονάχου (Ἰούνιος 1990). Τό κείμενο γράφει ἐπί λέξει: «Ἡ Οὐνία ὡς μέθοδος, ὅπου ἐφηρμόσθη, ἀπέτυχε νά ὑπηρετήσῃ τόν σκοπόν τῆς προσεγγίσεως τῶν ἐκκλησιῶν. Ἀντιθέτως προεκάλεσε νέας διαιρέσεις. Ἡ οὑτωσί δημιουργηθεῖσα κατάστασις ἐγένετο ἀφορμή συγκρούσεων και δεινῶν, τά ὁποῖα ἐσφράγισαν τήν συλλογικήν μνήμην καί συνείδησιν τῶν δύο ἐκκλησιῶν. Ἀφ᾽ ἑτέρου δι᾽ ἐκκλησιολογικούς λόγους ἐπαγιώθη ἡ πεποίθησις ὅτι θά ἔπρεπε νά ἀναζητηθοῦν ἄλλοι τρόποι» (6γ). Σέ παπικά καί πατριαρχικά κείμενα, σέ μελέτες θεολόγων, ἀκόμη καί στόν Θεολογικό Διάλογο, ἀφήνεται ἡ χιμαιρική ἐντύπωση ὅτι δῆθεν τό νέο μοντέλο ἑνότητος πού ἐπιδιώκεται εἶναι τό ἐκκλησιολογικό μοντέλο τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν». Στό μνημονευθέν κείμενο τοῦ Freising γράφεται σχετικά: «Τώρα πού αἱ Ἐκκλησίαι μας συναντῶνται ἐπί τῆς ἐκκλησιολογικῆς βάσεως τῆς κοινωνίας μεταξύ ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, θά ἦτο λυπηρόν νά καταστραφῆ τό ἐπιτευχθέν ἐν τῷ Διαλόγῳ σπουδαῖον ἔργον διά τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν, μέ ἐπιστροφήν εἰς τήν μέθοδον τῆς Οὐνίας» (6δ). Τό μοντέλο αὐτό ἰσχύει πράγματι στίς σχέσεις μεταξύ τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στό ὁποῖο ἡ συνοδικότης καί σέ τυπικό καί σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο δέν ἐπιτρέπει σέ κανένα πρῶτο νά διεκδικεῖ παγκόσμια δικαιοδοσία ὑπεράνω ὄχι μόνο τῶν λοιπῶν πατριαρχῶν, ἀλλά καί ὑπεράνω τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων. Τήν ἰσότητα ὅμως τῶν προκαθημένων, ἀκόμη καί τῶν ἐπισκόπων, καί τήν ὑπεροχική αὐθεντία τῆς συνόδου, δεν τήν δέχεται οὔτε πρόκειται νά τήν δεχθεῖ τό Βατικανό, ὅπως φαίνεται καί στίς ἀποφάσεις τῆς Β´ Βατικανῆς καί σέ σύγχρονες δηλώσεις καί ἐνέργειες, ὅπως αὐτή τῆς καταργήσεως τοῦ παλαιοῦ τίτλου «πατριάρχης τῆς Δύσεως» γιά τόν πάπα, ὁ ὁποῖος περιορίζει τοπικά τήν δικαιοδοσία του. Μᾶς κοροϊ- δεύει καί μᾶς παραπλανᾶ τό Βατικανό μέ τό μοντέλο τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἐπιδιώκει μία νέα Οὐνία, διευρυμένη και ἐλαστική μέ ὁλάνοικτα καί ἀπεριόριστα τά ὅρια τῆς ποικιλομορφίας σέ ὅλα τά θέματα πίστεως και ζωῆς, μέ μοναδικό ὅριο τήν ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα. Αὐτό εἶναι βασικά τό πρότυπο τῆς παλαιᾶς Οὐνίας, τό ὁποῖο ἐπιτρέπει στούς ἑνουμένους μέ τήν Ρώμη Χριστιανούς νά διατηρήσουν τούς λειτουργικούς τύπους, τίς ἱερές εἰκόνες, την ἀμφίεση τῶν κληρικῶν, ἄλλα ἤθη καί ἔθιμα, σέ μερικές μάλιστα περιπτώσεις δέν ἀπαιτεῖ οὔτε την ἑνότητα στήν πίστη. Διεπίστωσαν ὅτι τό πρῶτο μοντέλο ἑνότητος πού ἐφήρμοσε ὁ Παπισμός, ὁ ἐκλατινισμός, εἴτε αὐτός γινόταν βιαίως μέ τίς σταυροφορίες, εἴτε μέ προσωπικό προσηλυτισμό, δέν εἶχεμεγάλα καί μόνιμα ἀποτελέσματα, γι᾽ αὐτό καί ἐκ μέρους τῶν Ἰησουϊτῶν ὡς πιό ἀποτελεσματική μέθοδος, πού ὁδηγεῖ στήν ἑνότητα μέ τή Ρώμη, ἐπινοήθηκε ἡ ἀπατηλή μέθοδος τῆς Οὐνίας, ἔστω και ἄν ὁ τρόπος δέν εἶναι ἅγιος καί ἀληθής, ἀφοῦ κατ᾽ αὐτούς «ὁ σκοπός ἁγιάζει τά μέσα». Κατά τήν Χριστιανική Ἠθική πρέπει καί τά μέσα νά εἶναι ἅγια και ὁ σκοπός. Δέν ἐπιτρέπεται νά καταστρέφεται ἡ ἑνότητα στήν πίστη καί στή λατρεία, γιά τόν στόχο τῆς ἑνότητος κάτω ἀπό τόν πάπα, πού καί αὐτός εἶναι ψεύτικος, ἀντιευαγγελικός, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει τό θεοπαράδοτο καί ἀποστολοπαράδοτο πρότυπο διοικήσεως, δηλαδή τό συνοδικό, ἀλλά ἡ ἀπόλυτη μοναρχία τοῦ πάπα. Ἡ ἀληθινή ἑνότητα ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἑνότητα στήν πίστη, στήν λατρεία και στήν διοίκηση. Αὐτό εἶναι τό πρότυπο ἑνότητος στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, τό ὁποῖο τηρεῖ καί ἐφαρμόζει ἀπαράλλακτα ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία. Ἡ μέθοδος τῆς Οὐνίας εἰσάγει ψεύτικη, κατ᾽ ὄνομα, ἑνότητα, διότι ἐκτός τοῦ ὅτι ἐπιτρέπει ἀπεριόριστη ποικιλομορφία στήν πίστη καί στή λατρεία, ἡ ὁποία ὁλοφάνερα καταστρέφει τήν ἑνότητα, εἶναι ἁπλῶς ἕνα προσωπεῖο, μία καρικατούρα, μία μάσκα ἑνότητος, στηρίζεται καί σέ αἱρετική ἐκκλησιολογία, διότι μέ τό πρωτεῖο δικαιοδοσίας τοῦ πάπα, πού εἶναι θεσμός ἀνθρωπίνου δικαίου, ἀνατρέπει τό συνοδικό πολίτευμα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι θεσμός θείου δικαίου. Ἡ ποικιλομορφία ὅμως στήν Ἐκκλησία ἐπιτρέπεται μόνο σέ δευτερεύοντα θέματα τοπικῶν παραδόσεων καί ἐθίμων, πού δεν θίγουν τά βασικά τῆς πίστεως, τῆς λατρείας καί τῆς διοικήσεως. Ὅσοι στίς ἡμέρες μας ἀκολουθοῦμε καί προβάλλουμε τήν ἀληθινή ἑνότητα στήν πίστη, στη λατρεία καί στήν διοίκηση ἀνησυχοῦμε γιά ὅσα τεκταίνονται καί συσκευάζονται ἄνωθεν, ἐρήμην τοῦ λαοῦ, στόν θεολογικό διάλογο μέ τούς παπικούς, ὅπου στό ἑτοιμασθέν κείμενο τῆς Ραβέννας πού συζητήθηκε καί στήν Κύπρο τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2009, παρέσυραν δυστυχῶς οἱ Παπικοί τούς Ὀρθοδόξους σέ συζήτηση τοῦ ἀνύπαρκτου παγκόσμιου «πρωτείου» τοῦ πάπα, χωρίς τό ὁποῖο εἶναι ἀδύνατον ὁ Ἑωσφορικός Παπισμός νά δεχθεῖ ὁποιαδήποτε ἕνωση. Ἔχουμε ἐπί θύραις νέα Οὐνία, γι᾽ αὐτό καί ὁ συμπρόεδρος τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου, Καρδινάλιος Κάσπερ, ἐξέφρασε τήν ἱκανοποίησή του, γιατί πρώτη φορά μετά ἀπό αἰῶνες οἱ Ὀρθόδοξοι συζητοῦν γιά κάποιας μορφῆς παγκόσμιο πρωτεῖο τοῦ πάπα. Το Βατικανό εἶναι ἀναξιόπιστο καί μᾶς ἐξαπατᾶ. Δεν μπορεῖ γιά τόν Παπισμό νά ὑπάρξει ἕνωση χωρίς τό πρωτεῖο τοῦ πάπα· πρέπει νά συγκαλέσουν ἄλλη οἰκουμενική σύνοδο, γιά νά ἀλλάξουν την ἐκκλησιολογία τους· νά ἀλλάξουν τό «Περί Ἐκκλησίας Διάταγμα» τῆς Β´ Βατικανῆς συνόδου. Ἀκόμη καί ἄν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι στον Διάλογο πεισθοῦν ἀπό τούς Ὀρθοδόξους και ὑπογράψουν κείμενο, ὅπου καταργεῖται κάθε μορφῆς πρωτεῖο, καί γίνονται δεκτά μόνον τά πρεσβεῖα τιμῆς τοῦ πάπα καί ἄλλων πατριαρχῶν, ὑπεράνω δέ ὅλων τῶν πρώτων τεθῆ ἡ αὐθεντία τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό κείμενο αὐτό θα ἀπορριφθεῖ ἀμέσως ἀπό τήν Ρώμη καί θά ἐξαφανισθεῖ, ὡς μηδέποτε γενόμενον. Ἔτσι ἔγινε μέ το κείμενο τοῦ Freising στό Μόναχο τόν Ἰούνιο τοῦ 1990, τό ὁποῖο κατεδίκαζε τήν Οὐνία. Ἡ Ρώμη το ἀπέρριψε, τό ἐξαφάνισε καί μᾶς παρέσυρε στη σύνταξη νέου κειμένου γιά τήν Οὐνία στό Balamand τοῦ Λιβάνου τό 1993, ὅπου μία κουτσουρεμένη ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία (ἀπουσίαζαν ἕξη αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες) ἀθώωσε τήν Οὐνία μαζί μέ τούς παπικούς θεολόγους1, γιά νά ὑπάρχει συμφωνία πρός τήν Β´ Βατικανή Σύνοδο, πού ἐπαινεῖ τήν Οὐνία, καί γιά νά μπορεῖ νά παραμένει ὡς πρότυπο ἑνότητος μέ τούς Ὀρθοδόξους κατά τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τῆς Κύπρου. Δηλαδή ἡ Ρώμη δέχεται μόνο ὅσα συμφωνοῦν μέ τις δικές της παρεκκλίσεις καί ἀπορρίπτει τά τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι διάλογος αὐτός ἤ προσωπεῖο καί καρικατούρα διαλόγου, σάν τήν Οὐνία; Καί δεχόμαστε ἀκόμη νά συμμετέχουμε σέ ἕνα προσχηματικό, ψεύτικο καί ἀναξιόπιστο Διάλογο, τοῦ ὁποίου ἡ κατάληξη εἶναι γνωστή, ἡ ἀπόρριψη ὅσων δέν συμφωνοῦν μέ τά παπικά δόγματα; Ἡ στάση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἡγεσίας στα θέματα αὐτά μετά τόν ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ ἦταν ἀπογοητευτική. Φθάσαμε στό σημεῖο πολλοί ἀπό ἐμᾶς νά σκεπτόμαστε ἐφαρμογή τοῦ 15ου κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861 ἐπί Μ. Φωτίου), πού ἐπιτρέπει, χωρίς νά ἐπιβάλει, την διακοπή τοῦ μνημοσύνου τῶν μή ὀρθοδοξούντων ἐπισκόπων, ὅπως ἔπραξαν τό 1970 ὁ ὑπερεκατοντούτης μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Αὐγουστῖνος, οἱ ἀείμνηστοι μητροπολίτες Παραμυθίας Παῦλος καί Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος καί τό σύνολο σχεδόν τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, διακόψαντες τό μνημόσυνο τοῦ πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Τώρα, μολονότι τά σύννεφα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ Φιλοπαπισμοῦ εἶναι ἀκόμη πυκνά, ἔχει ἀρχίσει νά ξανοίγει ὁ ὁρίζοντας· ὑπάρχουν ἀκτῖνες φωτός. Ὑπάρχει ἡ ἀπόφαση τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ περασμένου Ὀκτωβρίου, ἡ ὁποία ἐπαναφέρει τήν πορεία της ἐπί τῆς ὁδοῦ τῶν ῾Αγίων Πατέρων καί καθορίζει τά πλαίσια στα ὁποῖα πρέπει νά κινηθοῦν οἱ ἀντιπρόσωποί της στόν Θεολογικό Διάλογο σχετικά μέ τό «πρωτεῖο» τοῦ πάπα. Ὑπάρχει ἡ δική σας μεγάλη καί στεντόρεια φωνή, ἡ ἀκοίμητη καί διαρκής δράση, Σεβασμιώτατε Ἅγιε Πειραιῶς. Μᾶς ἐκπλήσσει ἡ τόλμη καί ἡ παρρησία σας σέ πλῆθος θεμάτων πίστεως καί ζωῆς· τεθήκατε ἤδη ἐπί κεφαλῆς τοῦ ἀντιπαπικοῦ και ἀντιοικουμενιστικοῦ ἀγῶνος, ὅπως ἀποδεικνύει καί αὐτή ἡ σημερινή ἡμερίδα πού θέσατε ὑπό τήν αἰγίδα σας. Ὑπάρχουν οἱ συνεπίσκοποί σας, πού ὑπέγραψαν μαζί σας τήν «Ὁμολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», ἄλλοι ἐπίσκοποι πού δέν ὑπέγραψαν, ἀλλά συμφωνοῦν, τά ἕξη ἁγιορειτικά μοναστήρια πού ὑπέγραψαν και πλῆθος ἄλλο μοναστηριῶν, ἀν δρικῶν καί γυναικείων, ἑκατοντάδες ἡγουμένων, ἱερομονάχων, ἐγγάμων κληρικῶν καί μοναχῶν καί χιλιάδες λαοῦ πού ὑπέγραψαν καί ἐξακολουθοῦν νά ὑπογράφουν, καί ἔχουν κατακλύσει ἀπόψε, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία, τήν μεγάλη αὐτή αἴθουσα. Ἐλπίζουμε καί πιστεύουμε ὅτι δέν θά ὁδηγηθοῦμε σέ μία νέα Οὐνία, σέ ἀναγνώριση ὁποιασδήποτε μορφῆς παγκοσμίου πρωτείου τοῦ πάπα. Ἄν ὅμως οἱ δυνατοί καί ἰσχυροί, οἱ νέοι Βέκκοι, Βησσαρίωνες καί Ἰσίδωροι, ἐπιβάλουν αὐτήν τήν ἐξέλιξη, θά ἀγωνισθοῦμε ὅλοι μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τίς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου και ὅλων τῶν ὁμολογητῶν καί ἀγωνιστῶν Ἁγίων, για ἄλλη μία φορά νά τήν ἀκυρώσουμε καί νά τήν ἀχρηστεύσουμε.
1.
Ὅλα τά σχετικά μέ τήν Οὐνία στόν Διάλογο ὡς
καί
τά κείμενα τοῦ Freising (1990) καί τοῦ Balamand
(1993)
βλ. εἰς Πρωτοπρ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Οὐνία.
Ἡ
καταδίκη καί ἡ ἀθώωση, Θεσσαλονίκη 2002.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου