Δημήτριος ο Οσιομάρτυς, ο νεοφανής του Χριστού αριστεύς, εγεννήθη κατά τα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνος εν τινι χωρίω της Ηπείρου, καλουμένω Σαμαρίνα. Αγαπήσας την μοναχικήν πολιτείαν, εγκατέλειψε πάντα τα εν τω κόσμω, και άρας τον ζυγόν του Κυρίου, προσήλθεν εις τι Μοναστήριον της πατρίδος αυτού και εγένετο Μοναχός. Εις αυτό δια των καμάτων της εν πνεύματι ζωής και των καθ’ εκάστην θείων αναβάσεων καθήγνισε και σώμα και ψυχήν, και εγένετο σκεύος εκλεκτόν και δεκτικόν του θείου της χάριτος φωτισμού.
Πνεύματι δε θείω κινούμενος και υπό Αποστολικού ζήλου εμφορηθείς, εξήλθε της εαυτού Μονής, και περιήρχετο τας πόλεις και χωρία της Θεσσαλίας κηρύττων τον λόγον της πίστεως, και διδάσκων υπομονήν και καρτερίαν «εν ταις ευρούσαις θλίψεσι» των ευσεβών τα πληρώματα, κατά την ζοφώδη εκείνην εποχήν της δουλείας και πικράς συνοχής, καθ’ ην απορία και αλλεπάλληλοι συμφοραί και περιστάσεις και πλείστοι κίνδυνοι περιεκύκλωσαν τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, λόγω της τότε υπό του «Παπά Ευθυμίου Βλαχάβα» καλουμένου εκραγείσης επαναστάσεως κατά των παραχωρήσει Θεού κρατούντων μισοχρίστων Αγαρηνών. Διαπρέπων λοιπόν ο μακάριος Δημήτριος εις τους ευαγγελικούς αγώνας, και «στύλος και εδραίωμα» των πιστών δεικνύμενος, συνελήφθη, διαβληθείς, υπό των Αγαρηνών, και προσαχθείς εις τον τύραννον Αλή πασάν, ωμολόγησεν ευθαρσώς την χριστώνυμον κλήσιν, και την ιεράν αποστολήν των περιοδειών και του κηρύγματος αυτού, των οποίων ο σκοπός ήτο ο στηριγμός των ευσεβών εις την πίστιν του Χριστού, η παρηγορία των θλιβομένων και περιστατουμένων ομοφύλων Χριστιανών και η υπακοή αυτών εις τους νόμους της εξουσίας. Εξοργισθείς εκ των λόγων τούτων ο τύραννος, ως μη ευρών ως ήλπιζεν εις την ομολογίαν του Μάρτυρος ενδείξεις καταμαρτυρούσας ενοχήν τόσον αυτού όσον και άλλων προσώπων, διέταξεν ίνα βασανίσωσι αυτόν σκληρώς. Και πρώτον εξήπλωσαν αυτόν προ των ποδών του τυράννου, όστις, αφού έπτυσεν εις το πρόσωπον του Μάρτυρος, διέταξε να εμπηχθώσιν ακίδες καλάμιναι εις τους όνυχας των χειρών και των ποδών αυτού, να διατρυπηθώσι δε και δι’ ομοίων οι βραχίονες του γενναίου αθλητού. Μετά θαυμαστής ανδρείας υπέμεινεν ο μακάριος Μάρτυς του Χριστού την σκληροτάτην ταύτην βάσανον, ενδυναμούμενος υπό της χάριτος του Κυρίου, μηδένα λόγον εκφέρων, αλλ’ ίστατο αφορών ατενώς εις τον ειπόντα Σωτήρα «ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται», ωσαύτως και την Άχραντον αυτού Μητέρα· «Βασίλισσα των ουρανών, ικέτευε υπέρ ημών». Μη τυχών ο τύραννος απαντήσεως, ή μάλλον αποκαλύψεως, ως έλεγε, των δήθεν συνενόχων αυτού, εξωργίσθη έτι μάλλον και διέταξεν ίνα δεθή η κεφαλή του Μάρτυρος δια σιδηράς κρικωτής αλύσεως, ήτις διαρκώς συνεσφίγγετο, εις εκάστην δε σύσφιγξιν ηρωτάτο ο Μάρτυς τίνες ήσαν οι συνένοχοι αυτού. Και εκείνος μεν εσιώπα, η δε άλυσις συνεσφίγγετο περισσότερον, έως ου τέλος εθραύσθη, χωρίς όχι μόνον να υποκύψη εκ του πόνου ο αήττητος Μάρτυς της αληθείας εις τας αξιώσεις των βασανιστών και ομολογήση ότι είχε συνενόχους, αλλά και να δείξη καν σημεία οδύνης το πρόσωπον αυτού. Δεν δυσαρεστείται ούτε λυπείται ο θαυμαστός και ουρανόφρων Δημήτριος δια τα σκληρά βασανιστήρια, εις τα οποία παρά των αντικειμένων υπεβάλλετο, αλλ’ αγανακτεί και λυπείται, διότι οι βασανίζοντες αυτόν ύβριζον και εβλασφήμουν διαρκώς το υπερύμνητον όνομα του Σωτήρος και της Παναχράντου αυτού Μητρός, των οποίων την χάριν επεκαλείτο εις βοήθειαν. Και η προς τον Σωτήρα Χριστόν κραταιά και πυρ πνέουσα πίστις, η όρη μετακινούσα, τοσαύτην ακαταμάχητον δύναμιν και ρώμην παρέχει εις την ψυχήν του μακαρίου Δημητρίου, ώστε πάντα τα δεινά κολαστήρια και τας αφορήτους τιμωρίας ως ουδέν ελογίζετο, και οι μεν τιμωρούντες αυτόν απηύδησαν εκ του κόπου, αυτός δε ίστατο στερεός και ακλόνητος, θάμβος και έκπληξιν εμβάλλων εις τους ορώντας αυτόν, αγωνιζόμενον τοιουτοτρόπως τον καλόν της πίστεως αγώνα. Μετά ταύτα ο καλλίνικος αθλητής ερρίφθη εις σκοτεινήν φυλακήν, εκδεχόμενος την άνωθεν παράκλησιν, και ευλογών τον Κύριον της δόξης, τον αξιώσαντα αυτόν να πάθη και υπομείνη τοσαύτα υπέρ του αγίου αυτού ονόματος. Την πρωϊαν της επαύριον εξήχθη εκ της φυλακής, και εκρεμάσθη από των ποδών, κάτωθεν δε αυτού οι βασανισταί ήναψαν πυράν εκ ρητινωδών ξύλων, της οποίας αι φλόγες κατέκαιον το δέρμα του κρανίου του Μάρτυρος, εν ω ο καπνός απέπνιγεν αυτόν. Φοβούμενοι όμως οι δήμιοι μη εκπνεύση ταχέως εκ της σκληράς ταύτης τιμωρίας και απαλλαγή από των πόνων, αποσύρουσιν αυτόν εκ της χαλεπής ταύτης βασάνου, και ρίπτουσι χαμαί επί του εδάφους ύπτιον, θέτουσιν επί του στήθους αυτού σανίδα, και ανελθόντες επ’ αυτής επήδων μετά μανίας, όπως συντρίψωσι τα οστά και συνθλίψωσι τα εντόσθια αυτού. Αλλά και πάντα ταύτα τα βασανιστήρια δεν υπήρξαν ικανά, ίνα νικήσωσι και κάμψωσι το αήττητον φρόνημα του μακαρίου ομολογητού της ευσεβείας Δημητρίου, ούτε να επιφέρωσιν εις αυτόν τον θάνατον, ενδεδυμένον την αρραγή πανοπλίαν της πίστεως, και έξω κόσμου και σαρκός, υπεράνω πάσης τιμωρίας γενόμενον ήδη, εν τη ενώσει των υπερφυών δωρεών. Η μεγάλη αντοχή του Μάρτυρος, ή μάλλον η εις αυτόν θριαμβεύουσα πίστις του Χριστού, ενεποίησε κατάπληξιν και εις αυτούς τους Τούρκους, πολλούς των οποίων ο φόβος συνεκράτει από του να προσέλθωσιν εις το φως του Ευαγγελίου, βλέποντας την παντοδύναμον χάριν του Σωτήρος ημών ενεργούσαν θαυμαστώς εις τον Δημήτριον, εις τους αγώνας του οποίου διέλαμπε και εβεβαιούτο άπαξ έτι της Ορθοδόξου πίστεως η αλήθεια. Αλλ’ ότε ο αήττητος Μάρτυς υπεβλήθη εις το τελευταίον μαρτύριον, μετά της αυτής ακαταπλήκτου ανδρείας και πλήρους ουρανίου γαλήνης ψυχής, της και εν τω προσώπω αυτού διαφαινομένης, τότε εις Τούρκος εκ Καστορίας, παρακολουθών το μαρτύριον του Αγίου, ιδών και εν τούτω την γενναιότητα αυτού, μη δυνάμενος πλέον να κρατηθή, προσήλθεν εις το φως της πίστεως του Χριστού και βαπτισθείς συνελήφθη δια τούτο υπό του Αλή πασά, παρά του οποίου εβασανίσθη, και τέλος εθανατώθη υπέρ της ευσεβούς ομολογίας, λαβών παρά Χριστού του μαρτυρίου τον στέφανον. Τόσον το γεγονός τούτο, όσον και η μεγαλοψυχία και ανδρεία του Αγίου Δημητρίου, ήτις προεκάλει αισθήματα συμπαθείας και μεγάλου θαυμασμού προς την αγίαν ημών πίστιν εις τας ψυχάς των παρακολουθούντων, απεθηρίωσαν τον τύραννον, όστις έδωκε διαταγήν να θανατωθή ο Μάρτυς κατά τρόπον σκληρότατον. Διέταξε και εκτίσθη ο Αθλητής του Χριστού εντός τοίχου, έχων την κεφαλήν μόνον έξω, και έμεινεν εκεί έως ότου παράδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού. Όπως επιβραδύνη δε όσον το δυνατόν περισσότερον τον θάνατον και την απαλλαγήν από των πόνων του γενναίου Μάρτυρος, διέταξεν ίνα ρίπτηται εις το στόμα αυτού τροφή. Ο Μάρτυς έχων την κεφαλήν ελευθέραν και αναπνέων, διαρκώς προσηύχετο και επεκαλείτο την βοήθειαν του Κυρίου, συντηρηθείς δε ούτως επί δέκα ολοκλήρους ημέρας, τέλος εκοιμήθη εν Κυρίω εν έτει αωη΄ (1808), ο πολύαθλος και καλλίνικος Οσιομάρτυς Δημήτριος ο Νέος, τελέσας τον καλόν της ευσεβείας αγώνα, και δοξάσας το υπερένδοξον όνομα του Σωτήρος Χριστού κατά τους εσχάτους τούτους και ζοφερούς καιρούς. Η θαυμαστή άθλησις του Αγίου Δημητρίου και οι υπερφυείς αυτού αγώνες, όντες εφάμιλλοι προς τα παλαίσματα των πάλαι Αγίων Μαρτύρων, τους μεν ασεβείς κατήσχυναν, τους δε ευσεβείς μεγάλως ηύφραναν και εστερέωσαν εις την Ορθόδοξον αγίαν πίστιν, και το πεπτωκός αυτών φρόνημα, ένεκα των διωγμών και πιέσεων της τότε χαλεπής δουλείας, ανεπτέρωσαν και λίαν εκράτυναν, ο δε πολύαθλος Οσιομάρτυς αμέσως ως Άγιος ετιμήθη, και ως θαυματουργός εδοξάσθη, και πλείστα θαύματα ετελέσθησαν δια της επικλήσεως του ονόματος αυτού. Ήδη δε συν Αγγέλοις χορεύων και Οσίοις και Μάρτυσιν αγαλλόμενος πρεσβεύει απαύστως υπέρ ημών των τελούντων την αγίαν αυτού μνήμην.
1 σχόλιο:
Χρόνια πολλά στον Δημήτριο Χατζηνικολάου.
Δημοσίευση σχολίου