Παύλος ο νεολαμπής του Χριστού Οσιομάρτυς, πατρίδα είχε την περιφανή
Πελοπόννησον, γεννηθείς εις το χωρίον Σοπωτόν της επαρχίας Καλαβρύτων, εις το
οποίον και ανετράφη εκ γονέων Χριστιανών Ορθοδόξων, πτωχών μεν, αλλ’ εναρέτων,
κληθείς κατά το άγιον Βάπτισμα Παναγιώτης.
Δια να γνωρίσητε όμως εν πάση αληθεία πως ο εκ τοιαύτης αγαθής ρίζης ευθαλέστατος βλαστός περιέπεσεν εις το πτώμα της αρνήσεως και πως μετά ταύτα ανανήψας ανεδείχθη Όσιος και Μάρτυς του Χριστού ακούσατε την κατά πλάτος ιστορίαν αυτού, όπως έγραψεταύτην ο αείμνηστος Ιερομόναχος Ιάκωβος ο Αγιορείτης και την οποίαν ενταύθα παραθέτομεν. Υπερδεδοξασμένος ει Χριστέ ο Θεός ημών, ο αναδεικνύων νέους Μάρτυρας, νέους φωστήρας εν τω στερεώματι της Ανατολικής Ορθοδόξου Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, εις τους εσχάτους τούτους καιρούς, ότε η ευσέβεια, μωρία αποκαλείται παρά των αθέων ασεβών και βλασφήμων αθλίων αιρετικών. Προς τούτοις δε, εις τους καθ’ ημάς καιρούς, ονειδίζεται η Αγία ημών Εκκλησία υπό των ελεεινώς αποσπασθέντων κακοδόξων αιρετικών Λατίνων, οίτινες πλην των άλλων δυσφήμων κατηγοριών, τας οποίας εξήμεσαν κατά της Αγίας Ορθοδόξου ημών Ανατολικής Εκκλησίας, προσέθηκαν έτι και τούο, φλυαρούντες και λέγοντες, ότι δήθεν νέον Άγιον δεν ανέδειξεν αύτη από τον καιρόν του χωρισμού των Εκκλησιών, ενώ αυτοί οι πανάθλιοι, μη έχοντες να παρουσιάσουν νέους Αγίους, κατασκευάζουν γλυπτούς λεγομένους Αγίους, εκ λίθων, ξύλων και μετάλλων. Αλλ’ ας αισχυνθούν αισχύνην αιώνιον και ας εντραπούν, βλέποντες την Αγίαν ημών Εκκλησίαν, την άμωμον νύμφην του Σωτήρος Χριστού, κεκοσμημένην και εστεφανωμένην, ως δια πολυτίμων λίθων και μαργαριτών, δια νέων Μαρτύρων, Οσίων, Ιεραρχών και Ασκητών, ων την αγιότητα επιβεβαιοί η αφθαρσία, η άρρητος ευωδία η εκπεμπομένη εκ των αγίων αυτών Λειψάνων και τα άπειρα θαύματα, τα οποία τελούσιν. Αλλ’ ούτοι οι σχισματικοί Λατίνοι, μετά των λοιπών αιρετικών, λέγοντες δι’ εαυτούς ότι είναι σοφοί, εμωράνθησαν, διο και επαρθέντες υπό της εωσφορικής υπερηφανείας εσκοτίσθησαν τον νουν και ετυφλώθησαν. Διότι βλέποντες δεν βλέπουσι και ακούοντες δεν ακούουσι ουδέ εννοούν ότι, κατά την του Κυρίου φωνήν την λέγουσαν· «Τετύφλωκεν αυτών τους οφθαλμούς (0 εκ του ουρανού πεσών Εωσφόρος) και πεπώρωκεν αυτών την καρδίαν, ίνα μη ίδωσι τοις οφθαλμοίς και νοήσωσι τη καρδία και επιστραφώσι και ιάσομαι αυτούς»(Ιωάν. ιβ: 40, Ησ. στ΄ 10) και ούτω πλανώντες και πλανώμενοι εν σκότει διαπορεύονται. Ημείς όμως αφίνοντες τούτους τους αμετανοήτους, ως εθνικούς και τελώνας, επιστρέφομεν εις την υπόθεσιν του λόγου. Αρχόμεθα λοιπόν διηγούμενοι προς τους φιλομάρτυρας ακροατάς τον Βίον και το Μαρτύριον του Αγίου τούτου, όστις δεν είναι κατώτερος των παλαιών εκείνων Μαρτύρων ούτε κατά την προς τους τυράννους παρρησίαν και ομολογίαν της Πίστεως ούτε κατά τον μαρτυρικόν θάνατον, αλλά είναι κατά πάντα όμοιος και ισότιμος προς εκείνους. Ούτος λοιπόν ο ευλογημένος, παιδίον εισέτι μικρόν ανεχώρησεν εκ του χωρίου του και απήλθεν εις τας Πάτρας της Αχαϊας, όπου έμαθε την τέχνην των σανδαλοποιών. Διαμείνας δε εις την πόλιν αυτήν επί δεκατέσσαρα έτη, ειργάζετο την τέχνην του, διάγων βίον έντιμον και μηδένα επιβαρύνων, διότι δια του εργοχείρου αυτού ετρέφετο, κατά τον θείον Απόστολον Παύλον, λέγοντα· «Ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται» (Πράξ. κ: 34). Εκείθεν δε αναχωρήσας επέστρεψεν εις την ιδίαν αυτού πατρίδα και εγκατεστάθη εις την πρωτεύουσαν της επαρχίας του τα Καλάβρυτα, όπου, ενοικιάσας εργαστήριον, ειργάζετο την τέχνην την οποίαν εξέμαθεν. Εκεί λοιπόν εργαζόμενος και καλώς πολιτευόμενος συνέβη να κλεισθή εις την φυλακήν παρά των ιδιοκτητών του εργαστηρίου του, οίτινες εζήτουν περισσότερον από το συμφωνηθέν ενοίκιον, κατά συνεργείαν βεβαίως του αντικειμένου, όστις περιέρχεται «ζητών τίνα καταπίη» (Α΄Πέτρου ε:8). Ούτος δε, μη δεχόμενος να δώση περισσότερον εκείνου το οποίον είχε συμφωνήσει, είπε, φεύ! τον φοβερόν λόγον· «Τούρκος να γίνω, εάν δώσω περισσότερον». Κατόπιν όμως βιασθείς επλήρωσε το ζητούμενον ενοίκιον. Μετά τον πικρόν εκείνον λόγον, ωθούμενος έτι περαιτέρω υπό του πονηρού, όστις εύρεν πλέον χώρον εν αυτώ, απήλθεν εις την Τρίπολιν της Πελοποννήσου, ήτις απέχει εκ των Καλαβρύτων ώρας οκτώ έως δέκα και περιερχόμενος μεθ’ ετέρων δύο φίλων του τα εκείσε χωρία έλεγεν ότι ήτο Τουρκος, δια να τρώγωσι και να πίνωσιν ελευθέρως. Κατόπιν τούτου, επανελθών εις την πόλιν της Τριπόλεως, μάλλον δε ελθών εις εαυτόν, ησθάνθη το κακόν εις το οποίον περιέπεσε και ούτω, άνευ βραδύτητος, μετέβη εις Πνευματικόν τινα Πατέρα και εξωμολογήθη την δεινήν συμφοράν του και το μέγα αμάρτημά του. Ο Πνευματικός τότε τον παρηγόρησε και τον ενεθάρρυνε να μη απογοητεύεται, απελθών δε και εις έτερον Πνευματικόν, ομοίως έτυχε νουθεσίας. Όμως ο μακάριος Μάρτυς δεν ανεπαύετο, ως ελεγχόμενος υπό της συνειδήσεως. Μετά δε ταύτα, αναλαβών εν τη ψυχή αυτού θείον έρωτα, μετέβη εις το αγιώνυμον όρος του Άθωνος δια να εύρη Πνευματικούς και θεοφόρους Πατέρας και επιτήχη την θεραπείαν του πτώματος. Φθάσας δε εις το Άγιον Όρος μετέβη κατ’ ευθείαν εις την ιεράν Λαύραν του Αγίου Αθανασίου και εκεί εύρε συμπατριώτην του τινά Μοναχόν, ονόματι Τιμόθεον, Πελοποννήσιον, όστις ήτο εκ του χωρίου του ονομαζομένου Ρωγούς. Τον Μοναχόν τούτον Τιμόθεον, ολίγα έτη προ της εν Κυρίω αυτού αναπαύσεως (λέγει ο συγγραφεύς του παρόντος) έφθασα ζώντα εν τω ημετέρω Ρωσικώ Κοινοβίω, ήτο δε τότε εις βαθύτατον γήρας και μοι διηγήθη τούτο το Μαρτύριον, μοι έδωκε δε εντολήν όπως γράψω τούτο δια του ταπεινού μου καλάμου, ίνα μη καλύψη αυτό ο τάφος της λήθης. Συνέζησε δε ούτος ικανόν καιρόν μετά του Αγίου και εις τους πνευματικούς αγώνας ομού ηγωνίζοντο. Εδέχθη λοιπόν αυτόν ο Μοναχός Τιμόθεος μετά πάσης χαράς και εκράτησεν αυτόν εις το διακόνημα του μαγειρείου, το οποίον είχεν εκείνος και συνεκοπίαζον εν αυτώ επί εν και ήμισυ έτος. Διηγηθείς τότε ο Άγιος λεπτομερώς όσα συνέβησαν εις αυτόν, εζήτει να εύρη θεραπείαν. Εκεί δε διαμείνας, μετά παρέλευσιν καιρού εγένετο Μοναχός Σταυροφόρος, μετονομασθείς εις Παύλον. Μετά δε ταύτα, αναχωρήσας ο Τιμόθεος εκ της Λαύρας, απήλθεν εις το Ρωσικόν Κοινόβιον, αδεία του Πνευματικού αυτού Πατρός, επειδή τότε είχε συσταθή το Ρωσικόν Μοναστήριον Κοινόβιον παρά του αειμνήστου Σάββα του Ιερομονάχου, Πελοποννησίου, του μετά ταύτα γενομένου κτίτορος μετά του αειμνήστου Σκαρλάτου Καλλιμάχη, αξιωματούχου του Φαναρίου, ανεγειράντων ταύτην την νέαν Μονήν επ’ ονόματι του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος. Μαθών δε ο μακάριος Παύλος την αναχώρησιν αυτού, απήλθε και αυτός εκεί και συναντήσας τον Τιμόθεον, έμεινε μετ’ αυτού εις το Ρωσικόν Κοινόβιον επί τρία έτη, εργαζόμενος την τέχνην του. Πολλούς δε αγώνας ετέλεσεν ο ευλογημένος Παύλος, κατά τον καιρόν κατά τον οποίον διέμενεν εις τούτο το Ιερόν Κοινόβιον, ήτοι αδιακόπους νηστείας, αγρυπνίας και απείρους μετανοίας. Εκ των πνευματικών τούτων αγώνων αυτού, τους οποίους αόκνως ειργάζετο ο Όσιος, ήναψεν εις την ψυχήν αυτού η ένθεος αγάπη προς τον γλυκύτατον Σωτήρα ημών και ούτως έλαβε πόθον να μαρτυρήση δια το πανάγιον Αυτού όνομα. Ο δε προρρηθείς Τιμόθεος και οι λοιποί Πατέρες ημπόδιζον αυτόν, αγνοούντες το αποβησόμενον δια το νέον της ηλικίας του, διότι ήτο τότε έως είκοσι πέντε χρόνων. Εκ ταύτης δε της αιτίας αναχωρήσας επέστρεψεν εις την Σκήτην της Αγίας Θεοπρομήτορος Άννης προς τινα Πνευματικόν Πατέρα, Ανανίαν, Ιερομόναχον, προς τον οποίον, εξομολογηθείς όλα αυτού τα συμβάντα, πρόσθεσε και τούτο, ότι επιθυμεί να λάβη τον υπέρ Χριστού θάνατον. Ο δε Πνευματικός κατ’ αρχάς δεν συνεφώνει προς τον σκοπόν του Μάρτυρος. Μετά δε ταύτα, ιδών τον πόθον και το στερεόν της γνώμης του, αφού ενουθέτησεν αυτόν, έθεσεν υπό την πρέπουσαν δοκιμασίαν. Ήτοι επί τεσσαράκοντα ημέρας να νηστεύη αδιακόπως, να αγρυπνή και να προσεύχεται ακαταπαύστως, κάμνων απείρους μετανοίας. Ούτως ενέδυσεν αυτόν το μέγα και Αγγελικόν Σχήμα. Κατόπιν, κοινή γνώμη και αδεία των Πατέρων της Σκήτης και με την συγχώρησιν του Πνευματικού του Πατρός Ανανίου, απέστειλαν εις το στάδιον του Μαρτυρίου. Όθεν, εφοδιασθείς δια των πατρικών ευχών, επορεύετο εις την οδόν του Μαρτυρίου αυτού χαίρων. Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας, κατά τας οποίας έμελλε να αναχωρήση ο Μάρτυς δια την πατρίδα του Πελοπόννησον, είδεν ο προρρηθείς Τιμόθεος, εν οράματι, ότι ευρέθη εις την Λαύραν έμπροσθεν της τραπέζης του Μοναστηρίου απέναντι της Εκκλησίας και εκεί είδεν ότι ήλθεν ο μακάριος Παύλος, ενδεδυμένος με τα ράσα του, τα οποία ήστραπτον εκ της λαμπρότητος, και εκράτει εις τας χείρας του εν ποτήριον πλήρες αίματος, λέγων προς αυτόν· «Πίε, αδελφέ». Εκείνος δε δεν ήθελε να πίη, λέγων ότι δεν δύναται, επειδή είναι αίμα. Ο δε θείος Μάρτυς εβίαζεν αυτόν να πίη, λέγων ότι είναι γλυκύτατον. Όθεν, λαβών τούτο ο Τιμόθεος, έπιεν ολίγον. Και τόσον γλυκύ του εφάνη, ώστε ηλλοιώθη ο νους αυτού από την ανέκφραστον εκείνην ηδονήν, αργότερον δε, ότε εξύπνησεν, ησθάνετο την γλυκύτητα εκείνην παραμένουσαν ακόμη εις το στόμα του. Ως δε ο Τιμόθεος είπεν ότι είναι γλυκύτατον, απεκρίθη προς αυτόν ο Μάρτυς· «Αισθάνεσαι, αδελφέ μου, οποίαν γλυκύτητα έχει; Διατί λοιπόν με εμποδίζεις»; Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας, ως είπομεν, ανεχώρησεν ο Μάρτυς δια την πατρίδα του Πελοπόννησον. Φθάσας δε εκεί μετέβη εις την Ιεράν Μονήν της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου του Μεγάλου Σπηλαίου, κειμένην εις την επαρχίαν των Καλαβρύτων και εκεί έμεινεν ημέρας τεσσαράκοντα. Νηστεύων δε και αγρυπνών, παρεκάλει την Κυρίαν ημών Θεοτόκον να ενισχύση αυτόν εις τον αγώνα του ιερού Μαρτυρίου. Εκεί δε διατρίβων, επληροφορήθη δι’ οπτασίας, την οποίαν είδε και το είπεν εις τους Πατέρας, όμως δεν εφανέρωσεν εις αυτούς οποία ήτο η οπτασία. Ούτω, λαβών θάρρος, ανεχώρησεν εκείθεν και επορεύετο την οδόν του Μαρτυρίου, χαίρων και αγαλλόμενος και δοξάζων την υπερύμνητον Κυρίαν ημών Θεοτόκον, ήτις δεν παρείδε τας δεήσεις αυτού. Μετέβη δε κατ’ ευθείαν εις τα Καλάβρυτα και εκείθεν εις Τρίπολιν. Έπειτα κατήλθεν εις Ναύπλιον, όπου ήτο εις εξάδελφος αυτού τουρκευμένος και, ευρών αυτόν ο Μάρτυς, παρεκίνησε και ενουθέτησε να επιστρέψη εις την του Χριστού πίστιν και να εγερθή εκ του δεινού πτώματος της αρνήσεως του Χριστού. Εκείνος δε, φοβούμενος τας τιμωρίας των τυράννων, κατ’ αρχάς μεν δεν ήθελεν, ύστερον δε επέστρεψεν, επειδή ο Μάρτυς έλεγε προς αυτόν· «Ελθέ μετ’ εμού, δια να ιδής πως θέλω υπομείνει τα μαρτύρια, με την χάριν και την βοήθειαν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού, δια πρεσβειών της Παναγίας Αυτού Μητρός». Ούτω παραλαβών τούτον συνοδίτην μετέβη εις την Τρίπολιν και χωρίς αναβολήν παρουσιάσθη εις τον μουφτήν και λέγει προς αυτόν· «Θέλω να κάμης δι’ εμέ κρίσιν αληθή και δικαίαν». Ο δε μουφτής είπε· «Θέλω πράξει τούτο». Ο Μάρτυς τότε είπεν· «Εγώ, όταν ήμην παιδίον, είχον εν σκεύος πολύτιμον χρυσούν κεκοσμημένον με λίθους πολυτίμους και εις ψεύστης με ηπάτησεν, ως παιδίον ανόητον, και το ήρπασεν, αντ’ εκείνου δε μοι έδωκεν άλλο, ψευδές. Λοιπόν είναι δίκαιον να λάβω πάλιν το σκεύος μου το αληθινόν ή όχι»; Απεκρίθη ο μουφτής· «Να το λάβης με πάσαν δικαιοσύνην». Είπε τότε ο Μάρτυς· «Λοιπόν δος μοι απόδειξιν». Τοιουτοτρόπως λαβών την απόδειξιν ανήλθεν εις το δικαστήριον του ηγεμόνος, μετά του προειρημένου εξαδέλφου του. Ουδείς δε ημπόδισεν αυτόν, εκ τόσου πλήθους λαού, ούτε καν ηρώτησε τι ήθελε, διότι έτυχε την ημέραν εκείνην να γίνεται συνέλευσις και δια τούτο παρευρέθησαν εκεί όλοι οι έγκριτοι της Πελοποννήσου, Αρχιερείς και πάντες οι προεστώτες των επαρχιών και χωρίων, επειδή τότε οι Αγαρηνοί είχον λάβει υποψίαν επαναστάσεως τινός. Εις δε των παρευρεθέντων εκεί τότε, συγγενής του Γέροντος Τιμοθέου, ήκουσε τους λόγους του Οσιοάθλου Παύλου και ιδίοις οφθαλμοίς είδε το λαμπρόν Μαρτύριον αυτού διηγήθη δε πάντα ταύτα εις τον Τιμόθεον, απελθόντα μετέπειτα εις Πελοπόννησον, κατά τον καιρόν της Ελληνικής Επαναστάσεως. Αναβάς λοιπόν, ως προείπομεν, εις το δικαστήριον ο γενναίος του Χριστού Αθλητής, παρουσιάσθη αφόβως έμπροσθεν του ηγεμόνος και έδωκεν εις χείρας του την απόδειξιν. Αναγνώσας δε ο ηγεμών είπεν εις τον Μάρτυρα· «Και ποίος είναι ο αντίδικός σου; Ας έλθη εδώ». Απεκρίθη τότε ο Μάρτυς· «Συ ο ίδιος». Λέγει ο ηγεμών· «Εγώ ουδέποτε σε είδον». Πληρωθείς τότε πίστεως και Πνεύματος Αγίου ο Μάρτυς, είπε· «Πριν από σε, ήτο άλλος, όστις με ηπάτησε και αρπάσας την αληθινήν παρακαταθήκην μου μου έδωσε ταύτην την ψευδή του Μωάμεθ, του ψεύστου, του απατεώνος, του λαοπλάνου, του ασεβούς». Τότε ο ηγεμών έκπληκτος είπεν εις τον Μάρτυρα· «Έχε τον νουν σου και ομολόγησον την πίστιν την οποίαν εδέχθης χωρίς να σε βιάση ουδείς, διότι άλλως θα σε κατακαύσω ζωντανόν». Όμως ο Μάρτυς απεκρίθη· «Εάν και μυρίους ακόμη θανάτους μου δώσης, δεν θέλω αρνηθή ποτέ την αληθή Πίστιν μου. Σεις είσθε ακάθαρτοι και άσωτοι. Διότι ποίαν καθαρότητα έχετε δια να αναγκάζετε ημάς να έλθωμεν εις την ιδικήν σας ασέβειαν και να αρνηθώμεν την αληθή, αμώμητον και αγίαν Πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»; Μετά δε τους λόγους τούτους, σταθείς ο Μάρτυς έμπροσθεν πάντων, εκήρυττε μετά μεγάλης παρρησίας την Θεότητα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και την ένσαρκον επί της γης Αυτού παρουσίαν, την εκ της Παρθένου Μαρίας άσπορον Γέννησιν, τα άπειρα και εξαίσια θαύματα τα οποία ετέλεσεν εν πάση τη αγιωτάτη Αυτού ζωή, τον Σταυρικόν θάνατον τον οποίον υπέστη υπέρ της σωτηρίας του γένους των ανθρώπων, την ένδοξον Ανάστασιν και την εις ουρανούς Ανάληψιν. Τότε οι παρευρεθέντες εκεί Χριστιανοί, ακούοντες τους ιερούς τούτους λόγους του Μάρτυρος και γνωρίζοντες ότι είναι αγράμματος εθαύμασαν και, ως δι’ ενός στόματος, είπον· «Τω όντι και εις τούτον τον νεώτερον Μάρτυρα, καθώς και εις τους παλαιούς, επληρώθη το ιερόν λόγιον του Κυρίου· «Εγώ γαρ δώσω υμίν στόμα και σοφίαν η ου δυνήσονται αντειπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν» (Λουκ. κα: 15). Οι δε Αγαρηνοί ώρμησαν ομοθυμαδόν δια να ξεσχίσουν το άκακον αρνίον του Χριστού, εάν ήτο δυνατόν, με τους όνυχάς των, ως πάλαι οι Ιουδαίοι οι λιθοβολήσαντες τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον. Μετά δε ταύτα, δοκιμάσας αυτόν ο ηγεμών με διαφόρους τρόπους και εννοήσας το αμετάθετον της γνώμης του, εξέδωκεν ευθύς την απόφασιν να τον καύσουν. Τινές όμως των Αγαρηνών ηναντιώθησαν, δια να μη έχουν έπειτα οι Χριστιανοί τα εναπομείναντα εκ των λειψάνων του και τον τιμούν ως Άγιον. Ένεκα τούτου έδωσε δευτέραν απόφασιν ο ηγεμών: Να καρατομήσουν αυτόν δια τριών ξιφισμών προς περισσοτέραν βάσανον. Τότε οι υπηρέται του τυράννου, παραλαβόντες τον Μάρτυρα, εξέβαλον του δικαστηρίου και τύπτοντες και μαστιγουντες αυτόν, έφερον εις τον ορισθέντα τόπον της καταδίκης. Εκεί ο γενναίος του Χριστού Μάρτυς, γονυπετήσας και υψώσας τον νουν προς τον ουρανόν, προσηυχήθη προς τον εν Τριάδι Θεόν ημών. Έπειτα είπε προς τον δήμιον, θαρρύνων αυτόν· «Τώρα θέλω ίδει αν είσαι ανδρείος, καθώς λέγεις». Εκείνος δε επαρθείς εκ του λόγου του Αγίου, απέτεμε την ιεράν αυτού κεφαλήν δι’ ενός μόνον κτυπήματος αντί να τελειώση αυτόν δια τριών, ως είχε προσταχθή. Ούτως έλαβεν ο αοίδιμος τον αμάραντον στέφανον του Μαρτυρίου και απήλθεν η μακαρία αυτού ψυχή προς ον επόθησε Σωτήρα Χριστόν τον Θεόν ημών, ίνα αγάλλεται μετά του συνωνύμου αυτού, του σκεύους της εκλογής, Παύλου του Αποστόλου και των λοιπών Οσίων και Μαρτύρων, πρεσβεύων υπέρ ημών προς Κύριον. Το δε τίμιον αυτού Λείψανον έμεινε τρεις ημέρας ερριμμένον εις τον τόπον όπου ετελειώθη, προστάξαντος του δυσσεβούς τυράννου, ότι, όστις θα επλησίαζεν ή θα ελάμβανε μέρος εξ αυτού ή μέρος των ιματίων του ή αίμα, να τιμωρήται δια θανάτου. Ως εκ τούτου ουδείς των Χριστιανών ετόλμα ούτε καν να διέλθη εκείθεν, επειδή είχε διατάξει και στρατιώτας να φυλάττουν, μήπως τις εκ των Χριστιανών κλέψη το άγιον αυτού Λείψανον. Αλλ’ όμως ο αντιδοξάζων τους Αυτόν δοξάζοντας Κύριος, εδόξασε και τον Μάρτυρα Αυτού. Διότι την νύκτα εφαίνετο άγιον φως, ως φλοξ πυρός, άνωθεν του ιερού Λειψάνου του θείου Μάρτυρος, οι δε μιαροί υπηρέται του αντιχρίστου Μωάμεθ έλεγον· «Βλέπετε; Επειδή δεν εδέχθη την πίστιν μας, ο Θεός έρριψε πυρ δια να τον κατακαύση». Μετά δε την τρίτην ημέραν έρριψαν το τίμιον αυτού Λείψανον εις τον τόπον των ακαθαρσιών του οίκου του ηγεμόνος, προστάξαντος τούτο, ίνα μη το εύρουν οι Χριστιανοί και το έχουν δι’ Άγιον. Έμεινε δε εκεί εις τον ακάθαρτον τόπον επί είκοσιν ημέρας. Μαθόντες τούτο οι Χριστιανοί, μεγάλως ελυπήθησαν. Όμως δύο φίλοι του Αγίου εσκέφθησαν να κάμωσι κάθε τρόπον δια να εκβάλωσι το άγιον Λείψανον από εκείνον τον άτιμον και ακάθαρτον τόπον και να ενταφιάσουν αυτό εντίμως εις τόπον καθαρόν και επίσημον. Εις λοιπόν εξ αυτών, λαβών ένα κάλαθον, περιήρχετο το μέρος εκείνο, ως έχων υπηρεσίαν τινά δια την εργασίαν των δερμάτων. Ούτος ηρεύνα μήπως ίδη τι σημείον του Λειψάνου. Ερευνών δε και περιεργαζόμενος, είδεν εκ μιάς οπής ολίγον έξω τον πόδα του Αγίου και απελθών, χαίρων ανήγγειλε τούτο εις τον αναμένοντα φίλον του. Όθεν ελθόντες, νύκτα βαθείαν, εμεγέθυναν την οπήν και ούτως εξέβαλον το τίμιον Λείψανον. Όμως δεν εύρον την αγίαν αυτού Κάραν, επειδή είχε πέσει παράμερα και από τον φόβον των δεν ηρεύνησαν τότε. Την δε επομένην ημέραν, περιερχόμενος και ερευνών ο προρρηθείς φίλος του Αγίου, είδε και την αγίαν Κάραν και ούτω την νύκτα, ελθόντες αμφότεροι, παρέλαβον και πλύναντες το τίμιον Λείψανον ενεταφίασαν ομού μετά της αγίας Κάρας εις τόπον καθαρόν και επίσημον, εις την Ιεράν Μονήν του Αγίου Νικολάου, επιλεγομένην Βάρσαις, απέχουσαν από την Τρίπολιν έως δύο ώρας. Εις δόξαν τιμήν και προσκύνησιν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος της Παναγίας Τριάδος, του Ενός και μόνου Θεού του δοξαζομένου εν τοις Αγίοις Αυτού και αντιδοξάσαντος τον δοξάσαντα αυτόν νέον Οσιόαθλον Παύλον, τον γνήσιον αυτού Μάρτυρα. Ου ταις ευπροσδέκτοις αγίαις πρεσβείαις λυτρούμενοι της ατελευτήτου κολάσεως, τύχοιμεν της αιωνίου Βασιλείαις των ουρανών. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δια να γνωρίσητε όμως εν πάση αληθεία πως ο εκ τοιαύτης αγαθής ρίζης ευθαλέστατος βλαστός περιέπεσεν εις το πτώμα της αρνήσεως και πως μετά ταύτα ανανήψας ανεδείχθη Όσιος και Μάρτυς του Χριστού ακούσατε την κατά πλάτος ιστορίαν αυτού, όπως έγραψεταύτην ο αείμνηστος Ιερομόναχος Ιάκωβος ο Αγιορείτης και την οποίαν ενταύθα παραθέτομεν. Υπερδεδοξασμένος ει Χριστέ ο Θεός ημών, ο αναδεικνύων νέους Μάρτυρας, νέους φωστήρας εν τω στερεώματι της Ανατολικής Ορθοδόξου Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, εις τους εσχάτους τούτους καιρούς, ότε η ευσέβεια, μωρία αποκαλείται παρά των αθέων ασεβών και βλασφήμων αθλίων αιρετικών. Προς τούτοις δε, εις τους καθ’ ημάς καιρούς, ονειδίζεται η Αγία ημών Εκκλησία υπό των ελεεινώς αποσπασθέντων κακοδόξων αιρετικών Λατίνων, οίτινες πλην των άλλων δυσφήμων κατηγοριών, τας οποίας εξήμεσαν κατά της Αγίας Ορθοδόξου ημών Ανατολικής Εκκλησίας, προσέθηκαν έτι και τούο, φλυαρούντες και λέγοντες, ότι δήθεν νέον Άγιον δεν ανέδειξεν αύτη από τον καιρόν του χωρισμού των Εκκλησιών, ενώ αυτοί οι πανάθλιοι, μη έχοντες να παρουσιάσουν νέους Αγίους, κατασκευάζουν γλυπτούς λεγομένους Αγίους, εκ λίθων, ξύλων και μετάλλων. Αλλ’ ας αισχυνθούν αισχύνην αιώνιον και ας εντραπούν, βλέποντες την Αγίαν ημών Εκκλησίαν, την άμωμον νύμφην του Σωτήρος Χριστού, κεκοσμημένην και εστεφανωμένην, ως δια πολυτίμων λίθων και μαργαριτών, δια νέων Μαρτύρων, Οσίων, Ιεραρχών και Ασκητών, ων την αγιότητα επιβεβαιοί η αφθαρσία, η άρρητος ευωδία η εκπεμπομένη εκ των αγίων αυτών Λειψάνων και τα άπειρα θαύματα, τα οποία τελούσιν. Αλλ’ ούτοι οι σχισματικοί Λατίνοι, μετά των λοιπών αιρετικών, λέγοντες δι’ εαυτούς ότι είναι σοφοί, εμωράνθησαν, διο και επαρθέντες υπό της εωσφορικής υπερηφανείας εσκοτίσθησαν τον νουν και ετυφλώθησαν. Διότι βλέποντες δεν βλέπουσι και ακούοντες δεν ακούουσι ουδέ εννοούν ότι, κατά την του Κυρίου φωνήν την λέγουσαν· «Τετύφλωκεν αυτών τους οφθαλμούς (0 εκ του ουρανού πεσών Εωσφόρος) και πεπώρωκεν αυτών την καρδίαν, ίνα μη ίδωσι τοις οφθαλμοίς και νοήσωσι τη καρδία και επιστραφώσι και ιάσομαι αυτούς»(Ιωάν. ιβ: 40, Ησ. στ΄ 10) και ούτω πλανώντες και πλανώμενοι εν σκότει διαπορεύονται. Ημείς όμως αφίνοντες τούτους τους αμετανοήτους, ως εθνικούς και τελώνας, επιστρέφομεν εις την υπόθεσιν του λόγου. Αρχόμεθα λοιπόν διηγούμενοι προς τους φιλομάρτυρας ακροατάς τον Βίον και το Μαρτύριον του Αγίου τούτου, όστις δεν είναι κατώτερος των παλαιών εκείνων Μαρτύρων ούτε κατά την προς τους τυράννους παρρησίαν και ομολογίαν της Πίστεως ούτε κατά τον μαρτυρικόν θάνατον, αλλά είναι κατά πάντα όμοιος και ισότιμος προς εκείνους. Ούτος λοιπόν ο ευλογημένος, παιδίον εισέτι μικρόν ανεχώρησεν εκ του χωρίου του και απήλθεν εις τας Πάτρας της Αχαϊας, όπου έμαθε την τέχνην των σανδαλοποιών. Διαμείνας δε εις την πόλιν αυτήν επί δεκατέσσαρα έτη, ειργάζετο την τέχνην του, διάγων βίον έντιμον και μηδένα επιβαρύνων, διότι δια του εργοχείρου αυτού ετρέφετο, κατά τον θείον Απόστολον Παύλον, λέγοντα· «Ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται» (Πράξ. κ: 34). Εκείθεν δε αναχωρήσας επέστρεψεν εις την ιδίαν αυτού πατρίδα και εγκατεστάθη εις την πρωτεύουσαν της επαρχίας του τα Καλάβρυτα, όπου, ενοικιάσας εργαστήριον, ειργάζετο την τέχνην την οποίαν εξέμαθεν. Εκεί λοιπόν εργαζόμενος και καλώς πολιτευόμενος συνέβη να κλεισθή εις την φυλακήν παρά των ιδιοκτητών του εργαστηρίου του, οίτινες εζήτουν περισσότερον από το συμφωνηθέν ενοίκιον, κατά συνεργείαν βεβαίως του αντικειμένου, όστις περιέρχεται «ζητών τίνα καταπίη» (Α΄Πέτρου ε:8). Ούτος δε, μη δεχόμενος να δώση περισσότερον εκείνου το οποίον είχε συμφωνήσει, είπε, φεύ! τον φοβερόν λόγον· «Τούρκος να γίνω, εάν δώσω περισσότερον». Κατόπιν όμως βιασθείς επλήρωσε το ζητούμενον ενοίκιον. Μετά τον πικρόν εκείνον λόγον, ωθούμενος έτι περαιτέρω υπό του πονηρού, όστις εύρεν πλέον χώρον εν αυτώ, απήλθεν εις την Τρίπολιν της Πελοποννήσου, ήτις απέχει εκ των Καλαβρύτων ώρας οκτώ έως δέκα και περιερχόμενος μεθ’ ετέρων δύο φίλων του τα εκείσε χωρία έλεγεν ότι ήτο Τουρκος, δια να τρώγωσι και να πίνωσιν ελευθέρως. Κατόπιν τούτου, επανελθών εις την πόλιν της Τριπόλεως, μάλλον δε ελθών εις εαυτόν, ησθάνθη το κακόν εις το οποίον περιέπεσε και ούτω, άνευ βραδύτητος, μετέβη εις Πνευματικόν τινα Πατέρα και εξωμολογήθη την δεινήν συμφοράν του και το μέγα αμάρτημά του. Ο Πνευματικός τότε τον παρηγόρησε και τον ενεθάρρυνε να μη απογοητεύεται, απελθών δε και εις έτερον Πνευματικόν, ομοίως έτυχε νουθεσίας. Όμως ο μακάριος Μάρτυς δεν ανεπαύετο, ως ελεγχόμενος υπό της συνειδήσεως. Μετά δε ταύτα, αναλαβών εν τη ψυχή αυτού θείον έρωτα, μετέβη εις το αγιώνυμον όρος του Άθωνος δια να εύρη Πνευματικούς και θεοφόρους Πατέρας και επιτήχη την θεραπείαν του πτώματος. Φθάσας δε εις το Άγιον Όρος μετέβη κατ’ ευθείαν εις την ιεράν Λαύραν του Αγίου Αθανασίου και εκεί εύρε συμπατριώτην του τινά Μοναχόν, ονόματι Τιμόθεον, Πελοποννήσιον, όστις ήτο εκ του χωρίου του ονομαζομένου Ρωγούς. Τον Μοναχόν τούτον Τιμόθεον, ολίγα έτη προ της εν Κυρίω αυτού αναπαύσεως (λέγει ο συγγραφεύς του παρόντος) έφθασα ζώντα εν τω ημετέρω Ρωσικώ Κοινοβίω, ήτο δε τότε εις βαθύτατον γήρας και μοι διηγήθη τούτο το Μαρτύριον, μοι έδωκε δε εντολήν όπως γράψω τούτο δια του ταπεινού μου καλάμου, ίνα μη καλύψη αυτό ο τάφος της λήθης. Συνέζησε δε ούτος ικανόν καιρόν μετά του Αγίου και εις τους πνευματικούς αγώνας ομού ηγωνίζοντο. Εδέχθη λοιπόν αυτόν ο Μοναχός Τιμόθεος μετά πάσης χαράς και εκράτησεν αυτόν εις το διακόνημα του μαγειρείου, το οποίον είχεν εκείνος και συνεκοπίαζον εν αυτώ επί εν και ήμισυ έτος. Διηγηθείς τότε ο Άγιος λεπτομερώς όσα συνέβησαν εις αυτόν, εζήτει να εύρη θεραπείαν. Εκεί δε διαμείνας, μετά παρέλευσιν καιρού εγένετο Μοναχός Σταυροφόρος, μετονομασθείς εις Παύλον. Μετά δε ταύτα, αναχωρήσας ο Τιμόθεος εκ της Λαύρας, απήλθεν εις το Ρωσικόν Κοινόβιον, αδεία του Πνευματικού αυτού Πατρός, επειδή τότε είχε συσταθή το Ρωσικόν Μοναστήριον Κοινόβιον παρά του αειμνήστου Σάββα του Ιερομονάχου, Πελοποννησίου, του μετά ταύτα γενομένου κτίτορος μετά του αειμνήστου Σκαρλάτου Καλλιμάχη, αξιωματούχου του Φαναρίου, ανεγειράντων ταύτην την νέαν Μονήν επ’ ονόματι του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος. Μαθών δε ο μακάριος Παύλος την αναχώρησιν αυτού, απήλθε και αυτός εκεί και συναντήσας τον Τιμόθεον, έμεινε μετ’ αυτού εις το Ρωσικόν Κοινόβιον επί τρία έτη, εργαζόμενος την τέχνην του. Πολλούς δε αγώνας ετέλεσεν ο ευλογημένος Παύλος, κατά τον καιρόν κατά τον οποίον διέμενεν εις τούτο το Ιερόν Κοινόβιον, ήτοι αδιακόπους νηστείας, αγρυπνίας και απείρους μετανοίας. Εκ των πνευματικών τούτων αγώνων αυτού, τους οποίους αόκνως ειργάζετο ο Όσιος, ήναψεν εις την ψυχήν αυτού η ένθεος αγάπη προς τον γλυκύτατον Σωτήρα ημών και ούτως έλαβε πόθον να μαρτυρήση δια το πανάγιον Αυτού όνομα. Ο δε προρρηθείς Τιμόθεος και οι λοιποί Πατέρες ημπόδιζον αυτόν, αγνοούντες το αποβησόμενον δια το νέον της ηλικίας του, διότι ήτο τότε έως είκοσι πέντε χρόνων. Εκ ταύτης δε της αιτίας αναχωρήσας επέστρεψεν εις την Σκήτην της Αγίας Θεοπρομήτορος Άννης προς τινα Πνευματικόν Πατέρα, Ανανίαν, Ιερομόναχον, προς τον οποίον, εξομολογηθείς όλα αυτού τα συμβάντα, πρόσθεσε και τούτο, ότι επιθυμεί να λάβη τον υπέρ Χριστού θάνατον. Ο δε Πνευματικός κατ’ αρχάς δεν συνεφώνει προς τον σκοπόν του Μάρτυρος. Μετά δε ταύτα, ιδών τον πόθον και το στερεόν της γνώμης του, αφού ενουθέτησεν αυτόν, έθεσεν υπό την πρέπουσαν δοκιμασίαν. Ήτοι επί τεσσαράκοντα ημέρας να νηστεύη αδιακόπως, να αγρυπνή και να προσεύχεται ακαταπαύστως, κάμνων απείρους μετανοίας. Ούτως ενέδυσεν αυτόν το μέγα και Αγγελικόν Σχήμα. Κατόπιν, κοινή γνώμη και αδεία των Πατέρων της Σκήτης και με την συγχώρησιν του Πνευματικού του Πατρός Ανανίου, απέστειλαν εις το στάδιον του Μαρτυρίου. Όθεν, εφοδιασθείς δια των πατρικών ευχών, επορεύετο εις την οδόν του Μαρτυρίου αυτού χαίρων. Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας, κατά τας οποίας έμελλε να αναχωρήση ο Μάρτυς δια την πατρίδα του Πελοπόννησον, είδεν ο προρρηθείς Τιμόθεος, εν οράματι, ότι ευρέθη εις την Λαύραν έμπροσθεν της τραπέζης του Μοναστηρίου απέναντι της Εκκλησίας και εκεί είδεν ότι ήλθεν ο μακάριος Παύλος, ενδεδυμένος με τα ράσα του, τα οποία ήστραπτον εκ της λαμπρότητος, και εκράτει εις τας χείρας του εν ποτήριον πλήρες αίματος, λέγων προς αυτόν· «Πίε, αδελφέ». Εκείνος δε δεν ήθελε να πίη, λέγων ότι δεν δύναται, επειδή είναι αίμα. Ο δε θείος Μάρτυς εβίαζεν αυτόν να πίη, λέγων ότι είναι γλυκύτατον. Όθεν, λαβών τούτο ο Τιμόθεος, έπιεν ολίγον. Και τόσον γλυκύ του εφάνη, ώστε ηλλοιώθη ο νους αυτού από την ανέκφραστον εκείνην ηδονήν, αργότερον δε, ότε εξύπνησεν, ησθάνετο την γλυκύτητα εκείνην παραμένουσαν ακόμη εις το στόμα του. Ως δε ο Τιμόθεος είπεν ότι είναι γλυκύτατον, απεκρίθη προς αυτόν ο Μάρτυς· «Αισθάνεσαι, αδελφέ μου, οποίαν γλυκύτητα έχει; Διατί λοιπόν με εμποδίζεις»; Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας, ως είπομεν, ανεχώρησεν ο Μάρτυς δια την πατρίδα του Πελοπόννησον. Φθάσας δε εκεί μετέβη εις την Ιεράν Μονήν της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου του Μεγάλου Σπηλαίου, κειμένην εις την επαρχίαν των Καλαβρύτων και εκεί έμεινεν ημέρας τεσσαράκοντα. Νηστεύων δε και αγρυπνών, παρεκάλει την Κυρίαν ημών Θεοτόκον να ενισχύση αυτόν εις τον αγώνα του ιερού Μαρτυρίου. Εκεί δε διατρίβων, επληροφορήθη δι’ οπτασίας, την οποίαν είδε και το είπεν εις τους Πατέρας, όμως δεν εφανέρωσεν εις αυτούς οποία ήτο η οπτασία. Ούτω, λαβών θάρρος, ανεχώρησεν εκείθεν και επορεύετο την οδόν του Μαρτυρίου, χαίρων και αγαλλόμενος και δοξάζων την υπερύμνητον Κυρίαν ημών Θεοτόκον, ήτις δεν παρείδε τας δεήσεις αυτού. Μετέβη δε κατ’ ευθείαν εις τα Καλάβρυτα και εκείθεν εις Τρίπολιν. Έπειτα κατήλθεν εις Ναύπλιον, όπου ήτο εις εξάδελφος αυτού τουρκευμένος και, ευρών αυτόν ο Μάρτυς, παρεκίνησε και ενουθέτησε να επιστρέψη εις την του Χριστού πίστιν και να εγερθή εκ του δεινού πτώματος της αρνήσεως του Χριστού. Εκείνος δε, φοβούμενος τας τιμωρίας των τυράννων, κατ’ αρχάς μεν δεν ήθελεν, ύστερον δε επέστρεψεν, επειδή ο Μάρτυς έλεγε προς αυτόν· «Ελθέ μετ’ εμού, δια να ιδής πως θέλω υπομείνει τα μαρτύρια, με την χάριν και την βοήθειαν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού, δια πρεσβειών της Παναγίας Αυτού Μητρός». Ούτω παραλαβών τούτον συνοδίτην μετέβη εις την Τρίπολιν και χωρίς αναβολήν παρουσιάσθη εις τον μουφτήν και λέγει προς αυτόν· «Θέλω να κάμης δι’ εμέ κρίσιν αληθή και δικαίαν». Ο δε μουφτής είπε· «Θέλω πράξει τούτο». Ο Μάρτυς τότε είπεν· «Εγώ, όταν ήμην παιδίον, είχον εν σκεύος πολύτιμον χρυσούν κεκοσμημένον με λίθους πολυτίμους και εις ψεύστης με ηπάτησεν, ως παιδίον ανόητον, και το ήρπασεν, αντ’ εκείνου δε μοι έδωκεν άλλο, ψευδές. Λοιπόν είναι δίκαιον να λάβω πάλιν το σκεύος μου το αληθινόν ή όχι»; Απεκρίθη ο μουφτής· «Να το λάβης με πάσαν δικαιοσύνην». Είπε τότε ο Μάρτυς· «Λοιπόν δος μοι απόδειξιν». Τοιουτοτρόπως λαβών την απόδειξιν ανήλθεν εις το δικαστήριον του ηγεμόνος, μετά του προειρημένου εξαδέλφου του. Ουδείς δε ημπόδισεν αυτόν, εκ τόσου πλήθους λαού, ούτε καν ηρώτησε τι ήθελε, διότι έτυχε την ημέραν εκείνην να γίνεται συνέλευσις και δια τούτο παρευρέθησαν εκεί όλοι οι έγκριτοι της Πελοποννήσου, Αρχιερείς και πάντες οι προεστώτες των επαρχιών και χωρίων, επειδή τότε οι Αγαρηνοί είχον λάβει υποψίαν επαναστάσεως τινός. Εις δε των παρευρεθέντων εκεί τότε, συγγενής του Γέροντος Τιμοθέου, ήκουσε τους λόγους του Οσιοάθλου Παύλου και ιδίοις οφθαλμοίς είδε το λαμπρόν Μαρτύριον αυτού διηγήθη δε πάντα ταύτα εις τον Τιμόθεον, απελθόντα μετέπειτα εις Πελοπόννησον, κατά τον καιρόν της Ελληνικής Επαναστάσεως. Αναβάς λοιπόν, ως προείπομεν, εις το δικαστήριον ο γενναίος του Χριστού Αθλητής, παρουσιάσθη αφόβως έμπροσθεν του ηγεμόνος και έδωκεν εις χείρας του την απόδειξιν. Αναγνώσας δε ο ηγεμών είπεν εις τον Μάρτυρα· «Και ποίος είναι ο αντίδικός σου; Ας έλθη εδώ». Απεκρίθη τότε ο Μάρτυς· «Συ ο ίδιος». Λέγει ο ηγεμών· «Εγώ ουδέποτε σε είδον». Πληρωθείς τότε πίστεως και Πνεύματος Αγίου ο Μάρτυς, είπε· «Πριν από σε, ήτο άλλος, όστις με ηπάτησε και αρπάσας την αληθινήν παρακαταθήκην μου μου έδωσε ταύτην την ψευδή του Μωάμεθ, του ψεύστου, του απατεώνος, του λαοπλάνου, του ασεβούς». Τότε ο ηγεμών έκπληκτος είπεν εις τον Μάρτυρα· «Έχε τον νουν σου και ομολόγησον την πίστιν την οποίαν εδέχθης χωρίς να σε βιάση ουδείς, διότι άλλως θα σε κατακαύσω ζωντανόν». Όμως ο Μάρτυς απεκρίθη· «Εάν και μυρίους ακόμη θανάτους μου δώσης, δεν θέλω αρνηθή ποτέ την αληθή Πίστιν μου. Σεις είσθε ακάθαρτοι και άσωτοι. Διότι ποίαν καθαρότητα έχετε δια να αναγκάζετε ημάς να έλθωμεν εις την ιδικήν σας ασέβειαν και να αρνηθώμεν την αληθή, αμώμητον και αγίαν Πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»; Μετά δε τους λόγους τούτους, σταθείς ο Μάρτυς έμπροσθεν πάντων, εκήρυττε μετά μεγάλης παρρησίας την Θεότητα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και την ένσαρκον επί της γης Αυτού παρουσίαν, την εκ της Παρθένου Μαρίας άσπορον Γέννησιν, τα άπειρα και εξαίσια θαύματα τα οποία ετέλεσεν εν πάση τη αγιωτάτη Αυτού ζωή, τον Σταυρικόν θάνατον τον οποίον υπέστη υπέρ της σωτηρίας του γένους των ανθρώπων, την ένδοξον Ανάστασιν και την εις ουρανούς Ανάληψιν. Τότε οι παρευρεθέντες εκεί Χριστιανοί, ακούοντες τους ιερούς τούτους λόγους του Μάρτυρος και γνωρίζοντες ότι είναι αγράμματος εθαύμασαν και, ως δι’ ενός στόματος, είπον· «Τω όντι και εις τούτον τον νεώτερον Μάρτυρα, καθώς και εις τους παλαιούς, επληρώθη το ιερόν λόγιον του Κυρίου· «Εγώ γαρ δώσω υμίν στόμα και σοφίαν η ου δυνήσονται αντειπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν» (Λουκ. κα: 15). Οι δε Αγαρηνοί ώρμησαν ομοθυμαδόν δια να ξεσχίσουν το άκακον αρνίον του Χριστού, εάν ήτο δυνατόν, με τους όνυχάς των, ως πάλαι οι Ιουδαίοι οι λιθοβολήσαντες τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον. Μετά δε ταύτα, δοκιμάσας αυτόν ο ηγεμών με διαφόρους τρόπους και εννοήσας το αμετάθετον της γνώμης του, εξέδωκεν ευθύς την απόφασιν να τον καύσουν. Τινές όμως των Αγαρηνών ηναντιώθησαν, δια να μη έχουν έπειτα οι Χριστιανοί τα εναπομείναντα εκ των λειψάνων του και τον τιμούν ως Άγιον. Ένεκα τούτου έδωσε δευτέραν απόφασιν ο ηγεμών: Να καρατομήσουν αυτόν δια τριών ξιφισμών προς περισσοτέραν βάσανον. Τότε οι υπηρέται του τυράννου, παραλαβόντες τον Μάρτυρα, εξέβαλον του δικαστηρίου και τύπτοντες και μαστιγουντες αυτόν, έφερον εις τον ορισθέντα τόπον της καταδίκης. Εκεί ο γενναίος του Χριστού Μάρτυς, γονυπετήσας και υψώσας τον νουν προς τον ουρανόν, προσηυχήθη προς τον εν Τριάδι Θεόν ημών. Έπειτα είπε προς τον δήμιον, θαρρύνων αυτόν· «Τώρα θέλω ίδει αν είσαι ανδρείος, καθώς λέγεις». Εκείνος δε επαρθείς εκ του λόγου του Αγίου, απέτεμε την ιεράν αυτού κεφαλήν δι’ ενός μόνον κτυπήματος αντί να τελειώση αυτόν δια τριών, ως είχε προσταχθή. Ούτως έλαβεν ο αοίδιμος τον αμάραντον στέφανον του Μαρτυρίου και απήλθεν η μακαρία αυτού ψυχή προς ον επόθησε Σωτήρα Χριστόν τον Θεόν ημών, ίνα αγάλλεται μετά του συνωνύμου αυτού, του σκεύους της εκλογής, Παύλου του Αποστόλου και των λοιπών Οσίων και Μαρτύρων, πρεσβεύων υπέρ ημών προς Κύριον. Το δε τίμιον αυτού Λείψανον έμεινε τρεις ημέρας ερριμμένον εις τον τόπον όπου ετελειώθη, προστάξαντος του δυσσεβούς τυράννου, ότι, όστις θα επλησίαζεν ή θα ελάμβανε μέρος εξ αυτού ή μέρος των ιματίων του ή αίμα, να τιμωρήται δια θανάτου. Ως εκ τούτου ουδείς των Χριστιανών ετόλμα ούτε καν να διέλθη εκείθεν, επειδή είχε διατάξει και στρατιώτας να φυλάττουν, μήπως τις εκ των Χριστιανών κλέψη το άγιον αυτού Λείψανον. Αλλ’ όμως ο αντιδοξάζων τους Αυτόν δοξάζοντας Κύριος, εδόξασε και τον Μάρτυρα Αυτού. Διότι την νύκτα εφαίνετο άγιον φως, ως φλοξ πυρός, άνωθεν του ιερού Λειψάνου του θείου Μάρτυρος, οι δε μιαροί υπηρέται του αντιχρίστου Μωάμεθ έλεγον· «Βλέπετε; Επειδή δεν εδέχθη την πίστιν μας, ο Θεός έρριψε πυρ δια να τον κατακαύση». Μετά δε την τρίτην ημέραν έρριψαν το τίμιον αυτού Λείψανον εις τον τόπον των ακαθαρσιών του οίκου του ηγεμόνος, προστάξαντος τούτο, ίνα μη το εύρουν οι Χριστιανοί και το έχουν δι’ Άγιον. Έμεινε δε εκεί εις τον ακάθαρτον τόπον επί είκοσιν ημέρας. Μαθόντες τούτο οι Χριστιανοί, μεγάλως ελυπήθησαν. Όμως δύο φίλοι του Αγίου εσκέφθησαν να κάμωσι κάθε τρόπον δια να εκβάλωσι το άγιον Λείψανον από εκείνον τον άτιμον και ακάθαρτον τόπον και να ενταφιάσουν αυτό εντίμως εις τόπον καθαρόν και επίσημον. Εις λοιπόν εξ αυτών, λαβών ένα κάλαθον, περιήρχετο το μέρος εκείνο, ως έχων υπηρεσίαν τινά δια την εργασίαν των δερμάτων. Ούτος ηρεύνα μήπως ίδη τι σημείον του Λειψάνου. Ερευνών δε και περιεργαζόμενος, είδεν εκ μιάς οπής ολίγον έξω τον πόδα του Αγίου και απελθών, χαίρων ανήγγειλε τούτο εις τον αναμένοντα φίλον του. Όθεν ελθόντες, νύκτα βαθείαν, εμεγέθυναν την οπήν και ούτως εξέβαλον το τίμιον Λείψανον. Όμως δεν εύρον την αγίαν αυτού Κάραν, επειδή είχε πέσει παράμερα και από τον φόβον των δεν ηρεύνησαν τότε. Την δε επομένην ημέραν, περιερχόμενος και ερευνών ο προρρηθείς φίλος του Αγίου, είδε και την αγίαν Κάραν και ούτω την νύκτα, ελθόντες αμφότεροι, παρέλαβον και πλύναντες το τίμιον Λείψανον ενεταφίασαν ομού μετά της αγίας Κάρας εις τόπον καθαρόν και επίσημον, εις την Ιεράν Μονήν του Αγίου Νικολάου, επιλεγομένην Βάρσαις, απέχουσαν από την Τρίπολιν έως δύο ώρας. Εις δόξαν τιμήν και προσκύνησιν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος της Παναγίας Τριάδος, του Ενός και μόνου Θεού του δοξαζομένου εν τοις Αγίοις Αυτού και αντιδοξάσαντος τον δοξάσαντα αυτόν νέον Οσιόαθλον Παύλον, τον γνήσιον αυτού Μάρτυρα. Ου ταις ευπροσδέκτοις αγίαις πρεσβείαις λυτρούμενοι της ατελευτήτου κολάσεως, τύχοιμεν της αιωνίου Βασιλείαις των ουρανών. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου