Ἐάν ὑπάρχει καί ἐπιζεῖ
μιά ἀπαίσια καί τραγική μορφή στήν ἱστορία τοῦ κόσμου, αὐτή ἡ τρομακτική μορφή
εἶναι σίγουρα, ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης. (Τό ὄνομά του δείχνει τήν καταγωγή του,
καί σημαίνει: ἀπό τήν Καριώθ). Ἰούδας! Ὄνομα συνώνυμο τῆς προδοσίας. Τό ἀρχέτυπο
τῆς πιό ἐπαίσχυντης πράξης στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Ἡ πιό προσβλητική λέξη
στά στόματα τῶν ἀνθρώπων–κι αὐτῶν ἀκόμα τῶν παιδιῶν–ὅταν προφέρεται σάν ὕβρις:
«Ἰούδα»! Ὄνομα καί πρόσωπο, πού προκαλεῖ ἀποστροφή καί ἀπέχθεια. Κι αὐτοί ἀκόμα
οἱ ἱεροί εὐαγγελιστές, δέν ἀσχολοῦνται καθόλου μέ τό πρόσωπό του. Ἀκόμα καί γιά
τήν προδοσία του, σημειώνουν πολύ λίγες λέξεις. Ὁ μέν Ματθαῖος γράφει:
«Τότε πορευθείς εἷς τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Ἰούδας Ἰσκαριώτης, πρός τούς ἀρχιερεῖς εἶπε· τί θέλετέ μοι δοῦναι, καί ἐγώ ὑμᾶς παραδώσω αὐτόν; Οἱ δέ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια. Καί ἀπό τότε ἐζήτει εὐκαιρίαν ἵνα αὐτόν παραδῶ» (ΙΣΤ΄ 14 – 16). Ὁ δέ Ἰωάννης, τόν ἀναφέρει μόνο σ’ ἕνα στίχο: «Καί δείπνου γενομένου, τοῦ διαβόλου ἤδη βεβληκότος εἰς τήν καρδίαν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου ἵνα αὐτόν παραδῶ...» (ΙΓ΄ 2). Τίς μεγάλες καί ἄξιες μορφές τῆς ἱστορίας καί τῆς ἁγιότητας, ὅσο περισσότερα λές, τόσο καί σέ διδάσκουν. Ἀλλά μορφές σκοτεινές καί ὄργανα τοῦ διαβόλου, πού πρόδωσαν πρῶτα, τόσο βέβηλα, τόν ἑαυτό τους, δέν ἔχεις δύναμη καί κουράγιο ν’ ἀσχολεῖσαι ἀλλά καί τί νά πεῖς; «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος στρέψει τό πρόσωπό του στό Θεό, ὅλοι οἱ δρόμοι ὁδηγοῦν σ’ Αὐτόν. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποστρέψει τό πρόσωπό του ἀπό τόν Θεό, ὅλοι οἱ δρόμοι ὁδηγοῦν στήν καταστροφή», στοχάζεται ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς. Ὅσο ὁ Ἰούδας ἤτανε κοντά στόν Ἰησοῦ –ἀπόστολος καί μαθητής του– σίγουρα καί θαύματα ἔκανε, καί βίωνε μιά καινούργια ζωή. Προδίδοντας ὅμως, καί ἐγκαταλείποντας τόν Ἰησοῦ, ὁδηγήθηκε στό θάνατο καί τήν καταστροφή. Ἕνα θάνατο ἀπαίσιο καί μιά ἀπώλεια ἀτέρμονη. Γιαυτό καί ἔλαβε τήν ἐπωνυμία «υἱός τῆς ἀπωλείας». Ἕνα μοναδικό χαρακτηρισμό αἰσχύνης καί καταισχύνης, γιά τήν πράξη του, πού μόνο ὁ Ἀντίχριστος θά τόν ἔχει. Κατά τό λόγο τοῦ ἀπ. Παύλου, προτοῦ ἔλθει ὁ Ἀντίχριστος, «ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ ἀντικείμενος καί ὑπεραιρόμενος ἐπί πάντα λεγόμενον θεόν ἤ σέβασμα», θά προηγηθεῖ ἡ ἀποστασία (Β΄Θεσ. Β΄ 3 – 4). Ὁ προδότης—εἴτε εἶναι Ἰούδας, εἴτε Ἀντίχριστος— ἦταν παιδιά τοῦ Θεοῦ, πού ἔγιναν μέ τή θέλησή τους, τέκνα καί ὄργανα τοῦ Διαβόλου. Γιατί, καί ὁ Ἀντίχριστος δέν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Διάβολος, ἀλλ’ ὁ κατεξοχήν φορέας τοῦ Διαβόλου. Πόσο φοβερό πρᾶγμα εἶναι ἡ ἁμαρτία! Τόν ἄνθρωπο τόν κάμνει διάβολο. Τό παιδί τοῦ Θεοῦ τόν μεταβάλλει σέ «υἱό τῆς ἀπωλείας». Τόν ἥρωα τόν κάμνει λιποτάκτη. Τόν ἅγιο τόν ἀπεργάζεται σέ διαφθορέα. Τόν πιστό τόν ὁδηγεῖ στήν ἀπιστία. Τόν εὐσεβῆ τόν διαστρέφει καί τόν μετατρέπει σέ βλάσφημο καί ὑβριστή... «Ὁ Θεός καί ἡ ἁμαρτία κείτονται σέ δύο ἀντίθετες πλευρές. Κανείς δέν μπορεῖ νά γυρίσει τό πρόσωπο πρός τόν Θεό, ἐάν πρῶτα δέν γυρίσει τήν πλάτη στήν ἁμαρτία. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει τόν Θεό, ἐάν πρῶτα δέν μισήσει τήν ἁμαρτία», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς. Βέβαια, λέγοντας πώς, ἡ ἁμαρτία τόν ἄνθρωπο τόν κάμνει διάβολο, ἐννοοῦμε τή συνειδητή καί δίχως μετάνοια, ἁμαρτία. Διότι, κατά τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Θεολόγο, ὑπάρχουν «ἁμαρτίαι μή πρός θάνατον», σ’ ἀντίθεση μέ αὐτές, πού δέν ὑπάρχει περιθώριο μετάνοιας. Στίς μέρες μας ξαναζεῖ ἡ προδοσία. Ξαναζεῖ ἡ ἀποστασία καί ἡ διαφθορά τῆς Ρώμης, τῆς Νινευΐ, τῆς Βαβυλώνας... Ξαναζεῖ τοῦ Χριστοῦ ἡ προδοσία στά πρόσωπα «ἐχθίστων ἀποστατῶν» κι ἄς μή ἔχουν τό ὄνομα τοῦ Ἰούδα. Ἔχουν, ὡστόσο, τή γνώμη καί τήν πρόθεση τοῦ Ἰούδα. Ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα ξαναζεῖ στά πρόσωπα τῶν αἱρετικῶν, τῶν ὑβριστῶν τοῦ Χριστοῦ, τῶν ἀρνητῶν τῆς θεότητός Του, τῶν ἀπίστων καί ἀθέων, τῶν ἀποκρυφιστῶν, τῶν ψευδοδιδασκάλων, τῶν πονηρῶν καί ἀσεβῶν, τῶν θεομάχων καί ἐκκλησιομάχων, τῶν πονηρῶν καί ὑποκριτῶν, τῶν βλάσφημων καί εἰκονοκλαστῶν, τῶν μάγων καί σατανιστῶν, τῶν ἀκόλαστων καί ἀμετανόητων σοδομιτῶν, τῶν περιφρονητῶν τοῦ Σταυροῦ καί ἐκείνων, πού ξανασταυρώνουν τόν Κύριο, τῶν νεοειδωλολατρῶν καί παγανιστῶν, τῶν ἱερόσυλων καί ἐμπρηστῶν ἱερῶν ναῶν, τῶν κλεπτῶν ἱερῶν εἰκόνων καί κειμηλίων, τῶν ἀρνητῶν καί πολεμίων τοῦ ἱεροῦ Κλήρου καί κάθε ἐκκλησιαστικῆς παρουσίας καί τελετῆς... Οὔτε ἀριθμοῦνται, οὔτε ταξινομοῦνται οἱ προδότες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς πίστης. Εἶναι τόσοι, ὅσοι εἶναι καί οἱ χλιαροί, τούς ὁποίους «ἐμέσει» κάποτε, ὁ Θεός. Εἶναι οἱ ἀνεπιθύμητοι. Οἱ δικοί Του θά εἶναι, γιά πάντα λίγοι. Ἀλλά, «μή φοβοῦ τό μικρόν ποίμνιον». Οἱ ἐκλεκτοί γράφουν τήν ὡραιότερη ἱστορία τοῦ κόσμου. Ὅσοι Τόν ὁμολογοῦν, θά τούς ὁμολογήσει καί θά τούς δώσει τήν αἰώνια δόξα. «Ὁ τό πρέπον μή προδιδούς, οὐδεπώποτε ὑπό τῆς θείας συμμαχίας προδοθήσεται», λέγει ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης. Οὐδέποτε θά προδοθεῖ ἀπό τή θεία δικαιοσύνη, ἐκεῖνος πού δέν πρόδωσε ἐκεῖνα πού πιστεύει. Ἀσφαλῶς. Γιατί τά βραβεῖα ἀνήκουν στούς νικητές. Στούς «πιστούς ἄχρι θανάτου». Ποτέ στούς λιποτάκτες καί ἀρνητές.
«Τότε πορευθείς εἷς τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Ἰούδας Ἰσκαριώτης, πρός τούς ἀρχιερεῖς εἶπε· τί θέλετέ μοι δοῦναι, καί ἐγώ ὑμᾶς παραδώσω αὐτόν; Οἱ δέ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια. Καί ἀπό τότε ἐζήτει εὐκαιρίαν ἵνα αὐτόν παραδῶ» (ΙΣΤ΄ 14 – 16). Ὁ δέ Ἰωάννης, τόν ἀναφέρει μόνο σ’ ἕνα στίχο: «Καί δείπνου γενομένου, τοῦ διαβόλου ἤδη βεβληκότος εἰς τήν καρδίαν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου ἵνα αὐτόν παραδῶ...» (ΙΓ΄ 2). Τίς μεγάλες καί ἄξιες μορφές τῆς ἱστορίας καί τῆς ἁγιότητας, ὅσο περισσότερα λές, τόσο καί σέ διδάσκουν. Ἀλλά μορφές σκοτεινές καί ὄργανα τοῦ διαβόλου, πού πρόδωσαν πρῶτα, τόσο βέβηλα, τόν ἑαυτό τους, δέν ἔχεις δύναμη καί κουράγιο ν’ ἀσχολεῖσαι ἀλλά καί τί νά πεῖς; «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος στρέψει τό πρόσωπό του στό Θεό, ὅλοι οἱ δρόμοι ὁδηγοῦν σ’ Αὐτόν. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποστρέψει τό πρόσωπό του ἀπό τόν Θεό, ὅλοι οἱ δρόμοι ὁδηγοῦν στήν καταστροφή», στοχάζεται ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς. Ὅσο ὁ Ἰούδας ἤτανε κοντά στόν Ἰησοῦ –ἀπόστολος καί μαθητής του– σίγουρα καί θαύματα ἔκανε, καί βίωνε μιά καινούργια ζωή. Προδίδοντας ὅμως, καί ἐγκαταλείποντας τόν Ἰησοῦ, ὁδηγήθηκε στό θάνατο καί τήν καταστροφή. Ἕνα θάνατο ἀπαίσιο καί μιά ἀπώλεια ἀτέρμονη. Γιαυτό καί ἔλαβε τήν ἐπωνυμία «υἱός τῆς ἀπωλείας». Ἕνα μοναδικό χαρακτηρισμό αἰσχύνης καί καταισχύνης, γιά τήν πράξη του, πού μόνο ὁ Ἀντίχριστος θά τόν ἔχει. Κατά τό λόγο τοῦ ἀπ. Παύλου, προτοῦ ἔλθει ὁ Ἀντίχριστος, «ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ ἀντικείμενος καί ὑπεραιρόμενος ἐπί πάντα λεγόμενον θεόν ἤ σέβασμα», θά προηγηθεῖ ἡ ἀποστασία (Β΄Θεσ. Β΄ 3 – 4). Ὁ προδότης—εἴτε εἶναι Ἰούδας, εἴτε Ἀντίχριστος— ἦταν παιδιά τοῦ Θεοῦ, πού ἔγιναν μέ τή θέλησή τους, τέκνα καί ὄργανα τοῦ Διαβόλου. Γιατί, καί ὁ Ἀντίχριστος δέν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Διάβολος, ἀλλ’ ὁ κατεξοχήν φορέας τοῦ Διαβόλου. Πόσο φοβερό πρᾶγμα εἶναι ἡ ἁμαρτία! Τόν ἄνθρωπο τόν κάμνει διάβολο. Τό παιδί τοῦ Θεοῦ τόν μεταβάλλει σέ «υἱό τῆς ἀπωλείας». Τόν ἥρωα τόν κάμνει λιποτάκτη. Τόν ἅγιο τόν ἀπεργάζεται σέ διαφθορέα. Τόν πιστό τόν ὁδηγεῖ στήν ἀπιστία. Τόν εὐσεβῆ τόν διαστρέφει καί τόν μετατρέπει σέ βλάσφημο καί ὑβριστή... «Ὁ Θεός καί ἡ ἁμαρτία κείτονται σέ δύο ἀντίθετες πλευρές. Κανείς δέν μπορεῖ νά γυρίσει τό πρόσωπο πρός τόν Θεό, ἐάν πρῶτα δέν γυρίσει τήν πλάτη στήν ἁμαρτία. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει τόν Θεό, ἐάν πρῶτα δέν μισήσει τήν ἁμαρτία», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς. Βέβαια, λέγοντας πώς, ἡ ἁμαρτία τόν ἄνθρωπο τόν κάμνει διάβολο, ἐννοοῦμε τή συνειδητή καί δίχως μετάνοια, ἁμαρτία. Διότι, κατά τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Θεολόγο, ὑπάρχουν «ἁμαρτίαι μή πρός θάνατον», σ’ ἀντίθεση μέ αὐτές, πού δέν ὑπάρχει περιθώριο μετάνοιας. Στίς μέρες μας ξαναζεῖ ἡ προδοσία. Ξαναζεῖ ἡ ἀποστασία καί ἡ διαφθορά τῆς Ρώμης, τῆς Νινευΐ, τῆς Βαβυλώνας... Ξαναζεῖ τοῦ Χριστοῦ ἡ προδοσία στά πρόσωπα «ἐχθίστων ἀποστατῶν» κι ἄς μή ἔχουν τό ὄνομα τοῦ Ἰούδα. Ἔχουν, ὡστόσο, τή γνώμη καί τήν πρόθεση τοῦ Ἰούδα. Ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα ξαναζεῖ στά πρόσωπα τῶν αἱρετικῶν, τῶν ὑβριστῶν τοῦ Χριστοῦ, τῶν ἀρνητῶν τῆς θεότητός Του, τῶν ἀπίστων καί ἀθέων, τῶν ἀποκρυφιστῶν, τῶν ψευδοδιδασκάλων, τῶν πονηρῶν καί ἀσεβῶν, τῶν θεομάχων καί ἐκκλησιομάχων, τῶν πονηρῶν καί ὑποκριτῶν, τῶν βλάσφημων καί εἰκονοκλαστῶν, τῶν μάγων καί σατανιστῶν, τῶν ἀκόλαστων καί ἀμετανόητων σοδομιτῶν, τῶν περιφρονητῶν τοῦ Σταυροῦ καί ἐκείνων, πού ξανασταυρώνουν τόν Κύριο, τῶν νεοειδωλολατρῶν καί παγανιστῶν, τῶν ἱερόσυλων καί ἐμπρηστῶν ἱερῶν ναῶν, τῶν κλεπτῶν ἱερῶν εἰκόνων καί κειμηλίων, τῶν ἀρνητῶν καί πολεμίων τοῦ ἱεροῦ Κλήρου καί κάθε ἐκκλησιαστικῆς παρουσίας καί τελετῆς... Οὔτε ἀριθμοῦνται, οὔτε ταξινομοῦνται οἱ προδότες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς πίστης. Εἶναι τόσοι, ὅσοι εἶναι καί οἱ χλιαροί, τούς ὁποίους «ἐμέσει» κάποτε, ὁ Θεός. Εἶναι οἱ ἀνεπιθύμητοι. Οἱ δικοί Του θά εἶναι, γιά πάντα λίγοι. Ἀλλά, «μή φοβοῦ τό μικρόν ποίμνιον». Οἱ ἐκλεκτοί γράφουν τήν ὡραιότερη ἱστορία τοῦ κόσμου. Ὅσοι Τόν ὁμολογοῦν, θά τούς ὁμολογήσει καί θά τούς δώσει τήν αἰώνια δόξα. «Ὁ τό πρέπον μή προδιδούς, οὐδεπώποτε ὑπό τῆς θείας συμμαχίας προδοθήσεται», λέγει ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης. Οὐδέποτε θά προδοθεῖ ἀπό τή θεία δικαιοσύνη, ἐκεῖνος πού δέν πρόδωσε ἐκεῖνα πού πιστεύει. Ἀσφαλῶς. Γιατί τά βραβεῖα ἀνήκουν στούς νικητές. Στούς «πιστούς ἄχρι θανάτου». Ποτέ στούς λιποτάκτες καί ἀρνητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου