Ιερεμίας, ο
θαυμάσιος του Κυρίου Προφήτης, ήτο ηγιασμένος εκ κοιλίας μητρός του, διότι ούτω
λέγει περί αυτού ο Θεός· «Προ του με πλάσαι σε εν
κοιλία, επίσταμαί σε και προ του σε εξελθείν εκ μήτρας, ηγίακά σε, Προφήτην εις
έθνη τέθεικά σε» (Ιερεμ. α: 5)· κατήγετο δε εκ της Αναθώθ και ήκμασε χκ΄ (620)
έτη προ Χριστού.
Ούτος ο Άγιος Προφήτης μετά την άλωσιν της Ιερουσαλήμ υπό του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως της Βαβυλώνος, κατήλθεν εις τας Τάφνας της Αιγύπτου, τας ελληνιστί ονομαζομένας Δάφνας και εκεί, προφητεύων, ελιθοβολήθη υπό του λαού του Ισραήλ, του καταφυγόντος εις Αίγυπτον, αποθανών δε ενεταφιάσθη εις τον τόπον του παλατίου του βασιλέως Φαραώ, οπότε οι Αιγύπτιοι εδόξασαν και ετίμησαν αυτόν, διότι ευηργετήθησαν παρ’ αυτού, επειδή, δια προσευχής του, ενεκρώθησαν αι ασπίδες, αι οποίαι εξωλόθρευον τους Αιγυπτίους, καθώς ενεκρώθησαν επίσης και τα θηρία, τα οποία ευρίσκονται εντός των υδάτων της Αιγύπτου και τα οποία οι μεν Αιγύπτιοι ονομάζουσιν εφώθ, οι δε Έλληνες κροκοδείλους. Εκ τούτου, όσοι Χριστιανοί ευρίσκονται μέχρι σήμερον εις τον τόπον εκείνον, προσερχόμενοι λαμβάνουν χώμα εκ του τάφου του Προφήτου και ιατρεύουν δι’ αυτού τα δήγματα των ασπίδων. Λέγεται δε ότι και ο βασιλεύς Αλέξανδρος επεσκέφθη τον τάφον του Ιερεμίου και μαθών τα περί αυτού, μετέφερε τα Λείψανά του εκ της Αιγύπτου εις την υπ’ αυτού κτισθείσαν πόλιν της Αλεξανδρείας, τα οποια κατέσπειρε πέριξ και εις όλα τα σημεία της πόλεως· δια δε τούτων εδίωξε μεν εκείθεν τας ασπίδας, αλλά μετέφερεν αντί εκείνων τους όφεις, οι οποίοι ονομάζονται αργαλοί και τους οποίους έφερεν εκ του Άργους, εξ ου και την επωνυμίαν ταύτην έλαβον. Είπε δε ο Ιερεμίας εις τους Ιερείς της Αιγύπτου, ότι μέλλει να γίνη σημείον, ήτοι ότι μέλλουν να σεισθούν τα είδωλα της Αιγύπτου και να πέσουν κατά γης υπό ενός Σωτήρος Παιδίου, το οποίον μέλλει να γεννηθή υπό Παρθένου εντός φάτνης. Εκ τούτου όθεν οι Αιγύπτιοι θεοποιούν και μέχρι της σήμερον παρθένον λεχώ και θέτοντες βρέφος εντός φάτνης προσκυνούσιν αυτό. Δια τούτο και όταν ο βασιλεύς Πτολεμαίος ηρώτησεν αυτούς διατί κάμνουσιν τούτο, απεκρίθησαν, ότι το μυστήριον τούτο είναι πατροπαράδοτον εις αυτούς, διότι παρέδωκεν αυτό εις τους Πατέρας των Προφήτης Όσιος· όθεν, προσέθετον, προσμένομεν να εκπληρωθή τούτο δια των έργων. Λέγεται δε περί του Προφήτου τούτου, ότι πριν ή καή ο Ναός των Ιεροσολύμων υπό του Ναβουζαρδάν, του αρχιμαγείρου του Ναβουχοδονόσορος, έλαβε την Κιβωτόν του Νόμου και τα εν τη Κιβωτώ Άγια και επεμελήθη να τεθώσιν υπό πέτραν, ειπών εις τους παρεστώτας· «Ο Κύριος απεδήμησεν από του Σινά εις τον ουρανόν και πάλιν θέλει έλθει εις το Σινά με δύναμιν και θέλει δοθή εις υμάς, τους εις Αυτόν πιστεύοντας, ως σημείον της παρουσίας του, το ότι τα έθνη πάντα θα προσκυνήσωσι Ξύλον». Είπε δε και τούτο: ότι την Κιβωτόν ταύτην και τας εν αυτή πλάκας ουδείς θέλει εκβάλει εκ της γης, ει μη ο Ααρών, ουδέ θέλει ανοίξει τις αυτήν, ούτε Ιερεύς, ούτε Προφήτης, ει μη ο Μωϋσής, ο εκλεκτός του Θεού. Εις δε την κοινήν Ανάστασιν, πρώτη θέλει αναστηυή η Κιβωτός και αφού αποκαλυφθή εκ της γης, θέλει αποτεθή εις το όρος Σινά και όλοι οι Άγιοι θέλουν συναχθή εις αυτήν, όσοι προσμένουν να έλθη ο Κύριος και όσοι φεύγουν τον εχθρόν διάβολον, τον επιθυμούντα να θανατώση αυτούς. Επί της πέτρας δε εκείνης, ήτις εδέχθη την Κιβωτόν, έγραψεν ο Ιερεμίας δια του δακτύλου του το φοβερόν όνομα του Θεού, ήτοι το Ιεχωβά και έγιναν τα γράμματα εκείνα ως να εγλύφησαν με σμίλην και σίδηρον και ευθύς νεφέλη φωτεινή επεσκίασε το όνομα εκείνο και ουδείς θέλει μάθει τον τόπον τούτον, ουδέ θέλει δυνηθή να αναγνώση το του Θεού όνομα μέχρι της ημέρας εκείνης. Η πέτρα δε αύτη είναι εις την έρημον, όπου το πρώτον κατεσκευάσθη η Κιβωτός υπό του Βεσελεήλ, μεταξύ των δύο ορέων, εις τα οποία ευρίσκονται τα λείψανα του Μωϋσέως και του Ααρών. Όθεν κατά την νύκτα φαίνεται εις τον τόπον εκείνον ως νεφέλη, κατά τον αρχαίον τύπον, καθώς δηλαδή εφαίνετο νεφέλη εις τους Ισραηλίτας κατά την νύκτα και εφώτιζεν αυτούς. Ήτο δε ο Προφήτης Ιερεμίας γηραλέος κατά τους χρόνους, μικρός κατά το μέγεθος του σώματος, έχων το γένειον άνω πλατύ και κάτω στενόν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον Ναόν του Αγίου Αποστόλου Πέτρου, τον ευρισκόμενον πλησίον της αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας.
Ούτος ο Άγιος Προφήτης μετά την άλωσιν της Ιερουσαλήμ υπό του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως της Βαβυλώνος, κατήλθεν εις τας Τάφνας της Αιγύπτου, τας ελληνιστί ονομαζομένας Δάφνας και εκεί, προφητεύων, ελιθοβολήθη υπό του λαού του Ισραήλ, του καταφυγόντος εις Αίγυπτον, αποθανών δε ενεταφιάσθη εις τον τόπον του παλατίου του βασιλέως Φαραώ, οπότε οι Αιγύπτιοι εδόξασαν και ετίμησαν αυτόν, διότι ευηργετήθησαν παρ’ αυτού, επειδή, δια προσευχής του, ενεκρώθησαν αι ασπίδες, αι οποίαι εξωλόθρευον τους Αιγυπτίους, καθώς ενεκρώθησαν επίσης και τα θηρία, τα οποία ευρίσκονται εντός των υδάτων της Αιγύπτου και τα οποία οι μεν Αιγύπτιοι ονομάζουσιν εφώθ, οι δε Έλληνες κροκοδείλους. Εκ τούτου, όσοι Χριστιανοί ευρίσκονται μέχρι σήμερον εις τον τόπον εκείνον, προσερχόμενοι λαμβάνουν χώμα εκ του τάφου του Προφήτου και ιατρεύουν δι’ αυτού τα δήγματα των ασπίδων. Λέγεται δε ότι και ο βασιλεύς Αλέξανδρος επεσκέφθη τον τάφον του Ιερεμίου και μαθών τα περί αυτού, μετέφερε τα Λείψανά του εκ της Αιγύπτου εις την υπ’ αυτού κτισθείσαν πόλιν της Αλεξανδρείας, τα οποια κατέσπειρε πέριξ και εις όλα τα σημεία της πόλεως· δια δε τούτων εδίωξε μεν εκείθεν τας ασπίδας, αλλά μετέφερεν αντί εκείνων τους όφεις, οι οποίοι ονομάζονται αργαλοί και τους οποίους έφερεν εκ του Άργους, εξ ου και την επωνυμίαν ταύτην έλαβον. Είπε δε ο Ιερεμίας εις τους Ιερείς της Αιγύπτου, ότι μέλλει να γίνη σημείον, ήτοι ότι μέλλουν να σεισθούν τα είδωλα της Αιγύπτου και να πέσουν κατά γης υπό ενός Σωτήρος Παιδίου, το οποίον μέλλει να γεννηθή υπό Παρθένου εντός φάτνης. Εκ τούτου όθεν οι Αιγύπτιοι θεοποιούν και μέχρι της σήμερον παρθένον λεχώ και θέτοντες βρέφος εντός φάτνης προσκυνούσιν αυτό. Δια τούτο και όταν ο βασιλεύς Πτολεμαίος ηρώτησεν αυτούς διατί κάμνουσιν τούτο, απεκρίθησαν, ότι το μυστήριον τούτο είναι πατροπαράδοτον εις αυτούς, διότι παρέδωκεν αυτό εις τους Πατέρας των Προφήτης Όσιος· όθεν, προσέθετον, προσμένομεν να εκπληρωθή τούτο δια των έργων. Λέγεται δε περί του Προφήτου τούτου, ότι πριν ή καή ο Ναός των Ιεροσολύμων υπό του Ναβουζαρδάν, του αρχιμαγείρου του Ναβουχοδονόσορος, έλαβε την Κιβωτόν του Νόμου και τα εν τη Κιβωτώ Άγια και επεμελήθη να τεθώσιν υπό πέτραν, ειπών εις τους παρεστώτας· «Ο Κύριος απεδήμησεν από του Σινά εις τον ουρανόν και πάλιν θέλει έλθει εις το Σινά με δύναμιν και θέλει δοθή εις υμάς, τους εις Αυτόν πιστεύοντας, ως σημείον της παρουσίας του, το ότι τα έθνη πάντα θα προσκυνήσωσι Ξύλον». Είπε δε και τούτο: ότι την Κιβωτόν ταύτην και τας εν αυτή πλάκας ουδείς θέλει εκβάλει εκ της γης, ει μη ο Ααρών, ουδέ θέλει ανοίξει τις αυτήν, ούτε Ιερεύς, ούτε Προφήτης, ει μη ο Μωϋσής, ο εκλεκτός του Θεού. Εις δε την κοινήν Ανάστασιν, πρώτη θέλει αναστηυή η Κιβωτός και αφού αποκαλυφθή εκ της γης, θέλει αποτεθή εις το όρος Σινά και όλοι οι Άγιοι θέλουν συναχθή εις αυτήν, όσοι προσμένουν να έλθη ο Κύριος και όσοι φεύγουν τον εχθρόν διάβολον, τον επιθυμούντα να θανατώση αυτούς. Επί της πέτρας δε εκείνης, ήτις εδέχθη την Κιβωτόν, έγραψεν ο Ιερεμίας δια του δακτύλου του το φοβερόν όνομα του Θεού, ήτοι το Ιεχωβά και έγιναν τα γράμματα εκείνα ως να εγλύφησαν με σμίλην και σίδηρον και ευθύς νεφέλη φωτεινή επεσκίασε το όνομα εκείνο και ουδείς θέλει μάθει τον τόπον τούτον, ουδέ θέλει δυνηθή να αναγνώση το του Θεού όνομα μέχρι της ημέρας εκείνης. Η πέτρα δε αύτη είναι εις την έρημον, όπου το πρώτον κατεσκευάσθη η Κιβωτός υπό του Βεσελεήλ, μεταξύ των δύο ορέων, εις τα οποία ευρίσκονται τα λείψανα του Μωϋσέως και του Ααρών. Όθεν κατά την νύκτα φαίνεται εις τον τόπον εκείνον ως νεφέλη, κατά τον αρχαίον τύπον, καθώς δηλαδή εφαίνετο νεφέλη εις τους Ισραηλίτας κατά την νύκτα και εφώτιζεν αυτούς. Ήτο δε ο Προφήτης Ιερεμίας γηραλέος κατά τους χρόνους, μικρός κατά το μέγεθος του σώματος, έχων το γένειον άνω πλατύ και κάτω στενόν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον Ναόν του Αγίου Αποστόλου Πέτρου, τον ευρισκόμενον πλησίον της αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου