Το μοναστήρι του Αγίου
Παύλου δεσπόζει μεγαλόπρεπο και επιβλητικό στους πρόποδες του Άθωνα.
Δεν πέρασε καιρός και ο αδελφός αυτός έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι. Ήρθε τότε σε έκσταση και είδε τον σατανά να μαίνεται και να τρίζει τα δόντια του. Αιτία ήταν η κοινοβιοποίηση της μονής και ο φθόνος του για την ψυχική σωτηρία των μοναχών της. Έστηνε λοιπόν παγίδες και βρόγχους, ετοίμαζε σκάνδαλα και ταραχές, για να ταλαιπωρεί τους μοναχούς και να διαλύσει έτσι το κοινόβιο.
Την 31η Δεκεμβρίου 1844, ημέρα των εγκαινίων του καθολικού της μονής, ο ίδιος μοναχός ήταν πάλι βαριά άρρωστος. Κι ενώ βρισκόταν στο κρεβάτι του, είδε σε έκσταση πως ήταν παρών στην εορτή. Είδε όμως και κάτι συγκλονιστικό: Μία σεμνοπρεπέστατη Παρθένο να κάθεται στο ιερό σύνθρονο, μέσα στο άγιο βήμα. Κρατούσε στην αγκαλιά Της ένα Βρέφος που έλαμπε πιο πολύ από τον ήλιο και είχε στα χέρια Του βασιλικό σκήπτρο.
Ώρες-ώρες έβγαινε από το άγιο βήμα και στεκόταν πότε στο δεξιό και πότε στον αριστερό χορό για να ρυθμίζει τους ψάλτες και να ενισχύει τους διακονητές. Άλλοτε πάλι περιερχόταν τον ναό, παρατηρούσε ευχαριστημένη τις κολόνες και τα βάθρα τους, και ύστερα τα στερέωνε, ώστε να μείνουν για πάντα σταθερά. Άλλοτε πάλι μέσα στο ιερό ετοίμαζε κι Αυτή μαζί με τον επίσκοπο και τους ιερείς το μύρο και μίγματα των εγκαινίων. Πρωτοστατούσε και διηύθυνε τα πάντα μέσα στον οίκο Της.
Ένα μήνα πριν από την πανήγυρη της μονής, ο μοναχός που προαναφέραμε ήταν πάλι άρρωστος στο κελί του. Έρχεται τότε για τρίτη φορά σε έκσταση και βλέπει πως βρισκόταν στον ναό και παρακολουθούσε την αγρυπνία. Στην κόγχη του ιερού βήματος, στο σύνθρονο, καθόταν πάλι η Παρθένος με το θείο Βρέφος στην αγκαλιά, στολισμένη με το πορφυρό Της μαφόριο, όπως εικονίζεται στην αγιογραφία. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, έβγαλε το λαμπρό Της μαφόριο, το άφησε πάνω στο ιερό σύνθρονο, κι αφού ευτρέπισε τα χέρια Της για υπηρεσία, βγήκε στον κυρίως ναό. Εκεί άρχισε να ευλογεί τους ιερείς και τους διακόνους, να συντονίζει τους ψάλτες, τους κανονάρχες και τους εκκλησιαστικούς, να δίνει εντολές για τι κάθε τι. Την ώρα της λιτανείας βγήκε έξω από τον ναό, προπορεύθηκε από όσους πήραν μέρος σε αυτήν, έψαλλε και ευφραινόταν μαζί τους. Στη διάρκεια της θείας λειτουργίας, την περισσότερη ώρα βρισκόταν στο ιερό βήμα με τον επίσκοπο και τους ιερείς.
Αργότερα, στην τράπεζα, επιστατούσε τους διακονητές που σερβίριζαν το φαγητό και υπηρετούσε μαζί τους. Παντού διακονούσε με επιμέλεια και ευλογούσε.
Όταν τελείωσε η τράπεζα και βγήκαν οι μοναχοί, βγήκε και η Παρθένος και πήγε στην πύλη της μονής. Εκεί κάθονταν και περίμεναν ελεημοσύνη οι φτωχοί και ζητιάνοι. Η Δέσποινα τους ελέησε και τους ευλόγησε. Και όταν πλησίαζε τους ενάρετους, είχε όψη ιλαρή, ενώ στους ράθυμους και αμελείς έδειχνε σοβαρή και αυστηρή.
Στο μεταξύ οι τραπεζάρηδες κι οι μάγειροι κάθησαν να φάνε. Ανάμεσά τους είδε και τον εαυτό του ο μοναχός που έβλεπε την οπτασία. Αλλά, να, η Κυρία Θεοτόκος ήρθε για να υπηρετήσει κι αυτούς με αγάπη. Τότε μόνο κατάλαβε ότι η γυναίκα που έβλεπε ήταν η ίδια η Παναγία. Σηκώνεται αμέσως, γονατίζει μπροστά Tης, Tην προσκυνά και Tης λέει:
- Δέσποινα Θεοτόκε, δεν πρέπει Eσύ να διακονείς εμένα, αλλά εγώ Eσένα. Εγώ έχω χρέος, ο αχρείος δούλος σου.
Και λέγοντας αυτά πήρε ένα πιάτο, που από νεύση ίσως της Θεοτόκου βρέθηκε εκεί, έβαλε μέσα δυο ψητά ψάρια και πλησίασε κοντά Tης.
- Δέσποινα, ικέτευε, κάθησε μαζί μου να φας.
- Εγώ δεν τρώγω τέτοια τροφή, ούτε ο Υιός μου, απάντησε Eκείνη . Επειδή όμως με κάλεσαν σε αυτή την πανήγυρη, ενδυνάμωσα όσους κοπίασαν και τους βοήθησα στην περιποίηση των ξένων, γιατί έμαθα από τον Υιό μου να δοξάζω όσους με δοξάζουν, να τιμώ όσους με τιμούν και να τους προσφέρω ό,τι με την προσευχή τους μου ζητούν.
Αυτά είπε η Θεοτόκος νουθετώντας τον μοναχό, κι αφού σήκωσε τα άχραντα χέρια Tης ευχήθηκε κι ευλόγησε τη μονή, τον ηγούμενο και τους μοναχούς. Τότε ένα υπερκόσμιο φως ξεχύθηκε και τους περιέλουσε όλους. Αμέσως η Δέσποινα ανελήφθη στον ουρανό και χάθηκε, αφήνοντας στον μοναχό μια θεία αλλοίωση, χαρά και ευφροσύνη.
Το έτος 1839 ήταν πολύ
σημαντικό για τη μονή: Έγινε η μετατροπή της από ιδιόρρυθμη σε κοινοβιακή .
Ακολούθησαν ταραχές και σκάνδαλα . Κάποιος μοναχός αμφέβαλε, αν ήταν ευάρεστη
στον Θεό μια τόσο απότομη μετατροπή. Επιπλέον δεν έβλεπε με καλό μάτι τους
άλλους μοναχούς να ελεούν απλόχερα τους φτωχούς, τη στιγμή που η μονή είχε
μεγάλες ανάγκες και πολλά χρέη.
Η Παναγία όμως θέλησε να διαλύσει τις αμφιβολίες του και να τον πληροφορήσει ότι η κοινοβιοποίηση ήταν θέλημα Θεού και ότι για τις ανάγκες της μονής και των μοναχών προνοεί η Ίδια.
Η Παναγία όμως θέλησε να διαλύσει τις αμφιβολίες του και να τον πληροφορήσει ότι η κοινοβιοποίηση ήταν θέλημα Θεού και ότι για τις ανάγκες της μονής και των μοναχών προνοεί η Ίδια.
Δεν πέρασε καιρός και ο αδελφός αυτός έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι. Ήρθε τότε σε έκσταση και είδε τον σατανά να μαίνεται και να τρίζει τα δόντια του. Αιτία ήταν η κοινοβιοποίηση της μονής και ο φθόνος του για την ψυχική σωτηρία των μοναχών της. Έστηνε λοιπόν παγίδες και βρόγχους, ετοίμαζε σκάνδαλα και ταραχές, για να ταλαιπωρεί τους μοναχούς και να διαλύσει έτσι το κοινόβιο.
Την 31η Δεκεμβρίου 1844, ημέρα των εγκαινίων του καθολικού της μονής, ο ίδιος μοναχός ήταν πάλι βαριά άρρωστος. Κι ενώ βρισκόταν στο κρεβάτι του, είδε σε έκσταση πως ήταν παρών στην εορτή. Είδε όμως και κάτι συγκλονιστικό: Μία σεμνοπρεπέστατη Παρθένο να κάθεται στο ιερό σύνθρονο, μέσα στο άγιο βήμα. Κρατούσε στην αγκαλιά Της ένα Βρέφος που έλαμπε πιο πολύ από τον ήλιο και είχε στα χέρια Του βασιλικό σκήπτρο.
Ώρες-ώρες έβγαινε από το άγιο βήμα και στεκόταν πότε στο δεξιό και πότε στον αριστερό χορό για να ρυθμίζει τους ψάλτες και να ενισχύει τους διακονητές. Άλλοτε πάλι περιερχόταν τον ναό, παρατηρούσε ευχαριστημένη τις κολόνες και τα βάθρα τους, και ύστερα τα στερέωνε, ώστε να μείνουν για πάντα σταθερά. Άλλοτε πάλι μέσα στο ιερό ετοίμαζε κι Αυτή μαζί με τον επίσκοπο και τους ιερείς το μύρο και μίγματα των εγκαινίων. Πρωτοστατούσε και διηύθυνε τα πάντα μέσα στον οίκο Της.
Ένα μήνα πριν από την πανήγυρη της μονής, ο μοναχός που προαναφέραμε ήταν πάλι άρρωστος στο κελί του. Έρχεται τότε για τρίτη φορά σε έκσταση και βλέπει πως βρισκόταν στον ναό και παρακολουθούσε την αγρυπνία. Στην κόγχη του ιερού βήματος, στο σύνθρονο, καθόταν πάλι η Παρθένος με το θείο Βρέφος στην αγκαλιά, στολισμένη με το πορφυρό Της μαφόριο, όπως εικονίζεται στην αγιογραφία. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, έβγαλε το λαμπρό Της μαφόριο, το άφησε πάνω στο ιερό σύνθρονο, κι αφού ευτρέπισε τα χέρια Της για υπηρεσία, βγήκε στον κυρίως ναό. Εκεί άρχισε να ευλογεί τους ιερείς και τους διακόνους, να συντονίζει τους ψάλτες, τους κανονάρχες και τους εκκλησιαστικούς, να δίνει εντολές για τι κάθε τι. Την ώρα της λιτανείας βγήκε έξω από τον ναό, προπορεύθηκε από όσους πήραν μέρος σε αυτήν, έψαλλε και ευφραινόταν μαζί τους. Στη διάρκεια της θείας λειτουργίας, την περισσότερη ώρα βρισκόταν στο ιερό βήμα με τον επίσκοπο και τους ιερείς.
Αργότερα, στην τράπεζα, επιστατούσε τους διακονητές που σερβίριζαν το φαγητό και υπηρετούσε μαζί τους. Παντού διακονούσε με επιμέλεια και ευλογούσε.
Όταν τελείωσε η τράπεζα και βγήκαν οι μοναχοί, βγήκε και η Παρθένος και πήγε στην πύλη της μονής. Εκεί κάθονταν και περίμεναν ελεημοσύνη οι φτωχοί και ζητιάνοι. Η Δέσποινα τους ελέησε και τους ευλόγησε. Και όταν πλησίαζε τους ενάρετους, είχε όψη ιλαρή, ενώ στους ράθυμους και αμελείς έδειχνε σοβαρή και αυστηρή.
Στο μεταξύ οι τραπεζάρηδες κι οι μάγειροι κάθησαν να φάνε. Ανάμεσά τους είδε και τον εαυτό του ο μοναχός που έβλεπε την οπτασία. Αλλά, να, η Κυρία Θεοτόκος ήρθε για να υπηρετήσει κι αυτούς με αγάπη. Τότε μόνο κατάλαβε ότι η γυναίκα που έβλεπε ήταν η ίδια η Παναγία. Σηκώνεται αμέσως, γονατίζει μπροστά Tης, Tην προσκυνά και Tης λέει:
- Δέσποινα Θεοτόκε, δεν πρέπει Eσύ να διακονείς εμένα, αλλά εγώ Eσένα. Εγώ έχω χρέος, ο αχρείος δούλος σου.
Και λέγοντας αυτά πήρε ένα πιάτο, που από νεύση ίσως της Θεοτόκου βρέθηκε εκεί, έβαλε μέσα δυο ψητά ψάρια και πλησίασε κοντά Tης.
- Δέσποινα, ικέτευε, κάθησε μαζί μου να φας.
- Εγώ δεν τρώγω τέτοια τροφή, ούτε ο Υιός μου, απάντησε Eκείνη . Επειδή όμως με κάλεσαν σε αυτή την πανήγυρη, ενδυνάμωσα όσους κοπίασαν και τους βοήθησα στην περιποίηση των ξένων, γιατί έμαθα από τον Υιό μου να δοξάζω όσους με δοξάζουν, να τιμώ όσους με τιμούν και να τους προσφέρω ό,τι με την προσευχή τους μου ζητούν.
Αυτά είπε η Θεοτόκος νουθετώντας τον μοναχό, κι αφού σήκωσε τα άχραντα χέρια Tης ευχήθηκε κι ευλόγησε τη μονή, τον ηγούμενο και τους μοναχούς. Τότε ένα υπερκόσμιο φως ξεχύθηκε και τους περιέλουσε όλους. Αμέσως η Δέσποινα ανελήφθη στον ουρανό και χάθηκε, αφήνοντας στον μοναχό μια θεία αλλοίωση, χαρά και ευφροσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου