«Εάν σιωπήσω τα βάσανα, τα οποία μας έκαμαν οι
μισόχριστοι, ζημιούνται οι φιλόχριστοι. Λοιπόν ας τα είπω με βραχύτητα εις
δόξαν Θεού και πολλών ωφέλειαν, μάλιστα δια να φαίνεται το σαθρόν και αραχνώδες
δόγμα των ασεβών.
Όταν έφθασαν εις την Αφουσίαν οι υπηρέται του βασιλέως, μας ήρπασαν με βίαν πολλήν και ταχύτητα· ερωτώμεν την αιτίαν τούτου. Οι δε έλεγον, ότι δεν εγνώριζον, ειμή μόνον ότι τους προσέταξεν ο βασιλεύς να μας υπάγουν εις το Βυζάντιον τάχιστα· εις το οποίον εφθάσαμεν εις τας οκτώ του Ιουλίου, και μας εφυλάκισαν εις το πραιτώριον. Μετά εξ ημέρας μας εξέβαλεν ο έπαρχος και μας ωδήγησεν εις τον βασιλέα, όστις ήτο πολλά θυμωμένος, πριν δε να ερωτήση ημάς τίποτε, πρόσταξε να μας δείρουν εις τας όψεις, και ούτως εκτύπησαν εις το πρόσωπόν μας τόσα ραπίσματα, ώστε έπεσα εις το υποπόδιον του βασιλέως, μη δυνάμενος να ίσταμαι όρθιος. Τότε μας ηρώτησεν ο βασιλεύς λέγων· «Διατί ήλθετε προς ημάς, αναιδέστατοι»; Ταύτα λέγων μας παρετήρει με βλέμμα άγριον, έχων δε και εις τας χείρας χαρτίον, λέγει προς τον έπαρχον· «Λάβε αυτούς και χάραξε εις τα πρόσωπά των τους στίχους τούτους, έπειτα παράδωσε αυτούς εις δύο Σαρακηνούς, να τους υπάγουν εις την χώραν των», ταύτα δε ειπών ενεχείρισε και το χαρτίον εις τον έπαρχον.
Ήτο δε εκεί πλησίον εκείνος όστις συνέθεσε τους στίχους, Χριστόδουλος καλούμενος, όστις προσετάγη και τους ανέγνωσε να τους ακούσωμεν, ήσαν δε οι στίχοι ούτοι ιαμβικοί· έπειτα γινώσκων ότι είμεθα πεπαιδευμένοι εις τα ποιητικά, είπε προς ημάς ο τύραννος· «Μη στενοχωρείσθε, εάν δεν είναι τόσον καλοί οι στίχοι ούτοι». Έτερος δε τις, δια να φανή ευγνώμων προς αυτόν, απεκρίθη· «Δεν είναι άξιοι δια στίχους καλλιτέρους, δέσποτα». Είναι δε οι στίχοι, τους οποίους εχάραξαν εις τα μέτωπά μας, οι εξής:
Πάντων ποθούντων προστρέχειν προς την πόλιν – Ό του πάναγνοι του Θεού Λόγου πόδες – Έστησαν εις σύστασιν της οικουμένης, - Ώφθησαν ούτοι τω σεβασμίω τόπω – Σκεύη πονηρά δεισιδαίμονος πλάνης, - Εκείσε πολλά λοιπόν εξ απιστίας – Πράξαντες δεινά αισχρά δυσσεβοφρόνως, - Εκείθεν ηλάθησαν ως αποστάται· - Προς την πόλιν δε του κράτους πεφευγότες – Ουκ εξαφήκαν τας αθέσμους μωρίας. – Όθεν γραφέντες ως κακούργοι την θέαν – Κατακρίνονται και διώκονται πάλιν». Αφού μας ανέγνωσαν τους στίχους, προσέταξεν ο βασιλεύς να μας βάλουν εις το πραιτώριον και λαβόντες ημάς εξέβαλον από το παλάτιον, και εις ολίγον διάστημα πάλιν μας επέστρεψαν εις τον βασιλέα, και μας λέγει· «Σεις θέλετε να καυχάσθε, όταν υπάγετε εις τον τόπον σας, ότι με περιεπαίξατε, δια τούτο πρέπει να σας εμπαίξω και εγώ πρότερον». Ταύτα λέγων αυτός, μας εξέδυσαν, και έδειραν πρώτον εμέ εις την ράχιν και εις το στήθος ανηλεώς, διότι ο τύραννος τους ώρκιζε να με τύπτωσι δυνατά και άσπλαγχνα· εγώ δε ώραν πολλήν μαστιγούμενος, εφώναζα λέγων· «Δεν επταίσαμεν εις την βασιλείαν σου·» και πάλιν· «Κύριε ελέησον», και πάλιν· «Κύριε ελέησον, και Αγία Θεοτόκε, βοήθησον». Έπειτα έδερναν και τον αδελφόν μου Θεοφάνην, όστις ομοίως προσηύχετο επικαλούμενος την θείαν βοήθειαν. Αφού λοιπόν μας έδειραν όσον ήθελον, μας έβαλον το εσπέρας εις το πραιτώριον· και μετά ημέρας τέσσαρας έφεραν ημάς εις τον έπαρχον, όστις ηπείλει να μας δώση φρικτά κολαστήρια, έπειτα να χαράξη τους δώδεκα (12) στίχους εις τας όψεις μας και να μας παραδώση εις τους Σαρακηνούς κατά το βασιλικόν πρόσταγμα. Ημείς δε του αποκρινόμεθα ότι είμεθα έτοιμοι να υπομείνωμεν μυρίους θανάτους κάλλιον, παρά να συγκοινωνήσωμεν μετ’ αυτών εις την αίρεσιν, καν τους οφθαλμούς μας εξορύξωσι, καν εις το πυρ μας καύσουν, καν εις άλλην δεινοτέραν μας παραδώσωσι βάσανον. Τότε λοιπόν ιδόντες το αμετάθευον της γνώμης ημών μας εσφράγισαν με το πεπυρωμένον μέταλλον, εις το οποίον ήσαν τυπωμένοι οι άνωθεν ίαμβοι, και ελάβομεν οδύνην ανείκαστον από το δεινόν εκείνο μηχάνημα, διότι είμεθα πρησμένοι και πονεμένοι από τους προηγουμένους δαρμούς και τας μάστιγας. Μας εβασάνιζον δε έως ου ενύκτωσε και έπαυσαν· τότε δε είπομεν προς τον έπαρχον· «Γίνωσκε βέβαια, ότι όταν υπάγωμεν εις τον Παράδεισον και μας ίδωσι τα Χερουβίμ, θέλουν ευλαβηθή τας όψεις μας, και θα μας κάμουν τόπον να εισέλθωμεν ευφραινόμενοι, επειδή άλλος τις ποτέ δεν ηξιώθη ως ημείς να χαράξουν δια τον Δεσπότην Χριστόν την όψιν του». Ημείς μεν εδηλώσαμεν μόνον τα αναγκαιότερα, τα δε λοιπά, όσα συνέβησαν, άλλοι ας τα διηγούνται σαφέστερα, επειδή δεν μας επόμπευσαν εις τόπον απόκρυφον, αλλά φανερά εις το θέατρον, και μας έβλεπον άπαντες, οι οποίοι ας μαρτυρήσουν τα επίλοιπα». Αυτή είναι η επιστολή του Θεοδώρου. Αφού δε τους έδωσαν τοιαύτην τιμωρίαν πρωτοφανή και απάνθρωπον δια την των θείων Εικόνων προσκύνησιν και ενώ έτρεχον ακόμη τα αίματα από τα πρόσωπα αυτών, τους εφυλάκισαν. Έπειτα παρεκίνησεν ο πονηρός Ιωάννης, όστις ήτο τότε Πατριάρχης ανάξιος και τους εξώρισαν εις την Αμάσειαν της Βιθυνίας προστάσσων ο άσπλαγχνος βασιλεύς να μη τους θάψωσι μετά θάνατον, αλλά να μείνουν ούτως εις καταφρόνησιν. Εβασανίζοντο λοιπόν οι μακάριοι εις την δεινήν εκείνην εξορίαν καιρόν πολύν, εναρέτως και ορθοδόξως πολιτευόμενοι και τόσην αρετήν και εγκράτειαν είχον, ώστε διήγον ως ασώματοι Άγγελοι. Ο δε μακάριος Θεόδωρος ησθένησεν από το γήρας και την της φυλακής κακοπάθειαν· όθεν την αυτήν ημέραν καθ’ ην εθανατώθη δια τον Δεσπότην ο πρώτος των Μαρτύρων και αξιέπαινος Στέφανος, τότε και ο τούτου ζηλωτής και Μάρτυς εις την προαίρεσιν, ο των δωρεών του Θεού επώνυμος, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις τας αχράντους χείρας του Θεού, ον επόθησεν, εν έτει ωλη΄ (838). Ο δε μακάριος αυτάδελφος αυτού και ομόζηλος Θεοφάνης ετίμησε με εγκώμια και άσματα το ιερόν αυτού λείψανον, καθώς φαίνεται εις τον Κανόνα, τον οποίον του ψάλλουν τη κζ΄ (27η) Δεκεμβρίου, όστις είναι ποίημα του Αγίου τούτου Θεοφάνους, και τον παρακαλεί εις το ύστερον Τροπάριον της ενάτης ωδής να δέεται εις τον Θεόν, να τους δώση ίσην δόξαν εις τον Παράδεισον· επειδή ουχί μόνον κατά σάρκα ήσαν αδελφοί, αλλά και εις την ψυχήν ομόφρονες και ομόγνωμοι, και έπαθον ομού τας θλίψεις και τα βάσανα. Έχει δε το τροπάριον αυτό ούτω: «Ύμνον τω Δεσπότη προσφέρων, μάκαρ, δυσώπησον απαύστως υπέρ της εμής ασθενείας, και συσκηνίας και αδελφότητος, όπως ομού βιώσαντες, τύχοιμεν άμα της θεώσεως». Δεν ετόλμησε δε να ενταφιάση το άγιον λείψανον, κατά το βασιλικόν πρόσταγμα, αλλά το έβαλεν εις λάρνακα ξυλίνην και ούτως έψαλλε τα τροπάρια τα οποία του έκαμεν, αντί θρηνωδίας την υμνωδίαν προσφέρων, ως έπρεπε, δια να παραμυθήση και τους πιστούς, οι οποίοι εις την κοίμησιν αυτού συνήχθησαν με πόθον πολύν και ευλάβειαν, εκ των οποίων εις πολύ ενάρετος και αγιώτατος εβεβαίωσεν ύστερον λέγων, ότι όταν εκείνοι έψαλλον τον Θεόδωρον εις την γην ήκουσεν άνωθεν ψαλμωδίαν γλυκυτάτην και θαυμάσιον, που του έψαλλαν οι Άγιοι Άγγελοι, ως αγγελικώς και αϋλως πολιτευσάμενον. Ούτω λοιπόν το μεν μακάριον λείψανον έμεινεν εκεί, ο δε Άγιος Θεοφάνης εξορίζεται εις την Θεσσαλονίκην, έως ου εις ολίγον καιρόν έλαμψε πάλιν η ευσέβεια μετά τον θάνατον του Θεοφίλου και ανακαλείται από την εξορίαν υπό Θεοδώρας της βασιλίσσης, ήτις ανεστήλωσε την Ορθοδοξίαν και υπό του υιού της Μιχαήλ, του ευσεβώς βασιλεύσαντος, οίτινες ανεκάλεσαν εκ της εξορίας και όλους τους δια τας αγίας Εικόνας εξορισθέντας και επέστρεψαν εις τας πατρίδας των. Τότε λοιπόν και ο μέγας Θεοφάνης επέστρεψε Μάρτυς αληθής γενόμενος και σεμνυνόμενος δια τα στίγματα των πληγών, τας οποίας δια τον Κύριον έλαβε, έχων ελπίδα να λάβη πλουσίαν παρά Θεού ανταπόδοσιν της ομολογίας του εις αιώνα τον μέλλοντα. Ανακληθείς δε χειροτονείται Μητροπολίτης Νικαίας από τον Άγιον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιον, ο οποίος κατήργησε την χριστομάχον αίρεσιν των εικονομάχων εν έτει ωμβ΄ (842). Το δε άγιον λείψανον έκαμε πολύν καιρόν εκεί όπου το αφήκεν ο αδελφός του· έπειτα το επήρεν εις ευσεβής και φιλόθεος, δια να μετέχη και αυτός εις τον μισθόν της ομολογίας, και το έφερεν εις την Χαλκηδόνα με υμνωδίας και θυμιάματα, και το εσήκωσαν Ιερείς και Μονάζοντες, καθώς έπρεπε, και οικοδομήσας Ναόν άγιον εφύλαξεν εκεί τον θησαυρόν εκείνον τον πολυτίμητον, όστις αναβλύζει καθ’ εκάστην ιάματα ψυχών και σωμάτων, θεραπεύων πάσαν ασθένειαν. Ο δε μακάριος Θεοφάνης έζησεν ακόμη ολίγον καιρόν, μετά την τελευτήν του Αγίου Θεοδώρου, εναρέτως πολιτευσάμενος και πλείστους Κανόνας και ιερά Άσματα συνθέσας, όπως επίσης και ο αδελφός του Θεόδωρος δια των οποίων κατεκόσμησαν την Εκκλησίαν. Ούτω λοιπόν καλώς και θεαρέστως κυβερνήσας το λογικόν αυτού ποίμνιον απέρχεται από την παρούσαν ζωήν, την πολυστένακτον και επίκηρον, εις την αϊδιον δια να δοξάζη τον Δεσπότην Χριστόν αιώνια, ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Όταν έφθασαν εις την Αφουσίαν οι υπηρέται του βασιλέως, μας ήρπασαν με βίαν πολλήν και ταχύτητα· ερωτώμεν την αιτίαν τούτου. Οι δε έλεγον, ότι δεν εγνώριζον, ειμή μόνον ότι τους προσέταξεν ο βασιλεύς να μας υπάγουν εις το Βυζάντιον τάχιστα· εις το οποίον εφθάσαμεν εις τας οκτώ του Ιουλίου, και μας εφυλάκισαν εις το πραιτώριον. Μετά εξ ημέρας μας εξέβαλεν ο έπαρχος και μας ωδήγησεν εις τον βασιλέα, όστις ήτο πολλά θυμωμένος, πριν δε να ερωτήση ημάς τίποτε, πρόσταξε να μας δείρουν εις τας όψεις, και ούτως εκτύπησαν εις το πρόσωπόν μας τόσα ραπίσματα, ώστε έπεσα εις το υποπόδιον του βασιλέως, μη δυνάμενος να ίσταμαι όρθιος. Τότε μας ηρώτησεν ο βασιλεύς λέγων· «Διατί ήλθετε προς ημάς, αναιδέστατοι»; Ταύτα λέγων μας παρετήρει με βλέμμα άγριον, έχων δε και εις τας χείρας χαρτίον, λέγει προς τον έπαρχον· «Λάβε αυτούς και χάραξε εις τα πρόσωπά των τους στίχους τούτους, έπειτα παράδωσε αυτούς εις δύο Σαρακηνούς, να τους υπάγουν εις την χώραν των», ταύτα δε ειπών ενεχείρισε και το χαρτίον εις τον έπαρχον.
Ήτο δε εκεί πλησίον εκείνος όστις συνέθεσε τους στίχους, Χριστόδουλος καλούμενος, όστις προσετάγη και τους ανέγνωσε να τους ακούσωμεν, ήσαν δε οι στίχοι ούτοι ιαμβικοί· έπειτα γινώσκων ότι είμεθα πεπαιδευμένοι εις τα ποιητικά, είπε προς ημάς ο τύραννος· «Μη στενοχωρείσθε, εάν δεν είναι τόσον καλοί οι στίχοι ούτοι». Έτερος δε τις, δια να φανή ευγνώμων προς αυτόν, απεκρίθη· «Δεν είναι άξιοι δια στίχους καλλιτέρους, δέσποτα». Είναι δε οι στίχοι, τους οποίους εχάραξαν εις τα μέτωπά μας, οι εξής:
Πάντων ποθούντων προστρέχειν προς την πόλιν – Ό του πάναγνοι του Θεού Λόγου πόδες – Έστησαν εις σύστασιν της οικουμένης, - Ώφθησαν ούτοι τω σεβασμίω τόπω – Σκεύη πονηρά δεισιδαίμονος πλάνης, - Εκείσε πολλά λοιπόν εξ απιστίας – Πράξαντες δεινά αισχρά δυσσεβοφρόνως, - Εκείθεν ηλάθησαν ως αποστάται· - Προς την πόλιν δε του κράτους πεφευγότες – Ουκ εξαφήκαν τας αθέσμους μωρίας. – Όθεν γραφέντες ως κακούργοι την θέαν – Κατακρίνονται και διώκονται πάλιν». Αφού μας ανέγνωσαν τους στίχους, προσέταξεν ο βασιλεύς να μας βάλουν εις το πραιτώριον και λαβόντες ημάς εξέβαλον από το παλάτιον, και εις ολίγον διάστημα πάλιν μας επέστρεψαν εις τον βασιλέα, και μας λέγει· «Σεις θέλετε να καυχάσθε, όταν υπάγετε εις τον τόπον σας, ότι με περιεπαίξατε, δια τούτο πρέπει να σας εμπαίξω και εγώ πρότερον». Ταύτα λέγων αυτός, μας εξέδυσαν, και έδειραν πρώτον εμέ εις την ράχιν και εις το στήθος ανηλεώς, διότι ο τύραννος τους ώρκιζε να με τύπτωσι δυνατά και άσπλαγχνα· εγώ δε ώραν πολλήν μαστιγούμενος, εφώναζα λέγων· «Δεν επταίσαμεν εις την βασιλείαν σου·» και πάλιν· «Κύριε ελέησον», και πάλιν· «Κύριε ελέησον, και Αγία Θεοτόκε, βοήθησον». Έπειτα έδερναν και τον αδελφόν μου Θεοφάνην, όστις ομοίως προσηύχετο επικαλούμενος την θείαν βοήθειαν. Αφού λοιπόν μας έδειραν όσον ήθελον, μας έβαλον το εσπέρας εις το πραιτώριον· και μετά ημέρας τέσσαρας έφεραν ημάς εις τον έπαρχον, όστις ηπείλει να μας δώση φρικτά κολαστήρια, έπειτα να χαράξη τους δώδεκα (12) στίχους εις τας όψεις μας και να μας παραδώση εις τους Σαρακηνούς κατά το βασιλικόν πρόσταγμα. Ημείς δε του αποκρινόμεθα ότι είμεθα έτοιμοι να υπομείνωμεν μυρίους θανάτους κάλλιον, παρά να συγκοινωνήσωμεν μετ’ αυτών εις την αίρεσιν, καν τους οφθαλμούς μας εξορύξωσι, καν εις το πυρ μας καύσουν, καν εις άλλην δεινοτέραν μας παραδώσωσι βάσανον. Τότε λοιπόν ιδόντες το αμετάθευον της γνώμης ημών μας εσφράγισαν με το πεπυρωμένον μέταλλον, εις το οποίον ήσαν τυπωμένοι οι άνωθεν ίαμβοι, και ελάβομεν οδύνην ανείκαστον από το δεινόν εκείνο μηχάνημα, διότι είμεθα πρησμένοι και πονεμένοι από τους προηγουμένους δαρμούς και τας μάστιγας. Μας εβασάνιζον δε έως ου ενύκτωσε και έπαυσαν· τότε δε είπομεν προς τον έπαρχον· «Γίνωσκε βέβαια, ότι όταν υπάγωμεν εις τον Παράδεισον και μας ίδωσι τα Χερουβίμ, θέλουν ευλαβηθή τας όψεις μας, και θα μας κάμουν τόπον να εισέλθωμεν ευφραινόμενοι, επειδή άλλος τις ποτέ δεν ηξιώθη ως ημείς να χαράξουν δια τον Δεσπότην Χριστόν την όψιν του». Ημείς μεν εδηλώσαμεν μόνον τα αναγκαιότερα, τα δε λοιπά, όσα συνέβησαν, άλλοι ας τα διηγούνται σαφέστερα, επειδή δεν μας επόμπευσαν εις τόπον απόκρυφον, αλλά φανερά εις το θέατρον, και μας έβλεπον άπαντες, οι οποίοι ας μαρτυρήσουν τα επίλοιπα». Αυτή είναι η επιστολή του Θεοδώρου. Αφού δε τους έδωσαν τοιαύτην τιμωρίαν πρωτοφανή και απάνθρωπον δια την των θείων Εικόνων προσκύνησιν και ενώ έτρεχον ακόμη τα αίματα από τα πρόσωπα αυτών, τους εφυλάκισαν. Έπειτα παρεκίνησεν ο πονηρός Ιωάννης, όστις ήτο τότε Πατριάρχης ανάξιος και τους εξώρισαν εις την Αμάσειαν της Βιθυνίας προστάσσων ο άσπλαγχνος βασιλεύς να μη τους θάψωσι μετά θάνατον, αλλά να μείνουν ούτως εις καταφρόνησιν. Εβασανίζοντο λοιπόν οι μακάριοι εις την δεινήν εκείνην εξορίαν καιρόν πολύν, εναρέτως και ορθοδόξως πολιτευόμενοι και τόσην αρετήν και εγκράτειαν είχον, ώστε διήγον ως ασώματοι Άγγελοι. Ο δε μακάριος Θεόδωρος ησθένησεν από το γήρας και την της φυλακής κακοπάθειαν· όθεν την αυτήν ημέραν καθ’ ην εθανατώθη δια τον Δεσπότην ο πρώτος των Μαρτύρων και αξιέπαινος Στέφανος, τότε και ο τούτου ζηλωτής και Μάρτυς εις την προαίρεσιν, ο των δωρεών του Θεού επώνυμος, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις τας αχράντους χείρας του Θεού, ον επόθησεν, εν έτει ωλη΄ (838). Ο δε μακάριος αυτάδελφος αυτού και ομόζηλος Θεοφάνης ετίμησε με εγκώμια και άσματα το ιερόν αυτού λείψανον, καθώς φαίνεται εις τον Κανόνα, τον οποίον του ψάλλουν τη κζ΄ (27η) Δεκεμβρίου, όστις είναι ποίημα του Αγίου τούτου Θεοφάνους, και τον παρακαλεί εις το ύστερον Τροπάριον της ενάτης ωδής να δέεται εις τον Θεόν, να τους δώση ίσην δόξαν εις τον Παράδεισον· επειδή ουχί μόνον κατά σάρκα ήσαν αδελφοί, αλλά και εις την ψυχήν ομόφρονες και ομόγνωμοι, και έπαθον ομού τας θλίψεις και τα βάσανα. Έχει δε το τροπάριον αυτό ούτω: «Ύμνον τω Δεσπότη προσφέρων, μάκαρ, δυσώπησον απαύστως υπέρ της εμής ασθενείας, και συσκηνίας και αδελφότητος, όπως ομού βιώσαντες, τύχοιμεν άμα της θεώσεως». Δεν ετόλμησε δε να ενταφιάση το άγιον λείψανον, κατά το βασιλικόν πρόσταγμα, αλλά το έβαλεν εις λάρνακα ξυλίνην και ούτως έψαλλε τα τροπάρια τα οποία του έκαμεν, αντί θρηνωδίας την υμνωδίαν προσφέρων, ως έπρεπε, δια να παραμυθήση και τους πιστούς, οι οποίοι εις την κοίμησιν αυτού συνήχθησαν με πόθον πολύν και ευλάβειαν, εκ των οποίων εις πολύ ενάρετος και αγιώτατος εβεβαίωσεν ύστερον λέγων, ότι όταν εκείνοι έψαλλον τον Θεόδωρον εις την γην ήκουσεν άνωθεν ψαλμωδίαν γλυκυτάτην και θαυμάσιον, που του έψαλλαν οι Άγιοι Άγγελοι, ως αγγελικώς και αϋλως πολιτευσάμενον. Ούτω λοιπόν το μεν μακάριον λείψανον έμεινεν εκεί, ο δε Άγιος Θεοφάνης εξορίζεται εις την Θεσσαλονίκην, έως ου εις ολίγον καιρόν έλαμψε πάλιν η ευσέβεια μετά τον θάνατον του Θεοφίλου και ανακαλείται από την εξορίαν υπό Θεοδώρας της βασιλίσσης, ήτις ανεστήλωσε την Ορθοδοξίαν και υπό του υιού της Μιχαήλ, του ευσεβώς βασιλεύσαντος, οίτινες ανεκάλεσαν εκ της εξορίας και όλους τους δια τας αγίας Εικόνας εξορισθέντας και επέστρεψαν εις τας πατρίδας των. Τότε λοιπόν και ο μέγας Θεοφάνης επέστρεψε Μάρτυς αληθής γενόμενος και σεμνυνόμενος δια τα στίγματα των πληγών, τας οποίας δια τον Κύριον έλαβε, έχων ελπίδα να λάβη πλουσίαν παρά Θεού ανταπόδοσιν της ομολογίας του εις αιώνα τον μέλλοντα. Ανακληθείς δε χειροτονείται Μητροπολίτης Νικαίας από τον Άγιον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιον, ο οποίος κατήργησε την χριστομάχον αίρεσιν των εικονομάχων εν έτει ωμβ΄ (842). Το δε άγιον λείψανον έκαμε πολύν καιρόν εκεί όπου το αφήκεν ο αδελφός του· έπειτα το επήρεν εις ευσεβής και φιλόθεος, δια να μετέχη και αυτός εις τον μισθόν της ομολογίας, και το έφερεν εις την Χαλκηδόνα με υμνωδίας και θυμιάματα, και το εσήκωσαν Ιερείς και Μονάζοντες, καθώς έπρεπε, και οικοδομήσας Ναόν άγιον εφύλαξεν εκεί τον θησαυρόν εκείνον τον πολυτίμητον, όστις αναβλύζει καθ’ εκάστην ιάματα ψυχών και σωμάτων, θεραπεύων πάσαν ασθένειαν. Ο δε μακάριος Θεοφάνης έζησεν ακόμη ολίγον καιρόν, μετά την τελευτήν του Αγίου Θεοδώρου, εναρέτως πολιτευσάμενος και πλείστους Κανόνας και ιερά Άσματα συνθέσας, όπως επίσης και ο αδελφός του Θεόδωρος δια των οποίων κατεκόσμησαν την Εκκλησίαν. Ούτω λοιπόν καλώς και θεαρέστως κυβερνήσας το λογικόν αυτού ποίμνιον απέρχεται από την παρούσαν ζωήν, την πολυστένακτον και επίκηρον, εις την αϊδιον δια να δοξάζη τον Δεσπότην Χριστόν αιώνια, ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
3 σχόλια:
Ευχαριστούμε κ. Κώστα!
Αν σταματούσες και την αγιομαχία με την ανάρτηση σχολίων βλάσφημων και αγιομαχικών, τότε θα ήσουν σε πολύ καλύτερη πνευματική κατάσταση.
Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Ευχαριστούμε κ. Κώστα!
Αν σταματούσες και την αγιομαχία
Δεν κάνω αγιομαχία αδελφέ μου. Ούτε έχω καμία σχέση με τις ενέργειες των Οικουμενιστών του Πατριαρχείου. Άλλους να τους κάνει αγιοκατάταξη και άλλους να αφορίζει. Έχω καμία σχέση με τις ενέργειας του Πάπα ή των άλλων θρησκευτικών ηγετών; Έχω κάνει την Αποτείχισή μου. Αυτή τη δουλειά τους και εγώ την δική μου.
Τι μου λέει ο Άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός; καμία κοινωνία με τον αιρετικό. Ε, λοιπόν αυτό κάνω και εγώ. Το τί κάνεις εσύ ή τι κάνουν οι άγιοι των εσχάτων καιρών δεν με απασχολεί. Έχει κάποιος κοινωνία με τους Οικουμενιστές; τότε εγώ φεύγω μακριά του. Είθε ο Κύριος να τον βάλλει στο κέντρο του Παραδείσου. Έτσι έφυγα μακριά από τον Πνευματικό μου Πατέρα, παρ' όλα τα θαύματα που βίωσα μαζί του. Ακούω τους λόγους της Αγίας Γραφής, της Κυρίας Θεοτόκου, και όλων των αγίων μέχρι του 1920.
Αν πέφτω έξω στις αποφάσεις μου, ο Κύριος είναι φιλάνθρωπος, η Κυρία Θεοτόκος, ο άγιος Νικόλαος, συν πάσι τοις αγίοις δεν με εγκατέλειψαν μια ολόκληρη ζωή παρ’ όλη την αθλία μου κατάσταση.
Αυτό το ιστολόγιο είναι ελεύθερο. Έχω πικρή εμπειρία από τα άλλα ιστολόγια που μου έκαναν λογοκρισία στο σχόλιά μου, γι' αυτό εδώ θα υπάρχει ελευθερία, ποτέ λογοκρισία! Αυτή την ελευθερία απολαμβάνεις και εσύ αδελφέ μου εδώ. Εκτίμησέ το!....
Εχεις μεγάλη ευθύνη και συ κ. Κώστα όταν βάζεις τα αγιομαχικά σχόλια στις αναρτήσεις, όταν τα φιλοξενείς στο μπλόγκ σου και δεν απαντάς.
Θα δώσεις λόγο την ημέρα της Κρίσεως!
Δημοσίευση σχολίου