Ευλάμπιος και Ευλαμπία οι ένδοξοι Άγιοι Μάρτυρες και αυτάδελφοι κατήγοντο
από την μεγαλούπολιν Νικομήδειαν, όντες νέοι ωραίοι την όψιν, το γένος περιφανείς,
ζηλωταί δε της ευσεβείας θερμότατοι, ζώντες κατά τους χρόνους του Μαξιμιανού εν
έτει 296 ηγεμονεύοντος εν Νικομηδεία του Μαξίμου.
Μη υποφέρων δε ο Ευλάμπιος να βλέπη το όνομα του αληθινού Θεού υβριζόμενον, ανεχώρησεν από την πόλιν και κατώκει εις τόπον έρημον, εγκρατευόμενος από παν αμέρτημα και θεαρέστως πολιτευόμενος· ύστερον δε πάλιν κατανυγείς την καρδίαν, ενεπλήσθη ζήλου θείου ως ο ζηλωτής Ηλίας και αφήνων την έρημον επήγεν εις την πόλιν πρόθυμος να παρρησιασθή εις τους εθνικούς ειδωλολάτρας, κηρύττων την ευσέβειαν, δια να λάβη τον στέφανον της αθλήσεως. Ιδών δε άνωθεν των θυρών της πόλεως τα βασιλικά προστάγματα, περιεγέλασε τους ματαιόφρονας ειδωλολάτρας· όθεν οι παρεστώτες εγνώρισαν, ότι ήτο Χριστιανός και παρευθύς δένοντες αυτόν τον εφυλάκισαν, έως να τον φέρουν ως νέον κυνήγιον εις τον εξουσιαστήν. Μαθών ο ηγεμών ταύτα προσέταξε και τον έφεραν ενώπιόν του, ιδών δε αυτόν νεάζοντα και αγένειον είχεν ελπίδας ότι θα τον παραπλανήση και του λέγει· «Δια ποίαν αιτίαν παρεκινήθης εις τοσαύτην αναισχυντίαν, να περιφρονήσης τα βασιλικά προστάγματα, όταν η όψις του προσώπου σου δεικνύει ότι είσαι ευγενής και έκλαμπρος; Κάμε λοιπόν το συμφέρον σου ως γνωστικός, και θυσίασον εις τους θεούς, αν θέλης να ευφράνης αυτούς και ημάς και να λυτρωθής από δεινά κολαστήρια, τα οποία σε αναμένουν, εάν καταφρονήσης τους λόγους μου». Τότε ο Άγιος ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού απεκρίθη· «Είθε, ω ηγεμών, να εγίνωσκες και συ το συμφέρον σου, να προσκυνήσης ένα Θεόν Τρισυπόστατον, τον οποίον και μόνον από την ευταξίαν της κτίσεως ημπορείτε να καταλάβητε, όστις εποίησε τον ουρανόν και την γην και τα επίλοιπα κτίσματα, με τοσαύτην σοφίαν θαυμάσιον, ει δε και προτιμάς πολλούς θεούς, με τους οποίους χλευάζεις τους απλουστέρους και τους προξενείς την αιώνιον κόλασιν, εγώ δεν καταδέχομαι καν να σου ακούσω, επειδή είμαι τετιμημένος με ψυχικήν λογικήν, και ελπίζω να υπάγω εις την αιώνιον ζωήν, να ευφραίνωμαι· ότι ένα και μόνον Θεόν προσκυνώ και σέβομαι, τον φύσει αόρατον και εις εκείνον μόνον θέλω αποδώσει τας ευχάς μου έμπροσθεν του λαού του». Ταύτα ακούσας ο τύραννος εκδύεται το προσωπείον της ημερότητος και προστάσσει να απλώσουν κατά γης γυμνόν και να δέρουν τον Άγιον άσπλαγχνα. Υπέμεινε δε ο μακάριος Ευλάμπιος ανδρείως τους ραβδισμούς και ουδέ ποσώς εδειλίασεν· όθεν ο δυσσεβής διπλασιάζει την παίδευσιν, προστάζων να τον δέρουν με νεύρα ασπλάγχνως· οι δε στρατιώται τον εμαστίγωνον τόσον πυκνά, ώστε του έδιδον οδύνην αμέτρητον. Αλλά και ταύτα ο Μάρτυς υπέμεινε με ανδρείον φρόνημα. Ο δε αχόρταγος τύραννος δεν ηυχαριστήθη εις τας τόσας βασάνους, που του έδωσαν, αλλά και εις ετέρας νεωτέρας ετρέπετο, προστάξας να κρεμάσωσιν εις ξύλον τον Μάρτυρα· κατέσχιζον δε τας σάρκας του τόσον, ώστε ησθάνετο τον πόνον έως του μυελού, επειδή από τον τοσούτον ξεσμόν και τα οστά του σχεδόν εφαίνοντο. Ο δε Άγιος με την προσευχήν ηλάφρωνε τας οδύνας επικαλούμενος τον αθλοθέτην Θεόν εις βοήθειαν και τόσην υπομονήν είχεν, ώστε εφαίνετο ότι άλλος ήτο ο βασανιζόμενος, ο δε Άγιος ήτο θεατής. Αφού εδαπάνησαν εκείνην την τρυφεράν σάρκα και κατέσπασαν όλα τα μέλη του Αγίου, έμεινεν ούτος ελεεινόν θέαμα εις τους ορώντας, τόσον ώστε όχι μόνον οι άνθρωποι εθαύμαζον, αλλά νομίζω και οι δαίμονες εξέστησαν, δια την πολλήν καρτερίαν του Μάρτυρος, τον οποίον και ο Δεσπότης Χριστός ηύφρανε και του έστειλεν αοράτως εξ ύψους βοήθειαν. Βλέπων δε ο ασεβής τύραννος, ότι ούτε με κολακείας, ούτε με κολαστήρια ηδύνατο να τον ταπεινώση, εσκέφθη να του δώση άλλην δριμυτάτην και τοσούτον πανώδυνον βάσανον, ώστε μόνον να την ακούση τις δειλιά και ταράττεται, ήτοι έδεσε σφικτά με δερμάτινα λωρία τους δακτύλους των χειρών και των ποδών, δια να τους στρεβλώσουν προς τα οπίσω και να τους εξαρθρώσουν, έκαστος δε δάκτυλος τοσαύτην οδύνην έδιδεν, ώστε δεν είναι δυνατόν να την περιγράψωμεν, μόνον δε εκείνος όστις διέστρεψέ ποτε τον πόδα του και ούτος εξηρθρώθη ή έβγαλε την χείρα του, αυτός από τον ολίγον εκείνον πόνον, τον οποίον ησθάνθη, δύναται να εννοήση οπόσον οδυνηράν βάσανον ελάμβανεν ο Άγιος εκάστην φοράν, που του εστρέβλωνον προς τα οπίσω έκαστον δάκτυλον, και μετετόπιζον τα μέλη από τους αρμούς των ή έκοπτον βιαίως τα νεύρα του. Πάλιν δε ύστερον, αφού του εγύρισαν όλα τα δάκτυλα, του εστρέβλωσαν και τας χείρας και τους αγκώνας και τους πόδας και τα γόνατα και τόσον πόνον του έδωσαν, ώστε θαύμα ήτο ότι δεν εξεψύχησε. Και όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά δύναμαι να είπω ότι και τα άψυχα κτίσματα συνέπασχον με τον βασανιζόμενον Μάρτυρα. Ο δε αναισθητότερος πάντων και των αλόγων αλογώτερος τύραννος δεν έκλινε ποσώς προς συμπάθειαν, αλλά δια να δώση περισσότερον πόνον εις τον Μάρτυρα κατελάλει την Σάρκωσιν του Χριστού, τον Σταυρόν και τον άτιμον θάνατον, προσθέτων ότι εκείνος επλάνησε τους ανθρώπους και τους έκαμε να καταφρονώσιν ως άφρονες την γλυκυτάτην ζωήν ταύτην, την απολαυστικήν και ευφρόσυνον, δια ψευδή ελπίδα μελλούσης μακαριότητος, και να υπομένωσι τόσας κολάσεις ματαίως και ανωφελώς. Αυτάς και ετέρας φλυαρίας έλεγεν ο ασύνετος, ώστε δεν υπέφερεν ο Άγιος, αλλά με όλους τους πόνους τους οποίους είχε, δεν αφήκε τον ασεβή να χαρή εις τον λόγον του, αλλά περιεγέλα και αυτός τους μιαρούς θεούς των Ελλήνων, διότι ήτο πεπαιδευμένος καλώς και εγίνωσκε τας μυθολογίας των Ελλήνων. Όθεν ήλεγχε τον τύραννον, λέγων ότι ήσαν οι θεοί του ερμαφρόδιτοι, δηλαδή αρσενικοθήλυκοι και αδύνατοι, πόρνοι, φονείς, μνησίκακοι και πολέμιοι. Έπειτα αφού κατεφρόνησεν εκείνους, ως έπρεπε, μετέφερε τον λόγον προς τον αληθή και ζώντα Θεόν, ειπών ότι όσα μας είπεν εκείνος είναι αληθέστατα· όθεν τιμωρούμεθα τώρα πρόσκαιρα, δια να συνδοξασθώμεν μετ’ αυτού αιώνια, να έχωμεν χαράν ανεκλάλητον και απόλαυσιν ατελεύτητον. Ταύτα παρώργισαν πάλιν τον ασεβή περισσότερον και προστάσσει να πυρώσουν σιδηράν κλίνην και να απλώσουν επάνω αυτής τον Άγιον· τούτου δε γενομένου έκαμε τον Σταυρόν του, και ηπλώθη όλος εις τον κεκαυμένον εκείνον και φοβερόν κράββατον· και αι μεν σάρκες διελύοντο κατακαιόμεναι, αυτός δε εφαίνετο ώσπερ να ήτο εις στρώμα μαλακόν και ηυχαρίστει τον Κύριον. Αλλ’ επειδή περισσότερον ελυπείτο ο Άγιος, ότι δεν εγνώριζαν τον αληθή Θεόν οι Έλληνες, παρά δια τας κολάσεις τας οποίας του έδιδον, ηθέλησε να τους κάμη να εννοήσουν την αδυναμίαν των μικρών των θεών και λέγει προς τον τύραννον να τον οδηγήσουν εις τον ναόν των ειδώλων. Οι δε ασεβείς, θαρρούντες ότι ήθελε να προσκυνήση, εχάρησαν και τον επήγαν εντίμως με δορυφορίαν, ως μέγαν άρχοντα. Φθάσας ο Άγιος εις τον βωμόν, ήγγισεν ολίγον με την δεξιάν του εις το μεγαλύτερον και περιφανέστερον είδωλον, λέγων· «Σε προστάσσω να πέσης κατά γης, να γίνης χώμα λεπτότατον». Και παρευθύς έγινεν έργον ο λόγος του· οι δε παρόντες εθαύμασαν, και γνωρίσαντες την αδυναμίαν των ειδώλων, επίστευσαν αναρίθμητοι εις τον αληθή Θεόν, προσκυνούντες τον Άγιον. Κατ’ εκείνην την ώραν εφάνη εξαίφνης εις το μέσον του πλήθους ωραία τις και πάγκαλος κόρη, ήτις έλαβεν από τας χείρας τον Άγιον λέγουσα· «Εγώ είμαι η αδελφή σου Ευλαμπία, καθώς δε μία μήτηρ μας εγέννησε και ανέθρεψεν, ούτως είναι πρέπον να λάβωμεν ένα θάνατον δια την αγάπην του αληθινού Θεού και Σωτήρος μας». Ταύτα λέγουσα ενουθέτει τους παρεστώτας να λάβουν από αυτήν παράδειγμα, να γνωρίσουν την ευσέβειαν. Ο δε κακοδαίμων τύραννος έγινεν άλλος εξ άλλου από την θλίψιν του όχι μόνον δια την απώλειαν του θεού του, αλλά και δια την παρρησίαν της Μάρτυρος· και βλέπων αυτήν με όμμα άγριον, είπε προς αυτήν ο παμμίαρος· «Ψεύδεσαι, αναίσχυντον γύναιον, ότι είναι αδελφός σου ο Ευλάμπιος, αλλά τον έχεις εραστήν και δια τούτο ήλθες εις το μέσον τόσων ανδρών, αναιδεστάτη, και προσποιείσαι την Χριστιανήν, άσεμνε· ιδέ να αφήσης αυτό το πάθος και δεήσου προς τους φιλανθρώπους θεούς να σε συγχωρήσωσι, και μη θελήσης να υστερηθής τα αγαθά της παρούσης ζωής και τον λαμπρότατον ήλιον, ούτε να προσκολληθής με αυτόν τον μάγον και γόητα· ει δε και παρακούσης τους λόγους μου, μάρτυρας επικαλούμαι όλους τους θεούς, ότι άλλο καλόν δεν θέλεις απολαύσει από τον Ευλάμπιον, ειμή μόνον να λάβης χειρότερα κολαστήρια». Τότε η γενναία Ευλαμπία και ανταξία αδελφή του Μάρτυρος απεκρίθη χωρίς τινα δειλίαν και λέγει εις τον τύραννον· «Άκουσον, ω δικαστά, να γνωρίσης καλώς την γνώμην μου. Χριστού δούλη είμαι· αυτός είναι η πνοή και ζωή μου, και της ψυχής μου το αγαλλίαμα· αυτόν αγαπώ και διψώ να θανατωθώ δια την αγάπην του· λοιπόν ετοίμαζε πυρ, ακόνιζε ξίφη, και πάσαν άλλην συλλογίσου βάσανον, διότι ετοίμη είμαι να πάθω περισσότερα, παρά όσα υπέμεινεν ούτος ο αδελφός μου, δια να καταλάβης ότι είμαι αδελφή του εις την σάρκα και εις την ψυχήν και γνώμην κατ’ αλήθειαν, και μη έχης ελπίδα τινά ποσώς εις εμέ, να με παραπείσης τάχα με τας κολακείας σου ή να δειλιάσω τας βασάνους ως απαλή κόρη και ανήλικος, διότι ο Παντοδύναμος Θεός, όστις μας έδωσε την προθυμίαν και τα όπλα να πολεμήσωμεν σε και τον διάβολον, τον οποίον προσκυνείς, εκείνος θέλει μας βοηθήσει και να σας νικήσωμεν». Ταύτα μεν η Αγία με γλώσσαν πεπαρρησιασμένην κατά του τυράννου ελάλησεν· αυτός δε, μη υποφέρων τον έλεγχον, προστάσσει να την δέρουν δυνατά εις το πρόσωπον και τόσον την ερράπισαν, ώστε ηλλοιώθη το κάλλος της μορφής και η φωνή της έσβησεν. Ο δε Ευλάμπιος την ενεθάρρυνε να ίσταται ανδρείως και να μη δειλιά την βάσανον, και ούτως υπέμεινεν η αείμνηστος. Μετά ταύτα εσκέφθη πάλιν ο τύραννος άλλην κόλασιν και προσέταξε να βράσουν νερόν εις ένα μεγάλον λέβητα, δια να τους βάλουν εντός αυτού και να τους αφήσουν εκεί, έως να μείνουν μόνον τα κόκκαλα. Όταν δε ητοιμάσθη ο λέβης, εισήλθεν ευθύς εντός αυτού ο Άγιος, η δε κόρη ως απαλωτέρα εις την φύσιν εδειλίασε και εφοβείτο βλέπουσα ότι εκόχλαζε το ύδωρ. Ο δε αδελφός και Συναθλητής αυτής εσήκωσε την κεφαλήν επάνω από τα ύδατα, και προσεκάλει την Αγίαν λέγων· «Είσελθε, αδελφή μου ηγαπημένη, και μη δειλιάζης ουδόλως, μη βλέπης το πυρ και τα ύδατα, αλλά ύψωσε τους ψυχικούς οφθαλμούς επάνω εις τον Θεόν και αυτός μας δίδει βοήθειαν, από εμέ δε γνώρισε την αλήθειαν, ότι δεν με βλάπτει ποσώς η καύσις του θερμού ύδατος, αλλά μου φαίνεται ως δρόσος καταψύχουσα». Με τούτους τους λόγους έλαβε θάρρος η Ευλαμπία και εισήλθεν εις τον λέβητα, παρευθύς δε εψυχράνθη το ύδωρ ως κρύσταλλος και ίσταντο αμφότεροι αγαλλόμενοι. Τοιούτον θαυμάσιον ιδόντες πολλοί των Ελλήνων επίστευσαν· όχι μόνον ο κοινός λαός, αλλά και αυτός ο τύραννος ήρχισε να ολιγοστεύη το σέβας, το οποίον είχεν εις τα είδωλα· πλην ο ασύνετος δεν επέστρεψεν εις την ευσέβειαν από τα τόσα θαυμάσια, αλλά πάλιν οπλίζεται κατά του Αγίου, και προστάσσει να τον τυφλώσουν, δια να δειλιάση και η αδελφή του, μήπως και την διαστρέψη. Αλλά ματαίως εκοπία ο ασυνείδητος, διότι τους μεν οφθαλμούς υστερήθη ο Άγιος, τας δε ψυχάς είχον αμφότεροι στερεωμένας εις την ευσέβειαν και ποσώς δεν εσάλευσεν ο πύργος της ομολογίας των. Τότε πάλιν εκέλευσεν ο ηγεμών να εκκαύσωσι δυνατά κάμινον, ούτως ώστε να σπινθηροβολά ως την Βαβυλώνιον. Έως ότου δε να συνάξουν τα ξύλα και την άλλην ύλην και να ευτρεπίσουν αυτήν, εκρέμασαν την Αγίαν από τας τρίχας της κεφαλής· αύτη δε η τιμωρία δίδει πολύν πόνον εις τα νεύρα και τας μήνιγγας, αλλ’ η μακαρία δούλη του Χριστού ενόμιζε τρυφήν εκείνην την βάσανον και προσηύχετο λέγουσα· «Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου, ότι με ηξίωσας να τιμωρηθώ δια την αγάπην σου». Αφ’ ου δε εκαύθη η κάμινος τόσον, ώστε οι περιεστώτες μόνον να την βλέπωσιν ετρόμαξαν, επήραν τους Μάρτυρας δια να τους ρίψουν εντός αυτής κατά την προσταγήν· και τον μεν Άγιον ήγειραν, διότι τον είχον τυφλώσει, ως είπομεν, και δεν ηδύνατο να περιπατή, η δε γενναία Ευλαμπία έτρεχε χαίρουσα, ώσπερ να επήγαινεν εις νυμφικόν δωμάτιον. Καθώς δε τους έρριψαν εις την κάμινον (ω του θαύματος!) η φλοξ εσχημάτισε θόλον και αφήνουσα το κέντρον κενόν περιεστρέφετο πέριξ των Αγίων, ανερχομένη δε επάνω αυτών εσχηματίζετο ως γέφυρα, και αυτοί ίσταντο εις το μέσον αβλαβείς, ως να ήσαν εις δροσερόν λειμώνα· εχαίροντο δε διότι το πυρ μεταστρέψαν την καυστικήν του φύσιν εις ψύχος τους εδρόσιζεν· όθεν και αυτοί ευχαριστούντες υμνολόγουν και εδόξαζον τον Κύριον Ιησούν, ψάλλοντες την πολυϋμνητον και παγκόσμιον ωδήν των Αγίων Τριών Παίδων. Τοιαύτην τερατουργίαν ιδών ο ασυνείδητος τύραννος εξεπλάγη, και μη γνωρίζων πλέον ποίαν άλλην βάσανον να τους δώση, εβαρύνθη να πολεμή με τον Παντοδύναμον ο αδύνατος. Μη έχων λοιπόν ελπίδα τινά εις τους Μάρτυρας έδωκε κατ’ αυτών την τελευταίαν απόφασιν, να κόψουν τας αγίας αυτών κεφαλάς· και ούτω ο μεν Άγιος απεκεφαλίσθη κατά το πρόσταγμα, η δε Ευλαμπία παρέδωκε την αγίαν ψυχήν εις τας αχράντους παλάμας του Δεσπότου Χριστού εν ειρήνη, πριν να κόψουν την κεφαλήν της οι δήμιοι. Τούτο δε συνέβη εις την Μάρτυρα ουχί απλώς και ως έτυχεν, αλλ’ ούτως ο Θεός ωκονόμησε, δια να μη εγγίσουν αι ακάθαρτοι χείρες των δημίων επάνω αυτής, αλλά να φυλαχθή, έτι δε και δια να διαψευσθή εις την ελπίδα αυτού ο μάταιος τύραννος και να γνωρίση ότι δεν ενίκησεν αυτός, αλλ’ ο Θεός, όστις εξουσιάζει την ζωήν και τον θάνατον και ότε αυτός ηθέλησε, τότε και την ψυχήν της Μάρτυρος παρέλαβεν ατάραχα και χωρίς σπάθην, δια νε μη τελειωθή το πρόσταγμα του τυράννου. Αυτά είναι των αηττήτων Μαρτύρων του Χριστού τα παλαίσματα· τοιούτον τέλος παμπόθητον έλαβον οι αοίδιμοι. Τούτους οι Άγγελοι εμακάρισαν, οι Πατριάρχαι και Απόστολοι επήνεσαν, οι Μάρτυρες ως συναθλητάς υπεδέχθησαν χαίροντες, και απλώς ειπείν και αυτός ο αγωνοθέτης και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, τον οποίον ενώπιον των ανθρώπων μαρτυρικώς ωμολόγησαν και δια την αγάπην του τοσαύτα κολαστήρια πάνδεινα υπέμειναν, τους υπεδέχθη με ιλαρόν και αγαλλιώμενον πρόσωπον και τους ευφήμησε και αυτός ενώπιον του Πατρός, καθώς έταξεν εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, και τους έκαμε κοινωνούς της δόξης της Βασιλείας του. Ότι Αυτώ πρέπει τιμή και δόξα, κράτος, μεγαλωσύνη τε και μεγαλοπρέπεια, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Μη υποφέρων δε ο Ευλάμπιος να βλέπη το όνομα του αληθινού Θεού υβριζόμενον, ανεχώρησεν από την πόλιν και κατώκει εις τόπον έρημον, εγκρατευόμενος από παν αμέρτημα και θεαρέστως πολιτευόμενος· ύστερον δε πάλιν κατανυγείς την καρδίαν, ενεπλήσθη ζήλου θείου ως ο ζηλωτής Ηλίας και αφήνων την έρημον επήγεν εις την πόλιν πρόθυμος να παρρησιασθή εις τους εθνικούς ειδωλολάτρας, κηρύττων την ευσέβειαν, δια να λάβη τον στέφανον της αθλήσεως. Ιδών δε άνωθεν των θυρών της πόλεως τα βασιλικά προστάγματα, περιεγέλασε τους ματαιόφρονας ειδωλολάτρας· όθεν οι παρεστώτες εγνώρισαν, ότι ήτο Χριστιανός και παρευθύς δένοντες αυτόν τον εφυλάκισαν, έως να τον φέρουν ως νέον κυνήγιον εις τον εξουσιαστήν. Μαθών ο ηγεμών ταύτα προσέταξε και τον έφεραν ενώπιόν του, ιδών δε αυτόν νεάζοντα και αγένειον είχεν ελπίδας ότι θα τον παραπλανήση και του λέγει· «Δια ποίαν αιτίαν παρεκινήθης εις τοσαύτην αναισχυντίαν, να περιφρονήσης τα βασιλικά προστάγματα, όταν η όψις του προσώπου σου δεικνύει ότι είσαι ευγενής και έκλαμπρος; Κάμε λοιπόν το συμφέρον σου ως γνωστικός, και θυσίασον εις τους θεούς, αν θέλης να ευφράνης αυτούς και ημάς και να λυτρωθής από δεινά κολαστήρια, τα οποία σε αναμένουν, εάν καταφρονήσης τους λόγους μου». Τότε ο Άγιος ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού απεκρίθη· «Είθε, ω ηγεμών, να εγίνωσκες και συ το συμφέρον σου, να προσκυνήσης ένα Θεόν Τρισυπόστατον, τον οποίον και μόνον από την ευταξίαν της κτίσεως ημπορείτε να καταλάβητε, όστις εποίησε τον ουρανόν και την γην και τα επίλοιπα κτίσματα, με τοσαύτην σοφίαν θαυμάσιον, ει δε και προτιμάς πολλούς θεούς, με τους οποίους χλευάζεις τους απλουστέρους και τους προξενείς την αιώνιον κόλασιν, εγώ δεν καταδέχομαι καν να σου ακούσω, επειδή είμαι τετιμημένος με ψυχικήν λογικήν, και ελπίζω να υπάγω εις την αιώνιον ζωήν, να ευφραίνωμαι· ότι ένα και μόνον Θεόν προσκυνώ και σέβομαι, τον φύσει αόρατον και εις εκείνον μόνον θέλω αποδώσει τας ευχάς μου έμπροσθεν του λαού του». Ταύτα ακούσας ο τύραννος εκδύεται το προσωπείον της ημερότητος και προστάσσει να απλώσουν κατά γης γυμνόν και να δέρουν τον Άγιον άσπλαγχνα. Υπέμεινε δε ο μακάριος Ευλάμπιος ανδρείως τους ραβδισμούς και ουδέ ποσώς εδειλίασεν· όθεν ο δυσσεβής διπλασιάζει την παίδευσιν, προστάζων να τον δέρουν με νεύρα ασπλάγχνως· οι δε στρατιώται τον εμαστίγωνον τόσον πυκνά, ώστε του έδιδον οδύνην αμέτρητον. Αλλά και ταύτα ο Μάρτυς υπέμεινε με ανδρείον φρόνημα. Ο δε αχόρταγος τύραννος δεν ηυχαριστήθη εις τας τόσας βασάνους, που του έδωσαν, αλλά και εις ετέρας νεωτέρας ετρέπετο, προστάξας να κρεμάσωσιν εις ξύλον τον Μάρτυρα· κατέσχιζον δε τας σάρκας του τόσον, ώστε ησθάνετο τον πόνον έως του μυελού, επειδή από τον τοσούτον ξεσμόν και τα οστά του σχεδόν εφαίνοντο. Ο δε Άγιος με την προσευχήν ηλάφρωνε τας οδύνας επικαλούμενος τον αθλοθέτην Θεόν εις βοήθειαν και τόσην υπομονήν είχεν, ώστε εφαίνετο ότι άλλος ήτο ο βασανιζόμενος, ο δε Άγιος ήτο θεατής. Αφού εδαπάνησαν εκείνην την τρυφεράν σάρκα και κατέσπασαν όλα τα μέλη του Αγίου, έμεινεν ούτος ελεεινόν θέαμα εις τους ορώντας, τόσον ώστε όχι μόνον οι άνθρωποι εθαύμαζον, αλλά νομίζω και οι δαίμονες εξέστησαν, δια την πολλήν καρτερίαν του Μάρτυρος, τον οποίον και ο Δεσπότης Χριστός ηύφρανε και του έστειλεν αοράτως εξ ύψους βοήθειαν. Βλέπων δε ο ασεβής τύραννος, ότι ούτε με κολακείας, ούτε με κολαστήρια ηδύνατο να τον ταπεινώση, εσκέφθη να του δώση άλλην δριμυτάτην και τοσούτον πανώδυνον βάσανον, ώστε μόνον να την ακούση τις δειλιά και ταράττεται, ήτοι έδεσε σφικτά με δερμάτινα λωρία τους δακτύλους των χειρών και των ποδών, δια να τους στρεβλώσουν προς τα οπίσω και να τους εξαρθρώσουν, έκαστος δε δάκτυλος τοσαύτην οδύνην έδιδεν, ώστε δεν είναι δυνατόν να την περιγράψωμεν, μόνον δε εκείνος όστις διέστρεψέ ποτε τον πόδα του και ούτος εξηρθρώθη ή έβγαλε την χείρα του, αυτός από τον ολίγον εκείνον πόνον, τον οποίον ησθάνθη, δύναται να εννοήση οπόσον οδυνηράν βάσανον ελάμβανεν ο Άγιος εκάστην φοράν, που του εστρέβλωνον προς τα οπίσω έκαστον δάκτυλον, και μετετόπιζον τα μέλη από τους αρμούς των ή έκοπτον βιαίως τα νεύρα του. Πάλιν δε ύστερον, αφού του εγύρισαν όλα τα δάκτυλα, του εστρέβλωσαν και τας χείρας και τους αγκώνας και τους πόδας και τα γόνατα και τόσον πόνον του έδωσαν, ώστε θαύμα ήτο ότι δεν εξεψύχησε. Και όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά δύναμαι να είπω ότι και τα άψυχα κτίσματα συνέπασχον με τον βασανιζόμενον Μάρτυρα. Ο δε αναισθητότερος πάντων και των αλόγων αλογώτερος τύραννος δεν έκλινε ποσώς προς συμπάθειαν, αλλά δια να δώση περισσότερον πόνον εις τον Μάρτυρα κατελάλει την Σάρκωσιν του Χριστού, τον Σταυρόν και τον άτιμον θάνατον, προσθέτων ότι εκείνος επλάνησε τους ανθρώπους και τους έκαμε να καταφρονώσιν ως άφρονες την γλυκυτάτην ζωήν ταύτην, την απολαυστικήν και ευφρόσυνον, δια ψευδή ελπίδα μελλούσης μακαριότητος, και να υπομένωσι τόσας κολάσεις ματαίως και ανωφελώς. Αυτάς και ετέρας φλυαρίας έλεγεν ο ασύνετος, ώστε δεν υπέφερεν ο Άγιος, αλλά με όλους τους πόνους τους οποίους είχε, δεν αφήκε τον ασεβή να χαρή εις τον λόγον του, αλλά περιεγέλα και αυτός τους μιαρούς θεούς των Ελλήνων, διότι ήτο πεπαιδευμένος καλώς και εγίνωσκε τας μυθολογίας των Ελλήνων. Όθεν ήλεγχε τον τύραννον, λέγων ότι ήσαν οι θεοί του ερμαφρόδιτοι, δηλαδή αρσενικοθήλυκοι και αδύνατοι, πόρνοι, φονείς, μνησίκακοι και πολέμιοι. Έπειτα αφού κατεφρόνησεν εκείνους, ως έπρεπε, μετέφερε τον λόγον προς τον αληθή και ζώντα Θεόν, ειπών ότι όσα μας είπεν εκείνος είναι αληθέστατα· όθεν τιμωρούμεθα τώρα πρόσκαιρα, δια να συνδοξασθώμεν μετ’ αυτού αιώνια, να έχωμεν χαράν ανεκλάλητον και απόλαυσιν ατελεύτητον. Ταύτα παρώργισαν πάλιν τον ασεβή περισσότερον και προστάσσει να πυρώσουν σιδηράν κλίνην και να απλώσουν επάνω αυτής τον Άγιον· τούτου δε γενομένου έκαμε τον Σταυρόν του, και ηπλώθη όλος εις τον κεκαυμένον εκείνον και φοβερόν κράββατον· και αι μεν σάρκες διελύοντο κατακαιόμεναι, αυτός δε εφαίνετο ώσπερ να ήτο εις στρώμα μαλακόν και ηυχαρίστει τον Κύριον. Αλλ’ επειδή περισσότερον ελυπείτο ο Άγιος, ότι δεν εγνώριζαν τον αληθή Θεόν οι Έλληνες, παρά δια τας κολάσεις τας οποίας του έδιδον, ηθέλησε να τους κάμη να εννοήσουν την αδυναμίαν των μικρών των θεών και λέγει προς τον τύραννον να τον οδηγήσουν εις τον ναόν των ειδώλων. Οι δε ασεβείς, θαρρούντες ότι ήθελε να προσκυνήση, εχάρησαν και τον επήγαν εντίμως με δορυφορίαν, ως μέγαν άρχοντα. Φθάσας ο Άγιος εις τον βωμόν, ήγγισεν ολίγον με την δεξιάν του εις το μεγαλύτερον και περιφανέστερον είδωλον, λέγων· «Σε προστάσσω να πέσης κατά γης, να γίνης χώμα λεπτότατον». Και παρευθύς έγινεν έργον ο λόγος του· οι δε παρόντες εθαύμασαν, και γνωρίσαντες την αδυναμίαν των ειδώλων, επίστευσαν αναρίθμητοι εις τον αληθή Θεόν, προσκυνούντες τον Άγιον. Κατ’ εκείνην την ώραν εφάνη εξαίφνης εις το μέσον του πλήθους ωραία τις και πάγκαλος κόρη, ήτις έλαβεν από τας χείρας τον Άγιον λέγουσα· «Εγώ είμαι η αδελφή σου Ευλαμπία, καθώς δε μία μήτηρ μας εγέννησε και ανέθρεψεν, ούτως είναι πρέπον να λάβωμεν ένα θάνατον δια την αγάπην του αληθινού Θεού και Σωτήρος μας». Ταύτα λέγουσα ενουθέτει τους παρεστώτας να λάβουν από αυτήν παράδειγμα, να γνωρίσουν την ευσέβειαν. Ο δε κακοδαίμων τύραννος έγινεν άλλος εξ άλλου από την θλίψιν του όχι μόνον δια την απώλειαν του θεού του, αλλά και δια την παρρησίαν της Μάρτυρος· και βλέπων αυτήν με όμμα άγριον, είπε προς αυτήν ο παμμίαρος· «Ψεύδεσαι, αναίσχυντον γύναιον, ότι είναι αδελφός σου ο Ευλάμπιος, αλλά τον έχεις εραστήν και δια τούτο ήλθες εις το μέσον τόσων ανδρών, αναιδεστάτη, και προσποιείσαι την Χριστιανήν, άσεμνε· ιδέ να αφήσης αυτό το πάθος και δεήσου προς τους φιλανθρώπους θεούς να σε συγχωρήσωσι, και μη θελήσης να υστερηθής τα αγαθά της παρούσης ζωής και τον λαμπρότατον ήλιον, ούτε να προσκολληθής με αυτόν τον μάγον και γόητα· ει δε και παρακούσης τους λόγους μου, μάρτυρας επικαλούμαι όλους τους θεούς, ότι άλλο καλόν δεν θέλεις απολαύσει από τον Ευλάμπιον, ειμή μόνον να λάβης χειρότερα κολαστήρια». Τότε η γενναία Ευλαμπία και ανταξία αδελφή του Μάρτυρος απεκρίθη χωρίς τινα δειλίαν και λέγει εις τον τύραννον· «Άκουσον, ω δικαστά, να γνωρίσης καλώς την γνώμην μου. Χριστού δούλη είμαι· αυτός είναι η πνοή και ζωή μου, και της ψυχής μου το αγαλλίαμα· αυτόν αγαπώ και διψώ να θανατωθώ δια την αγάπην του· λοιπόν ετοίμαζε πυρ, ακόνιζε ξίφη, και πάσαν άλλην συλλογίσου βάσανον, διότι ετοίμη είμαι να πάθω περισσότερα, παρά όσα υπέμεινεν ούτος ο αδελφός μου, δια να καταλάβης ότι είμαι αδελφή του εις την σάρκα και εις την ψυχήν και γνώμην κατ’ αλήθειαν, και μη έχης ελπίδα τινά ποσώς εις εμέ, να με παραπείσης τάχα με τας κολακείας σου ή να δειλιάσω τας βασάνους ως απαλή κόρη και ανήλικος, διότι ο Παντοδύναμος Θεός, όστις μας έδωσε την προθυμίαν και τα όπλα να πολεμήσωμεν σε και τον διάβολον, τον οποίον προσκυνείς, εκείνος θέλει μας βοηθήσει και να σας νικήσωμεν». Ταύτα μεν η Αγία με γλώσσαν πεπαρρησιασμένην κατά του τυράννου ελάλησεν· αυτός δε, μη υποφέρων τον έλεγχον, προστάσσει να την δέρουν δυνατά εις το πρόσωπον και τόσον την ερράπισαν, ώστε ηλλοιώθη το κάλλος της μορφής και η φωνή της έσβησεν. Ο δε Ευλάμπιος την ενεθάρρυνε να ίσταται ανδρείως και να μη δειλιά την βάσανον, και ούτως υπέμεινεν η αείμνηστος. Μετά ταύτα εσκέφθη πάλιν ο τύραννος άλλην κόλασιν και προσέταξε να βράσουν νερόν εις ένα μεγάλον λέβητα, δια να τους βάλουν εντός αυτού και να τους αφήσουν εκεί, έως να μείνουν μόνον τα κόκκαλα. Όταν δε ητοιμάσθη ο λέβης, εισήλθεν ευθύς εντός αυτού ο Άγιος, η δε κόρη ως απαλωτέρα εις την φύσιν εδειλίασε και εφοβείτο βλέπουσα ότι εκόχλαζε το ύδωρ. Ο δε αδελφός και Συναθλητής αυτής εσήκωσε την κεφαλήν επάνω από τα ύδατα, και προσεκάλει την Αγίαν λέγων· «Είσελθε, αδελφή μου ηγαπημένη, και μη δειλιάζης ουδόλως, μη βλέπης το πυρ και τα ύδατα, αλλά ύψωσε τους ψυχικούς οφθαλμούς επάνω εις τον Θεόν και αυτός μας δίδει βοήθειαν, από εμέ δε γνώρισε την αλήθειαν, ότι δεν με βλάπτει ποσώς η καύσις του θερμού ύδατος, αλλά μου φαίνεται ως δρόσος καταψύχουσα». Με τούτους τους λόγους έλαβε θάρρος η Ευλαμπία και εισήλθεν εις τον λέβητα, παρευθύς δε εψυχράνθη το ύδωρ ως κρύσταλλος και ίσταντο αμφότεροι αγαλλόμενοι. Τοιούτον θαυμάσιον ιδόντες πολλοί των Ελλήνων επίστευσαν· όχι μόνον ο κοινός λαός, αλλά και αυτός ο τύραννος ήρχισε να ολιγοστεύη το σέβας, το οποίον είχεν εις τα είδωλα· πλην ο ασύνετος δεν επέστρεψεν εις την ευσέβειαν από τα τόσα θαυμάσια, αλλά πάλιν οπλίζεται κατά του Αγίου, και προστάσσει να τον τυφλώσουν, δια να δειλιάση και η αδελφή του, μήπως και την διαστρέψη. Αλλά ματαίως εκοπία ο ασυνείδητος, διότι τους μεν οφθαλμούς υστερήθη ο Άγιος, τας δε ψυχάς είχον αμφότεροι στερεωμένας εις την ευσέβειαν και ποσώς δεν εσάλευσεν ο πύργος της ομολογίας των. Τότε πάλιν εκέλευσεν ο ηγεμών να εκκαύσωσι δυνατά κάμινον, ούτως ώστε να σπινθηροβολά ως την Βαβυλώνιον. Έως ότου δε να συνάξουν τα ξύλα και την άλλην ύλην και να ευτρεπίσουν αυτήν, εκρέμασαν την Αγίαν από τας τρίχας της κεφαλής· αύτη δε η τιμωρία δίδει πολύν πόνον εις τα νεύρα και τας μήνιγγας, αλλ’ η μακαρία δούλη του Χριστού ενόμιζε τρυφήν εκείνην την βάσανον και προσηύχετο λέγουσα· «Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου, ότι με ηξίωσας να τιμωρηθώ δια την αγάπην σου». Αφ’ ου δε εκαύθη η κάμινος τόσον, ώστε οι περιεστώτες μόνον να την βλέπωσιν ετρόμαξαν, επήραν τους Μάρτυρας δια να τους ρίψουν εντός αυτής κατά την προσταγήν· και τον μεν Άγιον ήγειραν, διότι τον είχον τυφλώσει, ως είπομεν, και δεν ηδύνατο να περιπατή, η δε γενναία Ευλαμπία έτρεχε χαίρουσα, ώσπερ να επήγαινεν εις νυμφικόν δωμάτιον. Καθώς δε τους έρριψαν εις την κάμινον (ω του θαύματος!) η φλοξ εσχημάτισε θόλον και αφήνουσα το κέντρον κενόν περιεστρέφετο πέριξ των Αγίων, ανερχομένη δε επάνω αυτών εσχηματίζετο ως γέφυρα, και αυτοί ίσταντο εις το μέσον αβλαβείς, ως να ήσαν εις δροσερόν λειμώνα· εχαίροντο δε διότι το πυρ μεταστρέψαν την καυστικήν του φύσιν εις ψύχος τους εδρόσιζεν· όθεν και αυτοί ευχαριστούντες υμνολόγουν και εδόξαζον τον Κύριον Ιησούν, ψάλλοντες την πολυϋμνητον και παγκόσμιον ωδήν των Αγίων Τριών Παίδων. Τοιαύτην τερατουργίαν ιδών ο ασυνείδητος τύραννος εξεπλάγη, και μη γνωρίζων πλέον ποίαν άλλην βάσανον να τους δώση, εβαρύνθη να πολεμή με τον Παντοδύναμον ο αδύνατος. Μη έχων λοιπόν ελπίδα τινά εις τους Μάρτυρας έδωκε κατ’ αυτών την τελευταίαν απόφασιν, να κόψουν τας αγίας αυτών κεφαλάς· και ούτω ο μεν Άγιος απεκεφαλίσθη κατά το πρόσταγμα, η δε Ευλαμπία παρέδωκε την αγίαν ψυχήν εις τας αχράντους παλάμας του Δεσπότου Χριστού εν ειρήνη, πριν να κόψουν την κεφαλήν της οι δήμιοι. Τούτο δε συνέβη εις την Μάρτυρα ουχί απλώς και ως έτυχεν, αλλ’ ούτως ο Θεός ωκονόμησε, δια να μη εγγίσουν αι ακάθαρτοι χείρες των δημίων επάνω αυτής, αλλά να φυλαχθή, έτι δε και δια να διαψευσθή εις την ελπίδα αυτού ο μάταιος τύραννος και να γνωρίση ότι δεν ενίκησεν αυτός, αλλ’ ο Θεός, όστις εξουσιάζει την ζωήν και τον θάνατον και ότε αυτός ηθέλησε, τότε και την ψυχήν της Μάρτυρος παρέλαβεν ατάραχα και χωρίς σπάθην, δια νε μη τελειωθή το πρόσταγμα του τυράννου. Αυτά είναι των αηττήτων Μαρτύρων του Χριστού τα παλαίσματα· τοιούτον τέλος παμπόθητον έλαβον οι αοίδιμοι. Τούτους οι Άγγελοι εμακάρισαν, οι Πατριάρχαι και Απόστολοι επήνεσαν, οι Μάρτυρες ως συναθλητάς υπεδέχθησαν χαίροντες, και απλώς ειπείν και αυτός ο αγωνοθέτης και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, τον οποίον ενώπιον των ανθρώπων μαρτυρικώς ωμολόγησαν και δια την αγάπην του τοσαύτα κολαστήρια πάνδεινα υπέμειναν, τους υπεδέχθη με ιλαρόν και αγαλλιώμενον πρόσωπον και τους ευφήμησε και αυτός ενώπιον του Πατρός, καθώς έταξεν εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, και τους έκαμε κοινωνούς της δόξης της Βασιλείας του. Ότι Αυτώ πρέπει τιμή και δόξα, κράτος, μεγαλωσύνη τε και μεγαλοπρέπεια, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου