Η Ορθόδοξη Καθολική
Εκκλησία «παρέλαβε» και «διατηρεί» τη Θεοτόκο στο κέντρο της λατρείας της, όπως
ακριβώς ο «ηγαπημένος» μαθητής του Κυρίου, ο Ιωάννης, την «παρέλαβε εις τα ίδια»,
σαν ό,τι πολύτιμο είχε μετά τον Ιησού, και όπως οι μαθητές «προσκαρτερούντες
ομοθυμαδόν τη προσευχή», την είχαν στο κέντρο της συνάξεώς τους, σύμφωνα με τις
Πράξεις των Αποστόλων Κεφ.1, στ. 14.
Αυτός είναι ο λόγος
για τον οποίον το «μυστήριον» της Παρθένου στην Ορθοδοξία είναι «μυστήριον»
λειτουργικό και μόνο μέσω της θ. λατρείας είναι δυνατόν να διακρίνουμε το
πλήθος των χωρίων, τόσο της Π. Διαθήκης όσο και της Καινής, που αναφέρονται σ΄
Αυτή. Γι΄ αυτό ακριβώς το «μυστήριον» εκφράζεται και ο υμνωδός σ΄ ένα από τα
Στιχιρά των Αίνων της Κυριακής: «Κύριε, εσφραγισμένου του τάφου υπό των
παρανόμων, προήλθες εκ του μνήματος, καθώς ετέχθης εκ της Θεοτόκου. Ουκ έγνωσαν
πώς εσαρκώθης οι ασώματοί σου άγγελοι… πεφανέρωται δε τα θαύματα τοις
προσκυνούσιν εν πίστει το μυστήριον…».
Οι Ευαγγελιστές
γράφουν, πράγματι, στα ιερά κείμενα ό,τι είναι απαραίτητο για την «ασφάλειαν
λόγων» (Λουκ. 1,4) και αφήνουν τα υπόλοιπα να τα ζη η Εκκλησία στη λατρεία της.
Εκείνο που τους
ενδιαφέρει είναι να παρουσιάσουν το Χριστό, να καταστήσουν δηλ. σαφή την
Οικονομία της σωτηρίας. Είναι δε χαρακτηριστικό πως ό,τι σχετίζεται με την
Οικονομία της σωτηρίας και αναφέρεται στη Θεοτόκο, το σημειώνουν και οι
τέσσαρες Ευαγγελιστές με ιδιαίτερη έμφαση. Έτσι υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η
Μαρία κατάγεται «εξ οίκου Δαβίδ» (Λουκ. 1,27), ότι δηλ. ανακεφαλαιώνει στο πρόσωπό Της την Π. Διαθήκη, ότι είναι Παρθένος και
γεννά «εκ Πνεύματος Αγίου» (Λουκ.1, 28-35), ότι είναι παρούσα στην αρχή της
δημόσιας δράσης του Ιησού, όπου λαμβάνει, μάλιστα, ενεργόν μέρος (θαύμα Κανά,
Ιω.2,1-11), αλλά και στο τέλος, όταν ο Υιός της βρίσκεται στο Σταυρό (Ιω.
19,25-28). Ακόμη, παρευρίσκεται στην Πεντηκοστή, που είναι η σύσταση και η
φανέρωση της Εκκλησίας, αφού, «ούτοι πάντες ήσαν προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν
…συν γυναιξί και Μαριάμ τη μητρί του Ιησού» (Πραξ. 1,14).
Πέραν όμως απ΄
αυτούς τους κεντρικούς σταθμούς υπάρχουν και άλλες λιγότερο ή περισσότερο
σαφείς εκφράσεις, που προσφέρουν μία, αν όχι πλήρη, πάντως όμως επαρκή βιβλική εικόνα της θεομήτορος. Αρκεί
να υπενθυμίσουμε την ωδή Της «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον…» (Λουκ.
1,46-55), που σ΄ αυτή εκφράζεται η εφαρμογή στο πρόσωπο της Παναγίας των βασικότερων προφητειών της Π.Δ.
Και, για να περιοριστούμε στην αρχή και στο τέλος, στο ιδιαίτερα εκφραστικό 12οΚεφ.
της Αποκαλύψεως, όπου το «μέγα σημείον εν τω ουρανώ», η «περιβεβλημένη τον
ήλιον γυνή, είναι Εκείνη, η οποία «έτεκεν υιόν άρρενα, ος μέλλει ποιμαίνειν
πάντα τα έθνη εν ράβδω σηδηρά» (Αποκ. 12,1-6). Στην ίδια γραμμή εύκολα ο
ορθόδοξος μελετητής καταλαβαίνει ότι η Μαρία είναι η γυνή, το σπέρμα της οποίας
συνέτριψε την κεφαλή του «αρχεκάκου όφεως» (Γεν. 3,15), ότι Αυτή είναι η
αληθινή «Κιβωτός της Διαθήκης» (Εξ. 25,9 κ΄εξής), «η Πύλη η κατά ανατολάς
κεκλεισμένη (Ιεζ. 44,1), η «Ράβδος Ααρών η βλαστήσασα» (Αριθ. 17,23), με μια
λέξη η ανακεφαλαίωση της Ιερής Ιστορίας, η πραγμάτωση των «τύπων» και των
«σκιών» της Π.Δ. Γι΄ αυτόν, ακριβώς, το λόγο οι ορθόδοξοι δεν δεχόμαστε πως δεν υπάρχουν επαρκή περί της Θεοτόκου βιβλικά δεδομένα,
πράγμα που δέχτηκαν με υπερβολική ευκολία Προτεστάντες και Ρ/Καθολικοί, και οι μεν πρώτοι
αρνήθηκαν κάθε ευλάβεια προς τη Θεοτόκο, οι δε δεύτεροι δημιούργησαν μία περί
της Παρθένου θεολογία «παραβιβλική».
Επίσης, η πατερική
παράδοση σχετικά με το πρόσωπο της Θεοτόκου και τη συμβολή της στο μυστήριο της
σωτηρίας αρχίζει από πολύ νωρίς, ήδη από τους Αποστολικούς Πατέρες, δηλ. από
τους άμεσους διαδόχους των Αποστόλων. Πρώτος ο αγ. Ιγνάτιος ο θεοφόρος (+110)
γράφει: «Ο γαρ Θεός ημών Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ΄ οικονομίαν
Θεού, εκ σπέρματος Δαβίδ, πνεύματος δε αγίου… Η παρθενία Μαρίας και ο τοκετός
αυτής, ομοίως και ο θάνατος του Κυρίου, τρία μυστήρια κραυγής, άτινα εν ησυχία
Θεού επράχθη». (Προς τους Εφεσ. επιστολή του, 18-20). Στη συνέχεια ο αγ.
Ιουστίνος, φιλόσοφος και μάρτυς (2ος αι.), γράφει: «…Παρθένος γαρ ούσα Εύα και άφθορος τον
λόγον τον από όφεως συλλαβούσα, παρακοήν και θάνατον έτεκεν. Πίστιν δε και
χάριν λαβούσα Μαρία η Παρθένος ζωήν έτεκεν».
Αυτήν, ακριβώς, τη
σχέση – αντίθεση Μαρίας – Εύας ανέπτυξεν ιδιαίτερα και σε βάθος ο αγ.
Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνου (Λυών) (τέλος 2ου αι.). Αναφέρει ότι, όπως η ανυπακοή της Εύας έφερε στον
κόσμο τη φθορά και το θάνατο, έτσι η υπακοή της Νέας Εύας, δηλ. της Παρθένου,
χάρισε στον κόσμο τη ζωή.
Τον 3ο μ.Χ. αι. οι δύο μεγάλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς ο
Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (+215) και Ωριγένης (+253), είναι κατηγορηματικοί στο
χαρακτηρισμό της Μαρίας ως Παρθένου μητέρας, μάλιστα δε αειπαρθένου και
παναρέτου. Ο Ωριγένης γράφει: «Το αξίωμα της Μαρίας εν παρθενία τηρείν μέχρι
τέλους βούλονται, ίνα μη (το) κριθέν εκείνο σώμα… γνω κοίτην ανδρός μετά το
επελθείν εν αυτή πνεύμα άγιον».
Οι επόμενοι αιώνες,
4ος και 5ος, είναι καθοριστικοί για την θεομητορική θεολογία. Πρώτος
ο αγ. Αλέξανδρος, Πατρ. Αλεξανδρείας, (+328), χρησιμοποιεί, κατά τρόπο σαφή και
επίμονο, τον όρο «Θεοτόκος» στις μοναχές της επισκοπής του. Σ΄ αυτό τον
μιμείται και ο Μ. Αθανάσιος (+373), διάδοχός του στον Πατρικό θρόνο, στην
ωραιότατη επιστολή του, που επιγράφεται «Προς τας Παρθένους». Τέλος, ο αγ. Επιφάνιος Κύπρου
(403), στα έργα του θεωρεί την Παναγιά «πηγή ζωής» και «Μητέρα ζώντων».
Όμως, σταθμός για
τη θεολογία γύρω από το πρόσωπο της Θεοτόκου θεωρείται ο 5ος αιώνας και συγκεκριμένα το έτος 431, όταν συγκαλείται
στην Έφεσο η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος για την καταδίκη του Νεστοριανισμού. Ως
γνωστόν, ο Νεστόριος, Πατριάρχης Κων/πόλεως, αρνιόταν την πλήρη και ασύγχητη
«εν Χριστώ» ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως, γι΄ αυτό χρησιμοποιούσε για την
Παναγία τον όρο «Χριστοτόκος» και «ανθρωποτόκος». Η Σύνοδος στην Έφεσο
καταδίκασε τις θέσεις αυτές του Νεστορίου ως αιρετικές και επεκύρωσε τις θεολογικές
θέσεις του αγ. Κυρίλλου, Πατριάρχη Αλεξανδρείας, τις οποίες και κατέστησε όρο της: «Ομολογούμεν την αγίαν Παρθένου Θεοτόκον, δια
τον Θείον Λόγον σαρκωθήναι και ενανθρωπήσαι και εξ αυτής της συλλήψεως ενώσαι
αυτώ τον εξ αυτής ληφθέντα ναόν».
Έτσι, η Γ΄
Οικουμενική Σύνοδος έδωσε αφορμή να αναπτυχθεί στους αιώνες που ακολούθησαν η
περί Θεοτόκου θεολογία και να καθιερωθούν οι «θεομητορικές» εορτές, που με τη
σειρά τους στάθηκαν, επίσης, αφορμή για αναρίθμητες «θεομητορικές» ομιλίες.
Αν, όμως, η κάθε
εποχή έχει το δικό της πλούτο, είναι αναμφισβήτητο ότι μετά τον 5ο αι., ο κατ΄ εξοχήν «θεομητορικός» αιώνας είναι ο 14ος,
κατά τον οποίον ηχούν οι δογματικές φωνές Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχ/που
Θες/νίκης, Νικολάου Καβάσιλα και Θεοφάνους του Νικαέως. Οι τρεις αυτοί πατέρες θεμελιώνουν
θεολογικά τρία συγχρόνως σημεία: α) Την απόλυτα προσωπική αγιότητα της Θεοτόκου
και την εσχατολογική τοποθέτησή Της μετά την Αγία Τριάδα, β) τη θεμελιώδη
Χριστολογική σημασία Της, και γ) την εντελώς κεντρική θέση Της στην Οικονομία
της σωτηρίας, δηλ. τον ενεργητικό ρόλο της στο μυστήριο της Σαρκώσεως και την
εις τους αιώνες παραμονή Της στο κέντρο του μυστηρίου της Εκκλησίας.
Έτσι, η τιμή στο
πρόσωπο, αλλά, κυρίως, στο ρόλο της Θεοτόκου στο γεγονός της σωτηρίας, από πολύ
νωρίς εκδηλώνεται και στη λατρεία της Εκκλησίας. Γι΄ αυτό σε όλη τη διάρκεια
του εκκλησιαστικού έτους τιμάται η Παναγία με τις «θεομητορικές», όπως
προαναφέρθηκε εορτές, αλλά και με άλλες που συνδέονται και με θαύματα που αποδίδονται
στη Χάρη της.
Στο πρώτο μας άρθρο που έφερε τον τίτλο «Η Θεοτόκος στη Βιβλική και πατερική
Παράδοση», αναφερθήκαμε στο πρόσωπο και στο ρόλο της Θεοτόκου στο μυστήριο της
σωτηρίας, όπως εκφράζονται από τους ιερούς συγγραφείς της Αγ. Γραφής και τους
Πατέρες της Εκκλησίας, με αφορμή την εορτή του Ευαγγελισμού (25η Μαρτίου).
Στο άρθρο που
ακολουθεί θ΄ αναφερθούμε στην τιμή που αποδίδεται στη Θεοτόκο κατά την περίοδο
της Μ. Τεσσαρακοστής, με αφορμή την Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου.
Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου