O Συναξαριστής της ημέρας.
Δευτέρα, 8 Ιουλίου 2019
Δευτέρα, 8 Ιουλίου 2019
Ότε εβασίλευεν ο
ασεβέστατος Διοκλητιανός, αγριώτατα εφέρετο προς τους Χριστιανούς και
δεινότατος πολέμιος αυτών εγένετο. Διότι άλλον σκοπόν δεν είχον άπαντες,
ηγεμόνες και άρχοντες, ειμή μόνον να εκριζώσουν την ευσέβειαν και να αφανίσουν
τους Χριστιανούς, οι άχρηστοι. Επειδή ο παράνομος αυτοκράτωρ έστειλεν εις όλην
την οικουμένην προστάγματα, τα οποία έγραφον εις τους αρχηγούς να φροντίσουν με
πάσαν επιμέλειαν την τοιαύτην υπόθεσιν.
Εξόχως δε έγραψε δόγμα κατά της πόλεως
Αιλιέων ταύτα λέγων· «Ο μέγας βασιλεύς και αυτοκράτωρ Διοκλητιανός προστάσσω
όλους εκείνους, οίτινες εις εμέ υποτάσσονται, να σπουδάζουν επιμελώς να
θεραπεύουν τους μεγάλους και ανικήτους θεούς, να κτίζουν εις αυτούς ναούς, να
τους εορτάζουν και να θυσιάζουν καθ’ εκάστην ενώπιον παντός του λαού με την
πρέπουσαν παρρησίαν. Και όσοι δεν υποταχθούν εις τούτο το πρόσταγμα, να
λαμβάνουν κακόν και επώδυνον θάνατον. Όσοι δε πάλιν φανώσι προς ημάς και προς
τους θεούς ευγνώμονες, να απολαμβάνουν πολλών δωρεών». Ταύτα αφ’ ου έγραψεν ο
τύραννος, απέστειλε τον Μαξιμιανόν εις τα έθνη τα εκείθεν των Άλπεων και τον
Γαλέριον εις την Περσίαν. Ούτος δε, συνάξας τους ικανωτέρους στρατιώτας,
απήλθεν εις την Αίγυπτον, όπου είχε πόλεμον μετά τινος γενναίου, Αχιλλέως
ονόματι, ο οποίος εζήτει να γίνη βασιλεύς τυραννικώς. Αλλ’ ο Διοκλητιανός ενίκησεν
αυτόν. Έπειτα, ερχόμενος εις την Αντιόχειαν, επληροφορήθη ότι οι περισσότεροι
των κατοίκων ταύτης της πόλεως επίστευσαν εις τον Χριστόν, καταφρονούντες τα
είδωλα. Ούτω δε γράφει και ο θεηγόρος Λουκάς εις τας Πράξεις των Αποστόλων.
Ότι, δηλαδή, πρότερον εξ όλων των χωρών ο Χριστός ωνομάσθη Θεός εις την
Αντιόχειαν. Ταύτα και ο Διοκλητιανός ακούσας εθυμώθη σφόδρα, ο ανόητος. Αλλά
δεν ηθέλησε τότε να ερευνήση ταύτα, διότι είχε πόθον να υπάγη πρώτον εις την
Δάφνην, να προσκυνήση τον Απόλλωνα, προς τον οποίον εθυσίασε βόας χιλίους, ο
μωρός και ανόητος. Έπειτα, ως επέστρεψεν εις την Αντιόχειαν, υπεδέχθησαν αυτόν
άπαντες με πολλήν τιμήν, επειδή έπρεπε να τον τιμήσουν ως βασιλέα. Εις ταύτην
την πόλιν της Αντιοχείας έζη μία ευγενής γυνή, Θεοδοσία ονόματι, συγκλητική το
αξίωμα, εκ των πρώτων αρχοντισσών της πόλεως, ήτις είχε πλούτον πολύν και ένα
υιόν, Νεανίαν καλούμενον. Αλλ’ ήτο χήρα και προσεκύνει τα είδωλα. Ο δε ανήρ
αυτής εκαλείτο Χριστοφόρος κατά το όνομα και την πράξιν, όστις και απέθανεν εις
την ευσέβειαν. Αλλ’ ο Νεανίας ανετράφη και εδιδάχθη παρά της μητρός, μετά την
τελευτήν του πατρός. Όθεν επίστευε και αυτός εις τα είδωλα, καθώς αυτή τον
εδίδαξεν. Έχουσα δε πόθον η Θεοδοσία να τιμήση ο βασιλεύς τον υιόν της, μετέβη
προς αυτόν, προς τον οποίον, παραδώσασα χρυσίον πολύ, παρεκάλει να δώση εις τον
υιόν της μέγα αξίωμα. Ο Διοκλητιανός τότε, εξετάσας ακριβώς τον Νεανίαν, και
ιδών ότι ήτο πολύ φρόνιμος και καλώς κατηρτισμένος εις την Ελληνικήν παιδείαν
και ότι δεν προσεκύνει τον Χριστόν, ως ο πατήρ του, αλλ’ είχεν εις τα άψυχα
ξόανα πολλήν ευλάβειαν, έλαβε το χρυσίον από την μητέρα του και ωνόμασεν αυτόν
δούκα εις όλην την Αλεξάνδρειαν. Εις την οποίαν και τον απέστειλε, παραχωρήσας
συνοδείαν στρατιωτών εκ δύο ταγμάτων και προστάσσων αυτόν, όσους Χριστιανούς εύρη
και δεν αρνηθούν τον Εσταυρωμένον, πρώτον να αρπάζη όλα τα πράγματα και τα
υπάρχοντα αυτών και έπειτα με πολλά βασανιστήρια να δίδη εις αυτούς πικρόν και
επώδυνον θάνατον. Ενώ δε ο Νεανίας απήρχετο μεθ’ όλου του πλήθους των
στρατιωτών προς την Αλεξάνδρειαν, κινών την κεφαλήν κατά των Χριστιανών και
πνέων κατ’ αυτών εκδίκησιν, ως ανόητος, έτυχε τον καιρόν εκείνον ο ήλιος να
καίη πολύ την ημέραν. Όθεν μη δυνάμενος να περιπατή την ημέραν, διότι οι ίπποι
εδίψων πολύ και εκινδύνευον να αποθάνουν, ηναγκάζετο να οδοιπορή καθ’ όλην την
νύκτα δι’ ολιγώτερον κόπον. Όταν έφθασαν εις την Απάμειαν της Συρίας, εξήλθεν
όλη η πόλις και με πολλήν τιμήν προϋπήντησαν αυτόν κατά την σθνήθειαν. Έπειτα
το εσπέρας ανεχώρησαν εκείθεν και πορευόμενοι τον δρόμον των, όταν διήνυσαν τριάκοντα
στάδια, την τρίτην ώραν της νυκτός εγένετο σεισμός και κεραυνός κατέπεσε
φοβερώτατος, εκ δε της αστραπής εξήλθε φωνή μεγάλη, λέγουσα· «Νεανία, που
θελεις να υπάγης και κατά τίνος μάχεσαι»; Ταύτα ακούσαντες πάντες ετρόμαξαν. Ο
δε Νεανίς ωμολόγησε με γνώμην ελευθέραν, τοιαύτα ειπών· «Ο βασιλεύς με διώρισε
δούκα Αλεξανδρείας και με απέστειλεν εκεί να θανατώσω άπαντας τους Χριστιανούς,
όσοι πιστεύουσι τον Εσταυρωμένον και να στερήσω τούτους εξ όλων των πραγμάτων
των». Τότε πάλιν απεκρίθη ο Κύριος, λέγων· «Λοιπόν ήλθες και συ να με
πολεμήσης»; Ο Νεανίας τότε απήντησε· «Τις είσαι, Κύριε; Διότι δεν ημπορώ να σε
εννοήσω». Τότε εφάνη εις αυτόν εις Σταυρός εκ κρυστάλλου και φωνή εξήλθεν εκ
του Σταυρού, λέγουσα· «Εγώ είμαι Ιησούς ο Εσταυρωμένος, ο Υιός του Θεού». Ο δε Νεανίας, ταύτα ακούσας, ηρώτησεν: «Εάν
είσαι Υιός του Θεού, διατί σε κατεδίκασαν εις θάνατον οι αρχιερείς των Εβραίων
και πως κατεδέχθης να σε ποτίσουν όξος και χολήν»; Και πάλιν η φωνή είπε:
«Νεανία, επειδή μέλλεις να γίνης και συ σκεύος μου εκλελεγμένον, άκουσον το
μυστήριον της οικονομίας μου. Γίνωσκε λοιπόν ότι δια την σωτηρίαν των ανθρώπων
έπαθον ταύτα εκουσίως, διότι εάν εγώ δεν απέθνησκον επί του Σταυρού, ο κόσμος
δεν θα εσώζετο». Δια των λόγων τούτων ο Χριστός επλήρωσε την ψυχήν του νέου ευφροσύνης
και αγαλλιάσεως. Έπειτα είπε προς αυτόν: «Δια του τύπου τούτου του Σταυρού, τον
οποίον σου έδειξα, θέλεις νικήσει τους πολεμούντας σε και ας είναι η ειρήνη και
αγάπη μου μετά σου». Τότε, ο μεν Ιησούς ανήλθεν εις τα ουράνια, ο δε Νεανίας
και οι λοιποί έμειναν χαίροντες. Επορεύθη λοιπόν ο Νεανίας εις την Σκυθόπολιν
όπου συναθροίσας όλους τους χρυσοχόους, είπεν εις αυτούς: «Έχω πόθον να μου
κατασκευάσητε με πάσαν επιμέλειαν εν σκεύος πολύτιμον. Όστις λοιπόν είναι ο
καλλίτερος τεχνίτης να κατασκευάση τούτο πολύ ωραίον και θα του δώσω όσα
αργύρια μου ζητήση». Οι δε χρυσοχόοι έδειξαν εις αυτόν ένα ονομαζόμενον Μάρκον,
όστις εγνώριζε την τέχνην καλώς, ειπόντες: Ούτος είναι άξιος να εργασθή κατά
τον πόθον σου. Τότε ο Νεανίας εκάλεσε μόνον τον Μάρκον εις το δωμάτιόν του
κρυφίως και παρήγγειλεν εις αυτόν να κατασκευάση ένα Σταυρόν, καθώς είδεν αυτόν
εις την θείαν οπτασίαν. Ο δε Μάρκος είπε: «Φοβούμαι να τον κατασκευάσω, διότι,
εάν το μάθη ο βασιλεύς, θα με θανατώση». Ο Νεανίας τότε ώμοσεν όρκους φοβερούς
να τον φυλάττη κρυφά και να μη ομολογήση τίποτα εις ουδένα. Όθεν ο Μάρκος
ησφαλίσθη εις την οικίαν του Νεανίου και κατεσκεύασε κρυφίως τον Σταυρόν. Και
όταν ετελείωσεν αυτόν, είδεν εν εξαίσιον θέαμα. Ανεφάνησαν εις τον Σταυρόν
εκείνον τρεις εικόνες, ήτοι μορφαί με εβραϊκά γράμματα, άτινα έγραφον εις μεν
το επάνω μέρος: «Του Δεσπότου η μόρφωσις». Εις το δεξιόν εφαίνετο εις Άγγελος
και εγράφετο «Μιχαήλ» και εις το αριστερόν «Γαβριήλ». Τας οποίας εικόνας με
επιμονήν προσεπάθησε να εξαλείψη ο χρυσοχόος και όχι μόνον δεν ηδυνήθη, αλλά
μάλλον εμαράνθη η χειρ του και έμεινεν ανενέργητος. Μεταβάς δε μίαν νύκτα ο
Νεανίας να ίδη εάν ετελείωσεν ο Σταυρός και ιδών τούτον εχάρη πολύ και ευθύς
προσεκύνησεν αυτόν, ερωτήσας δε δια τα μορφώματα και τα γράμματα, τι εσήμαινον,
έλαβε την απάντησιν ότι δεν εγνώριζεν ο Μάρκος, επειδή αυτός δεν κατεσκεύασε
ταύτα, αλλά μόνα των, με τρόπον θαυμάσιον, ετυπώθησαν. Τότε ο Νεανίας, ως
γνωστικός, ηννόησεν ότι ταύτα εγένοντο εκ θεϊκής ενεργείας, και πεσών επί της
γης προσεκύνησεν αυτά με πολλήν ευλάβειαν. Έπειτα έδωκε του χρυσοχόου πολλά
εργύρια με φιλότιμον γνώμην, ευχαριστών αυτόν και τυλίξας τον Σταυρόν με
πορφύραν πολύτιμον ανεχώρησεν ομού μετά των στρατιωτών αυτού δια την πόλιν
Αλεξάνδρειαν. Έτυχε δε να ευρεθή εκεί εις μίαν μεγάλην ανάγκην, λυτρώσας πολλάς
γυναίκας από την αισχύνην και τον ψυχικόν θάνατον. Διότι εκείνον τον καιρόν
όλοι οι Αγαρηνοί ήρπαζον δυναστικώς τας θυγατέρας των επισήμων ανδρών και
έκαμνον ταύτας συζύγους των, οι μιαρώτατοι. Μη δυνάμενοι δε οι γονείς να
εναντιωθούν, έκλαιον δια την τοιαύτην συμφοράν και ευρίσκοντο εις απορίαν τι να
πράξουν. Καθώς δε έφθασαν οι βαρβαροι εις την συνοικίαν όπου διέμενεν ο
Νεανίας, ίνα αρπάσουν και εκείθεν όσα κοράσια εύρισκον, συνηθροίσθησαν οι
πολίται και εδέοντο του νέου δουκός να συμπονέση εις την συμφοράν των και να
πολεμήση τους αδίκους εκείνους, ως δίκαιος. Ο δε Νεανίας, ως συμπαθής και
εύσπλαγχνος, ελυπήθη τα δάκρυά των και τρέχει παρευθύς με τους στρατιώτας του,
κρατών τον τίμιον Σταυρόν, εις τον οποίον είχε τας ελπίδας του περισσότερον
παρ’ όσον είχεν ο Ηρακλής και ο Αχιλλεύς εις το ξίφος. Και καθώς ήθελε να
κτυπήση τους βαρβάρους είπε ταύτα με θάρρος και πίστιν, ο αξιοϋμνητος: «Τώρα
θέλω γνωρίσει εάν είσαι Υιός του Θεού του ζώντος Συ, όστις εφάνης καθ’ οδόν και
με συνεβούλευσες τα σωτήρια». Ταύτα δε ειπών, ήκουσε φωνήν εξ ουρανού λέγουσα:
«Έχε θάρρος, διότι εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου, και είμαι μετά σου». Τούτο
ακούσας έλαβε θάρρος και είπεν εις τους στρατιώτας του. «Ας πολεμήσωμεν τους
εχθρούς επειδή, με την δύναμιν του Εσταυρωμένου τούτου, ελπίζω να τους
νικήσωμεν». Και ο λόγος του έργον εγένετο. Διότι τόσος φόβος ενέσκηψεν εις τους
βαρβάρους, ώστε εκόπτοντο ως τα χόρτα και δεν ηδύνατο τις να αντισταθή εις τον
πόλεμον, αλλ’ έπιπτον εις την γην νενικημένοι. Ούτως εφονεύθησαν περισσότεροι
από εξ χιλιάδας. Και το θαυμασιώτερον, ότι εκ των στρατιωτών του Νεανίου όχι
μόνον ουδείς εφονεύθη, αλλ’ ουδέ κατ’ ελάχιστον επληγώθη. Όθεν ο Νεανίας
ενίκησε χωρίς δάκρυ, με του Εσταυρωμένου την δύναμιν. Τότε ο Νεανίας διεμήνυσεν
εις την μητέρα του τας καλάς ειδήσεις, ήτις ελθούσα και ακούσασα πρότερον τας
ανδραγαθίας του υιού αυτής εχάρη και τον εδέχθη με πολλήν αγαλλίασιν,
καταφιλούσα δε τούτον, ως μήτηρ φιλότεκνος, έλεγε: «Πρέπει να ευχαριστήσης τους
θεούς τέκνον μου, τους οποίους παρεκάλεσα, όταν ήρχισες τον αγώνα, και σου
έδωσαν τα νικητήρια». Είπε τότε ο Νεανίας· «Ευλογημένος να είναι ο αληθινός
Θεός, ο δώσας μοι την βοήθειαν». Εκείνη δε απεκρίθη· «Μη λέγης, τέκνον μου
γλυκύτατον, ότι σε εβοήθησεν ένας Θεός, δια να μη οργισθούν οι άλλοι και σε κακοποιήσωσι».
Τότε ο Νεανίας, έχων πόθον να επιστρέψη την μητέρα του προς την ευσέβειαν, ίνα
δώση εις ταύτην το ευ είναι, καθώς εκείνη προσέφερεν εις αυτόν το απλώς είναι,
ενουθέτησε ταύτην δια λόγων σωτηρίων να μισήση την προτέραν πλάνην. Δια να
βεβαιωθή δε την αλήθειαν, έφερεν αυτήν εις το δωμάτιόν της, όπου είχε τα μιαρά
είδωλα, και είπε προς αυτά ο μακάριος· «Σας ερωτώ, τις μου έδωκε την νίκην; Εάν
είσθε θεοί, αποκριθήτέ μοι». Εκείνα, ευλόγως, έμειναν άφωνα ως λίθοι. Τότε
λέγει προς την μητέρα· «Βλέπεις, ότι δεν δύνανται ούτε να αποκριθώσιν»; Η δε
είπε· «Δεν απεκρίθησαν, διότι δεν τους ηρώτησες με ευλάβειαν, αλλά τους
περιγελάς». Είπε τότε ο Άγιος· «Λοιπόν ερώτησέ τους συ ευλαβώς, δια να σου
δώσουν απόκρισιν». Ευθύς η γυνή προσεκύνησε τα είδωλα, ούτω λέγουσα· «Παρακαλώ
σας, θεοί επουράνιοι, Ζεύ παντοκράτωρ και Ποσειδών, όστις ορίζεις την θάλασσαν,
μαντικέ Ήλιε και όσοι άλλοι θεοί ευρίσκεσθε, δεν είσθε σεις οι βοηθήσαντες τον
υιόν μου»; Αλλ’ εκείνοι πάλιν έμειναν βωβοί και άλαλοι. Τότε ο Νεανίας εξεδύθη
την χλαμύδα και ενδυθείς ζήλον ένθεον, απωθήσας την μητέρα, εκρήμνισε τα είδωλα
και έκοψεν αυτά εις μέρη λεπτά, επειδή ήσαν όλα χρυσά και αργυρά και διένειμεν
εις τους πτωχούς, τα ανωφελή κάμνων ωφέλιμα και τα άχρηστα χρησιμώτατα.
Στραφείς δε είπε προς την μητέρα του· «Εγώ μεν έλαβον από τον Εσταυρωμενον
βοήθειαν, αυτά δε ας απολεσθούν κακώς, ως των κακών αίτια». Ταύτα ως είδεν η
Θεοδοσία, ησθάνθη να μαραίνωνται σχεδόν από τον πόνον τα μέλη της, έτρεμεν όλη
και ωργίζετο, αστοχήσασα δε σπλάγχνα μητρικά εκ της ματαίας και ψυχοβλαβούς
ευλαβείας, την οποίαν είχεν εις τα ανόητα ξόανα, έτρεχεν ως δαιμονιζομένη να
καταγγείλη προς τον βασιλέα το τέκνον της. Και ουδέ τον τοσούτον δρόμον
υπελόγισεν, αλλ’ έτρεχε σπουδάζουσα. Ως έφθασεν εις τον Διοκλητιανόν,
προσεκύνησεν αυτόν, ταύτα λέγουσα· «Γίνωσκε, βασιλεύ, ότι απώλεσε τας φρένς του
το τέκνον μου και επίστευσεν εις τον Εσταυρωμένον, ο άγνωστος. Τα δε είδωλα, τα
οποία είχον εις τον κοιτώνα μου, κατέκοψεν εις λεπτά μέρη». Ο βασιλεύς, ακούσας
ταύτα, έστειλεν ευθύς προς Ουλκίωνα, τον ηγεμόνα της Παλαιστίνης, γράμματα,
προστάσσων ούτω· «Λάβε τους επισημοτέρους ανθρώπους αυτών των πόλεων και ύπαγε
προς τον δούκα της Αλεξανδρείας Νεανίαν, τον υιόν της Θεοδοσίς, ήτις, καθώς μας
είπεν, απώλεσεν ούτος τας φρένς του και προσκυνεί ως πεπλανημένος ένα θνητόν
άνθρωπον κακοθάνατον. Προσπάθησον δε, όσον δυνηθής, να τον εξαγάγης από ταύτην
την πλάνην. Άλλως δια πικρών βασάνων θανάτωσέ τον, δι να λάβουν οι άλλοι
παράδειγμα και να μη τολμήσουν να πράξουν τα ίδια». Ούτος ο Ουλκίων κατήγετο εξ
Ιταλίας, σκολιός εις την γνώμην και αγριώτατος. Παρέλβε λοιπόν τους πρώτους της
Συγκλήτου και μετέβη εις το παλάτιον του δουκός, όπου, χαιρετήσας αυτόν, έδωσεν
εις χείρας τα βασιλικά γράμματα. Διότι τον εσεβάσθη και δεν ηθέλησε να είπη δια
στόματος τα προσταχθέντα. Ο δε Άγιος, αναγνώσας τα γράμματα, κατέσχισε ταύτα
και ρίπτων κατά γης με περιφρόνησιν είπε· «Χριστινός είμαι και πράξον το
προσταττόμενον». Ο Ουλκίων τότε προσέβλεψε προς τον Άγιον μετ’ ευσπλαγχνίας
ειπών· «Εγώ ευλαβούμαι και την ευγένειάν σου και τον βασιλέα φοβούμαι και δεν
ηξεύρω τι να κάμω. Λοιπόν σε συμβουλεύω εγώ και όλοι οι άρχοντες να κάμης ότι
δήθεν θυσιάζεις, δια να φανή ότι ετέλεσες το πρόσταγμα του βασιλέως, ίνα
λυτρωθώμεν και ημείς και συ από τον κίνδυνον της ζωής». Αλλ’ ο Άγιος απήντησε·
«Καλά είπες να θυσιάσω, διότι έτοιμος είμαι να υπομείνω πάσαν κόλασιν και να
παραδοθώ εις θάνατον, ίνα γίνω θυσία δια τον Χριστόν, τον οποίον ηγάπησα εξ
όλης μου της ψυχής. Όθεν μη αμελήσης να μου δώσης τας σκληροτέρας βασάνους, δια
να λάβω από τον Δεσπότην Χριστόν μισθόν περισσότερον». Είπε τότε ο δικαστής·
«Μη θελήσης να καταφρονηθής, περιφανής ων, ευγενέστατος και γνήσιος φίλος του
βασιλέως». Τότε ο Νεανίας, δια να παρακινήση προς θυμόν τον άρχοντα και να μη
διστάση να παραδώση αυτόν, έλυσε την ζώνην του και έρριψε ταύτην κατά πρόσωπον
του Ουλκίωνος, ειπών· «Σου είπα, ότι είμαι δούλος του Εσταυρωμένου, τον οποίον
προσκυνώ ως Θεόν αληθέστατον». Ο άρχων τότε ευθύς επρόσταξε και τον έδεσαν, δια
ν τον οδηγήσουν εις την Καισάρειαν Φιλίππου, όπου έκτιζαν ναόν των ειδώλων και
ήθελε να ίδη τούτον ο έπαρχος. Αυτήν την πόλιν οι Φοίνικες καλούσιν από το
πλησίον όρος του Πανέου, Πανεάδα. Αλλ’ επειδή ανεφέραμεν δια ταύτην την πόλιν,
ας γράψωμεν εν ψυχοσωτήριον γεγονός, το οποίον εγένετο εις ταύτην την πόλιν. Η
αιμορροούσα εκείνη γυνή, την οποίαν ο Δεσπότης Χριστός εθεράπευσεν, κατήγετο εκ
ταύτης της Πανεάδος, εις την οποίαν σώζονται ακόμη αι οικοδομαί της και εις την
θύραν του οίκου της επί μιας πέτρας έχουσι τοποθετήσει μίαν γυναίκα χαλκίνην
γονατιστήν, απέναντι δε ταύτης ένα άνδρα, ομοίως χάλκινον, όστις είναι
ενδεδυμένος με διπλοϊδα και με πολλήν ευκοσμίαν. Και ομολογούσιν όλοι κοινώς,
ότι ο ανδριάς εκείνος ομοιάζει τελείως προς τον Χριστόν, τον οποίον
κατεσκεύασεν η γυνή εκείνη με πολλήν δαπάνην και ευλάβειαν, δια την λατρείαν
της. Εις τους πόδας της στήλης ταύτης φύεται εις χόρτος θαυμάσιος, όστις
ανήρχετο μέχρι της ποδίας του ενδύματος και όστις θεραπεύει πάσαν ασθένειαν,
όσοι δε άρρωστοι έφαγον εκ τούτου ιατρεύθησαν. Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις το
προκείμενον. Ελθόντες λοιπόν εις την Καισάρειαν, ανήλθεν ο Ουλκίων επί του
βήματος, επρόσταξε δε και έφερον ενώπιον όλου του λαού τον Άγιον και
κρεμάσαντες αυτόν εξέσχιζον το σώμα αυτού σπλάγχνως. Τινές δε των περιεστώτων
συνεπόνουν και έκλαιον. Αλλ΄τούτο ήτο τέχνασμα του διαβόλου, δια να κάμη τον
Άγιον να δειλιάση. Εκείνος όμως ίστατο γενναίος και εδίδασκε πάντας, ταύτα
λέγων· «Μη κλαίετε δι’ εμέ, αλλά μάλλον την απώλειαν των ψυχών σας να κλαίετε.
Εγώ πρέπει να χαίρωμαι ευφραινόμενος. Διότι καθώς ο γεωργός, όταν σπείρη τον
σπόρον αυτού, δια την ελπίδα του θέρους χαίρεται, ούτω και αύται αι πρόσκαιροι
βάσανοι προξενούν εις εμέ αιώνιον αγαλλίασιν». Ταύτα ειπών προσηύχετο προς τον
Χριστόν να αποστείλη εξ ύψους βοήθειαν. Διότι έως το εσπέρας κατεξέσχιζον τον
Άγιον οι αχόρταγοι, τόσον ώστε εφαίνοντο τα οστά αυτού. Αι δε σάρκες έκειντο
κατά γης, τήδε κακείσε, ελεεινόν, φευ! και φρικτόν θέαμα. Αισθανόμενοι δε ότι
δεν έβλεπον πλέον εκ του σκότους να τον βασανίσωσι, κατεβίβασαν μετα βίας τον
Άγιον από του ξύλου και έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν. Ο δε δεσμοφύλαξ, ονόματι
Τερέντιος, ήτο φίλος του Αγίου, ευεργετηθείς παρ’ αυτού. Όθεν, ενθυμούμενος την
καλωσύνην του, ητοίμασεν εις την φυλακήν, κρυφίως, απαλόν στρώμα και σινδόνας,
και επεμελείτο τον Άγιον εις ό,τι ηδύνατο. Κατά δε το μεσονύκτιον κατήλθεν ο
Βασιλεύς των ουρανίων δυνάμεων εν μέσω των Αγγέλων ίνα επισκεφθή τον δούλον
Αυτού, πάσχοντα δια την αγάπην Του. Ευθύς τότε ηνοίχθη η φυλακή αφ’ εαυτής και
ελύθησαν τα δεσμά όχι μόνον του Αγίου, αλλά και των άλλων καταδίκων. Τότε προσεκάλεσαν
αυτόν οι Άγγελοι, λέγοντες· «Νεανία, ανάβλεψον προς ημάς». Ιδών δε αυτούς ο
Άγιος, ηρώτησε τίνες ήσαν. Οι δε είπον· «Άγγελοι του Θεού είμεθα και απέστειλεν
ημάς ίνα σε χαιρετήσωμεν». Ο δε Άγιος είπεν· «Εάν είσθε Άγγελοι του Χριστού,
κάμετε τον σταυρόν σας και προσκυνήσατε». Εκείνοι τότε υπήκουσαν. Έπειτα είπον
εις αυτόν· «Διατί εδίστασες και δεν μας επίστευσες»; Τότε ο Άγιος, ως να είχε
λησμονήσει τα χθεσινά κολαστήρια, εκ του πόθου τον οποίον είχε να λάβη και άλλα
δια τον Κύριον, απεκρίθη· «Εις τους τρεις Παίδας ο Κύριος απέστειλε τους
Αγγέλους και εδρόσισαν αυτούς, διότι εμάχοντο με το πυρ εις την κάμινον. Αλλ’
εγώ, όστις δεν επολέμησα με το πυρ, πως ηξιώθην τόσης παρακλήσεως»; Ταύτα
είπεν, ως ταπεινόφρων και μέτριος. Ο δε Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εφάνη εις
αυτόν με μορφήν ανθρωπίνην και φωτίσας αυτόν δια λαμπροτάτου φωτός, ερράντισε
δι’ ύδατος εις το πρόσωπον και ανέστησεν αυτόν. Λαμβάνων δε εκ της χειρός, είπε
προς τον Άγιον· «Όχι πλέον Νεανίας, αλλά Προκόπιος θέλω να ονομάζεσαι. Λοιπόν
ανδρίζου και έχε δύναμιν. Διότι κατά την επωνυμίαν ταύτην θα προκόψης,
προσφέρων εις τον Πατέρα μου ποίμνιον». Ο Άγιος τότε τρέμων εκ χαράς έπεσεν
έμπροσθεν του Δεσπότου γονατιστός, λέγων· «Δέομαι, Δέσποτα, εις την ανείκαστόν
Σου φιλανθρωπίαν να δυναμώσης της ψυχής μου την ασθένειαν, διότι φοβούμαι μήπως
δειλιάσω προ των βασάνων και κινδυνεύσω εις την ομολογίαν Σου». Είπε τότε προς
αυτόν ο Κύριος· «Μη φοβού, διότι εγώ είμαι πλησίον σου». Ταύτα ο Κύριος ειπών
και εμπλήσας την ψυχήν του Αγίου θάρρους και αγαλλιάσεως, ανήλθεν εις τους
ουρανούς. Ο δε Άγιος ευρέθη όλως υγιής και όχι μόνον πληγήν δεν είχε πλέον εις
το σώμα αυτού, αλλ’ ούτε καν σημείον εφαίνετο. Και έμεινεν ισχυρός εις την
προτέραν του δύναμιν, διότι ήλπισεν επί τον Θεόν και εβοηθήθη και ανέθαλεν η
σαρξ αυτού, κατά τον Προφήτην. Την επαύριον ο Ουλκίων έστειλεν εις την φυλακήν
να ίδη εάν ο Νεανίας απέθανεν. Ο δε Τερέντιος είπεν εις τον απεσταλμένον όσα
εγράψαμεν και εισελθών είδε τον Άγιον όλως υγιά και χαίροντα. Όθεν έδραμεν εις
το παλάτιον και διηγείτο εις πάντας τουτο το θαυμάσιον. Τότε προστάσσει ο
ηγεμών να φέρωσι τον Άγιον εκεί, ότε ιδόντες αυτόν υγιά και λάμποντα εις το
πρόσωπον ως ο ήλιος, εξεπλάγησαν. Και έλεγον πολλοί στρατιώται· «Ο Θεός του
Αγίου τούτου βοήθει ημάς». Ο δε τύραννος, εγερθείς εκ του θρόνου, είπε προς το
πλήθος, ως αφρονέστατος· «Αδελφοί μου, τι παράξενον βλέπετε και θαυμάζετε; Το
ότι οι φιλάνθρωποι θεοί ελυπήθησαν τούτον τον αλιτήριον και τον εθεράπευσαν»;
Αλλ’ ο Άγιος είπε προς αυτόν· «Φανερόν είναι ότι εξεπλάγης. Δεν γνωρίζω όμως τις
εποίησε το τοιούτον θαυμάσιον. Πλην, ας υπάγωμεν εις τον ναόν, δια να
γνωρίσωμεν την αλήθειαν». Ο ανόητος ηγεμών εχάρη τότε, πιστεύσας ότι ο Άγιος
ήθελε να θυσιάση. Και προστάσσει να στολίσουν όλον τον δρόμον, από του παλατίου
έως του ναού να στρώσουν την γην με λευκά υφάσματα και οι κήρυκες να κραυγάζουν
ταύτα· «Ο Νεανίας μεταβαίνει εις τον ναόν δια να προσκυνήση τους αθανάτους
θεούς». Συνηθροίσθη λοιπόν όλη η πόλις, χαίροντες δια τούτο. Και ως έφθασαν προ
του ναού, εισήλθε μόνος ο Άγιος, ειπών προς τους άρχοντας· «Μείνατε έξω δια να
κάμω προσευχήν μόνος μου μετά δακρύων, ίνα με συγχωρήσωσιν οι θεοί δια την
ύβριν μου προς αυτούς και τότε να έλθετε και σεις». Όθεν εκείνοι έμειναν έξω.
Κλείσας δε τας θύρας του ναού ο Άγιος, εστάθη κατ’ Ανατολάς και υψώσας προς
τους ουρανούς τα αισθητά και νοητά όμματα ηύχετο ούτως· «Κύριε Ιησού Χριστέ,
Υιέ μονογενές του αοράτου Πατρός, ο κτίσας όλον τον κόσμον δι’ ενός λόγου ως
Παντοδύναμος, Αυτός και τώρα άπλωσον την παντουργόν χείρα Σου και σύντριψον τα
μιαρά ταύτα των ψευδωνύμων θεών αγάλματα, δια να μη πλανώσι το πλάσμα Σου και
δια να καταισχυνθή ο βασιλεύς μετά του ηγεμόνος και να γνωρίσουν όλοι, ότι Συ
μόνος είσαι Θεός αληθής και Βασιλεύς αιώνιος και αθάνατος». Ταύτα δε ειπών,
ετύπωσε τον Σταυρόν εις τον αέρα και αρπάσας από την δεξιάν τον Απόλλωνα
κατεθρυμμάτισεν αυτόν, ειπών και ταύτα· «Εις το όνομα του Θεού μου, διαλυθήτε
πάντα και γίνετε ύδωρ δια να φύγετε από τον ναόν τούτον, ανίσχυρα». Ευθύς τότε,
ω του θαύματος! Κατέπεσαν πάντα τα ξόανα, τριάκοντα τον αριθμόν, και εγένοντο
ύδωρ όπερ εχύνετο από την θύραν εις τα έξω. Ιδόντες οι παρεστώτες τούτο το
θαυμάσιον εξέστησαν και εκραύγαζον· «Ο Θεός των Χριστιανών, βοήθει μας». Εξόχως
δε οι στρατιώται, οι συνοδεύοντες τον Άγιον, μετά των δύο δικαστών, επίστευσαν
εις τον Χριστόν. Τούτους ήθελε να θανατώση ο τύραννος, αλλά αφήκεν αυτούς έως
την άλλην ημέραν, δια να καλέση προς ασφάλειάν του πολλούς στρατιώτας, επειδή
εφοβήθη μήπως αυτοί τον φονεύσουν ως άδικον. Επρόσταξε δε και εφυλάκισαν πάλιν
τον Άγιον. Κατά δε την νύκτα οι δικασταί μετά των στρατιωτών μετέβησαν κρυφίως
προς τον Άγιον και είπον εις αυτόν να τους βαπτίση, διότι επίστευσαν εις τον
Χριστόν εξ όλης καρδίας. Ο Άγιος τότε εχάρη, και παρεκάλεσε τον φύλακα, όστις
και εξήγαγεν αυτόν εκ της φυλακής, υποσχεθέντα να επιστρέψη πριν εξημερώση. Και
μεταβάς μετ’ αυτών εις τον Επίσκοπον, όστις εκαλείτο Λεόντιος, είπεν εις αυτόν
να τους βαπτίση καθώς εβάπτισε και αυτόν πρότερον. Ο δε Αρχιερεύς εκατήχησεν
αυτούς και εβάπτισεν άπαντας, κοινωνήσας και δια των Θείων Μυστηρίων. Αφού
εβαπτίσθησαν ωδήγησε πάντας αυτούς ο θείος Προκόπιος εις την φυλακήν και
εδίδασκεν όλην την νύκτα όσα το Πνεύμα το Άγιον εφώτιζεν αυτόν, ταύτα λέγων·
«Αδελφοί, γινώσκετε καλά τίνος βασιλέως εγένεσθε στρατιώται και ποίας συνθήκας
ωμολογήσατε. Φροντίσατε λοιπόν να φυλάξετε αληθινήν την ομολογίαν σας και να μη
νικηθήτε από όσα δύνανται να ευφράνουν ή να λυπήσουν. Αλλά να προτιμάτε την
φιλίαν του Θεού υπέρ άπαντα, συλλογιζόμενοι ότι πάντα ταύτα τα πρόσκαιρα
βασανιστήρια, συγκρινόμενα με τα μέλλοντα αγαθά, λογίζονται ως μύθοι. Τούτο το
πυρ κρτεί μίαν ώραν, αλλά το της γεέννης είναι άσβεστον και αιώνιον. Ομοίως και
τα χαρμόσυνα του κόσμου τούτου, συγκρινόμενα προς τα αιώνια του Παραδείσου,
είναι ως όνειρα. Διότι άλλο τίποτε δεν είναι αρκετόν να ευφράνη την ψυχήν, ειμή
μόνος ο Θεός, του οποίου το κάλλος είναι άρρητον και η δόξα ανεκδιήγητος. Και
ως Πανάγαθος δωρίζει εις εκείνους, οίτινες αγαπούν Αυτόν, μεγάλην μακαριότητα
και τόσην απόλαυσιν, όσην να εννοήση δεν δύναται ανθρώπινος νους». Ταύτα και
έτερα λέγων ο Άγιος, έθελγε τας καρδίας των ακουόντων. Διότι ήτο χαρίεις κατά
την όψιν, έμπειρος εις την διδαχήν και γλυκύτατος εις τον λόγον. Όταν δε
εξημέρωσεν, ο τύραννος έστειλεν ανθρώπους δια να φέρουν τον Άγιον και τους
στρατιώτας εις το κριτήριον. Ως δε τούτο εγένετο, είπε προς αυτούς με βλέμμα
άγριον· «Μετενοήσατε δια την χθεσινήν πλάνην, εις την οποίαν σας έρριψεν ούτος
ο κατάρατος»; Οι δε στρατιώται, θέλοντες να δείξουν ότι ο Άγιος δεν έρριψε τον
λόγον εις τους λίθους ούτε εις τας ακάνθας, αλλ’ εις γην καλήν, απεκρίθησαν· «Ποίαν ωφέλειαν να
λάβωμεν από τοιούτους θεούς, οίτινες ουδέ τους εαυτούς των δεν ηδυνήθησαν να
σώσουν, αλλά κατεκρήμνισεν αυτούς ένας δεσμώτης και ηφανίσθησαν; Τις λοιπόν εξ
όσων έχουσι γνώσιν θέλει δεχθή ποτέ να αρνηθή τον αληθή Θεόν, τον ποιήσαντα τον
κόσμον όλον και να προσκυνήση κωφούς και αδυνάτους θεούς»; Ταύτα ακούσας, πολύ
εθυμώθη ο τύραννος και προστάσσει ευθύς τους δημίους να αποκεφαλίσουν πάντας
προ των ομμάτων του Μάρτυρος, τον οποίον είχον δεδεμένον με βαρύτατα σίδηρα.
Όστις, βλέπων τους Αγίους να τρέχωσι προς την σφαγήν πρόθυμοι, προσηυχήθη υπέρ
αυτών ίνα ο Κύριος συναριθμήση τούτους μετά των άλλων Αυτού Μαρτύρων. Και τότε
ήλθε φωνή εξ ουρανού λέγουσα· «Επήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς Σου, Προκόπιε».
Απέκοψαν λοιπόν τας κεφαλάς πάντων των μακαρίων εκείνων στρατιωτών και των δύο
δικαστών, Νικοστράτου και Αντιόχου, εις τας κβ΄ (22) του μηνός Μαϊου. Τον δε
Προκόπιον πάλιν εφυλάκισαν έως δευτέραν εξέτασιν. Έκλεισαν δε μετά του Αγίου
εις την φυλακήν και γυναίκας συγκλητικάς δώδεκα, διότι ωμολόγησαν και αύται εις
το θέατρον τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Τας οποίας, ιδών σκυθρωπάς ο Άγιος,
εδίδασκε καθ’ όλην την νύκτα να μη δειλιάσουν εις τα πρόσκαιρα κολαστήρια, δια
να λυτρωθούν από τα αιώνια τοιαύτα. Και τόσα είπεν, ώστε έκαμεν αυτάς και εχαίροντο,
αποδεχόμεναι τον θάνατον δια να γίνουν αθάνατοι. Το πρωϊ επρόσταξεν ο τύραννος
και ωδήγησαν τας γυναίκας εις το θέατρον προς εξέτασιν. Ήλθε δε η μήτηρ του
Αγίου Μάρτυρος Θεοδοσία, δια να ίδη τι θέλει γίνει έως τελους. Ο τύραννος τότε
ηρώτησεν αυτάς εάν ήθελον να θυσιάσουν εις τους θεούς, δια να προσφέρη εις
ταύτας τιμάς, ο άτιμος. Αι δε συγκλητικαί απεκρίθησαν· «Έχε την τιμήν ταύτην
δια σε. Ημείς έχομεν τον Εσταυρωμένον ως τιμήν και καύχημά μας». Τότε
προστάσσει ο τύραννος να τας κρεμάσουν εις ξύλα και να κατακαίουν τας πλευράς
και τας μασχάλας των. Καταφλεγόμεναι λοιπόν υπό του πυρός και δεινώς
οδυνώμεναι, ελάφρυνον δια της προσευχής τους πόνους και τας οδύνας των. Αλλ’ ο
αχόρταγος δεν εχόρτασεν εις ταύτα. Δι’ ο επρόσταξε να κόψουν και τους μαστούς
των, λέγων· «Τάχα δεν έρχεται ο Εσταυρωμένος να δώση εις αυτάς βοήθειαν»; Αι
Άγιαι τότε ανέκραξαν· «Και εβοήθησε και θέλει βοηθήσει, καθώς γνωρίζουν τούτο
οι φρόνιμοι. Διότι εάν έλειπεν η θεία βοήθεια, πως θα ημπορούσαμεν ημείς αι
αδύνατοι γυναίκες να υπομείνωμεν τόσα δεινά κολαστήρια»; Εις ταύτα πάλιν ο
άδικος δικαστής εθυμώθη και επρόσταξε να πυρώσουν σφαίρας σιδηράς και να θέσουν
ταύτας υπό τας μασχάλας των. Τούτου δε γενομένου περιέπαιζε ταύτας ο
αφρονέστατος, λέγων· «Σας έκαυσε το πυρ ή ακόμη δεν το αισθάνεσθε»; Αι δε
απεκρίθησαν· «Σε, ταλαίπωρε, θέλει καύσει το άϋλον πυρ της κολάσεως, το οποίον
δεν σβύνει ποτέ. Ημείς δε ολίγον φροντίζομεν δια ταύτα τα πρόσκαιρα
παιδευτήρια, διότι ο αληθής και Πανάγαθος Θεός παρίσταται άνωθεν και δίδει εις
ημάς βοήθειαν, τον Οποίον συ δεν ημπορείς να ίδης, καθώς ο τυφλός δεν δύναται
να ίδη τον ήλιον». Πάντα ταύτα παρηκολούθει εκ του πλησίον η μήτηρ του Αγίου,
Θεοδοσία, ως είπομεν. Ήτις, βλέπουσα τόσην καρτερίαν εις εκείνας τας μακαρίας,
του να υπομένουν με τόσην ανδρείαν τοιαύτας οδύνας, ησθάνθη την καρδίαν της
πληρουμένην υπό θείου έρωτος και φωτισθείσα υπό της θείας Χάριτος ηννόησε την
δύναμιν του Θεού, μεταστραφείσα προς την ευσέβειαν. Όθεν ευθύς αφήκε την
προτέραν δόξαν, τιμήν και ευγένειαν, καταφρονήσασα πάσαν πρόσκαιρον της σαρκός
ηδυπάθειαν και απόλαυσιν, δια να φυτεύση εις την καρδίαν της τον Χριστόν. Ον
ωμολόγησεν εις το θέατρον Θεόν αληθή, ούτω λέγουσα · «Δούλη και εγώ είμαι του
Εσταυρωμένου». Ταύτα βλέπων ο ηγεμών εθαύμασε δια την αιφνίδιον αυτής
επιστροφήν, ειπών προς ταύτην· «Κυρία Θεοδοσία, πως επλανήθης και αφήκες τους
πατρώους θεούς, και ήλλαξες την προτέραν ευσέβειαν»; Η δε ευσεβής Θεοδοσία
απεκρίθη· «Δεν επλανήθην, αλλά μάλιστα ήμην πεπλανημένη πρότερον, επειδή δεν
εγνώριζα τον αληθή Θεόν, τον ποιήσαντα τον κόσμον, αλλ’ επροσκύνουν αναίσθητα
είδωλα». Ιδών όθεν ο άρχων το στερρόν της ομολογίας της, εφυλάκισε ταύτην ομού
με τας άλλας γυναίκας. Ήτις και εφίλει τας πληγάς αυτών με πολλήν ευλάβειαν και
εμακάριζεν, επεμελείτο δε τας τροφάς και ενδύματα και με ιατρικά διάφορα,
επειδή εγνώριζε κάλλιστα την ιατρικήν τέχνην. Ταύτην ως είδεν ο Προκόπιος
ηγαλλίασεν η ψυχή του και την ηρώτησε τις ήτο αιτία και ηλλοιώθη προς ταύτην
την θείαν αλλοίωσιν. Η δε μακαρία Θεοδοσία απεκρίθη· «Η θαυμασία καρτερία και η
μεγάλη υπομονή των μακαρίων τούτων γυναικών με ωδήγησαν να εννοήσω την αλήθειαν
και εσκέφθην ότι η αδύνατος φύσις του θήλεος δεν ηδύνατο αφ’ εαυτής να υπομείνη
τόσα δεινά κολαστήρια, εάν δεν εβοήθει ταύτην, αοράτως, δύναμις άρρητος. Τούτο
με έκαμε να πιστεύσω και εγώ εις τον Χριστόν, γλυκύτατον τέκνον μου». Ο Άγιος
τότε επήνεσε ταύτην πολύ και την ηυχαρίστει. Έπειτα την ωδήγησεν εις τον
Επίσκοπον, όστις και την ετελείωσε Χριστιανήν δια του Αγίου Βαπτίσματος. Και
ότε επέστρεψαν εις την φυλακήν, εδίδασκεν αυτήν και τας άλλας γυναίκας να
υπομείνουν ανδρείως τα κολαστήρι δια την Βασιλείαν των ουρανών. Μετά ταύτα
έφεραν ταύτας προ του ηγεμόνος, όστις είπε προς την Θεοδοσίαν· «Βλέπεις ότι σε
ευσπλαγχνίζομαι και δεν σε παιδεύω. Μετανόησον λοιπόν και συ και παρακάλεσον
τους θεούς να σε συγχωρήσουν». Η δε απεκρίθη μετά θάρρους· «Δεν εντρέπεσαι να
ονομάζης θεούς τα κωφά και αναίσθητα είδωλα, με τα οποία και συ θα γίνης
όμοιος»; Τότε προστάσσει ο άδικος δικαστής να δείρουν την μακαρίαν εις το
στόμα, να την τανύσουν γυμνήν, να την ραβδίζωσι τέσσαρες άνδρες και να
καταξεσχίζωσι τας πλευράς της δια σιδηρών ονύχων. Τούτων γενομένων, αι άλλαι
γυναίκες εδάκρυον από συμπάθειαν, περισσότερον δε όταν είδον τα αίματα, τα
οποία ως ρύακες έτρεχον εκ των πλευρών της. Εδεήθησαν δε προς τον Κύριον να της
προσφέρη βοήθειαν και αναψυχήν. Ο δε τύραννος επρόσταξε να δέρουν με μολυβδίνας
σφαίρας τας σιαγόνας των αγίων γυναικών δια να μη προσεύχωνται. Έπειτα, βλέπων
ότι ενικάτο αυτός υπ’ αυτών και ότι ήτο κίνδυνος με την επιμονήν των γυναικών
να επιστρέψουν και άλλοι εις την ευσέβειαν, έκαμε δι’ αυτάς, αν και παρά την
θέλησίν του, φιλανθρωπίαν ο μισάνθρωπος και εξέδωσε κατ’ αυτών την τελευταίαν
απόφασιν, να δέσουν απάσας δια μιάς αλύσου και να κόψουν τας κεφαλάς αυτών.
Αίτινες, τούτο ακούσασαι, έχαιρον και έτρεχον εις τον θάνατον με φαιδρόν και
αγαλλόμενον πρόσωπον. Διότι εγνώριζον ότι απεμακρύνοντο από τας λύπας της
παρούσης ζωής και μετέβαινον εις τα χαρμόσυνα και ευφρόσυνα, ίνα συμβασιλεύσουν
μετά του ουρανίου νυμφίου Χριστού αιωνίως. Όταν λοιπόν έφθασαν εις τον τόπον
της καταδίκης, έκλιναν τας κεφαλάς χαίρουσαι και εδέχθησαν το μακάριον τέλος
εις τας κθ΄ (29) του Μαϊου μηνός. Μετ’ ολίγας ημέρας επρόσταξεν ο άρχων να
οδηγήσωσι προς αυτόν τον Προκόπιον και τότε είπεν εις αυτόν· «Δεν εχόρτασες με
το να απολέσης τόσας ψυχάς»; Ο Άγιος απήντησε· «Δεν ωδήγησα αυτάς εις την
απώλειαν, αλλ’ από την απώλειαν ελύτρωσα ταύτας». Τότε ο άρχων επρόσταξε να
ξεσχίσουν του Αγίου το πρόσωπον δια σιδηρών ονύχων. Και οι μεν δήμιοι εξέσχιζον
τας σάρκας αυτού ως άγρια θηρία. Αλλ’ ο Άγιος ίστατο καρτερικώς υποφέρων τας
πληγάς, ως να ήτο λίθος ή σίδηρος. Και έτρεχον μεν τα αίματα και επότιζον την
γην, αλλά στεναγμός ουδόλως ηκούετο. Μετά τούτο έδειραν τον Άγιον εις τον
αυχένα δια σχοινίων, εξ ων εκρέμαντο τεμάχια μολύβδου και έπειτα εφυλάκισαν
αυτόν έως ότου συνεννοηθή ο ανόητος ποίαν έτι χαλεπωτέραν βάσανον να ορίση δι’
αυτόν. Και ο μεν Άγιος προσηύχετο εις την φυλακήν, ίνα ο Θεός τον στερεώση την
ευσέβειαν και τελειώση καλώς την ομολογίαν αυτού. Ο δε Ουλκίων, λυπούμενος και
αισχυνόμενος, διότι δεν ηδύνατο να νικήση τον Άγιον, προσεβλήθη υπό πυρετού.
Ήτο δε εκ Θεού η πληγή, ίνα παιδευθή δικαίως ο άδικος. Όθεν, ούτω κακώς ο κακός
και τρισάθλιος οδυρόμενος, εξεψύχησεν. Ο δε Άγιος έχων την άδειαν εδίδασκεν εις
την φυλακήν τους προσερχομένους αόκνως και ούτως ηύξανεν η ευσέβεια. Διότι όχι
μόνον δια των λόγων ενήργει, αλλά και άπειρα θαύματα ετέλεσε, θεραπεύων πάσαν
ασθένειαν και διώκων ακάθαρτα πνεύματα. Όχι δε μακρόν χρόνον εξοδεύων ή βότανα
χρώμενος αλλά μόνον το σημείον του Σταυρού χαράττων εις τον πάσχοντα, ευθύς δια
της του Κυρίου χάριτος την ασθένειαν ηφάνιζε και τα δαιμόνια έφευγον. Μετά δε
τον θάνατον του Ουλκίωνος, ο βασιλεύς εψήφισε δια την Παλαιστίνην έτερον
έπαρχον, Φλαβιανόν ονομαζόμενον, όστις και αυτός κατήγετο εξ Ιταλίας, ομότροπος
του προτέρου εις την της ψυχής αγριότητα και σκολιότητα. Ως δε έφθασεν εις την
Καισάρειαν, οι ειδωλολάτραι ανέφερον εις τούτον τα του Αγίου. Ευθύς τότε
εκείνος επρόσταξε να τον φέρωσι προς αυτόν και ως ηρώτησε τον Άγιον πως
ωνομάζετο, εκείνος ο ευλογημένος απεκρίθη· «Χριστιανός είμαι κυρίως και
καλούμαι Προκόπιος, όνομα το οποίον δεν μου έδωκεν άνθρωπος, αλλ’ αυτός ο
Κύριος και Δεσπότης μου». Ο Φλαβιανός είπε πάλιν· «Δεν ηξεύρεις, ότι ο βασιλεύς
επρόσταξεν ότι εκείνος, όστις δεν προσκυνεί τους θεούς, να λαμβάνη επώδυνον
θάνατον; Και συ πιστεύεις εις ένα, όστις εγεννήθη εκ γυναικός και τον
εσταύρωσαν; Είναι πρέπον να προσκυνήται ο τοιούτος, ως Θεός, ο κατακριθείς εις
θάνατον»; Ο Άγιος απήντησε· «Έπρεπεν, ω ηγεμών, να γνωρίζης ότι εις Θεός είναι
μόνον, ο δημιουργήσας τον κόσμον όλον και πάντα τα εν αυτώ και να μη ονομάζης
πολλούς θεούς αφρονέστατα, τους οποίους περιπαίζουν οι φιλόσοφοί σας και
κατακρίνουν εις τα γνωστικά των συγγράμματα. Αν δε θέλης, σου αποδεικνύω τούτο
με τας μαρτυρίας αυτών, του Αριστοτέλους, λέγω, και του Πλάτωνος, καθώς και
άλλων πολλών διδασκάλων σας, οι οποίοι ομολογούν όχι πολλούς, αλλ’ Ένα και
μόνον Θεόν αθάνατον. Ομοίως και δια τον Χριστόν, δια τον οποίον είπες εις
όνειδος ότι εγεννήθη εκ γυναικός και τον εσταύρωσαν, θα σου είπω. Εάν θέλης να
ακούσης το μέγα τούτο Μυστήριον, δος μοι καιρόν και μακροθύμησον, ίνα σου
διηγηθώ επιμελέστατα». Τους αληθείς τούτους του Αγίου λόγους λήρους ενόμισεν ο
ληρώδης και είπεν εις τον Άγιον οργιζόμενος· «Εκείνος όστις μετέβη εις τους
ουρανούς και του έδωσαν τας κλείδας εκείνης της μακαριότητος, αυτός είναι άξιος
να εξηγή τα θεία πράγματα. Αλλά συ κάμε εκείνο το οποίον σε προστάσσω.
Προσκύνησον τους θεούς. Άλλως γίνωσκε, ότι τόσας βασάνους θέλω σου δώσει, ώστε
να το πράξης και παρά την θέλησίν σου». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Επειδή λοιπόν δεν
θέλεις να γνωρίσης τον αληθή Θεόν και γίνεσαι τυφλός με την επιμονήν και την
ασέβειάν σου, σφάξε, μαγείρευε και τρώγε ανθρώπινα κρέατα, αλλ’ εγώ δεν
προσκυνώ λίθους και χειροποίητα είδωλα, ειμή μόνον τον Χριστόν τον αληθή Θεόν,
Ον και σέβομαι». Ταύτα και έτερα πλείονα λέγων ο Άγιος, ήλεγχε τον δόλον των
ειδώλων, αδόλως και αληθέστατα. Όθεν εθυμώθη ο τύραννος και μη υποφέρων την
πολλήν και εύτολμον αυτού παρρησίαν, επρόσταξεν ένα στρατιώτην, ονόματι
Αρχέλαον, να θανατώση δια του ξίφους τον Άγιον, καθώς εκείνος επλήγωσεν αυτόν
δια του ξίφους των λόγων του. Έσπευσε λοιπόν ο Αρχέλαος να τον θανατώση. Αλλ’
ευθύς ως ήγειρε την σπάθην, ω του θαύματος! Εξηράνθη η χειρ αυτού και πεσών εις
την γην εξεψύχησεν. Όθεν εξεπλάγησαν άπαντες ως είδον το τοιούτον θαυμάσιον. Ο
δε ψυχοβλαβής Φλαβιανός εθυμώθη έτι σφοδρότερον κατά την ομοίωσιν του όφεως και
δέσας τον Άγιον Μάρτυρα κατά τας χείρας και τους πόδας δια σιδήρων εφυλάκισεν
αυτόν. Αλλ’ ούτος ο μακάριος και ούτω σιδηροδέσμιος δεν ημέλει, διότι και εις
την γην έτι κειτόμενος προσηύχετο, ευχαριστών τον Κύριον, πρώτον δι’ όλην την
ανθρωπότητα, την λυτρωθείσαν από της προπατορικής αμαρτίας δια του εκουσίου
πάθους Του, έπειτα πάλιν εδέετο ίνα αξιώση αυτόν να τελειώση καλώς το μαρτύριον.
Και ούτως, ω του θαύματος! ήκουσε φωνήν, ήτις ενισχύουσα αυτόν παρεκίνει και
ενεδυνάμωνε προς το μαρτύριον. Μετά εξ ημέρας ωδήγησαν τον Άγιον εις το
κριτήριον. Είπε τότε ο τύραννος· «Πριν αναλώσω τας σάρκας σου, υπάκουσον εις το
θέλημά μου». Απήντησεν ο Άγιος· «Εδώ είναι το σώμα μου και καταξέσχιζε και δέρε
τούτο δια να θεραπεύσης τους ομοίους σου δαίμονας». Είπεν ο άρχων· «Με ταύτας
τας ύβρεις με παροργίζεις χειρότερον και με παρακινείς να σου επιβάλω
σκληροτάτας τιμωρίας. Και μη νομίσης ότι, επειδή εθανάτωσες με τας μαγείας σου
τον Αρχέλαον, θα σωθής από τας χείρας μου, φλύαρε». Ταύτα δε ειπών, επρόσταξε
να τανύσουν τον Άγιον του Χριστού Μάρτυρα εις την γην και να τον δέρουν
τέσσαρες άνδρες ρωμαλέοι με ωμά βούνευρα, έπειτα να θέσουν επί της ράχεως αυτού
πεπυρακτωμένους άνθρακας. Ο δε Άγιος, όχι μόνον δεν εσυλλογίζετο τας βασάνους,
αλλά εξύβριζε και τον ηγεμόνα δια τούτων των λόγων· «Υιέ ανομίας και ύλη πυρός
της αιωνίου κολάσεως, κόλασον τας σάρκας μου, διότι άλλο δεν επιθυμώ, ειμή
μόνον να βασανισθώ δια τον Δεσπότην μου». Ταύτα του Μάρτυρος λέγοντος,
εδαιμονίζετο φοβερώτερον ο φρενοβλαβής Φλαβιανός και σφόδρα εξωργίζετο κατ’
αυτού. Όθεν, ο κάκιστος, ητοίμαζε πυρ εις το πυρ και κακόν εις το κακόν. Και
προστάσσει να πυρώσουν σουβλία, δια των οποίων να κατακαίουν τα ξεσχισμένα μέλη
του Αγίου και να ρίπτουν άλας επί των πληγών αυτού. Έπειτα δι’ άλλων σουβλίων
να κατακεντώσιν όλα του τα μέλη. Όμως ο Άγιος πάντα ταύτα τα επώδυνα υπέφερε
γενναίως και ανδρικώτατα, μυκτηρίζων πάλιν τα είδωλα. Όθεν ο αιμοδιψής ακόλαστος
και πολυμήχανος τύραννος εύρεν άλλον τρόπον τιμωρίας. Ητοίμασαν ένα βωμόν και
έθεσαν επ’ αυτού ανημμένους άνθρακας και εις την δεξιάν χείρα του Μάρτυρος
επέθεσαν λίβανον και εκράτουν ταύτην βιαίως δια σιδήρων άνωθεν του βωμού, όπως,
μη υποφέρων των ανθράκων την θερμότητα, ρίψη επ’ αυτών τον λίβανον, δια να φανή
ότι εθυσίασεν εις τα είδωλα. Ο δε Άγιος εσταμάτησε την χείρα ακίνητον, έως
ότου, ω της καρτερίας και γενναιότητος αυτού! Κατηναλώθη εκ του πυρός η δεξιά
αυτού χειρ, ενώ ο Αγιος παρατηρών και δακρύων εστέναζεν όχι εκ μικροψυχίας,
αλλά προς ευχαριστίαν, λέγων· «Εκράτησε της χειρός της δεξιάς μου», «και
κατάξας τόξον χαλκούν εν βραχίονί μου, και έδωκάς μοι υπερασπισμόν σωτηρίας
μου» (Β΄ Βασιλ. κβ: 35-36), «και η δεξιά σου αντελάβε τόμου». Ο δε άδικος
δικαστής, θαυμάζων την ανδρείαν του Αγίου, είπε προς αυτόν· «Αφού είπες ότι δεν
υπολογίζεις τας τιμωρίας ουδέ αισθάνεσαι αυτάς, διατί εστέναξες από τώρα και
εδάκρυσες»; Και ο Άγιος απήντησε· «Μη νομίσης ότι ενικήθην από τον πόνον της
σαρκός και εδάκρυσα, συ, άξιε δακρύων. Αλλ’ επειδή τούτο μου το σώμα είναι
πηλός και ο πηλός όταν πλησιάση προς το πυρ αποξηραίνεται, απορρίπτων το ύδωρ
αυτού, ούτω λοιπόν συνέβη και εις την σάρκα μου. Αλλά περισσότερον εδάκρυσα δια
την αγνωσίαν σου και την βεβαίαν απώλειάν σου, διότι αγνοείς τον αληθή Θεόν και
προσκυνείς δαίμονας, δια να θεραπεύσης πρόσκαιρον βασιλέα και διότι δια την
αιτίαν αυτήν σε περιμένει το πυρ το αιώνιον». Τότε μετά την φρικτήν αυτήν
βάσανον, χαλεπωτέραν επινοείται ο παράνομος. Και όπως επρόσταξεν εκρέμασαν
αυτόν από τας χείρας, έδεσαν δύο λίθους βαρείς εις τους πόδας του, δια να
διασπασθώσι και αποχωρισθούν αι αρθρώσεις. Αλλ’ ως είδεν ότι ενίκησε και ταύτην
την φρικτήν βάσανον ο αήττητος, επρόσταξε να καύσουν μέχρι πυρακτώσεως μίαν
κάμινον και να ρίψουν οι δήμιοι τον Άγιον εντός αυτής. Όταν δε τον μετέφερον
προ του στομίου της φλεγομένης καμίνου εποίησε το σημείον του Σταυρού επ’ αυτού
και ευθύς, ως ύψωσε τας χείρας, η φλοξ διεσκορπίσθη προς τα έξω και έκαυσεν
όσους ήσαν πλησίον. Οι δε ειδωλολάτραι ιδόντες τούτο το θαυμάσιον ετρόμαξαν.
Και φοβούμενοι μη πάθωσι και αυτοί τα αυτά, εκραύγαζον· «Ας θανατωθή ο μάγος να
μη κινδυνεύση η πόλις άπασα από τας μαγείας του». Ο δε τύραννος εφοβήθη και
αυτός και εξεπλήσσετο. Πλην τότε μεν εφυλάκισε τον Άγιον εις το Πραιτώριον.
Αλλά μετ’ ολίγας ημέρας, μη έχων πλέον ελπίδα ότι ο Άγιος του Χριστού μάρτυς
Προκόπιος θα ήλλασσε γνώμην, έγραψε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να
κόψουν την μακαρίαν αυτού κεφαλήν έξω της πόλεως. ‘Οτε δε έφθασεν ο τρισόλβιος
εις τον τόπον της καταδίκης, εζήτησε χάριν από τον φονέα, να τον αφήση ολίγην
ώραν, δια να δεηθή προς τον Κύριον. Και σταθείς κατ’ Ανατολάς, ύψωσε προς τον
ουρανόν τα όμματα και παρεκάλεσε τον Θεόν να φυλάξη την πόλιν από τας επιβουλάς
του δαίμονος, να φωτίση τους πολίτας άπαντας να επιστρέψουν εις την ευσέβειαν,
να θεραπεύση τους ασθενείς, να βοηθήση τους πένητας και άλλα παρόμοια δια την
σωτηρίαν των ανθρώπων, τέλος δε εδεήθη δι’ όσους ήθελον εορτάζει την μνήμην
αυτού, να λυτρώνη τούτους από όλας τας οδύνας και να αξιώση της Βασιλείας
Αυτού. Ταύτα δε ευξάμενος, ήκουσε φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Εισηκούσθη η δέησίς
σου Προκόπιε, και θέλουν πληρωθή όσα εζήτησες. Ελθέ τοίνυν, ίνα λάβης τον
ητοιμασμένον σοι στέφανον, ως κληρονόμος της ουρανίου μακαριότητος». Ταύτα
ακούσας ο Άγιος Μάρτυς έκλινε τον αυχένα προθύμως και έκοψαν την αγίαν αυτού
κεφαλήν, κατά τας η΄ (8) του μηνός Ιουλίου. Και η μεν μακαρία αυτού ψυχή
ανήλθεν εις τα ουράνια· το δε τίμιον αυτού λείψανον παρέλαβον δια νυκτός
φιλόχριστοί τινες και αλείψαντες ευλαβώς δια μύρων και αρωμάτων, το παντός
αρώματος ευωδέστερον, απέθεσαν εις τόπον επιτήδειον, εις δόξαν Πατρός, Υιού και
Αγίου Πνεύματος, της Μίας και αληθούς Θεότητος, Η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και
προσκύνησις. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου