Αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἑλληνικὸς - ὅπως
καὶ ὁ ὑπόλοιπος, πλὴν τοῦ ἑβραϊκοῦ- κόσµος, ζοῦσε στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας τοῦ ἀληθινοῦ
Θεοῦ καὶ στὴν πλάνη τῶν εἰδώλων. Οἱ ἄνθρωποι, ὡς «µὴ ἔχοντες ἐλπίδα»,
κατατρυχόµενοι ἀπὸ τὰ καθηµερινὰ πιεστικὰ καὶ συνεχῶς ἄλυτα προβλήµατά τους,
παραδίδονταν χωρὶς φραγµοὺς στὰ πάθη τους, τὰ ὁποῖα µὲ τὴ σειρά τους, τοὺς ὑποδούλωναν
στὶς ἐπιθυµίες τῆς σάρκας καὶ τῶν αἰσθήσεων... Καὶ συνεχῶς κατέβαιναν ἠθικὰ ὅλο
καὶ «πιὸ βαθιὰ στοῦ κακοῦ τὴ σκάλα». Οἱ κοινωνίες εἶχαν φθάσει στὸ ἔσχατο σηµεῖο
τῆς σήψης: Οἱ ἐλεύθεροι ἄνθρωποι γιὰ ἐλάχιστα χρέη καταντοῦσαν δοῦλοι. Οἱ δοῦλοι
λογαριάζονταν ὡς ζῷα. Οἱ ἀδύνατοι καὶ ἀνήµποροι πετάγονταν στοὺς Ἀποθέτες καὶ τὸν
Καιάδα. Οἱ γέροντες ἄνω τῶν 60 ὑποχρεώνονταν νὰ πιοῦν κώνειο, γιὰ νὰ φύγουν ἀπὸ
τὴ ζωή «οἰκειοθελῶς» (νῆσος Κέα καὶ ἄλλου). Οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, τέλος, εἶχαν
τὴν ἀξία εὐτελοῦς ἀντικειµένου (res), χωρὶς
κανένα δικαίωµα. Ἀληθῶς, «homo homini lupus»!
Μάταια οἱ φιλόσοφοι προσπαθοῦσαν νὰ βροῦν κάποια διέξοδα στὰ ἀδιέξοδα καὶ νὰ δώσουν µία πειστικὴ ἀπάντηση στὰ ἐναγώνια ἐρωτήµατα τῶν συνανθρώπων τους, γιὰ τὸ ποιὸ εἶναι ἐπιτέλους τὸ νόηµα καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς, ποῦ βρίσκεται ἡ εὐτυχία, ποιὸς εἶναι ὁ ἀπώτερος προορισµὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἄλλα παρόµοια, δύσκολα καὶ βαθύτατα ὑπαρξιακὰ προβλήµατα. Ἄλλος πρότεινε τὶς ὑλικὲς ἀπολαύσεις. Ἄλλος τὴν παντὸς εἴδους ἡδονή. Ἄλλος τὴν ἀπάθεια. Ἄλλος τὴ γνώση. Ἄλλος ἔφτανε καὶ ὡς αὐτὴ τὴν ἄρνηση τῆς ζωῆς. Ἄλλος ἄλλο τί. Λίγοι τέλος προσπαθοῦσαν νὰ στρέψουν τὴν ψυχὴ καὶ πρὸς τὰ ἄνω. Καὶ µέσα σ'αὐτὴ τὴ σύγχυση καὶ πολυγνωµία, ὁ Διογένης, εἰρωνικὰ ἀπελπισµένος, γύριζε µὲ ἕνα φανάρι, µέρα µεσηµέρι, στοὺς δρόµους «ἀναζητώντας ἄνθρωπο» ! ... Ὁ πολὺς Πλάτων, ἐξετάζοντας τὸ πρόβληµα τῆς γνώσεως, ἀπὸ τὸ ὁποῖο - καθὼς καὶ ὁ δάσκαλός του Σωκράτης - ἐξαρτοῦσε κατὰ πολὺ τὴν ἠθικὴ συµπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ θέλοντας νὰ δώσει µία παραστατικὴ εἰκόνα τοῦ γνωστικοῦ ἀδιεξόδου, στὸ ὁποῖο εἶχε περιπέσει ἡ ἀνθρωπότητα, δηµιούργησε τὴν περίφηµη «ἀλληγορία τοῦ σπηλαίου» (βλέπε ἀρχὴ VII βιβλίου τῆς «Πολιτείας»). Ἐδῶ πρέπει νὰ σηµειώσουµε, πρὶν ἀκόµη δοῦµε ἀναλυτικὰ τὴν ἀλληγορία, ὅτι, παρόλο ποὺ κατὰ βάση αὐτὴ ἔχει γνωσιολογικὴ σηµασία, ὅµως, συσχετιζόµενη καὶ µὲ τὶς ἰδέες τῶν Ὀρφικῶν καὶ τῶν Πυθαγορείων, ποὺ χαρακτήριζαν ἐσφαλµένα τὸ σῶµα ὡς«δεσµωτήριο» τῆς ψυχῆς, ἀποκτᾶ καὶ µία βαθύτερη θρησκευτικὴ σηµασία. Κάπως ἔτσι τὴν ἑρµήνευσε καὶ ὁ νεοπλατωνιστής Πλωτῖνος («Ἐννεάδ.» IV, 8, 1, 1) «καὶ τὸ σπήλαιον αὐτῷ, τόδε τὸ πᾶν δοκεῖ µοι λέγειν, ὅπου γε λύσιν τῶν δεσµῶν καὶ ἄνοδον ἐκ τοῦ σπηλαίου τῇ ψυχῇ φησιν εἶναι τὴν πρὸς τὸ νοητὸν πορείαν» (= καὶ τὸ σπήλαιον γι' αὐτὸν - τὸν Πλάτωνα - συµβολίζει, νοµίζω, τὸν παρόντα κόσµον, ὁπού ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ δεσµὰ καὶ ἡ ἄνοδος ἀπὸ τὸ σπήλαιο, λέγει ὅτι εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ ἡ πορεία πρὸς τὸ νοητό). Οἱ ἄνθρωποι λοιπὸν - λέγει ὁ Πλάτων - εἶναι ὡς νὰ ζοῦν στὸ βάθος ἑνὸς σκοτεινοῦ σπηλαίου (:«ἄντρον ὑπόστεγον, ἀτερπέα χῶρον» = χωρὶς χαρὰ - τὸν ἀποκαλεῖ ὁ Ἐµπεδοκλῆς στοὺς «Καθαρµούς» του). Καὶ εἶναι δεµένοι στὴ σειρὰ σταθερὰ µὲ ἁλυσίδες ἔτσι, ὥστε νὰ µὴ µποροῦν νὰ κινηθοῦν, οὔτε κἄν τὸ κεφάλι τους νὰ γυρίσουν πρὸς τὰ πίσω. Συνεχῶς ἔχουν στραµµένα τὰ βλέµµατά τους πρὸς τὸν ἐσωτερικὸ τοῖχο τοῦ σπηλαίου. Πίσω τους, καὶ στὸ ἄνοιγµα τοῦ σπηλαίου, καίει µία µεγάλη φωτιά. Μεταξύ τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ σπηλαίου ὑπάρχει δρόµος καὶ µπροστά του, πρὸς τὸ µέρος τοῦ σπηλαίου, ἕνα φράγµα. Κατὰ µῆκος τοῦ δρόµου αὐτοῦ καὶ µπροστὰ ἀπὸ τὸ φράγµα, διέρχονται διάφορα τεχνητὰ ὁµοιώµατα πραγµάτων, τὰ ὁποῖα, φωτιζόµενα ἀπὸ τὴ λάµψη τῆς φωτιᾶς, ρίχνουν τὴ σκιὰ τους ἀπέναντι στὸν ἐσωτερικὸ τοῖχο τοῦ" σπηλαίου, στὸν ὁποῖο ἔχουν καταδικαστεῖ νὰ βλέπουν συνεχῶς οἱ δεσµῶτες. Εἶναι ἑποµένως φυσικὸ - συνεχίζει ὁ Πλάτων - οἱ φυλακισµένοι στὸ σπήλαιο ἄνθρωποι νὰ νοµίζουν ὅτι οἱ σκιὲς ποὺ βλέπουν στὸν ἀπέναντί τους τοῖχο ἀποτελοῦν τὰ µόνα ἀληθινὰ ἀντικείµενα. Γι᾽ αὐτοὺς πραγµατικὸς κόσµος εἶναι αὐτὸς καὶ µόνο τὸν ὁποῖο βλέπουν: ἕνας κόσµος ὅµως ἀπατηλός, ψεύτικος.... Οἱ δεσµῶτες ἄνθρωποι ζοῦν στὴν ἄγνοια καὶ στὸ ζοφερό τῆς ἀγνωσίας σκοτάδι. Ψυχὲς ἁλυσοδεµένες, κυρτωµένες, βασανισµένες... Αἰῶνες περιµένουν τὴ λύτρωση. Αἰῶνες περιµένουν τὸ φῶς... Πῶς; Ἀπὸ ποῦ; Ποιός; ... Καὶ ξαφνικά, πρὶν ἀπὸ τὰ ξηµερώµατα ἑνὸς «ὄρθρου βαθέος τῇ µιᾷ τῶν Σαββάτων», µία λάµψη ἐκτυφλωτικὴ µέσα ἀπὸ τὸν Πανάγιο Τάφο καταυγάζει τὰ σύµπαντα. Μία ἔκρηξη φωτὸς πληµµυρίζει τὸν κόσµο: «Χριστὸς Ἀνέστη» ! Καὶ µὲ µιᾶς: τὰ «πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια» (τροπ. 2, γ´ Ὠδῆς τοῦ Κανόνος) Ἔκθαµβος καὶ συνεπαρµένος, σὲ µία θεϊκὴ ἔκσταση, ὁ µέγας Ἰωάννης Δαµασκηνὸς στὸ λυρικότατο καὶ θριαµβευτικό του «Κανόνα τοῦ Πάσχα», µοιάζει σὰν νὰ δίνει, µετὰ ἀπὸ 12 αἰῶνες, τὴν ἀπάντησή του στὴν «ἀλληγορία τοῦ Πλάτωνος»: Βλέπει τὸν Ἀναστάντα Χριστὸ νὰ κατεβαίνει στὰ «κατώτατα τῆς γῆς», νὰ διαλύει τὰ φριχτὰ σκοτάδια καὶ νὰ συντρίβει τὰ µέχρι τότε ἄλυτα δεσµά : «Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς, καὶ συνέτριψας µοχλοὺς αἰωνίους, κατόχους πεπεδηµένων, Χριστέ» ! Ὠδὴ στ´) Καὶ ἀµέσως ἀπαστράπτει µία «ὄντως ἱερὰ καὶ πανέορτος νὺξ καὶ φωταυγής» (Ι´,4) µέσα στὴν ὁποία, ἡ µέχρις Ἅδου ἐκτεινόµενη Σταυρικὴ Ἀγάπη, ἐλευθερώνει τοὺς ἐν σειρᾷ συνεχόµενους δεσµῶτες στὸ «ὑπόστεγον ἄντρον» τοῦ Πλάτωνος. Κι ἐκεῖνοι, χορεύοντας ἔξαλλοι,σπεύδουν νὰ ἀνεβοῦν καὶ νὰ λουστοῦν στὸ Ἀναστάσιµο Φῶς: «τὴν ἄµετρόν σου εὐσπλαγχνίαν, οἱ ταῖς τοῦ ᾅδου σειραῖς συνεχόµενοι δεδορκότες, πρὸς τὸ φῶς ἠπείγοντο ἀγαλλοµένῳ ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον» (ε´ ,2) Ὅλα ὅσα ἀπ᾽ αἰῶνος σιβυλλικά καί αἰνιγµατώδη, οἱ µεγάλοι ποιηταὶ καὶ φιλόσοφοι τῆς ἀρχαιότητας, µὲ τὶς πεπερασµένες δυνάµεις τοῦ νοῦ τους, «σπερµατικὰ» καὶ ἀποσπασµατικά, προσπάθησαν νὰ ἐκφράσουν στὰ ἔργα τους, ἑρµηνεύονται τώρα ὁλοκάθαρα στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ: — Στὴν ἀγωνία τοῦ παλαιοῦ καρφωµένου στὸν Καύκασο «Προµηθέα Δεσµώτη» γιὰ τό, «ἂν θεῶν τις διάδοχος τῶν πόνων (του) φαινῇ, θελήσῃ τ᾽ εἰς ἀναύγητον µολεῖν Ἅιδην κνεφαῖα τ᾽ ἀµφὶ Ταρτάρου βάθη» (στίχ. 1027-1029), δίνει τέλος ὁ νέος καρφωµένος στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ Ἰησοῦς, ὁ Ὁποῖος «πάσχει ὡς θνητὸς» καὶ «κατελθών πρὸς πάλην ᾅδου µόνος, λαβών ἀνῆλθε πολλά τῆς νίκης σκῦλα» (Στίχοι ἀπὸ τὸ Συναξάριο τοῦ Πάσχα) — Στὴν ἐρώτηση τοῦ Διογένη «ἄνθρωπον ζητῶ», δίνει ἀπάντηση ἀπὸ τὸ λιθόστρωτο τοῦ Πραιτωρίου ὁ Πιλᾶτος: «ἴδε Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ»! — Καὶ στὴ φιλοσοφικὴ εἰκασία τοῦ µύθου τοῦ σπηλαίου τοῦ Πλάτωνος, δίνει ἀπάντηση ἡ ἀτράνταχτη βεβαιότητα καὶ ἡ ἀψευδὴς ἀλήθεια τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου! Κι ἐµεῖς ὅλοι οἱ Χριστιανοί, «ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ», «τὴν τῶν συµβόλων εὐφρανθῶµεν ἐνθέως» (δ΄, 4). Καὶ χωρὶς ἀµφιβολίες, δισταγµοὺς καὶ βασανιστικοὺς διαλογισµούς, µὲ ὁλόχαρη καρδιά, µὲ ὁλοφώτεινο νοῦ καὶ παλλόµενα ἀπὸ συγκίνηση χείλη, «σκιρτῶντες ὑµνοῦµεν τὸν αἴτιον, τὸν µόνον εὐλογητὸν τῶν πατέρων, Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον»! (Ι´, 3). Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀµήν.
Μάταια οἱ φιλόσοφοι προσπαθοῦσαν νὰ βροῦν κάποια διέξοδα στὰ ἀδιέξοδα καὶ νὰ δώσουν µία πειστικὴ ἀπάντηση στὰ ἐναγώνια ἐρωτήµατα τῶν συνανθρώπων τους, γιὰ τὸ ποιὸ εἶναι ἐπιτέλους τὸ νόηµα καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς, ποῦ βρίσκεται ἡ εὐτυχία, ποιὸς εἶναι ὁ ἀπώτερος προορισµὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἄλλα παρόµοια, δύσκολα καὶ βαθύτατα ὑπαρξιακὰ προβλήµατα. Ἄλλος πρότεινε τὶς ὑλικὲς ἀπολαύσεις. Ἄλλος τὴν παντὸς εἴδους ἡδονή. Ἄλλος τὴν ἀπάθεια. Ἄλλος τὴ γνώση. Ἄλλος ἔφτανε καὶ ὡς αὐτὴ τὴν ἄρνηση τῆς ζωῆς. Ἄλλος ἄλλο τί. Λίγοι τέλος προσπαθοῦσαν νὰ στρέψουν τὴν ψυχὴ καὶ πρὸς τὰ ἄνω. Καὶ µέσα σ'αὐτὴ τὴ σύγχυση καὶ πολυγνωµία, ὁ Διογένης, εἰρωνικὰ ἀπελπισµένος, γύριζε µὲ ἕνα φανάρι, µέρα µεσηµέρι, στοὺς δρόµους «ἀναζητώντας ἄνθρωπο» ! ... Ὁ πολὺς Πλάτων, ἐξετάζοντας τὸ πρόβληµα τῆς γνώσεως, ἀπὸ τὸ ὁποῖο - καθὼς καὶ ὁ δάσκαλός του Σωκράτης - ἐξαρτοῦσε κατὰ πολὺ τὴν ἠθικὴ συµπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ θέλοντας νὰ δώσει µία παραστατικὴ εἰκόνα τοῦ γνωστικοῦ ἀδιεξόδου, στὸ ὁποῖο εἶχε περιπέσει ἡ ἀνθρωπότητα, δηµιούργησε τὴν περίφηµη «ἀλληγορία τοῦ σπηλαίου» (βλέπε ἀρχὴ VII βιβλίου τῆς «Πολιτείας»). Ἐδῶ πρέπει νὰ σηµειώσουµε, πρὶν ἀκόµη δοῦµε ἀναλυτικὰ τὴν ἀλληγορία, ὅτι, παρόλο ποὺ κατὰ βάση αὐτὴ ἔχει γνωσιολογικὴ σηµασία, ὅµως, συσχετιζόµενη καὶ µὲ τὶς ἰδέες τῶν Ὀρφικῶν καὶ τῶν Πυθαγορείων, ποὺ χαρακτήριζαν ἐσφαλµένα τὸ σῶµα ὡς«δεσµωτήριο» τῆς ψυχῆς, ἀποκτᾶ καὶ µία βαθύτερη θρησκευτικὴ σηµασία. Κάπως ἔτσι τὴν ἑρµήνευσε καὶ ὁ νεοπλατωνιστής Πλωτῖνος («Ἐννεάδ.» IV, 8, 1, 1) «καὶ τὸ σπήλαιον αὐτῷ, τόδε τὸ πᾶν δοκεῖ µοι λέγειν, ὅπου γε λύσιν τῶν δεσµῶν καὶ ἄνοδον ἐκ τοῦ σπηλαίου τῇ ψυχῇ φησιν εἶναι τὴν πρὸς τὸ νοητὸν πορείαν» (= καὶ τὸ σπήλαιον γι' αὐτὸν - τὸν Πλάτωνα - συµβολίζει, νοµίζω, τὸν παρόντα κόσµον, ὁπού ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ δεσµὰ καὶ ἡ ἄνοδος ἀπὸ τὸ σπήλαιο, λέγει ὅτι εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ ἡ πορεία πρὸς τὸ νοητό). Οἱ ἄνθρωποι λοιπὸν - λέγει ὁ Πλάτων - εἶναι ὡς νὰ ζοῦν στὸ βάθος ἑνὸς σκοτεινοῦ σπηλαίου (:«ἄντρον ὑπόστεγον, ἀτερπέα χῶρον» = χωρὶς χαρὰ - τὸν ἀποκαλεῖ ὁ Ἐµπεδοκλῆς στοὺς «Καθαρµούς» του). Καὶ εἶναι δεµένοι στὴ σειρὰ σταθερὰ µὲ ἁλυσίδες ἔτσι, ὥστε νὰ µὴ µποροῦν νὰ κινηθοῦν, οὔτε κἄν τὸ κεφάλι τους νὰ γυρίσουν πρὸς τὰ πίσω. Συνεχῶς ἔχουν στραµµένα τὰ βλέµµατά τους πρὸς τὸν ἐσωτερικὸ τοῖχο τοῦ σπηλαίου. Πίσω τους, καὶ στὸ ἄνοιγµα τοῦ σπηλαίου, καίει µία µεγάλη φωτιά. Μεταξύ τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ σπηλαίου ὑπάρχει δρόµος καὶ µπροστά του, πρὸς τὸ µέρος τοῦ σπηλαίου, ἕνα φράγµα. Κατὰ µῆκος τοῦ δρόµου αὐτοῦ καὶ µπροστὰ ἀπὸ τὸ φράγµα, διέρχονται διάφορα τεχνητὰ ὁµοιώµατα πραγµάτων, τὰ ὁποῖα, φωτιζόµενα ἀπὸ τὴ λάµψη τῆς φωτιᾶς, ρίχνουν τὴ σκιὰ τους ἀπέναντι στὸν ἐσωτερικὸ τοῖχο τοῦ" σπηλαίου, στὸν ὁποῖο ἔχουν καταδικαστεῖ νὰ βλέπουν συνεχῶς οἱ δεσµῶτες. Εἶναι ἑποµένως φυσικὸ - συνεχίζει ὁ Πλάτων - οἱ φυλακισµένοι στὸ σπήλαιο ἄνθρωποι νὰ νοµίζουν ὅτι οἱ σκιὲς ποὺ βλέπουν στὸν ἀπέναντί τους τοῖχο ἀποτελοῦν τὰ µόνα ἀληθινὰ ἀντικείµενα. Γι᾽ αὐτοὺς πραγµατικὸς κόσµος εἶναι αὐτὸς καὶ µόνο τὸν ὁποῖο βλέπουν: ἕνας κόσµος ὅµως ἀπατηλός, ψεύτικος.... Οἱ δεσµῶτες ἄνθρωποι ζοῦν στὴν ἄγνοια καὶ στὸ ζοφερό τῆς ἀγνωσίας σκοτάδι. Ψυχὲς ἁλυσοδεµένες, κυρτωµένες, βασανισµένες... Αἰῶνες περιµένουν τὴ λύτρωση. Αἰῶνες περιµένουν τὸ φῶς... Πῶς; Ἀπὸ ποῦ; Ποιός; ... Καὶ ξαφνικά, πρὶν ἀπὸ τὰ ξηµερώµατα ἑνὸς «ὄρθρου βαθέος τῇ µιᾷ τῶν Σαββάτων», µία λάµψη ἐκτυφλωτικὴ µέσα ἀπὸ τὸν Πανάγιο Τάφο καταυγάζει τὰ σύµπαντα. Μία ἔκρηξη φωτὸς πληµµυρίζει τὸν κόσµο: «Χριστὸς Ἀνέστη» ! Καὶ µὲ µιᾶς: τὰ «πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια» (τροπ. 2, γ´ Ὠδῆς τοῦ Κανόνος) Ἔκθαµβος καὶ συνεπαρµένος, σὲ µία θεϊκὴ ἔκσταση, ὁ µέγας Ἰωάννης Δαµασκηνὸς στὸ λυρικότατο καὶ θριαµβευτικό του «Κανόνα τοῦ Πάσχα», µοιάζει σὰν νὰ δίνει, µετὰ ἀπὸ 12 αἰῶνες, τὴν ἀπάντησή του στὴν «ἀλληγορία τοῦ Πλάτωνος»: Βλέπει τὸν Ἀναστάντα Χριστὸ νὰ κατεβαίνει στὰ «κατώτατα τῆς γῆς», νὰ διαλύει τὰ φριχτὰ σκοτάδια καὶ νὰ συντρίβει τὰ µέχρι τότε ἄλυτα δεσµά : «Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς, καὶ συνέτριψας µοχλοὺς αἰωνίους, κατόχους πεπεδηµένων, Χριστέ» ! Ὠδὴ στ´) Καὶ ἀµέσως ἀπαστράπτει µία «ὄντως ἱερὰ καὶ πανέορτος νὺξ καὶ φωταυγής» (Ι´,4) µέσα στὴν ὁποία, ἡ µέχρις Ἅδου ἐκτεινόµενη Σταυρικὴ Ἀγάπη, ἐλευθερώνει τοὺς ἐν σειρᾷ συνεχόµενους δεσµῶτες στὸ «ὑπόστεγον ἄντρον» τοῦ Πλάτωνος. Κι ἐκεῖνοι, χορεύοντας ἔξαλλοι,σπεύδουν νὰ ἀνεβοῦν καὶ νὰ λουστοῦν στὸ Ἀναστάσιµο Φῶς: «τὴν ἄµετρόν σου εὐσπλαγχνίαν, οἱ ταῖς τοῦ ᾅδου σειραῖς συνεχόµενοι δεδορκότες, πρὸς τὸ φῶς ἠπείγοντο ἀγαλλοµένῳ ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον» (ε´ ,2) Ὅλα ὅσα ἀπ᾽ αἰῶνος σιβυλλικά καί αἰνιγµατώδη, οἱ µεγάλοι ποιηταὶ καὶ φιλόσοφοι τῆς ἀρχαιότητας, µὲ τὶς πεπερασµένες δυνάµεις τοῦ νοῦ τους, «σπερµατικὰ» καὶ ἀποσπασµατικά, προσπάθησαν νὰ ἐκφράσουν στὰ ἔργα τους, ἑρµηνεύονται τώρα ὁλοκάθαρα στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ: — Στὴν ἀγωνία τοῦ παλαιοῦ καρφωµένου στὸν Καύκασο «Προµηθέα Δεσµώτη» γιὰ τό, «ἂν θεῶν τις διάδοχος τῶν πόνων (του) φαινῇ, θελήσῃ τ᾽ εἰς ἀναύγητον µολεῖν Ἅιδην κνεφαῖα τ᾽ ἀµφὶ Ταρτάρου βάθη» (στίχ. 1027-1029), δίνει τέλος ὁ νέος καρφωµένος στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ Ἰησοῦς, ὁ Ὁποῖος «πάσχει ὡς θνητὸς» καὶ «κατελθών πρὸς πάλην ᾅδου µόνος, λαβών ἀνῆλθε πολλά τῆς νίκης σκῦλα» (Στίχοι ἀπὸ τὸ Συναξάριο τοῦ Πάσχα) — Στὴν ἐρώτηση τοῦ Διογένη «ἄνθρωπον ζητῶ», δίνει ἀπάντηση ἀπὸ τὸ λιθόστρωτο τοῦ Πραιτωρίου ὁ Πιλᾶτος: «ἴδε Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ»! — Καὶ στὴ φιλοσοφικὴ εἰκασία τοῦ µύθου τοῦ σπηλαίου τοῦ Πλάτωνος, δίνει ἀπάντηση ἡ ἀτράνταχτη βεβαιότητα καὶ ἡ ἀψευδὴς ἀλήθεια τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου! Κι ἐµεῖς ὅλοι οἱ Χριστιανοί, «ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ», «τὴν τῶν συµβόλων εὐφρανθῶµεν ἐνθέως» (δ΄, 4). Καὶ χωρὶς ἀµφιβολίες, δισταγµοὺς καὶ βασανιστικοὺς διαλογισµούς, µὲ ὁλόχαρη καρδιά, µὲ ὁλοφώτεινο νοῦ καὶ παλλόµενα ἀπὸ συγκίνηση χείλη, «σκιρτῶντες ὑµνοῦµεν τὸν αἴτιον, τὸν µόνον εὐλογητὸν τῶν πατέρων, Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον»! (Ι´, 3). Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀµήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου