O Συναξαριστής της ημέρας.

Δευτέρα, 11 Δεκεμβρίου 2017

Τη ΙΑ΄ (11η) του αυτού μηνός Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΔΑΝΙΗΛ του Στυλίτου.                                                                                                                             

Δανιήλ ο Όσιος Πατήρ ημών ούτος έζη κατά τους χρόνους του βασιλέως Λέοντος Α΄ του μεγάλου του επικαλουμένου Μακέλλη του βασιλεύσαντος κατά τα έτη (457- 474), κατήγετο δε από την Μεσοποταμίαν της Συρίας, εκ της περιφερείας Σαμοσάτων. Τούτου τον θαυμάσιον και μελίρρυτον Βίον θέλομεν διηγηθή ενταύθα, ελπίζοντες ότι μεγάλως εκ τούτου θέλετε ωφεληθή. Διότι καθώς όταν ομιλή τις προς ανδρείους στρατιώτας περί των διακριθέντων εις πολεμικούς άθλους και τρόπαια διεγείρεται η ψυχή αυτών προς τους πολέμους και γίνονται προθυμότεροι και όσον μάλλον τας ανδραγαθίας των αηττήτων και ισχυρών εκείνων ακούουσι, τοσούτον και αυτοί προθυμοποιούνται και επιθυμούσι να δείξουν ομοίαν ανδρείαν και δύναμιν, τοιουτοτρόπως και όταν διδάσκαλος τις διηγήται τους ασκητικούς Βίους, τους θαυμαστούς αγώνας και τα ένθεα κατορθώματα των εναρέτων ανδρών, προθυμοποιούνται οι ευλαβείς και φιλόχριστοι ακροαταί και παρακινούνται να μιμηθώσι τον επαινούμενον.
Ο δε Βίος του θαυμασίου τούτου Δανιήλ είναι ικανός και μόνος αυτός να εγείρη εις πλείονα ζήλον πάσαν ψυχήν ενάρετον και να την παρακινήση εις αγώνας πνευματικούς, να ποθήση με πολλήν ηδονήν τους γλυκυτάτους πόνους της ασκήσεως. Διότι όσον είναι ούτος ο Βίος θαυμασιώτατος, τοσούτον υπάρχει και ωφελιμώτατος, όστις δε αναλόγως της δυνάμεως αυτού θέλει τον μιμηθή, ούτος θέλει κατορθώσει πολλήν αρετήν εις ολίγον διάστημα και θέλει εξασφαλίσει παρά Θεού εις την ουράνιον και αιώνιον αυτού Βασιλείαν αντάμειψιν άπειρον. Προσέχετε λοιπόν εις ταύτην την θαυμάσιον διήγησιν.                         
Ούτος ο θαυμάσιος Πατήρ ημών Δανιήλ ήτο υιός πατρός μεν Ηλία καλουμένου, μητρός δε Μάρθας, οίτινες ήσαν πρότερον άτεκνοι και είχον δια τούτο θλίψιν άμετρον. Μη δυναμένη δε η γυνή να ακούη τους ονειδισμούς του ανδρός δια την πολυχρόνιον αυτής στείρωσιν, εξήλθε κρυφίως από την οικίαν της το μεσονύκτιον και υψώσασα τας χείρας προς ουρανόν, εδέετο μετά δακρύων τοιαύτα προς Κύριον λέγουσα· «Δέσποτα και Βασιλεύ απάσης της κτίσεως, όστις έπλασας εξ αρχής άρσεν και θήλυ τον άνθρωπον, προστάσσων αυτόν να αυξάνωνται και να πληθύνωνται, δέομαι της ευσπλαγχνίας σου, παντοδύναμε, να με λυπηθής την αναξίαν και να λύσης την στείρωσιν της κοιλίας μου, δίδων και εις εμέ τεκνογονίαν, καθώς εχάρισες εις την Σάρραν κατά το γήρας αυτής τον Ισαάκ, εις την Άνναν τον Σαμουήλ και εις την Ελισάβετ τον μέγαν Πρόδρομον, και σου υπόσχομαι να σου αφιερώσω το τέκνον, το οποίον θα γεννήσω, καθώς και η Άννα εποίησεν». Ούτω προσευχομένη εισήλθεν εις την οικίαν της και ως απεκοιμήθη, βλέπει εις το όραμά της ότι κατέβησαν δύο μεγάλοι φωστήρες ως δίσκοι στρογγυλοί εκ των ουρανών και ίσταντο άνωθεν της κεφαλής αυτής. Τούτο ίσως να εσήμαινε την αρετήν του παιδός, όστις έμελλε να γεννηθή εξ αυτής· διότι μετά την όρασιν αυτήν συνέλαβε και έτεκε τον μακάριον Δανιήλ.                                                                                                                
Όταν το παιδίον έφθασεν εις το πέμπτον έτος της ηλικίας του, επήγαν οι γονείς του εις το Μοναστήριον και το αφιέρωσαν εις τον Θεόν κατά την υπόσχεσιν. Ο δε Ηγούμενος δεν το εκράτησε τότε εις την Μονήν έως ου μεγαλώση και γίνη η αναχώρησις με την γνώμην του παιδίου. Όταν λοιπόν έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον, καταφρονήσας συγγενείς και φίλους, πλούτον και δόξαν και όλα τα του κόσμου τούτου θέλγητρα δια την αγάπην του Κτίστου, επήγεν εις τι Κοινόβιον και πεσών εις τους πόδας του Προεστώτος παρεκάλει αυτόν να τον κουρεύση Μοναχόν. Ο δε Ηγούμενος, βλέπων αυτόν πολύ νέον, εδίσταζε, μήπως δεν δυνηθή να υποφέρη την κακοπάθειαν και προσεπάθει να τον εμποδίση, επειδή ήτο τότε ετών δώδεκα· τον παρεκίνει λοιπόν να μείνη ολίγον ακόμη καιρόν εις τον οίκον των, έως ότου να συνειθίση νηστείαν, αγρυπνίαν και πάσαν άλλην σκληραγωγίαν της ασκήσεως. Ο δε Δανιήλ σαφώς και θαυμαστώς απεκρίνατο, λέγων προς αυτόν· «Και εγώ, Πάτερ μου, δια την αυτήν αιτίαν ποθώ να γίνω Μοναχός, δια να ζήσω με τον Χριστόν και να αποθάνω δια τον κόσμον σωματικώς». Αφ΄ ου λοιπόν ο Ηγούμενος με διαφόρους λόγους προσεπάθησε να τον εμποδίση και δεν ηδυνήθη, συνεβουλεύθη περί αυτού και τους αδελφούς, οίτινες ιδόντες την πολλήν προθυμίαν του παιδός εθαύμαζον και ηννόησαν ότι ο Θεός τον εφώτισεν· όθεν συγκατένευσαν και έμεινεν εις την συνοδείαν των ο Δανιήλ, όστις και εις τους αγώνας υπερτέρησεν άπαντας, διάγων από όλους τους άλλους εναρετώτερα. Τούτο μαθόντες και οι γονείς του εχάρησαν και απελθόντες εις την Μονήν παρεκάλεσαν τον Προεστώτα να τον κάμη έμπροσθέν των Μοναχόν· και ούτως εποίησε, παρήγγειλε δε εις αυτούς ίνα μη έρχωνται συχνά εις το Μοναστήριον. Έμεινε λοιπόν ο μακάριος αυξάνων και προκόπτων ψυχικώς.                                     
Αφού δε εχρημάτισεν αρκετά έτη εις το Κοινόβιον, επεθύμησε να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους, εις τους οποίους ο Κύριος έπαθεν, έτι δε να ίδη και τον θαυμάσιον Συμεών τον Στυλίτην, να λάβη την ευλογίαν του. Όθεν εζήτησεν από τον Προεστώτα συγχώρησιν, εκείνος όμως ουδόλως ήθελε να τον αφήση. Αλλ΄ ύστερον και παρά την θέλησίν του τού έδωσε την συγχώρησιν. Επειδή έχων ανάγκην να υπάγη δι΄ εκκλησιαστικάς φροντίδας εις Αντιόχειαν, έλαβε μετ΄ άλλων τινών αδελφών και τον Δανιήλ εις την συνοδείαν του· όταν δε διήρχοντο από το χωρίον Τελλαδάν, εις το οποίον ησκήτευεν ο Όσιος Συμεών ο Στυλίτης, πλησιάσαντες εις τον στύλον, εθαύμαζον το ύψος αυτού και την τραχύτητα του τόπου και ότι υπέμεινεν ο γενναίος εκείνος την ψυχρότητα του χειμώνος, την καύσιν του θέρους, την των ανέμων βίαν και των χιόνων και όμβρων την δριμύτητα. Ταύτα συλλογιζόμενοι, οι μεν άλλοι ενόμιζον τοιούτον αγώνα μάταιον και άκαιρον. Ο δε μακάριος Δανιήλ όχι μόνον εθαύμαζεν, αλλά παρεκινείτο προς ζήλον εκείνου και μίμησιν. Όταν λοιπόν ωμίλησαν αυτοί προς τον Όσιον και τον εχαιρέτησαν, έκυψεν εκείνος από το ύψος του στύλου και τους είπε να βάλουν την κλίμακα να αναβούν· αλλά οι άλλοι δεν ηθέλησαν, ο μεν ασθένειαν, ο δε γήρας και άλλας αιτίας προφασιζόμενοι· ο δε θαυμάσιος Δανιήλ έδραμε προθύμως και ασπασάμενος αυτόν, απέλαβε τον μισθόν του κόπου του πλούσιον, διότι ο μέγας Συμεών τον ηυλόγησε και του προεφήτευσε την μέλλουσαν αρετήν αυτού, ταύτα λέγων· «Ανδρίζου, τέκνον, διότι πολλούς πόνους μέλλεις να υπομείνης δια τον Κύριον, όστις θέλει σου δώσει δύναμιν και βοήθειαν να νικήσης έως τέλους τον δαίμονα».                                                                                     
Λαβών λοιπόν την ευχήν του Συμεών ο Δανιήλ κατέβη και επήγε με τον Ηγούμενον, ο οποίος εις ολίγον καιρόν ετελεύτησεν. Οι δε Μοναχοί παρεκάλουν όλοι τον Δανιήλ να τον ψηφίσουν Προεστώτα, αλλά δεν ηθέλησεν ο αείμνηστος, δια να μη έχη φροντίδα και μέριμναν, επειδή όμως τον ηνάγκαζον να δεχθή έφυγε κρυφίως και επήγε πάλιν εις τον ηγαπημένον του Συμεών, μετά του οποίου παρέμεινεν ολίγας ημέρας και του εζήτησε συγχώρησιν, να υπάγη να προσκυνήση τα Ιεροσόλυμα, έπειτα δε να μείνη εις την ενδοτέραν έρημον. Ο Συμεών όμως τον ημπόδιζε, λέγων ότι ήσαν κίνδυνοι εκ των πολέμων των βαρβάρων. Ο νέος όμως δεν υπήκουσεν, αλλ΄ εκίνησεν εις οδοιπορίαν προθύμως, έχων προς Κύριον τας ελπίδας του και περιπατήσας ολίγην οδόν, συνήντησεν αυτόν λευκογένης τις Μοναχός, παρομοιάζων με τον Στυλίτην, όστις τον ηρώτησε που επορεύετο. Ο δε απεκρίνατο· «Εάν θέλη ο Θεός προς Ιεροσόλυμα». Λέγει ο Γέρων προς αυτόν· «Καλά είπες, εάν θέλη ο Κύριος· γνώριζε λοιπόν ότι δεν είναι θέλημα Θεού να θέσης την ζωήν σου εις κίνδυνον· δεν ήκουσες την ταραχήν και την σύγχυσιν η οποία υπάρχει εκεί»; Ο δε απεκρίνατο· «Ήκουσα τούτο, αλλ΄ έχων τον Θεόν βοηθόν μου ελπίζω να μη μου τύχη καμμία κάκωσις· εάν δε και με εύρη ο θάνατος, δεν βλάπτεται η ψυχή μου εκ της αιτίας ταύτης».                                                           
Τότε ο Γέρων έδειξε σχήμα σοβαρόν, επειδή ο Δανιήλ δεν ήθελεν να υπακούση και λέγει προς αυτόν· «Ποίησον τον λόγον μου, τέκνον, προς το συμφέρον σου. Κατά το παρόν μη υπάγης, μόνον άπελθε εις το Βυζάντιον να προσκυνήσης πολλάς Εκκλησίας και να ίδης ιερά και άξια πράγματα· εάν δε ποθής να ησυχάσης, ύπαγε εις την Θράκην ή εις το στόμα του Πόντου και μη νομίζης ότι μόνον εις τα Ιεροσόλυμα ευρίσκεται ο απερίγραπτος Θεός, αλλ΄ εις πάντα τόπον». Ταύτα συνομιλούντες εις την οδόν έφθασαν εις εν Μοναστήριον και ηρώτησεν ο νέος τον Γέροντα, εάν ήθελε να παραμείνωσιν εκεί έως την επομένην. Λέγει δε προς αυτόν ο Γέρων· «Ύπαγε πρότερον συ, έπειτα έρχομαι και εγώ κατόπιν σου». Εισελθών λοιπόν ο Δανιήλ ανέμενεν επί ώραν πολλήν τον φανέντα γηραιόν, αλλ΄ εκείνος δεν εφάνη καθόλου. Όθεν ασπασάμενος τους αδελφούς εδείπνησε και την νύκτα φαίνεται ο γηραιός εις τον ύπνον του και του είπε να υπάγη ταχέως εις το Βυζάντιον, καθώς και έξυπνον τον συνεβούλευσεν. Ο δε εγερθείς το πρωϊ διελογίζετο, τις να ήτο εκείνος, ο οποίος εφάνη εις αυτόν, άνθρωπος ή Άγγελος; Τότε, θεία Χάριτι, εγνώρισεν ότι ο μέγας Συμεών ο φίλος του τον ενουθέτησε να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να ωφεληθώσι πολλοί εξ αυτού.                                                   
Λαβών λοιπόν συγχώρησιν από τον Προεστώτα του Μοναστηρίου εκείνου ανεχώρησε και φθάσας εις το Βυζάντιον έμεινεν εις τον Ναόν του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, όστις είναι εις τα μέρη της Προποντίδος, ακούσας δε ότι εις άλλον τινά τόπον υψηλόν εκεί πλησίον, καλούμενον Ανάπλουν, ήτο ναός ειδωλικός, εις τον οποίον κατώκουν πονηρά πνεύματα και έπνιγον τους πλέοντας εις εκείνα τα μέρη και όλους τους οδοιπόρους εκακοποίουν και εζημίωνον, ηθέλησε να μιμηθή τον μέγαν Αντώνιον· όθεν απήλθεν εις τον ρηθέντα ναόν κρατών τον Σταυρόν του Χριστού ως όπλον αήττητον και ψάλλων ταύτα· «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι»; (Ψαλμ. κστ: 1). Εσφράγισε λοιπόν τας τέσσαρας γωνίας του Ναού με το σημείον του Τιμίου Σταυρού, ποιήσας και μετανοίας όσας ηδύνατο· το δε εσπέρας ήλθεν ο άρχων του σκότους και ποιών σύγχυσιν και θόρυβον άμετρον έρριπτε λίθους να τον φονεύση ο τρισκατάρατος. Ο δε Άγιος ίστατο αφόβως προσευχόμενος. Παρήλθον λοιπόν η πρώτη και η Δευτέρα νύκτες ούτως αοράτως υπ΄ αυτών πολεμούμενος και την τρίτην είδε μεγάλους τινάς και γιγαντιαίους ανθρώπους, μαύρους την όψιν και φοβερούς, οι οποίοι τον ηπείλουν λέγοντες· «Ποίος σου έδωκε την εξουσίαν ταύτην, άθλιε, να έλθης εδώ, να μας διώκης από τον οίκον μας»; Ταύτα λέγοντες οι δαίμονες εποίουν σχήματα, ότι ήθελον να τον πνίξωσιν εις την θάλασσαν και του έρριπτον λίθους φωνάζοντες, αλλ΄ ουδείς ετόλμα να τον πλησιάση. Ο δε Άγιος πρώτον μεν και ούτος τους ηπείλει έχων εις τον Θεόν το θάρρος του· έπειτα βλέπων ότι ήσαν αναίσχυντοι και του έδιδον περισσοτέραν ενόχλησιν, έκλεισεν όλας τας πύλας του ναού και τα παράθυρα, δια να δείξη ότι δεν τους φοβείται, μόνον μίαν θυρίδα αφήκε, δια να ομιλή με εκείνους, οίτινες θα ήρχοντο να τον ίδωσι και να λαμβάνη και ολίγην τροφήν του σώματος. Ούτω λοιπόν με νηστείας και προσευχάς ενίκησε τον πειράζοντα, καταργήσας όλας τας μηχανουργίας αυτού με του Εσταυρωμένου την δύναμιν και έμεινεν ο τόπος εκείνος όλος εις το εξής απείρακτος και δεν έβλαπτον πλέον οι δαίμονες ως έπρατον πρότερον· όθεν ηκούσθη η φήμη του Οσίου πανταχού και συνήγοντο άπειρα πλήθη ανδρών τε και γυναικών να τον βλέπωσι και εδόξαζον τον Θεόν θαυμάζοντες, ότι εκεί όπου οι δαίμονες, κατώκουν το πρότερον ελατρεύετο ο Δεσπότης Χριστός εις το ύστερον. Ο δε φθονερός και μισάνθρωπος, όταν είδε την ωφέλειαν του λαού, ηγριώθη και μη δυνάμενος να διώξη αυτός τον Όσιον, έσπειρε ζιζάνια και κακούς λογισμούς εις τους εξουσιάζοντας τον ναόν και τα περίχωρα, να τον διώξουν από τον τόπον των. Επήγαν λοιπόν οι άνθρωποι εκείνοι εις τον Επίσκοπον του Βυζαντίου, παρακαλούντες αυτόν να διώξη τον Όσιον. Αλλ΄ ο Αρχιερεύς (όστις ήτο ο Ανατόλιος), ως φρόνιμος και ενάρετος, δεν τους ήκουσεν, αλλ΄ έστειλεν εντίμως και ευλαβώς να τον φέρωσι, δια να γνωρίση την γνώμην του· ερωτήσας δε αυτόν τις ήτο και διατί ήλθεν εις εκείνα τα όρια, απεκρίθη ότι ο Κύριος τον απέστειλε. Τότε ο Επίσκοπος, ταύτα ακούσας, ετίμησε τον Άγιον καθώς έπρεπεν,ευφρανθείς εις τα θεία του λόγια. Μετά καιρόν ησθένησεν ο άνωθεν Ανατόλιος και προσκαλεσάμενος πάλιν τον Όσιον, παρεκάλεσεν αυτόν να ποιήση δέησιν προς τον Θεόν δι΄ αυτόν. Τότε ο Δανιήλ ως υπήκοος δεν ημέλησεν, αλλά κλίνας τα γόνατα προσηύξατο, ο δε Θεός επακούσας της δεήσεως τού δούλου του εθεράπευσε τον Πατριάρχην και πάντες εθαύμασαν. Ο δε θαυματουργός δεν εζήτησεν άλλο χάρισμα, ειμή μόνον να συγχωρήση εκείνους, οι οποίοι τον εσυκοφάντησαν αδίκως· τότε ο Αρχιερεύς απεκρίνατο· «Όχι μόνον να τους συγχωρήσω, αλλά και να τους ευχαριστήσω είναι πρέπον, διότι ήσαν η αιτία και εγνώρισα σε τον σωτήρα και ευεργέτην μου». Μετά ταύτα έλεγεν ο Αρχιερεύς εις τον Όσιον να του χαρίση Μοναστήριον και δωρήματα και να τον έχη εις την συνοδείαν του πάντοτε. Ο δε Όσιος δεν ηθέλησεν τίποτε από αυτά, μόνον επιστρέψας πάλιν εις τον ναόν ενεκλείσθη ως πρότερον και εποίησεν εν αυτώ έτη εννέα, μετά τα οποία τον προσεκάλεσεν εις τελειοτέραν πολιτείαν η θεία Πρόνοια και του εφανέρωσε προδήλως τα μέλοντα· ελθών δηλαδή εις έκστασιν, είδε στύλον νεφέλης πολύ υψηλόν, εις την κορυφήν του οποίου ίστατο ο θαυμαστός Συμεών, με δύο αστραπηφόρους νέους λέγων προς αυτόν· «Ανάβα, Δανιήλ, προς με». Ο δε απεκρίνατο· «Πώς να δυνηθώ να αναβώ τοσούτον ύψος, Κύριε»; Τότε ο Συμεών προστάσσει τους νεανίσκους και τον ανεβίβασαν, εναγκαλισθείς δε αυτόν τον έλαβε και τον ανεβίβαζεν εις τον ουρανόν αγαλλόμενος και τότε πάλιν του εφώνησε λέγων· «Ανδρίζου, Δανιήλ, και ίστασο γενναίως». Από την φωνήν αυτήν ήλθεν ο Δανιήλ εις εαυτόν και ηννόησεν ότι η όρασις ήτο από τον Θεόν, όστις τον προσεκάλει να αναβή εις τον στύλον, όπως και έγινεν εις ολίγον καιρόν και έλαβεν ο Δανιήλ εκ Θεού την χάριν διπλήν ως ο Ελισσαίος από τον διδάσκαλον αυτού· και προσέχετε ακριβώς ίνα λάβητε ψυχικήν αγαλλίασιν.                                                                                                                             Κατά τον καιρόν εκείνον ο Στυλίτης Συμεών ετελεύτησεν, ο δε μαθητής αυτού Σέργιος έλαβε το κουκούλιον αυτού και το επήγαινεν εις τον βασιλέα ως δώρον πολύτιμον. Αλλά κατ΄ οικονομίαν Θεού δεν εύρεν εύκαιρον τον βασιλέα, διότι ήτο απησχολημένος με τας φροντίδας του πολέμου και τας άλλας μερίμνας. Όθεν εκίνησεν ο Σέργιος να υπάγη εις την Μονήν των Ακοιμήτων χάριν προσκυνήσεως. Αφού λοιπόν επλησίασεν εις τον τόπον του Δανιήλ, ήκουσε την φήμην αυτού, διότι διηγούντο την θαυμάσιον πολιτείαν του εις όλα εκείνα τα περίχωρα. Όθεν έχων πόθον να τον ίδη, επήγεν εκεί με την συνοδείαν του και χαιρετήσαντες αλλήλους, είπεν ο Σέργιος προς τον Δανιήλ την του μακαρίου Συμεών αποβίωσιν. Ο δε Όσιος πάλιν διηγήθη εις τον Σέργιον την ρηθείσαν όρασιν, εκείνος δε γνωρίσας ότι ήτο Θεού θέλημα να γίνη ο Δανιήλ διάδοχος του Στυλίτου Συμεών, έδωκεν εις αυτόν το κουκούλιον. Ο δε Θεός έδειξε πάλιν οπτασίαν εις τον Σέργιον δια τον Δανιήλ, δια να φανερώση ότι ήτο και αυτός σκεύος εκλογής, κατά τον Παύλον, και έμελλε να επιχειρισθή πολιτείαν υψηλοτέραν και θαυμάσιον. Είδε λοιπόν τρεις νέους ωραίους, λέγοντας προς αυτόν· «Σέργιε, ειπέ εις τον Δανιήλ να εξέλθη από το ειδωλείον και να ετοιμασθή προς αγώνα μεγαλύτερον».                                                                   
Ταύτα ακούσας από τον Σέργιον ο Όσιος και ενθυμούμενος την προτέραν όρασιν, εβεβαιώθη ότι ήτο εκ Θεού να αναβή όπως και ο Συμεών εις τον κίονα· όθεν έστειλεν αυτόν να ερευνήση εις όλην εκείνην την περιοχήν δια να εύρη τόπον ήσυχον και κατάλληλον. Ο δε  Σέργιος, ερευνήσας εις όλας τας κορυφάς των ορέων του τόπου εκείνου, έφθασεν εκεί όπου ήτο θέλημα του Κυρίου να κατοικήση ο δούλος του, και τότε είδε το εξής θαυμάσιον· είδε περιστεράν λευκήν, ήτις επέτα πυκνά και πάλιν εκαθέζετο εις τον αυτόν τόπον. Ιδών δε αυτήν ότι ούτω πολλάκις κατέπιπτεν, ενόμισεν ότι ήτο περιπεπλεγμένη εις δίκτυα· όθεν πλησιάσας δια να ίδη καλλίτερον, επέταξεν αύτη υψηλά και πλέον ποσώς δεν εφάνη καθόλου. Εννοήσας λοιπόν την σημασίαν του πράγματος και βλέπων τον τόπον επιτήδειον, έδραμεν εις τον Όσιον και διηγήθη εις αυτόν λεπτομερώς άπαντα τα γενόμενα. Ταύτα ακούσας ο Όσιος εχάρη και προστάσσει να οικοδομήσωσι μετά σπουδής τον στύλον. Αφού δε έκτισαν την κεφαλήν, ήτοι το άνωθεν μέρος του κίονος, εξήλθεν ο Όσιος νύκτα τινά κρυφίως από τον Ναόν και ανελθών εις τον κίονα προσηύξατο λέγων· «Δόξα σοι, Χριστέ ο Θεός, όστις με ηξίωσας τοιούτων αγαθών. Γνωρίζεις, Κύριέ μου, ότι αναβαίνω εις τούτον τον κίονα έχων εις Σε τας ελπίδας μου· λοιπόν προσδέχου την πρόθεσίν μου και δος μοι δύναμιν να τελέσω τον αγώνα τούτον τον πολυώδυνον».                                                                                                             
Έμεινε λοιπόν ο Όσιος εις τον στύλον υπομένων με καρτερίαν θαυμάσιον τον καύσωνα της ημέρας και την ψυχρότητα της νυκτός. Μη υποφέρων δε ταύτα ο μισόκαλος και πατήρ του φθόνου, εδοκίμασε να του εμποδίση την πρόθεσιν και έσπειρε ζιζάνια εις τον αυθέντην του τόπου, όστις ωργίζετο κατά του Οσίου, ότι έκτισε τον στύλον χωρίς να λάβη την άδειάν του. Απελθών λοιπόν ανέφερεν εις τον βασιλέα και εις τον Πατριάρχην Γεννάδιον, όστις ή από φθόνον ή δια την αγάπην του άρχοντος, όχι μόνον προσέταξε να καταβιβάσουν τον Όσιον από τον στύλον, αλλά και επετίμησεν αυτόν ως ανήκοον. Απελθών λοιπόν ο εξουσιαστής του τόπου, Γελάνιος ονόματι, με άλλους τινάς εις την συνοδείαν του, εμελέτα να καταστρέψη τον στύλον ομού με τον Όσιον. Αλλ΄ ο παντοδύναμος Θεός, ο δοξάζων τους αυτόν δοξάζοντας, προσέταξε τα στοιχεία της φύσεως και ενώ ήτο γαλήνη μεγάλη και ουρανός ανέφελος ήλθον αίφνης βροχή δυνατή και χάλαζα μεγάλη, ήτις κατέκαυσεν όχι μόνον τας σταφυλάς των αμπελώνων, αλλ΄ έπεσον και τα φύλλα αυτών και δεν έμεινε να τρυγήσουν τίποτε. Παρ΄ όλον όμως αυτό το θαυμάσιον, δεν έπαυσε την οργήν ο Γελάνιος, αλλά προσέταξε τον Όσιον να καταβή ταχέως από τον κίονα. Ο δε Όσιος κατέβαινε με ταπείνωσιν· και όταν ήτο εις το έκτον σκαλίον της κλίμακος, βλέπων τους πόδας αυτού τον ηυλαβήθη ο Γελάνιος, διότι ήσαν καταπληγωμένοι από το στάσιμον και τον παρεκάλεσε να αναβή πάλιν επάνω ως πρότερον και να τον συγχωρήση δια το πταίσιμον. Ύστερον μάλιστα του έκαμε τον στύλον υψηλότερον, παχύτερον και στερεώτερον και ανέφερε προς τον βασιλέα δια την υπομονήν και την γενναιότητα του Οσίου.                                   
Μετ΄ ολίγας ημέρας ήλθε γηραιός τις νομικός, βαστάζων τον υιόν του, όστις είχε δεινόν δαιμόνιον και αποθέσας αυτόν πλησίον του στύλου, παρεκάλει τον Όσιον μετά δακρύων να σπλαγχνισθή τον πάσχοντα. Ο δε είπε προς αυτόν· «Εάν πιστεύης ότι δύναμαι να τον θεραπεύσω, να γίνη κατά την πίστιν σου». Ταύτα λέγων ο Όσιος προσέταξε τους μαθητάς του να δώσουν εις τον ασθενή να πίη έλαιον. Τότε έρριψε και ετάραξεν αυτόν το δαιμόνιον και εφώναζε λέγον· «Εξέρχομαι»· και ούτως ο ασθενής εξήμεσεν αίμα μαύρον πυκνόν και ελυτρώθη του δαίμονος. Ο δε πατήρ του παιδός έκλαιεν από την χαράν του, ευχαριστών τον ιατρόν· ο δε ιαθείς έμεινε πλησίον του Αγίου και εγένετο Μοναχός, καταφρονών πάσαν κοσμικήν ματαιότητα και σαρκικήν ηδυπάθειαν.           
Άλλος δε τις, Κύρος το όνομα, έπαρχος το αξίωμα, όστις έγινε μετά ταύτα Επίσκοπος Κοτυαείου, είχε θυγατέρα δαιμονιζομένην, Αλεξανδρείαν ονόματι, την οποίαν έφερεν εις τον Άγιον με άλλην τινά ομοίως δαιμονιώσαν, ήτις ήτο γυνή του συγγάμβρου του, τας οποίας ο Όσιος με την προσευχήν εθεράπευσεν. Όθεν ο Κύρος ευχαριστήσας τον Όσιον, ως εγγράμματος όπου ήτο, συνέθεσεν εν επίγραμμα, το οποίον και εχάραξε πελεκητόν εις τον κίονα, έλεγε δε τούτο τα εξής: «Μεσσηγύς γαίης τε και ουρανού ίσταται ανήρ, πάντοθεν ορνύμενος και ου τρομέων ανέμους. Τροφή δ΄ αμβροσίη τρέφεται και ανέμονι δίψη. Ίχνια ριζώσας κίονι διχθαδίω Δανιήλ δε ρύζει, Υιέα κηρύττων μητρός απειρογάμου». Δηλαδή· εν τω μέσω της γης και του ουρανού ίσταται άνθρωπος τις, από τους ανέμους όλους σειόμενος και πολεμούμενος, μηδόλως δ΄ αυτούς φοβούμενος. Τρέφεται δε με τροφήν ουράνιον και πίνει άνεμον εις την δίψαν του, στερεώσας δε τους πόδας του εις στύλον δίχαλον, βοά Δανιήλ ο θαυμάσιος, κηρύττων τον Υιόν της απειρογάμου Μητρός, Θεόν αληθέστατον.                                                                                                                               
Κατ΄ εκείνον τον καιρόν εβασίλευε και ο Λέων Α΄ ο Μακέλλης (457-474). Ούτος είχε πόθον πολύν να γεννήση η θυγάτηρ του Αριάδνη παιδίον αρσενικόν, δια να γίνη κληρονόμος της βασιλείας του. Απήλθε λοιπόν εις τον στύλον και βάζει μεσίτην προς τον Θεόν τον Δανιήλ, να παρακαλέση τον Κύριον να της δώση τέκνον κατά τον πόθον του. Ο δε Όσιος του λέγει· «Το ερχόμενον έτος θέλει γεννήσει παιδίον η θυγάτηρ σου, την δείνα ημέραν και μη λυπείσαι». Και, ω του θαύματος! την ορισθείσαν ημέραν εγέννησεν άρρεν η βασιλίς κατά την προφητείαν του Οσίου και πάντες εξέστησαν. Τότε ο βασιλεύς δι΄ ανταμοιβήν διέταξε και του έκτισαν και έτερον στύλον. Επήγε λοιπόν παντού η φήμη του Οσίου· όθεν και η βασίλισσα Ευδοκία, όταν ηλευθερώθη από την Αφρικήν, επήγε να τον ίδη και με πολλήν ευλάβειαν τον ετίμησε και πολύ τον παρεκάλεσε να υπάγη να κατοικήση εις τους τόπους αυτής, αλλά δεν ηθέλησεν· ευχαριστήσας δε την καλήν της γνώμην, απεκρίθη ότι δεν πρέπει να μεταβαίνη τις από τόπου εις τόπον, ως ακατάστατος. Ταύτα ειπών ηυλόγησεν αυτήν, αφού δε εκείνη ανεχώρησεν ανέβη εις τον στύλον του Γελανίου, όστις ήτο ο υψηλότερος και διήγε διαγωγήν θαυμασιωτέραν, τόσον ώστε ο δαίμων εφθόνησε και του έπλεξε πάλιν άλλους δόλους. Παρεκίνησε δηλαδή τους αιρετικούς, οι οποίοι ήσαν εις το Βυζάντιον, να του δώσουν ενόχλησιν, εκείνοι δε ευρόντες γυναίκα του έρωτος άσεμνον, ονόματι Βασιανήν, από την Ασίαν, την κατέπεισαν με χρήματα να δοκιμάση, εάν δυνηθή, να μολύνη τον Όσιον ή άλλον τινά από τους μαθητάς του.                                                                                            
Απήλθε λοιπόν η άσωτος προς τον σώφρονα, ενδεδυμένη λαμπρά ιμάτια και κοσμήματα πολύτιμα· και πλησιάσασα εις τον στύλον, έμεινε πολλάς ημέρας εις τι χωράφιον, προφασιζομένη ότι είχεν ασθένειαν και με διαφόρους πανουργίας και ερωτικά σχήματα, ως επιτηδεία όπου ήτο εις την πορνείαν, επεδίωκε να αιχμαλωτίση πάση θυσία την καθαράν του ψυχήν η ακάθαρτος· αλλά δεν ηδυνήθη παρ΄ όλας τας πονηρίας της όχι μόνον τον Άγιον να νικήση, αλλ΄ ουδέ καν ένα εκ των μαθητών του. Όθεν επέστρεψεν η πάντολμος άπρακτος· και δια να λάβη τα χρήματα, τα οποία της υπεσχέθησαν, είπε ψεύματα, ότι την ωρέχθη ο Δανιήλ και είπεν εις τους μαθητάς του να βάλουν κλίμακα να αναβή εις τον στύλον, αλλ΄ αυτή δεν κατεδέχθη και έφυγεν. Ούτως η βέβηλος εδυσφήμησε τον αμόλυντον, αλλ΄ η θεία δίκη δεν υπέφερε την συκοφαντίαν· όθεν εισήλθεν εντός αυτής δαίμων, εκ του οποίου και μη θέλουσα ωμολόγησεν εις όλους το ψεύδος και τον δόλον των αιρετικών. Οι μεν λοιπόν άνθρωποι της Πόλεως επήγαν αυτήν εις τον Όσιον, ο οποίος ως δούλος Χριστού και μιμητής αμνησίκακος την ιάτρευσε και συνεχώρησε το πταίσιμόν της. Αύτη δε θαυμάζουσα την φιλανθρωπίαν του Οσίου κατεφίλει τον στύλον ραίνουσα αυτόν με δάκρυα και κατανυγείσα δια της θείας Χάριτος υπεσχέθη να διορθώση την πολιτείαν της και ούτως εποίησε και ετέλεσε τον υπόλοιπον αυτής βίον η πρώην άσωτος σωφρονέστατα.                                                       
Εγνώριζε δε ο Όσιος και τα μέλλοντα· όθεν προβλέπων μεγάλην απειλήν και οργήν Κυρίου, ήτις έμελλε να έλθη εις το Βυζάντιον, διεμήνυσεν εις τον βασιλέα, καθώς και εις τον Πατριάρχην, να ποιώσι δύο λιτανείας την εβδομάδα μεθ΄ όλου του λαού, δια να εξιλεώσουν τον Θεόν και να τους παιδεύση ολιγώτερον. Αλλ΄ αυτοί αμελήσαντες, εδοκίμασαν πόσον μέγα κακόν προξενούν τα αμαρτήματα, καθώς θέλομεν γράψει κατωτέρω. Θα είπωμεν όμως πρότερον πως ο Όσιος εχειροτονήθη Ιερεύς, επειδή ήτο τούτο θέλημα Θεού. Ο βασιλεύς, υπό του Παναγίου Πνεύματος φωτιζόμενος, εζήτησεν από τον τότε Πατριάρχην Γεννάδιον να χειροτονήση τον Άγιον Ιερέα, εκείνος δε λαβών πολλούς εκκλησιαστικούς, επήγεν εις τον στύλον χαίρων. Ο Όσιος όμως ως προορατικός εγνώρισεν όσα ο βασιλεύς και ο Αρχιερεύς είπον. Όταν δε έφθασεν εις τον στύλον, είπεν ο Πατριάρχης προς τον Όσιον· «Από πολλού καιρού είχον πόθον να απολαύσω την αγιωσύνην σου, αλλ΄ αι πολλαί φροντίδες της Εκκλησίας δεν με άφηνον· τώρα λοιπόν όπου εύρων ολίγην ευκαιρίαν, ήλθον να σε απολαύσω και σε παρακαλώ βάλε την κλίμακα να αναβώ, ίνα συνομιλήσωμεν». Ο δε είπε προς αυτόν ως προφητικώτατος· «Ματαίως σε έβαλεν εις κόπον εκείνος όστις σε έστειλε». Ταύτα ακούσας εθαύμασεν ο Επίσκοπος, ότι προεγνώρισε τα πάντα ο Όσιος.                                      
Αφού λοιπόν επί ώραν πολλήν προσεπάθει ο Πατριάρχης να πείση τον Όσιον να βάλη την κλίμακα και εκείνος δεν εδέχετο, προσέταξε τον Αρχιδιάκονον να είπη τα ειρηνικά, αυτός δε είπε τας ευχάς και εχειροτόνησε και μη θέλοντα τον Άγιον Πρεσβύτερον δια του ασυνήθους τούτου τρόπου·(Ο ασυνήθης ούτος τρόπος χειροτονίας ουδόλως δύναται να θεμελιώση δικαίωμα μιμήσεως, διότι «το παρά Κανόνας ουχ έλκεται προς υπόδειγμα». Ουχί  δε μόνον ούτος, αλλά και πας άλλος τρόπος χειροτονίας λαβών χώραν εις σπανίας περιπτώσεις προ της θεσπίσεως του κανονικού δικαίου της Εκκλησίας, έστω και υπό Αγίων ανδρών ενεργηθείς, απορρίπτεται εφ΄ όσον δεν είναι σύμφωνος προς τους θείους και Ιερούς Κανόνας)· ο δε λαός εφώνησε το «άξιος». Έπειτα, αφού ετελείωσε την λειτουργίαν ο Γεννάδιος, είπε προς αυτόν· «Ιδού έλαβες της Ιερωσύνης τα σύμβολα, διότι όταν ο λαός εφώνησε το «άξιος», τότε ο Θεός αντί εμού σε εχειροτόνησε· λοιπόν μη φανής παρήκοος του θείου βουλήματος, αλλά βάλε την κλίμακα, να σε κοινωνήσω τα θεία Μυστήρια. Τότε γνωρίσας ο Άγιος, ότι δεν εγένετο η πράξις αύτη άνευ της θελήσεως του Θεού, εδέχθη και αναβάς ο Αρχιερεύς τον εκοινώνησεν. Έπειτα ευξάμενος υπέρ του λαού, απέλυσεν άπαντας εν ειρήνη.                                                                                                     
Ταύτα όλα ακούσας ο βασιλεύς εθαύμασε· και γνωρίζων πόσον η αρετή είναι τιμιωτέρα της βασιλείας, απήλθεν εις αυτόν και πίπτει με πολλήν ταπείνωσιν εις τους καταπληγωμένους πόδας του, και τούτους ούτως ιδών ο βασιλεύς εθαύμασεν, έκτισε δε και έτερον στύλον, άνωθεν εις δύο κίονας θεμελιωμένον και τον ωνόμασε Διχθάδιον, εις το οποίον ο Δανιήλ αναβαίνων έχαιρε και εδίδετο εις περισσοτέραν άσκησιν· και το μεν θέρος υπό του ηλίου κατεφλέγετο, τον δε χειμώνα τού έδιδον πάλιν οι άνεμοι και αι θύελλαι μεγάλην στενοχωρίαν και άμετρον βάσανον. Αλλ΄ αυτός ο αδαμάντινος εκαρτέρει ως ανδριάς και στήλη μάλλον ή άνθρωπος. Μάλλον δε ειπείν και αυτών των μετάλλων εφάνη όντως δυνατώτερός τε και ισχυρότερος, επειδή παν πράγμα με την πολυκαιρίαν δαπανάται και αφανίζεται, ενώ ο Όσιος ουδόλως εδειλίασε τοσαύτην των ανέμων και χιόνων σφοδρότητα. Όθεν ηξιώθη παρά Θεού και ετέλεσε μεγάλα σημεία και τέρατα, από τα οποία να είπωμεν ολίγα τινά, εις πίστωσιν και των άλλων, κατά την υπόσχεσιν.                                                            
Εις την πρώτην του Σεπτεμβρίου μηνός, όταν ετέλουν οι φιλόθεοι την εορτήν του Αγίου Μάμαντος, ήλθε μέγας εμπρησμός αιφνιδίως εις το Βυζάντιον, καθώς ο Δανιήλ προεφήτευσε, και τοσούτον ηύξανεν η φλοξ, ώστε περιεκύκλωσαν όλην την πόλιν και κατέκαυσεν οίκους και Εκκλησίας πολλάς και πολλοί άνθρωποι κατεκάησαν· έτεροι πάλιν έμειναν ημικεκαυμένοι, ούτοι δε ήσαν δυστυχέστεροι εκείνων οι οποίοι απέθανον. Ήτο λοιπόν φοβερόν το θέαμα και μέγας ο κίνδυνος να βλέπη κανείς την Βασιλίδα των πόλεων τοιουτοτρόπως πυρπολουμένην, όπως τα Σόδομα. Μετά βίας τότε και μη θέλοντες οι άνθρωποι της Πόλεως ενεθυμήθησαν την πρόρρησιν του Οσίου και πιστεύοντες ότι μόνον εκείνος ηδύνατο να τους βοηθήση με την προσευχήν του, έστειλαν μεσίτας δεόμενοι να τους σπλαγχνισθή ως φιλάνθρωπος· ο δε Όσιος ακούσας την δεινήν εκείνην συμφοράν εδάκρυσε· και πρώτον μεν τους ώκτειρε, ότι ημέλησαν και δεν εποίησαν δεήσεις και παρακλήσεις προς Κύριον πρότερον, καθώς τους είχε παραγγείλει· έπειτα τους προσέταξε να προσεύχωνται νήστεις και ούτως εποίησε και ο Άγιος δια την σωτηρίαν αυτών δεόμενος· και μετά την προσευχήν προεφήτευσεν εις αυτούς ταύτα λέγων· «Υπάγετε και εις επτά ημέρας σβύνει το πυρ και μη δειλιάσητε». Ούτως είπε και έργον ο λόγος εγένετο. Ώστε πάντες εθαύμασαν και εξόχως ο βασιλεύς και η βασίλισσα, οίτινες επήγαν εις τον Όσιον και εζήτουν συγχώρησιν δια τα σφάλματα του παρελθόντος, υποσχόμενοι διόρθωσιν δια το μέλλον.                                   
Έγινε δε κατά το έτος εκείνο χειμών δριμύτατος, χιόνες συχνάκις και άνεμοι βιαιότατοι και τοσούτον άγριοι, ώστε εκινδύνευον να πέσουν οι στύλοι, επάνω εις τους οποίους ήτο ο Όσιος, όστις εσείετο μετά των στύλων από του ενός μέρους εις το έτερον ως κλάδος δένδρου. Ίσταντο δε οι μαθηταί του Οσίου δακρυρροούντες και έντρομοι· ο δε Όσιος έμενεν άφοβος, έχων τον νουν εις τον ουρανόν, προσευχόμενος και αναμένων εκείθεν βοήθειαν. Επειδή δε, κατά το γραφικόν λόγιον, «εκέκραξεν ο δίκαιος και ο Κύριος εισήκουσεν αυτού» (Ψαλμ. λγ: 18) έγινε παρευθύς γαλήνη μεγάλη θαυμασιώτατα. Ακούσας δε ο βασιλεύς ότι εσαλεύθησαν οι στύλοι εκ του ανέμου, εκίνησεν έφιππος να υπάγη δια να τους ίδη και να τους στερεώση καλλίτερα· καθώς όμως κατέβαινεν από το όρος, εφοβήθη ο ίππος του και πεσών πρηνής επλάκωσεν τον βασιλέα. Ο δε Δανιήλ προέφθασε με την προσευχήν και τον ελύτρωσεν εκ του κινδύνου και τόσον ηυλαβείτο από την ώραν εκείνην τον Όσιον ο βασιλεύς, ώστε τον εκήρυττεν εις όλους και τον εφήμιζε.                                                          
Μετά ταύτα ήλθε προς τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου ο βασιλεύς των Λαζών δια να συνάψουν μεταξύ των συνθήκας· λαβών δε τούτον ο βασιλεύς επήγαν αμφότεροι εις τον Όσιον, δια να θαυμάση και εκείνος την καρτερίαν του, τόσον δε τον ηυλαβήθη εκείνος, ώστε όχι μόνον τον Όσιον, αλλά και τον στύλον προσεκύνησε λέγων· «Ευχαριστώ σοι, επουράνιε Βασιλεύ, ότι με ηξίωσας να απολαύσω ουράνιον άνθρωπον». Και τόσον τον ετίμησαν και οι δύο βασιλείς, ώστε τον έβαλαν κριτήν εις τας υποθέσεις των και τους συνεβίβαζεν· επιστρέψας δε ο βασιλεύς των Λαζών εις το κράτος του, διηγείτο πανταχού το τοιούτον θαυμάσιον και οσάκις έστελλε προς τον βασιλέα επιστολήν, έγραφε χαιρετισμούς και εις τον Όσιον. Ώστε λοιπόν όλος ο κόσμος, ιδιώται και βασιλείς, Έλληνες και βάρβαροι, τον ετίμων ως Άγγελον· αρκούν όσα εγράψαμεν να φανερώσουν την καρτερίαν αυτού και τους υπέρ άνθρωπον αγώνας του· αλλ΄ επειδή αμαρτίαν θα έχω, εάν σιωπήσω έως εδώ, θέλω γράψει εν εισέτι θαυμάσιον, δια να δοξασθή ο Θεός, όστις του εχάρισε τοσαύτην δύναμιν.                                                                                                                      
Έτος τι έγινε μέγας και φοβερός χειμών, άνεμοι σφοδροί και χιόνες σφοδρόταται· ο δε Όσιος υπέμεινεν όλην την βίαν εκείνην της χιόνος γυμνός καθ΄ όλον το σώμα και άστεγος· διότι και το δερμάτινον κουκούλιον, το οποίον είχε, του το επήραν οι άνεμοι και το έρριψαν μακράν από τον στύλον εις φάραγγα. Εδέχετο λοιπόν όλην την νύκτα την χάλαζαν εις την σάρκα του (ω της καρτερίας και γενναιότητος!) βασανιζόμενος από την βίαν των ανέμων, την της χιόνος σφοδρότητα και της νυκτός την δεινήν ψυχρότητα. Πρωϊας δε γενομένης επληθύνετο η βροχή καθώς επίσης και η χιών, οι δε μαθηταί αυτού δεν ηδύναντο καν να εξέλθουν έξω της θύρας, επί τρεις ημέρας. Κατά δε την τρίτην ημέραν, καθ΄ ην έπαυσεν ολίγον η σύγχυσις των ανέμων, έβαλον κλίμακα οι μαθηταί και ανέβησαν, ιδόντες δε αυτόν (θέαμα ξένον και φρικωδέστατον) πεπαγωμένον και κρυσταλλωμένον, εξέστησαν, διότι όλον το σώμα του ήτο απονενεκρωμένον και ανενέργητον, ως να ήτο τεμάχιον πάγου ή κρύσταλλος. Θερμάναντες λοιπόν ύδωρ, ερράντισαν αυτόν και εις ολίγην ώραν συνήλθεν εις εαυτόν λέγων· «Διατί με επειράξετε, εν ω εκοιμώμην γλυκύτατα; Ολίγη ώρα είναι αφ΄ ότου επεκαλέσθην τον Κύριον εις βοήθειαν και απεκοιμήθην». Ούτως ειπών, εζήτησε να τον ενδύσουν ιμάτιόν τι δια να μη τον βλέπουν γυμνόν.                                                                                                                
Ταύτα μαθών ο βασιλεύς επήγε προς τον Όσιον και πεσών εις τους πόδας αυτού μετά δακρύων εδέετο λέγων· «Εάν και δεν λυπείσαι τον εαυτόν σου, όμως δια να μη υστερήσης ημάς της ποθεινής παρουσίας σου, ποίησον αγάπην δια τον Χριστόν και μη θελήσης να αποθάνης παράκαιρα από τόσην σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν». Μετά βίας λοιπόν εδέχθη, ευλαβηθείς τα δάκρυα του βασιλέως και του εποίησαν μικράν στέγην, εκ της οποίας είχεν ολίγην άνεσιν. Όσοι λοιπόν ηγεμόνες και μεγιστάνες, πρέσβεις και βασιλείς και άλλοι μεγάλοι και σπουδαίοι άρχοντες ήρχοντο προς τον βασιλέα, τους έστελλε χάριν ευλογίας έως τον Όσιον. Οι δε βλέποντες αυτόν και ακούοντες τα σοφά εκείνα και φρόνιμα λόγια, επέστρεφον θαυμάζοντες.                                     
Τον καιρόν εκείνον ηκούσθη φήμη, ότι ο Γιζέριχος, ο βασιλεύς των Βανδάλων, έκαμε στρατόν πολύν και επήγαινε να πολεμήση την Αλεξάνδρειαν. Έχων δε ο βασιλεύς μεγάλην εκ τούτου αγωνίαν, έδραμεν εις τον Άγιον και του λέγει την υπόθεσιν. Ο δε, προβλέπων προδήλως τα μέλλοντα, είπε ταύτα· «Δεν πρόκειται να υπάγη καθόλου εις την Αλεξάνδρειαν ο Γιζέριχος, αλλά θέλει επιστρέψει εις τα οπίσω κατησχυμμένος και άπρακτος»· όντως δε ούτω και εγένετο, καθώς ο Δανιήλ προεφήτευσεν.                                                                               
Ο δε βασιλεύς δια να ανταμείψη τον Όσιον ηθέλησε να κάμη κελλία κάτωθεν του στύλου, δια να έχουν τουλάχιστον οι μαθηταί του ανάπαυσιν· αλλ΄ ο Όσιος δεν εδέχθη, μόνον τον παρεκάλεσε να στείλη ανθρώπους, να φέρουν το λείψανον του Αγίου Συμεών. Ο δε βασιλεύς, έχων πόθον μεγάλον να ευαρεστήση τον Όσιον, έστειλε παρευθύς ανθρώπους εις την Αντιόχειαν, να φέρουν το άγιον Λείψανον, ωκοδόμησε δε και Εκκλησίαν εις το βόρειον μέρος του στύλου δια να τοποθετηθή εις αυτήν το άγιον Λείψανον και κελλία δια να αναπαύονται οι ξένοι, οίτινες ήρχοντο εις επίσκεψιν αυτού. Αφού δε έφεραν το άγιον Λείψανον του Συμεών εναπέθεσαν αυτό εις τον οικοδομηθέντα Ναόν, ο δε Όσιος χαίρων ηυχαρίστει τον βασιλέα και τους λοιπούς, οίτινες εκοπίασαν, τους έκαμε δε και διδαχήν σοφωτάτην περί φιλαδελφίας και αγάπης και περί κρίσεως· και τόσον κατενύχθησαν, ώστε έκλαυσαν άπαντες.                                        
Όσοι δε ετόλμων να είπωσι κακόν κατά του Οσίου, τους επαίδευεν ευθύς η θεία δίκη ως αδίκους δικαίως, προς παραδειγματισμόν και των επιλοίπων. Μίαν δε φοράν αιρετικός τις έλεγε λοιδορίας κατά του Οσίου. Επειδή δε οι παρόντες τον απεστόμωσαν, αυτός κρατών έσωθεν του ενδύματός του οψάριον ψητόν και δεικνύων αυτό εις τους ανθρώπους έλεγεν· «Ο εγκρατής Δανιήλ μεταξύ των πολλών φαγητών έτρωγε και τούτο το οψάριον». Αφού είπε ταύτα εις ολίγην ώραν έφαγε με την γυναίκα και τα τέκνα του το οψάριον και παρευθύς εδαιμονίσθησαν όλοι όσοι έφαγον. Οι δε παρόντες, γνωρίσαντες την αιτίαν, επήγαν αυτούς εις τον Όσιον, ο οποίος ως αμνησίκακος εποίησεν ευχήν δι΄ αυτούς και τους ελύτρωσεν όχι μόνον από τον ένα δαίμονα της μανίας, αλλά και από τον άλλον της κακοδοξίας, τον φοβερώτερον, αυτοί δε τοσούτον ευγνώμονες εφέρθησαν προς τον Όσιον, ώστε έκαμον την εικόνα του αργυράν και αυτούς ιστόρησαν εις τους πόδας του επιγράφοντες το θαυμάσιον, δια να μείνη αλησμόνητον πάντοτε. Τοσούτον δε ήτο ο Όσιος εις το λέγειν λόγιος, ώστε ωφελούντο πολύ οι ακούοντες όχι μόνον οι πραείς, αλλά και οι άγριοι και εταπεινούντο· μετανοούντες δε δια τας αμαρτίας αυτών εσώζοντο, καθώς και με το ακόλουθον παράδειγμα φαίνεται.                                                                                                                  
Ανδρείος τις Γαλάτης, Εδρανός ονομαζόμενος, έχων και άλλους πολλούς συντρόφους, ενίκησεν ως δυνατός πολλούς εις τον πόλεμον. Ο δε βασιλεύς προσκαλέσας αυτόν τον ετίμησε κατά πολλά δια να τον έχη εις τους πολέμους· καταστήσας δε αυτόν κόμητα εις τους ιππείς τον εφιλοδώρησεν ικανώς. Έπειτα τον έπεμψε χάριν ευλογίας εις τον Άγιον, όστις τον εδίδαξε τόσον επιτηδείως, ώστε έγινεν ο λύκος ήμερον πρόβατον και ο πρώην φονεύς και βάρβαρος Χριστού μαθητής και φιλόσοφος και γίνεται υποτακτικός του Δανιήλ θαυμάσιος, απαρνηθείς πάσαν κοσμικήν ματαιότητα, όχι δε μόνον αυτός, αλλά και τους φίλους του όλους παρεκίνει πολλάκις και τους εδίδασκε να μιμηθώσι την πράξιν του δια να κερδήσουν και αυτοί Βασιλείαν ουράνιον. Εξ αυτών τον εμιμήθησαν δύο άλλοι και έγιναν Μοναχοί από τον Άγιον. Μετωνομάσθη δε Τίτος ο Εδρανός και προέκοπτεν κατά πολλά εις την άσκησιν, ο δε βασιλεύς ελυπήθη και προσεπάθησε να τους απομακρύνη από την γνώμην αυτήν, δια να τους έχη βοηθούς εις την ανάγκην, αλλά δεν ηδυνήθη. Όθεν και μη θέλων αφήκεν αυτούς, κατά τον πόθον των, δια να μη λυπήση τον Άγιον.                                    
Έμεινε λοιπόν ο μακάριος Τίτος μιμούμενος εις τας αρετάς τον διδάσκαλον και εξόχως εις την νηστείαν και θέλων να γνωρίση κατ΄ αλήθειαν τι και πόσον έτρωγεν ο Άγιος, παρεφύλαττεν όλην την νύκτα όπισθεν του στύλου περιεργαζόμενος. Και ποιήσας τούτο επί επτά ημερονύκτια, δεν είδε τον Όσιον να φάγη τίποτε και θαυμάζων εξωμολογήθη τον λογισμόν αυτόν, ερωτήσας τον Άγιον να του είπη κατά Θεόν πνευματικά την αλήθειαν. Ο δε απεκρίνατο· «Τόσον μόνον τρώγω και πίνω, όσον να μη αποθάνω από την πολλήν ασιτίαν και κακοπάθειαν· διότι δεν ζώμεν δια να τρυφώμεν, αλλά τρώγομεν δια να ζώμεν». Νουθετηθείς λοιπόν ο μακάριος Τίτος από τον Όσιον, διήρχετο διαγωγήν θαυμάσιον και έτρωγε μόνον όσον να ζη, ύπνον δε ελάμβανε πολύ ολίγον και αυτόν όχι κοιτόμενος, αλλ΄ εδένετο από τας μασχάλας και εκρέματο. Εις δε το στήθος είχε βιβλίον επάνω εις εν σανίδιον και ανεγίνωσκεν έως να αποκοιμηθή και τότε ελάμβανεν ολίγον ύπνον κλίνων την κεφαλήν επάνω εις το σανίδιον. Ταύτα μαθών και ο βασιλεύς, οσάκις επήγαινε προς τον Άγιον, έβλεπε και τον μακάριον Τίτον, λαμβάνων παρ΄ αυτού πολλήν ωφέλειαν. Ούτω δε πολιτευόμενος απήλθε προς Κύριον. Όχι δε μόνον αυτός εφύλαξε τόσην αρετήν, αλλά και εις από τους δούλους του ονόματι Ανατόλιος και ζώντος αυτού και μετά την εκείνου μετάστασιν εφύλαττε τόσην αρετήν, ώστε έκαμε και δώδεκα μαθητάς και έγινεν εις όλους θαυμάσιος και περιβόητος. Αλλ΄ επί το προκείμενον επανέλθωμεν.                                                                                                    
Ο βασιλεύς Λέων είχε γαμβρόν από την θυγατέρα του Αριάδνην τον Ίσαυρον Ζήνωνα, τον οποίον έκαμεν ύπατον, έπειτα τον έστειλε κατά των βαρβάρων εις Θράκην. Εκείνος λοιπόν επήγε με τους άρχοντάς του να λάβη ευχήν από τον Δανιήλ· ο δε Όσιος του προεφήτευσεν όσα έμελλε να πάθη έως τέλους· ότι θέλει επιστρέψει νικητής από τον πόλεμον, ύστερον θέλουν τον επιβουλευθή οι ιδικοί του, αλλά δεν θα τον κακοποιήσωσι και ούτως έγιναν όσα προείπεν ο Όσιος. Εγέννησε δε η Αριάδνη παιδίον, ως ανωτέρω είπομεν, και το ωνόμασαν Λέοντα. Μετά καιρόν απέθανε ο βασιλεύς, αφήσας τον έγγονόν του τούτον διάδοχον εις τον θρόνον του. Η σύγκλητος όμως έκαμε βασιλέα τον Ζήνωνα, εις ολίγον δε καιρόν απέθανε το παιδίον Λέων· οι δε συγγενείς τού Ζήνωνος Αρμάτος και Βασιλίσκος εφθόνησαν και τον εμίσουν αδίκως. Ο Ζήνων, γνωρίσας πολλάκις την επιβουλήν, έδραμε προς τον Όσιον ζητών βοήθειαν. Ο δε πάλιν προείπεν εις αυτόν όσα έμελλον να του ακολουθήσωσιν· ότι δηλαδή θέλει φύγει από τον θρόνον, εις τόπον έρημον, και θέλει φάγει από την πείναν ωμά χόρτα· έπειτα πάλιν θα απολαύση το βασίλειον· ύστερον δε θα αποθάνη εις τον θρόνον του καλόν θάνατον, όπως και εγένετο.                                           
Βλέπων λοιπόν ο βασιλεύς ότι επληθύνοντο αι επιβουλαί έφυγε κρυφίως με την βασίλισσαν και επήγεν εις την Ισαυρίαν. Τότε ο Βασιλίσκος ήρπασε τα σκήπτρα της βασιλείας και ήγειρε κατά της Εκκλησίας πόλεμον, λέγων λόγια βλάσφημα κατά της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού, εμελέτησε δε και να θανατώση τον Πατριάρχην Ακάκιον, διότι ηναντιούτο μη αφήνων τους πιστούς να συγκοινωνήσουν εις την αίρεσίν του. Συνταχθέντες λοιπόν πλήθος πολύ Μοναχών και λαϊκοί εφύλαττον τον Αρχιερέα, να μη τον φονεύσωσιν. Έστειλαν δε και επιστολάς προς τον Δανιήλ, να βοηθήση την Εκκλησίαν δια της προς τον Θεόν προσευχής του. Ο δε πανούργος Βασιλίσκος έγραψε προς τον Όσιον απολογούμενος, ότι ο Πατριάρχης ήτο αίτιος της ταραχής, διότι διέστρεφε τον στρατόν και εγένετο πρόσκομμα· ο δε Όσιος ως διακριτικός και σοφώτατος εγνώρισε την κακουργίαν του βασιλέως και του ανταπήντησεν ελέγχων αυτόν δριμύτατα και προλέγων ότι ο Θεός θέλει του αφαιρέσει το βασίλειον και άλλα παρόμοια. Τότε ο Πατριάρχης έστειλε τους προκρίτους Αρχιερείς προς τον Όσιον, να τον παρακαλέσουν όπως καταβή από τον στύλον δια τον Κύριον και να βοηθήση την Εκκλησίαν, διότι άλλην ελπίδα δεν είχον. Απελθόντες λοιπόν παρεκάλεσαν τον Άγιον, αλλ΄ εκείνος δεν εδέχθη να καταβή. Όθεν έστειλε πάλιν εκ δευτέρου τους Επισκόπους, προστάσσων αυτούς να κλαύσουν τόσον εις τους πόδας αυτού, έως να τους λυπηθή, να καταβή. Έλεγον λοιπόν προς τον Όσιον ταύτα· «Μιμήσου, Άγιε, τον Διδάσκαλον, όστις έκλινε τους ουρανούς και κατέβη δια την σωτηρίαν μας. Τι άπρεπον είναι λοιπόν, να καταβής και συ από τον στύλον ολίγον, δια να σώσης την κινδυνεύουσαν Εκκλησίαν, δια την οποίαν αυτός ο Δεσπότης Χριστός το πολύτιμον Αυτού και Πανάγιον Αίμα εξέχεεν»;                                                                                                                                     
Αυτά και άλλα όμοια έλεγον οι Επίσκοποι, κλαίοντες κάτωθεν του στύλου γονυπετείς προσευχόμενοι. Ο δε Όσιος πρώτον μεν εβαρύνθη και εσκανδαλίσθη· έπειτα βλέπων αυτούς ότι επληθύνοντο τα δάκρυα, τους ελυπήθη ως συμπαθέστατος και μη γνωρίζων ποίον εκ των δύο να ποιήση, εδεήθη εις τον Θεόν, να του φανερώση πώς να πράξη εις την υπόθεσιν ταύτην. Προσευχόμενος λοιπόν περί τούτου, ήκουσε φωνήν ουρανόθεν, ήτις είπε προς αυτόν να καταβή και πάλιν να επιστρέψη. Λαβόντες λοιπόν τον Όσιον οι Επίσκοποι απήλθον εις τον Πατριάρχην αγαλλιώμενοι. Αδύνατον δε είναι να γράψωμεν επαρκώς πόσην τιμήν του έκαμαν οι Ορθόδοξοι και με πόσην ευφροσύνην τον υπεδέχθησαν. Ευθύς τότε ο του Χριστού στρατιώτης επολέμησε τον αντίπαλον ελέγχων αυτόν και ονομάζων νέον Διοκλητιανόν, ηπείλει δε αυτόν με τιμωρίας τού τε παρόντος αιώνος και του μέλλοντος.                  
Ο δε βασιλεύς, νενικημένος από τον Όσιον, εμάκρυνεν από την Πόλιν παραγγέλλων προς αυτόν· «Ιδού σοι χαρίζω την Πόλιν και τους πολίτας αυτής και κάμε ως βούλεσαι». Ο Άγιος όμως δεν εδέχθη τούτο, αλλ΄ έτρεχεν οπίσω αυτού, δια να τον ελέγξη και κατά πρόσωπον· επειδή δε οι πόδες του ήσαν ησθενημένοι από την άσκησιν και δεν ηδύνατο να περιπατή, τον εσήκωνον οι άνθρωποι και βαδίζοντες συνήντησαν καθ΄ οδόν λεπρόν τινα, όστις εφώναξε λέγων· «Ελέησόν με, δούλε του Θεού, και θεράπευσόν με τον ταλαίπωρον». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Διατί αφήκας τον Παντοδύναμον και ζητείς παρ΄ ανθρώπου ομοιοπαθούς σου την ίασιν; Πλην εάν έχης πίστιν δύνανται και οι δούλοι του να σου δώσουν βοήθειαν». Ταύτα λέγων προσέταξεν αυτόν να λουσθή εις την θάλασσαν. Ο δε υπακούσας εκαθαρίσθη αμέσως και πάντες εξέστησαν, βλέποντες τοιούτον θαυμάσιον και έτρεχον εις τον Άγιον υγιείς τε και ασθενείς, οι μεν να απολαύσουν ψυχής ευφροσύνην βλέποντες αυτόν, οι δε να εύρουν θεραπείαν της μάστιγος εκ της οποίας εμαστίζοντο και κατά την πίστιν εκάστου ηκολούθει η έκβασις.                                                                               
Βλέπων τον Όσιον βασταζόμενον Γότθος τις καθήμενος εις το παράθυρον, είπε ταύτα προς εμπαιγμόν· «Ιδού και ο νέος ύπατος». Ταύτα λέγων έπεσε κατά γης και εξέψυξεν. Οι δε λοιποί εφοβήθησαν ιδόντες τοιούτο θαυμάσιον. Αλλά και αυτός ο βασιλεύς εδειλίασε και όταν έφθασεν ο Άγιος εις τα βασίλεια δεν τον άφησαν να εισέλθη. Τότε αποτινάξας το χώμα των ποδών του, κατά το Ευαγγέλιον, ανεχώρησε. Μετά ταύτα μεταμεληθείς ο βασιλεύς, διότι δεν τον εδέχθη και φοβηθείς μήπως πάθη κακόν τι, έστειλε και τον εκάλεσε να επιστρέψη, ο Όσιος όμως δεν ηθέλησε, και του διεμήνυσεν, ότι εις ολίγον καιρόν θα απολέση την βασιλείαν· έπειτα θέλει λάβει και κακόν θάνατον, διότι υβρίζει τον ουράνιον Βασιλέα, όστις θέλει τον παιδεύσει με κόλασιν αιώνιον. Όταν δε οι απεσταλμένοι είπον ταύτα προς τον βασιλέα, έπεσε πύργος τις, όστις ήτο εις τα βασίλεια, προς σωφρονισμόν και έλεγχον του αλαζόνος. Έγιναν δε και άλλα πολλά θαυμάσια αναρίθμητα, από τα οποία να είπωμεν ολίγα τινά με βραχύτητα.                                                                                                   
Πρώτον μεν εθεράπευσεν ο Όσιος δύο νεανίσκους, έχοντας δαιμόνιον, έπειτα θυγατέρα τινά πιστής γυναικός, ήτις έκλαιεν ακαταπαύστως και σπλαγχνισθείς επ΄ αυτήν την ιάτρευσεν. Eίτα και άρχων τις, την αξίαν πατρίκιος, μιμούμενος τον Ζακχαίον, επήρε τον Όσιον εις την οικίαν του μετά θερμής πίστεως. Όθεν έτυχε και αυτός ομοίας ευλογίας με τον Ζακχαίον. Αφού δε ο Όσιος έφθασεν εις το Πατριαρχείον και τον υπεδέχθησαν με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν, φοβερός τις όφις, άγνωστον πόθεν προερχόμενος, ευρέθη εις τους πόδας του Οσίου, ο δε Όσιος ιδών αυτόν τον προσέταξε να απέλθη χωρίς να βλάψη τινά. Τότε ο όφις, στραφείς προς τον τοίχον, διερράγη ενώπιον πάντων και έμεινεν άπνους. Γυνή δε τις επιφανής, την κλήσιν Ραϊς, την πίστιν Ορθόδοξος, προσελθούσα προσέπεσεν εις τους πόδας του Οσίου κλαίουσα και παρακαλούσα να την ευλογήση να γεννήση υιόν· βλέπουσα δε ότι οι πόδες του ήσαν πληγωμένοι από την άσκησιν, εθαύμασε την υπομονήν του και έδωσε τεμάχιον ράμματος δια να τυλίξουν τους πόδας του, έπειτα δε να το λάβη δι΄ ευλάβειαν. Ο δε Όσιος δεν εδέχετο, τον παρεκάλεσεν όμως ο Επίσκοπος και υπήκουσεν. Όθεν όχι μόνον έδεσε τους πόδας του με το ράμμα και της το έδωκεν, αλλά και της προεφήτευσεν ούτω λέγων· «Ένα υιόν θέλεις γεννήσει και ονόμασον αυτόν Ζήνωνα», ούτω δε κατά την πρόρρησιν εγένετο. Ταύτα βλέπων ο βασιλεύς και φοβηθείς ότι θέλουν επαληθεύσει και εις αυτόν όσα δεινά του προανήγγειλεν ο Όσιος έστειλεν ανθρώπους και τον εκάλεσε να υπάγη προς επίσκεψίν του, αλλ΄ ο Άγιος δεν εδέχετο. Τότε τον εκάλεσε και πάλιν ο βασιλεύς με περισσοτέραν ταπείνωσιν, αλλά και πάλιν απέτυχεν· επειδή δε επανέλαβε τούτο πολλάκις και ο Άγιος δεν ήρχετο προς αυτόν, απήλθεν ο ίδιος ο βασιλεύς μόνος του προς τον Άγιον με σχήμα δούλου και προσκυνήσας αυτόν εζήτει συγχώρησιν. Ο δε Άγιος, γνωρίσας ως προορατικός το απόκρυφον, δεν τον εδέχθη, αλλά μάλλον ελέγξας αυτόν δια την παρανομίαν και κακοδοξίαν του τον απέπεμψε. Προς δε τους παρόντας εφανέρωσε την πονηράν αυτού γνώμην ειπών· «Πρέπει να γνωρίζετε ότι η ταπείνωσις, την οποίαν έδειξεν ο Βασιλίσκος, ήτο υπόκρισις και πονηρία, με την οποίαν ήθελε να καλύψη την αγριότητα της ψυχής του· γρήγορα όμως θέλετε ίδει ότι θα εύρη η θεία δίκη τον άδικον». Ούτω λοιπόν ο μακάριος τοσαύτα θαυματουργήσας και νικητής αναδειχθείς εις τον υπέρ της ευσεβείας πόλεμον και προφητεύσας τα μέλλοντα, επέστρεψε πάλιν εις τον στύλον του, τον ασκητικόν αγωνιζόμενος αγώνα του. Εις ολίγας δε ημέρας εξεδίωξαν τον Βασιλίσκον από το βασίλειον, καθώς ο Άγιος προεφήτευσε, και εκάθησε πάλιν ο Ζήνων εις τον θρόνον του. Όθεν βλέπων αληθινάς όλας τας προρρήσεις τού Αγίου, τον ηυλαβείτο περισσότερον και επήγε με την βασίλισσαν δια να του αποδώσουν την πρέπουσαν ευχαριστίαν. Αλλά προ του να τελειώσωμεν την διήγησιν, ας γράψωμεν ακόμη δύο ή τρία θαυμάσια, δια να μη υστερήσωμεν τους ευλαβείς από της ψυχικής ταύτης ωφελείας και απολαύσεως.                          Χρυσοχόος τις είχε παιδίον ετών επτά, το οποίον δεν ηδύνατο να περιπατήση όρθιον, εσύρετο δε μόνον με την κοιλίαν ως ερπετόν. Τούτο οι γονείς λαβόντες επήγαν εις τον στύλον και μετά δακρύων εδέοντο να τους ελεήση ο Άγιος, όστις είπε προς αυτούς να το βάλωσιν εις τον Ναόν του Αγίου Συμεών και να εγγίσουν εις αυτό το άγιον Λείψανον και ούτως εποίησαν. Ο δε Άγιος εποίησεν ευχήν από του στύλου την εβδόμην ημέραν· και παρευθύς, ω του θαύματος! βλέπουσι το παιδίον και εχοροπήδα, αναβαίνον δε τας βαθμίδας ενηγκαλίζετο χαίρον τον στύλον και κατεφίλει αυτόν με ευλάβειαν.                                                       
Άλλος τις από την Ανατολήν πορευόμενος εις οδόν έπεσεν εις ληστάς, οίτινες του επροξένησαν πολλάς πληγάς και λαβόντες παν ό,τι είχε μαζί του δεν ηρκέσθησαν εις αυτά, αλλ΄ έκοψαν και τα νεύρα των γονάτων του και αφέντες αυτόν ημιθανή έφυγον. Ιδόντες δε αυτόν άλλοι τινές οδοιπόροι τον ελυπήθησαν και τον επήγαν βασταζόμενον εις την Άγκυραν, ήτις ήτο εκεί πλησίον και τον παρέδωσαν εις τον Επίσκοπον, όστις τον επεμελήθη με ιατρούς και με ιαματικά βότανα και εθεραπεύθησαν αι πληγαί, αλλά να περιπατήση δεν ηδύνατο, διότι τα νεύρα ήσαν κεκομμένα και ανενέργητα. Παρεκάλεσαν λοιπόν τον Επίσκοπον να τον στείλη εις τον Άγιον Δανιήλ και βαλόντες αυτόν επάνω εις το κτήνος, τον επήγαν εις τον Όσιον και πίπτων εις τον στύλον εβόα μετά δακρύων ελεεινώς. Ο δε Δανιήλ ως ταπεινόφρων έφευγε πανσόφως τον ανθρώπινον έπαινον και ενεργών τα τεράστια, επέγραφεν εις άλλους το κατόρθωμα. Έστειλε λοιπόν αυτόν εις τον Ναόν του Αγίου Συμεών, αυτός δε προσηύχετο κρυφίως επί του στύλου. Χρισθείς δε ο ασθενής από το έλαιον του αγίου Λειψάνου, την έκτην ημέρα εθεραπεύθη και εναγκαλισθείς τον στύλον εδόξαζε τον Κύριον, ευχαριστών τον Όσιον.                                                                    
Ήτο δε και γυνή τις, η οποία είχε παιδίον ετών δώδεκα άλαλον εκ γενετής, απήλθε δε αύτη δια νυκτός και το απέθεσεν έξω της μάνδρας. Οι δε Μοναχοί ευρόντες αυτό το έφεραν εις τον Άγιον, όστις ιδών αυτό προσέταξε να το κρατήσουν εις την Μονήν, να γίνη λειτουργός του Κυρίου. Λέγουσι τότε του Αγίου, ότι ήτο κωφόν και άλαλον· ο Άγιος τους είπε τότε να χρίσουν την γλώσσαν του με έλαιον και ούτως εποίησαν, τινές δε ενόμισαν ότι η μήτηρ του είπε ψεύματα, ότι ήτο άλαλον, δια να τρέφηται εκ του Μοναστηρίου, επειδή ήτο πτωχή και άπορος. Όθεν πολλάκις την νύκτα το εφοβέριζον και όταν εκοιμάτο, το εκέντων με σουβλίον ή βελόνην δια να πονέση, να φωνάξη, να γνωρίσουν την αλήθειαν. Το δε παιδίον ηγωνίζετο να φωνάξη, αλλά δεν ηδύνατο. Όθεν εβεβαιώθη η υπόθεσις και επίστευσαν. Ήλθε λοιπόν η Κυριακή και όταν επρόκειτο να αναγνώση ο Διάκονος το Ευαγγέλιον, και είπε το όνομα του Ευαγγελιστού, ωμίλησε το παιδίον και είπε το «Δόξα σοι, Κύριε» και από της ώρας εκείνης έμεινε τεθεραπευμένον και απεκρίνετο εις τον Ιερέα έως τέλους της θείας Λειτουργίας και πάντες εξέστησαν.                                                                        
Πολλά μεν και άλλα ετέλεσεν ο Θεός δια του δούλου του θαυμαστά και παράδοξα κατορθώματα, τα οποία δια το πλήθος αφήκαμεν αδιήγητα, διότι αρκετά είναι ταύτα να φανερώσουν την προς τον Θεόν παρρησίαν αυτού. Τούτο δε μόνον να είπωμεν δια να σφραγίσωμεν με αυτό τα επίλοιπα· ότι και με όλα τα θαυμάσια, τα οποία εποίησεν, ήτο τόσον ταπεινός, επιεικής και μέτριος, ώστε ενόμιζε εαυτόν πάντων αμαρτωλότερον και ουδέποτε κατέκρινεν άλλον, αλλ΄ εφυλάττετο ακριβώς από τα τοιαύτα. Όταν δε ανέφερον εις αυτόν ατόπους τινάς πράξεις Ιερέων απεκρίνετο λέγων· «Δεν είμεθα ημείς κριταί των άλλων, αλλ΄ εις είναι ο δίκαιος και αλάθητος Κριτής, ημείς δε, αδελφοί, ας κρίνη έκαστος εαυτόν, ίνα μη κατακριθώμεν αιώνια».                                                                    
Εγνώρισε δε ο Όσιος και την προς Θεόν εκδημίαν και αναχώρησιν αυτού. Όθεν έγραψεν εις χάρτην την τελευταίαν αυτού διάταξιν ούτως έχουσαν. «Εγώ τέκνα και αδελφοί μου, πορεύομαι προς τον κοινόν ημών Πατέρα, πλην δεν σας εγκαταλείπω ορφανούς, αλλά την μέριμνάνσας αφήνω εις την πρόνοιαν του ουρανίου Πατρός ημών, όστις εποίησε τα πάντα εκ του μη όντος, δια μόνου του λόγου Αυτού και εσαρκώθη δια την σωτηρίαν ημών. Αυτός λοιπόν ως φιλάνθρωπος θέλει σας φυλάττει από του πονηρού και σας συγχωρεί ως Πατήρ εις παν ό,τι εσφάλατε. Αυτός δε θα σας διαφυλάττη και εις ομόνοιαν πνεύματος. Έχετε ταπεινοφροσύνην, υπακοήν και φιλοξενίαν· μη αμελείτε την νηστείαν, αγρυπνίαν, ακτημοσύνην και υπεράνω όλων την αγάπην και την προς τον Θεόν ευσέβειαν, να φυλάττεσθε δε από τα ζιζάνια των αιρετικών. Εάν ταύτα ποιείτε, θέλετε γίνει τέλειοι εις την αρετήν». Ταύτα γράψας, προσέταξε τους Μοναχούς να τα αναγνώσουν εις την κλίμακα του στύλου, κάτωθεν του οποίου είχον άπαντες συγκεντρωθή και ίσταντο κλαίοντες. Λέγεται δε ότι συνέβη και το εξής θαυμάσιον· τρεις ημέρας προ της αυτού εκδημίας, ήλθον εις τον στύλον προς επίσκεψιν του Αγίου πάντες οι Άγιοι, ήτοι Απόστολοι, Μάρτυρες και Προφήται, Ιεράρχαι, Όσιοι και Δίκαιοι, καθώς και τινες Άγγελοι, οίτινες ησπάζοντο αυτόν φιλοφρόνως και τον προσέταξαν να λειτουργήση. Ούτω δε ποιήσας εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια και μετέδωκεν αυτά και εις εκείνους, οίτινες ήσαν άξιοι. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις τα έσχατα, ήτο εκεί παρών και ο Πατριάρχης, καθώς και η πιστοτάτη Ραϊς και εις δαιμονιζόμενος, όστις αυτός μόνος έβλεπε τους Αγίους και τους Αγγέλους, οίτινες παρίσταντο εις τον Όσιον και τους εκάλει κατ΄ όνομα. Προείπε δε και ταύτα· «Την τρίτην ώραν της ημέρας υπάγει ο Δανιήλ προς Κύριον και τότε εξέρχεται απ΄ εμού το ακάθαρτον πνεύμα με θείαν βούλησιν». Πράγματι, την τρίτην ώραν της ημέρας ο θείος Δανιήλ απήλθε προς Κύριον και ο πάσχων εθεραπεύθη.                              
Η δε ευλαβεστάτη Ραϊς είχε πολλούς κτίστας εις την συνοδείαν της και υπηρέτησε φιλοτίμως τα προς ταφήν, προσέταξε δε να κατασκευάσωσι παραπλεύρως του στύλου εξέδραν, η οποία έφθανεν έως την κορυφήν αυτού. Επάνω εις την εξέδραν ανήλθον οι Κληρικοί και οι αδελφοί, οι οποίοι έψαλλον τα εξόδια, κρατούντες εις τας χείρας αυτών λαμπάδας. Ακολούθως κατεβίβασαν το άγιον Λείψανον και το έθεσαν εις μολυβδίνην θήκην, καθώς ο Όσιος παρήγγειλεν εις τους μαθητάς του, ειπών· «Εάν έλθουν βασιλείς ή άρχοντες εις την τελευτήν μου και φιλονικήσωσι να βάλουν το λείψανόν μου εις θήκην πολύτιμον, μη αφήσητε, αλλ΄ ας το ενταφιάση η πιστοτάτη Ραϊς όπου βούλεται». Τούτων ούτω τελουμένων, εσπάραξε δυνατά τον άνθρωπον το δαιμόνιον και έφυγεν. Έγιναν δε και άλλα θαυμάσια, ήτοι ενώ ήτο ημέρα και ο ήλιος έλαμπε λαμπρότατα εις τον ουρανόν, εφάνησαν τρεις σταυροί, συντεθειμένοι εξ αστέρων, οι οποίοι ήσαν ολόφωτοι και ίσταντο επάνω του αγίου Λειψάνου. Ομοίως και μία λευκοτάτη περιστερά ανίπτατο άνωθεν αυτού, δηλούσα την επισκιάζουσαν αυτόν Χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Αφού δε ο Πατριάρχης ενεταφίασε το ιερόν σώμα του Δανιήλ, έβαλεν άνωθεν αυτού τα ιερά Λείψανα των εν Βαβυλώνι Αγίων Τριών Παίδων, καθώς είχεν αφήσει παραγγελίαν ο Όσιος· τούτο δε προσέταξεν, ως ταπεινόφρων, δια να προσκυνώσιν οι προσερχόμενοι τους Αγίους αυτούς μάλλον ή εκείνου το Λείψανον, ώστε να φεύγη την ανθρωπίνην δόξαν και μετά την τελευτήν ο μακάριος.                                                                                                                             
Τοιούτος ήτο ο εκ γενετής Βίος και τοιαύτα τα έως της τελευτής κατορθώματα αυτού· και με τοιαύτα έργα διέλαμψε, ζήσας εις τούτον τον κόσμον έτη ογδοήκοντα και μήνας τρεις, εκοιμήθη δε εν έτει (490). Αι τρίχες της κεφαλής του ήσαν πυκνώς χωρισμέναι εις τέσσαρας βοστρύχους, ήτοι πλοκάμους, οίτινες ήσαν αρκετά μακροί· ομοίως και τα γένεια ήσαν μακρά. Αυτός μεν λοιπόν ούτω ζήσας διαγωγήν υπεράνθρωπον ανεπαύθη και αφήκεν εις ημάς τον Βίον αυτού αρχέτυπον, όχι μόνον να τον επαινώμεν και να τον θαυμάζωμεν, αλλά και να τον μιμώμεθα ως δυνάμεθα. Διότι ο έπαινος προς αυτόν μόνον φέρεται, η δε μίμησις αναδεικνύει ημάς συγκληρονόμους αυτού εις εκείνην την αιώνιον Βασιλείαν, της οποίας δεν αξιούνται οι αμελείς και ράθυμοι, οίτινες ακηδιώσι και δεν θέλουν να κοπιάσουν αναλόγως της δυνάμεως αυτών. Μόνον δε όσοι βιάζουν την σάρκα κόπτοντες τα απρεπή θελήματα αυτών και υποτάσσουν αυτήν εις το πνεύμα, φυλάττοντες τας σωτηρίους εντολάς του Κυρίου, αυτοί, δια της προσκαίρου στενοχωρίας και της μικράς θλίψεως, ευρίσκουσιν ευρυχωρίαν αιώνιον και ευφροσύνην ανεκδιήγητον εις την ουράνιον Βασιλείαν, την αδιάδοχον όντως και ατελεύτητον, της οποίας είθε να αξιωθώμεν και ημείς δια πρεσβειών της Αειπαρθένου Θεοτόκου, του Οσίου Πατρός ημών Δανιήλ και πάντων των Αγίων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: