Ο εν τη Συνόδω λόγος του Αγίου Μάρκου, εις ον εκτίθεται σαφώς και πλήρως η Ορδόδοξος διδασκαλία κατά της προσθήκης υπό των Λατίνων εις το Σύμβολον της Πίστεως.

Κατά την δεκάτην πέμπτην και τελευταίαν εν Φερράρα συνέλευσιν, τη 8η Δεκεμβρίου, ο Άγιος Μάρκος, τη προτροπή του βασιλέως, είπε μετά παρρησίας τα εξής: «Εγώ, τη του Θεού χάριτι, δόγμασιν εντραφείς ευσεβάσι και τη Αγία Καθολική Εκκλησία δια πάντων επόμενος, πιστεύω και ομολογώ τον Θεόν Πατέρα, μόνον άναρχον και αναίτιον, πηγήν δε και αιτίαν του Υιού και του Πνεύματος· ο γαρ Υιός εξ αυτού γεγένηται, και το Πνεύμα εξ αυτού εκπορεύεται, μηδέν του Υιού συμβαλλομένου προς την εκπόρευσιν, ΄σπερ ουδέ του Πνεύματος προς την γέννησιν, κατά το άμα τας προόδους είναι και συναλλήλους, ως οι Θεολόγοι Πατέρες διδάσκουσι· δια τούτο γαρ και το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεσθαι δια Υιού λέγεται, τουτ’ εστι μετά του Υιού, και ως ο Υιός, ει και μη γενητώς ως εκείνος· ο δε Υιός ου λέγεται γεννάσθαι δια του Αγίου Πνεύματος, δια το σχετικόν είναι το του Υιού όνομα, ίνα μη δόξη Υιός είναι του Αγίου Πνεύματος· εντεύθεν και πνεύμα μεν Υιού λέγεται δια το κατά φύσιν οικείον και το δι’ αυτού πεφυκέναι και δίδοσθαι τοις ανθρώποις· ο δε Υιός του Πατρός λέγεται, του δε Πνεύματος ο Υιός ου λέγεται κατά τον Νύσσης Γρηγόριον».
                                                                                                                        
«Ει δε το δι’ Υιού εκπορεύεσθαι την αιτίαν εδήλου, καθάπερ οι νέοι θεολόγοι φασίν, αλλ’ ου το δι’ αυτού εκλάμπειν και πεφυκέναι και όλως το συμπροϊέναι και συμπαρομαρτείν κατά τον θεηγόρον Δαμασκηνόν, ουκ αν οι θεολόγοι πάντες εξής ρητώς αφήρουν του Υιού την αιτίαν, ο μεν Διονύσιος λέγων, μόνη πηγή τούτ’ έστιν αιτίαν της υπερουσίου Θεότητος ο Πατήρ και τούτω του Υιού και Πνεύματος διακρίνεται. Ο δε Αθανάσιος, μόνος αγέννητος και μόνος πηγή Θεότητος ο Πατήρ, τούτ’ έστι μόνος αιτία καθάπερ και μόνος αναίτιος· ο δε Γρηγόριος ο Θεολόγος, πάντα όσα ο Πατήρ του Υιού πλην της αιτίας. Ο δε Μάξιμος, ότι και οι Ρωμαίοι τον Υιόν ου ποιούσιν αιτίαν του Πνεύματος».                 «Ο δε Άγιος Δαμασκηνός (λέγων)· και εν άλλοις, όσα αρμόζει πηγή, αιτία γεννήτορι τω Πατρί μόνω προσαρμοστέα· ουκ αν ο θεολογικώτατος ούτος Δαμασκηνός την ΔΙΑ τιθείς επί του Υιού, την ΕΚ απηγόρευεν, εν μεν τω 8ω των Θεολογικών λέγων, εκ του Υιού το Πνεύμα ου λέγομεν, δι’ Υιού δε ονομάζομεν και δι’ Υιού φανερούσθαι ημίν ομολογούμεν· εν δε τω ιγ΄ πάλιν ο αυτός Πνεύμα Υιού ουχ ως εξ αυτού, αλλ’ ως δι’ αυτού εκ του Πατρός εκπορευόμενον· μόνος γαρ αίτιος ο Πατήρ, εν δε τη προς Ιορδάνην επιστολή προςτω τέλει· Πνεύμα ενυπόστατον εκπόρευμα και πρόβλημα, δι’ Υιού δε και ουκ εξ Υιού, ως Πνεύμα στόματος Θεού Λόγου εξαγγελτικόν· εν δε τω εις την θεόσωμον ταφήν του Κυρίου λόγω, Πνεύμα Άγιον του Θεού και Πατρός, ως εξ αυτού εκπορευόμενον, όπερ και του Υιού λέγεται, ως δι’ Αυτού φανερούμενον και τη κτίσει μεταδιδόμενον· αλλ’ ουκ εξ αυτού έχον την ύπαρξιν».                                                     
«Δήλον γαρ, ως ένθα μεσιτείαν αιτιώδη δηλοί η ΔΙΑ και το προσεχές αίτιον, ως οι Λατίνοι βούλονται, πάντως ισοδυναμεί τότε τη ΕΚ και η ετέρα της ετέρας την χρήσιν αντιλαμβάνει· ως το εκτησάμην άνθρωπον δια του Θεού, ταυτόν τω εκ του Θεού και ο Ανήρ ΔΙΑ Γυναικός, τούτ’ έστιν εκ Γυναικός· ένθα τοίνυν η ΕΚ απηγόρευται, δήλον ότι και η αιτία ταύτη συναπηγόρευται· λείπεται άρα το εκ του Πατρός δι’ Υιού εκπορεύεσθαι, το Πνεύμα το Άγιον ούτω λέγεσθαι κατά τον της συνεπτυγμένης Θεολογίας τρόπον, ως εκ Πατρός εκπορευόμενον, δι ου φανερούσθαι, ή γνωρίζεσθαι, ή εκλάμπειν, ή πεφυκέναι νοείσθαι· τούτο γαρ φησιν ο Μέγας Βασίλειος, γνωριστικόν της κατά την υπόστασιν ιδιότητος σημείον έχει το μετά του Υιού και συν αυτώ γνωρίζεσθαι και ουκ άλλη τις προς τον Πατέρα, ή το εξ αυτού υφεστάναι».                                                                            
«Τούτ’ άρα και το δια του Υιού βούλεται, το μετ’ αυτού γνωρίζεσθαι και ουκ άλλη τις προς τον Πατέρα, ή το εξ αυτού υφεστάναι· ουκ άρα εκ του Υιού υφέστηκεν, ουδέ το είναι έχει το Πνεύμα το Άγιον· ώσπερ δι’ Υιού τα πάντα γεγενήσθαι λέγεται· αλλ’ εκείνο μεν λέγεται της ΔΙΑ κειμένης αντί της ΕΚ, τούτο δε ουδαμώς. Ουδ’ αν εύροι τις ουδαμού κείμενον ούτω χωρίς του Πατρός, αλλ’ εκ Πατρός δι’ Υιού λέγεται· τούτο δε την αιτίαν ουκ εξ ανάγκης τω Υιώ δίδωσι· δια τούτο και το εξ Υιού και παντελώς ουχ εύρηται και καθαρώς απηγόρευται».      
«Τας δε των Δυτικών διδασκάλων φωνάς, αι την αιτίαν τω Υιώ διδόασιν, ούτε γνωρίζω, ούτε παραδέχομαι, τεκμαιρόμενος ότι διεφθαρμέναι εισί και παρέγγραπτοι δια τε πολλών άλλων και δια του χθες και πρώην προσενεχθέντος παρ’ αυτών βιβλίου της Οικουμενικής Εβδόμης Συνόδου τον όρον έχοντος μετά της εν τω Συμβόλω προσθήκης, όπερ αναγνωσθέν οπόσην αυτών αισχύνην κατέχειν ίασιν οι τότε παρόντες· αλλ’ ουδ’ αν εναντία ταις Οικουμενικαίς Συνόδοις και τοις κοινοίς αυτών δόγμασιν, ουδ’ αν όλως ασύμφωνα τοις Ανατολικοίς διδασκάλοις έγραψαν οι Πατέρες εκείνοι, ουδέ αυτοίς ανακόλουθα, καθάπερ δι’ άλλων πολλών εκείνων ρητών αποδείκνυνται».                                                                                                                          
«Δια τούτο τας τοιαύτας επικινδύνους φωνάς περί της του Αγίου Πνεύματος εκπορεύσεως αθετείν και συμφωνών τω Αγίω Δαμασκηνώ εκ του Υιού το Πνεύμα ου λέγω, καν όστις ουν έτερος τούτο λέγειν δοκή. Ούτε λέγω τον Υιόν αίτιον, ουδέ προβολέα, ίνα μη δεύτερος αίτιος εν τη Τριάδι, καντεύθεν δύο αίτιοι και δύο αρχαί γνωρισθώσιν· ουδέ γαρ ουσιώδες ενταύθα το αίτιον κοινόν και εν τοις τρισί προσώποις υπάρχει και δια τούτο τας δύο αρχάς ουδαμού ουδαμώς οι Λατίνοι φεύξονται μέχρις αν τον Υιόν λέγωσιν αρχήν του Πνεύματος. Η δε αρχή προσωπικόν υπάρχει και διακρίνον τα πρόσωπα».                
«Κατά πάντα τοίνυν επόμενος ταις Αγίαις και Οικουμενικαίς επτά Συνόδοις και τοις εν αυταίς διαλάμψασι θεοσόφοις Πατράσι, πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα, Ποιητήν ουρανού και γης ορατών τε πάντων και αοράτων· και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν· και λέγεται όλον τούτο το ιερόν της πίστεως μάθημά τε και Σύμβολον, το μεν παρά της πρώτης Συνόδου και της δευτέρας εκτεθέν, παρά δε των λοιπών και βεβαιωθέν, όλη ψυχή δεχόμενος και φυλάττων αποδέχομαι και ασπάζομαι προς ταις ειρημέναις επτά Συνόδοις και την μετ’ αυτάς αθροισθείσαν επί του ευσεβούς Βασιλείου Βασιλέως Ρωμαίων και του αγιωτάτου Πατριάρχου Φωτίου, την και Οικουμενικήν ογδόην ονομασθείσαν· ή και των τοποτηρητών παρόντων Ιωάννου του μακαρίου Πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης, Παύλου και Ευγενίου των Επισκόπων και Πέτρου Πρεσβυτέρου και Καρδιναλίου, εκύρωσε μεν και ανεκήρυξε την εβδόμην Οικουμενικήν Σύνοδον και ταις προ αυτής συντάττεσθαι διωρίσατο, αποκατέστησε δε τω οικείω θρόνω τον αγιώτατον Φώτιον, κατέκρινε δε και ανεθεμάτισε, καθάπερ και αι προ αυτής Οικουμενικαί  Σύνοδοι, τους τολμώντας προσθήκην τινά καινοτομείν ή υφαίρεσιν».                                                                             
«Εις τις γαρ, φησι, παρά τούτο το Ιερόν Σύμβολον τολμήσει έτερον αναγράψασθαι, ή προσθήναι ή υφελείν και όρον ονομάσαι αποθρασυνθείη κατάκριτος και πάσης χριστιανικής πολιτείας απόβλητος. Τα δ’ αυτά και ο Πάπας Ιωάννης προς τον Άγιον Φώτιον επιστέλλων φησί πλατύτερόν τε και καθαρώτερον περί της εν τω Συμβόλω ταύτης προσθήκης».                                     
«Αύτη η Σύνοδος και κανόνας εξέθετο τους εν πάσι τοις κανονικοίς βιβλίοις ευρισκομένους· κατά τους όρους τοίνυν αυτής και των προ αυτής Συνόδων, το ιερόν της Πίστεως Σύμβολον ακίνητον δει φυλάττεσθαι κρίνω, ως εξεδόθη και ους αποβάλλονται συναποβαλλόμενος, ουδέποτε εις κοινωνίαν προσδέξομαι τους τολμήσαντας εν τω Συμβόλω την καινοτομίαν προσθήναι περί της του Αγίου Πνεύματος εκπορεύσεως, έως αν εμμένωσι τη τοιαύτη καινοτομία. Ο γαρ κοινωνών, φησί, τω ακοινωνήτω και αυτός ακοινώνητος έστω· και ο θείος Χρυσόστομος εξηγούμενος το, ει τις ευαγγελίζεται υμίν παρ’ ο παρελάβετε, ανάθεμα· ουκ είπε, φησίν, εάν εναντία καταγγέλλωσιν ή το παν ανατρέπωσιν, αλλά καν τι μικρόν ευαγγελίζωνται, παρ’ ο παρελάβετε, καν το τυχόν παρακινήσωσιν, ανάθεμα έστωσαν. Και ο αυτός αύθις· οικονομητέον ένθα μη παρανομητέον».                                                                                                                  
«Και ο Μέγας Βασίλειος εν τοις ασκητικοίς (φησί)· φανερά έκπτωσις πίστεως και υπερηφανείας κατηγορία, ή αθετείν τι των γεγραμμένων ή επεισάγειν των μη γεγραμμένων, του Κυρίου ημών Ιησού ειπόντος, τα εμά πρόβατα της φωνής μου ακούει· και προ τούτου ειρηκότος, αλλοτρίω δε μη ακολουθήσουσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι την φωνήν των αλλοτρίων· και εν τη προς μονάζοντας επιστολή· οίτινες την υγιά πίστιν προσποιούνται ομολογείν, κοινωνούσι δε τοις ετερόφροσι, τους τοιούτους, ει μετά παραγγελίαν μη αποστώσι, μη μόνον ακοινωνήτους έχειν, αλλά μηδέ αδελφούς ονομάζειν. Και προ τούτου ο θεοφόρος Ιγνάτιος εν τη προς τον θείον Πολύκαρπον Σμύρνης επιστολή· πας ο λέγων, φησί, παρά τα διατεταγμένα, καν αξιόπιστος η, καν νηστεύη, καν σημεία ποιή, καν προφητεύη, λύκος σοι φαινέσθω εν προβάτου δορά, προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος· και ει δει πολλά λέγειν; Άπαντες οι της Εκκλησίας Διδάσκαλοι, πάσαι αι Σύνοδοι, πάσαι αι Θείαι Γραφαί φεύγειν τους ετερόφρονας παραινούσι και της αυτών κοινωνίας διΐστασθαι».                     
«Τούτων ουν εγώ πάντων καταφρονήσας, ακολουθήσω τοις εν προσχήματι πεπλασμένης ειρήνης ενωθήναι κελεύουσι, τοις το Θείον Σύμβολον κιβδηλεύσασι και τον Υιόν επεισάγουσι δεύτερον αίτιον του Αγίου Πνεύματος; Τα γαρ λοιπά των ατοπημάτων εκ το γε νυν έχον, ων και εν μόνον ικανόν ην ημάς εξ αυτών διαστήσαι, μη πάθοιμοι τούτό ποτε, Παράκλητε αγαθέ, μη δ’ ούτως εμαυτού και των καθηκόντων λογισμών αποπέσοιμι· της δε σης διδασκαλίας και των υπό σου εμπνευσθέντων μακαρίων ανδρών εχόμενος προστεθείην προς τους εμούς Πατέρας, τούτο ει μη τι και άλλο εντεύθεν αποφερόμενος την ευσέβειαν».                                                                                       
«Τούτο το σύμβολον απαιτούμεν υμάς, ω φίλοι, την καλήν παρακαταθήκην των ημετέρων Πατέρων, των εν τη ημετέρα Βασιλίδι πόλει συναθροισθέντων. Απόδοτε τοίνυν τούτο, καθώς παρελάβετε παρ’ ημών. Εις τις υμίν ενεπίστευσε παρακαταθήκην, ουκ αν αυτήν, ως παρελάβετε, παρεδώκατε; Απόδοτε τοίνυν και το των Πατέρων Σύμβολον, ως ελάβετε. Ου δέχεται προσθήκην· ου δέχεται μείωσιν· κέκλεισται παρ’ αυτών και εσφράγισται και τους τολμώντας τούτο καινοτομείν αποπέμπονται και τους έτερον παρ’ αυτό ποιούντας ευθύναις υπάγουσι. Μικρόν υμίν η γενομένη της λέξεως προσθήκη είναι δοκεί και ολίγος ο περί ταύτης λόγος; Ουκούν και εξαιρεθείσα μικρόν αν βλάψειε ή ουδέν, μάλλον δε ωφελήσει τα μέγιστα· συνάψει γαρ Χριστιανούς άπαντας».                             
«Αλλά μέγα το γεγονός και πολύς ο περί τούτου λόγος· ουκούν ουδέ ημείς αμαρτάνομεν πολύν ποιούμενοι τον περί τούτου λόγον. Δι’ οικονομίαν τινά προσετέθη; Δι’ οικονομίαν αφαιρεθήτω πάλιν, ίνα προσλάβησθε αδελφούς σπαραττομένους και την αγάπην ούτω περί πολλού ποιουμένους. Παρακαλούμεν τοίνυν υμάς, ω Πατέρες και αδελφοί και κύριοι τιμιώτατοι, ως και πρότερον παρεκαλέσαμεν, δια τα σπλάγχνα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του αγαπήσαντος ημάς, αχρείους όντας και αμαρτωλούς και απεγνωσμένους και την ψυχήν αυτού θέντος υπέρ ημών, επανέλθωμεν προς την καλήν συμφωνίαν την προς ημάς αυτούς και τους Αγίους Πατέρας, ην είχομεν πρότερον, ότε το αυτό πάντες ελέγομεν και ουκ ην εν ημίν σχίσμα τι· επιγνώμεν αλλήλους αδελφικώς· αιδεσθώμεν τους κοινούς Πατέρας ημών· τιμήσωμεν αυτών τους όρους· φοβηθώμεν αυτών τας απειλάς· φυλάξωμεν τας παραδόσεις, ίνα ομοθυμαδόν εν ενί στόματι και μια καρδία δοξάσωμεν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».                                       


Αίτησις των Λατίνων, όπως εγκαταλειφθώσιν αι περί προσθήκης διαλέξεις και διαλεχθώσι περί δόξης.                                                                                                   
Βλέποντες οι Λατίνοι, ότι τα λεχθέντα υπό του Αγίου Μάρκου ήσαν αναντίρρητα, εζήτησαν να εγκαταλειφθή η συζήτησις περί προσθήκης και να γίνη διάλεξις περί δόξης, ήτοι περί της ουσίας της υποθέσεως, αν δηλαδή είναι αληθές ότι το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται και εκ του Υιού. Ταύτα ανεκοίνωσεν εις τους ημετέρους αυτός ούτος ο βασιλεύς, οι δε ημέτεροι είπον, ότι δεν είναι συμφέρον να εγκαταλείψουν το κεφάλαιον τούτο, το οποίον αποτελεί την δύναμιν των Ανατολικών και δι’ αυτό εζήτουν οι Λατίνοι να εγκαταλειφθή. Εν τούτοις ο αυτοκράτωρ προσεπάθει με κάθε μέσον να πείση τους Αρχιερείς εις τούτο. Τότε ο Πατριάρχης συγκαλέσας τους Αρχιερείς συνέστησεν εις αυτούς να μη αποδεχθώσι τα προτεινόμενα και να απαντήσουν εις τους Λατίνους ότι, εάν δεχθούν να απαλείψουν την προσθήκην, τότε θα προχωρήσουν εις την διάλεξιν περί δόξης, απειλούντες ότι εν εναντία περιπτώσει θα επιστρέψουν εις τας πατρίδας των. Όλοι συνεφώνησαν, πλην του Νικαίας, όστις έλεγεν ότι εις τίποτε δεν έχουν να φοβηθούν τους Λατίνους εις τας διαλέξεις περί δόξης. Παρερχομένων των ημερών ο βασιλεύς επίεζε τους Αρχιερείς να δεχθώσι τας συζητήσεις περί δόξης και ωμίλησε περί αυτού δια μακρών, προστάξας ίνα έκαστος εκφράση την γνώμην του. Πρώτος ο Πατριάρχης είπεν ότι οι Λατίνοι είναι φιλόνικοι, κενόδοξοι και ακατάπειστοι, ότι δεν θέλουν να πεισθούν εις την αλήθειαν και ότι επ’ ουδενί λόγω πρέπει να εγκαταλειφθή το ζήτημα της προσθήκης, ίνα μεταβώσιν εις το περί δόξης. Προς ταύτα συνεφώνησαν οι ημέτεροι, ύστερον όμως υπεχώρησαν και εδέχθησαν να αρχίσουν διαλέξεις περί δόξης. Ενώ ταύτα εγίνοντο, έμαθον οι Αρχιερείς ότι ο αυτοκράτωρ και ο Πάπας συνεφώνησαν να μεταθέσουν την Σύνοδον εις Φλωρεντίαν. Ερωτηθείς ο βασιλεύς διέψευσε τούτο. Δεν έλεγεν όμως την αλήθειαν, διότι μαθών ότι Κληρικοί τινες, υπό της ανάγκης βιαζόμενοι, ανεχώρησαν κρυφίως εις Κωνσταντινούπολιν, συνεσκέφθη μετά του Πάπα να μεταθέσωσι την Σύνοδον εις Φλωρεντίαν, αφ’ ενός μεν ίνα μη και οι άλλοι αναχωρήσουν, αφ’ ετέρου δε ίνα αναγκάση αυτούς να συμμορφωθούν προς τας επιθυμίας του.

Συνεχίζεται 

Δεν υπάρχουν σχόλια: