Καταχωρίζομεν ενταύθα το κατόρθωμα, το οποίον εποίησεν ο Αββάς ούτος
Γελάσιος, ως δηλωτικόν της άκρας προσπαθείας του και το οποίον αναφέρει ο
«Ευεργετινός» (ημετέρα έκδοσις Ε΄, Τόμ. Β΄ υπόθ. ΛΗ΄, σελ. 346, Διδ. 10). Είναι
δε τούτο το εξής: Ο Όσιος ούτος είχεν εν βιβλίον περιέχον την Παλαιάν και την
Καινήν Διαθήκην, το οποίον είχεν εναποθέσει εις την Εκκλησίαν δια να το
αναγινώσκουν οι αδελφοί, είχε δε τούτο αξίαν 18 νομισμάτων. Τούτο αδελφός τις
ξένος έκλεψεν, ο δε Όσιος Γελάσιος, αν και ηννόησε τον κλέπτην, δεν τον
εκυνήγησεν. Ο δε κλέψας επήγεν εις την πόλιν και εζήτει να το πωλήση 16
νομίσματα. Εκείνος όμως ο οποίος ήθελε να το αγοράση, το επήρε δια να το
εξετάση, κατά συγκυρίαν δε επήγε και το έδειξεν εις τον ίδιον Αββάν Γελάσιον
ζητών να τον πληροφορήση περί της αξίας αυτού. Ο Αββάς Γελάσιος, ιδών τούτο,
προσεποιήθη ότι δεν εγνώριζε τίποτε, και είπεν εις τον άνθρωπον· «Καλόν είναι
και αγόρασον αυτό εις την τιμήν την οποίαν ζητεί». Επιστρέψας δε εκείνος προς
τον κλέψαντα είπεν· «Έδειξα το βιβλίον εις τον Αββάν Γελάσιον και μοι είπεν ότι
δεν είναι άξιον τόσης τιμής, όσην ζητείς». Ο δε κλέψας είπε· «Δεν σοι είπεν
άλλο τίποτε ο Γέρων»; Απεκρίθη ο άνθρωπος· «Όχι». Όθεν ο κλέψας κατανυχθείς από
την ανεξικακίαν του Γέροντος, είπε· «Δεν θέλω πλέον να το πωλήσω». Όθεν λαβών
αυτό επήγε προς τον Όσιον Γελάσιον και παρεκάλει αυτόν να το δεχθή, ο Όσιος
όμως δεν ήθελεν· ο δε κλέψας είπεν· «Εάν δεν το πάρης, εγώ δεν έχω ανάπαυσιν».
Τότε λέγει προς αυτόν ο Όσιος· «Εάν δεν αναπαύεσαι, ιδού το λαμβάνω». Όθεν από
το έργον τούτο του Γέροντος ωφελήθη ο κλέψας αυτός αδελφός έως τέλους της ζωής
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου