Ἡ ἀποτείχισις ὡς ἐκ τούτου, ἐφ’ ὅσον
δέν ὑπάρχει ἀληθινή μετάνοια καί ἐπιστροφή,
εἶναι ἡ μόνη σωτήριος ὁδός, ἡ ὁποία διατηρεῖ
καθαρά κατά τήν πίστι τήν Ἐκκλησία. Ἕνα βασικό σημεῖο, τό ὁποῖο τονίζει ὁ Ἰωσήφ εἶναι
ὅτι διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως
καί κοινωνίας μέ τούς Κυπρίους,
θά γίνουν καί αὐτοί κοινωνοί καί τῆς ἁμαρτίας των καί προδοσίας τῆς πίστεως, ἐφ’ ὅσον αὐτοί
εἶναι ἀμετανόητοι.
H συνέχεια, ‘’κλικ’’ πιο
κάτω στο: Read more
«Κεφάλαιον τοῦ λόγου · εἰ μέν ἁπάντων
ἐκείνων, μετά τήν πρός ἡμᾶς ἕνωσιν, ἀποστῆναι
δύνανται, δι’ ὧν τόσα καί διακόσια ἔτη τῆς ἡμῶν
κοινωνίας ἀφίσταντο, πᾶς ὁ μή προσδεχόμενος
τούτους ἐπικατάρατος τῷ Κυρίῳ, καί ἤτω ἀνάθεμα
· εἰ δέ
ταὐτά τοῖς προτέροις καί χείρω, τά μέν ἑκόντες, καί τῇ μακρᾷ συνηθείᾳ ἑπόμενοι, τά
δ’ ἄκοντες, καί τῷ ἐγγράφῳ νόμῳ τῷ πρός
Λατίνους παντί τρόπῳ καταδουλούμενοι πράξουσι πάλιν, τί καί ἡμᾶς αὐτούς ἀπατῶμεν, καί βιαζόμεθα μιγνῦναι τά ἄμικτα; οὐκ ἔστιν ἕνωσις αὕτη οὐκ ἔστιν, οὐδέ μετάνοιά τις, οὐδ’ ἐπιστροφή πρός ἡμᾶς τῶν Κυπρίων, ἀλλ’ ἐπήρεια δαίμονος μόνη, καί
διαίρεσις χείρων τῆς πρώτης, καί σχίσμα ὁλικόν, οὐχί μερικόν, καί προσθήκη τῆς αὐτῶν ἁμαρτίας ἐσχάτη · ὅτι οὐ μόνον οὐκ
ἀφίστανται τῶν ἐφ’ οἷς τόσα ἔτη ἡμάρτανον, ἀλλά
καί ἡμᾶς κοινωνούς ἑαυτῶν εἰς αὐτά προσλαβεῖν δοκιμάζουσιν» (ὅπ. ἀν.,
σελ. 24).
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἕνωσι, ὅπως βλέπομε τήν ὀνομάζει ἐπήρεια δαιμονική, διαίρεσι χειροτέρα τῆς
πρώτης, σχίσμα ὁλικόν καί προσθήκη ἁμαρτιῶν «οὐκ ἔστιν ἕνωσις αὕτη
οὐκ ἔστιν, οὐδέ μετάνοιά τις, οὐδ’ ἐπιστροφή
πρός ἡμᾶς τῶν Κυπρίων, ἀλλ’ ἐπήρεια δαίμονος μόνη, καί διαίρεσις χείρων τῆς πρώτης, καί σχίσμα ὁλικόν, οὐχί μερικόν, καί
προσθήκη τῆς αὐτῶν ἁμαρτίας ἐσχάτης».
Πρός τό τέλος τῆς ὁμιλίας του ἐπικαλεῖται πρός βεβαίωσι τῶν
θέσεών του, τόν ἅγ. Θεόδωρο τόν Στουδίτη καί τόν Πατριάρχη Γερμανό τόν Β΄. Εἶναι ἐν προκειμένῳ
ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ Πατριάρχης Γερμανός ὁ Β΄, ὁ ὁποῖος ἐποίμαινε τήν Ἐκκλησία σέ διάστημα πού ἡ
Κωνστατινούπολις ἦτο κυριευμένη
ἀπό τούς Σταυροφόρους (πατριάρχευσε τό χρονικό διάστημα 1222-1240) καί δέν ὑπῆρχε ἐκκλησιαστική
κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἐπιτάσσει τήν ἀποτείχισι στούς λαϊκούς Κυπρίους ἀπό τούς Ἐπισκόπους των καί κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἀπό φόβο ἐλατινοφρόνουν:
«Ἐπισκήπτομαι
πᾶσι τοῖς ἐν τῇ Κύπρῳ λαϊκοῖς, ὅσοι τῆς
καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐστέ τέκνα γνήσια, φεύγειν ὅλῳ ποδί ἀπό τῶν ὑποπεσόντων ἱερέων τῇ λατινικῇ ὑποταγῇ, και μηδέ εἰς
ἐκκλησίαν τούτοις συνάγεσθαι, μηδέ εὐλογίαν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν λαμβάνειν τήν
τυχοῦσαν · κρεῖσσον γάρ ἐστιν ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν τῷ θεῷ προσεύχεσθαι κατά μόνας, ἤ ἐπ’
ἐκκλησίας συνάγεσθαι μετά τῶν λατινοφρόνων · εἰ δ’ οὖν, τήν αὐτήν αὐτοῖς ὑφέξετε κόλασιν» (ὅπ. ἀν.,
σελ. 26). Ἐδῶ φαίνεται
καθαρά καί ἡ ἀποτείχισις τῶν λαϊκῶν ἀπό τούς
αἱρετικούς ποιμένες. Τό ὅτι βεβαίως χρησιμοποιεῖ στόν λόγο του ὁ Ἰωσήφ αὐτό τό
χωρίο, ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι κατά πάντα σύμφωνος,
ἐπειδή εἶναι γνώρισμα Ὀρθοδοξίας τό νά ἀπομακρύνεται
κάποιος ἀπό ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει αἵρεσις, ἔστω καί ἄν
χρειασθῆ «ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶντῷ θεῷ προσεύχεσθαι κατά μόνας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου