Ἀντάξια πράγματι ἡ περιγραφή τῆς θεολόγου γλώσσας, δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι δέν εἶναι τά πράγματα ὅπως ἐξωτερικά φαίνονται, ἀλλά ὅπως τά ὁριοθέτησαν οἱ γραφές
καί οἱ Πατέρες. Δι’ αὐτό ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρει: «Μικρόν μοι τό ποίμνιον; Ἀλλ’ οὐκ ἐπί κρημνῶν φερόμενον. Στενή μοι ἡ μάνδρα, πλήν λύκοις ἀνεπίβατος, πλήν οὐ παραδεχομένη λῃστήν, οὐδέ ὑπερβαινομένη κλέπταις καί ξένοις» (ΕΠΕ 2, 116,17). Τό ποίμνιο αὐτό λοιπόν τῶν Ὀρθοδόξων ἦτο ξεχωρισμένο ἀπό τό αἱρετικό καί πολυάριθμο καί εἶχε ὅλα τά χαρακτηριστικά τῆς Ἐκκλησίας, μολονότι δέν εἶχε κανένα ἐξωτερικό της γνώρισμα. Τό θαυμαστό εἶναι ὅτι καί πρίν ἔλθει ὁ ἅγιος εἰς τήν Κωνσταντινουπολι οἱ Ὀρθόδοξοι ἐτηροῦσαν αὐτήν τήν στάσι, τῆς ἀποτειχίσεως δηλαδή ἀπό τόν αἱρετικό Πατριάρχη, πρᾶγμα τό ὁποῖο δεικνύει ὅτι αὐτό ἦτο Παράδοσις εἰς τήν Ἐκκλησία, χωρίς δηλαδή ἐν προκειμένῳ νά περιμένουν τήν ἀπόφασι τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τό σημαντικό εἰς τήν προκειμένη περίπτωσι εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος θεωρεῖ ποίμνιο Ὀρθόδοξο μόνον τούς ἀποτειχισμένους ἀπό τόν αἱρετικό Πατριάρχη Δημόφιλο, τούς δεδιωγμένους, διασκορπισμένους καί ἀνεπισκόπους, χωρίς κἄν νά συγκαταριθμῆ εἰς τούς Ὀρθοδόξους ὅσους ἀκολουθοῦσαν τόν αἱρετικό Πατριάρχη, διεμαρτύροντο ὅμως ἐνδεχομένως προφορικῶς ἤ γραπτῶς ἤ ἀκολουθοῦσαν ἀπό φόβο, ἀλλά εἶχαν ὀρθόδοξο φρόνημα, ἤ ἀκολουθοῦσαν ἀναμένοντας τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Ἡ διδασκαλία εἰς τό θέμα αὐτό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἶναι σαφής καί συνοψίζεται εἰς τούς λόγους του: «καί τῆς μέν ἔχθρας οὐκ ἐπῃνέσαμεν, τοῦ ζήλου δέ ἀπεδεξάμεθα · κρείσσων γάρ ἐμπαθοῦς ὁμονοίας ἡ ὑπέρ εὐσεβείας διάστασις» (ΕΠΕ 1, 246,19). Δηλαδή ὁ Θεός εὑρίσκεται ἐκεῖ ὅπου ἐσυνάζοντο οἱ Ὀρθόδοξοι, εἰς τήν
ὕπαιθρο, ἔστω καί ἄν αὐτοί ἦσαν ἐλάχιστοι, καί ὄχι εἰς τούς πολυτελεῖς ναούς πού ὑπῆρχε ἡ αἵρεσις καί ἐπίσης διά νά διατηρηθῆ ἡ ἀληθινή πίστις πρέπει νά ὑπάρξη ἡ «ὑπέρ εὐσεβείας διάστασις», δηλαδή ἡ ἐκκλησιαστική ἀποτείχισις ἀπό τούς αἱρετικῶς φρονοῦντας καί πράττοντας. Πρίν ἀφήσουμε τήν θεολόγο γλῶσσα εἶναι ἀνάγκη νά
παραθέσωμε καί δύο τελευταῖα χωρία, πολύ ἐπίκαιρα καί σχετικά μέ τήν γενική ἔννοια, εἰς τήν μικρή αὐτή μελέτη, τά ὁποῖα ἄν τά ἐγνώριζαν οἱ Ἐπίσκοποι καί τά ἐπίστευαν ἤ
θά ἔπρεπε πάραυτα νά διορθωθοῦν καί νά ὀρθοτομήσουν τόν λόγο τῆς ἀληθείας ἤ νά παραιτηθοῦν ὡς αἴτιοι ψυχικοῦ θανάτου πολλῶν. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος σέ ἐπιστολή του πρός τούς κατοίκους τῆς Καισαρείας τά ἑξῆς: «Λύχνος δέ τῆς Ἐκκλησίας ἐπίσκοπος, ὃ δῆλον ὑμῖν κἂν αὐτοί μή γράφωμεν. Ἀνάγκη τοίνυν, ὥσπερ ἐκείνου καθαρῶς μέν ἔχοντος ὀρθῶς ἄγεσθαι καί τό σῶμα, μή καθαροῦ δέ τυγχάνοντος, οὐκ ὀρθῶς· οὕτω καί τῷ προστάτῃ τῆς Ἐκκλησίας ὁποτέρως ἂν ἔχῃ, πάντως ἢ συνδιακινδυνεύειν ἢ συνδιασώζεσθαι» (ΕΠΕ 7, 80,24). Ἐδῶ ὁ Ἐπίσκοπος ὀνομάζεται «προστάτης τῆς Ἐκκλησίας» καί ἀπό τήν κατάστασί του ἤ θά διασωθῆ τό ποίμνιο ἤ θά κινδυνεύση, ἀκολουθῶντας τον, νά χαθῆ. Ἐπίσης σέ ἐγκωμιαστικό λόγο του διά τόν μέγα Ἀθανάσιο ὁ ἅγιος ἀναφέρει: «Οὕτω μέν οὖν καί διά ταῦτα, ψήφῳ τοῦ λαοῦ παντός, οὐ κατά τόν ὕστερον νικήσαντα πονηρόν τύπον, οὐδέ φονικῶς τε καί τυραννικῶς, ἀλλ’ ἀποστολικῶς τε καί πνευματικῶς, ἐπί τόν Μάρκου θρόνον ἀνάγεται, οὐχ ἧττον τῆς εὐσεβείας, ἢ τῆς προεδρίας διάδοχος · τῇ μέν γάρ πολλοστός ἀπ’ ἐκείνου, τῇ δέ εὐθύς μετ’ ἐκεῖνον εὑρίσκεται · ἣν δή καί κυρίως ὑποληπτέον διαδοχήν. Τό μέν γάρ ὁμόγνωμον καί ὁμόθρονον, τό δέ ἀντίδοξον καί ἀντίθρονον· καί ἡ μέν προσηγορίαν, ἡ δέ ἀλήθειαν ἔχει διαδοχῆς. Οὐ γάρ ὁ βιασάμενος, ἀλλ’ ὁ βιασθείς διάδοχος · οὐδέ ὁ παρανομήσας, ἀλλ’ ὁ προβληθείς ἐννόμως · οὐδέ ὁ τἀναντία δοξάζων, ἀλλ’ ὁ τῆς αὐτῆς πίστεως · εἰ μή οὕτω τις λέγοι διάδοχον, ὡς νόσον ὑγιείας, καί φωτός σκότος, καί ζάλην γαλήνης, καί συνέσεως ἔκστασιν» (ΕΠΕ 6, 48,22).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος χαρακτηρίζει πονηρή τή μέθοδο ἐκλογῆς τῶν Ἐπισκόπων χωρίς τήν ψῆφο τοῦ λαοῦ καί διδάσκει ὅτι, ὁ ἐκλεγείς Ἐπίσκοπος πρέπει νά εἶναι διάδοχος τῆς εὐσεβείας γιά νά εἶναι διάδοχος καί τοῦ θρόνου. Αὐτή εἶναι λέγει ἡ πραγματική διαδοχή ἐνῶ ἡ ἄλλη (ὅταν δηλαδή λείπει ἡ εὐσέβεια) εἶναι κατ’ ὄνομα, ὁ δέ Ἐπίσκοπος πού δέν ἔχει εὐσεβῆ πίστι, δέν ἔχει τόν πραγματικό θρόνο ἀλλά τόν ἀντίθρονο, τό ὁποῖο νομίζω σημαίνει ὅτι τόν ἔχει ἐγκαταστήσει στόν θρόνο ὁ διάβολος, τόν ὁποῖο καί ὑπηρετεῖ. Δι’ αὐτό ἀναφέρει ὁ ἅγιος ὅτι ὁ πραγματικός διάδοχος στόν θρόνο εἶναι ὄχι «ὁ τἀναντία δοξάζων, ἀλλ’ ὁ τῆς αὐτῆς πίστεως». Ἀπό ὅλα αὐτά κατανοοῦμε τίνος διάδοχος εἶναι εἰς τόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ σημερινός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος καί ὅλοι οἱ λοιποί Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι καί τί πρέπει νά κάνωμε οἱ Ὀρθόδοξοι πρός αὐτούς ἐφαρμόζοντες τόν 15ον ἱερό Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί ἀκολουθοῦντες ὅπως προαναφέραμε ὅλη τήν ὑπάρχουσα ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἡ ὁποία τόν ἔνατο αἰῶνα συνοψίζεται δι’ αὐτοῦ τοῦ κανόνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου