ΤΗ Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Τη αυτή ημέρα, Κυριακή Πέμπτη των Νηστειών, διετάχθημεν μνήμην ποιείσθαι της Οσίας Μητρός ημών Μαρίας της Αιγυπτίας.                  

Μαρία η Οσία μήτηρ ημών ήτο από την Αίγυπτον· δωδεκαετής δε έτι ούσα, έλαθε τους γονείς αυτής και απελθούσα εις Αλεξάνδρειαν, έζη βίον άσωτον δέκα επτά έτη. Εκείθεν υπό περιεργείας ποτέ κινηθείσα απήλθε μετά πολλών προσκυνητών εις Ιεροσόλυμα, ίνα παρευρεθή εις την του Τιμίου Σταυρού Ύψωσιν. Εκεί εδόθη εις παν είδος ακολασίας και ατοπημάτων και πολλούς έσυρεν εις τον βυθόν της απωλείας. Θέλουσα δε να εισέλθη εις την Εκκλησίαν, καθ’ ην ημέραν υψούτο ο Τίμιος Σταυρός, ησθάνθη τρις και τετράκις δύναμίν τινα αόρατον, κωλύουσαν αυτήν της εισόδου, ενώ το μετ’ αυτής πλήθος του λαού ανεμποδίστως εισήρχετο. Πληγείσα την καρδίαν εκ τούτου απεφάσισεν, ίνα μεταβάλη ζωήν και εξιλεώση τον Θεόν δια μετανοίας και ούτως επιστρέψασα πάλιν εις την Εκκλησίαν, εισήλθεν ευκόλως εις αυτήν. Προσκυνήσασα δε το Τίμιον Ξύλον του Τιμίου Σταυρού, ανεχώρησε την αυτήν ημέραν από της Ιερουσαλήμ, διέβη τον Ιορδάνην, εισήλθεν εις τα ενδότερα της ερήμου και έζησεν εν αυτή τεσσαράκοντα επτά όλα έτη ζωήν σκληροτάτην και υπέρ άνθρωπον, μόνη μόνω τω Θεώ προσευχομένη. Περί δε τα τέλη της ζωής της συναντήσασα η Οσία τον Αββάν Ζωσιμάν και τον απ’ αρχής βίον εξομολογηθείσα, παρεκάλεσεν αυτόν, ίνα κομίση εις αυτήν τα άχραντα Μυστήρια προς κοινωνίαν· όπερ και εποίησεν εκείνος κατά το επόμενον έτος, κατά την Μ. Πέμπτην. Το δε εφεξής έτος επανελθών πάλιν ο Ζωσιμάς εύρεν αυτήν νεκράν, επί της γης ηπλωμένην και γράμματα πλησίον αυτής ταύτα λέγοντα· «Αββά Ζωσιμά, θάψον ώδε το σώμα της αθλίας Μαρίας. Απέθανον την αυτήν ημέραν, καθ’ ην εκοινώνησα των Αχράντων Μυστηρίων. Εύχου υπέρ εμού». Της Οσίας ταύτης η μνήμη τελείται μεν κατά την πρώτην Απριλίου· ετάχθη δε η αυτή και κατά την σήμερον, εγγίζοντος ήδη του τέλους της αγίας Τεσσαρακοστής προς διέγερσιν των ραθύμων και αμαρτωλών εις μετάνοιαν εχόντων ως παράδειγμα την εορταζομένην Αγίαν.

 

ΔΙΔΑΧΗ ΕΙΣ ΤΗΝ Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ      

«Το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνύμων μου, ουκ έστιν εμόν δούναι, αλλ’ οις ητοίμασται» (Μάρκ. ι: 40).                                                                 

ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ Επισκόπου Κερνίκης και Καλαβρύτων                                            

Οι άνθρωποι οίτινες είναι καθολικά άδικοι, δίδουσι τας τιμάς εκεί, όπου τους φέρει ή η φιλία ή η συγγένεια. Ο Θεός, όστις είναι φυσικά δίκαιος, δίδει τας τιμάς εκεί, όπου ευρίσκεται η αξία. Από τους ανθρώπους τιμώνται οι φίλοι ή οι συγγενείς· από τον Θεόν τιμώνται οι άξιοι· αυτή είναι η μοναδική παρηγορία, την οποίαν έχουσιν οι ενάρετοι άνθρωποι, όταν αμελούνται ή καταφρονούνται από τους ανθρώπους, να αναμένωσι τον μισθόν της αρετής από τον Θεόν. Τούτο δεικνύει φανερά εις ημάς ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις το σημερινόν ιερόν Ευαγγέλιον. Αυτός αναβαίνει εις Ιεροσόλυμα, όπου υπάγει δια να σταυρωθή· ο Ιάκωβος και Ιωάννης, οι υιοί Ζεβεδαίου, φαντάζονται, ότι εκεί υπάγει δια να βασιλεύση και νικημένοι από φιλοτιμίαν, πρώτα πέμπουσι την μητέρα των να μεσιτεύση, έπειτα παρρησιάζονται και αυτοί. «Θέλομεν», λέγουσιν, «όταν γίνης Βασιλεύς του Ισραήλ, ο εις από ημάς να καθίση εκ δεξιών σου και ο άλλος εξ αριστερών σου, ίνα έχωμεν και ημείς μέρος της Βασιλείας σου»· «Δος ημίν, ίνα εις εκ δεξιών σου και εις εξ ευωνύμων σου καθήσωμεν εν τη δόξη σου» (Μάρκ. ι: 37). Αλλά τι άνθρωποι είναι ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης; Φίλοι του Χριστού, συγγενείς του Χριστού· ο δε Χριστός τι τους αποκρίνεται; Δεν γνωρίζετε τι ζητείτε. «Ουκ οίδατε τι αιτείσθε».

Εγώ είμαι δίκαιος Κριτής, δεν δίδω τας τιμάς κατά την γνώμην μου· δεν τιμώ τους φίλους ή τους συγγενείς, τιμώ τους αξίους. Εις την Βασιλείαν την ιδικήν μου, όστις κοπιάση, λαμβάνει τον μισθόν· όστις αγωνισθή, κερδαίνει τον στέφανον, όστις φανή άξιος, έχει την δόξαν· «το δε καθήσαι εκ δεξιών μου ή εξ ευωνύμων μου, ουκ έστιν εμόν δούναι, αλλ’ οις ητοίμασται». Αλλά ποίος δεν θέλει να κοπιάση; Ποίος δεν θέλει να αγωνισθή, δια να κερδήση την Βασιλείαν του Χριστού, η οποία δεν έχει τιμήν, διότι είναι ανεκτίμητος; Η οποία δεν έχει τέλος, διότι είναι αιώνιος; Τόσους κόπους, τόσους αγώνας δια μίαν παραμικράν ευτυχίαν του κόσμου τούτου, την οποίαν και πολύ δύσκολον είναι να την αποκτήσωμεν και πολύ εύκολον είναι να την χάσωμεν; Τόσην δε αμέλειαν και τόσην αμεριμνίαν δια την Βασιλείαν του Χριστού, την οποίαν, δια να την αποκτήσωμεν, φθάνει μόνον να θέλωμεν; Αν δε την κερδήσωμεν μίαν φοράν, δεν την χάνομεν ποτέ. Η Βασιλεία του Ιησού Χριστού δεν είναι βασιλεία του κόσμου τούτου· είναι η Βασιλεία των Ουρανών, είναι η μακαριότης του Θεού, είναι η δόξα η ατελεύτητος, είναι η ζωή η αθάνατος, είναι με ένα λόγον ο Παράδεισος. Παράδεισος! Μόνον να τον συλλογισθώ, ευφραίνεται η ψυχή μου. Παράδεισος! Η ευτυχισμένη πατρίς των Προπατόρων μου, ο γλυκύς λιμήν της ελπίδος μου, ο μοναδικός σκοπός της αγάπης μου, το ύστερον βραβείον της Πίστεώς μου. Περί Παραδείσου σήμερον είναι ο λόγος, ευλογημένοι Χριστιανοί. Εγώ ομολογώ, ότι αυτή είναι μία υπόθεσις, ήτις υπερβαίνει κάθε γλώσσαν και κάθε νουν· διότι ούτε άνθρωπος, ούτε Άγγελος ήθελε δυνηθή ποτέ να μας εξηγήση τον Παράδεισον, καθώς είναι. Όθεν δεν σας υπόσχομαι να σας αποδείξω τι είναι ο Παράδεισος, φθάνει να σας ειπώ ολίγον τι περί τούτου· και αν δεν δυνηθώ να δώσω μίαν τελείαν αυτού εικόνα, θέλω κάμει μίαν παραμικράν σκιαγραφίαν. Ω Παράδεισε! Έλεγεν εις άγιος Διδάσκαλος, ημείς ημπορούμεν να σε κερδήσωμεν, αλλ’ ημείς δεν ημπορούμεν να σε καταλάβωμεν.                                

Μέρος Πρώτον.                                                                                   

Γνωρίζετε να μου είπητε, δια ποίαν αφορμήν κλαίει το βρέφος όταν γεννάται και εξέρχεται από την κοιλίαν της μητρός; Άλλος λέγει το ένα και άλλος το άλλο· αλλ’ η αληθινή φυσική αφορμή είναι δια τούτο μάλλον, διότι εβγαίνει από την κοιλίαν της μητρός. Εκεί μέσα νομίζει, ότι εκείνος είναι ο κόσμος του, ότι εκείνη είναι η ανάπαυσίς του· και αν το βρέφος εκείνο είχε σωστά τα λογικά του, όστις ήθελε το ερωτήσει αν ευχαριστείτο να εξέλθη από την κοιλίαν της μητρός του ήθελεν αποκριθή, ότι ήθελε να παραμένη πάντοτε εκεί μέσα και να μη εξέλθη ποτέ. Διατί δε; Διότι φυσικά εκείνο το οποίον κατά το παρόν βλέπομεν, εκείνο το οποίον κατά το παρόν έχομεν, εκείνο θέλομεν και αγαπώμεν. Όταν εξέλθη το βρέφος από την κοιλίαν της μητρός του, νομίζει ότι εξήλθεν από την ανάπαυσίν του, ότι έχασε την ζωήν του, ότι εστερήθη τον κόσμον του· και δια τούτο κλαίει, δακρύει και πονεί. Αυτή η ιδία αιτία είναι εκείνη η οποία κάμνει και ημάς να πονούμεν τόσον δια τον θάνατον. Διότι νομίζομεν, ότι εκτός από την παρούσαν ζωήν δεν υπάρχει άλλη, ότι εκτός από ταύτην την ανάπαυσιν δεν υπάρχει άλλη· αν δε ήτο εις την εξουσίαν μας, ημείς θα ηθέλαμεν να παραμένωμεν πάντα εδώ και ουδέποτε να εξέλθωμεν εκ ταύτης. Και διατί; Διότι εκείνα τα οποία βλέπομεν, εκείνα θέλομεν· όταν αποθάνωμεν, νομίζομεν ότι τα εχάσαμεν όλα· δια τούτο πονούμεν, δακρύομεν, κλαίομεν. Αλλ’ ημείς εις τούτο δεν κάμνομεν ως φρόνιμοι και στοχαστικοί άνθρωποι, κάμνομεν ως μωρά και ανόητα βρέφη. Όση διαφορά υπάρχει από την κοιλίαν της μητρός μας μέχρι του κόσμου τούτου, από εκείνο το σκότος, έως το φως τούτο, από την στενήν εκείνην φυλακήν, έως το ευρυχωρότατον τούτο θέατρον· και με ολίγα λόγια, όση διαφορά υπάρχει από εκείνην την ζωήν, την οποίαν κάμνομεν εκεί μέσα σφαλισμένοι εννέα μήνας, με ταύτην την ζωήν, την οποίαν κάμνομεν εδώ έξω αναπνέοντες τόσους χρόνους, τόση διαφορά υπάρχει και ασυγκρίτως ακόμη μεγαλυτέρα, από τούτον και εκείνον τον κόσμον. Από τούτο το σκότος της χαμηλής Αιγύπτου, εις εκείνο το φως της άνω Ιερουσαλήμ· από ταύτην την θλιβεράν φυλακήν της δυστυχίας, εις εκείνο το λαμπρότατον θέατρον της δόξης· και με ολίγους λόγους, από ταύτην την τρισάθλιον ζωήν, την οποίαν κάμνομεν εδώ εις τον κόσμον πάντοτε παραπονούμενοι, πενήντα ή εξήντα χρόνους ή ολιγώτερον, έως εκείνην την άλλην την τρισόλβιον ζωήν, την οποίαν κάμνομεν εκεί εις τον Παράδεισον, μακαριζόμενοι εις αιώνας αιώνων. Από τούτο δύνασθε να εννοήσετε ολίγον τι είναι Παράδεισος; Όχι. Ω Παράδεισε! Ημείς ημπορούμεν να σε κερδήσωμεν, αλλ’ ημείς δεν ημπορούμεν να σε καταλάβωμεν. Αλλά ποίον να ερωτήσωμεν να μας είπη τι είναι ο Παράδεισος; Ας ερωτήσωμεν δύο ανθρώπους, οι οποίοι τον είδον οφθαλμοφανώς· ο εις είναι ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής και ο άλλος ο Απόστολος Παύλος. Ο Ιωάννης, φερμένος από ένα Άγγελον επάνω εις όρος τι υψηλόν, βλέπει την Αγίαν Πόλιν, την ουράνιον Ιερουσαλήμ. Η πόλις αύτη είναι τετράγωνος, μεγάλη και υψηλή. Δώδεκα αι θύραι της, εκάστη δε θύρα είναι και εις μαργαρίτης. Εκεί δεν είναι Ναός κτιστός, διότι είναι Ναός άκτιστος. Είναι αυτός ο Θεός ο Παντοκράτωρ, τον οποίον προσκυνούν οι ουρανοί και η γη. Εκεί δεν είναι ήλιος, ούτε σελήνη, διότι είναι το ανέσπερον φως της θείας δόξης, το οποίον φέγγει ημέραν και νύκτα και δεν δύει ποτέ· «και απήνεγκέ με εν πνεύματι, επ’ όρος μέγα και υψηλόν και έδειξέ μοι την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ, καταβαίνουσαν εκ του ουρανού από του Θεού» (Αποκ. κα: 10). Αλλ’ αύτη είναι μία εικόνα του Παραδείσου, την οποίαν, αν εβλέπαμεν, επληροφορούντο οι οφθαλμοί μας, αλλά δεν επληροφορείτο ο νους μας. Ο Παύλος ηρπάγη έως τρίτου ουρανού, μέσα εις τον Παράδεισον, είδε πράγματα, ήκουσε πράγματα. Αλλά τι είδους; Είδε πράγματα (λέγει) τα οποία ακόμη δεν είδαν οι οφθαλμοί μας, ακόμη δεν ήκουσαν τα ώτα μας, ακόμη δεν επεθύμησεν η καρδία μας· «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α΄ Κορ. β: 9). Ήκουσα πράγματα τα οποία άνθρωπος δεν ημπορεί να τα εξηγήση· «α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β΄ Κορ. ιβ: 4). Άνθρωποι οι οποίοι είδον οφθαλμοφανώς τον Παράδεισον, ένας Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο αετός της Θεολογίας· ένας Παύλος, το σκεύος της εκλογής και όμως ομιλούσι τόσον σκοτεινά και τόσον απόρρητα. Από εκείνα όμως τα οποία λέγουσι, καταλαμβάνετε τι να είναι ο Παράδεισος; Όχι. Ω Παράδεισε! Ημείς ημπορούμεν να σε κερδήσωμεν, αλλ’ ημείς δεν ημπορούμεν να σε καταλάβωμεν. Ας ερωτήσωμεν αυτόν τον Ιησούν Χριστόν· Αυτός μας λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, ότι ο Παράδεισος είναι ένας σπόρος αγαθός, ότι είναι ένας κόκκος σινάπεως, ότι είναι μία ζύμη, ότι είναι μία σαγήνη, ότι είναι ένας μαργαρίτης, ότι είναι ένας θησαυρός κεκρυμμένος, ότι είναι ο κόλπος του Αβραάμ· αλλ’ από αυτάς τας παραβολάς, καταλαμβάνετε τι είναι ο Παράδεισος; Όχι. Ω Παράδεισε! Ημείς ημπορούμεν να σε κερδήσωμεν, αλλ’ ημείς δεν ημπορούμεν να σε καταλάβωμεν. Ιησού Χριστέ, η σεσαρκωμένη του Θεού Σοφία, ειπέ μας φανερώτερα, τι είναι ο Παράδεισος; Δύο πράγματα σας λέγω· αυτή είναι μία ζωή χωρίς θάνατον· «Αύτη εστίν η αιώνιος ζωή» (Ιωάν. ιζ: 3). Αύτη είναι μία χαρά χωρίς τέλος· «χαρήσεται υμών η καρδία και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών». Ζωή χωρίς θάνατον. Χριστιανέ, στοχάσου την ευτυχίαν του κόσμου αυτού ή μεγάλην, ή μικράν, ή όλην, ή ένα μέρος. Να είσαι εις βασιλεύς, μονάρχης του κόσμου παντός, να βασιλεύης εις τας χώρας, χωρίς να δοκιμάσης καμμίαν λύπην, ωραίος, πλούσιος, ένδοξος. Αυτή φαίνεται να είναι η μεγαλυτέρα ευτυχία της γης. Αλλ’ αυτή δεν είναι ευτυχία, διότι αφού ζήσης όσον και αν θέλης, όμως απαραιτήτως πρέπει κάποτε να αποθάνης, επομένως ανά πάσαν ώραν θα φοβήσαι τον θάνατον. Εκείνος δε ο φόβος σε κάνει δυστυχή και μέσα εις την ευτυχίαν. Στοχάσου πάλιν, έστω, ότι ποτέ δεν θέλεις αποθάνει, αλλ’ όμως δεν έχεις όλα τα καλά του κόσμου, αλλ’ ή τα περισσότερα ή τα αρκετά, αλλά και πάλιν αν και ο φόβος του θανάτου δεν πικραίνει την καρδίαν σου, η μερική εκείνη ευτυχία, την οποίαν έχεις, δεν θεραπεύει την επιθυμίαν σου, κάτι σου λείπει και το επιθυμείς. Είσαι ευτυχής, αλλ’ ήθελες να είσαι αθάνατος, ώστε αυτή δεν είναι ευτυχία. Με όλην την μεγάλην ευτυχίαν του κόσμου, δεν είσαι ευτυχής, αν αποθνήσκης, με μίαν μικράν ευτυχίαν του κόσμου, δεν είσαι ευτυχής, έστω και αν είσαι αθάνατος. Αλλά αν έχης όλην την ευτυχίαν, την οποίαν ημπορεί να επιθυμήση η καρδία σου και να μην έχης κανένα φόβον θανάτου, όστις να σε στερήση από αυτήν την ευτυχίαν σου, τι είδους είναι η τοιαύτη ζωή; Πάντα ευτυχισμένος, χωρίς φόβον ποτέ να δυστυχήσης, πλούσιος, χωρίς φόβον ποτέ να πτωχύνης, υγιής, χωρίς φόβον ποτέ να αρρωστήσης. Δεν υπάρχει φθόνος να σε πειράξη, δεν υπάρχει ασθένεια να σε μαραίνη, δεν υπάρχει θάνατος να σε πάρη. Παντοτεινά μακάριος και παντοτεινά ζωντανός, όλα τα καλά και ζωή αθάνατος, τι είδους είναι η τοιαύτη ζωή; Αυτή η ζωή είναι ο Παράδεισος. Αλλά και χαρά χωρίς τέλος, αυτή είναι μία χαρά άπειρος και τελεία, ατελεύτητος και όλη ομού, καθώς εξηγούν το αιώνιον οι Θεολόγοι, όπερ θέλει να είπη· όση είναι η χαρά εκείνη εις όλον τον αιώνα μακρά, τόση είναι όλη η αυτή χαρά, χωρίς ποτέ να ολιγοστέψη, και όση είναι εις όλον τον αιώνα μεγάλη, τόση είναι εις κάθε στιγμήν του αιώνος όλη ομού. Χαίρεσαι όλην την μακαριότητα εις όλον τον αιώνα και χαίρεσαι όλην την μακαριότητα εις κάθε στιγμήν του αιώνος. Όσον είσαι μακάριος εις όλην εκείνην την αιώνιον ζωήν, τόσον είσαι μακάριος εις κάθε στιγμήν εκείνης της αιωνίου ζωής, τι είδους χαρά είναι αύτη; Η θάλασσα είναι αλμυρά· υπόθεσε ότι πέφτει μία σταλαγματιά νερού από τον ουρανόν και όλην την γλυκαίνει, ημπορείς να καταλάβης πόσον γλυκύ θα είναι το νερόν εκείνο το οποίον πέφτει από τον ουρανόν; Πικρός είναι ο άδης, αλλ’ αν έπεφτε μέσα εις αυτόν μία σταλαγματιά από την χαράν εκείνην του Παρσαδείσου, εγλύκαινεν όλην εκείνην την πικρίαν, ο άδης εγίνετο Παράδεισος· ημπορείς να καταλάβης τι είδους χαρά είναι εκείνη; Έκαμε πόλεμον ο λαός της παλαιάς Ρώμης, ενίκησε τους εχθρούς και επέστρεψαν εις την πόλιν οι νικηταί στρατιώται. Συνέτρεξαν εις τας πύλας της πόλεως οι συγγενείς, πατέρες, μητέρες, αδελφοί, να ίδωσι ποίοι από τους στρατιώτας έρχονται ζώντες και ποίοι έπεσαν εις τα πεδία των μαχών. Μεταξύ τούτων ήτο και γυνή τις χήρα, μήτηρ στρατευθέντος μονογενούς υιού, ήτις ανέμενε και αυτή τον υιόν της να επιστρέψη μετά των λοιπών. Ανέμενε και ηρώτα τους επιστρέφοντας, λέγουσα· «Μήπως είδετε τον υιόν μου»; Ύψωνε τους οφθαλμούς προσπαθούσα να τον αντικρύση από μακράν· «Υιέ μου, που είσαι και δεν προβαίνεις; Πως δεν φαίνεσαι; Πως δεν έρχεσαι»; Εις την αδημονίαν ταύτην, εις την οποίαν ευρίσκετο, ήκουσεν από τους άλλους, ότι ο υιός της εφονεύθη εις τον πόλεμον. Εγείρει φωνάς, δέρει το στήθος της, κλαίει απαρηγόρητα, αλλ’ εξαίφνης βλέπει τον υιόν της, όστις έφθασε ζων. Τρέχει, τον εναγκαλίζεται, τον φιλεί, και τόσον εχάρη, ώστε από την πολλήν χαράν εξεψύχησε· εκεί δε όπου έκλαιεν η μήτηρ τον υιόν, κλαίει ο υιός την μητέρα. Δύνασαι να εννοήσης πόση θα ήτο της μητρός εκείνης η χαρά; Αλλ’ αν η χαρά εκείνη ήθελε διατηρηθή επί μίαν ημέραν, επί ένα χρόνον, καθ’ όλην της την ζωήν, τι είδους χαρά θα ήτο εκείνη; Όμως και από την χαράν εκείνην, την οποίαν εδοκίμασεν η γυνή κατά την στιγμήν εκείνην, κατά την οποίαν είδε ζώντα τον υιόν της, ασυγκρίτως μεγαλυτέρα είναι η χαρά του Παραδείσου. Είναι μία χαρά, η οποία διατηρείται όχι μίαν ημέραν, όχι ένα χρόνον, αλλά καθ’ όλον τον αιώνα τον ατελεύτητον, όλη τελεία και όλη ομού· ημπορείς τώρα να εννοήσης τι χαρά είναι εκείνη; Το δε σπουδαιότερον, είναι χαρά την οποίαν ουδείς δύναται να αφαιρέση. Όχι φθόνος τις των εχθρώ, διότι εκεί είναι ειρήνη ατάραχος, όχι κάποια συμφορά, διότι εκεί είναι ευτυχία απέραντος· όχι μία αρρώστια, διότι εκεί είναι υγεία απρόσβλητος, όχι θάνατος προσφιλούς τινός προσώπου, διότι εκεί είναι ζωή αιώνιος· «χαρήσεται υμών η καρδία και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Ιωάν. ιστ: 22). Είναι λοιπόν ο Παράδεισος ζωή χωρίς θάνατον, διότι εκεί ζης με την αυτήν ζωήν του Θεού, μένεις και συ εις την αυτήν διαμονήν μετά του Θεού, ζεις και συ, όσον ζη ο Θεός. Χαρά χωρίς τέλος, διότι και συ χαίρεσαι με την αυτήν χαράν του Θεού, βασιλεύεις και συ με την αυτήν Βασιλείαν του Θεού· δοξάζεσαι και συ με την αυτήν δόξαν του Θεού. Με ολίγους λόγους, βλέπων με τους ιδίους σου οφθαλμούς τον Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον γίνεσαι και συ άλλος Θεός. Εκείνος Θεός κατά φύσιν, συ Θεός κατά χάριν. Όπως δε εις τον πεπυρακτωμένον σίδηρον δεν ξεχωρίζεται ούτε το πυρ από τον σίδηρον, ούτε ο σίδηρος από το πυρ, αλλά και τα δύο φαίνονται εν, ούτω σχεδόν ειπείν και εις τον Παράδεισον, ούτε δηλαδή ο Θεός ξεχωρίζεται από τον μακάριον, ούτε ο μακάριος από τον Θεόν· αμφότεροι είναι εις κατά την μακαριότητα και αμφοτέρων η ζωή είναι μία και αιώνιος, αμφοτέρων η χαρά είναι μία χαρά ατελεύτητος· «Όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα Αυτόν καθώς εστι» (Α΄ Ιωάν. γ: 2). Εδώ δεν το βλέπομεν όπως είναι, αλλά μόνον τον πιστεύομεν· αυτή δε είναι όλη η μακαριότης της Εκκλησίας, να μη βλέπωμεν και να πιστεύωμεν· «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάν. κ: 29). Εκεί βλέπομεν καθώς είναι και πλέον δεν έχομεν ανάγκην μόνης της Πίστεως, αυτή δε είναι όλη η μακαριότης του Παραδείσου· να μη πιστεύωμεν μόνον αλλά και να βλέπωμεν· «Όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστι». Εκεί δεν είναι πλέον πίστις διότι είναι όρασις (Εβρ. ια: 1). Ελύθη η σκιά, λάμπει το φως. Εκεί δεν είναι ελπίς, διότι είναι απόλαυσις. Έπαυσε το μέλλον, υπάρχει το παρόν. Εκεί υπάρχει μόνον αγάπη, διότι αγαπούμεν εκείνο το άκρον αγαθόν, το οποίον βλέπομεν και χορταίνει ο νους μας με την όρασιν, χορταίνει η καρδία μας με την απόλαυσιν· «Χορτασθήσομαι εν τω οφθήναι μοι την δόξαν σου» (Ψαλμ. ιστ: 15). Μήπως από ταύτα δύνασθε να εννοήσητε τι είναι ο Παράδεισος; Όχι· το πιστεύω και εγώ, διότι όσα ημπορεί να είπη ένας άνθρωπος, δεν είναι όσα πρέπει να είπη· «Πάντα α τις δύναται λέγειν, λέγει των κατ’ αξίαν ουδέν», μαρτυρεί ο Νύσσης Γρηγόριος (Λόγ. α΄ εις τους Μακκαβ.). Ω Παράδεισε! Ημείς ημπορούμεν να σε κερδίσωμεν, αλλ’ ημείς δεν ημπορούμεν να σε καταλάβωμεν. Εξεχύθη εις όλα τα μέρη της γης η φήμη του Σολομώντος· η βασίλισσα της Αιθιοπίας Σαβά ήκουσε πράγματα παράδοξα δια τούτον τον βασιλέα. Ήκουσε πολλά, τα οποία μετά βίας επίστευεν· όθεν απεφάσισε να τα ίδη και με τους ιδίους της οφθαλμούς. Ανεχώρησε λοιπόν με δορυφορίαν μεγάλην και ήλθεν εις την Ιουδαίαν. Όταν δε έφθασεν εντός της Ιερουσαλήμ και είδε τόσην μεγαλοπρέπειαν, όταν εισήλθεν εντός των βασιλικών ανακτόρων και είδε τόσους θησαυρούς, όταν επαρρησιάσθη έμπροσθεν του βασιλέως Σολομώντος και είδε τόσην δόξαν, ήκουσε τόσην σοφίαν, είπε προς αυτόν· «Βασιλεύ, εγώ ήκουον δια την βασιλείαν σου πράγματα παράδοξα, αλλά δεν επίστευον εις εκείνα τα οποία μου έλεγον, έως ότου ήλθον και τα βλέπω με τους οφθαλμούς μου· «Ουκ επίστευσα τοις λαλούσι μοι, έως ότου παρεγενόμην και εωράκασιν οι οφθαλμοί μου» (Γ΄ Βασ. ι: 7). Τώρα τα βλέπω, τα πιστεύω, θαυμάζω και απορώ, σου λέγω όμως, ότι δεν ήκουσα όλα, όσα βλέπω, διότι εδώ βλέπω άπειρα. Εξ όλων όσα βλέπω δεν ήκουσα μετά βίας ούτε τα ημίση· «και ιδού ουκ εστιν ουδέ το ήμισυ καθώς απήγγειλάν μοι». Χριστιανοί, πολλά είναι εκείνα, τα οποία μάς λέγουν δια τον Παράδεισον· πολλά οι Προφήται, πολλά οι Απόστολοι, πολλά οι Διδάσκαλοι, πολλά αυτός ο Χριστός· όλα μεγάλα, όλα υψηλά, όλα παράδοξα· «δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου η πόλις του Θεού» (Ψαλμ. πστ: 3). Ημείς, όχι ότι δεν πιστεύομεν, αλλά δεν καταλαμβάνομεν· ο νους μας είναι πολύ στενός, δεν δύναται να τα χωρέση, είναι πολύ παχύς, δεν ημπορεί να πετάξη. Όταν όμως αξιωθώμεν να ίδωμεν εκείνο το ανέσπερον φως, το οποίον κάμνει μίαν άδυτον ημέραν αιωνίου μακαριότητος, να ίδωμεν των Αγγέλων τα τάγματα, να ίδωμεν των Αγίων τους χορούς, να ίδωμεν τους Μάρτυρας, τους Οσίους, τους Δικαίους, οι οποίοι είναι οι μακάριοι πολίται του ουρανού, να ίδωμεν Αυτήν την Δέσποιναν Θεοτόκον Μαρίαν, την Βασίλισσαν των Αγγέλων, καθεζομένην εκ δεξιών του Θεού, να ίδωμεν αυτήν την τρισήλιον Θεότητα, να ίδωμεν Αυτόν τον Θεόν, πρόσωπον πρις πρόσωπον, να ίδωμεν τα φυσικά ιδιώματα του Θεού, τα οποία δεν έχουν ούτε αρχήν, ούτε τέλος, να ίδωμεν τας τρεις υποστάσεις Του, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Πνεύμα το Άγιον, τα οποία είναι τρία πρόσωπα, αλλ’ εις και μόνος Θεός· να ίδωμεν την παντοδυναμίαν Του, την σοφίαν Του, την αγαθότητά Του, την δόξαν Του, την Βασιλείαν Του· τότε θέλομεν καταλάβει τι είναι ο Παράδεισος. Θεέ μου! (θέλομεν είπει τότε εις τον Θεόν), εγώ ήκουον πολλά δια τον Παράδεισον, αλλ’ εκείνα τα οποία ήκουον, δεν είναι το ήμισυ· «και ιδού ουκ έστιν, ουδέ το ήμισυ, από εκείνα όπου βλέπω». Ήκουον πολλά, αλλά δεν τα εκαταλάμβανα, τώρα όπου τα βλέπω, τα καταλαμβάνω· «ακοήν μεν ωτός ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακέ σε» (Ιώβ μβ: 5). Βλέπω και όλος χαίρομαι, όλος μακαρίζομαι, όλος δοξάζομαι. Τόση είναι η δόξα του Παραδείσου και εγώ τόσον ηγάπων την δόξαν του κόσμου! Μωρός όπου ήμην εγώ και δεν παραιτούσα χιλίους κόσμους, δια να κερδίσω ένα Παράδεισον! Τοιαύτη είναι η αιώνιος ζωή και εγώ τόσον ηγάπων μίαν ζωήν πρόσκαιρον! Μωρός όπου ήμην εγώ και δεν έδιδα χιλίας άλλας ζωάς, δια να κληρονομήσω ταύτην! Μωρός όπου ήμην εγώ και εκινδύνευα τόσους χρόνους να χάσω τοιούτον Παράδεισον και τοιαύτην ζωήν, δια να χαρώ με μίαν μιαράν πόρνην, δια να χορτάσω την αχόρταγον φιλαργυρίαν μου, δια να κάμω μίαν σικχαμερήν όρεξίν μου! Αλλ’ ας είναι χιλίας φοράς ευχαριστημένη η ευσπλαγχνία σου, Θεέ μου, όπου εγώ ελυτρώθην από τόσους κινδύνους και τώρα ευρίσκομαι εις τον Παράδεισον! Όπου ζω μίαν ζωήν χωρίς θάνατον, όπου χαίρομαι μίαν χαράν χωρίς τέλος. Εκεί όπου καταλαμβάνομεν, διότι βλέπομεν, ημπορούμεν να είπωμεν τα τοιαύτα· αλλ’ εδώ όπου δεν βλέπομεν και δεν καταλαμβάνομεν, τίποτε άλλο δεν ημπορούμεν να είπωμεν, παρά, ω Παράδεισε! Ημείς ημπορούμεν να σε κερδίσωμεν, αλλά ημείς δεν ημπορούμεν να σε καταλάβωμεν. Είναι δυνατόν; Ναι· σας είπα και άλλην φοράν, ότι η σωτηρία μας στέκει εις τας χείρας μας· τώρα σας λέγω πάλιν και ακούσατε. Έκαμεν ο Θεός τον Παράδεισον δια τους Δικαίους· έκαμε τον άδην δια τους αμαρτωλούς· έκλεισε και τον Παράδεισον, έκλεισε και τον άδην· αλλά τα κλειδιά του άδου εκράτησεν ο Ίδιος. Ούτω βλέπω εις την Αποκάλυψιν του Ιωάννου· «και έχω τας κλεις του θανάτου και του άδου» (Απ. Α: 18). Τα κλειδιά του Παραδείσου τα έδωσεν εις τους Αποστόλους του, εις το πρόσωπον του Πέτρου· «και δώσω σοι τας κλεις της Βασιλείας των ουρανών» (Ματθ. ιστ: 19), ώστε τα κλειδιά του άδου είναι εις τας χείρας του Θεού, τα κλειδιά του Παραδείσου είναι εις τας χείρας των ανθρώπων. Ω φιλανθρωποτάτη οικονομία του Κυρίου μας! Αν θέλη ο άνθρωπος να κολασθή εις τον άδην, τα κλειδιά του άδου δεν είναι εις τας χείρας του· αν θέλη ο άνθρωπος να σωθή εις τον Παράδεισον, τα κλειδιά τού Παραδείσου είναι εις τας χείρας του, όπερ θέλει να είπη· τούτο είναι το θέλημα του Θεού, να είναι δύσκολον να κολάζωνται οι άνθρωποι και δι’ αυτό δεν τους έδωκε τα κλειδιά του άδου· να είναι δε εύκολον να σώζωνται και δι’ αυτό τους έδωσε τα κλειδιά του Παραδείσου· «και δώσω σοι τας κλεις της Βασιλείας των ουρανών». Λοιπόν, ω Παράδεισε, ημείς ημπορούμεν να σε κερδίσωμεν, αλλ’ ημείς δεν ημπορούμεν να σε καταλάβωμεν. Αλλά ακούσατε και άλλο· «και δώσω σοι τας κλεις», τα κλειδιά λέγει· αλλά δεν ηδύνατο να είπη· και δώσω σοι την κλείδα; Το κλειδί; Με ένα κλειδί δεν ανοίγεται άραγε ο Παράδεισος; Τα κλειδιά με τα οποία ανοίγομεν τας θύρας είναι πολλών ειδών· είναι κλειδί σιδηρούν, ημπορεί όμως να είναι και χρυσούν, αλλ’ ημπορεί να είναι και ξύλινον· τοιαύτα είναι τα κλειδιά του Παραδείσου και δια τούτο τα λέγει κλειδιά και όχι κλειδί· είναι σιδηρούν, είναι χρυσούν, είναι ξύλινον. Το ξύλινον είναι του πτωχού· ο πτωχός ημπορεί με την πενίαν του να ανοίξη τον Παράδεισον, να σωθή· το χρυσόν είναι του πλουσίου· ο πλούσιος με τον πλούτον του ημπορεί να ανοίξη τον Παράδεισον, να σωθή· το σιδηρούν είναι παντός ανθρώπου, όστις δεν είναι ούτε τόσον πτωχός, ούτε τόσον πλούσιος· και ούτος ημπορεί να ανοίξη τον Παράδεισον, να σωθή. Ώστε εύκολα ημπορεί να σωθή και πτωχός και πλούσιος και πας άνθρωπος. Ω Παράδεισε! Παράδεισε! Ημείς ημπορούμεν να σε κερδίσωμεν, αλλ’ ημείς δεν ημπορούμεν να σε καταλάβωμεν.

Μέρος Δεύτερον                                                                               

Προς τον Παράδεισον, περί του οποίου ωμιλήσαμεν έως τώρα, δύο είναι αι οδοί, η μία στενή και τεθλιμμένη, καθώς λέγει ο Χριστός· «στενή· και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. ζ: 14). Στενή· τόσοι Ασκηταί, οίτινες την επεριπάτησαν, άφησαν οπίσω όλον τον κόσμον και τα εγκόσμια και επέρασαν γυμνοί. Τόσοι Άγιοι Μάρτυρες, οίτινες την ερράντισαν, όχι με τον ιδρώτα, αλλά με αίμα. Αλλ’ εκείνοι, οίτινες περιπατούν με την κεφαλήν πολλά υψηλήν, αν δεν χαμηλώσωσιν ολίγον, εδώ δεν χωρούν, η οδός είναι στενή. Εκείνοι οι οποίοι έφαγον πολύ και επάχυναν, αν δεν λεπτύνουν την σάρκα των, εδώ δεν χωρούν, η οδός είναι στενή. Εκείνοι οι οποίοι έχουν ρούχα πολλά, σύρουν μεθ’ εαυτών και πολλά άλλα εμπόδια, αν δεν ελαφρωθώσιν, εδώ δεν χωρούν, η οδός είναι στενή. Αι γυναίκες αχ! Πολλά, είναι εκείνα τα οποία πρέπει να αφήσουν, αν θέλουν να χωρέσουν! Η οδός είναι στενή και τεθλιμμένη, γεμάτη ακάνθας και τριβόλους· πρέπει να ιδρώσωμεν και να υποφέρωμεν, πρέπει να υπομείνωμεν πολλά, πρέπει να ταλαιπωρηθώμεν πολλά, δια να περάσωμεν, δια να αναβώμεν· «δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» (Πράξ. ιδ: 22). Εκείνοι οι οποίοι έχουν την σάρκα πολύ τρυφεράν και θέλουν να περιπατώσιν επάνω εις τα βαμβάκια και εις τα ρόδα, εκείνοι οι οποίοι έχουν στομάχι αδύνατον και δεν ημπορούν να χωνεύσωσιν ένα λόγον· εκείνοι, οι οποίοι θέλουν την ανάπαυσιν και την τρυφήν, εδώ δεν χωρούν· η οδός είναι στενή και τεθλιμμένη. Ποίος θέλει να υπάγη εις τον Παράδεισον; Όλοι θέλουν, αλλ’ ας γνωρίζωσιν όλοι, ότι η οδός είναι στενή και τεθλιμμένη. Είναι και μία άλλη οδός πλατεία και ευρύχωρος, από την οποίαν διέρχεται μία άμαξα. Απ’ αυτήν βλέπω και επέρασε μόνος ένας Προφήτης Ηλίας. Άφησε όμως πρώτον την μηλωτήν του και έπεσε και κατόπιν επέρασε. Θέλεις και συ, Χριστιανέ, να υπάγης εις τον Παράδεισον, από την πλατείαν οδόν καθώς ο Προφήτης Ηλίας; Έχε άρμα πυρός, ήτοι θερμήν αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον· διότι «εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο Νόμος και οι Προφήται κρέμανται» (Ματθ. κβ: 40)· «πάσης γαρ αρετής εστιν υπόθεσις και εν τούτω σωζόμεθα πάντες». Ο Ηλίας δια να αναβή εις τον ουρανόν, απέρριψε πρώτον από επάνω του το ένδυμά του· όπερ θέλει να είπη, ότι εις τον Παράδεισον δεν αναβαίνομεν με τα ενδύματα. Τι δε ήτο το ένδυμα του Προφήτου Ηλιού; Μία μηλωτή, τουτέστι μία γούνα, η δε γούνα είναι ένα δέρμα, αλλά και αυτό ο Ηλίας το απέρριψεν· όπερ σημαίνει ότι συ, όστις εκδέρεις, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπον τα πρόβατα του Χριστού, δεν ανεβαίνεις με ξένα δέρματα εις τον Παράδεισον· λάβε το απόφασιν· με ξένα δέρματα δεν ανεβαίνεις εις τον Παράδεισον. Ω Παράδεισε, είναι δυνατόν ημείς οι οποίοι είμεθα άνθρωποι, οι οποίοι είμεθα Χριστιανοί, δι’ ένα τόσον ολίγον πράγμα να χάσωμεν ένα τόσον μεγάλον καλόν! Ένα Παράδεισον δια μιας ώρας χαράν! Ω Παράδεισε, Παράδεισε! Ημείς ημπορούμεν να σε κερδίσωμεν· αλλ’ ημείς δεν ημπορούμεν να σε καταλάβωμεν. Ταις της Οσίας Μαρίας πρεσβείαις, ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: