«Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα, Ὄντως «ἡμέρα
χαρμόσυνος καί εὐφροσύνης ἀνάπλεως» ἀνέτειλε σήμερα, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ χαρά ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων συνίσταται στό
γεγονός ὅτι σήμερα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ἀπέφυγε τόν κίνδυνο τοῦ ἐξανατολισμοῦ,
δηλ. τῶν αἱρέσεων ἀπό τήν Ἀνατολή, ἀπό ἰουδαϊκές καί ἰσλαμικές ἐπιρροές. Εἶναι
γνωστό ὅτι ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας εἶχε τίς ρίζες της στόν Ἰσλαμισμό καί τόν Ἰουδαϊσμό,
οἱ ὁποῖες εἶναι ἀνεικονικές θρησκεῖες, δέν ἔχουν εἰκόνες. Οἱ εἰκονομάχοι
προσπάθησαν νά περάσουν τό μένος τους ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων μέσα στήν
πίστη μας, τήν ἁγία Ὀρθοδοξία. Ὅμως, οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ἀγωνιζόμενοι ἐναντίον
τῶν χριστιανοκατηγόρων εἰκονομάχων, τό ἀπέτρεψαν αὐτό καί ἔτσι ἀποφεύχθηκε ὁ ἐξανατολισμός
τῆς Ὀρθοδοξίας, δηλ. τό νά μᾶς παρασύρει ἡ Ἀνατολή, οἱ Μουσουλμάνοι καί οἱ Ἑβραῖοι.
Ἡ χαρά ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων δικαιολογεῖται, ἐπίσης, καί ἀπό τό γεγονός ὅτι σήμερα ἐπιβεβαιώνεται τό γεγονός ὅτι τό ψεῦδος δέν ἐπεκράτησε καί δέν πρόκειται νά κυριαρχήσει ὁριστικά ἐπί τῆς ἀληθείας τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ἔστω καί ἄν ταλαιπώρησε καί ταλαιπωρεῖ ἀκόμη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπί μακρό χρονικό διάστημα, ὅπως συνέβη παλαιά, τόν 8ο καί 9ο αἰώ., μέ τήν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, καί ὅπως συμβαίνει καί σήμερα, τόν 20ο καί 21ο αἰώ., μέ τήν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαχριστιανικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἡ φαιδρότης τῶν ἀληθεστάτων δογμάτων τῆς πίστεως πάντοτε φανερώνεται, μέ συνέπεια ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νά ἀστράπτει καί νά λάμπει μέσα στό φῶς τῆς Ἀληθείας. Ὁ σκοπός τῆς καθιερώσεως τῆς ἑορτῆς τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τούς τότε ὁμολογητές ἐπισκόπους καί μοναχούς, ὅπως μᾶς λέει τό Συναξάρι τῆς ἑορτῆς[1], ἦταν τό νά ἀνακηρυχθοῦν ὀνομαστικά καί νά ἐπαινεθοῦν οἱ εὐσεβεῖς καί ὀρθόδοξοι, ἐνῶ ἀντιθέτως οἱ ἀσεβεῖς καί κακόδοξοι νά κατακριθοῦν καί νά ἀναθεματιστοῦν ὀνομαστικά, ὄχι βεβαίως ἀπό κακία, ἐμπάθεια καί μῖσος ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά ἀπό παιδαγωγική καί ποιμαντική φροντίδα καί ἀγάπη, ὥστε οἱ μέν αἱρετικοί, ἐλεγχόμενοι, νά μετανοήσουν καί νά ἀποκηρύξουν τήν πλάνη τους, νά προφυλαχθοῦν δέ κυρίως οἱ ὑπόλοιποι πιστοί ἀπό τό νά ἀκολουθήσουν τήν πλάνη. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας εἶχαν πραγματική καί εἰλικρινῆ ἀγάπη, καί ὄχι τήν ψευδοειρήνη καί τήν ψευδοαγάπη τῶν οἰκουμενιστῶν, πού ἐνοχλοῦνται ἀπό τά ἀναθέματα καί παρουσιάζονται ἔτσι δῆθεν «καλύτεροι» ἀπό τους Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀπό ἀγάπη ἐλέγχουν καί παιδαγωγοῦν[2]. Αὐτήν τήν ἀνακήρυξη καί τόν ἔπαινο τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων ἀπό τή μιά, καί τήν κατάκριση μαζί μέ τόν ἀναθεματισμό τῶν ἀσεβῶν, τῶν κακοδόξων καί τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν ἄλλη, τόν βλέπουμε πολύ παραστατικά στό ἐξαίσιο κείμενο ὁμολογίας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πού λέγεται τό «Συνοδικόν τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Ζ΄ Συνόδου ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀποσπάσματα τοῦ ὁποίου διαβάζονται κατά τή διάρκεια τῆς λιτανεύσεως τῶν ἁγίων καί ἱερῶν εἰκόνων, σήμερα, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Τί εἶναι, ὅμως, τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας; Λέγοντας Συνοδικό[3] ἐννοοῦμε τήν ἀπόφαση μιᾶς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί κυρίως Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στήν ὁποία περιλαμβάνονται, ἐκτός ἀπό τούς κανόνες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καί οἱ θεολογικές ἀλήθειες, πού καθορίζουν τά ὅρια τῆς πίστεως, τά δόγματα δηλ. τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καί καταδικάζουν τίς αἱρέσεις, τόσο ὡς πρός τή στρεβλή διδασκαλία τους, ὅσο καί ὡς πρός τά ὀνόματα τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι συνταράσσουν τήν Ἐκκλησία μέ τήν παρανόηση καί διαστρέβλωση τοῦ περιεχομένου τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ἀλλά καί γενικότερα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας περιέχεται στό λειτουργικό βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ὀνομάζεται Τριώδιο[4]. Στό κυριότερο μέρος του περιλαμβάνει τίς ἀποφάσεις τῆς ἐνδημούσης ἐν Κων/λει Συνόδου τοῦ 843, ἡ ὁποία ἀναστήλωσε τίς ἱερές εἰκόνες καί στηρίχθηκε στήν Ζ΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενική Σύνοδο τοῦ 787. Περιέχει, ἐπίσης, καί ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Συνόδων, μετά τήν Σύνοδο τοῦ 843, κατά πασῶν ἐν γένει τῶν αἱρέσεων, ἀλλά ἰδιαίτερα κατά τῆς εἰκονομαχίας[5]. Πιθανός συντάκτης τῆς ἀρχικῆς μορφῆς του εἶναι ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος. Πρώτη φορά ἀναγνώσθηκε κατά τήν παννυχίδα καί τήν ὁριστική ἀναστήλωση, τιμητική προσκύνηση καί λιτάνευση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀπό τήν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, γεγονός πού συνέπεσε τότε μέ τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν (11-3-843), ἡ ὁποία γιʼαὐτό ὀνομάσθηκε Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας[6]. Οἱ μετέπειτα συμπληρώσεις καί προσθῆκες στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχουν γίνει σέ διάφορα στάδια τῆς ἱστορίας, σύμφωνα μέ τήν πορεία τοῦ ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες παρουσιάστηκαν μετά τήν εἰκονομαχία μέχρι καί τό κίνημα τοῦ Ἡσυχασμοῦ στά τέλη τοῦ 14ου αἰώ. Στό Προοίμιο τοῦ Συνοδικοῦ γίνεται λόγος γιά χειμώνα, ὁ ὁποῖος ἐνέσκηψε στήν Ἐκκλησία, μέ τόν ὁποῖο ἐννοεῖται σαφῶς ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, ἡ ὁποία ἀναφέρεται καί ὡς «κάκωσις». Ἐπιπλέον, ἀναφέρονται τά ὀνόματα μεγάλων Πατριαρχῶν, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν πρόμαχοι τῆς ἀληθείας καί στή συνέχεια διακηρύττεται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ἡ ἁγιότητά τους: «Γερμανοῦ, Ταρασίου, Νικηφόρου, Μεθοδίου…, Ἰγνατίου, Φωτίου, Στεφάνου, Ἀντωνίου καί Νικολάου». Παράλληλα, ἀναφέρονται καί ὀνόματα ἄλλων ἀρχιερέων, ἱερομονάχων καί μοναχῶν, ὅπως τῶν ὁσίων Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καί Συμεών τοῦ Στυλίτου, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίσθηκαν ὅλοι μαζί καί ἀναδείχθηκαν ὁμολογητές τῆς Πίστεως, συντελώντας στό νά συγκληθεῖ ἡ Ζ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπό τήν αὐτοκράτειρα Εἰρήνη, ἡ ὁποία μνημονεύεται στό τέλος τοῦ Συνοδικοῦ μαζί μέ ὅλους τούς ὀρθοδόξους Βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι ὑπερμάχησαν για τήν τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὅπου παρέχεται μάλιστα ἡ πληροφορία ὅτι ἔλαβε καί τό μοναχικό σχῆμα. Ἰδιαιτέρως μνημονεύονται στό Συνοδικό οἱ βασιλεῖς ἐκεῖνοι, ὅπως καί οἱ Ἐπίσκοποι, πού συνετέλεσαν στήν ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο κατά τήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ἀλλά καί κατά τήν περίοδο τῶν λεγομένων Ἡσυχαστικῶν ἐρίδων, μεταξύ τῶν ὁποίων πρωτεύουσα θέση κατέχει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος Θεσ/κης, ὁ θεατής τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί κήρυξ τῆς ἀκτίστου Θείας Χάριτος. Στό Συνοδικό περιέχονται καί ὀνόματα διαφόρων αἱρεσιαρχῶν, πού εἶχαν προηγηθεῖ τῆς εἰκονομαχίας, καί ὅλων τῶν ἄλλων μεταγενεστέρων αἱρέσεων : «Ἀρείῳ τῷ πρώτῳ θεομάχῳ καί ἀρχηγῷ τῶν αἱρέσεων…, Νεστορίῳ τῷ θεηλάτῳ…, Διοσκόρῳ Πατριάρχῃ Ἀλεξανδρείας καί Σεβήρῳ τῷ δυσσεβεῖ…, ὅλοις τοῖς Εὐτυχιανισταῖς καί Μονοθελίταις καί Ἰακωβίταις καί Ἀρτζιβουρίταις καί ἁπλῶς πᾶσιν αἱρετικοῖς, Ἀνάθεμα». Αὐτή ἡ ἀναφορά ὅλων τῶν ἀνωτέρω ὀνομάτων, ὅπως καί τῶν αἱρέσων, πού φαινομενικά δέν ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν εἰκονομαχία, δέν γίνεται τυχαῖα. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετωπίζεται συνολικά καί ὄχι ἀποσπασματικά. Κάθε νέα αἵρεση ἀποτελεῖ στήν πραγματικότητα μία διαφορετική ἔκφραση καί ἔκφανση τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς αἱρέσεως καί λανθασμένης διδασκαλίας, δηλ. τῆς μή ὀρθῆς κατανοήσεως τοῦ γεγονότος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς πείθει ὅτι ὅλες οἱ αἱρέσεις ἔχουν ὡς ἀρχή τους τήν αἵρεση τῆς ἀρνήσεως τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελοῦν συνέπειά της. Γιʼ αὐτό τό Συνοδικό ὁριοθετεῖ μέ σαφήνεια τήν Ἀλήθεια ἀπό τό ψεῦδος, τήν Πίστη ἀπό τήν ἀπιστία καί τήν Θεολογία ἀπό τήν ἀνθρώπινη φιλοσοφία. Ὡς πρός τήν θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τό Συνοδικό διακηρύσσει ὅτι ἡ τιμή τους ἀποτελεῖ συνέχεια καί συνέπεια τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τιμή στό ἴδιο τό γεγονός τῆς ἐνσαρκώσεως. Ἀντίθετα, ἡ ἄρνηση τιμῆς στίς ἱερές εἰκόνες συνεπάγεται στήν πραγματικότητα ἄρνηση τῆς σωτηρίας. Τό Συνοδικό, ὅμως, ἐνῶ ἀφορμᾶται ἀπό τήν ὑπεράσπιση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, προχωρᾶ καί στήν ἐπαναδιατύπωση τῆς θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας περί τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος, περί τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στόν Χριστό, περί τῆς Θείας Εὐχαριστίας, περί τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, περί τῆς Θείας Λατρείας γενικότερα καί περί τῆς Ἀναστάσεως, τά ὁποῖα προσπάθησαν νά στρεβλώσουν οἱ διάφοροι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι καί κατονομάζονται. Τέλος, διατυπώνει μέ σαφήνεια στά «κατά Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου κεφάλαια» τήν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας περί τῶν ἀκτίστων Θείων ἐνεργειῶν, στίς ὁποῖες μετέχει ὁ ἄνθρωπος καί τίς ὁποῖες διακρίνει ἀπό τήν ἄκτιστη Θεία οὐσία, τήν ὁποία ὀνομάζει καί θεωρεῖ «ἄληπτον καί ἀμέθεκτον», ἐνῶ κάνει λόγο καί γιά τό Θεῖο Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, ὀνομάζοντάς το «ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν, ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν». Τά μηνύματα τοῦ Συνοδικοῦ ἐκφέρονται μέ ἀναφωνήσεις τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ, ὅπως εἶναι οἱ μακαρισμοί τῶν εὐσεβῶν Βασιλέων, Πατριαρχῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν ὀνομαστικά, μέ τήν ἀναφώνηση «αἰωνία ἡ μνήμη», ἀλλά καί ὁ ἀναθεματισμός τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος αἱρετικῶν, μέ τήν ἀναφώνηση «ἀνάθεμα». Τί εἶναι, ὅμως, τό ἀνάθεμα; Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ὅτι ἀνάθεμα λέγεται ἐκεῖνο, πού χωρίζεται ἀπό τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν, καί ἀφιερώνεται στόν διάβολο. Κανένας δέν τολμᾶ νά συναναστραφεῖ καί νά συγκοινωνήσει μέ ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο, πού ἔχει χωρισθεῖ ἀπό τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία καί ἔχει γίνει ἀνάθεμα στόν διάβολο, ἀλλά ὅλοι οἱ πιστοί χωρίζονται ἀπʼαὐτόν[7]. Τό ἀνάθεμα παντελῶς χωρίζει καί ἀποκόπτει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Χριστό. Ὁ ἅγιος Ταράσιος, Πατριάρχης Κων/λεως, στόν ἀπολογητικό τῆς Ζ΄ ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρει : «Δεινόν εἶναι τό ἀνάθεμα, ἐπειδή μακράν τοῦ Θεοῦ ποιεῖ τόν ἄνθρωπον καί ἀπό τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἐκδιώκει καί πέμπει αὐτόν εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον»[8]. Ὁ Ἀπ. Παῦλος λέει: «εἴ τις οὐ φιλεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα»[9]. Ὅλοι ὅσοι πολιτεύονται ἔξω ἀπό τήν ἀποστολική διδασκαλία καί παράδοση τοῦ θείου Παύλου, ἡ ὁποία βεβαίως εἶναι ἡ διδασκαλία καί ἡ παράδοση τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀγαποῦν ἐν ἀληθείᾳ τόν Κύριο. Ὅσοι δέν ἀγαποῦν ἐν ἀληθείᾳ τόν Κύριο, αὐτοί εἶναι ἀνάθεμα, δηλ. χωρισμένοι ἀπό τόν Κύριο[10]. Ὁ ὅρος ἀνάθεμα ἀναφέρεται ἀπό τόν Ἀπ. Παῦλο καί στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή ἐναντίον ἐκείνων, πού εὐαγγελίζονται ἔξω ἀπό τά παραδεδομένα : «ἀλλά καί ἄν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρʼὅ εὐαγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω»[11]. Τά ἀναθέματα στήν Ἐκκλησία δέν ἀποτελοῦν ἐκφράσεις ὀργῆς ἤ κατάρας ἤ ὕβρεως, ἀλλά πανηγυρικές διακηρύξεις ὅτι οἱ ἀναθεματισμένοι δέν ἀνήκουν στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ καλεῖται νά ἐπιτείνει τήν προσοχή του σ᾽ αὐτό καί νά μή συμφύρεται μέ τούς ἀναθεματιζομένους, γιά νά μή ἀπολέσει τήν ὑγιαίνουσα διδασκαλία, χωρίς τήν ὁποία δέν ὑφίσταται σωτηρία. Ἑπομένως, τά ἀναθέματα ἀποτελοῦν, εἰδικότερα στήν σημερινή ἐποχή τῆς ὁμογενοποιήσεως καί τοῦ συγκρητισμοῦ, ἔξοχο ἀμυντικό μηχανισμό καί παιδαγωγικό τρόπο γιά τήν διασφάλιση τῆς Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας καί ἀληθείας…»[12]. Τά ἀναθέματα ἀποτελοῦν ποιμαντικό μέτρο ἀγάπης καί διασφάλιση τῆς Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας καί ἀληθείας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅταν στίς Συνόδους ἀναθεμάτιζαν τούς αἱρετικούς, δέν τό ἔκαμαν ἀπό μῖσος πρός αὐτούς, ἀλλά μέ πόνο ψυχῆς ἀπέκοπταν αὐτούς, «ὡς ἀνιάτως νοσήσαντας», ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκριβῶς ὁ χειροῦργος ἀποκόπτει τό σεσηπός καί νεκρό μέλος τοῦ σώματος, γιά νά μή μεταδοθεῖ ἡ σήψη καί στό ὑπόλοιπο σῶμα. Ἑπομένως, ἀνάθεμα ἔχουμε κυρίως ὅταν ὑπάρχει αἵρεση. Ὁ ἀναθεματισμός εἶναι ὁ ἀποχωρισμός, ἡ ἀποκοπή μέ δυσμενεῖς ἐκφράσεις ἀπό τό κοινό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ἡ αἵρεση εἶναι ἡ διάσπαση αὐτῆς τῆς Θεανθρωπίνης κοινωνίας μέσα στό κοινό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί γιʼαὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο καταδικάζεται καί ἀναθεματίζεται ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Πολλές φορές, ὅταν λέγονται αὐτά τά πράγματα, ἀλλά καί ὅταν διαβάζονται – ἄν διαβάζονται – τά ἀναθέματα τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ πιό αὐθόρμητοι σοκάρονται καί λένε : «Ἔ, τώρα, ποῦ ζοῦμε; Στόν Μεσαίωνα; Μιλᾶμε γιά ἀναθεματισμούς καί ἀφορισμούς; Αὐτά δέν εἶναι πράγματα, πού ἁρμόζουν στήν Ἐκκλησία». Δυστυχῶς, αὐτή ἡ νοοτροπία ἔχει ἐπηρεάσει πολλούς. Νομίζουν δηλ. ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι συνεχῶς καί μόνο ἀγάπη. Αὐτοί, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄγευστοι. Δέν ἔχουν καταλάβει τί εἶναι Ὀρθοδοξία καί δέν ἔχουν κατανοήσει ὅτι αὐτό τό Σῶμα εἶναι ἀγαπητικό. Ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία «ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν»[13], τότε ἡ ἔλλειψη ἀγάπης σημαίνει τήν ἀποστασιοποίηση. Γιατί, ὅταν κάποιος ἀγαπᾶ πολύ κάτι, ἔρχεται σέ ἀγαπητική σχέση μʼαὐτό. Ὅταν, ὅμως, ἀποστασιοποιεῖται, ὄχι μόνο περιστασιακῶς, ἀλλά καί θεσμικῶς, τότε ἡ Ἐκκλησία τοῦ βεβαιώνει, μʼἕνα θεσμικό τρόπο, αὐτό, πού ἔχει πάθει. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ὅταν λέει σέ κάποιον «ἀνάθεμα», οὐσιαστικά τοῦ πιστοποιεῖ, τοῦ δίνει τήν ληξιαρχική πράξη, τήν πιστοποίηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, πού ἔχει ὑποστεῖ. Αὐτό, ὅμως, σήμερα δέν γίνεται κατανοητό, ἐπειδή δέν βιώνεται καί ἐπειδή δέν ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση τῆς καθαρότητος, τήν ὁποία οἱ πολλοί ὑστεροῦνται. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά ζωντανή πραγματικότητα. Ὅταν ὁ πιστός ἔχει καθαρότητα, τότε ἔχει σχέση μέ τήν Ἐκκλησία, νιώθει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐκφράζει. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐλλείψεως βιωματικῆς ἐμπειρίας φθάνουμε σήμερα στό σημεῖο νά λέγεται ὅτι «τά ἀναθέματα καί οἱ ἀφορισμοί δέν ἰσχύουν σήμερα. Θά τʼἀλλάξουμε. Ζοῦμε σέ ἄλλη ἐποχή». Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, παραμένει πάντα ὁ ἴδιος. Ὁ Χριστός μία φορά ἐκπλήρωσε τό μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριο γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν. «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»[14]. Γίνεται, λοιπόν, ἀντιληπτό ὅτι, ὅταν παραβιάζεται ἡ ἀγαπητική σχέση, τότε ὑπάρχει ὁ ἀφορισμός, μέ τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἐπικυρώνει τήν προϋπάρχουσα κατάσταση. Ὅλʼ αὐτά, τά ὁποῖα σήμερα ἠχοῦν φονταμενταλιστικά, γιά τούς πιστούς μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι σημεῖα, τά ὁποῖα συμπυκνώνουν τήν ἀγάπη, ὁριοθετοῦν καί σημειώνουν ὅτι ἡ ἀγαπητική σχέση μέσα στά πλαίσια τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι κάτι τό δευτερεῦον ἤ τό τριτεῦον, ἀλλά εἶναι τό οὐσιῶδες συστατικό της. Αὐτά τά πράγματα τά ἐξέφρασε ἡ Ἐκκλησία μέ τόν ἴδιο δυναμισμό, ὅταν θέλησε νά ἐκφράσει τήν ἀκοινωνησία, μέ τήν ὁποία δίνει τήν ληξιαρχική πράξη ὅτι κάποιος ἔχει πεθάνει ἀπό πλευρᾶς ἀγαπητικῆς. Αὐτό τό Σῶμα, μέσα στό ὁποῖο ἀνήκουμε εἶναι μυστηριακό μέν, ἀγαπητικό δέ. Ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀγαπητική σχέση καί αὐτός ὁ ἀγαπητικός πόθος, πού νά ἐκφράζεται καί στήν πράξη, τότε διαψεύδεται. Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅταν γράφτηκε γιά πρώτη φορά τό 843 ἀπό τούς ἁγίους πατέρες τῆς Ζ΄ ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μετά τό τέλος τῆς δευτέρας φάσεως τῆς εἰκονομαχίας, περιελάμβανε ἀναθέματα γιά ὅλους τούς αἱρετικούς, ἀπό τόν Ἄρειο μέχρι καί τούς εἰκονομάχους. Ἀπό τόν 9ο αἰώ. κι ἔπειτα, ἐπειδή ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους κι ἄλλες αἱρέσεις, ἰδίως ἡ αἱρετική παρασυναγωγή τοῦ Παπισμοῦ, ἡ Ἐκκλησία ἀπεφάσισε τόν 14ο αἰώ. νά ἐμπλουτίσει τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας μέ νέα ἀναθέματα, ὁπότε προστέθηκαν τά «Κεφάλαια κατά Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου», μέ τά ὁποῖα ἀναθεματίζεται, στά πρόσωπα τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ καί τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου, ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ. Ἀπό τήν παραπάνω τακτική διαπιστώνουμε ὅτι τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἀναπροσαρμοζόμενο καί ὅτι ἡ προσθήκη καινούργιων ἀναθεμάτων ἦταν καί εἶναι συνήθης τακτική τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά κατηγοροῦν κάποιοι τούς ἁγίους Πατέρες ὅτι δῆθεν εἶναι πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί δέν κάνουν ὑπακοή, διότι προσέθεσαν νέα ἀναθέματα. Ἄλλωστε, τό ἴδιο τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναφέρει σέ ἕνα σημεῖο του˙«ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα»[15], ἀνάθεμα σέ ὅλους τούς αἱρετικούς, καί στούς παλαιούς καί τούς νέους, τούς συγχρόνους, σʼ αὐτούς πού ὑπῆρξαν, ὑπάρχουν καί θά ὑπάρξουν μέχρι συντελείας αἰώνων. Ἡ ἀνωτέρω τακτική δέν ἀποτελεῖ οὔτε πρωτοτυπία, οὔτε καινοτομία, οὔτε πρόταξη ὑπεράνω Συνόδων καί Ἐκκλησίας, ἀλλά ἁπλῶς ταπεινή ἀκολουθία τῆς συνήθους ἐκκλησιαστικῆς τακτικῆς, καί τήρηση τῆς τάξεως τοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου τοῦ Τριωδίου, ἡ ὁποία καί βεβαίως ἰσχύει μέχρι καί σήμερα. Ὁ ποιμαντικός σκοπός καί στόχος τῆς ἐκφωνήσεως τῶν ἀναθεμάτων εἶναι διφυής, διττός : Ἀπό τή μιά ἡ μετάνοια τῶν ἀναθεματισμένων, καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ προφύλαξη τοῦ ποιμνίου ἀπό τίς αἱρέσεις, παλαιές καί νέες, οἱ ὁποῖες στεροῦν τήν σωτηρία ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἔτσι, δέν πρέπει νά σπεύσουν νά ἐκτοξεύσουν μομφές καί κατηγορίες οἱ Οἰκουμενιστές, πού, μέ τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ καί κατά τό ἀνθρώπινο δυνατό, ἐπιδεικνύεται ἐπαγρύπνηση καί ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον γιά τό ποίμνιο καί δέν ἀφήνονται οἱ λύκοι νά καταφᾶνε καί νά κατασπαράξουν τά πρόβατα. Ἀντιθέτως, οἱ Οἰκουμενιστές πρέπει νά κατηγοροῦνται, ἐπειδή ἀφήνουν τά πρόβατα νά γίνονται βορά στά στόματα τῶν λύκων τῶν βαρέων[16], τῶν ποικίλων αἱρετικῶν. Ἡ ποιμαντική καί παιδαγωγική ὀρθότητα τῶν μέτρων τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται καί ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι οἱ Οἰκουμενιστές δέν ἀντέχουν τήν δύναμη τῶν ἀναθεμάτων, δέν ἀντέχουν, ἐλεγχόμενοι, τήν ἀντιαιρετική καί ἐπικριτική διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, δέν ἀντέχουν κἄν τήν ἔννοια τῆς αἱρέσεως. Γι'αὐτό κατήργησαν τήν ἀνάγνωση τῶν ἀναθεμάτων συνοδικῶς ἀπό τό 2005. Γι'αὐτό παραμερίζουν μέ τήν μεταπατερική, νεοπατερική, συναφειακή καί μετακανονική αἵρεση τούς Ἁγίους Πατέρες, πού καταγγέλλουν ὀνομαστικά καί ἀποκαλύπτουν τούς αἱρετικούς. Γι'αὐτό κατήργησαν τήν ἔννοια τῆς αἱρέσεως, δεχόμενοι ὡς «ἰσότιμες, ἰσάξιες καί ἀδελφές ἐκκλησίες» τίς σύγχρονες μεγάλες αἱρετικές παρασυναγωγές τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἀλλά καί τήν παλαιά, ἀρχαία αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ[17]. Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα, Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἕνα κείμενο, τό ὁποῖο διατυπώνει καί ἐκφράζει τήν καθολική πίστη καί τό δόγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Περιέχει δηλ. τήν διδαχή της γιά τό ἴδιο τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς της. Τό δόγμα διασώζει τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πληροφορεῖ τόν κόσμο γι'αὐτή τή ζωή, ἐνῶ παράλληλα καταγράφει καί τήν ἱστορική μαρτυρία καί συνείδηση αὐτῆς τῆς ζωῆς. Γιʼαὐτό καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ἐνέταξε τό Συνοδικό στήν λατρεία της σήμερα, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὥστε νά διαβάζεται σέ στάση προσοχῆς καί προσευχῆς ὡς ἱερό δογματικό κείμενο. Ἀμήν. Ἔτη πολλά καί εὔδρομος ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή!
Ἡ χαρά ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων δικαιολογεῖται, ἐπίσης, καί ἀπό τό γεγονός ὅτι σήμερα ἐπιβεβαιώνεται τό γεγονός ὅτι τό ψεῦδος δέν ἐπεκράτησε καί δέν πρόκειται νά κυριαρχήσει ὁριστικά ἐπί τῆς ἀληθείας τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ἔστω καί ἄν ταλαιπώρησε καί ταλαιπωρεῖ ἀκόμη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπί μακρό χρονικό διάστημα, ὅπως συνέβη παλαιά, τόν 8ο καί 9ο αἰώ., μέ τήν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, καί ὅπως συμβαίνει καί σήμερα, τόν 20ο καί 21ο αἰώ., μέ τήν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαχριστιανικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἡ φαιδρότης τῶν ἀληθεστάτων δογμάτων τῆς πίστεως πάντοτε φανερώνεται, μέ συνέπεια ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νά ἀστράπτει καί νά λάμπει μέσα στό φῶς τῆς Ἀληθείας. Ὁ σκοπός τῆς καθιερώσεως τῆς ἑορτῆς τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τούς τότε ὁμολογητές ἐπισκόπους καί μοναχούς, ὅπως μᾶς λέει τό Συναξάρι τῆς ἑορτῆς[1], ἦταν τό νά ἀνακηρυχθοῦν ὀνομαστικά καί νά ἐπαινεθοῦν οἱ εὐσεβεῖς καί ὀρθόδοξοι, ἐνῶ ἀντιθέτως οἱ ἀσεβεῖς καί κακόδοξοι νά κατακριθοῦν καί νά ἀναθεματιστοῦν ὀνομαστικά, ὄχι βεβαίως ἀπό κακία, ἐμπάθεια καί μῖσος ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά ἀπό παιδαγωγική καί ποιμαντική φροντίδα καί ἀγάπη, ὥστε οἱ μέν αἱρετικοί, ἐλεγχόμενοι, νά μετανοήσουν καί νά ἀποκηρύξουν τήν πλάνη τους, νά προφυλαχθοῦν δέ κυρίως οἱ ὑπόλοιποι πιστοί ἀπό τό νά ἀκολουθήσουν τήν πλάνη. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας εἶχαν πραγματική καί εἰλικρινῆ ἀγάπη, καί ὄχι τήν ψευδοειρήνη καί τήν ψευδοαγάπη τῶν οἰκουμενιστῶν, πού ἐνοχλοῦνται ἀπό τά ἀναθέματα καί παρουσιάζονται ἔτσι δῆθεν «καλύτεροι» ἀπό τους Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀπό ἀγάπη ἐλέγχουν καί παιδαγωγοῦν[2]. Αὐτήν τήν ἀνακήρυξη καί τόν ἔπαινο τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων ἀπό τή μιά, καί τήν κατάκριση μαζί μέ τόν ἀναθεματισμό τῶν ἀσεβῶν, τῶν κακοδόξων καί τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν ἄλλη, τόν βλέπουμε πολύ παραστατικά στό ἐξαίσιο κείμενο ὁμολογίας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πού λέγεται τό «Συνοδικόν τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Ζ΄ Συνόδου ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀποσπάσματα τοῦ ὁποίου διαβάζονται κατά τή διάρκεια τῆς λιτανεύσεως τῶν ἁγίων καί ἱερῶν εἰκόνων, σήμερα, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Τί εἶναι, ὅμως, τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας; Λέγοντας Συνοδικό[3] ἐννοοῦμε τήν ἀπόφαση μιᾶς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί κυρίως Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στήν ὁποία περιλαμβάνονται, ἐκτός ἀπό τούς κανόνες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καί οἱ θεολογικές ἀλήθειες, πού καθορίζουν τά ὅρια τῆς πίστεως, τά δόγματα δηλ. τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καί καταδικάζουν τίς αἱρέσεις, τόσο ὡς πρός τή στρεβλή διδασκαλία τους, ὅσο καί ὡς πρός τά ὀνόματα τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι συνταράσσουν τήν Ἐκκλησία μέ τήν παρανόηση καί διαστρέβλωση τοῦ περιεχομένου τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ἀλλά καί γενικότερα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας περιέχεται στό λειτουργικό βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ὀνομάζεται Τριώδιο[4]. Στό κυριότερο μέρος του περιλαμβάνει τίς ἀποφάσεις τῆς ἐνδημούσης ἐν Κων/λει Συνόδου τοῦ 843, ἡ ὁποία ἀναστήλωσε τίς ἱερές εἰκόνες καί στηρίχθηκε στήν Ζ΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενική Σύνοδο τοῦ 787. Περιέχει, ἐπίσης, καί ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Συνόδων, μετά τήν Σύνοδο τοῦ 843, κατά πασῶν ἐν γένει τῶν αἱρέσεων, ἀλλά ἰδιαίτερα κατά τῆς εἰκονομαχίας[5]. Πιθανός συντάκτης τῆς ἀρχικῆς μορφῆς του εἶναι ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος. Πρώτη φορά ἀναγνώσθηκε κατά τήν παννυχίδα καί τήν ὁριστική ἀναστήλωση, τιμητική προσκύνηση καί λιτάνευση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀπό τήν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, γεγονός πού συνέπεσε τότε μέ τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν (11-3-843), ἡ ὁποία γιʼαὐτό ὀνομάσθηκε Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας[6]. Οἱ μετέπειτα συμπληρώσεις καί προσθῆκες στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχουν γίνει σέ διάφορα στάδια τῆς ἱστορίας, σύμφωνα μέ τήν πορεία τοῦ ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες παρουσιάστηκαν μετά τήν εἰκονομαχία μέχρι καί τό κίνημα τοῦ Ἡσυχασμοῦ στά τέλη τοῦ 14ου αἰώ. Στό Προοίμιο τοῦ Συνοδικοῦ γίνεται λόγος γιά χειμώνα, ὁ ὁποῖος ἐνέσκηψε στήν Ἐκκλησία, μέ τόν ὁποῖο ἐννοεῖται σαφῶς ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, ἡ ὁποία ἀναφέρεται καί ὡς «κάκωσις». Ἐπιπλέον, ἀναφέρονται τά ὀνόματα μεγάλων Πατριαρχῶν, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν πρόμαχοι τῆς ἀληθείας καί στή συνέχεια διακηρύττεται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ἡ ἁγιότητά τους: «Γερμανοῦ, Ταρασίου, Νικηφόρου, Μεθοδίου…, Ἰγνατίου, Φωτίου, Στεφάνου, Ἀντωνίου καί Νικολάου». Παράλληλα, ἀναφέρονται καί ὀνόματα ἄλλων ἀρχιερέων, ἱερομονάχων καί μοναχῶν, ὅπως τῶν ὁσίων Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καί Συμεών τοῦ Στυλίτου, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίσθηκαν ὅλοι μαζί καί ἀναδείχθηκαν ὁμολογητές τῆς Πίστεως, συντελώντας στό νά συγκληθεῖ ἡ Ζ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπό τήν αὐτοκράτειρα Εἰρήνη, ἡ ὁποία μνημονεύεται στό τέλος τοῦ Συνοδικοῦ μαζί μέ ὅλους τούς ὀρθοδόξους Βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι ὑπερμάχησαν για τήν τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὅπου παρέχεται μάλιστα ἡ πληροφορία ὅτι ἔλαβε καί τό μοναχικό σχῆμα. Ἰδιαιτέρως μνημονεύονται στό Συνοδικό οἱ βασιλεῖς ἐκεῖνοι, ὅπως καί οἱ Ἐπίσκοποι, πού συνετέλεσαν στήν ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο κατά τήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ἀλλά καί κατά τήν περίοδο τῶν λεγομένων Ἡσυχαστικῶν ἐρίδων, μεταξύ τῶν ὁποίων πρωτεύουσα θέση κατέχει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος Θεσ/κης, ὁ θεατής τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί κήρυξ τῆς ἀκτίστου Θείας Χάριτος. Στό Συνοδικό περιέχονται καί ὀνόματα διαφόρων αἱρεσιαρχῶν, πού εἶχαν προηγηθεῖ τῆς εἰκονομαχίας, καί ὅλων τῶν ἄλλων μεταγενεστέρων αἱρέσεων : «Ἀρείῳ τῷ πρώτῳ θεομάχῳ καί ἀρχηγῷ τῶν αἱρέσεων…, Νεστορίῳ τῷ θεηλάτῳ…, Διοσκόρῳ Πατριάρχῃ Ἀλεξανδρείας καί Σεβήρῳ τῷ δυσσεβεῖ…, ὅλοις τοῖς Εὐτυχιανισταῖς καί Μονοθελίταις καί Ἰακωβίταις καί Ἀρτζιβουρίταις καί ἁπλῶς πᾶσιν αἱρετικοῖς, Ἀνάθεμα». Αὐτή ἡ ἀναφορά ὅλων τῶν ἀνωτέρω ὀνομάτων, ὅπως καί τῶν αἱρέσων, πού φαινομενικά δέν ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν εἰκονομαχία, δέν γίνεται τυχαῖα. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετωπίζεται συνολικά καί ὄχι ἀποσπασματικά. Κάθε νέα αἵρεση ἀποτελεῖ στήν πραγματικότητα μία διαφορετική ἔκφραση καί ἔκφανση τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς αἱρέσεως καί λανθασμένης διδασκαλίας, δηλ. τῆς μή ὀρθῆς κατανοήσεως τοῦ γεγονότος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς πείθει ὅτι ὅλες οἱ αἱρέσεις ἔχουν ὡς ἀρχή τους τήν αἵρεση τῆς ἀρνήσεως τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελοῦν συνέπειά της. Γιʼ αὐτό τό Συνοδικό ὁριοθετεῖ μέ σαφήνεια τήν Ἀλήθεια ἀπό τό ψεῦδος, τήν Πίστη ἀπό τήν ἀπιστία καί τήν Θεολογία ἀπό τήν ἀνθρώπινη φιλοσοφία. Ὡς πρός τήν θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τό Συνοδικό διακηρύσσει ὅτι ἡ τιμή τους ἀποτελεῖ συνέχεια καί συνέπεια τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τιμή στό ἴδιο τό γεγονός τῆς ἐνσαρκώσεως. Ἀντίθετα, ἡ ἄρνηση τιμῆς στίς ἱερές εἰκόνες συνεπάγεται στήν πραγματικότητα ἄρνηση τῆς σωτηρίας. Τό Συνοδικό, ὅμως, ἐνῶ ἀφορμᾶται ἀπό τήν ὑπεράσπιση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, προχωρᾶ καί στήν ἐπαναδιατύπωση τῆς θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας περί τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος, περί τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στόν Χριστό, περί τῆς Θείας Εὐχαριστίας, περί τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, περί τῆς Θείας Λατρείας γενικότερα καί περί τῆς Ἀναστάσεως, τά ὁποῖα προσπάθησαν νά στρεβλώσουν οἱ διάφοροι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι καί κατονομάζονται. Τέλος, διατυπώνει μέ σαφήνεια στά «κατά Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου κεφάλαια» τήν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας περί τῶν ἀκτίστων Θείων ἐνεργειῶν, στίς ὁποῖες μετέχει ὁ ἄνθρωπος καί τίς ὁποῖες διακρίνει ἀπό τήν ἄκτιστη Θεία οὐσία, τήν ὁποία ὀνομάζει καί θεωρεῖ «ἄληπτον καί ἀμέθεκτον», ἐνῶ κάνει λόγο καί γιά τό Θεῖο Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, ὀνομάζοντάς το «ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν, ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν». Τά μηνύματα τοῦ Συνοδικοῦ ἐκφέρονται μέ ἀναφωνήσεις τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ, ὅπως εἶναι οἱ μακαρισμοί τῶν εὐσεβῶν Βασιλέων, Πατριαρχῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν ὀνομαστικά, μέ τήν ἀναφώνηση «αἰωνία ἡ μνήμη», ἀλλά καί ὁ ἀναθεματισμός τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος αἱρετικῶν, μέ τήν ἀναφώνηση «ἀνάθεμα». Τί εἶναι, ὅμως, τό ἀνάθεμα; Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ὅτι ἀνάθεμα λέγεται ἐκεῖνο, πού χωρίζεται ἀπό τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν, καί ἀφιερώνεται στόν διάβολο. Κανένας δέν τολμᾶ νά συναναστραφεῖ καί νά συγκοινωνήσει μέ ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο, πού ἔχει χωρισθεῖ ἀπό τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία καί ἔχει γίνει ἀνάθεμα στόν διάβολο, ἀλλά ὅλοι οἱ πιστοί χωρίζονται ἀπʼαὐτόν[7]. Τό ἀνάθεμα παντελῶς χωρίζει καί ἀποκόπτει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Χριστό. Ὁ ἅγιος Ταράσιος, Πατριάρχης Κων/λεως, στόν ἀπολογητικό τῆς Ζ΄ ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρει : «Δεινόν εἶναι τό ἀνάθεμα, ἐπειδή μακράν τοῦ Θεοῦ ποιεῖ τόν ἄνθρωπον καί ἀπό τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἐκδιώκει καί πέμπει αὐτόν εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον»[8]. Ὁ Ἀπ. Παῦλος λέει: «εἴ τις οὐ φιλεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα»[9]. Ὅλοι ὅσοι πολιτεύονται ἔξω ἀπό τήν ἀποστολική διδασκαλία καί παράδοση τοῦ θείου Παύλου, ἡ ὁποία βεβαίως εἶναι ἡ διδασκαλία καί ἡ παράδοση τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀγαποῦν ἐν ἀληθείᾳ τόν Κύριο. Ὅσοι δέν ἀγαποῦν ἐν ἀληθείᾳ τόν Κύριο, αὐτοί εἶναι ἀνάθεμα, δηλ. χωρισμένοι ἀπό τόν Κύριο[10]. Ὁ ὅρος ἀνάθεμα ἀναφέρεται ἀπό τόν Ἀπ. Παῦλο καί στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή ἐναντίον ἐκείνων, πού εὐαγγελίζονται ἔξω ἀπό τά παραδεδομένα : «ἀλλά καί ἄν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρʼὅ εὐαγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω»[11]. Τά ἀναθέματα στήν Ἐκκλησία δέν ἀποτελοῦν ἐκφράσεις ὀργῆς ἤ κατάρας ἤ ὕβρεως, ἀλλά πανηγυρικές διακηρύξεις ὅτι οἱ ἀναθεματισμένοι δέν ἀνήκουν στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ καλεῖται νά ἐπιτείνει τήν προσοχή του σ᾽ αὐτό καί νά μή συμφύρεται μέ τούς ἀναθεματιζομένους, γιά νά μή ἀπολέσει τήν ὑγιαίνουσα διδασκαλία, χωρίς τήν ὁποία δέν ὑφίσταται σωτηρία. Ἑπομένως, τά ἀναθέματα ἀποτελοῦν, εἰδικότερα στήν σημερινή ἐποχή τῆς ὁμογενοποιήσεως καί τοῦ συγκρητισμοῦ, ἔξοχο ἀμυντικό μηχανισμό καί παιδαγωγικό τρόπο γιά τήν διασφάλιση τῆς Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας καί ἀληθείας…»[12]. Τά ἀναθέματα ἀποτελοῦν ποιμαντικό μέτρο ἀγάπης καί διασφάλιση τῆς Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας καί ἀληθείας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅταν στίς Συνόδους ἀναθεμάτιζαν τούς αἱρετικούς, δέν τό ἔκαμαν ἀπό μῖσος πρός αὐτούς, ἀλλά μέ πόνο ψυχῆς ἀπέκοπταν αὐτούς, «ὡς ἀνιάτως νοσήσαντας», ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκριβῶς ὁ χειροῦργος ἀποκόπτει τό σεσηπός καί νεκρό μέλος τοῦ σώματος, γιά νά μή μεταδοθεῖ ἡ σήψη καί στό ὑπόλοιπο σῶμα. Ἑπομένως, ἀνάθεμα ἔχουμε κυρίως ὅταν ὑπάρχει αἵρεση. Ὁ ἀναθεματισμός εἶναι ὁ ἀποχωρισμός, ἡ ἀποκοπή μέ δυσμενεῖς ἐκφράσεις ἀπό τό κοινό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ἡ αἵρεση εἶναι ἡ διάσπαση αὐτῆς τῆς Θεανθρωπίνης κοινωνίας μέσα στό κοινό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί γιʼαὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο καταδικάζεται καί ἀναθεματίζεται ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Πολλές φορές, ὅταν λέγονται αὐτά τά πράγματα, ἀλλά καί ὅταν διαβάζονται – ἄν διαβάζονται – τά ἀναθέματα τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ πιό αὐθόρμητοι σοκάρονται καί λένε : «Ἔ, τώρα, ποῦ ζοῦμε; Στόν Μεσαίωνα; Μιλᾶμε γιά ἀναθεματισμούς καί ἀφορισμούς; Αὐτά δέν εἶναι πράγματα, πού ἁρμόζουν στήν Ἐκκλησία». Δυστυχῶς, αὐτή ἡ νοοτροπία ἔχει ἐπηρεάσει πολλούς. Νομίζουν δηλ. ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι συνεχῶς καί μόνο ἀγάπη. Αὐτοί, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄγευστοι. Δέν ἔχουν καταλάβει τί εἶναι Ὀρθοδοξία καί δέν ἔχουν κατανοήσει ὅτι αὐτό τό Σῶμα εἶναι ἀγαπητικό. Ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία «ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν»[13], τότε ἡ ἔλλειψη ἀγάπης σημαίνει τήν ἀποστασιοποίηση. Γιατί, ὅταν κάποιος ἀγαπᾶ πολύ κάτι, ἔρχεται σέ ἀγαπητική σχέση μʼαὐτό. Ὅταν, ὅμως, ἀποστασιοποιεῖται, ὄχι μόνο περιστασιακῶς, ἀλλά καί θεσμικῶς, τότε ἡ Ἐκκλησία τοῦ βεβαιώνει, μʼἕνα θεσμικό τρόπο, αὐτό, πού ἔχει πάθει. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ὅταν λέει σέ κάποιον «ἀνάθεμα», οὐσιαστικά τοῦ πιστοποιεῖ, τοῦ δίνει τήν ληξιαρχική πράξη, τήν πιστοποίηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, πού ἔχει ὑποστεῖ. Αὐτό, ὅμως, σήμερα δέν γίνεται κατανοητό, ἐπειδή δέν βιώνεται καί ἐπειδή δέν ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση τῆς καθαρότητος, τήν ὁποία οἱ πολλοί ὑστεροῦνται. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά ζωντανή πραγματικότητα. Ὅταν ὁ πιστός ἔχει καθαρότητα, τότε ἔχει σχέση μέ τήν Ἐκκλησία, νιώθει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐκφράζει. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐλλείψεως βιωματικῆς ἐμπειρίας φθάνουμε σήμερα στό σημεῖο νά λέγεται ὅτι «τά ἀναθέματα καί οἱ ἀφορισμοί δέν ἰσχύουν σήμερα. Θά τʼἀλλάξουμε. Ζοῦμε σέ ἄλλη ἐποχή». Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, παραμένει πάντα ὁ ἴδιος. Ὁ Χριστός μία φορά ἐκπλήρωσε τό μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριο γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν. «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»[14]. Γίνεται, λοιπόν, ἀντιληπτό ὅτι, ὅταν παραβιάζεται ἡ ἀγαπητική σχέση, τότε ὑπάρχει ὁ ἀφορισμός, μέ τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἐπικυρώνει τήν προϋπάρχουσα κατάσταση. Ὅλʼ αὐτά, τά ὁποῖα σήμερα ἠχοῦν φονταμενταλιστικά, γιά τούς πιστούς μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι σημεῖα, τά ὁποῖα συμπυκνώνουν τήν ἀγάπη, ὁριοθετοῦν καί σημειώνουν ὅτι ἡ ἀγαπητική σχέση μέσα στά πλαίσια τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι κάτι τό δευτερεῦον ἤ τό τριτεῦον, ἀλλά εἶναι τό οὐσιῶδες συστατικό της. Αὐτά τά πράγματα τά ἐξέφρασε ἡ Ἐκκλησία μέ τόν ἴδιο δυναμισμό, ὅταν θέλησε νά ἐκφράσει τήν ἀκοινωνησία, μέ τήν ὁποία δίνει τήν ληξιαρχική πράξη ὅτι κάποιος ἔχει πεθάνει ἀπό πλευρᾶς ἀγαπητικῆς. Αὐτό τό Σῶμα, μέσα στό ὁποῖο ἀνήκουμε εἶναι μυστηριακό μέν, ἀγαπητικό δέ. Ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀγαπητική σχέση καί αὐτός ὁ ἀγαπητικός πόθος, πού νά ἐκφράζεται καί στήν πράξη, τότε διαψεύδεται. Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅταν γράφτηκε γιά πρώτη φορά τό 843 ἀπό τούς ἁγίους πατέρες τῆς Ζ΄ ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μετά τό τέλος τῆς δευτέρας φάσεως τῆς εἰκονομαχίας, περιελάμβανε ἀναθέματα γιά ὅλους τούς αἱρετικούς, ἀπό τόν Ἄρειο μέχρι καί τούς εἰκονομάχους. Ἀπό τόν 9ο αἰώ. κι ἔπειτα, ἐπειδή ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους κι ἄλλες αἱρέσεις, ἰδίως ἡ αἱρετική παρασυναγωγή τοῦ Παπισμοῦ, ἡ Ἐκκλησία ἀπεφάσισε τόν 14ο αἰώ. νά ἐμπλουτίσει τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας μέ νέα ἀναθέματα, ὁπότε προστέθηκαν τά «Κεφάλαια κατά Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου», μέ τά ὁποῖα ἀναθεματίζεται, στά πρόσωπα τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ καί τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου, ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ. Ἀπό τήν παραπάνω τακτική διαπιστώνουμε ὅτι τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἀναπροσαρμοζόμενο καί ὅτι ἡ προσθήκη καινούργιων ἀναθεμάτων ἦταν καί εἶναι συνήθης τακτική τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά κατηγοροῦν κάποιοι τούς ἁγίους Πατέρες ὅτι δῆθεν εἶναι πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί δέν κάνουν ὑπακοή, διότι προσέθεσαν νέα ἀναθέματα. Ἄλλωστε, τό ἴδιο τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναφέρει σέ ἕνα σημεῖο του˙«ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα»[15], ἀνάθεμα σέ ὅλους τούς αἱρετικούς, καί στούς παλαιούς καί τούς νέους, τούς συγχρόνους, σʼ αὐτούς πού ὑπῆρξαν, ὑπάρχουν καί θά ὑπάρξουν μέχρι συντελείας αἰώνων. Ἡ ἀνωτέρω τακτική δέν ἀποτελεῖ οὔτε πρωτοτυπία, οὔτε καινοτομία, οὔτε πρόταξη ὑπεράνω Συνόδων καί Ἐκκλησίας, ἀλλά ἁπλῶς ταπεινή ἀκολουθία τῆς συνήθους ἐκκλησιαστικῆς τακτικῆς, καί τήρηση τῆς τάξεως τοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου τοῦ Τριωδίου, ἡ ὁποία καί βεβαίως ἰσχύει μέχρι καί σήμερα. Ὁ ποιμαντικός σκοπός καί στόχος τῆς ἐκφωνήσεως τῶν ἀναθεμάτων εἶναι διφυής, διττός : Ἀπό τή μιά ἡ μετάνοια τῶν ἀναθεματισμένων, καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ προφύλαξη τοῦ ποιμνίου ἀπό τίς αἱρέσεις, παλαιές καί νέες, οἱ ὁποῖες στεροῦν τήν σωτηρία ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἔτσι, δέν πρέπει νά σπεύσουν νά ἐκτοξεύσουν μομφές καί κατηγορίες οἱ Οἰκουμενιστές, πού, μέ τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ καί κατά τό ἀνθρώπινο δυνατό, ἐπιδεικνύεται ἐπαγρύπνηση καί ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον γιά τό ποίμνιο καί δέν ἀφήνονται οἱ λύκοι νά καταφᾶνε καί νά κατασπαράξουν τά πρόβατα. Ἀντιθέτως, οἱ Οἰκουμενιστές πρέπει νά κατηγοροῦνται, ἐπειδή ἀφήνουν τά πρόβατα νά γίνονται βορά στά στόματα τῶν λύκων τῶν βαρέων[16], τῶν ποικίλων αἱρετικῶν. Ἡ ποιμαντική καί παιδαγωγική ὀρθότητα τῶν μέτρων τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται καί ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι οἱ Οἰκουμενιστές δέν ἀντέχουν τήν δύναμη τῶν ἀναθεμάτων, δέν ἀντέχουν, ἐλεγχόμενοι, τήν ἀντιαιρετική καί ἐπικριτική διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, δέν ἀντέχουν κἄν τήν ἔννοια τῆς αἱρέσεως. Γι'αὐτό κατήργησαν τήν ἀνάγνωση τῶν ἀναθεμάτων συνοδικῶς ἀπό τό 2005. Γι'αὐτό παραμερίζουν μέ τήν μεταπατερική, νεοπατερική, συναφειακή καί μετακανονική αἵρεση τούς Ἁγίους Πατέρες, πού καταγγέλλουν ὀνομαστικά καί ἀποκαλύπτουν τούς αἱρετικούς. Γι'αὐτό κατήργησαν τήν ἔννοια τῆς αἱρέσεως, δεχόμενοι ὡς «ἰσότιμες, ἰσάξιες καί ἀδελφές ἐκκλησίες» τίς σύγχρονες μεγάλες αἱρετικές παρασυναγωγές τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἀλλά καί τήν παλαιά, ἀρχαία αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ[17]. Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα, Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἕνα κείμενο, τό ὁποῖο διατυπώνει καί ἐκφράζει τήν καθολική πίστη καί τό δόγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Περιέχει δηλ. τήν διδαχή της γιά τό ἴδιο τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς της. Τό δόγμα διασώζει τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πληροφορεῖ τόν κόσμο γι'αὐτή τή ζωή, ἐνῶ παράλληλα καταγράφει καί τήν ἱστορική μαρτυρία καί συνείδηση αὐτῆς τῆς ζωῆς. Γιʼαὐτό καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ἐνέταξε τό Συνοδικό στήν λατρεία της σήμερα, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὥστε νά διαβάζεται σέ στάση προσοχῆς καί προσευχῆς ὡς ἱερό δογματικό κείμενο. Ἀμήν. Ἔτη πολλά καί εὔδρομος ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή!
Μετά πατρικῶν εὐχῶν
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ + ὁ Πειραιῶς Σεραφείμ
Σημειώσεις:
[1] Τριώδιον, ἐκδ. «Φῶς Χ.Ε.Ε.Ν.», Ἀθήνα 2010, σ. 618.
[2] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Στόν Πειραιά γιορτάσθηκε
αὐθεντικά ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας», Θεοδρομία ΙΔ1 (ἸανουάριοςΜάρτιος 2012)
3-4.
[3] Σχ. βλ. ΑΡΧΙΜ. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας,
Ὁμιλία στόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό στήν Φλώρινα τήν Κυριακή 9-3-2014 (Α΄ Νηστειῶν).
[4] Τριώδιον Κατανυκτικόν, ἐκδ. Φῶς ΧΕΕΝ, Ἀθήνα 2001, σσ.
618-635.
[5] Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Μτφρ. Η.Γ.ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ἐπιμέλεια-σχόλια
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΑΚΙΔΗΣ, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2006, σ. 11.
[6] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Πηγές Ἐκκλησιαστικῆς
Ἱστορίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 19982, σ. 118.
[7] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 396-398.
[8] Β΄ Τόμος Συνοδικῶν, σ. 724.
[9] Α΄ Κορ. 16, 22.
[10] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς
τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Α΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1989, σ. 697.
[11] Γαλ. 1, 8. Ἔνθ᾽ ἀνωτ., τ. Β΄, Θεσ/κη 1990, σσ.
248-249.
[12] Σχ. βλ. ἡμέτερον κείμενον μέ θέμα «Διευκρινήσεις γιά
τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας», 14-3-2012, http://www.impantokratoros.gr/64EFF01 C.el.aspx
[13] Ρωμ. 5, 5.
[14] Ἑβρ. 13, 8.
[15] Τριώδιον, ἐκδ. «Φῶς Χ.Ε.Ε.Ν.», Ἀθήνα 2010, σ. 628.
[16]
Πράξ. 20, 29.
[17]
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σ. 5.».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου