1. Το ερώτημα που αναδύεται την Μεγάλη Παρασκευή, εἶναι:
Γιατὶ ἔπαθε ὁ Θεάνθρωπος καὶ ἔφθασε μέχρι θανάτου, «θανάτου δὲ Σταυροῦ» —δηλαδὴ
σταυρικοῦ— ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «…Τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὅς διὰ
Πνεύ ματος Ἁγίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ἡμῶν
ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι». (Ἑβρ.
9,14). Τίποτε τὸ ἀκάθαρτο πνευ ματικὰ δὲν μπορεῖ νὰ πλησιάσει τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ».
Ἐν ταῖς λαπρότησι τῶν Ἁγίων Σου, πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος;… Καθάρισον,
Κύριε, τὸν ρύπον τῆς ψυχῆς μου καὶ σῶσόν με ὡς φιλάνθρωπος», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία
μας. Δὲν ὑπάρχει, ἐξ ἄλλου, κανεὶς καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτία, «ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ
βίος αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς» (Ἰώβ 14, 45). Αὐτὴ εἶναι ἡ συνείδηση ὅλων τῶν Ἁγίων
μας. Ὅλη ἡ ἁγιότητά μας δὲν εἶναι παρὰ «ράκος ἀποκαθημένης» (Ἡσ. 64, 6) ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ. Ὅλη ἡ ἀρετή μας δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαλείψει οὔτε μία ἁμαρτία μας. Τὸ ἐρώτημα
—ἀδυσώπητο, ὁπωσδήποτε— εἶναι: Τί μᾶς σώζει; Τί μᾶς καθαρίζει; Τὸ Αἷμα τοῦ
Χριστοῦ, ἀπαντᾶ ὁ Ἀπόστολος Παῦ λος. Οἱ προχριστιανικὲς θυσίες (Ἰουδαίων καὶ Ἐθνικῶν)
ὡς «τύπος» καὶ «σκιά» «τῶν μελλόντων ἀγαθῶν», προετοίμαζαν γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τῆς
μόνης ἀληθινῆς λυτρωτικῆς θυσίας». Ἀδύνατον γὰρ αἷμα ταύρων καὶ τράγων ἀφαιρεῖν
ἁμαρτίας» (Ἑβρ. 10, 4). Εἶχε μὲν καὶ τὸ αἷμα τῶν ζώων μιὰ σχετικὴ καθαρτικὴ
δύναμη, γι᾽ αὐτὸ καὶ «ἡγίαζε πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα». Τὴν δύναμη βέβαια
αὐτὴ δὲν τὴν εἶχε ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ ἐπεσήμανε ὁ Ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Αἱ μὲν θυσίαι οὐκ ἦσαν ἀρεσταὶ τῷ Θεῷ, οὐδὲ κατὰ γνώμην
γενόμεναι, ἀλλὰ κατὰ συγχώρησιν» (παραχώρησιν). Ὁ Θεὸς δεχόταν τὶς θυσίες ὡς
«προτύπωση» τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, «ὥστε ὁ διὰ τῶν θυσιῶν τυπούμενος Χριστός, ἐκεῖνος
ἦν ὁ προξενῶν καὶ παρέχων τὴν κάθαρσιν». Κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἐνεργοῦσε
ἀναδρομικὰ ἡ ἀπορρέουσα ἀπὸ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ Χάρη. Τὸ Αἷμα τοῦ
Χριστοῦ δὲν πραγματοιεῖ ἁπλῶς μία πρόσκαιρη σωματικὴ κάθαρση. Καθαρίζει τὴν ἴδια
τὴ συνείδηση, τὸν «ἔσω ἄνθρωπον», ἀπὸ κάθε νεκρὸ καὶ ἁμαρτωλὸ ἔργο. Διότι τὰ ἔργα
τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἐκεῖνα, ποὺ μολύνουν πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο
στὴν ἴδια του τὴ φύση, ἀπομακρύνοντάς τον ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κατεργαζόμενα τὸν
πνευματικὸ θάνατό του. Τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ γίνεται «λουτρὸν παλιγγενεσίας» ὅλης
τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος παρατηρεῖ, ὅτι ἀπὸ «τὸ Αἷμα
καὶ τὸ Ὕδωρ», ποὺ «ἐξῆλθαν» ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ σταυρωμένου Χριστοῦ,
«συνέστηκεν» ἡ Ἐκκλησία. «Γεννώμεθα μὲν διὰ τοῦ ὕδατος τοῦ βαπτίσματος,
τρεφόμεθα δὲ διὰ τοῦ Αἵματος» τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, ποὺ βιώνουν στὸν
πνευματοκρατικὸ ρεαλισμό τους οἱ Ἅγιοι, ψάλλει ὁ ὑμνογράφος τῶν Ἐγκωμίων» τοῦ Ἐπιταφίου:
«Ὥσπερ πελεκάν, τετρωμένος τὴν πλευράν Σου, Λόγε, τοὺς θανόντας παῖδας ἐζώωσας,
ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐ τοῖς κρουνούς»! Ὁ πελεκάνος εἶδε τὰ παιδιά του ἑτοιμοθάνατα
ἀπὸ τὸ δάγκωμα τοῦ δηλητηριώδους φιδιοῦ. Τότε, σχίζει μὲ τὸ ράμφος του τὴν
πλευρά του καὶ μὲ τὸ αἷμα του ποτίζει τὰ δηλητηριασμένα πουλιά. Τὸ αἷμα στὴν
περίπτωση αὐτὴ ἐνεργεῖ ὡς ἀντίδοτο στὸ δηλητήριο καὶ τὸ ἐξουδετερώνει. Κάτι ἀνάλογο
συμβαίνει —κατὰ τὸν φωτισμένο ὑμνογράφο— καὶ μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν
καθαρίζει μόνο τίς συνειδήσεις, ἀλλὰ καὶ ζωοποιεῖ τὴ πεπτωκυία φύση μας, ἐξουδετερώνοντας
τὸ δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας καὶ τὰ δήγματα τοῦ διαβόλου. Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ
Θεοφόρος († 107) ὀνομάζει τὴ Θεία Εὐχαριστία «φάρμακον ἀθανασίας καὶ ἀν τίδοτον
τοῦ μὴ ἀποθανεῖν». Εἶ ναι τὸ φάρμακο, ποὺ νικᾶ τὸν θάνατό μας καὶ μᾶς καθιστᾶ
«μετόχους ζωῆς αἰωνίου», τῆς ζωῆς τοῦ Νικητῆ τοῦ θανάτου, Χριστοῦ. Ὁ θάνατος τοῦ
Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀπάντησή μας στὸ περὶ θανάτου ἐρώτημα. Διότι ἀποκαλύπτει τὴ
σχέση τοῦ θανάτου μὲ τὴν ἁμαρτία. Ὁ θάνατος (κάθε εἶδος θανάτου) βασιλεύει ἐκεῖ,
ὅπου θριαμβεύει ἡ ἁμαρτία. Ὁ Χριστὸς ὅμως, ὡς μόνος ἀναμάρτητος (πρβλ. Α´ Πετρ.
2, 22) κατέρχεται στὸν Ἅδη χωρὶς νὰ καταποθεῖ ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ θανάτου. Ὁ Ἱερὸς
Χρυσόστομος, μὲ ἀφετηρία λόγους τοῦ προφήτου Ἡσαΐα, παρατηρεῖ στὸν ὑπέροχο
Κατηχητικό του Λόγο, ποὺ διαβάζεται στὸ τέλος τῆς ἀναστάσιμης Θείας
Λειτουργίας: «Ὁ Ἅδης, φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας Σοι κάτω· ἐπικράνθη, καὶ γὰρ
ἐνεπαίχθη»! Ὁ Χριστός, ὡς ἀναμάρτητος, ἐμπαίζει τὸ θάνατο, τὸν ἅδη, τὸν
διάβολο. Ἀφήνει ἐκεῖ τὴν δική μας ἁμαρτία, ἀλλὰ αὐτὸς γλυστρᾶ καὶ ξεφεύγει. Ἔτσι,
ἀναδεικνύεται ὁ μόνος, πού νικᾶ τὸν θάνατο καὶ τὸν συντρίβει. «Ποῦ σου, θάνατε,
τὸ κέντρον; Ποῦ σου ἅδη τὸ νῖκος; Ἀνέστη Χριστὸς καὶ πεπτώκασι δαίμονες»! Ὁ
Χριστὸς εἶναι ἡ ζωή, ἡ Ζωὴ ἐν τάφω, καὶ ἄνοιξε στοὺς νεκροὺς τὸν δρόμο πρὸς τὴ
ζωὴ ἐκείνη, ποὺ δὲν νικιέται ἀπὸ τὸν θάνατο. Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ νικᾶ τὸν
θάνατο («θανάτῳ θάνατον πατήσας») καὶ γι᾽ αὐτὸ κλείνει μέσα του τὸ σπέρμα τῆς ἀναστάσεως.
Εἶναι ὁ μόνος στὴν ἀν θρώπινη ἱστορία «ζωηφόρος» θάνατος, Θάνατος, δηλαδή, ποὺ ἐγκυμονεῖ
καὶ τίκτει ζωή. Κηδεύ οντας τὸν δι᾽ ἡμᾶς παθόντα καὶ ταφέντα Θεάνθρωπο Χριστό,
προσ β λέπουμε στὴ ζωή, ποὺ ἀνέτειλεν ἐκ τοῦ τάφου. Στὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ ζοῦμε
τὴν Ἀνάσταση, τὴ δική Του καὶ τὴ δική μας.
2. Γι᾽ αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ
ἀμετακίνητο θεμέλιο τῆς Χριστιανοσύνης, καὶ μάλιστα τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ὀνομάζεται
καὶ ἀπὸ μὴ Ὀρθοδόξους «Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως». Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως
καὶ κάθε ἀνάσταση, περνᾶ μέσα ἀπὸ τὸν θάνατο, μέσα ἀπὸ τὴν διὰ τοῦ θανάτου
νέκρωση τοῦ θανάτου. Λέγοντας, λοιπόν, «ἀνάσταση» ὀρθόδοξα, προϋποθέτουμε αὐτὴ
τὴ διαδικασία. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἡ κορύφωση αὐτῆς τῆς λυτρωτικῆς διαδικασίας. «Εἰ
Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν» (Α´ Κορ. 15, 17), λέγει ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος στοὺς Κορινθίους. Ὑπάρχει ὑπέρβαση τῆς ἁμαρτίας καὶ σωτηρία, διότι
«Χριστὸς ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (στ. 20). Ἡ ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὸ κλειδὶ ἑρμηνείας τῆς παγκοσμίου ἱστορίας, τὸ κριτήριο
κατανοήσεως τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου. Ἡ Ἀνάσταση δίνει νόημα σ᾽ ὅλη τὴν ὕπαρξη
τοῦ ἀνθρώπου, προσδιορίζοντας τὴν ἔννοια τῆς ὑπάρξεως. Ἐνῶ ἡ ἱστορία ὁδεύει εὐθύγραμμα
πρὸς ἕνα τέλος, ὁ ἄνθρωπος στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ἀποδεικνύεται χωρίς τέλος…
Διότι στὸ μεταίχμιο ἱστορίας καὶ μεταϊστορίας βρίσκεται ο Νικητής του θανάτου
και της φθορᾶς, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ποὺ ἀφθαρτίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ θανατώνει
κάθε θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὰ τὰ δύο, ἀφθαρτισμὸ καὶ θανάτωση τοῦ θανάτου,
πιστοποιοῦν τὰ ἄφθαρτα Ἱερὰ Λείψανα τῶν Ἁγίων μας (π.χ. Ἁγίου Σπυρίδωνος, Ἁγίου
Γερασίμου κ.λπ.), ποὺ νίκησαν τὴ διαδικασία τῆς φθορᾶς καὶ βεβαιώνουν τὴν ἀλήθεια
τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἡ Ἀνάσταση, συνεπῶς, τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ νίκη πάνω στὸ
θάνατο. «Θάνατος αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6, 9). Ὁ θάνατος
μπροστὰ στὸν Χριστὸ ἀποδυναμώνεται τελείως, χάνει την κυριαρχική του δύναμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου