Τοῦ κ. Παναγιώτου Σωτ. Γκιουλὲ
«Οὐκ ἐγκληθησόμεθα, ὦ οὗτοι, οὐκ ἐγκληθησόμεθα ἐν ἐξόδω ψυχῆς, διότι οὐ τεθαυματουργήκαμεν, οὐδ᾽ ὅτι οὐ τεθεολογήκαμεν, οὐδ᾽ ὅτι θεωρητικοὶ οὐ γεγόναμεν· ἀλλὰ λόγον πάντως δώσομεν τῷ Θεῷ, διότι ἀδιαλείπτως οὐ πεπενθήκαμεν» (Κλῖμαξ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, λόγος 7ος, στίχος 73ος).
Ὡς εὔηχον σάλπισμα, ἀδιαλείπτου ἡσυχαστικοῦ πένθους, ἀντηχοῦν στὶς ἀκοὲς τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν, οἱ ἀσκητικοησυχαστικοὶ αὐτοὶ λόγοι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ποὺ διασαλπίζουν διαχρονικὰ σ᾽ ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι κατὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς μας τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, δὲν θὰ κατηγορηθοῦμε ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ δὲν θαυματουργήσαμε ἢ γιατὶ δὲν γίναμε θεωρητικοί, οὔτε γιατὶ δὲν θεολογήσαμε· ἀλλ᾽ ὁπωσδήποτε ὅμως θὰ δώσουμε λόγο στὸν Θεό, γιατὶ ἀδιαλείπτως δὲν ἐπενθήσαμε σ᾽ ὁλόκληρη τὴν ζωὴ μας γιὰ τὸ ἀπύθμενο βάθος τῆς ἁμαρτωλότητὸς μας!… Γιατὶ εἶναι ἀλήθεια, πὼς κι ἄν ἀκόμη δὲν ἀξιωθήκαμε νὰ λάβουμε, «τὰ κρείττονα χαρίσματα» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α´ Κορινθ. ιβ´ 31), ἐν τούτοις, δὲν θὰ κατηγορηθοῦμε, κατὰ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τῆς Κλίμακος, ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ἔλλειψη αὐτὴ τῶν θαυματουργικῶν καὶ θεολογικῶν μας ἱκανοτήτων, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἔλλειψη ἐπιγνώσεως τοῦ συνεχοῦς καὶ ἀδιαλείπτου πένθους σ᾽ ὁλόκληρη τὴν ζωὴν μας…
Γιατὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἀσκητικοησυχαστικὴ
παράδοσι τῶν Ἁγίων Πατέρων, «τὰ κρείττονα χαρίσματα» προχέονται ἀπὸ τὸν ἄπειρον
πλοῦτον τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μόνο σ᾽ ἐκεῖνες τὶς ψυχές, ποὺ ἀγωνίζονται
ν᾽ ἀνέβουν στὶς ὑψηλότερες βαθμίδες τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος καὶ ζωῆς, «δι᾽
ἀσκήσεων καὶ πόνων», κατὰ τὴν ἀσκητικὴν ἔκφρασιν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Δαμασκηνοῦ, μὲ μετάνοια καὶ ἄσκηση. Μέ ματωμένους ἱδρῶτες, μυστικοὺς ἀναστεναγμοὺς
καὶ καυτὰ δάκρυα μετανοούσης καὶ κατενυγμένης καρδίας… Μὲ πόνους, μὲ κόπους καὶ
ἀγρυπνίες, μὲ καθαρτικὲς νηστεῖες καὶ ἀδιάλειπτες προσευχές, γιὰ νὰ φθάσουν στὸν
φωτισμὸ τοῦ νοῦ, στὴν καθαρότητα τῆς καρδίας ἐκ τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν. Γι᾽ αὐτὸ ἀγωνίζονται
ὡς ἀσκούμενοι, γρηγοροῦντες καὶ νήφοντες «ἐν πᾶσι», γιὰ νὰ καθαρίσουν τὸ
λογιστικὸ καὶ νὰ θεραπεύσουν τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς τους, κλαίοντες καὶ ὀλολύζοντες
γιὰ τὸ ἀβυσσαλέο καὶ ἀπύθμενο βάθος τῆς ἁμαρτωλότητός τους!… Γιατὶ γνωρίζουν ὅτι,
κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, «ἡ ἄσκησις μήτηρ τοῦ ἁγιασμοῦ ἐστιν ἐξ
οὗ γεννᾶται ἡ πρώτη γεῦσις τῆς αἰσθήσεως τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ… ψυχὴ
γὰρ μεμιασμένη οὐκ ἀνέρχεται εἰς καθαρὰν βασιλείαν, οὐδὲ
συνάπτεται τοῖς πνεύμασι τῶν Ἁγίων. Ξέσον τὸ κάλλος τῆς σωφροσύνης
σου ἐν δάκρυσι καὶ νηστείαις καὶ τῇ καθ᾽ ἑαυτὸν ἡσυχία…» (Ἰσαὰκ
τοῦ Σύρου «Τὰ εὑρεθέντα ἀσκητικά, λόγος ιστ´). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ
μυστηριακὴ ἡσυχία τῆς ἐρήμου εἶναι μητέρα τῆς ἀληθινῆς μετανοίας,
ποὺ γεννᾶ τὴν ἄσκηση καὶ τὸν ἁγιασμό, ποὺ ἔχει σὰν καρπὸ τὸν κλαθμό,
τὴν κατάνυξη, τὰ δάκρυα, τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ταπείνωση, ποὺ ὁδηγεῖ
στὴν προόραση καὶ τὴν τελείαν ἀγάπην!…
Γι᾽ αὐτὸ λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἠσαΐας ὅτι «Ἀδύνατον
οὖν σοι ἐλθεῖν τὴν διάκρισιν ἐὰν μὴ τὴν γεωργίαν αὐτῆς
ποιήσης (ἐὰν δὲν τὴν καλλιεργήσης)· πρῶτον τὴν ἡσυχίαν· ἡ ἡσυχία τὴν ἄσκησιν τίκτει
(=γεννᾶ)· ἡ ἄσκησις τίκτει τὸν κλαθμὸν (τὰ δάκρυα)· ὁ κλαθμὸς τίκτει τὸν φόβον
τοῦ Θεοῦ· ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ τίκτει τὴν ταπείνωσιν· ἡ ταπείνωσις τίκτει τὴν ἀγάπην·
ἡ ἀγάπη τὴν ψυχὴν ἄνοσον καὶ ἀπαθῆ» (Ἀποφθέγματα γερόντων).
Ὅλη αὐτὴ ἡ πατερικὴ ἀσκητικότης,
βρίσκει τὴν πιὸ γνήσια ἔκφρασή της, μέσα στὰ ἀσκητικοησυχαστικὰ πλαίσια τοῦ ἀνατολικοῦ
Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ, ὁ ὁποῖος βιώνει, τὸ ἀδιάλειπτο ἀσκητικοησυχαστικὸ πένθος ἐκζητήσεως
τοῦ Θείου ἐλέους, τὸ ὁποῖον, κατὰ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τῆς Κλίμακος, εἶναι ἡ
σκυθρωπότης τῆς ψυχῆς, ἡ διάθεσις τῆς πονεμένης καρδίας, ἡ ὁποία πάντοτε «ἐμμανῶς
ζητοῦσα» τὸ διψώμενο Θεῖον ἔλεος, κι ὅσον ἀποτυγχάνει νὰ ἀποκτήση
αὐτό, τόσο περισσότερο ἀγωνίζεται μὲ
πολλοὺς κόπους, καὶ τρέχει πίσω του, ὀδυρομένη γοερῶς!… Γι᾽ αὐτὸ ἔνδακρυς ὁ Ἅγιος
Ἰωάννης ἀναφωνεῖ: «Πένθος κατὰ Θεὸν ἐστί, σκυθρωπότης ψυχῆς, ἐνωδύνου καρδίας
διάθεσις, ἀεὶ τὸ διψώμενον (ἔλεος) ἐμμανῶς ζητοῦσα, καὶ τῇ τούτου ἀποτυχία ἐμπόνως
καταδιώκουσα, καὶ ὄπισθεν τούτου ὀδυνηρῶς ὀλολύζουσα…» (Ἰωάννου τῆς Κλίμακος,
λόγος 7ος, στίχος 1ος). Ἀλλ᾽ ἀκριβῶς ἐπειδὴ γνωρίζει ὁ Ἅγιος τὴν δυσκολία τῆς ἀποκτήσεως
ἀλλὰ καὶ τῆς διαφυλάξεως τοῦ μακαρίου χαροποιοῦ πένθους, γι᾽ αὐτὸ προτρέπει
κάθε πιστό, ὅταν ἀποκτήση τὸ μακάριο χαροποιὸν πένθος, νὰ προσπαθήση νὰ τὸ
κρατήση «πάση ἰσχύϊ», μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις, γιατί ἐκ φύσεως χάνεται πολὺ εὔκολα
ἀπὸ τοὺς θορύβους καὶ τὶς φροντίδες τοῦ σώματος καὶ τῶν ἀνέσεων καὶ «μάλιστα
πολυλογίας καὶ εὐτραπελίας, ὥσπερ κηρὸς ἀπὸ πυρὸς εὐχερῶς διαλυόμενον…» (στίχος
7ος). Ὁ ἀσφαλέστερος τρόπος διαφυλάξεως τοῦ χαροποιοῦ πένθους, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη
τῆς Κλίμακος, εἶναι τὸ δεύτερον βάπτισμα τῆς μετανοίας καὶ τῶν δακρύων, ποὺ ἀναβλύζουν
μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς μετανοούσης καρδίας, ἐκ τῆς εὐλογημένης κατανύξεως. Γιατί
«μείζων τοῦ βαπτίσματος, μετὰ τὸ βάπτισμα, ἡ τῶν δακρύων πηγὴ καθέστηκεν… κἀκεῖνο
μὲν νήπιοι λαμβάνοντες πάντες
ἐμολύναμεν· διὰ τοῦτο δὲ κἀκεῖνο ἀνακαθαίρομεν·
ὅ, εἰ μὴ ἐκ Θεοῦ φιλανθρώπως ἐδεδώρητο τοῖς ἀνθρώποις, σπάνιοι ὄντως καὶ
δυσεύρετοι οἱ σωζόμενοι». Γιατὶ οἱ στεναγμοὶ καὶ ἡ κατήφεια φωνάζουν δυνατὰ πρὸς
τὸν Κύριον. Τὰ δάκρυα ὅμως, ποὺ ἀναβλύζουν ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, μεσιτεύουν γιὰ
μᾶς. Τὰ δὲ δάκρυα, ποὺ ἀναβλύζουν μέσα ἀπὸ τὴν παναγία ἀγάπη τῆς ψυχῆς μας,
φανερώνουν ὅτι ἔγινε δεκτὴ ἡ ἱκεσία μας πρὸς τὸν Θεὸν (στίχοι η´ καὶ θ´). Γι᾽ αὐτὸ
τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, ποὺ ἀναβλύζουν μέσα ἀπὸ τὴν παναγία ἀγάπη τῆς ψυχῆς
μας, μᾶς φέρνουν τὴν μακαρία χαρμολύπη, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐλογημένη
κατάνυξη. Καὶ γι᾽ αὐτὸ προτρέπει κάθε μοναχό, ποὺ ἀπέκτησε τὴν ὁσία χαρμολύπη τῆς
κανανύξεως, νὰ μὴ παύση νὰ τὴν καλλιεργῆ ἀκατάπαυστα, μέχρις ὅτου τὸν ἀνυψώση ἀπὸ
τὰ γήϊνα καὶ τὸν παρουσιάση καθαρὸν ἐνώπιον τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ (στίχος
11). Γιατί, ὅπως στὴν κτίση, ἄλλα κτίσματα εἶναι αὐτοκίνητα καὶ ἄλλα ἑτεροκίνητα,
ἔτσι καὶ ἡ ὁσιακὴ κατάνυξη εἶναι αὐτοκίνητη καὶ ἑτεροκίνητη. Γιατὶ «ὅταν ἡ
ψυχή, καὶ ἡμῶν μὴ σπευσάντων μηδὲ ἐπιτηδευσάντων, δακρυώδης καὶ κάθυγρος καὶ ἠπία
γένηται, δράμωμεν· ὁ γὰρ Κύριος ἀκλήτως ἐλήλυθε, σπόγγον ἡμῖν διδοὺς λύπης
θεοφιλοῦς, καὶ ὕδωρ ἀναψύξεως δακρύων θεοσεβῶν, πρὸς τὴν ἐξάλειψιν τῶν τῷ χάρτῃ
πταισμάτων (τὸ χειρόγραφον τῶν ἁμαρτιῶν). Φύλαξον ταύτην ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, ἄχρις
οὗ ὑποχωρήση…» (στίχος κζ´). Γι᾽ αὐτὸ λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
ὅτι, «μακάριος εἶναι ὁ μοναχὸς
ἐκεῖνος, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντικρύζη μὲ τὰ
μάτια τῆς ψυχῆς του τὶς νοερὲς ἀσώματες δυνάμεις. Ἄπτωτος ὅμως εἶναι, ἀληθῶς, ὁ
μοναχὸς ἐκεῖνος, ποὺ ἀκατάπαυστα βρέχει τὸ πρόσωπό του μὲ τὴν ροὴ τῶν δακρύων
του, ποὺ ἀναβλύζουν ἀπὸ τὰ μάτια του, μὲ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῶν ἁμαρτιῶν
του…!» (στ. 42). Γιατὶ, εἶδα λέγει ὁ Ἅγιος, πολλοὺς «πτωχοὺς
καὶ πένητας τῶν ἀρετῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ λίγους ταπεινοὺς καὶ σκοτεινοὺς λόγους ἀπογνώσεως,
νὰ ἀνακράζουν μέσα ἀπ᾽ τὰ βάθη τῆς ἀπεγνωσμένης καρδιᾶς τους, ἀναισχύντως καὶ ἐπιμόνως,
πρὸς τὸν ἐπουράνιον βασιλέα καὶ μὲ τὴν βία τους αὐτή, νὰ παραβιάζουν τὴν ἀπαραβίαστον
Αὐτοῦ εὐσπλαγχνίαν καὶ φύσιν!… (στίχ. 43). Ἀλλὰ ταυτόχρονα ὁ Ἅγιος ἐπισημαίνει
τὸν κίνδυνο τῆς ἐπάρσεως γιὰ ἐκείνους, ποὺ κατακρίνουν τοὺς μὴ
δακρύζοντας λέγων: «Ὁ ἐπὶ τοῖς ἑαυτοῦ δάκρυσι ψυχικῶς φυσιούμενος, καὶ τοὺς μὴ
δακρύοντας ἐν ἑαυτῶ, κατακρίνων, ὅμοιός ἐστι τῷ ὅπλον κατὰ τῶν ἑαυτοῦ ἐχθρῶν ἐκ
τοῦ βασιλέως αἰτησαμένω, ἑαυτὸν δὲ ἐν τούτῳ διαχειρισαμένῳ (= ἐφόνευσε τὸν ἑαυτόν
του στ. 44). Γιατὶ ὁ Θεός, φίλοι μου, ἀποφαίνεται ὁ Ἅγιος, δὲν ἔχει
ἀνάγκη ἀπὸ δάκρυα, οὔτε θέλει νὰ πενθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ὀδὺνη τῆς καρδιᾶς
του, «ἀλλ᾽ ἢ μᾶλλον ἐξ ἀγάπης τῆς πρὸς αὐτὸν ἐν γέλωτι ψυχῆς ἀγάλλεσθαι
(=νὰ χαίρεται μὲ ψυχικὴ ἀγαλλίαση ἀπὸ τὴν ἀγάπη του πρὸς Αὐτόν, στιχ.
45). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη ὑπὸ τοῦ δημιουργοῦ του
νὰ γίνη μέτοχος τῆς αἰωνίου χαρᾶς καὶ νὰ χαίρεται μὲ ψυχικὴ ἀγαλλίαση
ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ κοινωνία του μὲ τὸν οὐράνιον Πατέρα του. Ἡ ἁμαρτία
ὅμως, ἡ ὁποία εἶναι καρπὸς τῆς παραχρήσεως τοῦ αὐτεξουσίου καὶ τῆς
προαιρέσεως (=ἡ ἄστοχος ἔκφρασις τῆς θελήσεώς του), διέσπασε τὴν ἀγαπητικὴ
αὐτὴ σχέση τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως πρὸς τὸν ἄκτιστον δημιουργόν
του Τριαδικὸν Θεὸν, καὶ ἔτσι διερράγη καὶ ἡ κατὰ χάριν ὀντολογικὴ ἑνότης
τῆς αἰωνιότητος καὶ τοῦ χρόνου μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ ἀκολούθως
διερράγη καὶ ἡ κατὰ χάριν ὀντολογικὴ ἑνότης μεταξὺ τῆς Θεότητος καὶ τῆς
ἀνθρωπότητος καὶ μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ κτίσεως. Ἔτσι ἀθεοποιήθη καὶ ἀπολογοποιήθη
ὁ ἄνθρωπος!… Ὁ Θεάνθρωπος ὅμως, ἑνώσας ὑποστατικὰ Θεότητα καὶ
ἀνθρωπότητα, ἦρε τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας τῆς προαιρέσεως, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν
τὴν λεγομένη ἁμαρτία τῆς φύσεως (=δερμάτινοι χειτῶνες, παθητότης,
θνητότης) καὶ ἔτσι ἐγεφύρωσε το χάσμα, ποὺ ἐδημιούργησε ἡ ἁμαρτία
μεταξὺ χρόνου καὶ αἰωνιότητος, μεταξὺ
χρονικότητος καὶ ἀχρονικότητος, μεταξὺ
θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος καὶ μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ κτίσεως καὶ ἔτσι ἐλογοποιήθη
καὶ ἐ θεοποιήθη καὶ πάλι ὁ ἄνθρωπος!… Ἔτσι ἐπανῆλθε στὴν διεσπασμένη ἀνθρωπότητα
«ἡ ἔλλογος Θεανθρωπίνη πανενότης» καὶ ἡ ἔλλογος Θεία Λειτουργία ἀναφορᾶς,
κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν ὁμολογητή, πρὸς τὸν ἄκτιστο καὶ αἰώνιο δημιουργικὸ Θεῖο
Λόγο!… Ἡ ἔλλογος αὐτὴ Θεανθρωπίνη πανενότης, ἐπανασυνέδεσε, ὑποστατικὰ πλέον, τὸν
ἄνθρωπον μὲ τὴν πηγὴ τῆς αἰωνίου χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως, ποὺ εἶναι ὁ σαρκωμένος
Λόγος τοῦ Πατρός, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος, ὡς κεχρισμένος παρὰ
Πατρὸς ἐν Πνεύματι Ἁγίω, ἐχάρισε, μὲ τὰ μύρα τοῦ Πνεύματος, τοὺς κρουνοὺς τῆς αἰωνίου
χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως, σ᾽ ἐκεῖνες τὶς ψυχὲς ποὺ «ἔλαβον αὐτὸν καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς
τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύσουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ» (Ἰωάν.
α´, 12). Γιατὶ ἡ πίστις εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία μᾶς ἐπανασυνδέει καὶ πάλι μὲ τὴν
πηγὴ τῆς αἰωνίου χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ φωνάζει
διαχρονικὰ σὲ ὅλους τοὺς πιστούς, ὅλων τῶν ἐποχῶν «ταῦτα λαλῶ, ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα
ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς…» (Ἰωάν. ιζ´, 13). Ἔπειτα
πορευόμενος πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος ἔλεγε: «ἀμὴν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι
κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε,
ἀλλ᾽ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται…» καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν
ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαιρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν
χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾽ ὑμῶν» (Ἰωάν. ιστ´, 20, 22). Αὐτοὶ εἶναι
οἱ λόγοι τοῦ ἀρχιμάρτυρος Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει
καὶ ὑπὲρ ἡμῶν ὀδυνᾶται…». Γιατὶ ἑκουσίως ἀνέλαβε ὅλην τὴν ὀδύνην τῆς
ἐκπεσούσης ἀνθρωπότητος, γιὰ νὰ τῆς χαρίση τὴν λύτρωση τῆς αἰωνίου χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως!
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ πόνος, ἡ ὀδύνη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίαση συμπλέκονται μεταξύ
τους, κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολο καὶ κάθε μία διαδέχεται τὴν ἄλλην: «Ἡ θλῖψις ὑπομονὴν
κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ
καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν
διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ
δοθέντος ἡμῖν» (Ρωμ. ε´ 3–5). Γι᾽ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἀναλογιζόμενος τὴν
ποιότητα καὶ τὴν φύση τῆς κατανύξεως ἔκθαμβος
ἀναφωνεῖ: «ἐγὼ καὶ αὐτὴν τῆς κατανύξεως ποιότητα ἐννοῶν, ἐξίσταμαι. Πῶς πένθος καὶ
λύπη λεγομένη, τὴν χαρὰν καὶ τὴν εὐφροσύνην ἔνδοθεν ὥσπερ μέλι κηρίω
συμπεπλεγμένην κέκτηται· τί δέ ἐκ τούτου μανθάνομεν;» Ἀπορεῖ καὶ ἐξίσταται ὁ Ἅγιος
πῶς αὐτό, ποὺ ὀνομάζομε πένθος καὶ λύπη, εἶναι συμπεπλεγμένα μὲ τὴν χαρὰ καὶ τὴν
εὐφροσύνη, ὅπως τὸ μέλι μὲ τὸ κερί!… Καὶ τὶ διδασκόμεθα ἀπ᾽ αὐτό; ὅτι ἡ
κατάνυξις εἶναι κυρίως δῶρον τοῦ Κυρίου καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχει στὴν ψυχὴ παραδόξως
«ἀνήδονος ἡδονή», γιατὶ
ὁ Θεὸς μὲ μυστηριακὸ τρόπο, παρηγορεῖ
τοὺς «συντετριμμένους τῇ καρδίᾳ» καὶ τοὺς ὁδηγεῖ μυσταγωγικὰ στὴν μέθεξη τῆς αἰωνίου
χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως… Γιατὶ, κατὰ τὸ Ἅγιον Ἰωάννην, ἡ
ἄβυσσος τοῦ πένθους (τὸ ἀδιάλειπτο
πένθος), ἔχει σὰν καρπὸ τὴν παράκληση ἀπὸ τὸν Θεόν, ἡ δὲ καθαρότης τῆς καρδίας
δέχεται τὴν ἔλλαμψιν. «Ἔλλαμψις δέ, ἐστιν, ἄρρητος ἐνέργεια νοουμένη ἀ
γνώστως καὶ ὁρωμένη ἀοράτως!…» (Στίχος 53). Ἀλλ᾽ αὐτὰ τὰ οὐράνια χαρίσματα
δίδονται ἀπὸ τὸν φιλέσπλαχνο Θεό, μόνο σ᾽ αὐτὲς τὶς ψυχές, ποὺ μόνιμα πενθοῦν
καὶ μόνιμα ἡσυχάζουν, μέσα στὴν οὐράνια γαλήνη τῆς ἀπεράντου μυστηριακῆς ἡσυχίας
τῆς ἀσκητικῆς ἐρήμου!… Γιατί, κατὰ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην «Δίκαιος καὶ ὅσιος ὁ
Κύριος· καὶ τὸν λόγω ἡσυχάζοντα λόγῳ κατανύσσων καὶ τὸν λόγῳ ὑποτασσόμενον
καθ᾽ ἡμέραν εὐφραίνων…» (στίχ. 61). Γιατὶ ὁ Κύριος, κατὰ τὸ Ἅγιον Ἰωάννην,
εἶναι δίκαιος καὶ ὅσιος· καὶ σ᾽ ἐκεῖνον, ποὺ ἀσκεῖται, γρηγορεῖ καὶ νήφει, ἀδιαλείπτως
πενθῶν καὶ προσευχόμενος, τοῦ χαρίζει ἀνάλογα τὴν κατάνυξη· καὶ σ᾽ ὅποιον ἀσκεῖται
μυσταγωγικὰ μέσα στὴν μυστηριακὴ ἡσυχία τῆς ἀσκητικῆς ἐρήμου, ὑποτασσόμενος καὶ
«ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις πατράσι», καθ᾽ ἡμέραν τὸν εὐφραίνει. Γιατὶ ὁ
Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ἀκούεται καθαρά διὰ τῶν εὐαγγελικῶν Του λόγων καὶ μετέχεται,
κατὰ χάριν, εὐχαριστιακὰ καὶ μυστηριακά, μέσα στὴν μυσταγωγικὴ λειτουργικότητα
τῆς Ὀρθοδόξου
πνευματικότητος καὶ ζωῆς, ἀλλ᾽ ἡ τελειότης
τῶν μυστικῶν Του λόγων, ἀποκαλύπτεται μυστικὰ μέσα στὸ βάθος τῆς κεκαθαρμένης
καρδίας τοῦ ἡσυχάζοντος στὴν κρυφιότητα τῆς μυστηριακῆς ἡσυχίας τῆς ἀσκητικῆς ἐρήμου!…
Γιατὶ τότε ὁ ἡσυχάζων, κατὰ τοὺς μυστικοὺς θεολόγους Πατέρας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
ἀσκούμενος, προσευχόμενος, γρηγορῶν καὶ νήφων, καθαρίζεται, καθαριζόμενος ἁγιάζεται,
ἁγιαζόμενος τελειοῦται καὶ τελειούμενος θεώνεται, μέσα
στὸ οὐράνιο θάμβος τοῦ ἀκτίστου φωτὸς
τῆς θεώσεως… Γιατὶ μόνον ἔτσι ὁ ἡσυχαστής, ὅπως θεολογεῖ καὶ ὁ μέγας μύστης τοῦ
Ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐπιτυγχάνει, χειραγωγούμενος ὑπὸ
τῆς νοερᾶς ἡσυχίας, ὅπως ἡ Πάναγνος Θεόπαις Μαριάμ, εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων «τὴν
τοῦ νοῦ καὶ κόσμου στάσιν, τὴν λήθην τῶν κάτω, τὴν μύησιν τῶν ἄνω, τὴν τῶν
νοημάτων ἐπὶ τὰ κρεῖττον ἀπόθεσιν· αὕτη γὰρ πρᾶξις ὡς ἀληθῶς καὶ ἐπίβασις
τῆς ὡς ἀληθῶς θεωρίας ἢ θεοπτίας…» (Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁμιλία ΝΓ´ 53,
ΕΠΕ 11).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου