Θεόδωρος ο Τήρων, ο ένδοξος Μεγαλομάρτυς του Χριστού, του οποίου την ανάμνησιν του περιλαλήτου δια των κολλύβων θαύματος εορτάζομεν, ήτο κατά τους χρόνους των ασεβών βασιλέων Μαξιμιανού του Γαλερίου (305 – 311) και Μαξιμίνου (307 – 313). Και κατήγετο μεν ούτος εκ της Αμασείας, πόλεως της Καππαδοκίας, εμαρτύρησε δε εις τα Ευχάϊτα της Γαλατίας εκ της οποίας κατήγετο ο έτερος σύγχρονος και συνώνυμος αυτού Μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Στρατηλάτης. Επειδή δε και οι δύο ούτοι Μεγαλομάρτυρες Θεόδωροι και συνώνυμοι ήσαν και σύγχρονοι και η εκάστου τούτων ιδιαιτέρα μνήμη συμπίπτει πλησίον προς το σήμερον εορταζόμενον θαύμα των κολλύβων και μάλιστα κατά το πλείστον εν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, έτι δε και διότι κοινοί εις αμφοτέρους Ναοί παλαιόθεν αφιερώθησαν, επεκράτησεν αρχαία συνήθεια, ίνα και αμφότεροι κατά την σήμερον εορτάζωνται.
Και καθόσον μεν αφορά τον Βίον και τα Μαρτύρια αυτών, επειδή εκτενώς προεγράφησαν κατά την ημέραν της ιδιαιτέρας εκάστου μνήμης, ήτοι του μεν Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος κατά την ιζ΄ (17ην) Φεβρουαρίου, του δε Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτου κατά την η΄ (8ην) του Φεβρουαρίου, ας μη επαναλάβωμεν και ενταύθα, ο δε βουλόμενος ας τα αναζητήση εκεί, ας είπωμεν δε μόνον περί του παραδόξου δια κολλύβων θαύματος, όπερ ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Τήρων επετέλεσε και του οποίου την ανάμνησιν, ως είπομεν, επιτελούμεν κατά την σήμερον. Ο Μέγας εν βασιλεύσι βασιλεύς και Ισαπόστολος Κωνσταντίνος (306 – 337), ο τους εναντίον των Χριστιανών διωγμούς καταπαύσας και την του Σωτήρος και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού αληθινήν Πίστιν ως επίσημον θρησκείαν του Κράτους ανακηρύξας (313), αφού κατενίκησε τη δυνάμει του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού τους εχθρούς του, ήλθεν εις το Βυζάντιον, το οποίον ανακαινίσας και δια νέων οικοδομών καλλωπίσας και τείχη ισχυρά οικοδομήσας και με το όνομα αυτού ήτοι Κωνσταντινούπολιν ονομάσας κατέστησεν αυτό πρωτεύουσαν της αχανούς αυτοκρατορίας του. Και εφ’ όσον μεν έζη ο Μέγας Κωνσταντίνος πάσα ευσέβεια και Ορθοδοξία εβασίλευεν εις όλον τον κόσμον· μετά τούτον όμως, βλέπων ο εχθρός της αληθείας διάβολος, ότι αυξάνουν οι Χριστιανοί, εφθόνησε και εζήτει να εύρη κακόν αγγείον και πονηρόν άνθρωπον, όστις να κάμη το θέλημά του. Ζητών λοιπόν ο μιαρός, εύρε μιαρόν δοχείον, τον ανεψιόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου Ιουλιανόν τον Παραβάτην βασιλέα· διότι μετά τον θάνατον του μεγάλου Κωνσταντίνου εβασίλευσαν οι τρεις αυτού υιοί, Κωνσταντίνος (337 – 340), Κωνστάντιος (337 – 361) και Κώνστας (323 – 350), κατόπιν δε εκείνων εβασίλευσεν ο μιαρός ούτος Ιουλιανός (361 – 363). Όσα δε κακά επεχείρησεν ο Παραβάτης να κάμη τις δύναται να διηγηθή; Ούτος ο τρισάθλιος, πριν λάβη την βασιλείαν, προσεποιείτο τον Χριστιανόν· κρυφίως όμως ήτο ειδωλολάτρης, διότι εφοβείτο τον θείον του, τον Μέγαν Κωνσταντίνον και τους υιούς αυτού. Μετά δε τον θάνατον εκείνων και αφού ούτος έλαβε την βασιλείαν, απέρριψε το προσωπείον και μετήρχετο παν κακόν κατά των Χριστιανών δια να τους αφανίση. Ούτος λοιπόν ο μιαρός και αποστάτης, πολλάς και διαφόρους βλασφημίας κατά του αληθινού Θεού εξέφερε, κινούμενος υπό του πατρός αυτού, του σατανά, εσήκωσε δε και θεομάχον χείρα εναντίον της ευσεβούς Πίστεως των Χριστιανών, ίνα απομακρύνη αυτούς από της αγάπης του Θεού και καταφρονηθή υπό των ανθρώπων η Αγία του Χριστού Πίστις, χάριν της τιμής και της λατρείας των δαιμόνων. Ω της συμφοράς! Ω της μανίας και λύσσης! Ήθελεν ο άθλιος να τιμώνται μεν τα είδωλα, ο δε Θεός να υβρίζεται! Επειδή λοιπόν είχε την λύσσαν ταύτην και την μεγάλην ασέβειαν, δεν παρέλειπε καθ’ ημέραν να τιμωρή τους Χριστιανούς. Άλλους μεν δια τρυπημάτων της κοιλίας, άλλους δι’ εξορύξεως των οφθαλμών και εκριζώσεως των οδόντων, άλλους δι’ αποκοπής της γλώσσης, και άλλους με σούβλας και τήγανα και όσα άλλα όργανα θανατηφόρα εφεύρισκον δια τον βασανισμόν των Χριστιανών. Τοιουτοτρόπως λοιπόν εκμανείς ο μιαρός, δεν ηδύνατο να δώση τέρμα εις την ασέβειάν του, οι δε Χριστιανοί εδέχοντο το πλήθος των βασάνων με υπομονήν. Ούτως είχον τα πράγματα, ότε ο ασεβής Ιουλιανός, φλογιζόμενος από την κακίαν, σκέπτεται και αποφασίζει φοβεράν και απάνθρωπον βουλήν, ούτε να μαστιγώνη, ούτε να θανατώνη κανένα, εκτός εάν δεν κατώρθωνε προηγουμένως να παραδώση όλους δια της απογνώσεως, της απελπισίας και της απάτης εις την ειδωλολατρίαν. Εάν δε ο Θεός δεν ήθελε βοηθήσει τους Χριστιανούς και διαλύσει και το μηχάνημα τούτο, ασφαλώς θα επετύγχανεν η πονηρά και ανοσία απόφασίς του. Είναι δε το τέχνασμα, το οποίον ηθέλησε να μεταχειρισθή ο Ιουλιανός, το εξής: βλέπων ο άθλιος, ότι οι Χριστιανοί κατά την πρώτην εβδομάδα της αγίας Τεσσαρακοστής εξαγνίζονται δια της νηστείας και της εκτενούς προσευχής, προσκαλεί κατά την πρώτην ημέραν τον έπαρχον της πόλεως, ο οποίος ήτο ομόφρων και όμοιος με αυτόν ως προς την απιστίαν, και λέγει προς αυτόν· «Επειδή, ω έπαρχε, αφού μετεχειρίσθην πολλά και ποικίλα μηχανήματα, δεν κατώρθωσα να σβύσω την Πίστιν των Χριστιανών και ένεκα τούτου ευρίσκομαι εις μεγάλην φροντίδα, μου ήλθεν από τους θεούς μας γνώμη καλή και αναντίρρητος, ότι οι Χριστιανοί την εβδομάδα ταύτην την πρώτην φυλάττουσι μετά πολλής επιμελείας δια νηστείας. Διατάσσω λοιπόν να σηκωθούν από την αγοράν όλα τα τρόφιμα και τίποτε να μη υπάρχη εις αυτήν εκτός εκείνων, τα οποία εγώ θα χορηγήσω, τρόφιμα δηλαδή και ποτά ραντισμένα με το αίμα των θυσιών ημών· διότι κατ’ αυτόν τον τρόπον αναγκαστικώς θα αγοράσωσιν όλοι και θα φάγωσι και θα υπακούσωσιν εις ημάς, διότι θα γευθώσιν από την θυσίαν των θεών· ή, αν δεν υπακούσωσι, θα αποθάνωσιν από την πείναν». Αυτά όταν ήκουσεν ο έπαρχος από το αντίθεον στόμα του βασιλέως, λέγεται ότι είπε: «Τώρα γνωρίζω, ότι η καρδία του βασιλέως είναι εις τας χείρας των θεών». Μετά τον λόγον τούτον του μιαρού βασιλέως ηκολούθησεν ευθύς η πράξις, και όσα μεν τρόφιμα υπήρχον εις την αγοράν απεσύρθησαν, εξετέθησαν δε προς πώλησιν τα μεμιασμένα τρόφιμα και ποτά του βασιλέως. Τι λοιπόν έκαμεν ο πλάσας ημάς Θεός; Άραγε παρείδεν ή παρέβλεψε τους ευσεβείς δούλους του; Ουδαμώς. Αλλ’ ευθύς ως επεχειρήθη το φοβερόν και σατανικώτατον τούτο έργον, ευθύς επεμελήθη και ο Πανάγαθος Θεός την σωτηρίαν του χριστεπωνύμου λαού του, αποστείλας τον Μεγαλομάρτυρα αυτού Θεόδωρον, τον αληθέστατα δώρον Θεού, προς σωτηρίαν της Πίστεως, ίνα δοξάση εκ των θαυμασίων αυτού έργων τον θεράποντα αυτού. Παρουσιάζεται λοιπόν ο Άγιος φανερώς και όχι εν οράματι προς τον Πατριάρχην Ευδόξιον (360 – 369), και φανερώνων εις αυτόν το αντίθεον τερατούργημα του Παραβάτου Ιουλιανού, είπε προς αυτόν· «Πατριάρχα, σήκω γρήγορα, συνάθροισε το ποίμνιον του Χριστού και διαφύλαξε αυτό μετά μεγάλης προσοχής, παραγγέλλων να μη αγοράση ουδείς τίποτε εκ των τροφίμων, τα οποία υπάρχουν εις την αγοράν, διότι ο δυσσεβέστατος Ιουλιανός κατεμόλυνεν άπαντα δια του μιαρού αίματος της θυσίας αυτού». Ο δε Αρχιερεύς, θαυμάσας, είπε προς τον Άγιον· «Πως όμως, ω κύριέ μου, είναι δυνατόν να γίνη τούτο; Διότι εις μεν τους πλουσίους ίσως να είναι τούτο δυνατόν, καθ’ όσον έχουσι παρακαταθήκην τροφίμων· εις δε τους πένητας, οι οποίοι δεν έχουσιν ουδέ μιας ημέρας τροφήν, τι πράγμα πρέπει να δοθή προς παρηγορίαν της ανάγκης αυτών»; Ο δε Μάρτυς είπε· «Κόλλυβα να προσφέρης εις αυτούς, δια να ανακουφίσης την ανάγκην των». Επειδή δε ο Πατριάρχης δια πρώτην φοράν ήκουε τότε τον λόγον περί κολλύβων, ηρώτησεν απορών· «Και τι είναι αυτά τα κόλλυβα; Δεν γνωρίζω». Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Σιτάρι· να το βράσης και να το μοιράσης εις τους Χριστιανούς». Δια να δείξη δε ο Άγιος πόθεν ήλθε, προσέθεσε· «Διότι τούτο το βρασμένο σιτάρι εις την χώραν των Ευχαϊτων συνηθίζομεν να το λέγωμεν κόλλυβα. Ούτω λοιπόν ποίησον και διατήρησον το ποίμνιον του Χριστού αβλαβές και αμίαντον». Λέγει ο Πατριάρχης· «Και ποίος είσαι, κύριε, ο οποίος φροντίζεις τόσον φιλανθρώπως και ευσπλάγχνως δια την σωτηρίαν ημών»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εγώ είμαι ο Μάρτυς του Χριστού Θεόδωρος, ο οποίος απεστάλην παρ’ Αυτού εις σωτηρίαν και βοήθειαν ιδικήν σας». Τι λοιπόν τούτου παραδοξότερον και φιλανθρωπότερον θαύμα; Όντως, θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού! Καθώς ήκουσε λοιπόν ταύτα ο Πατριάρχης, γεμάτος από θαυμασμόν και χαράν ηγέρθη, συνήθροισε τον λαόν του Χριστού και φανερώνει την επιστασίαν και την βοήθειαν του Μάρτυρος κηρύξας ταύτα εις όλους με ακρίβειαν, διεφύλαξε δε ούτω αβλαβές το ποίμνιον του Χριστού. Εις δε την αγοράν, μολονότι ετελείωνεν η εβδομάς, το τέχνασμα του Ιουλιανού έμενεν ανωφελές και χωρίς καμμίαν ενέργειαν, διότι ουδείς των Χριστιανών ηγόραζε τα μεμιασμένα τρόφιμα. Αφού λοιπόν ο Ιουλιανός ενικήθη φανερώς, απέσυρεν από την αγοράν τα μεμιασμένα τρόφιμα και έφερε τα συνήθη· οι δε Χριστιανοί ύμνησαν και ηυχαρίστησαν τον Θεόν και τον καλλίνικον Αυτού Μάρτυρα Θεόδωρον και ετέλεσαν χάριν αυτού φαιδράν και λαμπράν εορτήν. Έκτοτε λοιπόν και μέχρι σήμερον η ενέργεια του θαύματος κηρύσσεται εις διδασκαλίαν των νηστευόντων Χριστιανών, ότι είναι μεγάλη δύναμις και πολλά πλήθη αμαρτημάτων δύναται να καλύψη και να αφανίση η καθαρά νηστεία. Δια ταύτην λοιπόν την υπόθεσιν και την ευεργεσίαν, την οποίαν εποίησεν ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Τήρων, εορτάζομεν και πανηγυρίζομεν κατά την σήμερον την μνήμην του θαύματός του αυτού. Αλλά και πολλά άλλα θαύματα εποίησεν ο Άγιος ούτος Θεόδωρος· και αιχμαλώτους ηλευθέρωσε και ασθενείς εθεράπευσε και χήρας υιόν ηλευθέρωσεν από την αιχμαλωσίαν της Περσίας· και εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο Ναός του, όστις ωνομάζετο Φανερωτής, διότι εάν τις ήθελε χάσει τον δούλον του και εκοιμάτο εις την Εκκλησίαν εκείνην, τον εύρισκεν, όπου και αν ήτο· και τινες συνεταίροι έκλεψαν απ’ αλλήλων χρήματα, όμως ο Άγιος τους εφανέρωσε· και στρατιώτας επαίδευσε να φυλάττωνται από την αρπαγήν, και μικρού παιδίου ζήτημα εχάρισε, και ανθρώπους κινδυνεύοντας εις την θάλασσαν τους ηλευθέρωσεν από τον θάνατον, και άλλα μεγάλα και παράδοξα θαύματα εποίησε και ποιεί καθώς επίσης και ο συνώνυμος αυτού έτερος Μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Στρατηλάτης εις δόξαν Πατρός, και Υιού, και Αγίου Πνεύματος, της μιας Θεότητος και Βασιλείας, Ης τη απείρω φιλανθρωπία και πρεσβείαις των Αγίων ενδόξων Μεγάλων Μαρτύρων Θεοδώρων Τήρωνος και Στρατηλάτου τύχοιμεν των αιωνίων αγαθών, εις τους απεράντους αιώνας των ατελευτήτων αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου