«Και εποίησεν ο Θεός τους δύο φωστήρας τους μεγάλους, τον φωστήρα τον μέγαν εις αρχάς της ημέρας, και τον φωστήρα τον ελάσσω εις αρχάς της νυκτός» (Γεν. κεφ. α΄).
Επάνω εκεί εις τα ύψη των ουρανών, ω ορθόδοξοι πανηγυρισταί, δεν βλέπω να προέρχεται αλλαχόθεν η εξαστράπτουσα ωραιότης, το κάλλος και η ωραιότης του στερεώματος, παρά από τους δύο μεγάλους πλανήτας, τον παντέφορον ήλιον, και την λαμπροτάτην σελήνην· διότι μόνοι διωρίσθησαν από τον μέγαν Θεόν, ο ένας να καταυγάζη με τας χρυσολαμπροπολυφώτους ακτίνας του τον σύμπαντα κόσμον εις τον καιρόν της ημέρας, και ο άλλος να λαμπαδοφεγγή με τας αργυροχρυσοσυνθέτους λάμψεις του όλην την οικουμένην εις τον καιρόν της νυκτός· ο είς να εξυπνά τους ανθρώπους από τον θάνατον του ύπνου εις την αναζώωσιν και εργασίαν της ζωής των, και ο έτερος να τους αναπαύη από τον μόχθον του καύματος, εις την δροσεράν ανάπαυσιν της στρωμνής των· εκείθεν να μεταδίδωσι το φως επί τους άλλους πλανήτας, δια να στολίζωσι την κυκλικήν σφαίραν του ουρανού, και εξ αυτών να καταβαίνη εις την γην λαμπροτάτη η φαιδρά του φωτός των ηδονή· «και εποίησεν ο Θεός τους δύο φωστήρας τους μεγάλους».
Εκείνην όμως την διαφοράν όπου βλέπω εν μέσω εις τους λαμπροτάτους αστέρας, και εις τους δύο μεγάλους φωστήρας του ουρανού, βλέπω και εις τους νοητούς αστέρας τούτους, τους Αποστόλους, λέγω, και εις τους δύο μεγάλους φωστήρας Πέτρον και Παύλον, οίτινες έλαμψαν εν τω μυστικώ στερεώματι της Εκκλησίας το απαύγασμα και το φως της θεογνωσίας, ως ο ήλιος και η σελήνη εις τον ουρανόν· διότι αυτοί είναι όπου διωρίσθησαν από τον Ύψιστον Θεόν δια να φεγγοβολούν με τας ηλιοσταλάκτους λάμψεις των, με τας πυριφθόγγους διηγήσεις των, ημέραν και νύκτα, όλον το περίγειον ενδιαίτημα, όλον το της Εκκλησίας στερέωμα· αυτοί είναι οι δύο μεγάλοι φωστήρες του νοητού στερεώματος, οίτινες ανατέλλουν ημέραν και νύκτα, δια να εξυπνούν τους ανθρώπους από το σκότος της ασεβείας, επάνω εις το τιμαλφέστατον φως της αληθείας· αυτοί είναι όπου μεταδανείζουν των άλλων αστέρων, των Αποστόλων την αίγλην και τας φωτοχυσίας, δια να εκλαμπρύνουν και να στολίζουν τον μυστικόν ουρανόν της Εκκλησίας, και εξ αυτών να καταβαίνη και εις ημάς τερπνώς το φως της ορθοδοξίας· αυτοί είναι οι δύο μεγάλοι φωστήρες, αι έκλαμπροι της Εκκλησίας ακτίνες, αι απαυγάζουσαι τας των Χριστιανών λάμψεις, και αι πεμφθείσαι των λυπημένων αγαλλιάσεις· αυτοί οι δύο Απόστολοι, Πέτρος και Παύλος, είναι οι δύο μεγάλοι φωστήρες, ο Ήλιος και η Σελήνη, οι λαμπροί των ανθρώπων προστάται, και οι έτοιμοι των αμαρτανόντων μεσίται· οι αδιάσειστοι πύργοι της Εκκλησίας, οι άπαυστοι φύλακες της ημών σωτηρίας. Δια τους τοιούτους έσται σήμερον εγκώμιον· όθεν και υμείς προσέχετε με ευλάβειαν εις τους Αγίους Αποστόλους, και με αγάπην εις τους ιδικούς μου λόγους, και θέλετε ακούσει, ότι οι δύο Απόστολοι Πέτρος και Παύλος είναι και λέγονται δύο φωστήρες μεγάλοι της Εκκλησίας. Πρώτος από τους Αποστόλους, όπου εγνώρισε Θεόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και εφανέρωσεν εις τον κόσμον το φως της τοιαύτης θεογνωσίας, ήτο ο μακάριος Πέτρος, η πέτρα της πίστεως, το θεμέλιον της Εκκλησίας και ο αρραγέστατος στύλος της ευσεβείας. Διότι αυτός μόνος τον επίστευσε Θεόν, αυτός μόνος τον ωμολόγησε παρρησία Υιόν Θεού. «Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού του ζώντος». Ωμολόγησαν και άλλοι τον Χριστόν ως Υιόν του Θεού, ως εκείνοι οι άνθρωποι του πλοίου, όταν είδον την θάλασσαν γαληνιώσαν και ήσυχον, «αληθώς Θεού υιός ει» λέγοντες, ως ο Ναθαναήλ, όταν του εφανέρωσεν ο Χριστός, ότι πριν να τον φωνήση ο Φίλιππος, ων καρδιογνώστης Θεός, τον είδεν, όπου έστεκεν υπό κάτω από την συκήν· «Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού, ο βασιλεύς του Ισραήλ»· αλλ’ αυτοί πάλιν με αμφιβολίαν, διστάζοντες, τον ωνόμαζον πότε ως τον Πρόδρομον, πότε ως τον Ηλίαν, πότε ως τον Ιερεμίαν, και άλλους από του παλαιού νόμου. «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι (ερωτά ο Διδάσκαλος τους μαθητάς) τον Υιόν του ανθρώπου; Οι μεν Ιωάννην τον Βαπτιστήν (είπον), άλλοι δε Ηλίαν, έτεροι δε Ιερεμίαν, ή ένα των Προφητών». Αλλά σεις, ω Μαθηταί μου (πάλιν ο Ιησούς μου Χριστός) τίνα με λέγετε είναι; Αν οι Εβραίοι και ο κοινός των ανθρώπων λαός δεν ήνοιξε τους οφθαλμούς της διανοίας δια να με γνωρίση εις τόσα θαυμάσια όπου κάμνω, σεις πως με ομολογείτε; Πως με πιστεύετε; Λαμβάνων τον λόγον ο Πέτρος, ως προθυμότερος των λοιπών Αποστόλων, ρίπτει κάθε αμφιβολίαν και δυσπιστίαν των άλλων οπίσω, δεικνύει την μαρτυρίαν και φωνάζει ενώπιον πάντων· Διδάσκαλε – βλέπετε, Χριστιανοί, την ομολογίαν και την αγάπην του Αποστόλου προς τον Διδάσκαλον – Κύριε, Συ είσαι ο μομογενής Υιός του Θεού και Πατρός, ο ομοούσιος και ενυπόστατος αυτού θείος Λόγος, το ανέσπερον φως του αναιτίου φωτός, το απαύγασμα της του Πατρός ουσίας, ο χαρακτήρ της αυτού υποστάσεως, η ζώσα σοφία και δύναμις, η ουσιώδης και τελεία και ζώσα εικών του αοράτου Θεού· Συ ει ο προ πάντων των αιώνων εκ του Πατρός γεννηθείς, αλλ’ ου ποιηθείς· Συ ει ο αχρόνως εκ του Πατρός άνευ μητρός, και εν χρόνω εκ της Μητρός, άνευ πατρός· Συ ει ο εκ Θεού τέλειος Θεός, και ο εξ ανθρώπου τέλειος άνθρωπος· ο δύο τας γεννήσεις έχων, την μίαν εκ Πατρός προαιώνιον, υπέρ αιτίαν και λόγον και φύσιν και χρόνον, και άλλην την επ’ εσχάτων δι’ ημάς, καθ’ ημάς και υπέρ ημάς· δι’ ημάς, ότι δια την ημετέραν σωτηρίαν, καθ’ ημάς, ότι γέγονας άνθρωπος εκ γυναικός και εν χρόνω κυήσεως· υπέρ ημάς, ότι ουκ εκ σποράς, αλλ’ εξ Αγίου Πνεύματος και της Αγίας Παρθένου υπέρ νόμον κυήσεως. Κύριε, ημείς Σε ομολογούμεν, όχι μόνον Θεόν γυμνόν της καυ’ ημάς ανθρωπότητος, ουδέ μην άνθρωπον μόνον ψιλόν της υπερουσίου Θεότητος, όχι άλλον και άλλον, αλλ’ ένα και τον αυτόν, ομού Θεόν τε και άνθρωπον Σε κηρύττομεν. Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον· όλον Θεόν και όλον άνθρωπον. Σε κηρύττομεν όλον Θεόν και μετά της αγίας σου σαρκός. Σε κηρύττομεν και όλον άνθρωπον μετά της υπερθέου σου Θεότητος. Κύριε, ομολογούμεν ότι φέρεις εν μια μόνη υποστάσει δύο ουσίας και φύσεις, δύο ενεργείας και δύο θελήσεις, αλλ’ ούτε της θείας εις ανθρωπίνην τραπείσης, ούτε μην της ανθρωπίνης εις θείαν, ή μιάς μόνης συνθέτου της φύσεως, ως οι κακώς δογματίζοντες, ομολογούμεν, αλλ’ εκ θεότητος και ανθρωπότητος Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον, ένα Χριστόν εκ δύο τε και εν δυσίν ομολογούμεν φύσεσι. Κύριε, Συ ει ο μετά του Πατρός άνω περιπολεύων, και μεθ’ ημών κάτω συμβιοτεύων. Διδάσκαλε, «Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ. ιστ: 16). Αυτή είναι η ομολογία του μακαρίου Πέτρου, Χριστιανοί, προς τον Χριστόν, αυτή είναι η μαρτυρία δι’ ης τον εκήρυξεν ενώπιον πάντων μονογενή Υιόν του Θεού, με την οποίαν εστερεώθη η βάσις της πίστεως. Διότι επάνω εις αυτήν την πέτραν, εις αυτήν δηλαδή την ομολογίαν του Αποστόλου, εθεμελίωσεν ο Χριστός την αγίαν του Εκκλησίαν, την οποίαν δεν θέλουσι δυνηθή ποτέ να χαλάσουν αι πύλαι του Άδου, οι ασεβείς και αιρετικοί, τα στόματα του μιαρού διαβόλου· «Καγώ δε σοι λέγω, ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, και πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ιστ: 19). Αν λοιπόν και ο Πέτρος δια της αυτής ομολογίας, όπου έκαμε προς τον Χριστόν, εστερέωσε και έκτισε την Εκκλησίαν, εξήπλωσε την Ορθοδοξίαν και έχυσεν εις τον κόσμον το φως της ορθοδοξίας, δεν ακολουθεί να είναι και μέγας φωστήρ της Εκκλησίας; Αν και εφάνη πρώτος από τους άλλους ομολογητής και κήρυξ της αληθείας, δεν ακολουθεί να είναι και μέγας φωστήρ της Εκκλησίας; Ειπέτε μου· αν η Εκκλησία δεν έλαμπε με το τοιούτον φως της θεογνωσίας του Αποστόλου, εις πόσον σκότος της απιστίας θα είμεθα καταβυθισμένοι; Βέβαια, όσον είναι το σκότος της νυκτός, του Άδου και της κολάσεως άπειρον, τόσον ακόμη και περισσότερον ήθελε μας σκεπάζει, ανίσως και δεν εφωταγωγείτο η Εκκλησία από την φαεσφόρον έλλαμψιν του πρωτοκορυφαίου. Ιδού λοιπόν μέγαν φωστήρα τον Πέτρον εν μέσω της Εκκλησίας, όστις ανατέλλει πάσιν ημίν το φως της θεογνωσίας· φωστήρ αειλαμπέστατος ο Απόστολος, διότι αυτός και πρώτος ακόμη κήρυξ εφάνη των εθνών εις την ημέραν της Πεντηκοστής· εκεί όπου εκάθηντο οι Απόστολοι εν τω υπερώω της Ιερουσαλήμ, εκδεχόμενοι την επαγγελίαν του Αγίου Πνεύματος, όπως τους είπεν ο Χριστός, εν ώρα Τρίτη της ημέρας ουρανόθεν επιφοιτά ο Παράκλητος, εν είδει πυρίνων γλωσσών, επάνω εις τας κεφαλάς των Αγίων Αποστόλων· τότε, όταν ήκουσαν οι Εβραίοι βροντηδόν τας φωνάς και τας γλώσσας, όταν οι Πάρθοι, οι Μήδοι, οι Ελαμίται, οι Καππαδόκαι, οι Ασιανοί, οι Φρύγιοι, οι Παφλαγόνες, οι Αιγύπτιοι, οι Λίβυες, οι Ρωμαίοι, οι Κρήτες, οι Άραβες και όλαι αι φυλαί των ανθρώπων, τότε όπου ήκουσαν να ομιλούν οι Απόστολοι όλας τας γλώσσας των εθνών με παράδοξον τρόπον, ήρχισαν να λέγουν δια τους Αποστόλους και να τους περιπαίζουν, ότι εμέθυσαν. «Εξίσταντο δε πάντες και έλεγον· τι αν θέλοι τούτο είναι; Έτεροι δε χλευάζοντες έλεγον, ότι γλεύκους μεμεστωμένοι εισί». Ίδετε, Χριστιανοί! Το θαύμα νομίζουν οι άνθρωποι μέθην· ενόμισαν οι δεινοί, ότι εν κραιπάλη και μέθη ευρίσκονται οι Απόστολοι· αλλά τι τους λέγει ο μακάριος Πέτρος; Καθώς με προθυμίαν πρώτος ωμολόγησε τον Χριστόν, ούτω και πάλιν με προθυμίαν πρώτος ήρχισε να σηκώνεται και να λέγη προς τους απίστους· ω άνδρες Ιουδαίοι και οι κατοικούντες την Ιερουσαλήμ άπαντες, εάν ημείς ευρισκώμεθα τώρα εν μέθη (καθώς νομίζετε) πως ήθελε δυνηθώμεν να λαλούμεν τας γλώσσας όλας και να τας γνωρίζωμεν; Η μέθη άναρθρα και κεκρατημένα φθέγγεται, και όχι να ηξεύρη να ομιλή εκάστην γλώσσαν. Πως λοιπόν λέγετε, ότι είμεθα μεθυσμένοι; Όχι, ούτω λέγει ο Θεός δια του προφήτου Ιωήλ: «εν ταις ημέραις εκείναις εκχεώ από του Πνεύματός μου και προφητεύσουσι». Με το Πνεύμα το Άγιον λοιπόν λαλούμεν τας γλώσσας ταύτας και προφητεύομεν, με το Πνεύμα κηρύττομεν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθινόν, με το Πνεύμα φανερώνομεν τα της θείας οικονομίας μυστήρια ταύτη τη ώρα. Δια τούτο και μετανοήσατε άπαντες· δια τούτο και βαπτισθήτε εις το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, δια να λάβετε και υμείς την χάριν του Αγίου Πνεύματος, ώσπερ και ημείς· «Πέτρος δε προς αυτούς είπε: μετανοήσατε, και βαπτισθήτω έκαστος υμών επί τω ονόματι Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών, και λήψεσθε την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος». Αυτήν την διδαχήν έκαμεν ο Απόστολος Πέτρος ευθύς την ημέραν της Πεντηκοστής ενώπιον των απίστων εθνών, και παρευθύς έσυρεν εις την αληθινήν πίστιν, με το τοιούτον φως της διδασκαλίας του, τρεις χιλιάδες ψυχάς. «Οι μεν ουν ασμένως αποδεξάμενοι τον λόγον τούτον εβαπτίσθησαν και προσετέθησαν τη ημέρα εκείνη ψυχαί ωσεί τρισχίλιαι» (Πραξ. κεφ. β΄). Τώρα ανίσως και ο Απόστολος εκήρυξε τον λόγον της αληθείας και έλαμψεν εις τόσα πλήθη το φως της θεογνωσίας, δεν ακολουθεί να είναι μέγας φωστήρ της Εκκλησίας; Ανίσως και εβάπτισε τόσας ψυχάς πρώτος από τους άλλους, σύρων ταύτας από το σκότος της κολάσεως εις το ανέσπερον φως του Παραδείσου, δεν λέγεται μέγας φωστήρ της Εκκλησίας; Όντως φωστήρ ο μακάριος Πέτρος, διότι έλαμψεν εκείνο το φως έμπροσθεν των απίστων, και γνωρίζοντες το αγαθόν εδόξασαν τον Πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς, κατά τον διδάσκαλον Χριστόν. Αλλ’ εγώ ηξεύρω την απορίαν όπου έχετε, Χριστιανοί, δια τον Πέτρον, και δια τούτο αμφιβάλλετε λέγοντες: ανίσως και είναι φωστήρ της Εκκλησίας ο Πέτρος, πως λοιπόν ηρνήθη τον Χριστόν επί του πάθους; Αύτη είναι η αμφιβολία όπου γεννάται εις την καρδίαν τινών, και δια τούτο πίπτουν εις απορίαν· αλλά δεν σκέπτονται, ότι αφού του έρριψεν ο Χριστός από τον σταυρόν μίαν ακτίνα κατανύξεως, έρριψε με αυτήν όλην την δύναμιν του Άδου; δεν σκέπτονται ότι έσβησεν ευθύς με τα θερμά των οφθαλμών του δάκρυα όλην την φλόγα της κολάσεως; Δεν βλέπετε τους κινδύνους, τουε κόπους, τους ιδρώτας, την δίψαν, τους ραβδισμούς όπου υπέμεινε δια να λάμψη το φως του Ευαγγελίου εις όλα τα έθνη; Ναι, φωνάζει, ω Πέτρε, δια σε η Ασία, η Ευρώπη, η Άρκτος και η Μεσημβρία, φωνάζει η Ρώμη, και δεικνύουσα τους αγώνας, τα άθλα και την ανδρείαν σου, δεικνύει τον σταυρόν, όπου εδέχθης από τον Νέρωνα, σταυρούμενος κατά κεφαλής, πίνων το ποτήριον του διδασκάλου σου Χριστού δια τη αγάπην Του· δεικνύει την ορθοδοξίαν, όπου της άφησες, και λάμπουσα με τας διδασκαλίας σου συγκαλεί τον άπαντα κόσμον εις την χαράν της και λέγει· αύτη είναι η ομολογία του πρωτοκορυφαίου μου Πέτρου και Αποστόλου όπου μου άφησε, δια να πιστεύω αγέννητον γεννητόν, και εκπορευτόν το τρισήλιον φως, εν τρισί τελείαις ταις υποστάσεσιν, ατρέπτως και ασυγχύτως ηνωμέναις, και αδιστάκτως διαιρουμέναις. Αυτό είναι το φως όπου μου έλαμψεν, όπερ φωτίζει πάντα άνθρωπον τον προς αυτό πιστεύοντα· ιδού λοιπόν αναντιρρήτως τον πρωτοκορυφαίον Πέτρον μέγαν φωστήρα της Εκκλησίας, διότι εξήπλωσεν εις τον κόσμον το φως της ορθοδοξίας. Αλλ’ αν και μέχρι του νυν έλαμψεν ως φωστήρ εν τω μέσω της Εκκλησίας ο μακάριος Πέτρος, ιδού και Παύλος, όπου φωταγωγεί και αυτός με τας ακτίνας του εις όλην την οικουμένην· διότι ποίος άλλος έρριψε χαμαί τα είδωλα όπου επροσκυνούσαν επάνω εις τα θυσιαστήρια ως θεούς, και αρπάζων από τους όνυχας του σατανικού δράκοντος τας ψυχάς, ηχμαλώτισεν όλον τον Άδην, παρά ο Παύλος; Ποίος εξερρίζωσε την ασέβειαν από τους βωμούς των Ελλήνων, και φυτεύων τον σταυρόν εις τα τείχη των πόλεων, ήστραψεν εν τω σκότει το αληθινόν τούτο φως, παρά ο Παύλος; Ποίος έπλευσε πελάγη, διήλθε τόσα κύματα, διήλθε τόσα βασίλεια, και ανάπτων την λαμπάδα της πίστεως, έσυρε την οικουμένην εις τοιαύτην αγλαΐαν, παρά ο Παύλος; Ποίος εφάνη μεγαλόψυχος εις τους κινδύνους, θαυματουργός εις τα έργα, ακούραστος εις τους κόπους, γενναίος εις τους ραβδισμούς, πασίχαρος εις τα ναυάγια, τροπαιοφόρος εις τους πολέμους, κηρύττων τον Χριστόν και την πίστιν εις όλην την κτίσιν, παρά ο Παύλος; Ναι, ο κόσμος όλος σε ευχαριστεί, ω Απόστολε Παύλε, διότι εις κάθε τόπον εσκόρπισας την λάμψιν της θεοσόφου σου διδασκαλίας, φωτίζων όλα τα έθνη, άπερ ευρίσκοντο βυθισμένα εις το σκότος της ειδωλολατρείας· συ με τα ύδατα του βαπτίσματος ελεύκανας τους μαύρους Αιθίοπας, λάμπων εις εκείνα τα σκοτεινά πρόσωπα το φως του Χριστού και της πίστεως· συ την Κρήτην, πατρίδα του μεγάλου Διός, ήτις επροσκύνει το είδωλον του τοιούτου ως θεόν, μετήλλαξας εις χώραν του εσταυρωμένου Ιησού, κάμνων να καυχάται εις τα θαύματα του αληθινού Θεού και Σωτήρος, με την διδασκαλίαν του μαθητού σου Τίτου, και όχι εις τας οινοποσίας και αφροδίσια, όπου πρότερον επλανάτο του ψευδομένου Διός, με την μαρτυρίαν εκείνου του ψευδούς τάφου. Αν η Ρόδος κατεπάτησε τα είδωλα, αν η Αίγυπτος εξώρισε τους κροκοδείλους, αν η Δαμασκός έρριψε χαμαί τα ειδωλεία, συ είσαι η αιτία όπου εξερρίζωσαν την ασέβειαν, όπου συνέτριψαν τα αγάλματα, όπου εφύτευσαν τέλος το γλυκύτατον δένδρον της ζωής, τον τίμιον και ζωοποιόν Σταυρόν εις τας Εκκλησίας. Συ με την θεολογίαν της γλώσσης σου μαθητεύων τας Αθήνας έλυσας τα αινίγματα των σοφών Αθηναίων, και φανερώνων αυτοίς, ότι ο άγνωστος εκείνος Θεός ήτο η μία και τρισυπόστατος Θεότης, έσυρες τον Διονύσιον και Ιερόθεον, όχι εις τον Άρειον Πάγον να φιλοσοφώσιν, αλλ’ επάνω εις τα εννέα τάγματα των Αγγέλων και της θείας ουσίας νοητώς να θεολογώσιν. Ναι, ιδρώτες του προσώπου σου είναι, ω Παύλε, η Έφεσος, η Αντιόχεια, η Τύρος, η Κόρινθος, η Καισάρεια, η Σελεύκεια, η Αχαΐα, η Μακεδονία, η Φρυγία, η Κιλικία, η Τρωάς, η Συρία, και τόσαι άλλαι χώραι, όπου είναι υπέρ τας εξήκοντα τέσσαρας, και βασίλεια, τα οποία επεριπάτεις τριάκοντα πέντε έτη, μόνον δια να κηρύττης το Ευαγγέλιον, να βαπτίζης τα έθνη και να αυγάζης όλην την κτίσιν εις το τρισήλιον φως της Αγίας Τριάδος. Όθεν ανίσως και ο ουράνιος Παύλος, το στόμα του Ιησού Χριστού και ο διδάσκαλος της οικουμένης, εστάθη τόσον καρτερικός εις τους πολέμους, τόσον παραινετικός εις τα έθνη, και τόσον πασίχαρος εις το να περιπατή τόσας πόλεις, εις το να βαπτίζη άπειρα πλήθη και εις το να φωταγωγή τους απίστους εις την αληθινήν πίστιν, δεν πρέπει να είναι και αυτός μέγας φωστήρ της Εκκλησίας; Ανίσως και εφώτισεν όσην φωτίζει ο ήλιος γην, εις την ουράνιον βασιλείαν του Χριστού, πως ημπορεί να μη είναι μέγας φωστήρ της Εκκλησίας; Φωστήρ και ο Παύλος ως και ο Πέτρος. Ημείς, αν ερωτήσωμεν και τα έθνη της οικουμένης, θέλουν μας φανερώσουν τον Παύλον φωστήρα μεγαλώτατον της Εκκλησίας. Ειπέτε μας, λοιπόν, υμείς, όλα τα τετραπέρατα του κόσμου, γένη, λαοί, φυλαί και γλώσσαι, ποίος υπήρξεν ο διδάσκαλος της μαθήσεώς σας, όπου εγνωρίσατε Τριάδα εν μονάδι, και μονάδα εν Τριάδι εις την θεότητα, μίαν ουσίαν, μίαν φύσιν, και μίαν αΐδιον βασιλείαν εν αυτή; Άσπορον γέννησιν εν Λόγω, άχρονον του Υιού την γέννησιν εν Πατρί, και χρονικήν την αρχήν εν Μητρί, μονάδα υποστάσεως και δυάδα φύσεων; Ποίος σας ύψωσεν ούτω τον νουν, δίχως θάμβος ποτέ, φωτιζόμενοι εις την γνώσιν της θείας αποκαλύψεως να εννοήτε ακατανόητα μυστήρια, και να πιστεύετε αναμφιβόλως ακατάληπτα πράγματα της θεολογίας; Ποίος σας ελύτρωσεν από τα σκότη της αθεΐας αρπάζων υμάς από τους όνυχας των δαιμόνων, και οδηγών υμάς προς την των ουρανών θείαν πορείαν; Ο Παύλος, το γλυκύτατον όνομα (αποκρίνονται με μίαν φωνήν όλα τα έθνη)· ο Παύλος υπήρξεν ο διδάσκαλος, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας. Ούτος είναι όπου έλαμψεν ως ήλιος εις ημάς, διώκων το σκότος από την καρδίαν μας, και χαρίζων τοιούτον φως εις την ψυχήν μας· ούτος είναι ο κοινός της σωτηρίας μας βοηθός· ούτος όπου μας ήρπασεν από την κόλασιν, από τα σκότη του Άδου, και μας έφερεν έως τον τρίτον ουρανόν, εις τον οποίον ακούομεν ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι. Ούτος είναι όπου εγένετο μέγας φωστήρ εις τας Εκκλησίας μας, με τας καθημερινάς του διδασκαλίας. Ω λοιπόν μέγας διδάσκαλος ούτος! Ω μέγας φωστήρ της Εκκλησίας όπου εφάνη ο Παύλος! Λοιπόν πως ημπορούμεν να μη τον ονομάσωμεν μέγαν φωστήρα, Χριστιανοί, ανίσως και έλαμψε τόσον φως της θεολογίας εις όλα τα έθνη; Ανίσως και επέστρεψε τόσα πλήθη ανθρώπων εις την αληθινήν πίστιν του Κυρίου μας; Ναι, φωστήρ μεγαλώτατος και ο Παύλος, φωστήρ και ο Πέτρος. Διότι, εάν ο ήλιος και η σελήνη δεν λέγωνται φωστήρες του ουρανού, παρά διότι πέμπουσι το φως εις την γην, πως ημπορεί να μη λέγωνται φωστήρες της Εκκλησίας ο Πέτρος και ο Παύλος, οίτινες έλαμψαν το φως της θεογνωσίας και εφώτισαν όλον τον κόσμον; Μάλιστα όσον διαφέρει το φως του Θεού, όπου εφωταγώγησαν οι Απόστολοι, από το φως του ηλίου και της σελήνης, τόσον διαφορετικώτερον ακόμη ονομάζομεν φωστήρας της Εκκλησίας τον Πέτρον και Παύλον, από τους δύο μεγάλους φωστήρας, τον ήλιον και την σελήνην. Και όσον δεν είναι δυνατόν να βλαστήση η γη και να πέμψη με άνθη και καρπούς τα γεννήματα, ανίσως και λείψουν οι δύο φωστήρες από τον ουρανόν, ομοίως και ημείς δεν ημπορούμεν να βλαστήσωμεν καρπούς δικαιοσύνης και αρετής, αν έλειπον από την Εκκλησίαν ο Πέτρος και ο Παύλος. Και καθώς μένει παρευθύς ένα αποθαμμένον και σκοτεινόν πράγμα ο κόσμος, ανίσως και δεν τον φωταγωγήσουν με τας λάμψεις των ο ήλιος και η σελήνη, ομοίως και ημείς μένομεν παραχρήμα αποθαμμένοι και βυθισμένοι εις το σκότος της αγνωσίας, ανίσως και οι δύο ούτοι φωστήρες δεν έλαμπον τας ακτίνας των καθ’ εκάστην εν τω μέσω της Εκκλησίας· τόση είναι η λάμψις, το κέρδος και η ζωή, όπου κερδίζομεν ημείς οι Χριστιανοί από τους Αγίους Αποστόλους. Υμείς δε, ω θείοι και ιεροί Απόστολοι, οι τον μόνον μονογενή Υιόν του Θεού αληθώς μαρτυρήσαντες και εν τω σύμπαντι κόσμω την ορθοδοξίαν κηρύξαντες, οι τα άπειρα πλήθη των Εθνών επιστρέψαντες και προς την των ουρανών βασιλείαν καθοδηγήσαντες, οι μεγάλοι φωστήρες της Εκκλησίας και οι απαυγάζοντες το φως της θεογνωσίας, πάρεστε σήμερον και εις ημάς τους πανηγυρίζοντας την πανσεβάσμιον μνήμην υμών και οδηγήσατε προς το της αληθείας αγλαότατον φως, ίνα ένα ομολογούμεν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν Υιόν του Θεού, φέροντα εν μια υποστάσει δύο τας φύσεις και ενεργείας· όλον Θεόν, και όλον άνθρωπον τον αυτόν. Δεχθήτε, ω θείαι του Λόγου βρονταί, αυτάς τας νηστίμους ημέρας όπου διήλθομεν, και ει και δεν επληρώσαμεν ταύτας καθ’ α δει, καθ’ α μόνοι επιποθείτε εν έργοις αγαθοίς τε και εναρέτοις, αλλά πάλιν και δια την χάριν υμών αυτάς διωδεύσαμεν. Δεχθήτε τας δοξολογίας και τους ύμνους αυτής της αιδεσίμου εορτής, ους περ υμίν προσφέρομεν, δια να αντιπαρέξετε ημίν τοις αιτούσι την λάμψιν και την φωτοχυσίαν, ην πάλαι το Πανάγιον Πνεύμα εφ’ υμάς εχαρίσατο· ναι, ω ουρανοβάμονες Πέτρε και Παύλε, καθώς μας εθεμελιώσατε εις ταύτην την Εκκλησίαν, και κρατούμεν αμετασάλευτα την Πίστιν όπου μας εκηρύξατε να πιστεύσωμεν, ομοίως και όταν καθήσητε επί θρόνους με τον διδάσκαλον Χριστόν δια να κρίνετε την οικουμένην, παρακαλούμεν να μεσιτεύσετε υπέρ των ημετέρων αμαρτημάτων, δια να θεμελιωθώμεν και τότε μεθ’ υμών, εις α κατοικείτε βασίλεια, εστηριγμένοι εις αιώνα αιώνος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου