Η ΣΕΡΒΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ -- Του Επισκόπου Ράσκας και Πριζρένης κ. Αρτεμίου (Πατριαρχείου Σερβίας)

Γένεσις του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών             

1. Απλώς, ο τίτλος «Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών» ήδη εκφράζει την αίρεσιν του ψευδο-εκκλησιαστικού αυτού οργανισμού. Μεταξύ των διδασκαλιών της Χριστιανικής πίστεως υπάρχουν αλήθειαι αι οποίαι έλαβον εις τους δογματικούς ορισμούς των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας εις τας Οικουμενικάς Συνόδους μίαν ακριβή και οριστικήν διατύπωσιν, η οποία δεν επιτρέπει διαφόρους ερμηνείας. Ούτως, οι άγιοι Πατέρες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου ώρισαν το δόγμα της πίστεως εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν και όχι εις «πολλάς», εκ των οποίων κάποιον είδος «συμβουλίου» ή «ενώσεως» ή κάποιον είδος «υπερ-εκκλησίας» θα ηδύνατο να προέλθη. Η Εκκλησία είναι μία και καθολική και εις αυτήν είναι συγκεντρωμέναι ομού όλη η αλήθεια, όλη η χάρις, όλα όσα ο Κύριος έφερε μετ’ Αυτού εις την γην και παρέδωσεν εις τους ανθρώπους και άφησε δια την σωτηρίαν των. Είναι μία και καθολική, επειδή συγκεντρώνει όλους όσους θέλουν την σωτηρίαν, εις μίαν εσωτερικήν ενότητα, εις το Σώμα του Θεανθρώπου Χριστού. Ούτως, αυτή αύτη η ιδεα ενός «συμβουλίου» ή «ενώσεως» των Εκκλησιών είναι αδύνατος, ανεπίτρεπτος και απαράδεκτος δια την συνείδησιν εκάστου Ορθοδόξου.  

                                                                 

2. Η ιστορία του «Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών» έχει την προϊστορίαν της εις την εμφάνισιν της συγχρόνου αιρέσεως, της παναιρέσεως, η οποία καλείται οικουμενισμός. Ως φαινόμενον, ο οικουμενισμός δεν περιέχει τίποτε νέον· πρόκειται περί παλαιάς ιδέας, η οποία έχει αναζωογονηθή. Επί σειράν ετών και δεκαετιών οι άνθρωποι γράφουν και συζητούν δι’ αυτόν, ώστε δυνάμεθα να είπωμεν, ότι ομιλώμεν περί ενός μάλλον περιπλόκου θέματος. Πρώτον, ο οικουμενισμός είναι μία εκκλησιολογική αίρεσις, διότι η πρωταρχική του επίθεσις κατευθύνεται εναντίον του ιδίου του θεμελίου της Ορθοδόξου Πίστεως, εναντίον της Αγίας Εκκλησίας, εις την προσπάθειαν να μεταμορφώση αυτήν (την Εκκλησίαν) εις ένα οικουμενιστικόν οργανισμόν, εστερημένον της Θεανθρωπίνης χάριτος του Σώματος του Χριστού, ανοίγουσα τοιουτοτρόπως την οδόν δια την έλευσιν του αντιχρίστου. Τα θεμέλια του οικουμενισμού ετέθησαν ήδη κατά το τέλος του περασμένου αιώνος, το 1897, εις το συνέδριον των 194 (αγγλικανών) επισκόπων εις Λάμπεθ. Εις αυτό το συνέδριον ετέθησαν αι αρχαί δια την επερχομένην οικουμενιστικήν ένωσιν (unia) των «Χριστιανικών» εκκλησιών. Το Συνέδριον του Λάμπεθ διετύπωσεν ένα δογματικόν minimum, το οποίον προέρχεται από την ιδέαν, ότι η ενότης πρέπει να αναζητηθή εις ένα ελάχιστον κοινόν παρονομαστήν θεολογικών πιστευμάτων. Αυτός ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής πρόκειται να αναζητηθή εις την Αγίαν Γραφήν (και όχι εις την Ιεράν Παράδοσιν), εις το Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως και εις δύο ιερά μυστήρια εις το βάπτισμα και την ευχαριστίαν. Επιπλέον, εγκαθιδρύθη η αρχή της ανοχής σχετικώς με τας διδασκαλίας των άλλων «εκκλησιών» και η ετοιμότης δια την εισαγωγήν του «συμβιβασμού της αγάπης». Το τρίτον δημιούργημα του Συνεδρίου του Λάμπεθ ήτο η πολύ γνωστή «θεωρία των κλάδων», η οποία προέρχεται από την ιδέαν ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι, δήθεν, εν δένδρον με πολλούς κλάδους, όλοι εκ των οποίων έχουν ίσα δικαιώματα μεταξύ των, και οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την μίαν Εκκλησίαν μόνον εις την κοινήν των Ένωσιν. Η πονηρά αυτή σπορά, άπαξ και εσπάρη, ηύξησε τολμηρώς. Ήδη το 1910 εις το Ενδιμβούργον συνήλθε το Παγκόσμιον Ιεραποστολικόν Συνέδριον των Προτεσταντικών «εκκλησιών», όπου απεφασίσθη η οργάνωσις μιάς παγκοσμίου Χριστιανικής κινήσεως προς επίλυσιν θεμάτων πίστεως και εκκλησιαστικής τάξεως. Καθ’ ον χρόνον αυτή η κίνησις ωργανούτο, ενεφανίσθη, η κίνησις «Ζωή και Εργασία», καθήκον της οποίας ήτο η πραγματοποίησις της ενότητος των Χριστιανών, μέσω της αμοιβαίας συνεργασίας των εις θέματα καθημερινής ζωής (μία κίνησις δι’ ενότητα). Και αυταί αι δύο αποκλειστικώς Προτεσταντικαί κινήσεις εθεμελίωσαν, το «Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών» με έδραν του την Γενεύην. Εις αυτήν την συνέλευσιν, δυστυχώς, ήσαν παρόντες ωρισμένοι αντιπρόσωποι Ορθοδόξων Εκκλησιών, του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, της Αρχιεπισκοπής Ελλάδος και της Ρωσικής Μετροπόλια της Βορείου Αμερικής (τώρα γνωστής ως «Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αμερικής»).

Δυστυχώς, η Ορθοδοξία δεν αντεστάθη επί μακρόν εις αυτόν τον πειρασμόν του νεωτερισμού και της εκκοσμικεύσεως και συντόμως εμολύνθη υπ’ αυτού. Εκ των Ορθοδόξων Εκκλησιών, η πρώτη υποκύψασα εις τον οικουμενισμόν ήτο η του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Τούτο συνέβη ήδη τον Ιανουάριον του 1920 με την εγκύκλιον «Προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού». Αυτή η εγκύκλιος καλεί όχι μόνον τας τοπικάς Ορθοδόξους Εκκλησίας «Εκκλησίας», αλλά παρέχει την ονομασίαν αυτήν δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν, εις τας διαφόρους αιρετικάς ομολογίας. Εις αυτήν την αρχήν της εγκυκλίου ταύτης γράφεται, «η των διαφόρων Χριστιανικών Εκκλησιών προσέγγισις προς αλλήλας και κοινωνία ουκ αποκλείεται υπό των υφισταμένων μεταξύ αυτών δογματικών διαφορών…». Η εγκύκλιος καλεί προς κοινωνίαν και πραγματοποίησιν της πλήρους ενότητος· αι διάφοραι αιρετικαί ομάδες καλούνται «Εκκλησίαι, αι οποίαι δεν είναι ξέναι, αλλ’ οικείαι και συγγενείς εις ημάς εν Χριστώ και ομού μεθ’ ημών είναι συγκληρονόμοι και συμμέτοχοι των επαγγελιών εν Χριστώ Ιησού (Εφεσ. γ: 6). Ως πρώτον πρακτικόν βήμα, προς κατόρθωσιν αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αγάπης, εθεωρήθη αναγκαία δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν η αποδοχή του νέου (Γρηγοριανού) ημερολογίου, «προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανικών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών». Τούτο έγινεν αμέσως υπό του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (αργότερον επίσης υπό ωρισμένων τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών), αι οποίαι επλήρωσαν ακριβά δι’ αυτό: εσωτερικόν σχίσμα και εις την Εκκλησίαν και μεταξύ του λαού. Όμως, άλλαι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι αντεστάθησαν προς καιρόν εις αυτόν τον επικίνδυνον πειρασμόν. Ειδικώς, το Πατριαρχείον Μόσχας εξέφρασε την γνωστήν επιφύλαξιν σχετικώς με τον οικουμενισμόν. Η Συνάντησις των επισκόπων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών εις Μόσχαν από 8 – 18 Ιουλίου του 1948, επί τη ευκαιρία της επετείου των 500 ετών του αυτοκεφάλου της Ρωσικής Εκκλησίας, μαρτυρεί δι’ αυτό. Αντιπρόσωποι των Εκκλησιών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Γεωργίας, Βουλγαρίας, Πολωνίας, Τσεχοσλαβακίας και Αλβανίας, συμμετείχαν εις την Συνάντησιν αυτήν. Οι αντιπρόσωποι αυτών των Εκκλησιών απέρριψαν συμμετοχήν εις την παγκόσμιον οικουμενικήν κίνησιν και εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών, το οποίον μόλις εθεμελιούτο, την κατεδίκασαν ως αίρεσιν. Όμως, αυτός ο ζήλος δια την υπεράσπισιν της Θείας Αληθείας της Εκκλησίας, δεν διήρκεσεν επ’ αρκετόν, δυστυχώς. Τέσσαρα έτη μόνον μετά την ίδρυσιν του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας εξέδωσε το 1952 μίαν εγκύκλιον, η οποία προσεκάλει όλους τους προκαθημένους των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών να ενταχθούν εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών. Παρά το γεγονός, ότι τοιαύται προσκλήσεις ήσαν κοιναί και μη εκκλησιαστικαί (δια παράδειγμα, περιέχουν φράσεις ως: «οι λαοί και τα έθνη εργάζονται εντατικώς δια την προσέγγισιν αυτών προς από κοινού αντιμετώπισιν των απασχολούντων την ανθρωπότητα σύμπασαν μεγάλων προβλημάτων»), ωρισμέναι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι κατά το έτος αυτό έσπευσαν να ενταχθούν εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών. Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ήρχισε να αποστέλη τους μονίμους αντιπροσώπους του εις την έδραν του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών εις Γενεύην. Το 1959 η Κεντρική Επιτροπή του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών συνηντήθη με τους αντιπροσώπους όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών δια διαβουλεύσεις εις την νήσον Ρόδον. Από εκείνην την στιγμήν, πρέπει να θεωρηθή ότι ο οικουμενισμός εισέδυσεν εις την Ορθοδοξίαν και, καρκινογόνος όγκος, ήρχισε να την κατατρώγη εκ των ένδον. Μετά την συνάντησιν εις Ρόδον, οι Ορθόδοξοι φαίνεται ότι ήρχισαν να συναγωνίζωνται, ποίος να είναι πλέον οικουμενιστής των υπολοίπων. Από του 1961, οι Ορθόδοξοι οικουμενισταί ήρχισαν να συγκαλούν σειράν συνεδρίων με σκοπόν την πραγματοποίησιν των οικουμενιστικών προγραμμάτων και σκοπών. Ούτω, το 1964, συνεκλήθη εις Ρόδον η Γ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις, όπου ελήφθη η απόφασις προς εγκαθίδρυσιν διαλόγων μετά των αιρετικών «επί ίσης βάσεως» και εκάστη τοπική Ορθόδοξος Εκκλησία υπεχρεώθη να διατηρή κεχωρισμένως «αδελφικάς σχέσεις» με αιρετικούς. Ο κύριος ηγέτης όλων αυτών των οικουμενιστικών παιγνιδίων ήτο ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, ο οποίος ήρχισε συνεχείς συναντήσεις με τον Πάπαν, διαπραγματεύσεις επί της αμοιβαίας άρσεως των αναθεμάτων του 1054, κοινάς προσευχάς και ούτω καθ’ εξής. Κατόπιν, οι διάδοχοι και οι βοηθοί του, ο Αμερικής Ιάκωβος και ο Αυστραλίας Στυλιανός, ο Ελβετίας Δαμασκηνός και πολλοί άλλοι, έχουν ακολουθήσει την ιδίαν οδόν. Άλλοι αντιπρόσωποι, των διαφόρων τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, ενεργούν επίσης συμφώνως προς αυτό το οικουμενιστικόν σχέδιον, έστω και αν αι πράξεις των ουδέν κοινόν έχουν με την διδασκαλίαν και τους κανόνας των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Τα όρια, τα εγκαθιδρυθέντα υπό των Αγίων Πατέρων μας, έχουν παραβιασθή, τα όρια μεταξύ αληθείας και ψεύδους, φωτός και σκότους, Χριστού και Βελίαρ. Ο κύριος στόχος όλων αυτών των υπερεκχειλισμένων συναισθημάτων (ουσιαστικώς πρόκειται περί καθαράς υποκρισίας), είναι η επιθυμία όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί να μάθουν την «αλήθειαν», ότι είναι αδελφοί εν Χριστώ και μέλη της μιάς και αληθούς Εκκλησίας ομού μετά των ετεροδόξων. Τούτο είναι το συζητήσιμον εις τας συναντήσεις, συνδιασκέψεις, το γραφόμενον εις τας εφημερίδας, τα περιοδικά, τα βιβλία, το ακουόμενον εις το ραδιόφωνον και εις την τηλεόρασιν. Πάντα ταύτα απαιτούνται δια να οδηγηθώμεν εις το «κοινόν ποτήριον», την κοινωνίαν μεταξύ ημών, το οποίον αποτελεί τον θεμελιώδη σκοπόν του «διαλόγου της αγάπης». Πάντα ταύτα, συμφώνως προς τον π. Ιουστίνον Πόποβιτς, αποτελούν την προδοσίαν του Ιούδα, την τρομεράν προδοσίαν του Κυρίου Ιησού Χριστού και ολοκλήρου της Εκκλησίας Του.

Ακολουθούσα το παράδειγμα των άλλων τοπικών Εκκλησιών και με αναφοράν εις το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως, η Σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία εξ αρχής προσεπάθησε να «συμβαδίζη» με τους καιρούς. Παρά το γεγονός, ότι δεν απετέλει ακόμη κανονικόν μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, ήρχισε να εγκαθιδρύη επαφάς και συνδέσεις με αυτό το «συμβούλιον της αιρέσεως», όπως το είχε αποκαλέσει ο π. Ιουστίνος, ήρχισε να δέχεται αντιπροσώπους του Π.Σ.Ε., πρώτον ως πρόσωπα, τα οποία ήσαν βοηθοί απεσταλμένοι, ως οι Μessers Tobias, Maxwell, Mme. Meyhoffer, και τελικώς τον Γενικόν Γραμματέα κ. Βίσερ Τούφτ. Είναι αληθές, ότι η Σερβική Εκκλησία δεν είχεν επίσημον αντιπρόσωπον-παρατηρητήν εις την Δευτέραν Συνέλευσιν του Π.Σ.Ε. εις Έβανστον, εν Αμερική, αλλά εις την Τρίτην Συνέλευσιν εις Νέον Δελχί το 1961 είχεν αντιπροσωπείαν εκ τριών μελών (με επί κεφαλής τον Επίσκοπον Βησσαρίωνα). Εις αυτήν την συνέλευσιν συνεζητήθη το θέμα της συμμετοχής των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις αυτήν την κίνησιν. Προδήλως, υπό την πίεσιν της κομμουνιστικής εξουσίας το Πατριαρχείον Μόσχας, και μετ’ αυτού αι Εκκλησίαι των κρατών-δορυφόρων, έγιναν μέλη του Π.Σ.Ε. Ούτω, τα Πατριαρχεία Μόσχας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Ρουμανίας και αι Μητροπόλεις Πολωνίας και Τσεχοσλαβακίας έγιναν μέλη του Π.Σ.Ε. Η Σερβική Εκκλησία έγινε μέλος του Π.Σ.Ε. δια της «όπισθεν θύρας», απαρατηρήτως, ανεπισήμως, κατά τον ακόλουθον τρόπον. Ο Γενικός Γραμματεύς Βίσερ Τούφτ ήλθε δι’ επίσκεψιν και έκαμε μίαν προσφοράν εις την Σερβικήν Εκκλησίαν να γίνη μέλος, χωρίς οιανδήποτε υποχρέωσιν να υπογράφη θεολογικά κείμενα, τα οποία θα ήσαν ενδεχομένως δογματικώς και κανονικώς αθεμελίωτα. Η Σύνοδος, με επί κεφαλής τον Πατριάρχην Γερμανόν, απεφάσισε να ενωθή με το Π.Σ.Ε. Η απόφασις αυτή έγινεν αποδεκτή και επεκυρώθη εις συνάντησιν της Κεντρικής Επιτροπής του Π.Σ.Ε. κάπου εις την Αφρικήν το 1965! Από τότε η Σερβική Εκκλησία, όπως ακριβώς αι άλλαι τοπικαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, έχει γίνει τμήμα του Π.Σ.Ε. Δια των Επισκόπων και θεολόγων μας, ηρχίσαμεν να λαμβάνωμεν μέρος εις όλας τας διασκέψεις, συνελεύσεις, συναντήσεις, προσευχητικάς συναθροίσεις και ο,τιδήποτε άλλο το Π.Σ.Ε. εσοφίζετο και συνεφωνούσαμεν εις όλα δίχως συζήτησιν. Ως αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας, η Σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία ελάμβανεν από καιρού εις καιρόν υλικήν βοήθειαν από το Π.Σ.Ε., όπως φάρμακα, υποτροφίας, ταξίδια εις Ελβετίαν, οικονομικάς επιδοτήσεις, π.χ. δια την κατασκευήν του νέου κτιρίου της θεολογικής σχολής. Δι’ αυτά τα ψιχία βοηθείας έχομεν απολέσει εις την πνευματικήν σφαίραν την καθαρότητα της πίστεως, την κανονικήν κληρονομίαν της Εκκλησίας και την πιστότητα εις την ιεράν Παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η παρουσία αντιπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις τας διαφόρους οικουμενιστικάς συναθροίσεις ουδεμίαν κανονικήν δικαίωσιν έχει. Δεν πηγαίνομεν εκεί δια να ομολογήσωμεν θαρραλέως, ανοικτώς και απαρασαλεύτως την αιώνιον και αναλλοίωτον αλήθειαν της Ορθοδόξου Πίστεως και Εκκλησίας, αλλά δια να προβώμεν εις συμβιβασμούς και, περισσότερον ή ολιγώτερον, να συμφωνήσωμεν εις όλας τας αποφάσεις και σχηματισμούς, τους οποίους μάς προσφέρουν οι μη ορθόδοξοι. Δια τοιούτων πράξεων εφθάσαμεν εις το Βελεμένδιον, εις το Σαμπεζύ και εις την Ασσίζην, εφ’ όσον πάντα ταύτα ομού περιλαμβάνουν απιστίαν και προδοσίαν της Αγίας Ορθοδόξου Πίστεως. Καθ’ όλην αυτήν την περίοδον των πτώσεων και ακόμη της απωλείας της Εκκλησίας του Αγίου Σάββα, μία μόνον και μοναδική φωνή ηκούετο, η φωνή του Αρχιμανδρίτου Ιουστίνου του Τσέλιε (+ 1979), όστις μόνος απέμεινεν η ασάλευτος και άγρυπνος συνείδησις της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ήτο αυτός, όστις βαθέως ησθάνετο και λειτουργικώς εβίωνε το αποστολικόν και πατερικόν πνεύμα της αληθείας και έγραφε σχετικώς με το «κατόρθωμα» του Πατριάρχου Αθηναγόρου: «Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Αυτός με την νεοπαπιστικήν συμπεριφοράν του εις τους λόγους και εις τας πράξεις σκανδαλίζει επί μίαν ήδη δεκαετίαν τας Ορθοδόξους συνειδήσεις, αρνούμενος την μοναδικήν και πανσωστικήν αλήθειαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας και Πίστεως, αναγνωρίζων τον Ρωμαίον Άκρον Ποντίφηκα με όλην την δαιμονικήν αντιεκκλησιαστικήν υπερηφάνειάν του…». Οι λόγοι αυτοί εκφράζουν καθαρώς μίαν ώριμον, ειλικρινή, πατερικήν άποψιν και σχέσιν προς τον αιρετικόν πατριάρχην και επίσης μίαν ακριβή διάγνωσιν των βασικών σκοπών της Κωνσταντινουπόλεως, (εφ’ όσον) οι διάδοχοι του Πατριάρχου Αθηναγόρου έως της σήμερον ενεργούν κατά τον ίδιον τρόπον εν σχέσει με την Ρώμην, με την σιωπηράν έγκρισιν των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Και τι θα έλεγε σήμερον ο π. Ιουστίνος; Το μόνον καλό το οποίον ημπορεί να ευρεθή από όλην αυτήν την υπόθεσιν, είναι ότι οι επίσημοι αντιπρόσωποί μας και συμμέτοχοι εις τας διαφόρους οικουμενιστικάς συναθροίσεις, όταν επιστρέφουν οίκαδε, δεν γράφουν τίποτε δι’ αυτάς, και δεν αποκαλύπτουν εις τον εκκλησιαστικόν τύπον ό,τι θα εδηλητηρίαζεν τον Ορθόδοξον λαόν. Συνεχώς, ακόμη και ημείς οι επίσκοποι, συνηγμένοι εν Συνόδω, φεύγομεν χωρίς να ενημερωθώμεν από τους ιδίους τους επισκόπους μας, οι οποίοι μάς αντιπροσωπεύουν, πράγμα το οποίον θεωρώ εντελώς απαράδεκτον. Έχοντες κατά νουν αφ’ ενός, ό,τι ήδη ελέχθη, και αφ’ ετέρου τον αιώνιον και αλάνθαστον λόγον του Ευαγγελίου, «παν δένδρον εκ των καρπών αυτού επιγνώσεσθε», είναι εύκολον να καταλάβωμεν τι πρέπει να κάμωμεν. Ήδη εις αυτήν την συνεδρίασιν πρέπει να αποφασίσωμεν: Η Σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία να αποσυρθή από το Π.Σ.Ε. και από όλους τους ομοίους οργανισμούς (όπως το Συμβούλιον ευρωπαϊκών Εκκλησιών κ.ά.) και να θέσωμεν τέλος εις την συμμετοχήν της εις οικουμενιστικάς και αθεϊστικάς εκδηλώσεις. Αυτό πρέπει να γίνη δια τους εξής λόγους:                                                1. Από υπακοήν εις τον άγιον Απόστολον Παύλον, όστις συμβουλεύει και επιτάσσει: Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού.                              

2. Τούτο (η συμμετοχή) ευρίσκεται εν ασυμφωνία με όλους τους ιερούς κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έναντι των οποίων έχομεν αμαρτήσει θανασίμως.                                                                                          

3. Δεν υπάρχει ουδέ εις των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, όστις θα εδικαίωνε την ένωσιν και παραμονήν μας εις τον μη εκκλησιαστικόν οργανισμόν του Π.Σ.Ε. και άλλων ομοίων προς αυτόν.                            

4. Δια την σωτηρίαν των ψυχών μας, των ψυχών του ποιμνίου, το οποίον μάς ενεπιστεύθη και το οποίον έχομεν καιρίως σκανδαλίσει και βλάψει από την παραμονήν μας εις τον οικουμενισμόν, ως επίσης και δια την σωτηρίαν εκείνων, οι οποίοι ευρίσκονται ακόμη εκτός της κιβωτού της σωτηρίας, της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, και τους οποίους η αποφασιστική και καθαρά πράξις μας, δύναται να τους βοηθήση εις την αναζήτησίν των δια σωτηρίαν και δι’ αλήθειαν, πράγμα το οποίον δεν επιτυγχάνει μία υποχωρητική και άθεος συντροφικότης με τον οικουμενισμόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: