ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

«Ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας, εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή· ώρα ην ωσεί έκτη. Έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. Λέγει αυτή ο Ιησούς, δος μοι πιείν» (Ιωάν. δ: 6 – 7).                                                          

Εύκαιρον να είπω μετά του Δαβίδ· «καθήλωσον εκ του φόβου σου τας σάρκας μου, από γαρ των κριμάτων σου εφοβήθην» (Ψαλμ. ριη: 120). Ποίον πρότερον και ποίον ύστερον από τα μυστηριώδη κρίματα, άτινα φαίνονται εις την σημερινήν ιστορίαν του Ευαγγελίου να συλλογισθή ο άνθρωπος και να μη θαυμάση; Την κάμινον της φιλανθρωπίας του γλυκυτάτου μας Ιησού ή το βάθος των κριμάτων της συγκαταβάσεως Αυτού; Τις να μη εκπλαγή, όταν βλέπη τον μονάρχην του παντός, την Πηγήν πάσης σοφίας, να κάθηται πλησίον μιας μικράς και γηϊνης πηγής; Τις να μη φοβηθή, όταν βλέπη την ζώσαν και παρεκτικήν πάσης ζωής Πηγήν καθημένην εις μίαν νεκράν πηγήν; Της χάριτος πάσης η Πηγή συγκαταβαίνει να καθίση εις την πηγήν του ύδατος και τις να μη φρίξη; Εις την πηγήν του Ιακώβ έρχεται ιδρωμένος, απηυδησμένος από την πολλήν οδοιπορίαν ώρα έκτη εν τω μέσω της ημέρας, εις το σφοδρότατον καύμα του ηλίου, η Πηγή πάσης αναπαύσεως, δια να εύρη αναψυχήν, άνεσιν εις τους κόπους και ιδρώτας. Τις λοιπόν να μη εκπλαγή εις την τόσην του Σωτήρος ημών Θεού συγκατάβασιν;

Εάν δε συλλογισθής όχι μόνον ότι πεζός ο ανενδεής Θεός περιπατεί τόσην οδοιπορίαν αλλά και κάθηται πενιχρώς, πτωχικώς εις το έδαφος της γης, και καταδέχεται όχι μόνον να ίδη, αλλά και να συνομιλήση με γυναίκα πόρνην και να ζητήση ύδωρ εις παρηγορίαν της δίψης Του, η τοσαύτη συγκατάβασις τίνος νουν και ψυχήν δεν ήθελε συνταράξει; Ποίον δεν ήθελε παρακινήσει εις θαύμα και έκπληξιν; Καταδέχθησαν πολλοί βασιλείς και μεγιστάνες να συνομιλήσωσι με παραμικρούς ανθρώπους, αλλά κρύπτοντες πρότερον την βασιλικήν μεγαλοπρέπειαν εντός φορεμάτων πτωχικών και ταπεινών, δια να φαίνεται ότι το όμοιον μετά του ομοίου συνομιλεί, το σχήμα της πτωχείας και της ταπεινότητος, με πενιχρόν και ιδιώτην. Αλλ’ εδώ εις την σημερινήν συγκατάβασιν ο Κύριός μας, ύστερον αφού εζήτησεν ύδωρ να πίη, αφού συνωμίλησε με την πενιχράν και πόρνην Σαμαρείτιδα, αφού έδειξεν εαυτόν κοπιασμένον, ιδρωμένον, πενιχρώς καθήμενον, ζητεί ποικιλοτρόπως να φανερώση την μεγαλοπρέπειαν την εσωτερικήν, σπουδάζει ν’ ανοίξη τους οφθαλμούς της πόρνης, να ίδη ποίος Βασιλεύς ανενδεής είναι Αυτός όστις κάθηται ούτω επί του εδάφους της γης, ποίος μονάρχης του παντός είναι Αυτός όστις μόνος άνευ τινός υπερασπιστού κάθηται εις το χείλος της πηγής ως δούλος! Ταύτην όλην την εσωτερικήν Αυτού παντοδυναμίαν, την θεότητα, την σοφίαν θέλων να ξεσκεπάση ο μεγαλοπρεπέστατος Ιησούς, έλεγεν: «Ει ήδεις την δωρεάν του Θεού, και τις εστιν ο λέγων σοι» (Ιωάν. δ: 10)· Ταύτα θέλων να φανερώση, δεικνύει ότι είναι καρδιογνώστης, με το «πέντε γαρ άνδρας έσχες και νυν, ον έχεις, ουκ έστι σου ανήρ» (αυτόθι 18). Αυτά τα κρίματα της συγκαταβάσεως και φιλανθρωπίας τις να μη φρίξη; Τις να μη φοβηθή; Επειδή πάντα υπομένει, πάντα καταδέχεται και το να διψήση και να ζητήση ύδωρ από πόρνην και να μη πίη. Όθεν έλεγεν εις τους Μαθητάς: «Εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ην υμείς ουκ οίδατε» (αυτόθι 32). Πάντα δεύτερα θεωρεί έμπροσθεν εις την ανθρωπίνην σωτηρίαν. Επειδή προ πάντων, και από αυτήν ακόμη την ιδίαν Του ζωήν, την σωτηρίαν του ανθρώπου και τιμά και αγαπά και τούτο δίδει εις εμέ την αφορμήν να φωνάξω: «Από γαρ των κριμάτων σου εφοβήθην» (Ψαλμ. ριη: 120). Διότι ο Θεός ημάς πρώτον αγαπά, ενώ ημείς τον αγαπώμεν υστερώτερα από όλα τα άλλα. Δια να μάθης λοιπόν, ότι πρώτος από όλα πρέπει να αγαπάται ο Θεός, πρόσεχε. Ανίσως υπάρχει και άλλο πράγμα, το οποίον να παρακινή την ψυχήν εις αγάπην άλλου, όμως ένα από αυτά είναι και το να γνωρίση κανείς, ότι εκείνος τον οποίον πρόκειται να καταστήση υποκείμενον της αγάπης του φροντίζει παντοιοτρόπως, ακόμη και με ευεργεσίας και με χαρίσματα πολλά να κερδήση την αγάπην του και το μεγαλύτερον, ότι δια να επιτύχη τούτο ηθέλησε να γίνη όμοιος με αυτόν, ως γνωρίζων, ότι παν το ανόμοιον είναι και ακοινώνητον. Ταύτα τα αίτια της αγάπης ή σπανίως ευρίσκονται εις τινα, ή εις ουδέν υποκείμενον ευρίσκονται, ειμί εις τον Θεόν μόνον. Αυτός είναι Εκείνος όστις και με ευεργεσίας μεγάλας και ασυγκρίτους και με δωρεάς ακαταλήπτους σύρει κάθε λογικήν ψυχήν εις την αγάπην Του, Αυτός είναι Εκείνος όστις δια να ποιήση εαυτόν υποκείμενον πρώτον και καθ’ αυτό της αγάπης του ανθρώπου, εποίησεν εαυτόν όμοιον με τον άνθρωπον και τοιουτοτρόπως αν ήτο δυνατόν να υποστή πάθος η θεότης, ήθελες είπει, ότι και με πολλήν Του ζημίαν, με πολλήν Του εξουθένωσιν και με άκραν ταπείνωσιν έκαμε τούτο. Δια να πληροφορηθής τούτο, ύψωσε τον νουν σου εις τους καιρούς και χρόνους τους προ της ενσάρκου οικονομίας και βλέπε εκεί τον Θεόν, ότι ήτο τρομερός και απρόσιτος. Όθεν το γένος του Ισραήλ, φοβούμενοι μήπως φύγη η ψυχή από το σώμα των και παγώση το αίμα των εις τας φλέβας των, όταν τους συνομιλήση ο Θεός, έλεγον εις τον Θεόπτην Μωϋσήν: «Λάλησον συ ημίν, και μη λαλείτω προς ημάς ο Θεός, μη αποθάνωμεν» (Εξ. κ: 19). Βλέπε Αυτόν μετά την σάρκωσιν, πόσον έγινε προσιτός, πόσον έγινε γλυκύς, τον οποίον όσοι ήθελον γνωρίσει, δυσκόλως εχωρίζοντο απ’ Αυτού. Όθεν και οι Απόστολοι, οι πρώτοι ερασταί του όντως εφετού, ερωτώμενοι, αν επιθυμούν να χωρισθώσιν απ’ Εκείνον, έλεγον: «Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα; Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» (Ιωάν. στ: 68). Βλέπε Αυτόν πρότερον, ότι ήτο όχι μόνον αόρατος, αλλά και απερίγραπτος και αψηλάφητος. Όθεν εις τον Μωϋσήν, τον ηγαπημένον Του φίλον, ζητούντα να ίδη το πρόσωπόν Του, έλεγεν: «Ου δυνήση ιδείν το πρόσωπόν μου» (Εξ. λγ: 20) αλλ’ υστερώτερον και ορατός έγινε και ψηλαφητός και περιγραπτός, καθώς μαρτυρεί με τα ίδια αυτού χείληη ηγαπημένος των Μαθητών, λέγων: «Ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν» (Α΄ Ιωάν. α: 1). Βλέπε Αυτόν ότι τότε εδείκνυε τον εαυτόν του Δεσπότην και Αυτοκράτορα, όχι μόνον του ουρανού, αλλά και της γης· «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψαλμ. κγ:1), καθώς έψαλλεν ο Προφητάναξ. Ύστερον έγινε πτωχός και ενδεής και τόσον απερριμμένος, ώστε δεν συστέλλεται να λέγη ο ίδιος, ότι δεν έχει τόπον να κατοικήση, ούτε κλίνην να αναπαυθή. «Αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη» (Ματθ. η: 20). Εις εκείνους τους πρώτους χρόνους τον ευρίσκεις δοτήρα και χορηγόν πάσης τροφής και τροφέα πάσης πνοής, καθώς τον κηρύττει ο ψαλμογράφος· «Επισιτισμόν απέστειλεν αυτοίς εις πλησμονήν» (Ψαλμ οζ: 25)· υστερώτερον ήλθεν εις τόσην ένδειαν, ώστε να πεινά και Αυτός ο ίδιος· «Νηστεύσας ο Κύριος ημέρας τεσσαράκοντα, ύστερον επείνασε» (Ματθ. δ:2)· εις τους πρώτους χρόνους θέλεις ίδει Αυτόν, ότι ήτο εις άνεσιν και κατάπαυσιν· «Και κατέπαυσεν ο Θεός τη ημέρα τη εβδόμη από πάντων των έργων Αυτού» (Γεν. β: 2)· αλλά σήμερον βλέπε Αυτόν, όπως τον περιγράφει ο ειδικός εξ απορρήτων, κοπιασμένον, ιδρωμένον και διψασμένον· «Ο δε Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας, εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή» (Ιωάν. δ: 6). Ω, γλυκύ μου πράγμα και όνομα Ιησού (αφήσατέ με να συνομιλήσω μαζί Του)! πόθεν εις Σε εγεννήθησαν τόσοι κόποι, πόθεν προεξενήθησαν τόσοι ιδρώτες; Οι ιδικοί Σου Άγγελοι, τα ιδικά Σου ουράνια πνεύματα, αποστελλόμενα εδώ και εκεί, υπηρετούσι τα ιδικά Σου νεύματα, χωρίς ποτέ να τολμήση τις να είπη όχι ότι ίδρωσεν, αλλ’ ουδέ ότι εκοπίασε· Συ δε ο Δεσπότης των Αγγέλων, ο Δημιουργός εκείνων των Δυνάμεων και κοπιάζεις και ιδρώνεις; Οι αστέρες οι τους ουρανούς αδιακόπως περιτρέχοντες δεν εκοπίασαν, Συ δε ο Πλάστης των ουρανίων τούτων σωμάτων κάθησαι κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας; Τα στοιχεία οι υπηρέται τούτου του παντός, το πυρ το πάντοτε καίον, ο αήρ ο αείποτε πνέων, το ύδωρ το αενάως τρέχον, η γη η βλαστάνουσα, κοπους δεν εδοκίμασεν, Συ δε ο Ποιητής και της γης και του ύδατος και του αέρος και του πυρός κοπιάζεις; Πόθεν αύτη Σου η πτωχεία, διατί η τόση συγκατάβασις; Προς τι τέλος να φαίνεσαι αδύνατος ο παντοδύναμος; Πεινασμένος, η τροφή πάντων; Ασκεπής και ξένος, ο θρόνον έχων τον ουρανόν; Περιγραπτός, ο απερίγραπτος; Τοσούτον ταπεινός, ο ποτέ φοβερός και απρόσιτος; Όλα ταύτα τα υπέμεινε δια να γίνη όμοιος με τον άνθρωπον και αφού γίνη να τον αγαπήση, επειδήτο όμοιον αγαπά το όμοιον και παν το ανόμοιον είναι ακοινώνητον. Aναγινώσκομεν εις το β΄ κεφάλαιον της Γενέσεως, ότι ο Θεός, λαβών την πλευράν του Αδάμ, έπλασε την Εύαν και εκείνο το κενόν μέρος όπερ έμεινεν εις την πλευράν του Αδάμ το συνεπλήρωσε με σάρκα· ανεπλήρωσε σάρκα αντί σαρκός. Τούτο το οποίον φαίνεται εις ημάς πράγμα ταπεινόν, εις τους οφθαλμούς του ουρανοβάμονος Παύλου φαίνεται μυστήριον μεγάλον και δυσθεώρητον. Όθεν προς Εφεσίους έλεγε· «Το μυστήριον τούτο μέγα εστίν, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν» (Εφεσ. ε: 32). Τούτο δε, διότι η πλευρά την οποίαν έδωσεν ο Αδάμ ήτο φυσικά σκληρά και στερεά, η δε σάρξ, την οποίαν έλαβεν, ήτο βεβαίως ασθενής και χαύνη. Τοιουτοτρόπως και ο δεύτερος Αδάμ θέλων να δείξη σήμερον, ότι αυτός έδωσε μεν την στερεάν πλευράν εις την Εκκλησίαν, έλαβε δε την ασθενή σάρκα και χαύνην, κοπιάζει και ιδρώνει, δια να ίδης τι έδωσε και τι έλαβε, δια να γίνη όμοιος με τον άνθρωπον. Δια να τον γνωρίσης πρώτον υποκείμενον της αγάπης σου, διότι δεν άφησε ουδεμίαν πτωχείαν, ουδεμίαν σου ταπείνωσιν να μη την μιμηθή. Ακόμη και αυτάς τας τιμωρίας και αυτά τα παιδευτήρια της ιδικής σου αμαρτίας καταδέχεται ο αναμάρτητος, μόνον δια να γίνη όμοιος κατά πάντα με σε· «Εν ιδρώτι του προσώπου σου» (Γεν. γ: 19) ήκουσεν ο πρώτος Αδάμ μετά την αμαρτίαν, εις τιμωρίαν της αχαριστίας του δέχεται ο δεύτερος της κατάρας εκείνης τους κόπους και ιδρώτας· και τις να μη τον αγαπήση ως πρώτον υποκείμενον πάσης αγάπης; Υπάρχει συνήθεια εις τους νομίμους γάμους να χαρίζη ο νυμφίος εις την νύμφην και η νύμφη εις τον νυμφίον σημείον της ενότητος και ότι οι δύο είναι εν και κατά πάντα όμοιοι. Τούτο φαίνεται να ηκολούθησεν εις τον Υιόν του Θεού και εις την ανθρωπίνην φύσιν, καθώς ο Ευαγγελιστής γράφει· «Ωμοιώθη η Βασιλεία των Ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις εποίησε γάμους τω υιώ αυτού» (Ματθ. κβ: 2). Αλλά θέλεις θαυμάσει, όταν ίδης την πτωχείαν της νύμφης, πλην ο Νυμφίος, πλούσιος ων, της εχάρισεν υψηλά και μεγάλα χαρίσματα, το πλήρωμα της σοφίας Του, από τον ακένωτον πλούτον της αγιότητός Του και αντί τούτων ποία σημεία έλαβεν από την νύμφην; Την πτωχείαν, την ασθένειαν, κόπους και ιδρώτας, καθώς τον βλέπεις σήμερον καθήμενον επί την πηγήν, ωσεί έλαφον επί τας πηγάς των υδάτων. Πληγωμένος από την αγάπην της σωτηρίας της νύμφης καταφρονεί και αυτήν την σωματικήν δίψαν και πείναν, δια να δώση εις σε αφορμήν να γνωρίσης πόσα Εκείνος κατεδέχθη, δια να γίνη όμοιος με σε, δια να γίνη πρώτον υποκείμενον της αγάπης σου. Πόσα υποφέρει δια να γνωρίσης, ότι προ πάντων την ιδικήν σου σωτηρίαν ηγάπησεν. Δια να μη εύρη τόπον μέσα εις ταύτην την μεγάλην οικοδομήν του παντός το χάος, όπερ σημαίνει σύγχυσιν και ταραχήν των πραγμάτων, διώρισεν άνωθεν και εξ αρχής ο Θεός τους τόπους εκάστου πράγματος. Όθεν η γη επέχει τον κατώτατον τόπον, επ’ αυτής επινήχεται το ύδωρ και άνωθεν αυτού ο αήρ· τον ανώτατον τόπον έχει το πυρ. Εις πολλούς έρωτας κίνδυνος ακολουθεί μέγας μήπως και συμβή το χάος, το οποίον ακολουθεί συνήθως εκείνους, οίτινες δεν φυλάττουσι την τάξιν της αγάπης. Αδικείται η προς τον Θεόν αγάπη, αν δεν έχη τον ανώτατον τόπον εντός της ψυχής σου. Κατά την ουσίαν εκάστου πρέπει να είναι και ο τόπος της αγάπης Του. Πρώτος λοιπόν προ πάντων αγαπητέος ο Θεός. Αγαπάς τους γονείς; Επαινετή η αγάπη σου αύτη· αγαπάς τους υιούς και θυγατέρας σου; Αυτό ζητεί η ευσέβεια. Βλέπε όμως καλά μήπως ο προς τον Θεόν έρως ευρεθή κατώτερος αυτής της συγγενικής σου αγάπης και τότε ακολουθεί το χάος, η σύγχυσις των τόπων, επειδή Εκείνος όστις έπρεπε να είναι πρώτος, έγινεν ύστερος. Εκείνος όστις έδωκε τον έρωτα της νύμφης, έδωκε και τάξιν, δια τούτο και λέγει· «Τάξατε επ’ εμέ αγάπην» (Άσμα β: 4). Η διάκρισις των εφετών δεν προέρχεται εκ της αισθήσεως, αλλ’ εκ της τιμής των υποκειμένων, διότι τούτο είναι μάλλον εραστόν, το και μάλλον τίμιον. Φαίνεται εις την αίσθησιν ο πεπυρακτωμένος σίδηρος, ότι έχει τους αυτούς βαθμούς της θερμότητος με το πυρ, όμως πολλούς βαθμούς θέλει να φθάση αυτό και να φαίνεται και εις την αίσθησιν το αυτό, η αλήθεια όμως το ελέγχει, ότι δεν είναι το αυτό. Νομίζεις ότι η αγάπη, την οποίαν έχεις προς τον Θεόν, είναι η πρώτη και από αυτήν την προς τον πατέρα σου· όμως είναι ψευδής η γνώμη σου αύτη, εφ’ όσον εις μεν τον θάνατον του πατρός σου στενάζεις και δακρύεις, εις δε τον θάνατον του Χριστού ξηροί και άνικμοι ίστανται οι οφθαλμοί σου. Δεν χρειάζονται παρηγορητήν δια να κρατήσουν τα δάκρυα. Λοιπόν, πως δύνασαι να είπης ότι ο προς Χριστόν έρως είναι μεγαλύτερος από εκείνον, τον οποίον έχεις προς τον πατέρα σου; Εκείνος είναι ξηρός και χωρίς δάκρυα, ούτος ο του πατρός σου μαρτυρείται με πολλά δάκρυα. Λοιπόν ήλλαξες την τάξιν των τόπων. Κάτωθεν της αγάπης των γονέων έθεσες την αγάπην του Θεού, έγινε το χάος, ηκολούθησεν η σύγχυσις, δια να μη είπω αδικία και ιεροσυλία η εσχάτη και καταφρόνησις η μεγίστη προς τον Θεόν. Επειδή ήρπασες τον τιμιώτερον και υψηλότερον τόπον της καρδίας, τον οποίον ζητούσιν όλα τα δίκαια, δια να τον έχη η προς τον Θεόν αγάπη, και τον έδωσες εις τους συγγενείς, εις την σάρκα. Εις αυτήν την ιεροσυλίαν ακόλουθον είναι και το έγκλημα της αχαριστίας και αναισθησίας, επειδή έχεις δεύτερον εις την αγάπην εκείνο το οποίον εστάθη πρώτον εις τας ευεργεσίας. Δεν γνωρίζεις το πρώτον εφετόν το μάλλον αξιέραστον. Βλέπε εις τας πλάκας του Νόμου και μιμήσου να φυλάξης την τάξιν εκείνων εις τας πλάκας της καρδίας σου. Έστησεν ο Θεός έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς σου τας πλάκας εκείνας, όχι μόνον προς ανάγνωσιν των γεγραμμένων, αλλά και προς τήρησιν αυτών. Πρώτον κεφάλαιον του Νόμου η προς τον Θεόν αγάπη· βλέπε να μη πράξης ύστερον εκείνο το οποίον έγραψεν ο δάκτυλος του Θεού πρώτον. Γυρίζεις άνω και κάτω την τάξιν, αν τελευταίος αγαπάται ο Θεός από σε. Τάλλα όσα σε παρακινεί το αίμα και η φύσις να αγαπάς, ας έχωσιν εντός της καρδίας σου εκείνην την τάξιν, την οποίαν εθέσπισεν ο Θεός. Του Θεού είναι όλα τα πρωτεία, πάσα πατριά εν ουρανώ και εν τη γη· ας έχη λοιπόν αυτό το προνόμιον και μέσα εις την ψυχήν σου, ει δ’ άλλως έκαμες εχθρόν και Αυτόν και τους εν τω ουρανώ και εν τη γη. Άνθρωπος ο πατήρ, αλλά δεν έχει αφ’ εαυτού το ότι είναι άνθρωπος, αλλά δια να γίνη εις σε αρχή του είναι, έλαβε δύναμιν εξ Εκείνου, του Θεού, του οποίου και αυτός ο ίδιος ο πατήρ σου ποίημα και πλάσμα είναι. Γνώρισον λοιπόν πόθεν είναι η αρχή σου. Αφήνω να λέγω ότι το ευ είναι απ’ Εκείνον βέβαια, τον Θεόν, ο οποίος ήθελε και εχάριζεν, έλαβες συ το ζην. Πρώτος είναι ο Θεός εις το δώρον, πρώτος ας είναι και εις την αγάπην. «Ποίος δεν καταφρονεί το χείρον, χάριν του κρείττονος»; Και χείρα σηπομένην και άλλα πολλά μέλη του σώματος και με έξοδα και με πόνους πολλούς, πολλάκις η αίσθησις μαρτυρεί ότι έκοψεν, δια να φυλάξωσι τα υγιά μέλη. Και έμπορον γνωρίζω, όστις τα συνηγμένα με πολλούς κόπους και ιδρώτας χάριν της ζωής του τα έρριψεν εις την θάλασσαν. Και «Κράτης Κράτητα» βοά ότι «ελευθεροί». Τι τιμιώτερον, τι σωστικώτερον, τι ευεργετικώτερον του Θεού; Ουδέν δύναται να παραβληθή προς σύγκρισιν Αυτού. Πρώτος κατά την ουσίαν, κατά την αγαθότητα, κατά τας ευεργεσίας και κατά πάσαν συγγένειαν είναι ο Θεός· πρώτος λοιπόν ας είναι και εις την αγάπην. Δεν ηδυνήθη ο Εωσφόρος να βλέπη την πρώτην αξίαν της πρώτης φύσεως ή να είπω καλλίτερα, δεν ηθέλησε να έχ ο Θεός τα πρωτεία και από αυτόν, καθώς και εις τα πάντα και δια τούτο ετόλμησε να είπη· «Έσομαι όμοιος τω υψίστω» (Ησαϊας ιδ: 14)· όμως δεν έφθασε να καλοφαντασθή αυτήν την άλογον ιεροσυλίαν και έφθασε κρημνισμένος εις τον Άδην άνευ τινός συμπαθείας. Εκείνον μιμείται, όστις αποτολμά να βάλη εις τον πρώτον τόπον της αγάπης του Θεού άλλον έρωτα. Αποδιώκει εκ της καρδίας του Εκείνον, τον οποίον έπρεπε πρώτον και μόνον να έχη εντός της καρδίας του, δια τούτο εύκολον είναι να γνωρίσωμεν, ότι τον ίδιον κρημνισμόν λαμβάνει η τοιαύτη έπαρσις. «Μοναί πολλαί εισιν» (Ιωάν. ιδ: 2) εν τω ουρανώ, έλεγεν ο Κύριος, πολλαί και εν τη ψυχή. Ευρίσκουσι τόπον και άλλοι έρωτες, όταν είναι υποκείμενοι και κατώτεροι απ’ εκείνον τον έρωτα του Θεού. Πως λέγει η βίβλος η πρώτη των Μακκαβαίων, ότι εσίγησεν η γη ενώπιον του Αλεξάνδρου; Όχι δι’ άλλο, παρά διότι εβασίλευσε του κόσμου χωρίς σύντροφον. Το ίδιον συμβαίνει και εις την ψυχήν, όταν έχη τον έρωτα του Θεού, όστις βασιλεύει πρώτος εις αυτήν. Σιωπώσιν οι άλλοι έρωτες εις την παρουσίαν Εκείνου. Εκεί όπου ακούεται κραυγή και φωνή των άλλων επιθυμιών, θείος έρως δεν βασιλεύει, η τάξις ανετράπη, ηκολούθησε το χάος, έγινεν η σύγχυσις και μάτην φαίνεται ο Θεός, ότι ηγάπησε προ πάντων τον άνθρωπον, δια να έχη τον πρώτον τόπον της αγάπης. Μάτην έγινεν όμοιος δια να αγαπήσωμεν τον όμοιον. Επαινετή και περιβόητος η συνήθεια, ήτις επεκράτησεν εις μίαν επαρχίαν της Ινδίας, άπαξ του έτους να σβήνωσιν οι πολίται όλοι εκείνης της επαρχίας όλα τα φώτα και να μη φαίνεται ούτε να ευρίσκεται πυρ εις ουδενός οικίαν, ούτε μικράν, ούτε μεγάλην, αλλά μόνον ο βασιλεύς να ανάπτη το πυρ και απ’ εκείνο το πυρ να δανείζωνται όλοι οι πολίται. Δεν είναι δυνατόν να μεταχειρισθή τις εις καμμίαν αυτού υπηρεσίαν άλλο πυρ, παρά εκείνο το οποίον εξέρχεται από την βασιλικήν αυλήν, επειδή εις αυτό τιμάται και δοξάζεται η βασιλική μεγαλειότης, ότι αν δεν ανάψη πυρ εκείνη, ουδείς τολμά να ανάψη, αλλά πάντες κάθηνται μέσα εις εν σκότος, προσμένοντες πότε να φανή το φως ως άλλος ήλιος εκ της βασιλικής αυλής και εκείθεν να διαμοιρασθή εις όλας τας πόλεις και χώρας τας υποκειμένας εις τον βασιλέα. Θαυμασιώτατα εξεικονίζει αύτη η συνήθεια τα πρωτεία της θείας αγάπης. Λοιπόν, ως έσχατος όρος παρανομίας πρέπει να κρίνεται, όταν ανάπτη πυρ άλλης αγάπης εντός της καρδίας του ευσεβούς. Όλοι οι έρωτες της συγγενείας και της άλλης οικειότητος ας είναι όχι μόνον διωγμένοι από την καρδίαν μας, αλλά και παντάπασι σβημένοι και εις το σκότος της λήθης ενταφιασμένοι. Πρώτος ας ανάψη ο θείος και βασιλικός έρως και εκείνου ας δανείζωνται οι άλλοι το πυρ της αγάπης. Ζητούσι τα σπλάγχνα μας την αγάπην της συγγενείας; Ναι, ας δοθή, ας ανάψη, αλλά αφού λάβη την αρχήν από το πυρ του θείου έρωτος, δια να έχη τα δευτερεία Εκείνου, δια να γνωρίζη, ότι αν λείψη το πυρ και η θερμότης εκείνης της βασιλικής αγάπης, ψυχρός και νενεκρωμένος απομένει των συγγενών ο έρως. Τούτο δε όχι χωρίς υπολογισμόν, αλλά δια να γνωρίζη πάντοτε η αγάπη των συγγενών, ότι την αρχήν και το είναι έχει απ’ εκείνο το κέντρον του θείου πυρός και ποτέ να μη αποτολμά να υπερβή τους όρους του, ούτε με ουδεμίαν ψυχρότητα να σβήση την θερμότητά του. Ζητεί την αγάπην και ο πλησίον· ας την έχη, αλλά λαμβάνων την αρχήν από την πρώτην φλόγα του θείου έρωτος. Ναι, θέλεις μου είπει, δικαία η κρίσις και η νομοθεσία αναντίρρητος, ήτις προστάζει από το πυρ του θείου έρωτος να ανάπτη και πάσα άλλη συμπάθεια και αγάπη· όμως εάν τυχόν λείπη η φλοξ εκείνης της βασιλικής αγάπης, από που να ζητώμεν το προσάναμμα; Από αυτόν τον Θεόν, Αυτός είναι ο χορηγός και δοτήρ εκείνης της καλής αρχής του προς Αυτόν οφειλομένου έρωτος, καθώς ο μακάριος Παύλος γράφει: «Η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν» (Ρωμ. ε: 5). Βλέπεις πόθεν η αρχή του θείου έρωτος; Εξ αυτής της πρώτης πηγής πάντων των αγαθών. Πως λοιπόν δεν πρέπει να κρατή τον ανώτατον και πρώτον τόπον της καρδίας; Έχεις και την αρχήν αυτής της αγάπης, καθώς και τους δικαίους λογαριασμούς. Γνωρίζεις τι σου λείπει; Ο τρόπος και η μέθοδος, με την οποίαν εύκολα δύνασαι να τον εξάπτης και ούτος ο τρόπος όχι μόνον εύκολος, αλλά και δοκιμασμένος όχι από παραμικρούς, αλλ’ από Προφήτας. Δεν πρέπει να σου διαφεύγη η φιλονικία εις την οποίαν περιήλθον οι ιερείς της αισχύνης με τον θεσβίτην Ηλίαν, δια να φανερωθή εις τίνος καρδίαν εκκέχυται η αγάπη του Θεού. Εβόων οι ιερείς μεγάλως σχεδόν ολόκληρον την ημέραν ζητούντες πυρ εξ ουρανού δια να τελειώση την θυσίαν των, πλην με το να μη ήναπτε το πυρ της θείας αγάπης εις τα ασεβή εκείνα σπλάγχνα, κεναί επέμποντο εις τον αέρα αι κραυγαί. Εζήτησε και ο Ηλίας πυρ, αλλά πρότερον επλήρωσεν ύδατος το θυσιαστήριον· το ύδωρ αυτό έπεμψε πρέσβυν εις τους ουρανούς δια να καταβιβάση το θείον πυρ. Άπαξ επεκαλέσθη τον Θεόν ο Ηλίας, αλλά του ύδατος βοώντος κατήλθε το πυρ εις απαρτισμόν της θείας αγάπης, ήτις δια Πνεύματος Αγίου εκκέχυται εις τας καρδίας ημών. Συγγένειαν μεγάλην έχει το ύδωρ το οποίον τρέχει από τους οφθαλμούς με εκείνο το πυρ το ουράνιον, διότι καθώς τα δάκρυα έχουσι την ρίζαν από την καρδίαν, το ίδιον και εκείνο εκ της ακενώτου πηγής του Παναγίου Πνεύματος. Ω τρόπος, όσον δραστικός τόσον και πρόχειρος! Δραστικός, ότι τα δάκρυα και μη παρούσαν την φλόγα, την προσκαλούσι και παρούσαν την τρέφουσι και αυξάνουσι. Πρόχειρος, ότι και το παραμικρόν συμβεβηκός έλκει από το βάθος της καρδίας τα δάκρυα, όχι μόνον θάνατος μητρός ή πατρός, αλλά και των πόρρω συγγενών και χωρισμός φίλων, αφήνω κέρδους ζημίαν, δόξης αποτυχίαν, ονόματος δυσφημίαν. Τα τοιαύτα έχουσι δύναμιν να προκαλώσι δάκρυα και η στέρησις της θείας αγάπης όχι; Ω της ασεβείας, ω της ανιάτου τυφλότητος, ω της εσχάτης ζημίας! Καταλαμβάνω τι θέλεις μοι είπει. Πως δύναμαι να αγαπήσω εκείνον τον οποίον δεν βλέπω και με τοιαύτην διαφοράν αγάπης όσην απαιτεί το δίκαιον; Τον βλέπεις, επειδή με το να μη έχης συ οφθαλμούς να φθάσης εις το ύψος Εκείνου, κατέβη Αυτός εις την πτωχείαν την ιδικήν σου, δια να σου δώση δύναμιν να τον βλέπης. Τούτο είναι εκείνο το οποίον παρεκίνησε των Προφητών το πραότατον άγαλμα να ψάλλη: «Κύριε, τι εστιν άνθρωπος, ότι εγνώσθης αυτώ»; (Ψαλμ. ρμγ: 3). Ιδού όπου τον εγνώρισες, ιδού όπου σου εφανερώθη και πως να μη τον αγαπήσης; Πως λέγεις ότι δεν βλέπεις Εκείνον, του οποίου την αγαθότητα θαυμάζεις μέσα εις τόσα κτίσματα; Τον τεχνίτην μέσα εις το εργόχειρόν του βλέπεις και τον Θεόν μέσα εις τόσην οικοδομήν ουρανού και γης δεν βλέπεις; Εις τον ανδριάντα τον ανδριαντοποιόν βλέπεις, εις το βιβλίον την επιτηδειότητα του συγγραφέως και μέσα εις τόσα λαμπρά ποιήματα τον Ποιητήν αμφιβάλλεις; Αν δεν βλέπης τοπρόσωπον, βλέπε το έργον. Αν δεν εφάνη τώρα εις τους ιδικούς σου οφθαλμούς, αρκούντως εφάνη εις τους προτέρους. Όσοι Απόστολοι, όσοι Προφήται, τόσους μάρτυρας έχεις δια να βεβαιωθής Αυτόν τον οποίον πρέπει να αγαπήσης. ‘Εχεις και την σημερινήν Σαμαρείτιδα δια να βεβαιωθής, ότι εφανερώθη ο Κύριος εις τους ανθρώπους και μάλιστα ενδεδυμένος όχι μόνον με σπλάγχνα οικτιρμών ανείκαστα, αλλά και με όλην την ιδικήν σου πτωχείαν και με όλην την ιδικήν σου ασθένειαν. Δεν πρέπει λοιπόν να σου απομένη αμφιβολία με ποίον μέτρον πρέπει να τον αγαπήσης και ποίος είναι Αυτός, τον οποίον οφείλεις να αγαπήσης. Τούτο μόνον στήσε έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς, τον σμάραγδον, τοσύμβολον της θείας αγάπης με τοιαύτην επιγραφήν: «Αναψύχει και ουδέποτε κορέννυσιν ο θείος έρως». Διότι αρραβών είναι ούτος των ουρανίων αγαθών. Γλυκαίνει την καρδίαν, ευφραίνει, παρηγορεί, αλλ’ ούτε αηδίαν γεννά, ούτε κόρον προξενεί, καθώς αι κοσμικαί ηδοναί, αλλά, καθώς λέγει ο θείος Γρηγόριος ο Διάλογος, εις τον ίδιον καιρόν όπου χορταίνει την ψυχήν από πάσαν πνευματικήν ευφροσύνην, εις τον αυτόν καιρόν γεννά έφεσιν και επιθυμίαν της αυτής ευφροσύνης. Όσον απολαμβάνεται, τόσον και ζητείται. Ω και τι θαυμαστή εικών είναι αύτη, αξία να διεγείρη εις τον θείον έρωτα και αυτά τα άψυχα! Κράτει, φύλαττε εις την μνήμην σου και άλλην εικόνα. Σίδηρος υπάρχει εις κάμινον, με την επιγραφήν: «Τη φλογί τον ιόν απωθείται». Τοιούτος είναι και ο εραστής του Θεού. Όπως σίδηρος εν τη καμίνω καταναλίσκει εκείνο το θείον πυρ πάσαν αμαρτίαν. Όθεν εις τοιαύτα αποτελέσματα αποβλέπων τις των παλαιών Θεολόγων έλεγεν, ότι ο ζυγός του θείου έρωτος, όσον γλυκέως βαρύνει, τόσον ενδόξως δεσμεύει, όσον χαριέντως θλίβει, τόσον ισχυρώς φυλάττει, όσον ασμένως πιέζει, τόσον σοφώς παιδεύει. Ω μακάριος έρως, από τον οποίον φυτρώνει ηθών το κάλλος, έργων η καθαρότης, σοφίας το βάθος, νοημάτων το ύψος, Γραφών η ερμηνεία, αγιότητος η επιθυμία, αρετών η καρποφορία, των μελλόντων ελπίς η βεβαία, δώρων η μεγαλειότης! Και τι περισσότερον; Ένωσις ψυχής ανθρώπου μετά Θεού. Και λοιπόν με δίκαιον τρόπον έχει και την σύγκρισιν με τον ήλιον. Διότι καθώς αυτός σκοτίζει τους λοιπούς αστέρας και ως μη υπάρχοντας δεικνύει αυτούς με την ιδικήν του υπερβολικήν λαμπρότητα, ούτω και ο θείος έρως πάσας τας άλλας αρετάς φωτίζει, αυξάνει, φυλάττει και υπερβαίνει τόσον όσον ο ήλιος τους λοιπούς αστέρας. Ω πόση αισχύνη, ω πόσον κοκκινίζει το πρόσωπόν μου, όταν γυρίσω να ίδω τον έρωτα τούτον τον θείον, όστις κατοικεί μέσα εις τας σημερινάς καρδίας! Ζητώ τον τόπον τον ανώτεροντης καρδίας, δεν τον ευρίσκω, ούτε εις το δεύτερον μέρος, ούτε εις το τρίτον, μόλις εις το κατώτατον μέρος ευρίσκω ένα σπινθήρα σκοτεινόν, ψυχρόν, γυμνόν από έργα πίστεως. Μόλις φαίνεται ο σπινθήρ αυτός με μίαν σκιάν της ευσεβείας. Αλλά και αυτός ο ελάχιστος σπινθήρ της θείας αγάπης είναι τόσον αθεμελίωτος, τόσον αστήρικτος, ώστε είναι άξιος να τον παρομοιάσης με εν καλάμιον. Κλίνει τούτο εδώ και εκεί και από το παραμικρόν φύσημα του αέρος. Μετατίθεται και εκείνος, κλίνει, προδίδεται και από το ελάχιστον φύσημα των πειρασμών, των σαρκικών επιθυμιών και των κοσμικών πραγμάτων. Ω της αθλιότητος, ω της αξιοδακρύτου συμφοράς! Ούτος είναι ο θείος έρως; Αύτη είναι η θερμή αγάπη, την οποίαν σου ζητεί ο Θεός και ως πλάστης και ως ευεργέτης και ως ελευθερωτής; Αυτός είναι ο πρώτος τόπος τον οποίον σου ζητεί εις την καρδίαν; Διατί σε ηγάπησε προ πάντων; Δια τοιούτον κέρδος ψυχρού έρωτος έγινεν όμοιος; Ας λάβωμεν αίσθησιν δι’ αγάπην Θεού, ας ζητήσωμεν καν από την σήμερον το πυρ του θείου έρωτος, με τους σταλαγμούς των δακρύων, με την αποχήν πάσης πονηράς συνηθείας, με αληθινήν ελπίδα των μελλόντων αγαθών, ων αξιωθείημεν άπαντες εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: