ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ -- Του Φώτη Κόντογλου

Κήρυγμα της απλής ζωής

Εμάς τους έλληνες, μας έχει πιάσει μια βασανιστική μανία να νεωτερίζουμε στο κάθε τι. Η αιτία αυτηνής της μανίας είναι το ότι είμαστε ματαιόδοξοι και θέλουμε να φαντάζουμε ο ένας στον άλλον, και προπάντων στους ξένους, δείχνοντάς τους πως είμαστε όμοιοί τους στον ευρωπαϊσμό, και μάλιστα και κάτι παραπάνω! Αλλά, εξόν απ’ αυτό, μ’ όλο που αγαπάμε τα δικά μας πράγματα, σαν να μην πιστεύουμε ώρες-ώρες σε δαύτα και ντρεπόμαστε να είμαστε αυτοί που είμαστε· μα ντρεπόμαστε για τα καλά μας, κι όχι για τα κακά! Η απλότητα που έχουμε από φυσικό μας μάς φαίνεται φτωχή, η ευαισθησία μας μάς φαίνεται πως βλάφτει την αξιοπρέπειά μας, η σεμνότητά μας μάς φαίνεται πως μας δείχνει ασυγχρόνιστους, καθυστερημένους κ.λ.π. Και γινόμαστε ψεύτικα αξιοπρεπείς, σοβαροί, περίπλοκοι, επιστημονικοί, ψυχροί, αγέλαστοι, και παίρνουμε μιάν εμβρίθεια που μας κάνει αντιπαθητικούς και κωμικούς, ίσια-ίσια στα μάτια των ξένων που θέλουμε να επιδείξουμε όλα αυτά τα «μπονσερβίτσια». Αυτή την ξενομανία φαίνεται πως την είχανε οι Έλληνες και στα αρχαία χρόνια, γιατί γράφει κάπου ο Παυσανίας ο Περιηγητής: «Έλληνες αεί εν  θαύματι τιθέασι τα αλλότρια ή τα οικεία», «οι Έλληνες πάντα θαυμάζουνε περισσότερο τα ξένα από τα δικά τους». Αλλά, επειδή τον παλιόν καιρό δεν βρίσκανε τίποτα να πάρουνε από τους ξένους, που ήτανε βάρβαροι και περιφρονημένοι, μήτε μηχανές, μήτε μόδες, μήτε φιλοσοφίες, αναγκαστικά απομένανε στα δικά τους, δηλαδή ζούσανε με τον τρόπο τον δικό τους.

***

Αυτή η φυλή θέλει μαζί και δεν θέλει να είναι αυτό που είναι. Τα τελευταία χρόνια βρήκαμε έναν μαγικό λόγο, που εκφράζει αυτόν τον πόθο μας, να γίνουμε άλλο απ’ ό,τι είμαστε, ή καλύτερα, να γινόμαστε ολοένα και ακατάπαυστα κάποιο αλιώτικο πράγμα απ’ ό,τι είμαστε· κι αυτός ο λόγος ο μαγικός είναι «η εξέλιξη». Όλη την ημέρα τη μασάμε σαν μαστίχα στο στόμα μας. Όπου πας κι όπου σταθείς, ακούς να σου λένε: «Μα ο κόσμος εξελίχθη!», «Βλέπετε, η εξέλιξις!», «Αυτά παλιώσανε, τώρα εξελισσόμεθα, ραγδαίως!», «Καλά όλα αυτά, αλλά η εξέλιξις;». Όλοι κουνάνε απάνω από τα κεφάλια μας αυτό το σκιάχτρο, τούτη την αδυσώπητη θεότητα, και σα να φοβούνται μήπως ξεχάσουνε να συμμορφωθούνε με τις προσταγές της. Πιάσε από τον καθηγητή, από τον διαβασμένο, από την αριστοκρατία, ίσαμε τη μοδίστρα, ίσαμε τον λούστρο. Όλοι ξεχάσανε κάθε άλλον θεό, και ζούνε εις το όνομα της μυστηριώδους αυτής θεότητας. Αν δείξεις πως δεν τη λαβαίνεις υπ’ όψιν, έβρισες τον Σουλτάνο! Σε βλέπουνε σαν αιρετικό βρυκόλακα, σαν αποσυνάγωγο. Το πιστό ποίμνιο αυτής της φανατικής θρησκείας είναι ακαταμέτρητο, σχεδόν πάσα ανθρώπινη πνοή στην Ελλάδα, και καλούνται «μοντέρνοι» ή «μονδέρνοι< επί το καλλιεπέστερον, και «μοντέρνο» κάθε τι που είναι για δαύτους ωραίο, ιδεώδες, πραχτικό, εξωτικό, πολιτισμένο, θεόπεμπτο! Ό,τι είναι μοντέρνο είναι ιερό, ταμπού, έχει τη σφραγίδα της τελειότητας. Όλοι αυτοί οι Χαλδαίοι που πουλάνε τσατσάρες, παραμάνες, φιλέδες, γυαλικά, κορδέλες κ.λ.π. στην οδό Αθηνάς είναι όλοι «μοντέρνοι», πληροφορημένοι για όλες τις εφευρέσεις, τις μόδες, τις τέχνες, που πολλές φορές εμείς οι άλλοι δεν τις ξέρουμε. Αυτοί δουλεύουνε με το «ασσορτί», με το «νάϋλον», με το «κρυσταλιζέ», με το «νουβωτέ», «σπεσιαλιτέ» κ.λ.π., ακόμα κι αυτοί που πουλάνε έμπλαστρα του πατρός Γυμνάσιου. Αν ανεβείς και παραπάνω κατά τα αριστοκρατικά, ξέρουμε όλοι τι γίνεται. Σχεδόν όποιος μιλά σαν Έλληνας, όποιος χειρονομεί σαν Έλληνας, όποιος βήχει σαν Έλληνας, όποιος περπατά σαν Έλληνας, αυτός δεν είναι Έλληνας!...Κάθε τόσο εκδίδεται αοράτως νέος ορισμός του Έλληνος, και συμμορφώνεται ο κόσμος.

***

Αλλά ας δούμε και στα σοβαρά τι γίνεται με τη λεγόμενη παράδοση και με τους νεωτερισμούς. Ας πάρουμε τους αρχαίους Έλληνες. Αυτοί ήτανε κολλημένοι σαν στρείδια στα όσα παίρνανε από τους πατεράδες τους, είτε στην τέχνη, είτε στα άλλα φανερώματα της ζωής. Η γλυπτική τους δεν παρασαλεύει από τη βάση της από γενεά σε γενεά. Κοιτάξετε τα αγάλματα και θα το δείτε φανερότατα· δεν χρειάζονται φιλοσοφίες και ψαξίματα. Έπρεπε να περάσουνε αιώνες για να φανεί η διαφορά. Βάλετε κοντά σ’ ένα άγαλμα του Πολυκλείτου ένα άγαλμα του Λυσίππου, και θα το δείτε αυτό που λέγω. Στο θέατρο, το ίδιο. Στη γλώσσα, το ίδιο. Η παράδοση αυτής της αρετής ήτανε ένα κάστρο ακατάλυτο· η αρετή διδασκότανε στον λαό με τα παραδείγματα των περασμένων ανθρώπων, με ιστορίες, με ποιήματα, με ζωγραφιές, με επιγράμματα, με αγάλματα τιμητικά κ.λ.π. Αυτά τα παραδείγματα, ειπωμένα με θέρμη και με απλότητα παραστημένα, ανάβανε κάποιον ηρωικόν ενθουσιασμό στην ψυχή των παλληκαριών, που ήτανε σαν την ίσκα, έτοιμη να πάρει φωτιά, και τη φιλοτιμούσανε στο καλό. Λένε πως ένας τσομπάνος Έλληνας ταξίδευε μ’ ένα καράβι και πήγε κοντά σε κάποιους σπουδασμένους που λέγανε παλιές ιστορίες, κι άκουγε και κείνος δίχως να τον δούνε. Κι άξαφνα πήδηξε στη θάλασσα με τα ρούχα. Σαν τον γλυτώσανε και τον ανεβάσανε απάνω, τον ρωτήξανε γιατί έπεσε να πνιγεί. Και κείνος απάντησε πως το έκανε από την απελπισία του, γιατί άκουσε πράγματα για τους παλαιούς ανθρώπους, που αν τα ήξερε πρωτύτερα, θα ήτανε καλύτερος στη ζωή του. Ακόμα και στον πόλεμο, οι παλιοί πηγαίνανε απάνω στην παράδοση, όχι μονάχα για την τέχνη του, αλλά και για το αντρειωμένο πνεύμα που τον ομόρφαινε στα μάτια των κατοπινών, με τις ιστορίες που ταιριάζανε οι ποιητές και με τα έργα που φτιάνανε οι άλλοι τεχνίτες. Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε τον Όμηρο κάτω από το προσκεφάλι του, και πήγαινε απάνω στα χνάρια του Αχιλλέα, του Αίαντα και του Διομήδη. Ύστερα από δαύτον τον είχανε για παράδειγμα οι διάδοχοί του, ο Αντίγονος, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, ο Πύρρος, ο Αννίβας κ.ά. μέχρι του Εικοσιένα, ο Ρήγας, ο Θανάσης Διάκος, ο Μάρκος Μπότσαρης, κι οι άλλοι οπλαρχηγοί. Ακόμα κι ο Μογγόλος ο Ταμερλάνος διάβαζε την ιστορία του και ζητούσε να προσκυνήσει τον τάφο του, όπως ο ίδιος ο Αλέξανδρος πήγε κι έκανε θυσία στο μνήμα του Αχιλλέα. Στη σημερινή τέχνη προπάντων, η λεγόμενη «πρωτοτυπία» μάς καταδιώκει σαν κάποια Εριννύς, και θαρρούμε πως γινόμαστε πρωτότυποι, ίσια-ίσια σαν γίνουμε ίδιοι με κάποιους άλλους, φτάνει να είναι ξένοι· το μόνο που τρέμουμε, είναι μην τύχει και πάμε απάνω στον δρόμο που πορευτήκανε οι δικοί μας άνθρωποι πριν από μας. Λέμε «να γίνουμε πρωτότυποι», ενώ πρωτότυπος είναι ο κάθε άνθρωπος που απομένει πιστός και ειλικρινής στον εαυτό του· κι αν είναι πιστός στον εαυτό του, θα ΄ναι και στη φυλή του. Για τούτο ο λεγόμενος «πρωτότυπος» άνθρωπος γεννιέται, δεν γίνεται με τεχνητή προσπάθεια. Η πρωτοτυπία είναι απροσπάθητη. Νομίσανε πολλοί πως η πρωτοτυπία κι η παράδοση είναι δυό πράγματα ασυμβίβαστα, και πως παράδοση θα πει κάποιο μπουνταλάδικο κόλλημα σε έναν νεκρό τύπο. Βέβαια, η παράδοση είναι βάθρο και δύναμη για τους δυνατούς ανθρώπους· οι άλλοι, είτε έτσι, είτε αλλιώς, θα πάνε χαμένοι. Ο ζωντανός ζωντανεύει την παράδοση κι ο πεθαμένος τη νεκρώνει. Η πρωτοτυπία που βγαίνει από την παράδοση είναι αληθινή πρωτοτυπία, γεμάτη από την ουσία που συμπυκνώνεται από έναν λαό και που αρματώνει έναν ικανό άνθρωπο. Όχι μονάχα δεν αδυνατίζει η προσωπικότητα από την παράδοση, όπως νομίζουνε κάποιοι ελαφρόμυαλοι, αλλά και δυναμώνει περισσά η προσωπικότητα, και μ’ αυτόν τον τρόπο συνεργεί η παράδοση στο να γίνουνε πρωτότυπα έργα. Τα πρωτότυπα πράγματα της τέχνης δεν γίνονται επειδή αποφάσισε ο τεχνίτης να κάνει κάτι που δεν φάνηκε το ίδιο πρωτύτερα, παρά γίνουνται με το να αφήσει ο τεχνίτης τον εαυτό του να ποτισθεί και να θραφεί από τις μυστηριώδεις δυνάμεις της φυλής του, από τη ζωή που πέρασε και που περνά μαζί του, και ενώ η έμπνευσή του και η αγάπη του θρέφεται από πολλά περασμένα, στο τέλος βρίσκει κάποιους καινούργιους κόσμους, που η ρίζα τους είναι στα περασμένα, πλην ζούνε και ανθίζουνε στο καινούργιο περιβόλι της ζωής. Μονάχα οι ελαφροί άνθρωποι και οι άκριτοι ποθούνε αυτές τις επιδειχτικές και κούφιες πρωτοτυπίες, που ήρθανε με την Αναγέννηση της Ιταλίας, και που τώρα φανερώνουνται και σβήνουνε γρήγορα, για να ΄ρθουνε άλλες, και κείνες βιαστικές.

***

Αλλά ας κοιτάξουμε τι έγινε με την παράδοση και με τους νεωτερισμούς, που μας φέρνουνε απ’ έξω κάποιοι λογοτέχνες. Σχεδόν ό,τι αξίζει στη λογοτεχνία του τόπου μας εβγήκε από την παράδοση: Τα τραγούδια του λαού, τα γραψίματα που αφήσανε οι καλόγηροι και οι κοσμικοί κατά τον καιρό που μας είχανε οι Τούρκοι, είτε ποιήματα, είτε ιστορίες, είτε συναξάρια, ανάμεσα στα οποία σημειώνω, εξόν από τα εξαίσια τραγούδια, που κάνανε οι τσομπαναραίοι κι οι βουνίσιοι Έλληνες, το Χρονικό του Μωρέως, τον Θρήνο του Μωρέως, τη Θυσία του Αβραάμ, τον Ερωτόκριτο, την Ερωφίλη, τα γραψίματα του Αθανασίου Βαρούχα, του Αγαπίου του Κρητός, το Χρονικό του Γαλαξιδιού, τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, τα έργα του Βηλαρά, του Σολωμού, του Κάλβου, του Παπαδιαμάντη, του Κρυστάλλη, του Καβάφη (αλεξανδρινή παράδοση). Αυτά θα ζήσουνε περισσότερο, κι είναι πιο θεμελιωμένα στις ψυχές των Ελλήνων, παρά τα έργα των άλλων που θελήσανε να φέρουνε καινά δαιμόνια, όπως ήτανε οι Σούτσοι, οι Ραγκαβήδες, ο Γιάννης Καμπύσης, ο Χατζόπουλος, ο Γιάννης Ζερβός, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου κ.ά. Τα ίδια είναι και στις άλλες τέχνες. Αν θέλεις, κοίταξε και τους παλιούς, δικούς μας και ξένους. Ο Πλούταρχος όλο στα παλιά γυρίζει τα μάτια του, και ζωντανεύει τα περασμένα, φωτίζοντας με την εξωτική αντιφεγγιά τους και τα σύγχρονά του, ο Προκόπιος το ίδιο, οι άλλοι Βυζαντινοί χρονογράφοι δεν ξεκολλάνε από τα αρχαία, ο Δάντης έχει για οδηγό τον Βιργίλιο, ο Μιχαήλ Άγγελος θρέφεται και θεριεύει από τα ρωμαϊκά αγάλματα, ο Τζιόττο, ο Τσιμαμπούε, ο Μαζάτσιο, ο Ντούτσιο, βυζάξανε από τη βυζαντινή παράδοση που υπήρχε στον τόπο τους, ο Ντούρερ κι ο Κράναχ από τα γοτθικά, ο Μαντένιος από τα ρωμαϊκά ανάγλυφα, τόσο, που ο Θρίαμβος του Καίσαρος να θαρρείς πως είναι όντως ρωμαϊκό έργο κ.ά. Όλοι τούτοι δεν ήτανε λοιπόν πρωτότυποι; Μήτε ο Μέγ’ Αλέξανδρος, μήτε ο Πλούταρχος, μήτε ο Δάντης, μήτε ο Μιχαήλ Άγγελος, μήτε ο Μαντένιος; Μήτε ακόμη και ο Χριστός, που κάθε τόσο μιλά για τους περασμένους προφήτες και για τον νόμο, και που λέει πως δεν ήρθε να τον καταργήσει αλλά να τον συμπληρώσει; Εμείς λοιπόν σήμερα δεν ποθούμε τουλάχιστον να γίνουμε κάποιο πράγμα αλλιώτικο από τον εαυτό μας, τραβηγμένοι από ια χίμαιρα συμπαθητική, που μας πλανεύει, όπως τον ευγενή ιδαλγό της Μάντσας, αλλά από μια βλακώδη ματαιοδοξία να δείξουμε πως είμαστε κοσμοπολίτες, μεγάλης καταγωγής Ευρωπαίοι, επειδή σήμερα είναι της μόδας οι Ευρωπαίοι. Και γινόμαστε μαϊμούδες και παπαγάλοι μαδημένοι, γιατί εδώ δεν έχουμε τα παρθένα δάση που ζούνε οι καλοί οι παπαγάλοι, και μας κοροϊδεύουνε ίσια-ίσια εκείνοι που τους έχουμε για μοντέλα μας. Ό,τι άνεμος φυσήξει, ο Ρωμιός πετάγεται να γυρίσει τα μπαλωμένα τα πανιά του. Γινήκαμε σαν σκυλάκια και κουνάμε την ουρά μας για να μας χαϊδέψουνε, κι αντίς για χάδια τρώμε και καμιά κλωτσιά. Επειδή είμαστε ψωροπερήφανοι, έχουμε μεγάλη αδυναμία στην Επιστήμη, άλλη θεά ετούτη, ξαδέλφη της κυρά-Εξέλιξης και του κυρ-Μοντέρνου: Επιστήμων ράφτης, επιστήμων επιπλοποιός, επιστήμων τσαγκάρης, επιστήμων τραγουδιστής, επιστήμων ζωγράφος, επιστήμων ζαχαροπλάστης, επιστήμων τσοκαροποιός κ.λ.π. Η τελειοποίηση όλων των ελληνικών πραγμάτων βρίσκεται στο εξωτερικόν: της μουσικής, ακόμα και της εκκλησιαστικής, βρίσκεται στην Ιταλία, ανεβοκατεβαίνει τη σκάλα του Μιλάνου, της ζωγραφικής στη Γαλλία, της θεολογίας και της παιδαγωγικής στη Γερμανία, της λογοτεχνίας (το τελευταίο εικοσιτετράωρον) στη Γαλλία ή στην Αγγλία και ούτω καθεξής.

***

Μια φορά, πήγε ένας κουτοζωγράφος στον Μιχαήλ Άγγελο και του έδειξε μια ζωγραφιά του, για να του πει τη γνώμη του. Και κείνος την κοίταξε καλά, και γύρισε και του είπε: «Παιδί μου, βλέπω πως πολύ λίγο πράγμα είναι δικό σου. Γιατί κείνο το κεφάλι τόχεις παρμένο από τον Τζιορτζόνε, κείνο το χέρι από τον Λούκα Σινιορέλλι, κείνο το ποδάρι από τον Καρπάτσιο, κείνο το ρούχο από τον Μαντένια. Λοιπόν, συλλογίζουμαι: Τι θα γίνει στη Δευτέρα Παρουσία, που θα φωνάξει η σάλπιγγα και θα πάγει κάθε μέρος του κορμιού να βρει τ’ άλλο και να κολλήσουνε για να συμπληρώσουνε ολόκληρο το κορμί, ώστε να αναστηθεί και να ξαναζωντανέψει; Γιατί από το κακόμοιρο το έργο σου φοβάμαι πως θα φύγουνε όλα, και θ’ απομείνει δικός σου μονάχα ο μουσαμάς»! Το ίδιο θα πάθουμε κι εμείς, κι όχι στην άλλη ζωή, αλλά σε τούτη, σαν περάσει λίγο αυτός ο σεληνιασμός και δούμε τι κερδίσαμε από τούτους τους πιθηκισμούς. Αυτά τα κομπογιαννίτικα γιατρικά μοιάζουνε σαν και κείνα τα πασαλείμματα που βάζουνε κάποιες γυναίκες στο πρόσωπό τους, και για μια στιγμή φαντάζουνε για όμορφες, μα έρχεται μια μέρα που κοιτάζουνε στον καθρέφτη και πιάνουνε και κλαίνε, γιατί τα μάγουλά τους είναι σαν μαραμένα λαχανόφυλλα, τα δόντια τους μαύρα, μ’ έναν λόγο η φυσιογνωμία τους έχει παραμορφωθεί ολότελα. Αλλά τον τελευταίο καιρό αρχίσανε να φανερώνονται κάποια χημάδια, πως θέλουμε να ξανααγαπήσουμε τα δικά μας πράγματα και να γυρίσουμε στο σπίτι μας, σαν τον άσωτο γυιό, που νόμιζε πως θα βρει παλάτια και ξενιτεύθηκε, κι αντίς να τ’ αξιωθεί, κατάντησε να τρώγει χαρούπια και μετάνοιωσε, κι έλεγε μέσα του: «Θα πάγω πίσω στο σπίτι μας, και θα πέσω στα ποδάρια του πατέρα μου, και θα του πω· Πατέρα, συγχώρεσέ με, δεν είμαι άξιος να ΄μια γυιός σου, πάρε με στη δούλεψή σου σαν έναν από τους παραγυιούς σου». Μα ο πατέρας του τον αγκάλιασε και τον καταφίλησε, και τον έντυσε τα πρωτινά ρούχα του. Έτσι αρχίζει να μετανοιώνει κι ο άσωτος ο Έλληνας, και σαν να θέλει να γυρίσει στο πατρικό του, και να νιώσει ποιος είναι στ’ αλήθεια, και να χαρεί με χαρά ελληνική, και να πικραθεί με θλίψη ελληνική, και να προσευχηθεί με προσευχή ελληνική. Και να ζεσταθεί στον ήλιο του, που δίνει ζωή και δόξα στο ξεροπέτρι, και να ανασάνει τον αγέρα που έρχεται από βουνά αγιασμένα, ελληνικά βουνά, κι από το πέλαγός μας, που μοσχοβολά κι ανασταίνει πεθαμένον άνθρωπο. Κι εγώ, που δεν είμαι τίποτε παραπάνω από έναν συνηθισμένον και λιγογράμματον άνθρωπο, βλέπω πως με το να είναι κανένας φχαριστημένος από το όσο του δόθηκε από τον Θεό κι από τον τόπο που γεννήθηκε, και με το να θρέφεται με κριθαρένιο ψωμί που θραφήκανε οι πατεράδες του, νιώθει κάποια θερμή ανταπόκριση με όλα τα πράγματα που τον τριγυρίζουνε, και μιλά με δαύτα, όπως μιλούσε ο πατριάρχης Αβραάμ με τα βόδια του, και νιώθει την ειρηνική ασφάλεια πό’ ΄χει το δέντρο, οπού είναι σε χώμα καμωμένο για τις ρίζες του. Και τούτη τη φυσική και την απλή χαρά, αν τύχει να ΄χει και κάποιο λιγοστό χάρισμα, τη μεταδίνει στ’ αδέλφια του, και μ’ όλο που μιλά για πράγματα περασμένα, και ζει μέσα σε παλιά κάστρα και σε χαλάσματα λησμονημένα, τους κάνει να χαρούνε και να πικραθούνε για ανθρώπους και για ιστορίες που γινήκανε προ χίλια χρόνια, ενώ άλλοι δεν το πετυχαίνουνε με δυσκολότεχνους νεωτερισμούς, μολονότι γράφουνε για περιστατικά που γίνονται σε τούτον τον καιρό που ζούμε. Και μ’ όλο που δεν προσπαθεί, καλά και σώνει, να ΄ναι πρωτότυπος κι ασυνήθιστος, τον τιμούνε για τέτοιον όσοι τον διαβάζουνε και τον αγαπάνε. Τούτη η ανταπόκριση ανάμεσα στους ανθρώπους είναι βλογημένη από τον Θεό.   

Δεν υπάρχουν σχόλια: