ΣΥΝ ΠΑΣΙ ΤΟΙΣ ΑΓΙΟΙΣ

Προ της ελεύσεως του Σωτήρος Χριστού εις τον επίγειον ημών κόσμον, ημείς οι άνθρωποι εγνωρίζαμεν μόνον τον θάνατον· και ο θάνατος ημάς. Κάθε τι το ανθρώπινον ήτο διαπεποτισμένον με τον θάνατον, αιχμαλωτισμένον και κατανικημένον απ’ αυτόν. Ο θάνατος ήτο εις ημάς πλησιέστερος και από τον εαυτόν μας και περισσότερον πραγματικός από ημάς τους ιδίους. Δυνατώτερος, ασυγκρίτως δυνατώτερος, από κάθε άνθρωπον χωριστά και από όλους τους ανθρώπους μαζί. Η γη ήτο μία φρικαλέα φυλακή του θανάτου και ημείς ανίσχυροι δέσμιοι και δούλοι του (πρβλ. Εβρ. β: 14 – 15). Μόνον με την έλευσιν του Θεανθρώπου Χριστού «η ζωή εφανερώθη», εφανερώθη «η ζωή η αιώνιος» εις τους απηλπισμένους θνητούς, τους αθλίους δούλους του θανάτου, ημάς (πρβλ. Α΄ Ιωάν. α: 2). Αυτήν την «ζωήν την αιώνιον» «εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών και αι χείρες ημών εψηλάφησαν», αυτήν ημείς οι Χριστιανοί «μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν» προς πάντας (Α΄ Ιωάν. α: 1 – 2).
Διότι ζώντες εν κοινωνία με τον Σωτήρα Χριστόν, ζώμεν ήδη εδώ εις την γην την αιωνίαν ζωήν (πρβλ. Α΄ Ιωάν. α: 3). Από προσωπικήν ημών εμπειρίαν το γνωρίζομεν. Ο Ιησούς Χριστός είναι «ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος» (Ιωάν. ε: 20). Δια τούτο και ήλθεν Αυτός εις τον κόσμον: δια να μας δείξη τον αληθινόν Θεόν και εν Αυτώ την αιωνίαν ζωήν (Α΄ Ιωάν. ε:11). Εις τούτο και μόνον έγκειται η αληθινή, η πραγματική φιλανθρωπία: «ότι τον Υιόν αυτού τον Μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον ίνα ζήσωμεν δι’ Αυτού» (Α΄ Ιωάν. δ: 9) και εν Αυτώ την αιωνίαν ζωήν. Δι’ αυτό «ο έχων τον Υιόν έχει την ζωήν· ο μη έχων τον Υιόν του Θεού την ζωήν ουκ έχει» (Α΄ Ιωάν. ε: 12), αλλ’ ευρίσκεται όλος εν τω θανάτω. Η μόνη αληθινή ζωή ημών είναι η ζωή εν τω μόνω αληθινώ Θεώ και Κυρίω Ιησού Χριστώ, επειδή είναι εξ ολοκλήρου αιωνία και ισχυροτέρα του θανάτου. Διότι, πως δύναται να ονομασθή ζωή εκείνη, η οποία είναι μολυσμένη από τον θάνατον και τελειώνει εις τον θάνατον; Όπως το μέλι, όταν αναμιχθή με το δηλητήριον, δεν είναι πλέον μέλι, διότι μεταβάλλεται όλον εις δηλητήριον, ούτω και η ζωή, η οποία τελειώνει με τον θάνατον, δεν είναι πλέον ζωή. Η φιλανθρωπία του Θεανθρώπου Χριστού δεν έχει όρια και τέλος. Διότι, δια να αποκτήσωμεν ημείς οι άνθρωποι την αιωνίαν ζωήν, την εν Αυτώ και να την ζήσωμεν, δεν μας ζητείται ούτε μόρφωσις, ούτε δόξα, ούτε πλούτος, ούτε τίποτε από εκείνα τα οποία ημπορεί κάποιος από ημάς να μη έχη, αλλ’ απαιτείται εκείνο μόνον, το οποίον δύναται έκαστος εξ ημών να έχη: η πίστις εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν. Δια τούτο Αυτός – ο Μόνος Φιλάνθρωπος – ανήγγειλεν εις το ανθρώπινον γένος το θαυμαστόν Ευαγγέλιον: «Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον Μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον… Ο πιστεύων εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ: 16, 36). Από ολόκληρον το ανθρώπινον γένος μόνον ο Χριστός, ως μόνος αληθινός Θεός, όστις δίδει εις τον άνθρωπον εκείνο το οποίον κανείς εκ των Αγγέλων ή των ανθρώπων δεν δύναται να δώση, Αυτός μόνος είχε την εξουσίαν και το κύρος να δηλώση: «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. στ: 47) και «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. ε: 24) ακόμη και από την παρούσαν ζωήν. Η πίστις εις τον Χριστόν ενώνει τον άνθρωπον με τον αιώνιον Κύριον, ο Οποίος κατά το μέτρον της πίστεως του ανθρώπου πληροί την ψυχήν του με την αιωνίαν ζωήν και τότε αισθάνεται και κατανοεί τον εαυτόν του ως αιώνιον. Αυτό γίνεται τόσον περισσότερον, όσον ο άνθρωπος ζη κατ’ αυτήν την πίστιν, η οποία αγιάζει βαθμηδόν την ψυχήν του, την καρδίαν του, την συνείδησίν του, όλην την ύπαρξίν του με τας θείας ενεργείας της Χάριτος. Ανάλογα προς την πίστιν του ανθρώπου αυξάνει και ο αγιασμός της φύσεώς του. Καθώς δε ο άνθρωπος γίνεται αγιώτερος, αποκτά ολονέν και περισσότερον δυνατήν, περισσότερον ζωντανήν αίσθησιν της προσωπικής αυτού αθανασίας· αποκτά επίγνωσιν της ιδικής του και της των πάντων αιωνιότητος. Πράγματι, η αληθινή ζωή του ανθρώπου αρχίζει με την πίστιν του εις τον Χριστόν, η οποία πίστις παραδίδει εις τον Κύριον όλην την ψυχήν, όλην την καρδίαν, όλον τον νουν, όλην την δύναμίν του, - Αυτός δε αγιάζει, μεταμορφώνει και θεώνει όλα αυτά βαθμιαίως. Δι’ αυτού του αγιασμού, της μεταμορφώσεως και θεώσεως, διαχέει ο Κύριος εις τον άνθρωπον τας θείας ενεργείας της Χάριτος, αι οποίαι δίδουν εις αυτόν την παντοδύναμον αίσθησιν και επίγνωσιν της προσωπικής αυτού αθανασίας και αιωνιότητος. Πραγματικώς: Η ζωή ημών είναι τόσον ζωή, όσον είναι εν τω Χριστώ. Πόσον δε είναι εν τω Χριστώ; Αυτό φανερώνεται από την αγιότητα αυτής. Όσον περισσότερον αγία η ζωή, τόσον περισσότερον αθάνατος και αιωνία. Το αντίθετον προς αυτό συμβαίνει με τον θάνατον. Τι είναι ο θάνατος; Θάνατος είναι η «αποτελεσθείσα» αμαρτία (Ιακ. α: 15)· η «αποτελεσθείσα» αμαρτία είναι ο χωρισμός από τον Θεόν, εις τον Οποίον και μόνον ευρίσκεται η ζωή και η πηγή της ζωής. Ευαγγελική, θεία αλήθεια είναι: Η αγιότης είναι η ζωή, η αμαρτωλότης θάνατος· η ευσέβεια είναι ζωή, η ασέβεια θάνατος· η πίστις είναι ζωή, η απιστία θάνατος· ο Θεός είναι ζωή, ο διάβολος είναι θάνατος. Ο θάνατος χωρισμός από τον Θεόν, η δε ζωή επιστροφή προς τον Θεόν και ζωή εν τω Θεώ. Τούτο ακριβώς είναι η πίστις: η αναζωποίησις της ψυχής από την νέκρωσιν, η εκ νεκρών ανάστασις της ψυχής: «νεκρός ην και ανέζησε» (Λουκ. ιε: 24). Αυτήν την εκ νεκρών ανάστασιν της ψυχής την έζησεν ο άνθρωπος δια πρώτην φοράν με τον Θεάνθρωπον Χριστόν· και την ζη διαρκώς εις την Αγίαν Εκκλησίαν Του, διότι ο Θεάνθρωπος όλος ευρίσκεται εις αυτήν, μεταδίδων Εαυτόν εις όλους τους πιστούς δια των Αγίων Μυστηρίων και των αγίων αρετών. Όπου είναι Αυτός, εκεί πλέον δεν υπάρχει θάνατος, εκεί ο άνθρωπος «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. ε: 24), εκεί ζη ήδη την αιωνίαν ζωήν. Με την Ανάστασιν του Χριστού ημείς «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άλλης βιοτής της αιωνίου απαρχήν» (Κανών του Πάσχα, ωδή ζ΄). Η αληθινή ζωή επί της γης αρχίζει ακριβώς από την Ανάστασιν του Σωτήρος, διότι είναι ζωή που δεν τελειώνει με τον θάνατον. Άνευ της Αναστάσεως του Χριστού η ανθρωπίνη ζωή δεν είναι άλλο παρά ένα αργόν ψυχομάχημα, που καταλήγει αναπόφευκτα εις τον θάνατον. Και μία τοιαύτη ζωή έγινε δυνατότης επάνω εις την γην μόνον δια της Αναστάσεως του Θεανθρώπου Χριστού. Η ζωή είναι αληθινή ζωή μόνον εν τω Θεώ. Διότι αυτή είναι αγία ζωή και ως εκ τούτου αθάνατος ζωή. Όπως μέσα εις την αμαρτίαν ευρίσκεται ο θάνατος, ούτω και εις την αγιότητα η αθανασία. Μόνον δια της πίστεως εις τον Αναστάντα Χριστόν ο άνθρωπος ζη το περισσότερον αποφασιστικόν θαύμα της υπάρξεώς του: την μετάβασιν από του θανάτου εις την αθανασίαν, από του πεπερασμένου εις την αιωνιότητα, από του Άδου εις τον Παράδεισον. Μόνον τότε ευρίσκει ο άνθρωπος τον εαυτόν του, τον αληθινόν, τον αιώνιον εαυτόν του: «απολωλώς ην και ευρέθη», διότι – «νεκρός ην και ανέζησε» (Λουκ. ιε: 24).                                                                                              
Τι είναι οι Χριστιανοί; Οι Χριστιανοί είναι χριστοφόροι, και επομένως φορείς και κάτοχοι της αιωνίου ζωής· τούτο δε κατά το μέτρον της αγιότητός των, η οποία είναι καρπός της πίστεως. Οι Άγιοι είναι οι περισσότερον τέλειοι Χριστιανοί, διότι έχουν αγιασθή εις τον μέγιστον, κατά το δυνατόν, βαθμόν δια της ασκήσεως της πίστεως εις τον Αναστάντα και αιωνίως ζώντα Κύριον Ιησούν. Πράγματι, αυτοί είναι οι μοναδικοί και αληθινοί αθάνατοι μέσα εις το ανθρώπινον γένος, διότι με όλον το είναι των ζουν εν τω Αναστάντι και δια τον Αναστάντα Χριστόν, και ουδείς θάνατος έχει εξουσίαν επάνω εις αυτούς. Η ζωή των ολόκληρος είναι εκ του Χριστού, και δι’ αυτό όλη είναι χριστοζωή· η σκέψις των είναι χριστοσκέψις· η αίσθησίς των χριστο-αίσθησις. Ό,τι είναι ιδικόν των, είναι πρώτα του Χριστού και κατόπιν ιδικόν των. Αν είναι η ψυχή, αυτή είναι πρώτα του Χριστού και κατόπιν ιδικήν των· αν είναι η ζωή, είναι πρώτα του Χριστού και μετά ιδική των. Εις αυτούς δεν είναι αυτοί, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός Κύριος (πρβλ. Κολ. γ:11, Γαλ. β:20). Δι’ αυτό οι «Βίοι των Αγίων» δεν είναι άλλο παρά η ζωή του Σωτήρος Χριστού, η επαναλαμβανομένη εις κάθε Άγιον, ολίγον ή πολύ, κατά τούτον ή εκείνον τον τρόπον. Ή ακριβέστερον, είναι η ζωή του Χριστού παρατεινομένη δια των Αγίων· η ζωή του σαρκωθέντος Θεού Λόγου, του Θεανθρώπου Ιησού, ο Οποίος δι’ αυτό και έγινεν άνθρωπος, δια να δώση εις ημάς και μεταδώση («παραδώση») ως άνθρωπος την θείαν Αυτού ζωήν· δια να αγιάση και αποθανατίση και αιωνιοποιήση με την ζωήν Του ως Θεός, την ιδικήν μας ανθρωπίνην ζωήν επί της γης. «Ο τε γαρ αγιάζων και οι αγιαζόμενοι εξ ενός πάντες» (Εβρ. β: 11). Όλα αυτά τα κατέστησε δυνατά και πραγματοποιήσιμα δια τον ανθρώπινον κόσμον ο Θεάνθρωπος Χριστός, αφ’ ότου έγινεν άνθρωπος και «κεκοινώνησε σαρκός και αίματος», δηλαδή έγινε κοινωνός της ανθρωπίνης ημών φύσεως και τοιουτοτρόπως αδελφός των ανθρώπων, αδελφός κατά σάρκα και αίμα (πρβλ. Εβρ. β: 14,17). Γενόμενος άνθρωπος, αλλά παραμένων Θεός, ο Θεάνθρωπος έζη την αγίαν, αναμάρτητον, θεανθρωπίνην ζωήν επί της γης και δια της ζωής Του, του θανάτου Του και της Αναστάσεώς Του, κατήργησε τον διάβολον και το κράτος του θανάτου. Τοιουτοτρόπως έδωσε και δίδει συνεχώς εις όλους όσοι πιστεύουν εις Αυτόν τας ενεργείας της Χάριτος, δια να καταργούν και αυτοί τον διάβολον και πάντα θάνατον και πάντα πειρασμόν (πρβλ. Εβρ. β: 14, 15, 18). Αυτή η θεανδρική ζωή υπάρχει όλη εις το θεανθρώπινον Σώμα του Χριστού – την Εκκλησίαν – και βιούται συνεχώς από αυτήν, και από το επίγειον – επουράνιον πλήρωμα αυτής και από τα επί μέρους μέλη αυτής, κατά το μέτρον της πίστεώς των. Η ζωή των Αγίων εις την πραγματικότητα είναι αυτή αύτη η ζωή του Θεανθρώπου Χριστού, ήτις διοχετεύεται εις τους ακολουθούντας Αυτόν και βιούται υπ’ αυτών εν τη Εκκλησία Του. Διότι ακόμη και η παραμικρά λεπτομέρεια αυτής της ζωής έρχεται πάντοτε εκ του Χριστού, επειδή Αυτός είναι η ζωή (Ιωάν. ιδ: 6, α: 4), ζωή άπειρος και ατελεύτητος και αιωνία, ήτις με την θείαν δύναμίν της ανιστά από κάθε θάνατον και νικά όλους τους θανάτους. Όπως ακριβώς λέγει το παναληθές Ευαγγέλιον του Παναληθούς Κυρίου: «Εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή» (Ιωάν. ια: 35). Ο θαυμαστός Κύριος, ο Οποίος είναι όλος «η ανάστασις και η ζωή», κατοικεί ολοκληρωτικώς, ως θεανθρωπίνη πραγματικότητα, εις την Εκκλησίαν Του· δι’ αυτό και δεν υπάρχει τέλος εις την διάρκειαν της πραγματικότητος αυτής. Η ζωή Του συνεχίζεται εις όλους τους αιώνας. Έκαστος Χριστιανός είναι σύσσωμος του Χριστού (Εφ. γ: 6), δι’ αυτό δε είναι Χριστιανός, διότι ζη την θεανθρωπίνην ζωήν αυτού του σώματος του Χριστού, ως οργανικόν κύτταρόν του.                                          
Τι είναι ο Χριστιανός;      
Ο Χριστιανός είναι άνθρωπος, ο οποίος ζη δια του Χριστού και εν τω Χριστώ. Δια τούτο η θεία εντολή του Ευαγγελίου του Χριστού λέγει: «Περιπατείτε αξίως του Κυρίου» (Κολ. α: 10), ζήτε, δηλαδή, αξίως του Θεού, ο Οποίος εσαρκώθη και παρέμεινεν ως Θεάνθρωπος όλος εις την Εκκλησίαν Του, η οποία δι’ Αυτού ζη και υπάρχει αιωνίως. Τότε ζη κανείς «αξίως του Θεού», όταν ζη κατά το Ευαγγέλιον του Χριστού. Δια τούτο είναι αυτονόητον να υπάρχη και η επόμενη ευαγγελική εντολή: «Αξίως του Ευαγγελίου του Χριστού πολιτεύεσθε» (Φιλ. α:27). Η ζωή κατά το Ευαγγέλιον, η αγία ζωή, η θεία ζωή, -- αυτή είναι η φυσική και κανονική ζωή δια τους Χριστιανούς. Διότι οι Χριστιανοί κατά την κλήσιν των είναι Άγιοι. Αυτή η καλή αγγελία και εντολή ακούεται μέσα από ολόκληρον το Ευαγγέλιον της Καινής Διαθήκης. Το να αγιασθώμεν ολοτελείς, και κατά την ψυχήν και κατά το σώμα, αυτή είναι κλήσις ημών (πρβλ. Α΄ Θεσ. ε: 22 – 23). Και τούτο δεν αποτελεί θαύμα, αλλά κανόνα, τον κανόνα της πίστεως. Είναι πρόδηλος και σαφής η εντολή του θείου Ευαγγελίου: «Κατά τον καλέσαντα υμάς Άγιον και αυτοί άγιοι εν πάση αναστροφή γενήθητε (Α΄ Πέτρου α: 15). Τούτο δε σημαίνει: κατά τον Χριστόν – τον Άγιον, ο Οποίος σαρκωθείς και ενανθρωπήσας έδειξεν εν Εαυτώ την απολύτως αγίαν ζωήν, και ως τοιούτος δίδει εντολήν εις τους ανθρώπους: «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ Άγιος ειμί» (Α΄ Πέτρου α: 16). Αυτός έχει το δικαίωμα να εντέλλεται αυτά, διότι γενόμενος άνθρωπος, δίδει δι’ Εαυτού ως Αγίου πάσας τας θείας δυνάμεις («ενεργείας») εις τους ανθρώπους τας αναγκαίας «προς ζωήν και ευσέβειαν» εις αυτόν τον κόσμον (πρβλ. Β΄ Πέτρου β: 3). Και οι Χριστιανοί, ενούμενοι πνευματικώς και κατά χάριν δια της πίστεως με τον Άγιον Κύριον Ιησούν, λαμβάνουν από Αυτόν αυτάς τας θείας δυνάμεις δια να ζήσουν την ζωήν την αγίαν. Ζώντες εν Χριστώ οι Άγιοι κάμνουν τα έργα του Χριστού, διότι δι’ Αυτού γίνονται όχι μόνον δυνατοί αλλά και παντοδύναμοι: «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» (Φιλ. δ: 13). Κατ’ αυτόν τον τρόπον γίνεται πραγματικότης ο λόγος της Αυτοαληθείας, του Χριστού, ότι οι πιστεύοντες εις Αυτόν θα κάνουν τα έργα τα ιδικά Του και ακόμη μεγαλύτερα: «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει, και μείζονα τούτων ποιήσει» (Ιωάν. ιδ: 12). Και όντως η σκιά του Αποστόλου Πέτρου θεραπεύει τους αρρώστους· ο Άγιος Μάρκος ο Αθηναίος με τον λόγον του μετακινεί το όρος και πάλιν το σταματά… Όταν ο Θεός έγινεν άνθρωπος, τότε η Θεία Ζωή έγινε και του ανθρώπου ζωή· η Θεία Δύναμις έγινε και δύναμις του ανθρώπου· η Θεία Αλήθεια και του ανθρώπου αλήθεια και η Θεία Δικαιοσύνη και του ανθρώπου δικαιοσύνη· όλα τα του Θεού έγιναν και του ανθρώπου.                                                                                   
Τι είναι αι «Πράξεις των Αγίων Αποστόλων»; Είναι τα έργα του Χριστού, τα οποία κάνουν οι Άγιοι Απόστολοι με την δύναμιν του Χριστού, ή μάλλον τα κάνουν δια του Χριστού, ο Οποίος ζη εν αυτοίς και ενεργεί δι’ αυτών. Και η ζωή των Αγίων Αποστόλων τι είναι; Η βίωσις της ζωής του Χριστού, η οποία ζωή μεταδίδεται μέσα εις την Εκκλησίαν, εις όλους τους πιστούς ακολούθους Του και συνεχίζεται εσαεί δι’ αυτών μέσω των Αγίων Μυστηρίων και των αγίων αρετών.                      
Οι δε «Βίοι των Αγίων» τι είναι; Τίποτε άλλο παρά ένα είδος συνεχίσεως των «Πράξεων των Αποστόλων». Μέσα εις αυτούς τους «Βίους» συναντά κανείς το ίδιον Ευαγγέλιον, την ιδίαν ζωήν, την ιδίαν δικαιοσύνην, την ιδίαν αγάπην, την ιδίαν πίστιν, την ιδίαν αιωνιότητα, την ιδίαν «δύναμιν εξ ύψους», τον ίδιον Θεόν και Κύριον. Διότι «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ: 8): ο Αυτός δι’ όλους τους ανθρώπους όλων των αιώνων, διαμοιράζων τα ίδια χαρίσματα και τας ιδίας θείας ενεργείας εις όλους τους πιστεύοντας εις Αυτόν. Αυτή η συνέχισις όλων των θείων δυνάμεων και ζωοποιών ενεργειών, των παραμενουσών και παρατεινομένων εις την Εκκλησίαν του Χριστού δια μέσου των αιώνων και από γενεάς εις γενεάν, αποτελεί ακριβώς την ζώσαν Ιεράν Παράδοσιν. Η αγία αυτή Παράδοσις συνεχίζεται αδιακόπως ως ζωή χαρισματική εις όλους τους Χριστιανούς, μέσα εις τους οποίους δια των Αγίων Μυστηρίων και των αγίων αρετών ζη εν χάριτι ο ίδιος ο Χριστός, ο Οποίος είναι όλος παρών εις την Εκκλησίαν Του, ούτως ώστε να είναι αυτή το πλήρωμά Του: «το πλήρωμα τού τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφεσ. α: 23). Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι το υπερτέλειον πλήρωμα της Θεότητος: «ότι εν Αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς» (Κολ. β: 9). Οι δε Χριστιανοί πρέπει, δια των Αγίων Μυστηρίων και των αγίων αρετών, να πληρωθούν «εις παν πλήρωμα του Θεού» (Εφ. γ: 19). Οι «Βίοι των Αγίων» εμφανίζουν ακριβώς αυτά τα πρόσωπα, τα πεπληρωμένα δια Χριστού του Θεού, πρόσωπα χριστοφόρα, άγια, εις τα οποία διαφυλάσσεται και δια των οποίων μεταδίδεται η αγία παράδοσις αυτής της εν Χάριτι ζωής. Διαφυλάσσεται και μεταδίδεται δια της αγίας ευαγγελικής πολιτείας των. Διότι οι «Βίοι των Αγίων» δεν είναι άλλο παρά αι ευαγγελικαί θείαι αλήθειαι μεταφερθείσαι εις την ανθρωπίνην ημών ζωήν δια της Χάριτος και των ασκήσεων. Δεν υπάρχει ευαγγελική αλήθεια, η οποία να μη ημπορή να μεταβληθή εις ζωήν. Όλαι αι αλήθειαι αυταί εδόθησαν από τον Χριστόν δι’ ένα σκοπόν: δια να γίνουν ζωή ιδική μας, πραγματικότης ιδική μας, κτήμα ιδικόν μας, χαρά ιδική μας. Και οι Άγιοι, όλοι των μέχρις ενός, ζουν αυτάς τας θείας αληθείας ως το κέντρον της ζωής των και ως την ουσίαν της υπάρξεώς των. Ακριβώς δι’ αυτό οι «Βίοι των Αγίων» αποτελούν απόδειξιν και μαρτυρίαν, ότι η καταγωγή ημών είναι εκ του ουρανού· ότι ημείς δεν είμεθα εκ του κόσμου τούτου, αλλά εκ του άλλου· ότι ο άνθρωπος είναι αληθινός άνθρωπος μόνον εν τω Θεώ· ότι ζώμεν επί γης δια του ουρανού· ότι «ημών το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. γ: 20) και ότι ο σκοπός ημών είναι να ουρανώσωμεν τον εαυτόν μας τρεφόμενοι με τον «ουράνιον άρτον», τον καταβάντα εκ του ουρανού εις την γην (Ιωάν. στ: 33, 45, 51). Ο ουράνιος αυτός Άρτος κατήλθεν εις την γην δια να μας τρέφη με την αιωνίαν Θείαν Αλήθειαν, με την αιωνίαν Θείαν Αγαθότητα, την αιωνίαν Θείαν Δικαιοσύνην, την αιωνίαν Θείαν Αγάπην, την αιωνίαν Θείαν Ζωήν, δια της Θείας Ευχαριστίας, δια της ζωής ημών εν τω μόνω αληθινώ Θεώ και Κυρίω Ιησού Χριστώ (Ιωάν. στ: 50, 51, 53-57). Με άλλους λόγους, η κλήσις ημών είναι: να πληρωθώμεν με τον Θεάνθρωπον Χριστόν, με τας θείας και ζωοποιούς ενεργείας Του, να φθάσωμεν εις την εγχρίστωσιν και χριστοποίησίν μας. Εάν εργάζεσαι δι’ αυτό, τότε ευρίσκεσαι ήδη εις τον ουρανόν, παρ’ όλον ότι περιπατείς επί της γης· είσαι ήδη όλος εν τω Θεώ, μολονότι η ύπαρξίς σου παραμένει εις τα όρια της ανθρωπίνης φύσεως. Ο άνθρωπος χριστοποιούμενος ξεπερνά τον εαυτόν του ως άνθρωπον, τον ξεπερνά δια του Θεού, δια του Θεανθρώπου, εν τω Οποίω εδόθη ο τέλειος τύπος του αληθινού, του πλήρους, του θεοειδούς όντως ανθρώπου. Εν Αυτώ ακόμη εδόθησαν παντοδύναμοι θείαι ενέργειαι δια των οποίων ανυψώνεται ο άνθρωπος υπεράνω κάθε αμαρτίας, κάθε θανάτου, κάθε κολάσεως· και τούτο μόνον εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, της οποίας «πύλαι άδου ου κατισχύσουσι» (Ματθ. ιστ: 18), διότι εν αυτή ζη όλος ο θαυμαστός Θεάνθρωπος Κύριος με όλας τας θείας Αυτού δυνάμεις, τας ενεργείας, τας αληθείας, τας πραγματικότητας, τας τελειότητας, τας ζωάς και τας αιωνιότητας. Οι «Βίοι των Αγίων» είναι ιεραί μαρτυρίαι περί της θαυματουργικής δυνάμεως του Κυρίου Ιησού Χριστού. Εις την πραγματικότητα, αυτοί δεν είναι άλλο παρά αι ίδιαι αι μαρτυρίαι των Πράξεων των Αποστόλων συνεχιζόμεναι δια μέσου των αιώνων. Επειδή και οι Άγιοι δεν είναι άλλο, παρά Μάρτυρες Άγιοι, όπως και οι Άγιοι Απόστολοι, οι οποίοι είναι οι Πρωτομάρτυρες. Τίνος Μάρτυρες; Του Θεανθρώπου Χριστού· Αυτού: του σταυρωθέντος, του αναστάντος, του αναληφθέντος, του αιωνίως ζώντος. Μάρτυρες του Ευαγγελίου της σωτηρίας, το οποίον συνεχίζει να γράφεται αδιάκοπα με τα άγια ευαγγελικά έργα, από γενεάς εις γενεάν. Διότι ο Χριστός, ο Οποίος είναι ο Αυτός εις τους αιώνας, θαυματουργεί συνεχώς με την ιδίαν θείαν δύναμιν, δια των Αγίων Μαρτύρων Του. Οι θείοι Απόστολοι είναι οι πρώτοι Άγιοι Μάρτυρες του Κυρίου Ιησού και της θεανθρωπίνης Αυτού οικονομίας της σωτηρίας του κόσμου· και οι Βίοι αυτών αποτελούν τας ζωντανάς και αιωνίας μαρτυρίας περί του Ευαγγελίου του Σωτήρος, ως νέας ζωής, ζωής κεχαριτωμένης, ζωής αγίας, θείας, θεανδρικής και επομένως ζωής θαυματουργικής και αληθινής, όπως είναι θαυματουργική και αληθινή η ιδία η ζωή του Σωτήρος Χριστού. Και οι Χριστιανοί; Οι Χριστιανοί είναι οι άνθρωποι, δια των οποίων συνεχίζεται η αγία θεανθρωπίνη ζωή του Χριστού από γενεάς εις γενεάν μέχρι της συντελείας του αιώνος. Όλοι ομού αποτελούν ένα σώμα, το Σώμα του Χριστού = την Εκκλησίαν, και είναι σύσσωμοι του Χριστού και μέλη μεταξύ των. Ο ποταμός της αθανάτου θείας ζωής ήρχισε να ρέη, να κυλά ακατάπαυστα από τον Θεάνθρωπον Χριστόν· και οι Χριστιανοί εισέρχονται δι’ αυτού εις την αιωνίαν ζωήν. Οι Χριστιανοί είναι το Ευαγγέλιον του Χριστού συνεχιζόμενον δια μέσου όλων των αιώνων του ανθρωπίνου γένους. Εις τους «Βίους των Αγίων» όλα είναι συνηθισμένα, όπως και εις το Ευαγγέλιον, και όλα είναι παράδοξα, όπως και εις το Ευαγγέλιον. Εν τούτοις και εις τας δύο περιπτώσεις είναι όλα πραγματικά και αληθινά, κατά ένα μοναδικόν τρόπον. Αληθινά δε και πραγματικά κατά την ιδίαν θεανθρωπίνην αλήθειαν και την ιδίαν θεανδρικήν πραγματικότητα, και μεμαρτυρημένα με την ιδίαν αγίαν δύναμιν – θείαν και ανθρωπίνην – κατά τρόπον θεϊκώς και ανθρωπίνως τέλειον. Λοιπόν, οι «Βίοι των Αγίων»; Ιδού, ευρισκόμεθα εις χώρον ουράνιον, διότι η γη γίνεται ουρανός δια των Αγίων του Θεού. Ιδού ότι ευρισκόμεθα μεταξύ των εν σώματι Αγγέλων, μεταξύ των χριστοφόρων. Όπου δε είναι αυτοί, εκεί και όλος ο Κύριος ο Θεός, εν αυτοίς και μετ’ αυτών και εν μέσω αυτών («Ο Θεός ο εν Αγίοις αναπαυόμενος», «Θεός εν μέσω θεών»), εκεί και όλη η αιωνία Αλήθεια του Θεού και όλη η αιωνία Δικαιοσύνη του Θεού και όλη η αιωνία Αγάπη του Θεού και όλη η αιωνία Ζωή του Θεού. Οι «Βίοι των Αγίων»! Ιδού, ευρισκόμεθα εις τον Παράδεισον, όπου φυτρώνει και αυξάνει ό,τι το θείον, το άγιον, το αθάνατον, το αιώνιον, το δίκαιον, το αληθινόν, το ευαγγελικόν. Διότι εις έκαστον Άγιον ήνθησε δια του Σταυρού το δένδρον της ζωής, της αιωνίας, θείας και αθανάτου ζωής, και εκαρποφόρησε πολλούς καρπούς. Ο δε Σταυρός εισάγει εις τον Παράδεισον, εισάγει και ημάς μετά τον ληστήν, ο οποίος, προς ενθάρρυνσιν ημών, εισήλθε πρώτος εις τον Παράδεισον μετά τον Πανάγιον Θείον Σταυροφόρον, τον Χριστόν· εισήλθε δε με τον σταυρόν της μετανοίας. Οι «Βίοι των Αγίων»! Ιδού, ευρισκόμεθα εις την αιωνιότητα· χρόνος δεν υπάρχει πλέον: «Χρόνος ουκέτι έσται» (Αποκ. ι: 7), διότι εις τους Αγίους του Θεού βασιλεύει η αιωνία Θεία Αλήθεια, η αιωνία Θεία Δικαιοσύνη, η αιωνία Θεία Αγάπη, η αιωνία Θεία Ζωή. Και «ο θάνατος ουκ έστιν έτι εις αυτούς, διότι όλη η ύπαρξίς των είναι γεμάτη εκ των αναστασίμων θείων δυνάμεων του Αναστάντος Κυρίου, του μοναδικού Νικητού του θανάτου και όλων των θανάτων εις όλους τους κόσμους. Δεν υπάρχει θάνατος δι’ αυτούς – τους Αγίους ανθρώπους, διότι όλη η ύπαρξίς των είναι πεπληρωμένη από τον Μόνον Αθάνατον – τον Υπεραθάνατον Κύριον και Θεόν ημών Ιησούν Χριστόν. Ευρισκόμενοι μεταξύ των μοναδικά αληθινών Αθανάτων, οι οποίοι ενίκησαν πάντα θάνατον, πάσαν αμαρτίαν, παν πάθος, πάντα δαίμονα, πάντα άδην. Όταν είμεθα μετ’ αυτών ουδέν είδος θανάτου δύναται να μας βλάψη, διότι οι Άγιοι είναι τα αλεξικέραυνα του θανάτου. Οι Άγιοι είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι επί της γης ζουν τας αγίας, τας αιωνίας θείας αληθείας. Δι’ αυτό και οι «Βίοι των Αγίων» αποτελούν εις την πραγματικότητα την εφηρμοσμένην Δογματικήν, επειδή έχουν βιωθή από αυτούς όλαι αι άγιαι και αιώνιοι δογματικαί αλήθειαι, εις ολόκληρον την ζωογόνον και δημιουργικήν δύναμίν των. Εις τους «Βίους των Αγίων» καταδεικνύεται κατά τον πλέον οφθαλμοφανή τρόπον, ότι τα δόγματα δεν είναι μόνον οντολογικαί αλήθειαι καθ’ εαυτάς και δι’ εαυτάς, αλλ’ ότι το κάθε δόγμα είναι πηγή της αιωνίου ζωής και της αγίας πνευματικότητος, συμφώνως προς το παναληθές Ευαγγέλιον του μοναδικού και αναντικαταστάτου Σωτήρος και Κυρίου: «Τα ρήματά μου πνεύμα εστι και ζωή εστι» (Ιωάν. στ: 63). Διότι έκαστον «ρήμα Κυρίου», έκαστος λόγος του Θεού, προχέει μίαν δύναμιν σωστικήν, αγιαστικήν, η οποία χαριτώνει, ζωοποιεί και μεταμορφώνει. Άνευ της αγίας δογματικής αληθείας περί της Αγίας Τριάδος δεν θα είχομεν τας θείας ενεργείας από την Αγίαν Τριάδα, τας οποίας αντλούμεν δια της ορθής πίστεως, και αι οποίαι ζωοποιούν, αγιάζουν, σώζουν και θεώνουν ημάς. Άνευ της αγίας αληθείας περί του Θεανθρώπου δεν υπάρχει σωτηρία δια τον άνθρωπον, διότι από την αλήθειαν αυτήν, όταν την ζη ο άνθρωπος, πηγάζει η θεία δύναμις, η οποία σώζει από την αμαρτίαν, από τον θάνατον, από τον διάβολον. Και αυτή η δογματική αλήθεια περί του Θεανθρώπου Ιησού μήπως δεν έχει μαρτυρηθή σαφέστατα και εμπειρικώτατα εις τους Βίους αναριθμήτων Αγίων; Επειδή, δι’ αυτό ακριβώς οι Άγιοι είναι Άγιοι, διότι ζουν όλον τον Θεάνθρωπον Κύριον Ιησούν ως την ψυχήν της ψυχής των, ως την συνείδησιν της συνειδήσεώς των, ως τον νουν του νοός των, την ύπαρξιν της υπάρξεώς των, την ζωήν της ζωής των. Τοιουτοτρόπως έκαστος των Αγίων βροντοφωνεί μαζί με τον θείον Απόστολον την αλήθειαν: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β: 20). Εμβαθύνατε εις τους «Βίους των Αγίων»: Ιδού, από όλους αυτούς ακτινοβολεί η χαρισματική, η ζωοποιός και σωστική δύναμις της Υπεραγίας Θεοτόκου, η Οποία τους ωδήγησεν από ασκήσεως εις άσκησιν, από αρετής εις αρετήν, από της νίκης κατά της αμαρτίας εις την νίκην κατά του θανάτου, από της νίκης κατά του θανάτου εις την νίκην κατά του διαβόλου. Αυτή εισάγει αυτούς εις την πνευματικήν χαράν, όπου δεν υπάρχει οδύνη, λύπη και στεναγμός, αλλά «ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Αγίω» (Ρωμ. ιδ: 17)· χαρά και ειρήνη από την κερδισμένην νίκην εναντίον πάσης αμαρτίας, παντός πάθους, παντός θανάτου, παντός πονηρού πνεύματος. Όλα αυτά, αναμφιβόλως, μαρτυρούν βιωματικώς και εμπειρικώς το αληθές του αγίου δόγματος περί της Υπεραγίας Θεοτόκου, της όντως «τιμιωτέρας των Χερουβείμ και ενδοξοτέρας ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Αυτό το δόγμα το φυλάσσουν εις την καρδίαν των οι Άγιοι δια της πίστεως και με φλογεράν αγάπην ζουν δι’ αυτού. Εάν δε πάλιν θέλετε μίαν ή δύο ή χιλιάδας αναμφισβητήτους μαρτυρίας περί της ζωηφόρου και ζωοποιού δυνάμεως του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου, αίτινες να είναι συγχρόνως και εμπειρικαί αποδείξεις της αληθείας του δόγματος του σωτηριώδους σταυρικού θανάτου του Κυρίου, ξεκινήσατε με την πίστιν εις τους «Βίους των Αγίων». Θα ίδητε τότε και θα αισθανθήτε οπωσδήποτε, ότι δι’ έκαστον Άγιον και δι’ όλους ομού η δύναμις του Σταυρού αποτελεί το αήττητον όπλον, με το οποίον αυτοί νικούν όλους τους ορατούς και αοράτους εχθρούς της σωτηρίας των. Θα τον ίδητε ως αστείρευτον πηγήν σωστικών και αγιαστικών δυνάμεων, αίτινες τους οδηγούν ασφαλώς από τελειότητος εις τελειότητα, από χαράς εις χαράν, μέχρις ότου τους φέρουν εις την αιώνιον Βασιλείαν των ουρανών, «ένθα ο των εορταζόντων ήχος ο ακατάπαυστος και η ανέκφραστος ηδονή των καθορώντων του προσώπου του Κυρίου το κάλλος το άρρητον». Αλλά με την αγίαν ζωήν των και με τα άγια αυτών πρόσωπα οι Άγιοι του Θεού επιβεβαιώνουν κατά τρόπον πειστικόν και αληθινόν και όλα τα άλλα δόγματα, όπως: περί της Εκκλησίας, περί της Χάριτος, περί των Αγίων Μυστηρίων, περί των αγίων αρετών, περί του ανθρώπου, περί της αμαρτίας, περί των ιερών Λειψάνων, περί των αγίων Εικόνων, περί της μελλούσης ζωής, περί όλων των άλλων, τα οποία αποτελούν την θεανθρωπίνην οικονομίαν της σωτηρίας. Ναι, οι «Βίοι των Αγίων» είναι η εμπειρική Δογματική. Είναι η βιωματική Δογματική, Δογματική η οποία έχει γίνει βίωμα μέσα εις την αγίαν ζωήν των Αγίων του Θεού ανθρώπων. Εκτός αυτών, οι «Βίοι των Αγίων» περιέχουν και όλην την ορθόδοξον Ηθικήν, το ορθόδοξον ήθος, εις ολόκληρον την λάμψιν του θεανθρωπίνου μεγαλείου του και της ακαταβλήτου δυνάμεώς του. Εις τους «Βίους των Αγίων» αποδεικνύεται και καταδεικνύεται κατά τρόπον πειστικόν και πραγματικόν, ότι τα Άγια Μυστήρια είναι πηγαί των αγίων αρετών, αι δε άγιαι αρεταί, καρποί των Αγίων Μυστηρίων της Εκκλησίας, διότι εξ αυτών γεννώνται, δι’ αυτών αναπτύσσονται και τρέφονται και ζουν, δι’ αυτών τελειοποιούνται και αιωνίζονται. Όλοι οι θείοι ηθικοί νόμοι πηγάζουν εκ των Αγίων Μυστηρίων και πραγματοποιούνται δια των αγίων αρετών. Δι’ αυτό και οι «Βίοι των Αγίων» αποτελούν την βιωματικήν Ηθικήν, την εφηρμοσμένην Ηθικήν. Εξ άλλου, αυτοί πάλιν οι «Βίοι των Αγίων» βεβαιώνουν αναμφισβήτητα ότι η Ηθική δεν είναι άλλο, παρά μία εφηρμοσμένη Δογματική. Ολόκληρος η ζωή των Αγίων συντίθεται από τα Άγια Μυστήρια και τας αγίας αρετάς, τα δε Άγια Μυστήρια και αι άγιαι αρεταί είναι καρποί του Αγίου Πνεύματος, του ενεργούντος τα πάντα εν πάσι (Α΄ Κορ. ιβ: 4, 6, 11). Αλλά τι είναι ακόμη οι «Βίοι των Αγίων»; Η μοναδική Παιδαγωγική της Ορθοδοξίας. Διότι μέσα εις αυτούς, κατά αναριθμήτους ευαγγελικούς τρόπους, τελείως δοκιμασμένους δια της μακραίωνος εμπειρίας, έχει καταδειχθή πως διαπλάσσεται και οικοδομείται το τέλειον ανθρώπινον πρόσωπον, ο τέλειος άνθρωπος, και πως αυξάνει «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσίους δ: 13), δια των Αγίων Μυστηρίων και των αγίων αρετών εν τη Εκκλησία του Χριστού. Τούτο δε ακριβώς αποτελεί το παιδαγωγικόν ιδεώδες του Ευαγγελίου, το μόνον παιδαγωγικόν ιδεώδες το άξιον ενός θεοειδούς όντος, όπως είναι ο άνθρωπος. Το ιδανικόν αυτό έθεσεν αλλά και επραγματοποίησε πρώτος ο Θεάνθρωπος Χριστός, κατόπιν δε Αυτού το επραγματοποίησαν και οι Άγιοι Απόστολοι και οι λοιποί Άγιοι του Θεού. Εν τούτοις όμως, άνευ του Θεανθρώπου Χριστού και έξω από Αυτόν, οποιονδήποτε και αν είναι το παιδαγωγικόν ιδανικόν του ανθρώπου, αυτός θα παραμένη δια παντός ένα ον ατελές, ένα ον θνητόν, ένα ον άθλιον και τραγικόν, άξιον των δακρύων όλων των οφθαλμών, όσοι υπάρχουν εις τους κόσμους του Θεού. Εάν θέλετε, οι «Βίοι των Αγίων» είναι μία ιδιόμορφος Ορθόδοξος Εγκυκλοπαιδεία. Εις αυτούς δύναται να εύρη κανείς όλα όσα χρειάζονται εις μίαν ψυχήν πεινασμένην και διψασμένην δια την αιωνίαν Δικαιοσύνην και αιωνίαν Αλήθειαν μέσα εις αυτόν τον κόσμον· πεινασμένην και διψασμένην δια την θείαν αθανασίαν και την αιωνίαν ζωήν. Εάν διψάς την πίστιν, θα την εύρης πλουσίαν εις τους «Βίους των Αγίων» και θα χορτάσης την ψυχήν σου με τροφήν δια την οποίαν ποτέ δεν θα ξαναπεινάσης. Εάν ποθής την αγάπην, την αλήθειαν, την δικαιοσύνην, την ελπίδα, την πραότητα, την ταπείνωσιν, την μετάνοιαν, την προσευχήν ή οποιανδήποτε αρετήν και άσκησιν, εις τους «Βίους των Αγίων» θα εύρης ένα πλήθος αγίων διδασκάλων δια παντός είδους άσκησιν και θα λάβης την βοήθειαν της θείας Χάριτος δια κάθε αρετήν. Εάν περνάς μαρτύρια δια την πίστιν σου εις τον Χριστόν, οι «Βίοι των Αγίων» θα σε παρηγορήσουν και θα σε ενθαρρύνουν, θα σε ενδυναμώσουν και θα σε αναπτερώσουν, ώστε τα μαρτύριά σου να μεταβληθούν εις χαράν, Είσαι εις οποιονδήποτε πειρασμόν; Οι «Βίοι των Αγίων» θα σε βοηθήσουν να τον νικήσης και τώρα και πάντοτε. Εάν πάλιν ευρίσκεσαι εις κίνδυνον από τους αοράτους εχθρούς της σωτηρίας σου, οι «Βίοι των Αγίων» θα σε οπλίσουν με την «πανοπλίαν του Θεού» (Εφεσίους στ: 11, 13) και συ θα πολεμήσης και θα διαλύσης αυτούς όλους, και τώρα και πάντοτε και εις όλην σου την ζωήν. Εάν εξ άλλου ευρίσκεσαι εν μέσω ορατών εχθρών και διωκτών της Εκκλησίας του Χριστού, οι «Βίοι των Αγίων» θα σου δώσουν το θάρρος και την δύναμιν της ομολογίας, δια να ομολογής άνευ φόβου τον μόνον αληθινόν Θεόν και Κύριον εις όλους τους κόσμους, τον Ιησούν Χριστόν· θα ίστασαι δια την αλήθειαν του Ευαγγελίου Του ακλόνητος μέχρι θανάτου, οποιουδήποτε θανάτου, και θα αισθανθής τον εαυτόν σου δυνατώτερον από οιονδήποτε θάνατον και από οιονδήποτε εχθρόν του Χριστού. Υποφέρων δια τον Χριστόν, θα αλαλάζης από χαράν, αισθανόμενος με όλον σου το είναι, ότι η ζωή σου ευρίσκεται εις τους ουρανούς, πέραν όλων των θανάτων, κρυμμένη συν τω Χριστώ εν τω Θεώ (Κολ. γ: 3). Οι «Βίοι των Αγίων» δεικνύουν πολυαρίθμους, αλλά πάντοτε βεβαίους δρόμους σωτηρίας, φωτισμού, αγιασμού, μεταμορφώσεως, χριστοποιήσεως, θεώσεως· δεικνύουν όλους τους τρόπους με τους οποίους η ανθρωπίνη φύσις κατανικά την αμαρτίαν, την οιανδήποτε αμαρτίαν. Δεικνύουν πως νικά το πάθος, το οιονδήποτε πάθος· πως νικά τον θάνατον, τον οιονδήποτε θάνατον· πως νικά τον δαίμονα, τον οιονδήποτε δαίμονα. Εδώ ευρίσκεται φάρμακον δια πάσαν αμαρτίαν, και δια παντός πάθους θεραπείαν, από οιονδήποτε θάνατον ανάστασις, και από οιονδήποτε διάβολον απελευθέρωσις, από όλα μαζί τα κακά η σωτηρία. Δεν υπάρχει πάθος, δεν υπάρχει αμαρτία, δια την οποία να μη υποδεικνύεται μέσα εις τους «Βίους των Αγίων» ο τρόπος θεραπείας, ο τρόπος με τον οποίον αύτη νικάται, νεκρώνεται, εκριζώνεται. Εις αυτούς φαίνεται ολοκάθαρα, ότι δεν υπάρχει πνευματικός θάνατος, εκ του οποίου δεν θα ήτο δυνατή η ανάστασις με την θείαν δύναμιν του Αναστάντος και Αναληφθέντος Κυρίου Ιησού. Δεν υπάρχει βάσανον ή θλίψις ή στενοχωρία ή κακοπάθεια, την οποίαν ο Κύριος δια την εις Αυτόν πίστιν να μη μεταβάλλη βαθμηδόν ή δια μιας εις μίαν ήρεμον και κατανυκτικήν χαράν. Πως γίνεται κανείς από αμαρτωλός δίκαιος; Ιδού, ότι έχομεν ένα πλήθος από συγκλονιστικά παραδείγματα μέσα εις τους «Βίους των Αγίων»! Πως δύναται κανείς από ληστής, πόρνος, μέθυσος, άσωτος, φονεύς, μοιχός, να γίνη Άγιος; Δι’ αυτό θα εύρωμεν πάμπολλα παραδείγματα εδώ. Επίσης, πως από ένα φίλαυτον, φιλόζωον, ιδιοτελή, άπιστον, άθεον, υπερήφανον, φιλάργυρον, εμπαθή, από ένα κακούργον, διεφθαρμένον, οργίλον, πονηρόν, ύπουλον, χαιρέκακον, φθονερόν, κενόδοξον, φιλόδοξον, κακοήθη, άρπαγα και ανελεήμονα, πως δύναται να προέλθη εις άνθρωπος του Θεού; Οι «Βίοι των Αγίων» θα δείξουν τούτο εις ημάς και θα το εξηγήσουν. Αλλ’ επίσης εις τους «Βίους των Αγίων» έχομεν πάρα πολλά και θαυμαστά παραδείγματα δια το πως εις νέος γίνεται άγιος νέος, πως μία κόρη γίνεται αγία κόρη, πως εις γέρων γίνεται άγιος γέρων, πως μία γερόντισσα γίνεται αγία γερόντισσα, πως ένα παιδί γίνεται άγιον παιδί, πως οι γονείς γίνονται άγιοι γονείς, πως εις υιός γίνεται άγιος υιός, πως μία θυγατέρα γίνεται αγία θυγατέρα, πως μία οικογένεια γίνεται αγία οικογένεια, πως μία κοινωνία γίνεται αγία κοινωνία, πως εις Ιερεύς γίνεται άγιος Ιερεύς, πως εις Επίσκοπος γίνεται άγιος Επίσκοπος, πως εις βοσκός γίνεται άγιος βοσκός, πως εις γεωργός γίνεται άγιος γεωργός, πως εις βασιλεύς γίνεται άγιος βασιλεύς, πως εις εργάτης γίνεται άγιος εργάτης, πως εις δικαστής γίνεται άγιος δικαστής, πως εις διδάσκαλος γίνεται άγιος διδάσκαλος, πως εις καθηγητής γίνεται άγιος καθηγητής, πως εις στρατιώτης γίνεται άγιος στρατιώτης, πως εις αξιωματικός γίνεται άγιος αξιωματικός, πως εις κυβερνήτης γίνεται άγιος κυβερνήτης, πως εις γραμματεύς γίνεται άγιος γραμματεύς, πως εις έμπορος γίνεται άγιος έμπορος, πως εις Μοναχός γίνεται άγιος Μοναχός, πως εις οικοδόμος γίνεται άγιος οικοδόμος, πως εις ιατρός γίνεται άγιος ιατρός, πως εις τελώνης γίνεται άγιος τελώνης, πως εις μαθητής γίνεται άγιος μαθητής, πως εις επαγγελματίας γίνεται άγιος επαγγελματίας, πως εις φιλόσοφος γίνεται άγιος φιλόσοφος, πως εις επιστήμων γίνεται άγιος επιστήμων, πως εις πολιτικός γίνεται άγιος πολιτικός, πως εις υπουργός γίνεται άγιος υπουργός, πως εις πτωχός γίνεται άγιος πτωχός, πως εις πλούσιος γίνεται άγιος πλούσιος, πως εις δούλος γίνεται άγιος δούλος, πως εις δεσπότης γίνεται άγιος δεσπότης, πως οι σύζυγοι γίνονται άγιοι σύζυγοι, πως εις συγγραφεύς γίνεται άγιος συγγραφεύς, πως ένας καλλιτέχνης γίνεται άγιος καλλιτέχνης. Εκείνος ο οποίος εδιάβασε τους «Βίους των Αγίων» αισθάνεται και εννοεί με όλην την ύπαρξίν του, ότι μόνον «συν πάσι τοις Αγίοις» (Εφεσίους γ: 18) ημπορεί να γνωρίση Χριστόν τον Θεόν, και όλα τα εν Αυτώ και περί Αυτού, και όσα πηγάζουν απ’ Αυτόν (Εφεσίους γ: 18 – 19). Και οι Άγιοι; Παίρνουν αγιότητα «εξ Ενός πάντες», από τον Ένα, τον Μόνον Άγιον (Εβρ. β: 11). Δια τας χριστοποθήτους ασκήσεις των δίδεται το Άγιον Πνεύμα, το μόνο όπου γνωρίζει τα βάθη του Θεού, τα βάθη του Θεανθρώπου Χριστού. Και αυτοί μας ομιλούν δια του Αγίου Πνεύματος δια το άρρητον μυστήριον του Χριστού και δι’ όλα τα ανέκφραστα δώρα, που εδόθησαν εις ημάς δια Χριστού του Θεού (Α΄ Κορ. β: 9 – 12). Ναι, το «μυστήριον του Χριστού» μόνον δια του Αγίου Πνεύματος αποκαλύπτεται και μόνον εις τους αγίους ανθρώπους (Εφεσίους γ: 3 – 5, Κολ. α: 26). Δι’ αυτό οι Άγιοι είναι οι περισσότερον τέλειοι και οι γνησιώτεροι Μάρτυρες του Χριστού, του Θεού και Σωτήρος ημών. Τώρα γνωρίζομεν από τους «Βίους των Αγίων» ποιος είναι ο Θεός και τι είναι ο Θεός· ακόμη ποιος είναι ο άνθρωπος και τι είναι ο άνθρωπος. Ήδη έχομεν αποβιβασθή εις την επέκεινα ουράνιον όχθην και αντικρύζομεν όλον τον κόσμον της γης από τον ουρανόν. Και κοιτάζοντες από τον ουρανόν, τι είναι εκείνο το οποίον διακρίνομεν περισσότερον επάνω εις την γην; Δεν είναι ούτε τα βουνά, ούτε αι θάλασσαι, ούτε αι πόλεις, ούτε οι ουρανοξύσται. Είναι ο άνθρωπος. Διότι η θεοειδής ψυχή του ανθρώπου είναι άλλος ήλιος επί της γης. Και έκαστος απ’ αυτούς τους ηλίους είναι ορατός από τον ουρανόν. Αγαπημένον θαύμα Θεού! Η τόσον μικρά γη, εις αστερίσκος από τους πλέον μικρούς, να χωρή δισεκατομμύρια ηλίων! Μέσα από το χωμάτινον σώμα τού ανθρώπου λάμπει ο ήλιος! Ο άνθρωπος! Ένας μικρός θεός μέσα εις την λάσπην. Είναι Ευαγγέλιον, παναληθινόν Ευαγγέλιον – όχι ιδικόν μου, αλλά των Αγίων του Θεού – ότι ο άνθρωπος είναι ένα μεγάλον μυστήριον του Θεού. Τόσον μεγάλον και τόσον ιερόν, ώστε ο ίδιος ο Θεός έγινεν άνθρωπος, δια να ερμηνεύση εις ημάς όλον το βάθος του ανθρωπίνου μυστηρίου. Η αλήθεια του Ευαγγελίου, η παναλήθεια είναι ότι ο Θεός έγινεν άνθρωπος δια να κάμη τον άνθρωπον θεόν κατά χάριν. Αυτήν την παναλήθειαν ευαγγελίζονται βροντόφωνα οι αρχιστράτηγοι του Ευαγγελίου του Θεανθρώπου: ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, ο Χρυσόστομος ο Παμμέγιστος, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Αυτούς ακολουθούν και όλοι οι άλλοι Άγιοι Ευαγγελισταί, όλη η Εκκλησία του Χριστού. Ο Κύριος και Θεός και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός, γενόμενος εξ αμέτρου φιλανθρωπίας άνθρωπος, ηγίασε τον άνθρωπον, τον εχριστοποίησε, τον εθέωσεν. Επολέμησε και ενίκησεν εν αυτώ και δι’ αυτόν κάθε τι άθεον και αντίθεον: την αμαρτίαν, τον θάνατον και τον διάβολον· και ανύψωσε τον άνθρωπον υπεράνω όλων των ουρανών, μέχρι του Τριαδικού Θεού. Όλα αυτά ποίοι τα μαρτυρούν; Όλοι οι Άγιοι από του πρώτου μέχρι του τελευταίου. Ο καθείς εξ αυτών, με ολόκληρον την ζωήν του μαρτυρεί δι’ αυτήν την αλήθειαν: ότι μέσα εις την Αγίαν του Χριστού Εκκλησίαν ο άνθρωπος δια των Αγίων Μυστηρίων και των αγίων αρετών μεταμορφώνεται εις «θεόν κατά χάριν», εις κατά χάριν θεάνθρωπον. Η μεταμόρφωσις του ανθρώπου εις θεάνθρωπον κατά χάριν δια του Θεανθρώπου Χριστού, η μετάπλασίς του εις θεόν κατά χάριν, είναι, κατά την διδασκαλίαν των Αγίων Πατέρων, τέχνη τεχνών, επιστήμη επιστημών, φιλοσοφία φιλοσοφιών. Δι’ αυτό οι Άγιοι Διδάσκαλοί μας την κατά το Ευαγγέλιον ζωήν ονομάζουν αληθινήν σοφίαν. Ο δε Άγιος Μακάριος ο Μέγας ονομάζει τους Αγίους «φιλοσόφους του Αγίου Πνεύματος». Τώρα, από τους «Βίους των Αγίων» γνωρίζομεν, ότι ο άνθρωπος είναι μία ύπαρξις με τας πλέον μεγάλας διαστάσεις: εκτείνεται από του διαβόλου μέχρι του Θεού, και δύναται να γίνη και θεός κατά χάριν, και διάβολος κατά την ελευθέραν βούλησίν του. Μέσα εις κάθε αμαρτίαν υπάρχει και ολίγον τι του διαβόλου. Δια της φιλαμαρτίας και της εκουσίας και επιμόνου παραμονής εις την αμαρτίαν ο άνθρωπος βαθμιαίως διαβολοποιείται, μεταβάλλεται βαθμιαίως εις διαβολάνθρωπον και δημιουργεί θεληματικώς την κόλασιν δια τον εαυτόν του. Διότι κάθε αμαρτία είναι μία μικρά κόλασις. Αντιθέτως, μέσα εις την Εκκλησίαν του Χριστού, δια των Αγίων Μυστηρίων και των αγίων ευαγγελικών αρετών, ο άνθρωπος πληρούται με τον Θεάνθρωπον Χριστόν, ενδύεται τον Χριστόν, και μεταμορφώνεται βαθμιαίως εις άνθρωπον χριστοφόρον και χριστοειδή, «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. δ: 13. Κολ. α: 28). Γίνεται βαθμηδόν θεάνθρωπος κατά χάριν, και κατ’ αυτόν τον τρόπον αποκτά μέσα εις την ψυχήν του τον Παράδεισον. Διότι εκάστη αγία ευαγγελική αρετή είναι μικρός παράδεισος δια την ψυχήν. Γίνεται ολοφάνερον από τους «Βίους των Αγίων», ότι οι Άγιοι γνωρίζουν ολόκληρον το μυστήριον του ανθρώπου, όλων των ανθρώπων, και το ιδικόν μου και το ιδικόν σου μυστήριον· διότι εγνώρισαν το μυστήριον του Μόνου Τελείου Ανθρώπου, του Θεανθρώπου Χριστού, δι’ Αυτού δε έλυσαν τελείως και τελεσιδίκως και το πρόβλημα του ανθρώπου. Ταυτοχρόνως δε έλυσαν και το πρόβλημα όλης της κτίσεως. Διότι ουσιαστικά όλα τα προβλήματα περιέρχονται μέσα εις το πρόβλημα του ανθρώπου, και όλαι αι λύσεις εις την λύσιν του προβλήματος του ανθρώπου. Εκτός του Θεανθρώπου και χωρίς τον Θεάνθρωπον ο άνθρωπος είναι πάντοτε υπάνθρωπος και μη άνθρωπος, δηλαδή δεν είναι άνθρωπος με την ουσιαστικήν σημασίαν του όρου. Ζήτησε να εύρης τον εαυτόν σου μέσα εις τους «Βίους των Αγίων», θα τον εύρης οπωσδήποτε μέσα εις αυτούς. Ακόμη θα εύρης εκεί και τα φάρμακα, με τα οποία ημπορείς να τον θεραπεύσης από όλας τας πνευματικάς αρρωστίας και να τον κάνης υγιή δια παντός. Υγιή και εις τους δύο κόσμους, εις τρόπον ώστε να μη δυνηθή να σε βλάψη ουδείς θάνατος. Θα εύρης ακόμη μέσα εις τους «Βίους των Αγίων» όλα όσα χρειάζονται δια να ζήσης και εις τους δύο κόσμους· όσα χρειάζονται εις σε, ω άνθρωπε, όστις είσαι μία αθάνατος ύπαρξις, μία αιωνία ύπαρξις, μία θεανθρωπίνη ύπαρξις, άνθρωπε! Άνθρωπε! Άνθρωπε! Εις τον γήϊνον κόσμον ημών, η μόνη άφθαρτος και ανεκμηδένιστος, η μόνη αγία και αθάνατος πραγματικότης είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός· αυτό είμεθα και ημείς οι άνθρωποι αν είμεθα μετ’ Αυτού, αν ζώμεν εν Αυτώ. Και είμεθα μετ’ Αυτού και εν Αυτώ δια των Αγίων Μυστηρίων και των αγίων αρετών. Άνευ Αυτού οι άνθρωποι είναι φαντάσματα, είναι ένας μύθος, μία σκιά, ένα όνειρον, το οποίον διασκορπίζει η παντοειδής αμαρτία, ο οιοσδήποτε θάνατος, ο πας διάβολος. Μόνον μαζί Του ημείς οι άνθρωποι είμεθα δυνατώτεροι από οίονδήποτε θάνατον, από παντός είδους αμαρτίαν, από οινδήποτε διάβολον. Αυτό δυνάμεθα να το ίδωμεν εις ένα έκαστον Άγιον. Τα πάντα μέσα του είναι δυνατώτερα από την αμαρτίαν, δυνατώτερα από τον θάνατον, δυνατώτερα από τον διάβολον. Διότι εντός παντός Αγίου «τα πάντα εν πάσιν» είναι ο Χριστός, και όλη Αυτού η πραγματικότης, όλη η αθανασία, όλη η αιωνιότης Αυτού. Ακόμη ολίγα λόγια δι’ εμέ και δια σε, αναγνώστα, και δια κάθε φιλόχριστον: Ενώπιον ημών ευρίσκονται οι άγιοι «Βίοι των Αγίων», οίτινες ευηρέστησαν ενώπιον του Θεού. Οι Άγιοι εβάδισαν τον πλέον μακρόν δρόμον, όπου δύναται να περιπατήση ένα ανθρώπινον ον: τον δρόμον όστις εκτείνεται από τον άδην έως τον Παράδεισον. Ή μάλλον ένα ακόμη μακρότερον και απ’ αυτόν, τον πλέον μακρόν: τον δρόμον από τον διάβολον μέχρι του Θεού. Κρατούμενοι εις τας αγκάλας από τον Αναστάντα και Αναληφθέντα Θεάνθρωπον, οι Άγιοι ανεστήθησαν συν Αυτώ και ανελήφθησαν συν Αυτώ. Προηγουμένως όμως είχον σταυρωθή μαζί Του, και έγιναν όμοιοι με Αυτόν ως προς τον θάνατον. Αλλά επίσης όμοιοι με Αυτόν δια της ζωής, την οποίαν έζησαν μέχρι της Αναστάσεως και της Αναλήψεως. Με αυτόν τον τρόπον έχουν επαναλάβει εις τον εαυτόν των τον Χριστόν, έχουν επαναλάβει τον Νικητήν της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου. Επανέλαβαν εντός των τον Θεάνθρωπον: ενεσωματώθησαν εις τον Χριστόν (ενχρίστωσις) και εχριστοποιήθησαν (χριστοποίησις). Ώστε κατώρθωσαν να πραγματοποιήσουν αυτό το οποίον έθεσεν ο Θεός ως σκοπόν της ανθρωπίνης υπάρξεως: έγιναν «θεοί κατά χάριν», θεάνθρωποι κατά χάριν και «χριστοί κατά χάριν», όπως τόσον εκφραστικά ευαγγελίζεται ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Οι «Βίοι των Αγίων» φανερώνουν σαφώς και αποδεικνύουν, ότι έκαστος Άγιος είναι ο Χριστός επαναλαμβανόμενος. Εις την πραγματικότητα αυτό είναι και ο καθείς Χριστιανός, αλλά «κατά το μέτρον της πίστεώς» του. Όλη η ζωή της Εκκλησίας, όλαι αι καθημεριναί ακολουθίαι της, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία διαρκής πρόσκλησις εις αυτό: Να επαναλαμβάνωμεν και ημείς την ζωήν του Χριστού μαζί με τον Άγιον, όπου εορτάζομεν κατ’ εκείνην την ημέραν, ζώντες μέσα εις την προσευχήν και την χάριν και βιούντες ολόκληρον την ζωήν και τα έργα των Αγίων, όπως εκείνοι εβίωσαν την ζωήν και τα έργα του Χριστού. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α΄ Κορ. ια: 1, δ: 16). Αυτό παραγγέλλει ο θείος Απόστολος και εις εμέ και εις σε και εις ένα έκαστον εξ ημών. Διότι όλοι έχομεν κληθή εις την αγιότητα, εις την αγίαν πολιτείαν, εις την αγίαν ζωήν (Α΄ Θεσσαλ. Δ: 3,7). Η θεία εντολή του πρωτοκορυφαίου Αποστόλου πηγάζει εξ ολοκλήρου από τον Χριστόν: «Κατά τον καλέσαντα υμάς Άγιον και αυτοί άγιοι εν πάση αναστροφή γενήθητε, διότι γέγραπται· άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμι» (Α΄ Πέτρου α: 15 – 16). Την αγίαν όμως ζωήν δεν ημπορούμεν να την ζώμεν ημείς μόνοι, αλλά πάντοτε «συν πάσι τοις Αγίοις», με την βοήθειαν και την καθοδήγησιν αυτών, δια μέσου των Αγίων Μυστηρίων και των αγίων αρετών εν τη Εκκλησία. Δι’ αυτό και «της Παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας μετά πάντων των Αγίων μνημονεύσαντες, εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών, Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα»! Αμήν! Αμήν! Αμήν!  

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ποιανού είναι;;;

Silver είπε...

Αρχιμανδρίτου Ιουστίνου Πόποβιτς.