Ιωάννης
τις εχρημάτισε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου εν έτει
330, όστις ήτο εις τον βασιλέα γνωστός δια της τέχνης την οποίαν ειργάζετο.
Ούτος διήγε πρότερον την ζωήν του κακώς και ασέμνως, χωρίς να συλλογισθή ποτέ,
ότι υπάρχει κόλασις· αλλ’ ο Θεός, όστις πάντα οικονομεί καλώς προς το συμφέρον
ημών, αυτός φανείς και εις την οπτασίαν τούτου διωρθωσε την πολιτείαν του.
Ούτος λοιπόν βλέπει ποτέ εις το όνειρόν του, ότι προσέφερεν εις τον βασιλέα
Κωνσταντίνον εν έργον της τέχνης του, και εκ τούτου θαρρών ωμίλει μετά του
βασιλέως με παρρησίαν και συνέχαιρεν. Έπειτα βλέπει τον βασιλέα ότι εξεγύμνωσε
μίαν σπάθην και περιτυλίξας την κόμην του, ητοιμάζετο να κόψη την κεφαλήν του
ανηλεώς.
Ο δε Ιωάννης έκλινε συνεχώς τον τράχηλον, νομίζων ότι παίζει τάχα με τον βασιλέα, ότε δε τούτο εποίει, ακούει τον βασιλέα, λέγοντα με σοβαρότητα προς αυτόν· «Όταν το ξίφος καταφάγη τας τρίχας σου, τότε ο τράχηλός σου θέλει γεμίσει από το αίμα σου». Εφάνη λοιπόν εις αυτόν, ότι εκόπη ο τράχηλός του και ότε η σπάθη ήλθεν εις το στήθος του, αγωνιών και φοβούμενος εζήτει να λάβη βοήθειαν. Εκ του φόβου και του φρικτού εκείνου αγώνος εξύπνησεν ο Ιωάννης και συνελθών εις εαυτόν ίστατο όλος έκθαμβος· ποιήσας δε το σημείον του Σταυρού εις το σώμα του, έλεγεν· «Ευχαριστώ σε, όνειρον, ότι τον φοβερόν τούτον αγώνα κατά φαντασίαν μόνον μοι έδειξας, δεν είδον δε αυτόν πραγματικώς και κατ’ αλήθειαν». Όθεν έμεινε πάλιν ο αυτός αμετανόητος και αδιόρθωτος. Μετά παρέλευσιν δε χρόνου τινός πίπτει εις βαρείαν ασθένειαν, και επεκαλείτο την εκ Θεού βοήθειαν. Τότε λοιπόν βλέπει πάλιν, όχι εις το όνειρόν του, αλλά εις έκστασιν γενόμενος, ότι παρίστατο εις βήμα σεκρετικόν και δικαστικόν, και εκεί εκαθέζετο εις θρόνον φοβερώτατος βασιλεύς, ενδεδυμένος βασιλικήν ομού και αρχιερατικήν στολήν και έχων δεξιόθεν και αριστερόθεν αυτού συγκαθημένους άνδρας τινάς ιεροπρεπείς και σεβασμίους· αυτός δε έβλεπεν, ότι ίστατο κάτωθεν. Και δεξιόθεν μεν του βασιλέως έβλεπεν ευνούχους τινάς και ωραίους νέους, αριστερόθεν δε ένα ταπεινότερον και καταδεκτικώτερον. Όπισθεν δε του βασιλέως έβλεπε λάκκον σκοτεινότατον και βαθύτατον άμα, του οποίου μόνη η θέα επροξένει φόβον άρρητον και οδύνην μεγάλην. Εν ω λοιπόν ίστατο έμφοβος και έντρομος λέγει προς αυτόν ο καθήμενος βασιλεύς· «Άραγε, ω νεανία, ηξεύρεις ποίος είμαι εγώ»; Ο δε Ιωάννης απεκρίθη· «Ηξεύρω, Δέσποτα, ότι συ είσαι ο σαρκωθείς Υιός του Θεού και Θεός, καθώς αι θείαι Γραφαί ημών διαγορεύουσιν». Ο δε Βασιλεύς λέγει προς αυτόν· «Και εάν συ εκ των Γραφών με γνωρίζης, γνωρίζεις δε και τους μετ’ εμού συγκαθεζομένους, πως ελησμόνησας την απειλήν εκείνην, την οποίαν απηύθυνεν εις σε προ χρόνων ο βασιλεύς Κωνσταντίνος; Ή δεν εννοείς ό,τι σου λέγω»; «Εννοώ τούτο Δέσποτα, απεκρίθη ο Ιωάννης, και ακόμη τας αναμνήσεις και τα λείψανα του φόβου εκείνου έχω εις την ψυχήν μου». Ο δε Κύριος είπεν· «Εάν τα λείψανα τού φόβου εκείνου φέρης εις την ψυχήν σου, πως επιμένεις εις τα κακά; Μάθε λοιπόν δια της δοκιμής, ότι εγώ ήμην, όστις και πρότερον έφερον εις σε την φοβεράν εκείνην βάσανον και όχι ο Κωνσταντίνος». Ταύτα δε ειπών ο βασιλεύς εφάνη ότι δια νεύματος μόνον επρόσταζε τους παρεστώτας να ρίψωσι τον Ιωάννην εις τον όπισθεν φαινόμενον λάκκον. Άμα λοιπόν ήρχισαν οι ευνούχοι να ωθώσιν ανηλεώς τον Ιωάννην εις τον λάκκον, ευθύς εκείνος επεκαλείτο την βοήθειαν της Θεοτόκου. Όθεν εφάνη εις αυτόν, ότι είδε την Θεοτόκον εκεί εις το μέσον και μετά ταύτα ήκουσε του Βασιλέως λέγοντος· «Αφήτε αυτόν να απέλθη δια την παράκλησιν της Μητρός μου». Έως εδώ είναι η οπτασία, την οποίαν είδεν ο Ιωάννης. Αυτός δε έντρομος γενόμενος και συνελθών εις εαυτόν, επήγεν εις ευλαβή τινά Μοναχόν και διηγήθη αυτήν. Ο δε Μοναχός είπε προς αυτόν· «Δος δόξαν εις τον Θεόν, αδελφέ, ότι ηξιώθης να λάβης τοιαύτην διδασκαλίαν και λοιπόν εξύπνησον, αγαπητέ, μη πάθης και συ τα όμοια εκείνου, περί του οποίου θέλω σου διηγηθή». «Ομοίαν με την ιδικήν σου οπτασίαν είδε και άλλος τις, όστις είχε φίλον τον πρώτον όντα εις τα βασιλικά σεκρέτα και δικαστήρια, Γεώργιον ονομαζόμενον. Είδε λοιπόν ο άνθρωπος εκείνος τον Γεώργιον αυτόν απαγόμενον δέσμιον, όπως ριφθή εντός φοβερού χάσματος και ήτο έμφοβος όλος. Εις δε των εκεί παρεστώτων, έχων την εύνοιαν του βασιλέως, εκράτησε τους φέροντας αυτόν εις το χάσμα και παρεκάλει να τον αφήσωσιν, υποσχόμενος εις αυτούς, ότι εν διαστήματι είκοσιν ημερών μέλλει να διορθωθή. Με την τοιαύτην δε εγγύησιν και βοήθειαν ηλευθερώθη ο Γεώργιος, ο δε ιδών την οπτασίαν και εννοήσας τι δηλοί, επήγεν και εφανέρωσεν αυτήν εις τον Γεώργιον εκείνον, ο οποίος εσύρετο εις το χάσμα, διότι ήτο φίλος του, ως είπομεν. Ο δε Γεώργιος, ταύτα ακούσας, εις ουδέν αυτά ελογίσθη· όθεν έμεινεν ο δυστυχής αδιόρθωτος. Αφού δε παρήλθον αι είκοσιν ημέραι, ηρπάγη, φευ! εκ της ζωής ταύτης και απήλθεν όπως πληρώση το υποσχεθέν χρέος». Ταύτα εν είδει προσθήκης διηγήθη ο Μοναχός εκείνος προς τον Ιωάννην. Ο δε Ιωάννης ακούσας ταύτα και έχων ακόμη κατά νουν ζωντανά όσα φοβερά είδεν, εξωμολογήθη χωρίς εντροπήν όλα του τα αμαρτήματα και αλλάξας την ζωήν του επί το βέλτιον, διήνυσε πολλά έτη θεαρέστως πολιτευόμενος και ούτως αποθανών απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς. ·
Ο δε Ιωάννης έκλινε συνεχώς τον τράχηλον, νομίζων ότι παίζει τάχα με τον βασιλέα, ότε δε τούτο εποίει, ακούει τον βασιλέα, λέγοντα με σοβαρότητα προς αυτόν· «Όταν το ξίφος καταφάγη τας τρίχας σου, τότε ο τράχηλός σου θέλει γεμίσει από το αίμα σου». Εφάνη λοιπόν εις αυτόν, ότι εκόπη ο τράχηλός του και ότε η σπάθη ήλθεν εις το στήθος του, αγωνιών και φοβούμενος εζήτει να λάβη βοήθειαν. Εκ του φόβου και του φρικτού εκείνου αγώνος εξύπνησεν ο Ιωάννης και συνελθών εις εαυτόν ίστατο όλος έκθαμβος· ποιήσας δε το σημείον του Σταυρού εις το σώμα του, έλεγεν· «Ευχαριστώ σε, όνειρον, ότι τον φοβερόν τούτον αγώνα κατά φαντασίαν μόνον μοι έδειξας, δεν είδον δε αυτόν πραγματικώς και κατ’ αλήθειαν». Όθεν έμεινε πάλιν ο αυτός αμετανόητος και αδιόρθωτος. Μετά παρέλευσιν δε χρόνου τινός πίπτει εις βαρείαν ασθένειαν, και επεκαλείτο την εκ Θεού βοήθειαν. Τότε λοιπόν βλέπει πάλιν, όχι εις το όνειρόν του, αλλά εις έκστασιν γενόμενος, ότι παρίστατο εις βήμα σεκρετικόν και δικαστικόν, και εκεί εκαθέζετο εις θρόνον φοβερώτατος βασιλεύς, ενδεδυμένος βασιλικήν ομού και αρχιερατικήν στολήν και έχων δεξιόθεν και αριστερόθεν αυτού συγκαθημένους άνδρας τινάς ιεροπρεπείς και σεβασμίους· αυτός δε έβλεπεν, ότι ίστατο κάτωθεν. Και δεξιόθεν μεν του βασιλέως έβλεπεν ευνούχους τινάς και ωραίους νέους, αριστερόθεν δε ένα ταπεινότερον και καταδεκτικώτερον. Όπισθεν δε του βασιλέως έβλεπε λάκκον σκοτεινότατον και βαθύτατον άμα, του οποίου μόνη η θέα επροξένει φόβον άρρητον και οδύνην μεγάλην. Εν ω λοιπόν ίστατο έμφοβος και έντρομος λέγει προς αυτόν ο καθήμενος βασιλεύς· «Άραγε, ω νεανία, ηξεύρεις ποίος είμαι εγώ»; Ο δε Ιωάννης απεκρίθη· «Ηξεύρω, Δέσποτα, ότι συ είσαι ο σαρκωθείς Υιός του Θεού και Θεός, καθώς αι θείαι Γραφαί ημών διαγορεύουσιν». Ο δε Βασιλεύς λέγει προς αυτόν· «Και εάν συ εκ των Γραφών με γνωρίζης, γνωρίζεις δε και τους μετ’ εμού συγκαθεζομένους, πως ελησμόνησας την απειλήν εκείνην, την οποίαν απηύθυνεν εις σε προ χρόνων ο βασιλεύς Κωνσταντίνος; Ή δεν εννοείς ό,τι σου λέγω»; «Εννοώ τούτο Δέσποτα, απεκρίθη ο Ιωάννης, και ακόμη τας αναμνήσεις και τα λείψανα του φόβου εκείνου έχω εις την ψυχήν μου». Ο δε Κύριος είπεν· «Εάν τα λείψανα τού φόβου εκείνου φέρης εις την ψυχήν σου, πως επιμένεις εις τα κακά; Μάθε λοιπόν δια της δοκιμής, ότι εγώ ήμην, όστις και πρότερον έφερον εις σε την φοβεράν εκείνην βάσανον και όχι ο Κωνσταντίνος». Ταύτα δε ειπών ο βασιλεύς εφάνη ότι δια νεύματος μόνον επρόσταζε τους παρεστώτας να ρίψωσι τον Ιωάννην εις τον όπισθεν φαινόμενον λάκκον. Άμα λοιπόν ήρχισαν οι ευνούχοι να ωθώσιν ανηλεώς τον Ιωάννην εις τον λάκκον, ευθύς εκείνος επεκαλείτο την βοήθειαν της Θεοτόκου. Όθεν εφάνη εις αυτόν, ότι είδε την Θεοτόκον εκεί εις το μέσον και μετά ταύτα ήκουσε του Βασιλέως λέγοντος· «Αφήτε αυτόν να απέλθη δια την παράκλησιν της Μητρός μου». Έως εδώ είναι η οπτασία, την οποίαν είδεν ο Ιωάννης. Αυτός δε έντρομος γενόμενος και συνελθών εις εαυτόν, επήγεν εις ευλαβή τινά Μοναχόν και διηγήθη αυτήν. Ο δε Μοναχός είπε προς αυτόν· «Δος δόξαν εις τον Θεόν, αδελφέ, ότι ηξιώθης να λάβης τοιαύτην διδασκαλίαν και λοιπόν εξύπνησον, αγαπητέ, μη πάθης και συ τα όμοια εκείνου, περί του οποίου θέλω σου διηγηθή». «Ομοίαν με την ιδικήν σου οπτασίαν είδε και άλλος τις, όστις είχε φίλον τον πρώτον όντα εις τα βασιλικά σεκρέτα και δικαστήρια, Γεώργιον ονομαζόμενον. Είδε λοιπόν ο άνθρωπος εκείνος τον Γεώργιον αυτόν απαγόμενον δέσμιον, όπως ριφθή εντός φοβερού χάσματος και ήτο έμφοβος όλος. Εις δε των εκεί παρεστώτων, έχων την εύνοιαν του βασιλέως, εκράτησε τους φέροντας αυτόν εις το χάσμα και παρεκάλει να τον αφήσωσιν, υποσχόμενος εις αυτούς, ότι εν διαστήματι είκοσιν ημερών μέλλει να διορθωθή. Με την τοιαύτην δε εγγύησιν και βοήθειαν ηλευθερώθη ο Γεώργιος, ο δε ιδών την οπτασίαν και εννοήσας τι δηλοί, επήγεν και εφανέρωσεν αυτήν εις τον Γεώργιον εκείνον, ο οποίος εσύρετο εις το χάσμα, διότι ήτο φίλος του, ως είπομεν. Ο δε Γεώργιος, ταύτα ακούσας, εις ουδέν αυτά ελογίσθη· όθεν έμεινεν ο δυστυχής αδιόρθωτος. Αφού δε παρήλθον αι είκοσιν ημέραι, ηρπάγη, φευ! εκ της ζωής ταύτης και απήλθεν όπως πληρώση το υποσχεθέν χρέος». Ταύτα εν είδει προσθήκης διηγήθη ο Μοναχός εκείνος προς τον Ιωάννην. Ο δε Ιωάννης ακούσας ταύτα και έχων ακόμη κατά νουν ζωντανά όσα φοβερά είδεν, εξωμολογήθη χωρίς εντροπήν όλα του τα αμαρτήματα και αλλάξας την ζωήν του επί το βέλτιον, διήνυσε πολλά έτη θεαρέστως πολιτευόμενος και ούτως αποθανών απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς. ·
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου