Ομιλία εις την Κοίμησιν της Παναγίας Δεσποίνης Ημών Θεοτόκου του Αγίου Φιλοθέου του Κοκκίνου

Εθεώρουν την Θεοτόκον ως εκμαγείον του Χριστού

Η Θεοτόκος και προηγουμένως είχε απομακρυνθεί από τον κόσμο και είχε νεκρωθεί  για οτιδήποτε κοσμικόν προς χάριν Εκείνου, ο οποίος εγεννήθη από Αυτήν και είχε συσταυρωθεί μαζί Του πριν από όλους και περισσότερο απ’ όλους τους ιδικούς Του. Ώστε δεν ζούσε πλέον αυτή, όπως λέγει για τον εαυτόν του ο μακάριος Παύλος, αλλά μέσα Της ζούσε ο Χριστός. Όμως πολύ περισσότερον ύστερα επλημμύρισε από τον έρωτα και τον πόθο προς Εκείνον. Για τούτο η ψυχή Της, κάθε ημέρα εβιάζετο να εκπηδήσει από το σώμα και να εκτινάξει το λίγο χώμα και την ύλη της σαρκός που έφερε, πριν απ’ την οριστικήν λύση του θανάτου, και ποθούσε να μεταβεί υπερφυώς προς Εκείνον, το ακρότατον των Εφετών.
Μάλλον όμως προσετέθη στο φυσικό και μητρικό φίλτρο Της προς τον Υιόν και Δεσπότη, κατά μέγιστο μέρος κι όχι τυχαίο και μηδαμινό, και η σωματική αποδημία Εκείνου. Διότι δεν έχουμε την ίδια ψυχική διάθεση προς τα ηγαπημένα μας πρόσωπα, όταν είναι παρόντα, όπως όταν απουσιάζουν. Πράγματι, όταν τα φιλικά μας πρόσωπα είναι παρόντα, η αγαπητική μας διάθεσις προς αυτά, κατά τρόπον λανθάνοντα καταναλώνεται ήρεμα από την όψη και την φωνή τους, από την συναναστροφή και την συχνή συνομιλία και η επιθυμία μας ικανοποιείται από την καθημερινήν επικοινωνία μαζί τους. Όταν όμως είναι απόντα δοκιμάζεται πάρα πολύ ο πόθος μας προς αυτά, και ελέγχεται η ποιότης της στοργής μας, αναφλέγονται δε οι πλέον λησμονημένοι σπινθήρες των ερώτων εξελισσόμενοι σε μεγίστη και υπέρμετρο φλόγα. Στην Θεοτόκο όμως, ο πόθος της ψυχής Της κι οι υπερφυείς έρωτές Της ήσαν επάνω απ’ όλα αυτά, όσον υψηλότερος από την φύση ήταν ο Ποθούμενος, ο οποίος είναι όλος ωραιότης κι επιθυμία και το έσχατον όριον όλων των ορεκτών. Που όμως ημπορείς να τοποθετήσεις την θεία και υπερφυή αγάπην Εκείνης προς τον Θεόν; Ποίος δε λόγος ή νους ανθρώπινος θα ημπορούσε να περιλάβει το πνευματικόν ύψος Εκείνης, τις επιδόσεις Της σε κάθε είδους αρετή, τόσο στην θεωρία, λέγω όσο και στην πράξη; Διότι ήλθε από την βρεφικήν Της ηλικίαν, ακόμη, πράγμα που δεν συνέβη σε κανένα, ήλθε για να υπηρετήσει ως θαυμαστή διάκονος και υπηρέτης τόσο μεγάλου μυστηρίου, αυτή που εξελέγη και επροτιμήθη από όλες τις γυναίκες όλων των γενεών. Κατά παρόμοιον τρόπο πάλι εκαλλιέργησε και καλλώπισε την ψυχήν Της με τις θεοπρεπείς εκείνες συνομιλίες και παραινέσεις του Υιού και Δεσπότου Της, και έτσι έφθασε στο άκρον, στην κορυφή της κορωνίδος των ιερών αρετών, της αγάπης, η οποία αποτελεί το κεφάλαιον του Νόμου και των Προφητών, τον σύνδεσμο, την αρμονία και την συνοχήν όλων των ευαγγελικών εντολών, σύμφωνα με τον λόγον Εκείνου. Και έφθασε η Θεοτόκος σε τόσον ύψος θείας αγάπης, ώστε και οι άριστοι εργάτες και τεχνίτες αυτής της αρετής να ευρίσκονται κάτω και μακριά απ’ το μέγεθος της ιδικής Της αγάπης. Εννοώ βεβαίως τους μαθητάς του Κυρίου και ιδιαιτέρως τους δώδεκα κορυφαίους των μαθητών. Αλλά περισσότερο συναγωνίζεται η Θεοτόκος υπερφυώς τις ανώτατες τάξεις των αγίων Αγγέλων, ώστε και εκείνες ακόμη να υπερβάλλει στην θείαν αυτήν αρετή, όπως ακριβώς υπερτερεί και σε όλες τις άλλες. Αναμφιβόλως, όταν εξέλιπε η δυνατότης που είχε η Θεοτόκος να βλέπει καθημερινά και σωματικώς τον φίλτατον Υιόν και Δεσπότη Της, να ασχολείται και να φροντίζει για τις υλικές ανάγκες Του, να οδοιπορεί και να μεταβαίνει συχνά από τόπο σε τόπο μαζί Του, εχωρίσθη σχεδόν από όλα τα ανθρώπινα με την τελευταία αποδημία Εκείνου, Αυτή που ποτέ και ούτε κατ’ ελάχιστον δεν προσδέθηκε σε κάτι γήϊνο και δεν είχε αποκτήσει σε όλη την ζωήν Της κάτι ιδικό Της, παρά μόνον Εκείνον και το ενδιαφέρον και την φροντίδα για Εκείνον, όπως παραπάνω είπα, και είχε γίνει σχεδόν άϋλη και όλη πνευματική και μετέωρος. Διότι δεν ησχολείτο με τίποτε από τα ανθρώπινα ούτε πράγματα, ούτε λόγους αλλ’ ούτε και με κάποιους λογισμούς, λέγω, παρ’ εκτός μόνον με τα απολύτως αναγκαία για την συντήρηση της παρούσης ζωής, δηλαδή μόνον τις ανάγκες που ήσαν επιτακτικές εξ αιτίας της σαρκός, που ακόμη έφερε. Είχε δε «το πολίτευμα εν ουρανοίς» και νοερώς προσήδρευε, όχι όπως προηγουμένως στα χειροποίητα εκείνα Άγια, τα αντίτυπα των αληθινών, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου, αλλ’ εισήλθε στον ίδιο τον ουρανό, «όπου πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθε Χριστός». Σωματικά δε έργα της Βασιλίσσης μετά την εις ουρανούς Ανάληψη του Υιού και Βασιλέως, αν βέβαια αυτά τα έργα ημπορούν να ονομασθούν σωματικά, επειδή ήσαν θεοειδή, πλήρη Αγίου Πνεύματος και απέβλεπαν μόνο στην άνω λήξη, ήσαν η υποδοχή των ξένων και η ολόθερμος και φιλάνθρωπος διακονία των ασθενών και απόρων, η κατά δύναμιν φροντίδα Της για όλους με έργα και λόγους και με κάθε τι που εκπήγαζε απ’ την καθαρά ψυχή Της: το να συμπονά τους πενθούντες και να συμπάσχει με τους λυπημένους, να ενδιαφέρεται με οποινδήποτε τρόπο για όσους έπασχαν και να ανακουφίζει τα βάρη τους καθώς και η συνεχής μελέτη των ιερών λόγων και των Θείων Γραφών. Άλλοτε μεν εδίδασκε άνδρες και γυναίκες, όσους βέβαια είχαν ώτα για να ακούουν, σύμφωνα με τον δεσποτικόν λόγο, και τους χειραγωγούσε στο Ευαγγέλιο, στην γνώση και στην πίστη του Χριστού, και άλλοτε πάλιν ήκουε τους προκρίτους μαθητάς του Χριστού και Θεολόγους και φιλοσοφούσε μαζί Τους εν Αγίω Πνεύματι τα μυστικότερα και υψηλότερα νοήματα της θείας γνώσεως. Ήταν δε η κοινή Δέσποινά τους και η μητέρα τους συγχρόνως, αφ’ ενός διότι εγεννήθη από Αυτήν ως άνθρωπος ο Θεός και Δεσπότης, αφ’ ετέρου, όπως είπα, για το υπερβάλλον κάθε είδους αρετής και ιδιαιτέρως για την υπερφυή πραότητα της ψυχής Της, την συστολή Της και την τελεία αγάπη Της. Πράγματι, την έβλεπαν ωσάν μίαν εικόνα και ένα εκμαγείο του Χριστού, ή καλύτερα σαν τον ίδιον τον Χριστό, γι’ αυτό και της απέδιδαν ολοψύχως και εγκαρδίως θεοπρεπείς τιμές, την υποταγή τους, τον σεβασμό και την αγάπη τους.

Σημείωσις: Το ελάχιστον παρόν απόσπασμα ελήφθη από το καλαίσθητον βιβλίον: Φιλοθέου Αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως και Ηγουμένου της Μεγίστης Λαύρας, Η Θεοτόκος. Ομιλία εις την Κοίμησιν της Υπεραγίας Δεσποίνης Ημών Θεοτόκου. Κείμενο – Μετάφραση, Εκδόσεις ΑΘΩΣ, Αθήναι 2007. Πρόκειται δια άγνωστον σχεδόν λόγον, ο οποίος εγράφη, όταν ο Άγιος ήτο ηγούμενος της Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας κατά τας αρχάς του 14ου αιώνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: