Ἱστορικὰ καὶ Εἰκονογραφικὰ
σχόλια
Τοῦ κ. Κων. Ε. Δεληγιάννη,
Δρος Φιλ. Καθηγητοῦ Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας καὶ Τέχνης
«Τείχισόν μου τὰς φρένας,
Σωτήρ μου, τὸ γὰρ τεῖχος τοῦ κόσμου ἀνυμνῆσαι τολμῶ τὴν Ἄχραντον Μητέρα Σου» (Οἶκος
εἰς τὴν Ἑορτὴν τῆς Κοιμήσεως).
1. Ὁ Ὀρθόδοξος χριστιανικὸς
κόσμος, ὅπου γῆς, τιμᾶ ἰδιαιτέρως τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, τὴν Μητέρα τοῦ
Σωτήρα καὶ Λυτρωτῆ μας, ποὺ ἡ Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου τὸ 431 μ.Χ.
διατύπωσε σαφῶς τὸ δόγμα Της. Εἶναι ἡ Πρώτη, ποὺ ἔπλυνε τὴν στολή Της, διὰ τοῦ
Εὐαγγελισμοῦ καὶ τῆς Πεντηκοστῆς «ἐν τῷ αἵματι τοῦ Ἀρνίου» (Ἀποκάλ. ζ´ 14). Ἡ
Κοίμησή Της καθιερώθηκε νὰ ἑορτάζεται τὴν 15ην Αὐγούστου ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ Ε´ αἰῶνος,
ὡς προέκταση τοῦ ἑορτασμοῦ στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Κοιμήσεώς Της, ποὺ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς
τοῦ Δ´ αἰώνα εἶχε κτισθεῖ στὴ Γεθσημανή.
Τὸν Στ´ αἰώνα, εἶχε διαδοθεῖ εὐρέως στὴν
Ἀνατολὴ πρῶτα, κατὰ πληροφορίες τοῦ Θεοδώρου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, ἐνῶ ὁ Αὐτοκράτωρ
Μαυρίκιος ἐπέβαλε τὸν ἑορτασμὸ τῆς Κοιμήσεως σ’ ὁλόκληρη τὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία1.
Σὲ ὁμιλία του γιὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ὁ ἅγιος Γρ. ὁ Παλαμᾶς, προβάλλει τὴν
ὀντολογικὴ διάσταση τῆς ἁγιότητας τῆς Παναγίας. Δεδομένου ὅτι, τονίζει ὁ Ἅγιος,
ἡ Παναγία καταυγάστηκε ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγ. Πνεύματος κοσμηθεῖσα μὲ κάθε ἀρετή, ἀνέρχεται
«ἐν Χώρᾳ ζώντων», στὴν κατοικία, ποὺ ἁρμόζει στὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Κάνοντας ἀναφορὰ
στὴν Κοίμηση, ὅλη ἡ πατερικὴ γραμματεία, τονίζει τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ἠθικὴ
καὶ πνευματικὴ ἀφύπνιση. Ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες συνδέουν τὴν ἑορτὴν τῆς
Κοιμήσεως μὲ τὴν ἀνάγκη ἐπίκλησης τῆς μεσιτείας Της γιὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πάθη, ὑπέρβαση
τῶν πνευματικῶν ἀδιεξόδων, σωτηρία καὶ φωτισμὸ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. «Δεῦτε… συννεκρωθῶμεν,
τοῖς μὲν τοῦ σώματος ἀπογινόμενοι πάθεσιν, συζῶντες δὲ ζωὴν ἀπαθῆ καὶ ἀκήρατον»,
τονίζει ὁ μέγας Πατὴρ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
2. Ἀνάλογη εἶναι καὶ ἡ θέση
τῆς Κοίμησης τῆς Παναγίας στὴν Ὀρθόδοξη Εἰκονογραφία. Τοποθετεῖται στὸν δυτικὸ
τοῖχο τῶν Ναῶν, πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο ἢ στὸ τεταρτοσφαίριο τῆς κόγχης τοῦ Ἱεροῦ, ἀνάμεσα
στὸν τροῦλλο μὲ τὸν Παντοκράτορα καὶ τὸ χαμηλότερο τμῆμα μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς
πιστούς. Τὰ θέματά της τὰ παίρνει ἀπὸ λόγους μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἁγίων:
᾽Ι. Δαμασκηνοῦ, Γ. Παλαμᾶ, Γερμανοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Νήφωνος, λογίου
μοναχοῦ Ἁγιορείτου, ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας ὅπως τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ,
Κοσμᾶ τοῦ Μοναχοῦ, Θεοδώρου Στουδίτου, Ἀνδρέα Κρήτης καὶ ἄλλων, ποὺ ἔγραψαν
Κανόνες, Ἰδιόμελα καὶ ἄλλα ποιητικὰ εἴδη. Ἀκόμη λαμπρὰ ἔργα βυζαντινῆς τέχνης, ἀναφερόμενα
στὴν Κοίμηση, στηρίζονται σὲ κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως στοὺς Ψαλμοὺς
τοῦ Δαβίδ, Γ´ Βασιλειῶν καὶ ἄλλα. Ἡ Κοίμηση δὲν ἀναφέρεται στὰ Εὐαγγέλια, ὑπακούει
ὅμως στὰ θεολογικὰ δεδομένα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὀργανώνεται σὲ δύο
συμβολικοὺς ἄξονες, ἕναν ὁριζόντιο μὲ τὴν Παναγία ξαπλωμένη στὴ νεκρικὴ κλίνη μὲ
δεξιά Της καὶ ἀριστερὰ Ἀποστόλους, Ἱεράρχες καὶ Ἁγίους καὶ ἕναν κατακόρυφο ἄξονα
στὸ μέσο τῆς σκηνῆς μὲ κύρια μορφὴ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ στέκεται στὸ μέσο τῆς νεκρικῆς
κλίνης εὐθυτενής, μὲ στραμμένο τὸ πρόσωπό Του στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας,
κρατώντας φασκιωμένο Μωρό, τὴν ψυχὴ τῆς Παναγίας, θυμίζοντάς μας τὸ ἐξαποστειλάριο
«καὶ Σὺ Υἱὲ καὶ Θεέ μου παράλαβέ μου τὸ Πνεῦμα». Πίσω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ἄγγελοι ἑτοιμάζονται
νὰ πάρουν τὴν ψυχή Της καὶ νὰ τὴν μεταφέρουν στὸν Παράδεισο, «ἐν Χώρᾳ Ζώντων». Λαμπρὰ
δείγματα τέτοιων συνθέσεων τῆς πρώιμης βυζαντινῆς περιόδου εἶναι ἡΚοίμηση τῆς
Παναγίας τῶν Χαλκέων στὴ Θεσσαλονίκη τοῦ ΙΑ´ αἰώνα2, λίγα σπαράγματα ἀπὸ τὸ Ναὸ
τῆς Κοιμήσεως στὸ Βλαδιμὴρ τῆς Ρωσίας 1161 καὶ 1189 καὶ βέβαια αὐτὲς τοῦ Andrei
Rubljov καὶ τοῦ Δανιήλ, καλῶν μαθητῶν τοῦ ἐξαίρετου Κωνσταντινουπολίτη ἁγιογράφου
Θεοφάνη τοῦ Ἕλληνα – Παλαμιστοῦ, ἡσυχαστοῦ, ποὺ συνέθεσε τὴν Κοίμηση στὴν πίσω
πλευρὰ τῆς περίφημης Παναγίας τοῦ Don, σήμερα ἐφέστιο ἔργο στὸ Μουσεῖο Πούσκιν
τῆς Μόσχας3. Μνημειακὴ θὰ χαρακτηρίζαμε τὴν Κοίμηση στὴ Μονὴ Sopocani τῆς Σερβίας4,
ἔργο τοῦ 1265 μὲ ὅλα τὰ στοιχεῖα, ποὺ προαναφέραμε. Τὸ σμῆνος τῶν ἀγγέλων μὲ τὰ
κηροπήγια, τοὺς ἁγ. Πέτρο καὶ Παῦλο νὰ θυμιατίζουν ἀριστερὰ καὶ δεξιά τῆς σκηνῆς
τονίζουν μία κορυφαία στιγμὴ τῆς Κοίμησης. Ἡ μεγαλοπρέπεια, ὁ Ἱερατικὸς χαρακτήρας,
ἡ σοφὴ χρήση τῶν χρωμάτων μὲ τὸ χρυσίζον ἔνδυμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸ λευκὸ τοῦ
κρίνου, στὰ ἐνδύματα τῶν Ἀγγέλων φανερώνουν ἕνα μεγάλο ἁγιογράφο, ποὺ ἐκφράζει
μεγάλες ὧρες τῆς βυζαντινῆς τέχνης, καὶ βέβαια ἡ πανέμορφη καὶ ὁλοζώντανη Κοίμηση
στὴν Gracanica5, στὴν περιοχὴ τοῦ Κοσσόβου, ἔργο τοῦ 1320, τραυματισμένη ὅμως
καὶ ραγισμένη ἀπὸ τὶς βόμβες τῶν ἀσεβῶν Νατοϊκῶν, ποὺ προσπάθησαν νὰ
«συνετίσουν» τοὺς Ὀρθόδοξους Σέρβους καταστρέφοντας Μνημεῖα καὶ κόπους ἁπλῶν ἀνθρώπων.
Ἔργο τοῦ ΙΔ´ αἰώνα εἶναι καὶ ἡ περικαλέστατη Κοίμηση τῆς Θεοτόκου στὴν Περίβλεπτο
τοῦΜυστρᾶ6 ἁγιογραφημένη πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο. Ὅλη ἡ τέχνη τῆς Περιβλέπτου εἶναι
ἐπηρεασμένη, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν σοφὴ παρατήρηση τοῦ Μ. Χατζηδάκη, ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ
κίνηση τῶν ἰδεῶν τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ πρέπει νὰ συγγενεύει μὲ τὰ
σπαράγματα τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Βλαδιμὴρ τῆς
Ρωσίας. Τὸν ἁγιογράφο χαρακτηρίζει ἡ εὐγένεια στὶς στάσεις, ἡ χάρη, ἡ γαλήνη τῶν
μορφῶν, ἡ ἠρεμία τῶν κινήσεων καὶ ἡ ἀναζήτηση τῆς συμμετρίας. Χρησιμοποιεῖ ἀνοιχτὸ
πράσινο καὶ φωτεινὸ κίτρινο μὲ ἀποχρώσεις γαλάζιου καὶ κόκκινου, χρώματα, ποὺ
συναντοῦμε καὶ στὴν Κοίμηση τοῦ Βλαδιμήρ. Τὶς ὑπέροχες τοιχογραφίες τῆς Περιβλέπτου
καθάρισε ἀπὸ τὰ ἅλατα καὶ τὶς καπνιές, τὸ 1955 ὁ ἀείμνηστος ἀξιοτέχνης συντηρητὴς
καὶ καταξιωμένος ἁγιογράφος Φ. Κόντογλου συνεπικουρούμενος ἀπὸ τὸν σοφὸ καθηγητὴ
Α. Ὀρλάνδο. Προαναφέραμε ὅτι στὴ διαμόρφωση τῆς τοιχογραφίας τῆς Κοιμήσεως
συνέβαλε καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη. Στὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας τοῦ Don τοῦ Μουσείου
Πούσκιν ὁ ἁγιογράφος Θεοφάνης ἀπεικονίζει τὴν κιβωτὸ τοῦ ἁγιάσματος, ὅπως προεικονίστηκε
στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸν Ψαλμὸ τοῦ Δαβὶδ «Ἀνάστηθι Κύριε εἰς τὴν κατάπαυσίν
σου Σὺ καὶ ἡ Κιβωτὸς τοῦ ἁγιάσματός Σου». Ἡ Κιβωτός, ἡ τράπεζα τοῦ
θυσιαστηρίου, ἡ σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, ἡ μεταφορὰ στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος,
προεικονίζουν τὴν Παναγία γιὰ τὸ ρόλο της στὴ Θεία Οἰκονομία. Πρὸς ἐπίρρωσιν τούτων
ἀνάγκη νὰ ἀναφερθοῦμε στὶς ὁμιλίες τῶν μεγάλων Πατέρων Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπου
ἡ «Παναγία τῆς Κοίμησης εἶναι ἡ κιβωτὸς τοῦ ἁγιάσματος» καὶ οἱ ἀναφορὲς τοῦ Ἱεροῦ
Δαμασκηνοῦ γιὰ τὴν Παναγία ὡς κιβωτοῦ ἁγιάσματος, κυρίως στὸ β´ ἐγκώμιό του γιὰ
τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ ὅμως, ποὺ ἡ Κοίμηση τῆς Παναγίας σχετίζεται μὲ
πολλὲς ἀναφορὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἡ τοιχογραφία τοῦ Lesnovo τῆς Σερβίας
ΙΔ´ αἰὼν—καὶ βέβαια ἡ σύγκριση τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μὲ τοιχογραφημένη παράσταση
στὸ Παρεκκλήσιο τῆς Μονῆς τῆς Χώρας στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ προεικονίζει ὁλόκληρο
τὸ ἐπεισόδιο τῆς Κοίμησης. Ἡ ἐπιγραφὴ στὴ σκηνὴ «Οἱ ἱερεῖς εἰσφέρωσιν τὴν κιβωτὸν
εἰς τόπον αὐτῆς… εἰς τὰ ἅγια τῶν Ἁγίων ὑπὸ τὰς πτέρυγας τῶν Χερουβείμ», εἶναι
κατάδηλο πὼς σχετίζεται τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ τὴν Κοίμηση. ῾Ο
᾽Ι. Δαμασκηνὸς εἶναι σαφέστατος «Ὅπως ὁ Ἰακὼβ ἔχει δεῖ τὶς ἄκρες τῆς σκάλας νὰ ἑνώνουν
τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ καὶ νὰ ἀνεβοκατεβαίνουν σ’ αὐτὴν Ἄγγελοι, ἔτσι καὶ Σὺ ἥνωσες
αὐτὰ ποὺ ἦταν πρὶν χωρισμένα, ἀφοῦ μπῆκες στὴ μέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων καὶ ἔγινες
σκάλα γιὰ νὰ κατεβεῖ σὲ μᾶς ὁ Θεός». Στὴ Μονὴ τῆς Χώρας, τὸ Αἰώνιο Φῶς ὁρίζοντας
πηγή του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σύγκαιρα ἑνώνει τὴ δόξα μὲ τὰ οὐράνια. Τὰ ἄνω κοινωνοῦν
μὲ τὰ κάτω σὲ πρωτότυπη τοῦ ζωγράφου σύλληψη μορφῆς καὶ νοήματος. Τοῦτο
φαίνεται ὁλοκάθαρα καὶ στὴν Κοίμηση τῆς Sopoccani. Στὴ Μονὴ τῆς Χώρας ὅμως εἶναι
περισσότερο συμβολικὸ καὶ ἀλληγορικό. Αὐτὰ ποὺ μπόρεσε νὰ δεῖ στὴν Κοίμηση τῆς
Θεοτόκου, ἔστω ἕνας εἰδικευμένος παρατηρητής, εἶναι τόσο λίγα, μπροστὰ στὰ τόσα
μύρια, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ ἡ μορφὴ τῆς «Κεκοιμημένης Ὑπεραγίας Θεοτόκου» ἡ
χώρα τοῦ Ἀχωρήτου, ποὺ «στὸ πρόσωπό Της ἡ Ἐκκλησία ἐχώρεσε τὸν Εὐρύτερο ἀπὸ ὅλους
τοὺς οὐρανούς. Ἐχώρεσε ἡ Παναγία τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ μπορέσει ὁ Χριστὸς νὰ
χωρέσει ὅλους ἐμᾶς καὶ νὰ γίνει Ἐκεῖνος γιὰ ὅλους μας, ἡ Χώρα τῶν ζώντων»7.
Ὑποσημειώσεις
1.B.Capelle, La fête de laVierge á Jerusalem au
Ve Siècle, á Museon (1943), σελ.
30-32 καὶ
᾽Ι. Φουντούλης: Κοίμησις, στὴ Θ.Η.Ε., τόμ. 7, σελ. 707.
2. ᾽Α. Τσιτουρίδου, Ἡ Παναγία
τῶν Χαλκέων, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 32 καὶ ἑξῆς.
3. Irina Danilova, Vladimir Donissii, Moskva 1970, πίν. 17 καὶ M.Alpatov, Andrei Rubjov, Feofan, Moskva 1970 σελ. 20 καὶ ἑξῆς καὶ
V. N. Lazarev, Vizantiskaja Zivopis. Moskva
1971, σ. 11-18 καὶ 56 καὶ ἑξῆς.
4. V. J. Duric, Sopocani, Beograd 1963.
5. A. Grabar, La peinture Byzantine, Geneve, σελ. 148-49.
6. Μ. Χατζηδάκης, Μυστράς,
Ἀθῆναι 1956, σελ. 73 καὶ ἑξῆς.
7. Μητροπολίτου Ἀθανασίου Γιέφτιτς,
Χριστὸς ἡ χώρα τῶν ζώντων, Ἴνδικτος 2009, σελ. 89 καὶ ἑξῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου