Στη χαρά και στην ευωδία της άνοιξης, στην πανηγυρική και
ευφρόσυνη ατμόσφαιρα της Ανάστασης δείχνουν όλα γιορτινά και χαρούμενα. Ίσως
γι΄ αυτό φαίνεται αταίριαστο να ασχοληθούμε με το νόημα της θλίψης και του
πόνου. Μα αν θελήσουμε «να βάλουμε το χέρι στην καρδιά», αν επιχειρήσουμε
ειλικρινά να σκύψουμε για ν΄ ακούσουμε το χτυποκάρδι του ο καθένας, θα
διαπιστώσουμε ότι το θέμα αυτό – είτε το ομολογούμε είτε όχι – μας απασχολεί
άμεσα, έντονα και καθολικά. Σίγουρα όλοι μας, μεγάλοι και μικροί, φτωχοί και
πλούσιοι, αγράμματοι και επιστήμονες, επώνυμοι και άσημοι, όλοι συχνά νιώθουμε
να διαπερνά την ύπαρξή μας, να ματώνει την ψυχή μας η αποτροπιαστική παρουσία
του πόνου είτε στο υπαρξιακό επίπεδο, είτε στο επίπεδο της υγείας, στο
επαγγελματικό, στο οικογενειακό, στο κοινωνικό κλπ.
Και το πρόβλημα παίρνει τις διαστάσεις σκανδάλου, όταν βλέπουμε να πονούν και να υποφέρουν, να αδικούνται και να κακοποιούνται άνθρωποι αγαθοί και δίκαιοι, ενώ οι κακοί ευημερούν και απολαμβάνουν ανενόχλητοι τα αγαθά. Αποφεύγοντας την περιπλάνηση στα αβέβαια μονοπάτια της ανθρώπινης φιλοσοφίας και διανόησης, μελετώ τη θεώρηση της πίστεως και επιχειρώ μία σταχυολόγηση των σχετικών θέσεων της αγίας Γραφής. Εκεί αποκαλύπτεται ότι ο πόνος είναι ένα κακό που δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Τον έφερε στη ζωή μας η αμαρτία (Γέν. 3: 14-19) και, παρ΄ όλο που όλοι αναγνωρίζουν την παγκόσμια ισχύ του, κανείς δεν υποτάσσεται αδιαμαρτύρητα σ΄ αυτόν. Μόνο με την πίστη, την ολοκληρωτική παράδοση στην πανσοφία του πανάγαθου Θεού κατορθώνουν οι προφήτες να ανακαλύψουν την εξαγνιστική αξία του πόνου. Διαπιστώνουν ότι ο πόνος είναι φωτιά που καθαρίζει το μέταλλο της ψυχής από τη σκουριά της αμαρτίας. Παραδέχονται την παιδαγωγική του αξία και καταλήγουν να τον δουν ως έκφραση της θείας εύνοιας. Έτσι μαθαίνουν να αποδέχονται τον πόνο σαν την αποκάλυψη ενός θεϊκού σχεδίου. Το καταρτίζει και το θέτει σε ενέργεια η ανεξιχνίαστη βουλή του Θεού, ενώ για τον άνθρωπο παραμένει ανεξήγητο, ένα μυστήριο. Ωστόσο, για τον πιστό τα παθήματα αυτής της ζωής γίνονται αθλήματα, αφορμή για την πνευματική ολοκλήρωση και τον εξαγνισμό του. Μ΄ αυτή την προοπτική η κλασική παλαιοδιαθηκική μορφή πονεμένου δικαίου, ο πολύπαθος Ιώβ, χαρακτηρίζεται και πολύαθλος. Αιώνες αργότερα μελετώντας τα παθήματα εκείνου του δικαίου ένας άγιος διδάσκαλος χτυπημένος σκληρά από τον πόνο, ο άγιος Χρυσόστομος, συνοψίζει· «Δεν υπάρχει συμφορά ανθρώπινη που δεν υπέμεινε αυτός ο στερεότερος κι από κάθε διαμάντι· σήκωσε συγχρόνως την πείνα, τη φτώχεια, την αρρώστια, την απώλεια των παιδιών του και την καταστροφή τόσων πραγμάτων. Μετά απ΄ αυτά τον επιβουλεύτηκε η γυναίκα του, τον πρόσβαλαν οι φίλοι του, τον πολέμησαν οι ευεργετημένοι του· και με όλα αυτά αποδείχθηκε πιο στέρεος από κάθε βράχο». Και να σκεφθεί κανείς ότι ο Ιώβ ζη πριν έλθει η θεία χάρη, πριν ακόμη δοθεί ο Νόμος. Αλλά ο Ιώβ, όπως και ο Ιωσήφ, ο Μωυσής, ο Ιερεμίας και τόσοι άλλοι δίκαιοι της παλαιάς διαθήκης παράλληλα προς την ιστορική τους υπόσταση έχουν και προφητική. Προτυπώνουν τον Δούλο του Θεού, για τον οποίο ο πόνος αποτελεί το διακριτικό του γνώρισμα. Εκείνος είναι ο «άνθρωπος εν πληγή ων» (Ησ. 53: 3). Δεν πάσχει για λογαριασμό του – είναι ο Αναμάρτητος – αλλά εκούσια εκπληρώνει το σχέδιο του Θεού· «τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται» (Ησ. 53: 4) και τελικά φέρνει σε όλους την ίαση και την ειρήνη. Στην επίγεια πορεία του ο Ιησούς Χριστός στάθηκε με ευαισθησία μπρος στον ανθρώπινο πόνο. «Διήλθεν ευεργετών και ιώμενος» (Πράξ. 10: 38) τους ασθενείς και πονεμένους. Κι ήταν εκείνες οι θεραπείες και οι νεκραναστάσεις που επιτέλεσε προανακρούσματα της οριστικής νίκης και κυριαρχίας του έναντι του πόνου. Η σταυρική του θυσία, η υπέρτατη μορφή πόνου, έφερε την Ανάσταση και την ατέλειωτη χαρά στο γένος των ανθρώπων. Αλλά η Ανάσταση δεν καταργεί τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, την επικυρώνει. Μέσα στο δικό της φως προβάλλει επιτακτική η απαίτηση του Κυρίου για την άρση του καθημερινού σταυρού (Λουκ. 9: 23). Για να εισέλθει «εις την δόξαν αυτού» (Λουκ. 24: 26) ο Διδάσκαλος γνώρισε θλίψεις και διωγμούς. Τον ίδιο δρόμο οφείλουν να βαδίσουν και οι μαθητές του (Ματθ. 10: 24· Ιωάν. 15: 20). Το προλέγει ο ίδιος απερίφραστα· «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιαάν. 16: 33). Μ΄ αυτή την πεποίθηση οι άγιοι απόστολοι μετά τους ραβδισμούς πορεύονται «χαίροντες… ότι υπέρ του ονόματος αυτού κατηξιώθησαν ατιμασθήναι» (Πράξ. 5: 41). Μ΄ αυτή τη βεβαιότητα ο απόστολος Πέτρος διδάσκει τους πιστούς να χαίρονται μέσα στις θλίψεις, διότι έτσι γίνονται κοινωνοί στα παθήματα του Χριστού (Α΄ Πέτρ. 4: 13). Αντίστοιχα ο απόστολος Παύλος βεβαιώνει τους εξ Εβραίων χριστιανούς ότι δια των θλίψεων αξιώνονται «μεταλαβείν της αγιότητος αυτού (του Ιησού Χριστού)» (Εβρ. 12: 10), ενώ μακαρίζει τους Φιλιππησίους διότι «υμίν εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν»(Φιλ. 1: 29).
Και το πρόβλημα παίρνει τις διαστάσεις σκανδάλου, όταν βλέπουμε να πονούν και να υποφέρουν, να αδικούνται και να κακοποιούνται άνθρωποι αγαθοί και δίκαιοι, ενώ οι κακοί ευημερούν και απολαμβάνουν ανενόχλητοι τα αγαθά. Αποφεύγοντας την περιπλάνηση στα αβέβαια μονοπάτια της ανθρώπινης φιλοσοφίας και διανόησης, μελετώ τη θεώρηση της πίστεως και επιχειρώ μία σταχυολόγηση των σχετικών θέσεων της αγίας Γραφής. Εκεί αποκαλύπτεται ότι ο πόνος είναι ένα κακό που δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Τον έφερε στη ζωή μας η αμαρτία (Γέν. 3: 14-19) και, παρ΄ όλο που όλοι αναγνωρίζουν την παγκόσμια ισχύ του, κανείς δεν υποτάσσεται αδιαμαρτύρητα σ΄ αυτόν. Μόνο με την πίστη, την ολοκληρωτική παράδοση στην πανσοφία του πανάγαθου Θεού κατορθώνουν οι προφήτες να ανακαλύψουν την εξαγνιστική αξία του πόνου. Διαπιστώνουν ότι ο πόνος είναι φωτιά που καθαρίζει το μέταλλο της ψυχής από τη σκουριά της αμαρτίας. Παραδέχονται την παιδαγωγική του αξία και καταλήγουν να τον δουν ως έκφραση της θείας εύνοιας. Έτσι μαθαίνουν να αποδέχονται τον πόνο σαν την αποκάλυψη ενός θεϊκού σχεδίου. Το καταρτίζει και το θέτει σε ενέργεια η ανεξιχνίαστη βουλή του Θεού, ενώ για τον άνθρωπο παραμένει ανεξήγητο, ένα μυστήριο. Ωστόσο, για τον πιστό τα παθήματα αυτής της ζωής γίνονται αθλήματα, αφορμή για την πνευματική ολοκλήρωση και τον εξαγνισμό του. Μ΄ αυτή την προοπτική η κλασική παλαιοδιαθηκική μορφή πονεμένου δικαίου, ο πολύπαθος Ιώβ, χαρακτηρίζεται και πολύαθλος. Αιώνες αργότερα μελετώντας τα παθήματα εκείνου του δικαίου ένας άγιος διδάσκαλος χτυπημένος σκληρά από τον πόνο, ο άγιος Χρυσόστομος, συνοψίζει· «Δεν υπάρχει συμφορά ανθρώπινη που δεν υπέμεινε αυτός ο στερεότερος κι από κάθε διαμάντι· σήκωσε συγχρόνως την πείνα, τη φτώχεια, την αρρώστια, την απώλεια των παιδιών του και την καταστροφή τόσων πραγμάτων. Μετά απ΄ αυτά τον επιβουλεύτηκε η γυναίκα του, τον πρόσβαλαν οι φίλοι του, τον πολέμησαν οι ευεργετημένοι του· και με όλα αυτά αποδείχθηκε πιο στέρεος από κάθε βράχο». Και να σκεφθεί κανείς ότι ο Ιώβ ζη πριν έλθει η θεία χάρη, πριν ακόμη δοθεί ο Νόμος. Αλλά ο Ιώβ, όπως και ο Ιωσήφ, ο Μωυσής, ο Ιερεμίας και τόσοι άλλοι δίκαιοι της παλαιάς διαθήκης παράλληλα προς την ιστορική τους υπόσταση έχουν και προφητική. Προτυπώνουν τον Δούλο του Θεού, για τον οποίο ο πόνος αποτελεί το διακριτικό του γνώρισμα. Εκείνος είναι ο «άνθρωπος εν πληγή ων» (Ησ. 53: 3). Δεν πάσχει για λογαριασμό του – είναι ο Αναμάρτητος – αλλά εκούσια εκπληρώνει το σχέδιο του Θεού· «τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται» (Ησ. 53: 4) και τελικά φέρνει σε όλους την ίαση και την ειρήνη. Στην επίγεια πορεία του ο Ιησούς Χριστός στάθηκε με ευαισθησία μπρος στον ανθρώπινο πόνο. «Διήλθεν ευεργετών και ιώμενος» (Πράξ. 10: 38) τους ασθενείς και πονεμένους. Κι ήταν εκείνες οι θεραπείες και οι νεκραναστάσεις που επιτέλεσε προανακρούσματα της οριστικής νίκης και κυριαρχίας του έναντι του πόνου. Η σταυρική του θυσία, η υπέρτατη μορφή πόνου, έφερε την Ανάσταση και την ατέλειωτη χαρά στο γένος των ανθρώπων. Αλλά η Ανάσταση δεν καταργεί τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, την επικυρώνει. Μέσα στο δικό της φως προβάλλει επιτακτική η απαίτηση του Κυρίου για την άρση του καθημερινού σταυρού (Λουκ. 9: 23). Για να εισέλθει «εις την δόξαν αυτού» (Λουκ. 24: 26) ο Διδάσκαλος γνώρισε θλίψεις και διωγμούς. Τον ίδιο δρόμο οφείλουν να βαδίσουν και οι μαθητές του (Ματθ. 10: 24· Ιωάν. 15: 20). Το προλέγει ο ίδιος απερίφραστα· «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιαάν. 16: 33). Μ΄ αυτή την πεποίθηση οι άγιοι απόστολοι μετά τους ραβδισμούς πορεύονται «χαίροντες… ότι υπέρ του ονόματος αυτού κατηξιώθησαν ατιμασθήναι» (Πράξ. 5: 41). Μ΄ αυτή τη βεβαιότητα ο απόστολος Πέτρος διδάσκει τους πιστούς να χαίρονται μέσα στις θλίψεις, διότι έτσι γίνονται κοινωνοί στα παθήματα του Χριστού (Α΄ Πέτρ. 4: 13). Αντίστοιχα ο απόστολος Παύλος βεβαιώνει τους εξ Εβραίων χριστιανούς ότι δια των θλίψεων αξιώνονται «μεταλαβείν της αγιότητος αυτού (του Ιησού Χριστού)» (Εβρ. 12: 10), ενώ μακαρίζει τους Φιλιππησίους διότι «υμίν εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν»(Φιλ. 1: 29).
Συνηθισμένοι
στην παντελή απουσία άσκησης και στην αλόγιστη άνεση που μας εξασφαλίζει η
ευδαιμονιστική εποχή μας, νιώθουμε εντελώς ασύμβατο με τη ζωή μας τον πόνο. Δεν
είναι μάλιστα ασυνήθιστη και η νοοτροπία ότι «εφόσον είμαι του Χριστού και της
Εκκλησίας, πρέπει να μου έρχονται όλα καλά και ρόδινα». Πόσο απέχουμε από τη
λογική των αγίων, που θεωρούσαν τις θλίψεις επίσκεψη Κυρίου, από τη θέση του
ίδιου του Αρχηγού μας! Εκείνος δια της
θλίψεως και του πόνου οδήγησε στην ανάσταση την ανθρώπινη φύση. «Ιδού γαρ ήλθε
δια του σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω», παιανίζει η Εκκλησία του. Πότε, άραγε,
θα υιοθετήσουμε τη δική της λογική; Πότε θα γίνουμε αληθινοί χριστιανοί;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου