Μετά είκοσιν ημέρας ο αυτοκράτωρ ανεχώρησεν εις Φερράραν, όπου ήτο ο
Πάπας και θα εγίνετο η Σύνοδος. Απ’ εκεί ειδοποίησε τον καθ’ οδόν ευρισκόμενον
Πατριάρχην ότι ο Πάπας απαιτεί να ασπασθή ο Πατριάρχης τον πόδα του! Μόλις
ήκουσε την αξίωσιν αυτήν ο Πατριάρχης εταράχθη. Και, προς τιμήν του, αντεστάθη
με όλας του τας δυνάμεις εις την αξίωσιν αυτήν, παρά την επιμονήν δε των
απεσταλμένων του Πάπα, ότι είναι αρχαία συνήθεια, ίνα όλοι ασπάζωνται τον πόδα
του, ο Πατριάρχης ηρνήθη, δηλώσας ότι τούτο είναι καινοτομία απαράδεκτος και
ότι «Αν μεν θέλη ο Πάπας να ασπασθώ αυτόν με αδελφικόν ασπασμόν κατά την ιδικήν
μας αρχαίαν και εκκλησιαστικήν συνήθειαν, συμφωνώ· αν δεν δέχεται ούτω, παραιτώ
τα πάντα και επιστρέφω οπίσω». Τούτο δε εζήτησεν ο Πατριάρχης όχι μόνον δια τον
εαυτόν του, αλλά και δι’ όλην την ακολουθίαν του. Ο Πάπας εδέχθη μεν κατ’
ανάγκην την αξίωσιν του Πατριάρχου και τον υπεδέχθη την 8ην Μαρτίου,
όχι όμως επισήμως, αλλ’ εις ιδιαίτερον κελλίον, δια να κρύψη από τον λαόν την
υποχώρησίν του. Επειδή δε ο αυτοκράτωρ απήτει να προσέλθουν εις την Σύνοδον όχι
μόνον οι Λατίνοι Επίσκοποι, αλλά και οι βασιλείς και οι δούκες, ο Πάπας εζήτησε
προθεσμίαν τεσσάρων μηνών ίνα τους ειδοποιήση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου