ΕΡΙΔΕΣ ΚΑΙ ΣΧΙΣΜΑΤΑ ΕΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ -- Αθωνικά άνθη

«…’Εκαστος υμών λέγει· εγώ μεν ειμι Παύλου, εγώ δε Απολλώ, εγώ δε Κηφά, εγώ δε Χριστού. Μεμέρισται ο Χριστός;..» Απ. Παύλος.

Η φιλοσοφία της πολιτικής έχει, βεβαίως, τας αρχάς της και τα αξιώματά της, υπό των οποίων κατευθύνεται. Επειδή η φιλοσοφία αυτή είναι εκδήλως μεμιγμένη με άφθονον ανθρώπινον στοιχείον, ή μόνον με ανθρώπινον στοιχείον, ως πηγάζουσα από την γην και ασχολουμένη με τα ανθρώπινα, εν αδιαφορία προς τα θεία, αντιλαμβάνεται τα πράγματα υπό εντελώς αντίθετον, προς το καθ’ ημάς, πνεύμα. Μία των θεμελιωδών αρχών της είναι και αυτή. Να διαβλέπη πολιτικήν ζωτικότητα—ήτις είναι δι’ αυτήν ένα ιδεώδες—εκεί όπου υπάρχουν επαναστάσεις, αντιγνωμίαι, συγκρούσεις, ένοπλοι ή άοπλοι εξεγέρσεις μικράς ή μεγάλης κλίμακος, εκεί όπου το άτομον, ο πολίτης, εκφράζει την ιδιάζουσαν προσωπικότητά του με τα πάθη του, τας ιδιοτελείας του, με όλην, εν πάση περιπτώσει, την κακότητά του, αλλά πολιτικής και κοινωνιστικής μορφής. Η αξιολόγησις αυτή είναι σύμφωνος προς την φύσιν του αντικειμένου, δηλαδή της πολιτικής, δεδομένου ότι απουσιάζουν από το εγκόσμιον πνεύμα υψηλότερα κριτήρια, και προ παντός η γνώσις της ανθρωπίνης φύσεως ως «πεπτωκυίας».

Εις την φιλοσοφίαν, ή μάλλον την θεολογίαν, περί Εκκλησίας, δεν ισχύουν ούτε αρχαί ούτε αξιώματα, διότι αυτά είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα. Ισχύει τι; Η «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη». Εις την θεολογίαν ή την Εκκλησιολογίαν, δεν υπάρχουν πολλαί γνώμαι, προσωπικαί αντιλήψεις συγκρουόμεναι προς αλλήλας, αλλ’ εμπολιτεύεται η αυθεντία και το κύρος της εν Αγίω Πνεύματι αποφηναμένης Εκκλησίας. Το ιδεώδες της Εκκλησιαστικής ζωής, δεν είναι η ανάπτυξις των ανθρωπίνων στοιχείων, αλλ’ η κάθαρσις και ο εξαγιασμός των. Εντεύθεν, δεν προβάλλονται προσωπικότητες, ελεύθεροι φορείς οιουδήποτε πνεύματος, αλλά ψυχαί συντονισμένως εστραμμέναι εν πίστει και αγάπη προς το Εν, όπερ η Εκκλησία καθυπέδειξεν. Εις την Εκκλησίαν δεν επιτρέπονται καινοτομίαι, προσωπικαί γνώμαι, ίδιαι βουλήσεις. Αυτό δεν κάμνει τους πιστούς αγέλην δούλων, αλλ’ αντιθέτως αναδεικνύει αγίους ανθρώπους. Όσον περισσότερον υποτάσσεταί τις εις την Εκκλησίαν, τόσον ευρίσκεται εγγύτερον προς την αλήθειαν. Όσον τις δουλούται, τόσον και απελευθερούται. Το ιδεώδες, λοιπόν, εν τη Εκκλησία είναι η υποταγή «πάσης ψυχής». Τούτο δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την δια λόγους σκοπιμότητος πειθαρχίαν του κόσμου. Διότι η εν Κυρίω υποταγή αφορά εις μόνην την ψυχήν, η οποία είναι βεβαία, ότι οφείλει αυτήν την υποταγήν, δυνάμει της πίστεώς της επί την αυθεντίαν της Εκκλησίας. Είναι αληθές, ότι ο άγιος Απόστολος Παύλος είπέ που συγκαταβατικώς: «δει και αιρέσεις είναι εν υμίν, ίνα οι δόκιμοι φανεροί γένωνται». Όχι ότι επεθύμει τας «αιρέσεις» κατ’ ευδοκίαν, αλλά έγραφε ταύτα προβλέπων εις την εξ αρνητικής πλευράς ωφέλειαν των τας «αιρέσεις» εμφρόνως πολεμούντων πιστών. Τούτο άλλως τε μόλις χρειάζεται να υποστηριχθή, όταν ενθυμηθώμεν την προσευχήν του Κυρίου «ίνα εν ώσιν», και αυτόν τον ίδιον Παύλον αποκλαιόμενον ότι, «μεμέρισται» ο Χριστός και ειδοποιούντα εν Πνεύματι Αγίω: «ει αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε, βλέπετε μη υπ’ αλλήλων αναλωθήτε». Και αυτά, ως απλή τις εισαγωγή εις το θέμα μας, και εις απάντησιν εις εκείνους, που υποστηρίζουν ότι τα σχίσματα και αι έριδες εκφράζουν εκκλησιαστικήν ζωτικότητα.
Υφίσταται σήμερον ένα οξύ θέμα εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος υπό λανθάνουσαν μορφήν «αιρέσεως», της λέξεως μη εκφραζούσης ό,τι εννοούμεν σήμερον ως όρον, αλλά σημαινούσης ιδιάζουσάν τινα διαφοράν, καθ’ ην τέμνεται νέα τις οδός εντός της Εκκλησιαστικής ζωής, ήτις δύναται να προαχθή και εις σχίσμα. Ήδη το θέμα τούτο ευρίσκεται εις το στάδιον της έριδος μεταξύ των δημοσία εμφανισθέντων ως φορέων ή εκπροσώπων του πνεύματος της Εκκλησίας αφ’ ενός, και της εντός της Εκκλησίας μεν ζώσης και κινουμένης, οικειοθελώς δε κατευθυνομένης αδελφότητος των θεολόγων «ΖΩΗ» αφ’ ετέρου. Πρόκειται περί τινος Αρχιμανδρίτου και ενός καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών, οίτινες από χρόνου ικανού διαφέρονται δημοσίως «και γραφαίς χρώνται, και σοφιστικοίς επιχειρήμασιν αντιτοξεύονται και παραλογισμών κατορύσσονται βάραθρα και διαβολών υποφύονται άκανθαι και φορά τις ζιζανίων παραβάλλει και εσμός κακών». Όπου η αγάπη και η ταπείνωσις απουσιάζουν, εκεί είναι και ο εσμός των κακών.
Ίσως ερωτήση τις· που κείται η αλήθεια; Και εις τας δύο εριζούσας παρατάξεις και εις καμμίαν. Μη ομιλώμεν περί αληθείας και μη ζητώμεν αλήθειαν εις την περιοχήν εκείνην όπου υπάρχει ανθρωπίνη ατέλεια. Η αλήθεια έχει την καταγωγήν της εις τον ουρανόν, και όταν συμπλέκεται με τα ανθρώπινα, υφίσταται μερικήν ή ολικήν επισκότισιν. Και χωρίς πάσης αμφιβολίας, εν τη προκειμένη περιπτώσει, όπου «έρις και ζήλος» η αλήθεια απώλεσε την λάμψιν της. Όταν τίθεται η γραφίς εις την υπηρεσίαν της προβολής της πτωχής ανθρωπίνης προσωπικότητος, τότε το «καύχημα κενούται» και η αλήθεια αναχωρεί εκείθεν. Οι Πατέρες απελογούντο, μόνον όμως επί θεμάτων πίστεως και χάριν του πιστού λαού, όταν κατείχον υψηλάς εν τη Εκκλησία θέσεις. Άλλως δια προσωπικά ζητήματα, έστω και αν περιελάμβανον «εξ αδιαιρέτου» μίαν ολόκληρον αδελφότητα, εσιώπων, δια να τύχουν των γνωστών μακαρισμών του Κυρίου. Ουδέν βαρύτερον της υπομονής των συκοφαντιών, και ουδέν ελαφρότερον του απολογείσθαι και δικαιούν εαυτούς. Αν και εν προκειμένω δεν πρόκειται περί συκοφαντιών, αλλά μάλλον περί τάσεων ερμηνείας υφισταμένων ζητημάτων. Και ο μεν, μιγνύει τα και υπέρ ων αμύνεται ορθά περί Εκκλησίας φρονήματά του—μεθ’ υπερβολής τινος—μετά πικρών αναμνήσεων, των ων υπέστη ταπεινώσεων, ο δε, άχαρι έργον αμύνης εμπεπιστευμένος υπέρ οργανώσεως εντός των κόλπων της καθολικής ημών Εκκλησίας, αναδεικνύεται μονονουχί θερμός υπέρμαχος μιάς, παρά τα πολλά αγαθά αυτής, εν σπέρματι «κατατομής». Τοιούτος ο κλήρος των από του Αποστολικού της Εκκλησίας πνεύματος μακρυνομένων. Πως, λοιπόν, υπό τοιαύτας συνθήκας να αναζητήσωμεν την αλήθειαν;
Δυστυχώς η διαμάχη προσέλαβε διαστάσεις, και την αραιάν αρθρογραφικήν αψιμαχίαν διεδέχθη η επανειλημμένη έκδοσις βιβλίων, δια να επιβεβαιούται, ότι η φύσις του κακού δεν ίσταται, αλλά διαρκώς ανακυκλούται με αύξουσαν πάντοτε έντασιν. Η δε ευθύνη των δηκτικών τούτων εκδόσεων θα είναι εις το διηνεκές τόσον μεγάλη, όσον περισσότερος είναι ο με ενδιαφέρον, όχι ανένοχον υπέρ του ενός ή του άλλου, αναγινώσκων τα πικρόχολα και αντιπνευματικά ταύτα βιβλία πιστός του Κυρίου λαός.                                                                                                                                                                                                 Ποίον παράδειγμα θα λάβουν οι θέλοντες «εν καινότητι ζωής περιπατήσαι», από τους διδασκάλους τούτους του Ευαγγελίου; Και αν—κατά Παύλον—χωρίς αγάπης είμεθα «κύμβαλα αλαλάζοντα», οι, ως τεκμαίρομαι, γυμνοί ταύτης υπάρχοντες, ως τοσαύτας συνειδήσεις σκανδαλίζοντες και πεπλανημένως οικοδομούντες, πως ούτοι θα διδάξουν την αγάπην χωρίς να ακούσουν το : «ιατρέ θεράπευσον σεαυτόν;». Και η ζημία της Εκκλησίας είναι μικρά εκ τούτου και εκ του γεγονότος ότι καθιστάμεθα επίχαρμα των αθέων, οίτινες αρύονται επιχειρήματα από τα ερίζοντα διακεκριμένα τέκνα της; Ιδού διατί αι περιπτώσεις αντιγνωμιών και ερίδων εν τη Εκκλησία τραυματίζουν βαθέως το σώμα της και οι φορείς αυτών αμαρτάνουν εις Χριστόν.                                                                                                                                                                                                          Δεν νομίζομεν δε, ότι η ευθύνη του αγίου Αρχιμανδρίτου, συμπλέκοντος λεληθότως το ενδιαφέρον, την αγάπην και τας ορθοδόξους ιδέας του υπέρ της Εκκλησίας, μετά της εις αμετρίας ωθούσης εμπαθούς διαθέσεώς του προς την «ΖΩΗΝ» είναι μικροτέρα της του κ. Καθηγητού, αγωνιζομένου να διασώση από σπίλους το μέγα έργον της ομολογουμένως αδιαβλήτου ηθικώς αδελφότητος, αλλά και υπεραμυνομένου μιας κινήσεως αγομένης προοδευτικώς εις την δημιουργίαν σχίσματος εντός της αγίας Εκκλησίας μας. Είναι εις ημάς εκ των ανεξηγήτων, πως διαφεύγει εις τούτον, καθηγητήν όντα της θεολογίας, ότι, υπό ωρισμένας προϋποθέσεις, ουκ έρρωται Ιεροκανονικώς η ύπαρξις μιας τόσον μεγάλης οργανώσεως, οία η ην εκπροσωπεί «ΖΩΗ». Η «ΖΩΗ» ενεφανίσθη προ τεσσαράκοντα και πλέον ετών εν τη ζωή της Εκκλησίας, το πρώτον ως μικρά ομάς θεολόγων, επιποθούντων την διαφώτισιν και ανάπλασιν του ορθοδόξου πληρώματος δια του κηρύγματος και είτα των κατηχητικών. Η αδράνεια της Εκκλησίας και η μη ανταξία προς το αξίωμα ζωή των κληρικών, εν αντιθέσει προς την ηθικήν λάμψιν και την πνευματικήν ακτινοβολίαν της μικράς αδελφότητος των θεολόγων, συνετέλεσαν εις την οσημέραι καταπληκτικήν αύξησιν και εξάπλωσίν της εις τας μεγάλας πόλεις της Ελλάδος. Η νεωτέρα ιστορία ασφαλώς θα ίδη με ιλαρόν βλέμμα τους αγώνας των ανθρώπων αυτών. Δεν θα ήτο υπερβολή εάν ελέγομεν, ότι υπήρξαν όργανα της Θ. Προνοίας, δια να είναι σήμερον η μικρά Ελλάς απηλλαγμένη του κομμουνιστικού εφιάλτου, και η Εκκλησία να στρατεύεται εν ελευθερία, με υψωμένην ικανώς την στάθμην της πνευματικής ζωής του λαού μας. Αλλ’ η πρώην μικρά αδελφότης και η αργότερον πολύ ηυξημένη, επ’ εσχάτων των χρόνων εξηπλώθη εις τρόπον, ώστε οι φυσικοί Ποιμένες της Εκκλησίας να κινδυνεύουν να μείνουν μόνον με την ποιμαντορικήν ράβδον των. Είναι και τούτο φαινόμενον ιστορικόν εν τω κλίματι της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας, και ένα σχήμα πρωτοφανές, όπερ ήδη ήρχισε να δημιουργή πνευματικά και κανονικά προβλήματα. Η εμφάνισις της Αποστολικής Διακονίας έθηκεν εις φοβεράν δοκιμασίαν την «ΖΩΗΝ» από απόψεως Κανονικής, και αν η Εκκλησία, ομονοούντων εις τούτο των Επισκόπων, ηρνείτο εις αυτήν το δικαίωμα υπάρξεως, μετά βεβαιότητος θα διαλύετο δια να μη καταστή σχισματική. Ιδού τι εννοούμεν όταν λέγωμεν, ότι υπό τινας προϋποθέσεις ουκ έρρωται Ιεροκανονικώς η σύνθεσις της οργανώσεως ταύτης.

Η «ΖΩΗ» υφίσταται ελέω τινών συμπαθώς προς αυτήν διακειμένων Επισκόπων, και υπό την πίεσιν μεγάλων χριστιανικών μαζών όλων των κοινωνικών τάξεων. Συνεπώς, επί του παρόντος, είναι σφάλμα να χαρακτηρίζεται ως εξωεκκλησιαστική οργάνωσις. Δύναται να γίνη, αλλά τώρα είναι εντός των ορθοδόξων πλαισίων, και, κατά πάσαν ένδειξιν, δεν πρόκειται να ωθηθή έξω τούτων, δια να ασκή την ευεργετικήν επίδρασίν της επί του ορθοδόξου πληρώματος της Ελλάδος. Και μόνον θα ταράσση τον ύπνον των «υπέρ λίαν» ορθοδόξων, και εκείνων, που, χωρίς να έχουν τίποτε αντάξιον, να υποκαταστήση αυτήν εις το μέγα κοινωνικόν της έργον, επιθυμούν την εις τα εξ ων συνετέθη διάλυσίν της. Το φαινόμενον της «ΖΩΗΣ» ως ηπίας μορφής παρασυναγωγής, αποτελεί, εκτός των άλλων σημαινομένων, βοερόν έλεγχον της κακώς εχούσης Εκκλησιαστικής μας καταστάσεως. Ίσως να νη αφιστάμεθα πολύ των πραγμάτων, εάν θελήσωμεν να χαρακτηρίσωμεν την ύπαρξίν της, ως πνευματικήν διαμαρτύρησιν μεγάλης μερίδος του ευσεβούς λαού. Διότι δεν είναι ασήμαντον το γεγονός, ότι άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων, θρησκεύοντες και ποθούντες την εαυτών σωτηρίαν, εγκαταλείπουν τας ενορίας των και τους Επισκόπους των και προσκολλώνται, παρά Κανόνας, εις λαϊκούς χριστιανούς. Τι σημαίνει τούτο; Ότι αι ψυχαί ευρίσκουν οικοδομήν και ειρήνην εις την «ΖΩΗΝ» μάλλον ή εις την Εκκλησίαν της ενορίας και του Επισκόπου. Και αι ψυχαί αυταί είναι χιλιάδες πολλαί, κατά συνείδησιν ζώσαι την ευσέβειαν. Ημπορεί να ζητήση κανείς ευθύνας από την «ΖΩΗΝ» δια την μετάστασιν αυτήν του ποιμνίου, χωρίς να κινδυνεύση να θεωρηθή ως προσβάλλων το ποίμνιον ως εστερημένον κρίσεως; Ο λαός, κατά τους αποκαλυπτικούς τούτους χρόνους που διερχόμεθα, είναι περισσότερον απαιτητικός και ολιγώτερον ταπεινός. Αντί να υποτάσσεται εις την Εκκλησίαν του «μηδέν διακρινόμενος» σκέπτεται, βλέπει, κρίνει και εκλέγει τον δρόμον του. Δεν υποστηρίζομεν ότι καλώς ποιούσιν οι χριστιανοί παρεκλίνοντες της ευθείας, --διότι αναμφιβόλως η «ΖΩΗ» είναι τεθλασμένη, με προϊούσαν τάσιν να προκαλέση περιπετείας—αλλ’ απλώς εξηγούμεν και αιτιολογούμεν το άηθες τούτο εν τη Εκκλησία σχήμα. Ερμηνείς εκ των προσκειμένων τη οργανώσει ταύτη υποστηρίζουν, ότι η «ΖΩΗ» εγεννήθη εκ του πυρός της Πεντηκοστής. Πολύ αμφιβάλλομεν, διότι ούτε η Αποστολικότης διακρίνει αυτήν, ούτε η πτωχεία και η εκουσία κακοπάθεια ούτε ο ζήλος, όστις προσδιορίζει την εσωτερικήν και εξωτερικήν ζωήν του χριστιανού, ούτε το ταπεινόν πνεύμα των Πατέρων. Μη ομιλώμεν περί του πυρός εκείνου της αγίας Πεντηκοστής. Είναι αμφίβολον αν ποτε το ησθάνθη καν εις τους επιπολής αυτής ως συνόλου η «ΖΩΗ». Ωκειώθη μόνον την επιφάνειαν της χριστιανικής ηθικής—εξ ου λόγου και η εύκολος επιτυχία εις τας μάζας—τόσον δια τους κοσμοκαλογήρους αυτής, όσον και δια την χρήσιν των ακολουθούντων αυτήν χριστιανών, χωρίς θλίψεις και αγωνίαν. Προς Θεού! Το πυρ της Πεντηκοστής κατακαίει τον πουριτανισμόν, τον θεμιτόν, έστω, ευδαιμονισμόν, τας οργανώσεις, επειδή εις το υπερώον εκείνο εγεννήθη η Εκκλησία του Εσταυρωμένου Ιησού. Και εις τον περίβολον αυτής δεν είναι ανεκταί, ούτε αι ενδυναμούσαι τον εγωϊσμόν πρωτοβουλίαι, ούτε και αι εύσχημοι απείθειαι, προς τον υπό του Αγίου Πνεύματος κεχειροτονημένον Επίσκοπον, εκ μόνου του οποίου απορρέει πάσα Εκκλησιαστική εξουσία. Συνεπώς, δεν είναι πεντηκοστιανοί οι καλοί αυτοί άνθρωποι της αδελφότητος, τους οποίους η Εκκλησία ανέχεται,--την ανάγκην ποιούσα φιλοτιμίαν,--και οίτινες μορφώνουν χρηστούς πολίτας και χλιαρούς χριστιανούς, έργον, όπερ υπό τας παρούσας συνθήκας, είναι αξιοθαύμαστον, είναι μέγα, αυτόχρημα εθνικόν, ανυπολογίστου αξίας, έργον πρωτοπορίας εν τη Εκκλησία. Υπάρχει και μία άλλη τάξις κατηγόρων της «ΖΩΗΣ», οι οποίοι ισχυρίζονται, ότι δεν είναι ορθόδοξος υπό την έννοιαν της ιδιαζούσης τη Ορθοδοξία πνευματικότητος. Είμεθα σύμφωνοι. Αλλ’ η «ΖΩΗ» δεν είναι Εκκλησία, δια να περιλαμβάνη όλας τας εκφάνσεις της ορθοδόξου ηθικής και πνευματικότητος. Είναι μάλλον κίνημα ανάγκης, διέξοδος από τελματώδη κατάστασιν, και αποτελεί σταθμόν μεταβατικής ζωής εν τη Εκκλησία. Είναι ένας εκκοσμικευμένος χριστιανισμός, όστις εις την σύγχρονον εποχήν καλύπτει πλείστα φλέγοντα αιτήματα, «γινόμενος τα πάντα τοις πάσι». Την «ΖΩΗΝ» εγέννησεν η αγωνία μεγάλης και προηγμένης μερίδος του κόσμου, η δυσαρέσκεια και ο σκανδαλισμός των πιστών έναντι της Εκκλησίας, η έφεσις της σωτηρίας, και το αίτημα μιας υγιούς και θρησκευτικής ζωής εντός των κοινωνικών πλαισίων. Διατί, λοιπόν, να καταφερώμεθα ανηλεώς κατ’ αυτής, ενώ δίκαιον είναι να μεμφώμεθα εαυτούς, ως Εκκλησία; Αλλά, λέγουν, ότι οι της «ΖΩΗΣ» έχουν μέγαρα, ότι διαβιούν ανέτως, ότι μετέρχονται μεθόδους τινάς προς πλουτισμόν κ.λ.π. Λησμονούμεν, όμως ότι η «ΖΩΗ» είναι οργάνωσις, και ως τοιαύτη έχει ανάγκην όλων αυτών, δια να επιβιώση; Αυτά δεν είναι καθ’ εαυτάς κακίαι, αλλά συνέπειαι του κακού, όπερ είναι η οργάνωσις. Διαλύσατέ την. Αλλά με τι θα την υποκαταστήσετε; Με την Εκκλησίαν; Αν ναι, τότε διατί εξαπλούται διαρκώς η «ΖΩΗ»; Ουχί διότι η Εκκλησία απωθεί και δεν συνάγει; Ουχί διότι η «ΖΩΗ» εργάζεται; Διο, μέχρι τότε, που η Αγία Εκκλησία μας θα απαλλαγή από τα αίτια εκείνα, άτινα σκανδαλίζουν τας συνειδήσεις,--δι’ ον λόγον οι πιστοί εκτρέπονται εις τας οργανώσεις,--η «ΖΩΗ» είτε το θέλομεν είτε όχι, θα υφίσταται και θα θάλλη με τους λυμφατικούς, έστω, καρπούς της. Και επειδή η Εκκλησία του Χριστού οψέποτε θα κατανικήση το κακόν, η οργάνωσις αυτομάτως θα εξαφανισθή. Όσοι δε παρασύρονται από την ιδέαν, ότι η «ΖΩΗ» εγεννήθη δια να μη αποθάνη, αδικούν και αυτήν και την Εκκλησίαν. Μόνον εφ’ όσον εκλαμβάνομεν την παρουσίαν της ως παροδικόν φαινόμενον, παραχθέν υπό αδηρίτου ανάγκης, σκεπτόμεθα ορθώς, οπότε αι κατ’ αυτής δημόσιαι επιθέσεις είναι και περιτταί και ανωφελείς. Περιττόν δεν είναι όμως, να αναζητήσωμεν τίνα τα σκανδαλίζοντα τους πιστούς αίτια και την αναλογούσαν εκάστω ευθύνην. Το να πλήττη σφοδρώς ο σεμνός Αρχιμανδρίτης εκείνος την «ΖΩΗΝ» και να υπεραμύνεται αυτής τόσον θερμώς ο κ. καθηγητής, ουδέν άλλο ποιούσιν, ως φρονώμεν, ειμή να αυξάνουν το κακόν, να βλάπτουν τους χριστιανούς και εαυτούς, και να αποδεικνύουν, ότι ούτε ο πρώτος συνέλαβε το νόημα της «ΖΩΗΣ», ούτε ο δεύτερος κατενόησε ότι υπηρετεί μίαν κατά παραχώρησιν Θεού υπόθεσιν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: