«Πρὶν προχωρήσουμε
στὴν πραγμάτευση τοῦ θέματός μας κρίνουμε σκόπιμο νὰ δώσουμε κάποιες ἐννοιολογικὲς
διευκρινίσεις. Λέγοντας δόγματα τῆς πίστεως ἐννοοῦμε ἐκεῖνες τὶς ἀποκεκαλυμμένες
ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, ποὺ ἀμφισβητήθηκαν καίρια στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ
τοὺς αἱρετικούς. Γι᾽ αὐτὸ καὶ διατυπώθηκαν μὲ κάθε σαφήνεια κατεξοχὴν ἀπὸ Οἰκουμενικὲς
Συνόδους ἢ ἀπὸ Συνόδους, οἱ ὁποῖες ἔγιναν ἀποδεκτὲς καὶ βιοῦνται στὸ ἑξῆς ἀναμφισβητήτως
ἀπὸ τὴ δογματικὴ συνείδηση(1) τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τέτοιες Σύνοδοι εἶναι
λ.χ. ἡ λεγόμενη Η΄ Οἰκουμενική, ἐπὶ Μ. Φωτίου τὸν Θ΄ αἰώνα, ποὺ καταδίκασε τὸ Filioque, ἀλλὰ καὶ οἱ Σύνοδοι ποὺ δικαίωσαν
τὴ δογματικὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιὰ τὸ χαρακτήρα τοῦ
θείου Φωτὸς καὶ τῆς θεοποιοῦ Χάριτος. Τὰ δόγματα τῆς πίστεως θεμελιώνονται στὴν
Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὴν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη, καὶ
χαρακτηρίζονται τόσο γιὰ τὴν αἰωνίως ἀδιαμφισβήτητη ὀρθότητά τους ὅσο καὶ γιὰ τὴ διαχρονικὴ ἐπικαιρότητά
τους. Ἐξαιτίας τοῦ ἀλάθητου χαρακτήρα τους, τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐμπνεόμενα
ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, δὲ μποροῦν νὰ τροποποιηθοῦν ἀπὸ κανένα θεσμικὸ
φορέα, οὔτε πολὺ περισσότερο ἀπὸ κάποιο μεμονωμένο πρόσωπο, ὅσο σημαντικὸ καὶ ἂν
εἶναι αὐτό. Ἂν κάποιος «δόγμα ἔχει διεστραμμένον, κἂν ἄγγελος ἦ, μὴ πείθου»(2),
συνιστᾶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Οὔτε σὲ ἄγγελο τοῦ Θεοῦ δηλαδὴ θὰ πρέπει
νὰ ὑπακούει κανείς, ὅταν αὐτὸς διδάσκει διεστραμμένη πίστη. Ἀντίθετα, ὁ πιστὸς ὀφείλει
νὰ προσέχει στοὺς λόγους ἐκείνου, ποὺ ὀρθοτομεῖ τὴν ἀλήθεια, ἀκόμη καὶ ὅταν
συμβαίνει αὐτὸς νὰ ἔχει ἀνακόλουθη ὡς πρὸς τοὺς λόγους του ζωή. «Εἰ δὲ ὀρθὰ
διδάσκει», σημειώνει ὁ ἴδιος Ἅγιος, «μὴ τῷ βίῳ πρόσεχε, ἀλλὰ τοῖς ρήμασι»(3) Τὰ
δόγματα τῆς πίστεως εἶναι ἀπολύτως καθοριστικὰ γιὰ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ζωὴ τῶν
πιστῶν.
Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁμολογούμενα ἁγιάζουν τὸν ἄνθρωπο. «Τὰ ὀρθὰ δόγματα περὶ
Θεοῦ λεγόμενα ἁγιάζει τὴν ψυχὴν»(4), ἔχουν δηλαδὴ καὶ ἁγιαστικὸ χαρακτήρα κατὰ
τὸν Χρυσορρήμονα Πατέρα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος
σημειώνει: «Πᾶς ἄνθρωπος ἁγιάζεται διὰ τῆς ἀκριβοῦς ὁμολογίας τῆς πίστεως»(5). Ἡ
ἁγιοπνευματικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν, ὡς ἐν Χριστῷ ζωὴ στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἐξαντλεῖται
βέβαια στὴ διατύπωση τῶν δογμάτων. Ἁπλῶς, ἡ ἀλήθεια τῶν δογμάτων ὁριοθετεῖ μὲ
κάθε δυνατὴ ἀκρίβεια τὸ πνευματικὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὰ δόγματα πρακτικῶς διασφαλίζουν ἀπὸ κάθε παραχάραξη τὴν ἐκκλησιαστικὴ
πνευματικὴ ἐμπειρία. Τὰ δόγματα δηλαδὴ εἶναι κανόνες τῆς πίστεως, ποὺ
συμπυκνώνουν ταυτόχρονα καὶ τὸ περιεχόμενο ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δογματικὴ ἀλήθεια
νοεῖται καὶ ὡς πλήρωμα ζωῆς. Γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ σὲ καμία περίπτωση νὰ ὑποβιβάζεται
ἢ νὰ παραθεωρεῖται τὸ δόγμα. Ἔτσι, κατανοεῖται γιατί ὁ Α΄ Κανόνας τῆς Πενθέκτης
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει, ὅτι ἐκπίπτει καὶ ἀναθεματίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος δὲν ἀποδέχεται τὰ δόγματά της(6). Ἀπὸ τὰ παραπάνω εἶναι προφανὲς ὅτι τὰ
δόγματα τῆς πίστεως συνδέονται ἄρρηκτα μὲ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἡ μὴ ἀποδοχὴ
τῶν δογμάτων σημαίνει ἔκπτωση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πράγμα ποὺ συνεπάγει τὴν ἔκπτωση
καὶ ἀπὸ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία. Ἔτσι, οἱ δογματικὲς διαφορὲς μὲ τοὺς ἑτεροδόξους
δὲν ἔχουν θεωρητικὴ ἁπλῶς σημασία οὔτε περιθωριακὲς ἐκκλησιαστικὲς συνέπειες, ἀλλὰ
καίριο καὶ θεμελιώδη σωτηριολογικὸ χαρακτήρα. Θεμελιώδης ὅμως προϋπόθεση γιὰ νὰ
ἀνέλθει κάποιος στὸ ὕψος τῶν δογμάτων τῆς πίστεως εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος(7). Ὁ ἀκάθαρτος βίος συσκοτίζει τὴ διορατικότητα τῆς διανοίας καὶ ἐμποδίζει
ἔτσι τὴν προσέγγιση στὸ ὑψηλὸ περιεχόμενο τῶν δογμάτων(8). Τὰ ὀρθὰ δόγματα τῆς
πίστεως ἀποτελοῦν τὸ ἀσφαλὲς θεμέλιο τῆς εὐσέβειας(9). Καὶ τοῦτο εἶναι φυσικό, ἀφοῦ
στὴν Ἐκκλησία ἡ εὐσέβεια κατανοεῖται πρωτογενῶς ὡς βιωματικὴ ἔκφραση τοῦ
περιεχομένου τῆς πίστεως. Πίστη καὶ ζωὴ στὴν Ἐκκλησία ἀποτελοῦν ἀδιάσπαστη ἑνότητα.
Ἡ καθαρότητα τῆς πίστεως καὶ ἡ ὀρθότητα τοῦ βίου συνιστοῦν ἀπὸ κοινοῦ τὴν εὐσέβεια
τῶν πιστῶν(10). Ἡ σωστὴ θεωρητικὰ πίστη ἀλλὰ πρακτικῶς αὐτονομημένη ἀπὸ τὴ ζωὴ
τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἔχει σωτηριολογικὸ χαρακτήρα. Τὸν δραστικὰ σωτηριολογικὸ
χαρακτήρα της ἀποκτᾶ ἡ πίστη, ὅταν συνδεθεῖ ἄρρηκτα καὶ λειτουργικὰ μὲ τὴ ζωὴ
τοῦ ἀνθρώπου. Χωρὶς τὴν ἀνάλογη πρὸς τὴν πίστη ζωὴ καθίσταται ἀναποτελεσματικὴ
σωτηριολογικῶς ἡ μετοχή μας καὶ σ' αὐτὰ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας(11). Κανένα
δηλαδὴ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ μόνο του. Ἡ ὀρθὴ
πίστη δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτε, ὅταν ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι διεφθαρμένη. «οὐδὲν γὰρ
ὄφελος ἡμῖν εἰς σωτηρίαν, δογμάτων ὑγιῶν, διεφθαρμένης ἡμῖν τῆς ζωῆς»(12). Αὐτὸ
ἄλλωστε τὸ πιστοποιεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὴν Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία του. Σ᾽ αὐτήν,
ὁ Χριστὸς δὲν ἀναγνωρίζει ὡς δικούς του ἐκείνους, ποὺ μὲ μόνη τὴν πίστη τους ἔκαναν
θαύματα, ἐνῶ δὲν τηροῦσαν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή τους: «οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς»,
τοὺς λέει, «ἀποχωρεῖται ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν»(13). Ἀλλὰ καὶ ἀντίστροφα,
ὅταν ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι σωστή, αὐτὸς δὲν ἔχει κανένα ὄφελος γιὰ τὴ
σωτηρία του ἀπὸ τὴν ἄριστη ζωή του(14). Στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, τὰ δόγματα τῆς
πίστεως συνδέονται ὀργανικὰ μὲ τὴ ζωὴ τῶν πιστῶν καὶ ἀλληλοπεριχωροῦνται. Ἡ ἀκρίβεια
τῆς ζωῆς «συνυφαίνεται τῇ τῶν δογμάτων ὀρθότητι»(15), κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸ
Χρυσόστομο. Τὰ δόγματα διασφαλίζουν τὴν ὀρθότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ
καὶ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας δίνει περιεχόμενο στὴν ἀλήθεια τῶν δογμάτων της. Ἐκεῖνος
ποὺ ἀκολουθεῖ μὲ συνέπεια τὰ δόγματα ὀφείλει νὰ τὰ πιστοποιεῖ μὲ τὴν καθαρότητα
τοῦ βίου του (16). Ἡ ἀκρίβεια στὸν τρόπο τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ ἀποτελεῖ μαρτυρία
τῶν ὑγιῶν δογμάτων του(17). Τί γίνεται ὅμως, ὅταν κάποιος ἀπὸ πλευρᾶς τῆς
πίστεως βρίσκεται στὴν πλάνη, ἀλλὰ συμβαίνει νὰ προσέχει τὴ ζωή του καὶ νὰ ζεῖ ὀρθά;
Στὴν περίπτωση αὐτή, μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ
ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ παραμείνει στὴν
πλάνη(18). Κατ᾽ ἀντιστοιχία, παρατηρεῖ ὅτι δὲν εἶναι εὔκολο ἕνας ποὺ ζεῖ μὲ τὴν
πονηριὰ νὰ ἀρθεῖ στὸ ὕψος τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνος, ποὺ σκοπεύει νὰ ἀναζητήσει
τὴν ἀλήθεια, θὰ πρέπει προηγουμένως νὰ καθαρισθεῖ ἀπ᾽ ὅλα τα πάθη του(19). Ἀλλά,
καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, καὶ ἀπὸ τὴν πλάνη θὰ ἀπαλλαγεῖ καὶ
τὴν ἀλήθεια τελικῶς θὰ βρεῖ. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἐδῶ εἶναι ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὁ
ὁποῖος ἦταν φοβερὸς πολέμιος καὶ διώκτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως
εἶχε ἀψεγάδιαστη ζωή, ὄχι μόνο δεκτὸς ἔγινε στὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὅλους
τοὺς ξεπέρασε (20). Κατὰ συνέπεια, ὁ Θεὸς ἕλκει καὶ φέρνει πρὸς τὴν ἀλήθεια ὅσους
βρίσκονται στὴν πλάνη, ἀλλὰ εἶναι καθαροὶ ἀπὸ τὰ πάθη(21). Πῶς ἐξηγεῖται ὅμως τὸ
γεγονός, ὅτι κάποιος παραμένει στὴν πλάνη, ἐνῶ φαίνεται πὼς εἶναι καλός, ἀγαθὸς
καὶ φιλάνθρωπος; Στὴν περίπτωση αὐτή, κατὰ τὸ σοφὸ Ποιμενάρχη, ὁ ἐν λόγῳ ἄνθρωπος
ἔχει ἄλλο πάθος. Ἔχει κενοδοξία ἢ ραθυμία ψυχῆς ἢ ἀδιαφορία γιὰ τὴ σωτηρία
του(22). Μὲ τὴν ἀπάντησή του αὐτὴ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀποδεικνύεται ἄριστος ἀνατόμος
τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς. Οἱ δογματικὲς διαφορὲς ἀνάμεσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
καὶ τοὺς ἑτεροδόξους εἶναι ὁ κύριος λόγος γιὰ τὴν ἀποκοπὴ τῶν ἑτεροδόξων ἀπὸ τὴ
μυστηριακὴ κοινωνία μαζί της. Ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ
δογματικὴ διδασκαλία τῆς μίας καὶ πάντοτε ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία
συνεχίζει χωρὶς διακοπή. Ἡ δογματικὴ αὐτὴ διδασκαλία διαφυλάσσεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία ἀνόθευτη, ὅπως ἀκριβῶς ἐνυπάρχει στὶς Βιβλικὲς ἀποδείξεις (στὴ
διατύπωση τῆς ἀποκαλύψεως) στὴν Ἁγ. Γραφὴ καὶ ὅπως ἑρμηνεύτηκε καὶ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ
τοὺς θεοφόρους Πατέρες στὶς Οἰκουμενικές της Συνόδους. Κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
ἡ δογματικὴ ἀκρίβεια ἀποτελεῖ δείκτη καὶ μαρτυρία εὐσεβοῦς φρονήματος. Τὸ ὀρθοδόξως
«θεολογεῖν» συνδέεται λειτουργικὰ μὲ τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία, κατὰ τὸν Ἅγιο Φιλόθεο
Κόκκινο —Πατριάρχη Κων/πόλεως— ἀποτελεῖ καὶ τὸ κριτήριο αὐθεντικότητας τῆς
θεολογίας. «Τοῖς τὸ τέλειον ἐφθακῶσι τῆς τελείας ἀγάπης», σημειώνει, «ταυτησὶ
μέτρον καὶ τὸ θεολογεῖν ἔς τὰ μάλιστα γεπροσήκειν»(23). Κατὰ συνέπεια, ὅταν
κάποιος σφάλλει στὴ Θεολογία, δηλαδὴ στὸ δόγμα, ὅταν μὲ ἄλλα λόγια εἶναι ἑτερόδοξος,
δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ νὰ βιώνει τὴν τέλεια ἀγάπη, ποὺ νοεῖται ὡς ἄκτιστη ἐνέργεια
τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα, κατὰ τὸν Ἅγ. Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, «ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης καὶ
τελειότατος τῆς πίστεως ὅρος, τῶν εὐαγγελικῶν δογμάτων ἡ τήρησις καὶ τῶν θείων ἐντολῶν
ἡ φυλακὴ»(24). Οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις τῶν Ὀρθοδόξων μποροῦν νὰ ἐντοπιστοῦν
κυρίως στὴν ἁγιοπνευματικὴ –βιωματικὴ ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου. Οἱ Ὀρθόδοξοι
θεολόγοι δηλαδὴ προϋποθέτουν τὴ θεωτικὴ ἐμπειρία ὡς θεμέλιο καὶ νοητὸ ἄξονα τῆς
θεολογίας τους. Ἔχουν τὴν ἐμπειρία τῆς θεοπτίας μέσω τῶν φωτοφανειῶν καὶ
Θεοφανειῶν. Βιώνουν τὴ χαρισματικὴ σχέση μὲ τὸ Θεὸ διὰ τῆς ἀκτίστου θείας
Χάριτος, μέσω τῆς ἴδιας δηλαδὴ τῆς Θεότητας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ποὺ μποροῦμε
νὰ μιλᾶμε κυριολεκτικὰ γιὰ ἄμεση καὶ προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν ἴδιο το Θεό. Ἂν δὲ
γνωρίζουμε τὶς ρίζες τῆς Δυτικῆς θεολογικῆς σκέψεως, μὲ ἄλλα λόγια τὸ θεολογικὸ
ὑπόβαθρό της, δὲν μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε σωστὰ καὶ σὲ βάθος τὶς δογματικὲς καὶ
θεσμικὲς ἀποκλίσεις της ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ κατ᾽ ἐπέκταση δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε
μακροπρόθεσμα καὶ γνήσια ἀποτελεσματικοὶ στὸ θεολογικὸ διάλογο μαζί τους μὲ
σκοπὸ τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα. Οἱ ρίζες τῆς Δυτικῆς θεολογικῆς σκέψεως πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν
πρωτίστως στὸν ὑπαρξιακὸ χῶρο τῆς οὐσιαστικὰ ἀλλοτριωμένης ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ
ζωῆς τους. Ἡ ἀλλοτριωμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ ζωὴ καὶ σκέψη τῶν Δυτικῶν ὀφείλεται στὴν
παντελῆ ἐκ μέρους τους ἔλλειψη τῆς χαρισματικῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως. Οἱ
Δυτικοὶ στὸ σύνολό τους, ἐξαιτίας τῆς ὑπεροψίας τους ξέπεσαν πλέον ἀπὸ τὴ
θεοπτία, τὴ χαρισματικὴ θέα δηλαδὴ τῆς θείας δόξας. Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος
παρατηρεῖ ὅτι οἱ Δυτικοὶ «διέστησαν τῆς Ἐκκλησίας δι᾽ ὑπεροψίαν καὶ τύφον»(25).
Ἔτσι, δὲν ἔχουν καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν καταθέτουν ποτὲ βιωματικὴ ἐμπειρία τῆς ἄκτιστης
θεοποιοῦ Χάριτος καὶ ἐνεργείας. Δὲ μιλοῦν ποτὲ γιὰ τὸν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς
θείας Χάριτος, ἐπιμένοντας μάλιστα δογματικὰ στὸν κτιστὸ χαρακτήρα της. Κατὰ
συνέπεια, εἶναι προφανὲς ὅτι δὲ γνωρίζουν τὸ Θεὸ ἐμπειρικῶς. Καὶ ὅποιος δὲ
γνωρίζει τὸ Θεὸ ἐμπειρικῶς διὰ τῆς θεοπτίας, ἐκφράζεται στοχαστικῶς γι' αὐτόν.
«Ὁ γὰρ Θεὸν μὴ γνούς», σημειώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναίτης, «στοχαστικῶς ἀποφθέγγεται»(26).
Μὴ ἔχοντας λοιπὸν οἱ Δυτικοὶ ἄμεση καὶ προσωπικὴ πρόσβαση στὸν ἴδιο τὸ Θεὸ μέσω
τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας του, ἐπιχειροῦν νὰ τὸν προσεγγίσουν νοητικὰ καὶ
στοχαστικά, μέσα ἀπὸ μιὰ αὐτόνομη λογικὴ κατανόηση τῶν Γραφῶν. Στὴ συνέχεια, ἡ
θεολογία τους προσδιορίζεται δομικὰ ἀπὸ αὐτονομημένα ἀνθρωπολογικὰ καὶ
πολιτισμικὰ δεδομένα, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ θεολογία τους νὰ ἔχει ἔντονα διανοητικό,
στοχαστικὸ καὶ δικαιϊκὸ χαρακτήρα. Οἱ Δυτικοὶ δηλαδή, μετὰ τὴν ἀλλοτρίωσή τους ἀπὸ
τὴ χαρισματικὴ ἐμπειρία τῆς θεώσεως, υἱοθέτησαν τὴ ρωμαϊκὴ πολιτικὴ νοοτροπία,
ποὺ θεσμοποίησε ἁπλῶς καὶ δευτερογενῶς τὴν ἀλλοτριωμένη ζωή τους. Ἀπὸ τότε τὸ
δικανικὸ (νομικὸ) πνεῦμα ἔγινε τὸ βασικότερο χαρακτηριστικὸ τῆς Δυτικῆς
θεολογικῆς σκέψεως, ποὺ ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα νὰ διαρθρώνει καὶ νὰ διαπνέει
τὴ Δυτικὴ Θεολογία. Τὸ ρωμαϊκὸ πνεῦμα ἀποτέλεσε τὸ ἰδεολογικὸ περιβάλλον τοῦ
Ρωμαιοκαθολισμοῦ, ποὺ κυοφόρησε τὸν παπικὸ θεσμὸ μὲ τὶς συγκεντρωτικὲς καὶ
μοναρχικὲς τάσεις του. Καρπὸς τῶν τάσεων αὐτῶν εἶναι καὶ τὸ διεκδικούμενο ἀπὸ
τοὺς πάπες παρανοημένο πρωτεῖο, ποὺ διασάλευσε πρακτικῶς τὴν ἑνότητα τὴ Ἐκκλησίας,
ἀφοῦ οἱ πάπες δὲν παραιτήθηκαν ποτὲ ἀπὸ τὴ φιλαρχία καὶ τὴ φιλοπρωτία τους,
θέλοντας πάντοτε νὰ ἐπιβάλλουν τὴ διοικητικὴ ἐξουσία τους σ᾽ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία.
Ἔχοντας τὶς παραπάνω θεολογικὲς προϋποθέσεις, οἱ Δυτικοὶ θεολογοῦν στοχαστικῶς,
μὲ αὐτονομημένη δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴ διανοητικὴ διαδικασία. Γι᾽ αὐτὸ καὶ
θεολογοῦν πρωτογενῶς μέσα σὲ πλαίσιο πλάνης, ὅπου ζοῦν καὶ δομοῦν τὶς
θρησκευτικὲς κοινότητές τους. Ἀντίθετα, οἱ Ἀνατολικοὶ θεολογοῦν ἀπλανῶς, ἐπειδὴ
ὁμιλοῦν ταπεινῶς, «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», ἐκφραζόμενοι μὲ βάση τὴ
χαρισματικὴ ἐμπειρία τῆς θεώσεως «τῶν διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ»(27), καὶ κάνοντας
χρήση τῆς λογικῆς, ποὺ ἔχει καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, ποὺ ἔχει ἐκλαμπρυνθεῖ καὶ ἐμπλουτιστεῖ
μὲ τὴν ἄκτιστη θεοποιὸ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Κατὰ συνέπεια, ὅταν ὀνομάζουμε τοὺς ἑτεροδόξους
Ἐκκλησία ἢ ἀδελφὴ Ἐκκλησία, συγχέουμε τὸν κτιστὸ μὲ τὸν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς
Χάριτος, συγχέουμε τὸ κτιστὸ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα τῶν Δυτικῶν μὲ τὸ μοναδικὸ
Θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ χαρακτηρίστηκαν ἀπὸ
τὸν κατεξοχὴν θεολόγο τοῦ ἀκτίστου Φωτός, Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ὡς Ἀρειανοὶ
καὶ ὡς Πνευματομάχοι(28), ἐπειδὴ ἀρνοῦνται
τὸν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς θείας Χάριτος. Ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη, ὡς θεοποιὸς ἐνέργεια
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἐκείνη ποὺ νοηματοδοτεῖ σωτηριολογικῶς τὴν Ἐκκλησία ὡς
Θεανθρώπινο σῶμα. Εἶναι ἐκείνη, ποὺ προσδίδει τὸ σωτηριολογικὸ χαρακτήρα σ' ὅλα
τα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ κάνει κατανοητὸ τὸν ἐκκλησιολογικὸ χαρακτήρα τῆς ἱερωσύνης.
Ἀρνούμενοι οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ δογματικῶς τὸν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς
μεταδιδόμενης Χάριτος τῆς ἱερωσύνης, ἀδειάζουν κυριολεκτικὰ τὴ θεότητα τοῦ
Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀρνοῦνται οὐσιαστικὰ στὴν πράξη τὴν ἀποστολικὴ
διαδοχή, διατηρώντας ἁπλῶς τὴν τυπικὴ ἐξωτερικὴ συνέχεια μὲ τοὺς Ἀποστόλους. Ἔτσι,
ὅταν ἀναγνωρίζουν οἱ Ὀρθόδοξοι τὴν κτιστὴ ἱερωσύνη καὶ τὰ μυστήρια τῶν Δυτικῶν,
συγχέουν στὴν πράξη τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο. Ἄλλωστε, χωρὶς τὴν ἄκτιστη θεοποιὸ
Χάρη κενώνεται οὐσιαστικὰ ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἐργαστήριο πραγματικῆς γεφυρώσεως τοῦ
χάσματος ἀνάμεσα στὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο, ἀλλὰ ἀκυρώνεται καὶ ὁ σκοπός της γιὰ
τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου.Μὲ τὴν προσθήκη τοῦ Filioque οἱ
Δυτικοὶ στὸ σύνολό τους —Ρωμαιοκαθολικοὶ δηλαδὴ καὶ Προτεστάντες— ξέπεσαν ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία καὶ ἀφορίστηκαν ἐπισήμως ἀπὸ αὐτήν. Τοῦτο προκύπτει ἀπὸ τὴ ρητὴ ἀπόφαση
τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου(29), ἡ ὁποία ἀναφερόμενη στὸ Σύμβολο Νικαίας –
Κωνσταντινουπόλεως σημειώνει: «ἑτέραν πίστιν μηδενὶ ἐξεῖναι προφέρειν, ἡ γοῦν
συγγράφειν», ἐνῶ ὁ Πρόεδρός της, Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, πρόσθεσε ἑρμηνευτικῶς:
«οὔτε μὴν ἐπιτρέπομεν ἑαυτοῖς ἢ ἑτέροις ἢ λέξιν ἀμεῖψαι τῶν ἐγκειμένων ἐκεῖσε ἢ
μίαν γοῦν παραβῆναι συλλαβὴν»(30). Τὴν ἀπόφαση αὐτὴ ἐπικύρωσαν ὅλες οἱ ἑπόμενες
Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι προσθέτοντας τοὺς σχετικοὺς ἀναθεματισμούς, τὶς
καθαιρέσεις καὶ τοὺς ἀφορισμοὺς στοὺς μὴ συμμορφουμένους στὶς ἀποφάσεις τους. Ἀντίθετα,
οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἀφοῦ εἰσήγαγαν ἐπίσημα τὴν κακόδοξη διδασκαλία τοῦ Filioque στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως (1014),
κατακύρωσαν τὸ Filioque ὡς
δόγμα στὴν Δ΄ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (1215), στὴ Σύνοδο τῆς Λυὼν (1274) καὶ στὴ
Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας (1439). Ὅλες αὐτὲς οἱ Σύνοδοι θεωροῦνται ὡς Οἰκουμενικὲς ἀπὸ
τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἑρμηνεύει τὴ μεγάλη δυσκολία τῶν
Ρωμαιοκαθολικῶν γιὰ τὴν ἀφαίρεση τῆς προσθήκης τοῦ Filioque ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἐδῶ δὲ
σκοπεύουμε νὰ ἀναφερθοῦμε σ᾽ ὅλες τὶς δογματικὲς διαφορές μας μὲ τοὺς ἑτερόδοξους,
Ρωμαιοκαθολικούς, Προτεστάντες καὶ Ἀντιχαλκηδονίους, μὲ τοὺς ὁποίους
βρισκόμαστε σὲ θεολογικὸ διάλογο. Θὰ προσθέσουμε ἁπλῶς καὶ ἐπιγραμματικὰ μία
θεμελιώδη δογματικὴ διαφορά μας μὲ τοὺς Προτεστάντες, ἐπειδὴ αὐτὴ προσκρούει
τελείως ξεκάθαρα σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ παρὰ ταῦτα τὸ
γεγονὸς αὐτὸ δὲ μνημονεύεται οὔτε ἀξιοποεῖται στοὺς σχετικοὺς διαλόγους μαζί
τους. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀπόρριψη τῶν εἰκόνων ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες, τὴ στιγμὴ
ποὺ ἡ Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδος κατακυρώνει πανηγυρικὰ τὴν ἀποδοχή τους καὶ καταδικάζει μὲ
ἀφορισμοὺς ὅσους δὲν τὶς προσκυνοῦν καὶ δὲν ἀποδέχονται τὴ σχετικὴ μὲ αὐτὲς
δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἐρχόμαστε τώρα νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴ
σημασία τοῦ δόγματος στοὺς διαλόγους μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Εὐθὺς ἐξαρχῆς πρέπει
νὰ ποῦμε ὅτι ὁ θεολογικὸς διάλογος μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ἀποτελεῖ χρέος ἀγάπης τῆς
Ἐκκλησίας πρὸς αὐτούς. Ὁ διάλογος αὐτὸς ἔχει σαφῆ σκοπό, ἀλλὰ καὶ συγκεκριμένες
ἁγιογραφικὲς καὶ πατερικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴ διεξαγωγή του. Σκοπὸς τοῦ
θεολογικοῦ διαλόγου εἶναι ἡ ποθητὴ ἑνότητα ἐν Χριστῷ μὲ ὅλους ὅσους ἀποκλίνουν ἀπὸ
τὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν πίστιν»(31). Γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ὅμως αὐτὴ ἡ ἑνότητα ἐν
Χριστῷ, εἶναι τελείως ἀπαραίτητο τὸ ἕνα φρόνημα ὅλων ὡς πρὸς τὴν πίστη. Στὴν
πίστη δὲ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ποικιλία, ἀλλὰ ἀπόλυτη ταυτότητα. Αὐτὸ γίνεται
κατανοητὸ καὶ σαφὲς ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες
συνοδεύονται πάντοτε μὲ τὴν ξεκάθαρη καταδίκη τῆς ἑκάστοτε ἑτεροδοξίας καὶ τὴ
σαφῆ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅσων ἀρνοῦνται νὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὶς ἁγιοπνευματικὲς
ἀποφάσεις τῶν θεοφόρων Πατέρων, ποὺ τὶς συγκροτοῦν. Κατὰ συνέπεια, ἡ σημασία τοῦ
δόγματος τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ διεξαγωγὴ τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου εἶναι προφανής.
Δὲ μπορεῖ νὰ γίνεται ὁποιοσδήποτε θεολογικὸς διάλογος χωρὶς ἀναφορὰ στὸ δόγμα. Ἀποτελεῖ
σαφῆ Πατερικὴ θέση, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ προηγεῖται ἡ ἐξέταση κάποιου ἄλλου
πράγματος πρὶν ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐξέταση, ποὺ ἀφορᾶ ἄμεσα τὴν πίστη. Πρέπει νὰ
προηγηθεῖ ἡ ἄρση κάθε διαφωνίας ὡς πρὸς τὴν πίστη, καὶ τότε μόνο νὰ ἀκολουθήσει
ἡ ὁποιαδήποτε ἔρευνα γιὰ τὰ ἄλλα πράγματα. Αὐτὰ ὑποστηρίζει ὁ Μ. Ἀθανάσιος
θεμελιώνοντας ἁγιογραφικῶς τὴ θέση του στὸν ἴδιο το Χριστό, ὁ ὁποῖος θεράπευε
τοὺς πάσχοντες μόνο μετὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους πρὸς Αὐτόν. Σὲ καμία
περίπτωση δὲν ἐπιτρέπει τὴν συναρίθμηση ἐν συνόδω Ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων(32).
Μέσα στὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ ὁἍγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὑποστηρίζει
ὅτι ὁ διάλογος μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς γιὰ τὸ Filioque μπορεῖ
νὰ γίνει μόνον μετὰ τὴν ἀφαίρεση τῆς προσθήκης του στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως(33).
Ἡ ἀλήθεια δὲ διερευνᾶται μὲ τὴ συμβολὴ τῶν ἑτεροδόξων στὸ θεολογικὸ διάλογο «ἐπὶ
ἴσοις ὅροις», ἀλλὰ διασφαλίζεται στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴ συνέχεια τῆς βιούμενης ἀποκαλύψεως
τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῶν φωτοφανειῶν καὶ τῶν Θεοφανειῶν ἀπὸ τοὺς θεουμένους. Κατὰ
συνέπεια, ἂν θέλουμε νὰ κινούμαστε μέσα στὸ πνεῦμα καὶ τὴν πρακτική τοῦ Χριστοῦ,
τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ διάλογος μὲ τοὺς ἑτεροδόξους θὰ
πρέπει νὰ προσδιορίζεται ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Στὴν περίπτωση ὅμως αὐτὴ
ὁ διάλογος μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ὀφείλει νὰ προσλαμβάνει τὸ χαρακτήρα τῆς
νουθεσίας —δηλαδὴ τῆς συμβουλῆς— μὲ εὐσπλαχνικό, μὲ παρηγορητικό, μὲ ἐνθαρρυντικὸ
καὶ ταπεινὸ τρόπο, χωρὶς φανατισμὸ καὶ μισαλλοδοξία, νὰ γίνεται δηλαδὴ ἐν ἀγάπῃ
γιὰ τὴν ἐπάνοδο στὴ βιούμενη ἐν Πνεύματι Ἁγίω ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια, στὴν πίστη
τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνιστᾶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας: «αἱρετικὸν
ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος ὤν
αὐτοκατάκριτος»(34). Ἡ πρακτικὴ τῆς νουθεσίας διασφαλίζει τὴν ἀκεραιότητα τῆς ἀγάπης,
γιατί τότε πραγματικὰ ἀληθεύουμε «ἐν ἀγάπῃ»(35). Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εἰρήνη μὲ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη. Ὅταν οἱ ἄλλοι δὲν εἶναι ὁμόφρονες ὡς πρὸς
τὴν εὐσέβεια, εἶναι προτιμότερη ἡ ἀντιπαράθεση ἀπὸ τὴν συμφωνία γιὰ τὸ κακό.
Τότε εἶναι προτιμότερο νὰ λυποῦμε τοὺς ἀνθρώπους παρὰ τὸ Θεό, καὶ νὰ μὴ ἀποσιωποῦμε
ἐκεῖνα ποὺ διαταχθήκαμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ὁμολογοῦμε. Ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους
λοιπὸν ὁριοθετεῖται σαφῶς ἀπὸ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὴ ἐκφράζεται. Ἡ ἀγάπη
αὐτὴ περιορίζεται στὴ νουθεσία, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἐπαναληφθεῖ μόνο μία ἀκόμη
φορά. Εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ τὸ γεγονός, ὅτι τὸν παραπάνω περιορισμὸ στὴν ἐκδήλωση
τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους μᾶς τὸν ἀπεκάλυψε ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ τὸ σκεῦος τῆς
ἐκλογῆς του, τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν, τὸν κορυφαῖο ὑμνητὴ τῆς ἀγάπης. Ὁ παραπάνω
περιορισμὸς στὴν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης μας πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους διασφαλίζει
ταυτόχρονα τὴν παραμονή μας στὰ ὅρια τῆς ὑγιαινούσης πίστεως καὶ τοῦ μὴ χωρισμοῦ
μας ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τὴ σύσταση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀκολούθησε πιστὰ
ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέχρι καὶ τὸν ΙΘ΄ αἰώνα
υἱοθετώντας παράλληλα καὶ τὴν ἀντιρρητικὴ θεολογία, ἡ ὁποία συνήθως
περιοριζόταν τὸ πολὺ μέχρι τὸν Γ΄ ἀντιρρητικό της λόγο. Αὐτὸ συναντοῦμε στοὺς ἀντιαιρετικοὺς
λόγους τοῦ Μ. Ἀθανασίου κατὰ τοῦ Ἀρείου, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου κατὰ τοῦ Νεστορίου,
τῶν Ἁγίων Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ –Θεοδώρου Στουδίτου–Νικηφόρου Κων/πόλεως κατὰ τῶν
Εἰκονομάχων, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ κατὰ τῶν Δυτικῶν Ἀντιησυχαστῶν κ.ἄ. Τὴν
ἴδια στάση τέλος τηρεῖ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο διὰ τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου
Β΄ ἔναντι τῶν Προτεσταντῶν, μὴ δεχόμενο νὰ συνεχίσει τὸ θεολογικὸ διάλογο πέρα ἀπὸ
τὴ Β΄ Ἀπάντηση πρὸς τοὺς Βιττεμβεργίους Λουθηρανοὺς θεολόγους τοῦ ΙΣΤ΄ αἰώνα. Αὐτὴ
ἡ βιβλικὴ καὶ ἁγιοπατερικὴ Παράδοση ἀνατράπηκε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Κ΄ αἰώνα μὲ τὶς
γνωστὲς πρωτοβουλίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τὴ συστράτευση σταδιακῶς
συνόλης σχεδὸν τῆς Διοίκησης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὶς ἀρχὲς τοῦ
διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Συγκεκριμένα, υἱοθετήθηκαν οἱ «ἐπὶ ἴσοις ὅροις»
θεολογικοὶ διάλογοι μὲ τοὺς ἑτερόδοξους μὲ χρονικὸ ὅριο, ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε,
τὴν προσδοκωμένη ἐν Χριστῷ ἑνότητα. Στὴν ἀκολουθούμενη μέθοδο τοῦ διαλόγου μὲ
τοὺς ἑτεροδόξους πρυτάνευσε ἡ μονομερὴς ἐπιλογὴ τῆς διαφημιζόμενης χριστιανικῆς
ἀγάπης καὶ ἡ σκόπιμη παρασιώπηση τοῦ δόγματος, μὲ σκοπὸ τὰ δόγματα τῆς πίστεως
νὰ μᾶς ἀπασχολήσουν σταδιακῶς, καὶ πάντως ἀργότερα. Μὲ βάση ὅμως ὅσα
παρουσιάσαμε παραπάνω, σχετικὰ μὲ τὴ σημασία τοῦ δόγματος γιὰ τὴν ταυτότητα τῆς
Ὀρθοδοξίας, προκύπτουν εὔλογα θεολογικὰ ἐρωτήματα. Γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ἀπὸ τὴν
ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων τῆς
Ἐκκλησίας, ὅτι τόσο ἡ ἀγάπη ὅσο καὶ ἡ πίστη ἀποτελοῦν καρπὸ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος(36), δηλαδὴ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἂν λοιπὸν ἡ υἱοθετούμενη
ἀγάπη στοὺς διαλόγους μας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ἔχει τὶς παραπάνω προδιαγραφὲς τῆς
ἁγιογραφικῆς γνησιότητας, δὲ μπορεῖ σὲ καμία περίπτωση νὰ χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια
καὶ τὰ δόγματα τῆς πίστεως. Ἄλλωστε, «ἀπὸ πίστεως εἰλικρινοῦς ἡ ἀγάπη
τίκτεται»(37). Δὲν εἶναι δυνατὸν δηλαδὴ ἡ μία ἀπὸ τὶς δύο νὰ ἐνεργεῖ ἐρήμην τῆς
ἄλλης ἢ σὲ βάρος τῆς ἄλλης. Δὲ μποροῦν νὰ ἀληθεύουν αὐτονομημένες μεταξύ τους. Ἐκτὸς
βέβαια, ἂν πρόκειται γιὰ ἄλλου εἴδους, μὴ εὐαγγελικὴ δηλαδὴ ἀγάπη. Γιατί ἡ εὐαγγελικὴ
ἀγάπη, καὶ ὅταν ἀκόμη εἶναι κτιστή, παίρνει τὴν ταυτότητά της ἀπὸ τὴ συμμόρφωση
πρὸς τὸ θέλημα καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ: «Ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς,
ἐκεῖνός ἐστι ὁ ἀγαπῶν με», εἶπε ὁ Χριστὸς(38). Ἐδῶ ἐγείρεται τὸ ἐρώτημα: Πῶς εἶναι
δυνατὸν νὰ βιώνουμε καὶ νὰ ἐκφράζουμε γνήσια τὴν ἀγάπη τοῦ Εὐαγγελίου, ὅταν
παραβιάζουμε ὅσα εἶπε τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ὅσα
βιώθηκαν στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ 19 αἰῶνες; Ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότητα στὴ
γνησιότερη, καθαρότερη καὶ βιωματικότερη ἔκφρασή της πραγματοποιεῖται, μόνο ὅταν
ἔχει τὶς προδιαγραφές, ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή του.
Πραγματοποιεῖται δηλαδὴ καὶ βιώνεται «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» μὲ τὴ μετοχὴ στὴν ἄκτιστη
δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ βεβαιώνει ὁ Χριστός, ὅταν λέει: «κἀγὼ τὴν δόξαν ἣν
δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν. ἐγὼ ἐν αὐτοῖς, καὶ σὺ ἐν
ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν»(39). Γιὰ νὰ γίνει ὅμως ὁ ἄνθρωπος μέτοχος
τῆς ἄκτιστης δόξας «ἐν αἰσθήσει», ὀφείλει νὰ τηρεῖ ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἐκφράζοντας
μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ πρακτικῶς τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸ Θεό. Τήρηση τῶν ἐντολῶν
σημαίνει ἀπόλυτη συμφωνία μεταξύ μας, ἀφοῦ τότε ἔχουμε ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ φρόνημα,
ποὺ εἶναι τὸ φρόνημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκφράζεται στὸ θέλημά του. Μὲ τὸν πρακτικὸ
αὐτὸ τρόπο γινόμαστε ἕνα Πνεῦμα μὲ τὸ Θεό, «τὸ ἓν φρονοῦντες»(40). Γιατί τότε ἐνεργεῖ
μέσα μας τὸ Πνεῦμα, ποὺ λάβαμε μὲ τὸ ἅγιο Μύρο. Τότε ζοῦμε τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλα
τότε τὰ ἐνεργεῖ ὁ Χριστὸς δι᾽ ἡμῶν, ἀφοῦ εἶναι ἐντός μας αὐτὸς «ἐν πᾶσι
πρωτεύων»(41). Τότε μόνο μποροῦμε οὐσιαστικὰ νὰ δοξάζουμε «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ
μιᾶ καρδία» τὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως οἱ ἑτερόδοξοι φρονοῦν
διαφορετικὰ ὡς πρὸς τὴν πίστη καὶ μάλιστα φρονοῦν ἀντίθετα μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ
Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ ἑρμηνεύτηκε αὐθεντικὰ ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, δὲ μπορεῖ
νὰ ὑπάρξει ἐν Χριστῷ ἑνότητα μαζί τους. Τὸ ἴδιο θέλημα, ὅταν πρόκειται γιὰ
θέματα πίστεως, ἐμφανίζεται ὡς ἡ «τορπίλη» τῆς αἱρέσεως, ποὺ διαλύει τὸ ἑνιαῖο
φρόνημα τῆς πίστεως στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀκυρώνει τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα τῶν
Χριστιανῶν. Συμβαίνει ἐδῶ, ὅ,τι συμβαίνει καὶ στὴ συζυγία. Ὅταν δηλαδὴ οἱ
σύζυγοι ἔχουν ἴδια θελήματα, ὅταν δὲν τηροῦν μὲ ἀκρίβεια τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ,
τότε δὲν ἔχουν ἕνα φρόνημα, καὶ δὲν γίνονται ἕνα Πνεῦμα μὲ τὸ Θεὸ καὶ μεταξύ
τους, ποὺ εἶναι ὁ κύριος σκοπὸς τοῦ γάμου. Ἔτσι ὅμως οἱ σύζυγοι παραμένουν
σαρκικοί, καὶ στὴν καλύτερη περίπτωση ψυχικοί. Κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὅμως οὔτε
οἱ σαρκικοί, οὔτε οἱ ψυχικοὶ δέχονται «τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ»(42), ποὺ εἶναι
ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τὸ τελικὸ καὶ πρακτικὸ ἐρώτημα μπορεῖ νὰ διαμορφωθεῖ ὡς ἑξῆς:
Ποιοῦ θέλημα εἴμαστε διατεθειμένοι νὰ κάνουμε; Τοῦ ἑαυτοῦ μας; Τοῦ ὁποιουδήποτε
ἄλλου θεσμικοῦ ἢ μὴ θεσμικοῦ προσώπου; Ἢ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἑρμηνεύεται αὐτὸ τὸ
θέλημα αὐθεντικὰ καὶ διαχρονικὰ ἀπὸ τὴ δογματικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας;
Πάντως, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ἡ διαχρονικὴ πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας,
μόνον ἡ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σὲ τελικὴ ἀνάλυση εἶναι νὰ γίνουμε ἕνα
μὲ τὸ Θεό, μᾶς κάνει κοινωνοὺς στὴν ἄκτιστη θεία ζωὴ καὶ δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ
ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, ὡς πρόγευση καὶ ἀρραβώνας τῆς ἄκτιστης βασιλείας του. Ὅταν
δηλαδὴ ἔχουμε ἐνεργὸ μέσα μας τὴ θεία ζωή, τότε ἔχουμε καὶ τὴν πληρέστερη ἑνότητά
μας μὲ τοὺς ἄλλους πιστούς. Θὰ εἴμασταν ἰδιαίτερα εὐτυχεῖς, ἂν ἡ παροῦσα ὁμιλία
θὰ μποροῦσε νὰ συμβάλει, ἔστω καὶ ἐλάχιστα, στὴν ὑπακοὴ αὐτὴ τοῦ εὐαρέστου
θελήματος τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὅλοι μας νὰ γίνουμε πραγματικῶς καὶ ἐνεργῶς ἕνα ἐν
Χριστῷ, σύμφωνα πάντα μὲ τὶς θεμελιώδεις προϋποθέσεις, ποὺ ἐκεῖνος ἔθεσε ἐντός
της Ἐκκλησίας του. Γιατί στὸ Θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, παρέχεται ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη καὶ ἡ γνήσια ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ποὺ
βιώνεται πρακτικῶς ὡς σωτηρία, ὡς ζωὴ δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου ὅμοια μὲ τὴν ἄκτιστη
ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Πάντως, οἱ ἑτερόδοξοι Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Προτεστάντες θὰ μποροῦσαν
νὰ πιστοῦν κατεξοχὴν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, ἂν
αὐτὴ ἡ Χάρη ἦταν ἐνεργὸς στὴ ζωὴ τῶν Ὀρθοδόξων, ὁπότε αὐτοὶ δὲν θὰ ἁμάρταναν,
γιατί μόνον ὅταν κανεὶς ἔχει αὐτὴν ἐνεργῶς μέσα του δὲν ἁμαρτάνει. Ἐνῶ ἀντίθετα,
«τοῦ Θεοῦ μὴ ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν, ἁμαρτία πᾶν τὸ παρ᾽ ἡμῶν γινόμενον»(43), κατὰ
τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Ἡ εὐθύνη μας πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους εἶναι μεγάλη, ἐπειδὴ
ἡ ζωή μας δὲν τοὺς πληροφορεῖ γιὰ τὸν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς θείας Χάριτος, ὅταν
διαλέγονται μαζί μας. Καὶ ὅταν ἀκόμη τοὺς πείθουμε ἐπιστημονικὰ γιὰ τὴν ὀρθότητα
τῶν θεολογικῶν θέσεών μας, δὲν τοὺς ἑλκύουμε γιὰ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν πλάνη
τους, ἐπειδὴ συχνὰ ταυτιζόμαστε στὸ ἐπίπεδο τῆς ζωῆς μαζί τους. Θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ
σὲ κάποια λόγια τοῦ μακαριστοῦ Ἁγιορείτη Γέροντα π. Παϊσίου, ποὺ ἀπαντοῦν
καίρια στὸν προβληματισμό μας γιὰ τὴν ἀποτελεσματικότητα ἑνὸς διαλόγου μὲ τοὺς ἑτεροδόξους.
«Ἂν ζούσαμε πατερικά», λέει ὁ χαρισματοῦχος Γέροντας, «θὰ εἴχαμε ὅλοι πνευματικὴ
ὑγεία, τὴν ὁποία θὰ ζήλευαν καὶ ὅλοι οἱ ἑτερόδοξοι, καὶ θὰ ἄφηναν τὶς ἀρρωστημένες
τους πλάνες καὶ θὰ σώζονταν δίχως κήρυγμα. Τώρα δὲν συγκινοῦνται ἀπὸ τὴν ἁγία
μας πατερικὴ Παράδοση, γιατί θέλουν νὰ δοῦν καὶ τὴν πατερική μας συνέχεια, τὴν
πραγματική μας συγγένεια μὲ τοὺς Ἁγίους μας. Αὐτὸ ποὺ ἐπιβάλλεται σὲ κάθε Ὀρθόδοξο
εἶναι νὰ βάζη τὴν καλὴ ἀνησυχία καὶ στοὺς ἑτεροδόξους, νὰ καταλάβουν δηλαδὴ ὅτι
βρίσκονται σὲ πλάνη, γιὰ νὰ μὴν ἀναπαύουν ψεύτικα τὸν λογισμό τους, καὶ στερηθοῦν
καὶ σ᾽ αὐτὴν τὴν ζωὴ τὶς πλούσιες δωρεὲς
τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ τὶς περισσότερες καὶ αἰώνιες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ»(44).
Ἀγαπητοὶ συνάδελφοι, Ἂν θέλουμε, ὅμως νὰ εἴμαστε ἔντιμοι καὶ εἰλικρινεῖς ἀπέναντι
στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία ἀνήκουμε ὀργανικὰ καὶ παραμένουμε ἀγαπητικά,
θὰ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ἀπεριφράστως ὅτι στὴν ἐποχὴ μας ἔχει διαμορφωθεῖ μιὰ ὀξύμωρη
κατάσταση. Ὡς ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα ἐμφανιζόμαστε νὰ τιμοῦμε καὶ νὰ
πανηγυρίζουμε κατεξοχὴν ἐκεῖνα τὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα παραβιάζονται σήμερα κατὰ
προκλητικὸ καὶ ἀσύστολο τρόπο ἀπὸ θεσμικὰ πρόσωπα μὲ τὴν ἔνοχη σιωπὴ τῶν πολλῶν
ἢ τὸ χειρότερο μὲ τὴν ἐπιδοκιμασία καὶ ἐνθάρρυνση ὁρισμένων ἐκ τῶν ἐγγὺς καὶ τῶν
μακράν. Ἔχουμε τὴν βεβαία αἴσθηση ὅτι μιὰ βαθιὰ κρίση ὀντολογικοῦ χαρακτήρα ἔχει
ἐπηρεάσει βαθύτατα πολλὰ καὶ σημαίνοντα μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας. Κατὰ τὴ γνώμη
μας, βρισκόμαστε μπροστὰ στὴ μεγαλύτερη καὶ πονηρότερη ἀπειλή, ποὺ βρέθηκε ποτὲ
ἡ Ἐκκλησία μας. Ἀναφέρομαι στὸν σύγχρονο Οἰκουμενισμό, τὸν δόλιο ἐχθρό, ποὺ μὲ
τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης ἀπειλεῖ νὰ διαβρώσει ὡς γάγγραινα ὅλο καὶ περισσότερο ἐκλεκτὰ
μέλη τοῦ Κυριακοῦ σώματος. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἐμφανίζεται σήμερα ὡς ἡ ἐπικινδυνότερη
αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἐδῶ δὲν ἀποδοκιμάζουμε τὸν θεολογικὸ διάλογο, ἀλλὰ τὴ
μεθοδολογία καὶ κυρίως τὸ πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μὲ τὸ προσωπεῖο μιᾶς μὴ σαφῶς
ἁγιογραφικά προσδιοριζόμενης ἀγάπης ἐκκοσμικεύει τὸ Εὐαγγέλιο, ἐλαχιστοποιώντας
τὴ σωτηριολογικὴ σημασία τῶν δογμάτων καὶ παραβιάζοντας προκλητικὰ τοὺς Ἱεροὺς
Κανόνες τῶν Οἰκ. Συνόδων.Ἔτσι, εἰσάγει μὲ χριστιανικὸ ἔνδυμα τὸ πνεῦμα τῶν
σχέσεων τοῦ κόσμου στὴν Ἐκκλησία. Ἐπειδὴ ὅμως, κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή, ὁ κόσμος
«κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ», εἶναι προφανὲς ὅτι τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου εἶναι τὸ πνεῦμα
τοῦ πονηροῦ. Καὶ τὸ πνεῦμα αὐτὸ εἶναι σαφῶς πνεῦμα ἀποστασίας καὶ ἀπιστίας πρὸς
τὸν Θεό. Σήμερα τὸ πνεῦμα τῆς παγκοσμιοποιήσεως συμπορεύεται μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ
θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, ποὺ ὑπηρετεῖται ἄριστα ἀπὸ τὸν βδελυκτὸ Οἰκουμενισμό.
Καί, ἐπειδὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση στὶς μέρες μας εἶναι ἐξόχως σοβαρή, «στῶμεν
καλῶς», ἀδελφοί!
Ὑποσημειώσεις: 1.
Δογματικὴ συνείδηση εἶναι ἡ πνευματικὴ γνώση, ποὺπροκύπτει ἀπὸ τὴ βαθειὰ ἀφομοιωμένη
πεῖρα τῆς θείας Χάριτος. Αὐτὴ ὑφίσταται μόνον, ὅταν ἐνοικεῖ ἐνεργῶς μέσα μας ὁ
Θεὸς(Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ 2005, σ.
239 –40). Ἑπομένως, ὑπάρχει ὀργανικὴ σχέση καὶ ἄρρηκτη ἑνότητα τῆς δογματικῆς
συνειδήσεως καὶ τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς(Βλ. ὅ.π. 179).Ὅταν ἀμβλύνεται ἡ
δογματικὴ συνείδηση —καὶ αὐτὸ γίνεται κατεξοχὴν μὲ τὴν ἐκκοσμίκευση καὶ τὴν ὁμογενοποίηση
τῆς καθημερινῆς ζωῆς μας μὲ τὴν ἀντίστοιχη ζωὴ τῶν ἑτεροδόξων— μειώνεται καὶ ἡ
εὐαισθησία τῶν Ὀρθοδόξων σὲ σχέση μὲ τὰ θεσμοποιημένα δόγματα τῆς πίστεως καὶ τὴν
Ἱερὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. 2. Πρβλ. Γαλ. 1, 8: «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ
οὐρανῶν εὐαγγελίσηται ὑμῖν παρ᾽ ὃ εὐαγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω». Βλ. καὶ
Πρακτικὰ Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μαnsi 13,
407 –408, καὶ τὴν Ἐγκύκλιο τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τοῦ 1848: «Παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἠδυνήθησαν
ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα». 3. P.G. 62, 610 –611. 4. Βλ., P.G 59, 443. 5. Πρβλ. Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ,
P.G 90, 165Α. 6. Βλ. A΄ Κανὼν Πενθέκτης: «Εἰ δέτις τῶν ἁπάντων
μὴ τὰ προειρημένα τῆς εὐσεβείας δόγματα κρατοῖ καὶ ἀσπάζοιτο, καὶ οὕτω δοξάζοιτε,
καὶ κηρύττοι, ἀλλ᾽ ἐξ ἐναντίας ἱέναι τούτων ἐπιχειροῖ, ἔστω ἀνάθεμα, κατὰ τὸν ἤδη
ἐκτεθέντα ὅρον ὑπὸ τῶν προδηλωθέντων Ἁγίων καὶ μακαρίων Πατέρων, καὶ τοῦ
χριστιανικοῦ καταλόγου, ὡς ἀλλότριος ἐξωνείσθω καὶ ἐκπιπτέτω». 7. Βλ. P.G. 55, 321 –322. 8. Βλ. , P.G.
61, 633. 9. Βλ. Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 30, 338. 10. Βλ. P.G 62, 560: «Γύμναζε
σεαυτὸν πρὸς εὐσέβειαν, τουτέστι πρὸς πίστιν καθαρὰν καὶ βίον ὀρθόν. Τοῦτο γὰρ ἐστιν
εὐσέβεια». 11. Βλ. P.G 51, 250 –251. 12. Βλ. P.G. 59, 50. 176. 352. 363. 13.
Μθ. 7, 21 –23, στὸ PG 57, 321. 14. Βλ. P.G. 59, 369: «Οὐδὲν γὰρ ὄφελος βίου
καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων. ὥσπερ οὖν οὐδὲ τουναντίον, δογμάτων ὑγιῶν, ἐὰν ὁ
βίος ᾖ διεφθαρμένος». 15. P.G. 48, 811. 16. Βλ P. G. 62, 95. 17. Βλ. P.G. 53,
110 –158. 18. Βλ. P.G. 57, 243 –244. 19. Βλ. P.G. 61, 78. 20. Βλ.ΕΠΕ 18, 222
–224. 21. Βλ. P.G. 57, 243 –244. 22. Βλ. ΕΠΕ 18, 222 –224. 23. Βλ. Ἐγκώμιον εἰς
τὸν Ἅγιον Δημήτριον, ἔκδ. Δ. Τσάμη, σ. 32 –37. (24). P.G. 74,
253D. 25.
Βλ. Φιλοθέου Κοκκίνου, Λόγος 11, 17, στὸ Β. Ψευτογκά, Φιλοθέου Κοκκίνου, Λόγοι
καὶ Ὁμιλίες, Θεσσαλονικεῖς Βυζαντινοὶ Συγγραφεῖς 2, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 244.
Προϋπόθεση δηλαδὴ τῆς ἑτεροδοξίας εἶναι ἡ ἐσφαλμένη καὶ ἀκάθαρτη ζωή. Εἰδικότερα,
ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἔπαρση εἶναι ἀκάθαρτος καὶ βδελικτὸς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον
«ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος». (Παροιμ. 16, 5). 26. Λόγος Λ΄, 13, Περὶ ἀγάπης
27. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, P.G. 36, 13D. 28. Βλ. Πρὸς Ξένην, P.G. 150,
1088Β. 29. Βλ. Ὅρος Πίστεως τῆς Συνόδου, στὸ Ἰωάννου Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ
Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 1, Ἀθῆναι 1960, σ.
155 30. Βλ. Ἐπιστολὴ Κυρίλλου πρὸς Ἰωάννην Ἀντιοχείας τῷ 433 καὶ ἡ ἐν αὐτὴ Ἔκθεσις
πίστεως τῶν «διαλλαγῶν» τοῦ Ἰωάννου, στὸ Ἰωάννου Ρωμανίδου, Δογματικὴ καὶ
Συμβολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, (Κείμενα), τόμ. Β΄
Θεσσαλονίκη 42000, σ., 36. 31. Ἰούδ. 1, 3. 32. Μ. Ἀθανασίου, Περὶ τῶν γεγενημένων
παρ' Ἀρειανῶν 36, Β.Ε.Π. 31, 260 –1: «οὐ γὰρ οἷον τὲ συνόδω συναριθμηθῆναι τοὺς
περὶ πίστιν ἀσεβοῦντας», σημειώνει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «οὐδὲ προκρίνεσθαι πράγματος
ἐξέτασιν τῆς περὶ πίστεως ἐξετάσεως. Χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ τῆς πίστεως
διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε τὴν περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι. Καὶ γὰρ
ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς οὐ πρότερον ἐθεράπευσε τοὺς πάσχοντας, πρὶν ἂν
δείξωσι καὶ εἴπωσιν ὁποίαν πίστιν εἶχον εἰς αὐτόν. Ταῦτα παρὰ τῶν Πατέρων ἐμάθομεν...».
33. Βλ. Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, 4, 27 – 31, Π.
Χρήστου, τ. A΄, σ.
31: « Ἦν οὖν ἄρα τῶν δικαιοτάτων μηδὲ λόγον ἀξιοῦν ὑμᾶς, εἰ μὴ τοῦ προστιθέναι
τῷ ἱερῷ συμβόλῳ παύσησθε τῆς δὲ παρ᾽ ὑμῶν προσθήκης παρ᾽ ὑμῶν ἐκβεβλημένης
πρότερον, ἔπειτα ζητεῖν, εἰ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἢ οὐχὶ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιον, καὶ τὸ ἀναφὲν τοῖς θεοφόροις συνδοκοῦν κυροῦν». 34. Τίτ. 3, 10. 35. Ἐφ.
4, 15. 36. Γαλ. 5, 22. 37. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, P.G. 62, 509. Πρβλ. P.G. 62,
174: «οὐδὲν ὄφελος ἀγάπης, πίστεως χωρίς. μᾶλλον δὲ οὐδ᾽ ἂν γένοιτο ἀγάπη ἑτέρως».
38. Ἰω. 14, 21. 39. Ἰω. 17, 22. 40. Φιλιπ. 2, 2. Πρβλ. Β΄ Κορ. 13, 11 καὶ 4, 2
. 41. Κολ. 1, 18. 42. Α΄ Κορ. 2, 14. 43. Γρηγορίου Παλαμᾶ P.G.151,
416D –417A. 44. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου,
Λόγοι, Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, τόμ. Α΄, Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτὴ - Θεσσαλονίκης 1998, σ. 348 – 349».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου