ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ

Ωδή  α΄ .  Ήχος  γ΄ .  Ο  Ειρμός.

Χέρσον αβυσσοτόκον, πέδον Ήλιος επεπόλευσέ ποτέ· ωσεί τείχος γαρ επάγη, εκατέρωθεν ύδωρ λαώ πεζοποντοπορούντι και θεαρέστως μέλποντι· άσωμεν τω Κυρίω· ενδόξως γαρ δεδόξασται.

Ερμηνεία.


Άβυσσος είναι σύστημα πολλών υδάτων, το οποίον συνειθίζομεν να ονομάζωμεν και βυθόν. Η άβυσσος δε αύτη εξ ανάγκης πρέπει να επιστηρίζεται επάνω εις κανένα σώμα στερεόν, δια να βαστάξη την ολισθηράν και ευδιάλυτον φύσιν του ύδατος· άλλο δε τοιούτον στερεόν σώμα δεν είναι υποκάτω των υδάτων, πάρεξ η γη, ήτις είναι όλων των υδάτων στερεωτέρα. Αύτη λοιπόν η γη είναι σκεπασμένη από τα νερά, και δια τούτο φαίνεται ως Μήτηρ της αβύσσου, δια το σχήμα όπου έχει· βαθουλωτή γαρ ούσα, ομοιάζει με κοιλίαν Μητρός, και περισφίγγει μέσα εις τον εαυτόν της το νερόν ως βρέφος· όθεν εκ τούτου δικαίως εδώ ωνομάσθη αβυσσοτόκος από τον Μελωδόν· διότι φέρει εγγαστρωμένη μέσα της την άβυσσον και ταύτην γεννά. Και τούτο ίσως θέλει να φανερώση ο Θεός λέγων προς τον Ιώβ: «Έφραξα δε θάλασσαν πύλαις (ήτοι ταις εμαίς προσταγαίς), ότε εμαίμασσεν (ή εμαιούτο) εκ κοιλίας Μητρός αυτής εκπορευομένη» (Ιώβ λη: 8). Αρμοδιώτερον δε είναι να νοήται Μήτηρ της θαλάσσης η γη, υποβάθρα ούσα και της θαλάσσης και της αβύσσου, πάρεξ η άβυσσος, ως άλλος ηρμήνευσεν. Ταύτην λοιπόν την γην και τον αβυσσοτόκον πάτον τον υποκάτω των υδάτων της ερυθράς θαλάσσης ευρισκόμενον επεπόλευσεν: ήτοι είδε μίαν φοράν ο Ήλιος όχι δια μέσου των υδάτων της θαλάσσης, ούτω γαρ κάθε ημέραν βλέπει και διαπερνά αυτόν, αλλά είδε και διεπέρασεν αυτόν αμέσως, χωρίς να είναι επάνω νερόν. Πότε δε τον αβυσσοτόκον εκείνον πάτον της ερυθράς είδεν ο Ήλιος; Όταν εσχίσθη η ερυθρά θάλασσα δια της ράβδου του Μωϋσέως, και επέρασαν οι Ισραηλίται τον πάτον αυτής χέρσον και ξηρόν· γέγραπται γαρ ότι το νερόν της ερυθράς εστέκετο μέρος μεν από τα δεξιά των Ισραηλιτών, μέρος δε από τα αριστερά: «Και το ύδωρ αυτοίς τείχος εκ δεξιών, και τείχος εξ ευωνύμων» (Έξ. ιδ: 29). Διατί δε επάγη ωσεί τείχος το ύδωρ και από το ένα μέρος και από το άλλον; Δια χάριν του Ισραηλιτικού λαού, όστις πεζός και με γυμνά πόδια επέρασε την θάλασσαν, και έψαλλε θεαρέστως: «Άσωμεν τω Κυρίω ενδόξως γαρ δεδόξασται» (Έξ. ιε: 1).

Δεν υπάρχουν σχόλια: