Η πίστις εις τον Κύριον Ιησούν και η γνώσις του Κυρίου
Ιησού αποτελούν ουσιαστικήν και αδιάσπαστον ενότητα. Αυτά τα δύο είναι εν εν τη
Εκκλησία. Και ως εν δίδονται δια του Αγίου Πνεύματος δια τα ενάρετα έργα,
πρωτίστως δε δια την ταπεινοφροσύνην. «Ενότης γαρ πίστεως το μη διαφωνείν περί
τα δόγματα. Τούτο γαρ επίγνωσις του Υιού του Θεού, το μη διαφωνείν περί αυτού»
(Οικουμενίου PG. 118, c. 1220C). «Τούτο
γαρ εστιν ενότης πίστεως, όταν πάντες εν ώμεν, όταν πάντες ομοίως τον σύνδεσμον
επιγινώσκωμεν. Μέχρι τότε εργάζεσθαι χρη, ει δια τούτο χάρισμα έλαβες, ίνα
άλλους οικοδομής… Όταν δε πάντες ομοίως πιστεύωμεν, τότε ενότης εστιν» (Ιωάννου
Χρυσοστόμου, Ομ. ΧΙ, 3 PG. 62. C. 83). «Τότε γαρ
η αληθής ενότης της πίστεως, τότε επιγινώσκομεν τον Υιόν του Θεού, όταν και εν
τοις δόγμασιν ορθοδοξώμεν και της αγάπης σύνδεσμον συντηρώμεν. Αγάπη γαρ ο
Χριστός» (Θεοφυλάκτου, PG. 124, c. 1088A). β) Να «καταντήσωμεν εις άνδρα τέλειον». Αλλά τι
είναι ο τέλειος άνθρωπος και τις είναι ο τέλειος άνθρωπος; Μέχρι της εμφανίσεως
του Θεανθρώπου Χριστού επί της γης, οι άνθρωποι δεν εγνώριζον ούτε τι είναι ο
τέλειος άνθρωπος ούτε ποίος είναι ο τέλειος άνθρωπος. Το πνεύμα του ανθρώπου
δεν ήτο ικανόν να επινοήση και να δημιουργήση την εικόνα του τελείου ανθρώπου
ούτε ως επινόησιν και ιδεώδες, ούτε ως πραγματικότητα. Αυτό ήτο και η αιτία των
τόσων περιπλανήσεων εις αναζήτησιν του ιδεώδους ανθρώπου εκ μέρους των πλέον
εκλεκτών στοχαστών του ανθρωπίνου γένους. Δια πρώτην φοράν με την εμφάνισιν του
Θεανθρώπου μεταξύ των ανθρώπων οι άνθρωποι απέκτησαν την επίγνωσιν τι είναι ο
τέλειος άνθρωπος και ποίος είναι ο τέλειος άνθρωπος, διότι Τον είδαν εις την
πραγματικότητα, εν μέσω των. Το ερώτημα είναι: Πως θα φθάσωμεν εμείς «εις άνδρα
τέλειον»; Η μοναδικότης του Μοναδικού έγκειται, ακριβώς, εις το ότι Αυτός και
είναι τέλειος άνθρωπος και έδωκεν εις όλους την δυνατότητα όχι μόνον να έλθουν
με μοναδικόν τρόπον εις επαφήν με τον «τέλειον άνθρωπον», αλλά και να γίνουν
σύσσωμοί Του, κοινωνοί και «μέλη του σώματος αυτού εκ της σαρκός αυτού και εκ
των οστέων αυτού» (Εφ. 5, 30). Πως; Μόνον από κοινού «συν πάσι τοις αγίοις»,
μέσω των αγίων ευαγγελικών αρετών και μέσω της καθολικής και αγίας ζωής της
Εκκλησίας. Διότι η Εκκλησία δεν είναι άλλο παρά ο «τέλειος άνθρωπος» εις την
πορείαν του δι΄ όλων των αιώνων προς την τελικήν πραγμάτωσιν του θείου σχεδίου
περί του κόσμου. Ούτως εδόθη δυνατότης και εις τον ελάχιστον μεταξύ μας, εις
τον πλέον περιφρονημένον και ευτελή να καταντήση από κοινού «συν πάσι τοις
αγίοις» με την βοήθειαν των ευαγγελικών αρετών, εις «άνδρα τέλειον». Ελέχθη
«μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες… εις άνδρα
τέλειον». Τούτο σημαίνει ότι αυτό δεν δίδεται εις τον υπερήφανον απομονωμένον,
αλλ΄ εις τον ταπεινόν «καθολικόν» άνθρωπον, δίδεται δια την κοινωνίαν «συν πάσι
τοις αγίοις». Κάθε χριστιανός ζων «συν πάσι τοις αγίοις» εις το Θεανθρώπινον
σώμα του «τελείου ανδρός», του Χριστού, αποκτά και ο ίδιος την τελειότητα
αυτήν, κατά το μέτρον του κόπου του, γίνεται ο ίδιος τέλειος άνδρας. Ούτως εις
την Εκκλησίαν γίνεται δι΄ έκαστον προσιτόν και πραγματοποιήσιμον εκείνο το
θείον ιδεώδες και ο σκοπός: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν
τοις ουρανοίς τέλειος εστίν» (Ματθ. 5, 48). Ο άγιος Απόστολος εξαίρει με
ιδιάζοντα τρόπον ότι ο σκοπός της Εκκλησίας είναι «ίνα παραστήσωμεν πάντα
άνθρωπον τέλειον εν Χριστώ Ιησού» (Κολ. 1, 28).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου