Του Αγ. Ι. του Χρυσοστόμου
Οι ερωτευμένοι συνηθίζουν να μη κρύβουν τον έρωτά τους, αλλά να τον φανερώνουν στο περιβάλλον τους και να λένε ότι αγαπιούνται. Διότι η φύση της αγάπης είναι κάτι θερμό και η ψυχή δεν ανέχεται να την κρατάει μυστική.
Γι΄ αυτό και ο Παύλος που αγαπούσε τους Κορινθίους έλεγε· το στόμα μας είναι ανοιχτό για σας, Κορίνθιοι. Δηλαδή· να στεγάσω και να κατέχω σιωπώντας την αγάπη δεν μπορώ, αλλά εσάς διαπαντός και παντού και στο μυαλό μου και στη γλώσσα μου σας περιφέρω. Έτσι και ο μακάριος Δαβίδ, που αγαπούσε τον Θεό και φλεγόταν από την αγάπη, δεν ανέχεται να σωπαίνει, αλλά άλλοτε μεν λέει· με τον τρόπο που ποθεί πολύ το ελάφι τα νερά των πηγών, έτσι ποθεί πολύ η ψυχή μου εσένα, Θεέ μου, άλλοτε δε· Θεέ μου, Θεέ μου, προς σε ορθρίζω· σε διψάει η ψυχή μου όπως η γη η άβατη και άνυδρη και έρημη... Επειδή λοιπόν δεν έχει τη δυνατότητα να παραστήσει τον έρωτα με λόγο, τριγυρίζει ζητώντας υπόδειγμα, ώστε έστω και έτσι να μας φανερώσει το φίλτρο και να μας κάνει κοινωνούς του έρωτα. Ας πειστούμε λοιπόν σ΄ αυτόν και ας μάθουμε έτσι να αγαπάμε.
Κι ας μη μου λέει κάποιος· και πως μπορώ να αγαπώ τον Θεό τον οποίο δεν βλέπω; Κι όμως πολλούς που δεν τους βλέπουμε τους αγαπάμε, όπως τους απόδημους φίλους μας η τα παιδιά και τους γονείς, η τους συγγενείς και οικείους· και δεν προκύπτει κανένα εμπόδιο από το ότι δεν τους βλέπουμε, αλλά αυτό κατεξοχήν φουντώνει το φίλτρο, αυξάνει τον πόθο... Δεν βλέπεις τον Θεό, αλλά βλέπεις τα δημιουργήματα, βλέπεις τα έργα του, ουρανό, γη και θάλασσα. Εκείνος μάλιστα που αγαπάει, έστω κι αν δει κάποιο έργο του αγαπημένου προσώπου, έστω παπούτσι, έστω ρούχο, έστω οτιδήποτε άλλο, ζεσταίνεται. Δεν βλέπεις τον Θεό, αλλά βλέπεις τους δούλους του, τους φίλους, τους αγίους άντρες εννοώ, που έχουν παρρησία. Ασχολήσου τώρα με εκείνους και θα λάβεις παρηγοριά όχι τυχαία (Εις τον ΜΑ΄ Ψαλμόν, Migne Ε.Π. 55, σ. 159).
***
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ερμηνεία της Β΄ προς Θεσσαλονικείς:
«Μή τις υμάς εξαπατήσει κατά μηδένα τρόπον ότι εάν μη έλθη η αποστασία πρώτον καί αποκαλυφθή ο άνθρωπος τής αμαρτίας, ο υιός της απωλείας, ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα, ώστε εις τον ναόν του Θεού ως Θεόν καθίσαι, αποδεικνύοντα εαυτόν ότι εστί Θεόν».
Εδώ ομιλεί περί του Aντιχρίστου και aποκαλύπτει μεγάλα μυστήρια. Τι είναι η αποστασία; Τόν ίδιο τον Αντίχριστο ονομάζει αποστασίαν, επειδή πρόκειται να οδηγήση πολλούς εις την απώλειαν και να τοὺς απομακρύνει από την πίστιν, ώστε, λέγει, ει δυνατόν, να σκανδαλισθούν και οι εκλεκτοί… Τον λέγει δε και υιόν της απωλείας, διότι και αυτός πρόκειται να οδηγηθή εις την απώλειαν αλλά θα παρακινήση και άλλους. Ποιός όμως είναι αυτός; Άραγε o Σατανάς; Βεβαίως ;oχι. Αλλά κάποιος άνθρωπος που θα δεχεται όλην την ενέργειαν του. «Και αποκαλυφθή ο άνθρωπος της αμαρτίας, ο υιός της απωλείας, ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα». Διότι δεν θα φέρη μίαν ειδωλολατρικην θρησκείαν, αλλά θα είναι αντίθεος και θα καταλύση όλους τους Θεούς και θα διατάξη να τον προσκυνούν αντί του Θεού, και θα εγκατασταθή στον ναό τού Θεού, όχι μόνον τον εν Ιεροσολύμοις, αλλά και εις όλας τας τοπικάς χριστιανικάς εκκλησίας. Και «αποδεικνύοντα», λέγει, «εαυτόν ότι εστί Θεόν». Δεν είπε ότι θα ονομάζει τον εαυτόν του Θεόν, αλλά ότι θα προσπαθή να αποδείξη ότι είναι Θεός. Διότι και μεγάλα έργα θα κάνη και σημεία θαυμαστά θα επιδείξει…
Γιατί λοιπόν επέτρεψεν o Θεός-θα ρωτήσει κάποιος- να γίνη αυτό το πράγμα και τι είδους θεία οικονομία είναι αυτή;Ποίο δε, θα είναι το κέρδος από την εμφάνισιν εκείνου αφού θα έλθη να μας κακοποιήση; Μην φοβηθείς αγαπητέ, αλλά άκουσε αυτόν που λέγει ότι η εξουσία του θα έχει ισχύν εις αυτούς που πρόκειται να απολεσθούν, οι οποίοι, ακόμη και αν δεν ερχόταν ο Αντίχριστος δεν θα επείθοντο. Ερωτάς λοιπόν ποιό είναι το κέρδος; Ότι θα αποστομωθούν αυτοί ακριβώς που πρόκειται να απωλεσθούν. Έρχεται λοιπόν για να μπορέσουν να ελεγχθούν εκείνοι. Διά να μην έχουν να λέγουν, ότι επειδή ο Χριστός έλεγε ότι είναι Θεός, δι’ αυτό δεν επιστεύσαμε. Επειδή ηκούσαμε ότι ένας είναι ο Θεός, από τον οποίο εδημιουργήθηκαν τα πάντα, δια τούτο δεν επιστέψαμε εις τον Χριστόν. Ο Αντίχριστος λοιπόν θα αναιρέση αυτήν ακριβώς την πρόφασίν των. Διότι όταν θα έλθη εκείνος και θα τον πιστεύουν, αν και δεν θα εντελείται τίποτα το ορθόν, αλλά όλα τα παράνομα, τότε θα αποστομωθούν.
«ανθ'ων γαρ την αγάπην της αληθείας ουκ εδέξαντο εις το σωθήναι αυτους· και διά τούτο πέμψει αυτοίς ο Θεός ενέργειαν πλάνης εις το πιστεύσαι αυτούς τω ψεύδει, ίνα κριθώσι πάντες οι μη πιστεύσαντες τη αληθεία, αλλ' ευδοκήσαντες εν τη αδικία». «Ίνα κριθώσι». Δεν είπε «ίνα κολασθώσι» αλλά «ίνα κριθώσι», δηλ. να κατακριθούν ενώπιον του φοβερού δικαστηρίου, επειδή θα είναι αναπολόγητοι. Η εξουσία του λοιπόν θα έχει ισχύν, λέγει, εις αυτούς που πρόκειται να απολεσθούν. Διά τούτο θα έλθη και ο Ηλίας δια να προφυλλάξη τους πιστούς. Το είπε δε και αυτό ο Χριστός: «Ηλίας έρχεται και αποκαταστήσει πάντα». Δι’ αυτό έχει λεχθή περί τού Ιωάννου ότι ήλθε «εν δυνάμει και πνεύματι Ηλιού» Διότι δεν έκανε ούτε σημεία, όπως ο Ηλίας, ούτε θαύματα. Πώς λοιπόν ήλθε «εν δυνάμει και πνεύματι Ηλιού»; Αυτό σημαίνει ότι ο Ηλίας ερχόμενος θα αναλάβη την ίδιαν διακονίαν. Όπως ακριβώς αυτός ήταν πρόδρομος της πρώτης παρουσίας, έτσι και εκείνος θα είναι πρόδρομος της δευτέρας ενδόξου Αυτού παρουσίας, και διά τούτο δεν απέθανε αλλά διατηρείται.
***
Άνθρωπέ μου, ονομάζεις Πατέρα τον Θεό; Καλά τον ονομάζεις.
Διότι είναι Πατέρας όλων. Αλλά φρόντιζε να πράττεις τα έργα που αρέσουν στον Πατέρα σου. Εάν όμως πράττεις κακά έργα είναι φανερό ότι ονομάζεις πατέρα τον διάβολο. Διότι αυτός είναι που εποπτεύει τα κακά. Γι΄ αυτό φρόντιζε να ξεφεύγεις από αυτόν και να αρέσεις στον αγαθό Πατέρα και δημιουργό σου.
«Αγιασθήτω το όνομά σου».
Τι λοιπόν; δεν είναι Άγιος ο Θεός; Ναι είναι άγιος, αλλά αυτό λες στην προσευχή: Σε μένα να αγιασθεί το όνομά σου, για να δουν οι άνθρωποι τα καλά έργα μου και να δοξάσουν τον Πατέρα και δημιουργό μου.
«Ελθέτω η βασιλεία σου». Τι λοιπόν; δεν είναι ο Θεός βασιλιάς και πρόκειται να έλθει η βασιλεία του; Ναι είναι βασιλιάς όλων, αλλά όπως ακριβώς μια πόλη που περικυκλώθηκε από εχθρούς, ζητά να έλθει ο στρατός του βασιλιά και να την ελευθερώσει, έτσι λοιπόν και εμείς που περικυκλωθήκαμε από τις εχθρικές δυνάμεις και από τις αμαρτίες μας και από τους πονηρούς λογισμούς, ζητάμε να έλθει η βασιλεία του Θεού, να μας ελευθερώσει. Και εξηγώντας με άλλο τρόπο: Επειδή ο προφήτης λέει: «εβασίλεψε ο Θεός στα έθνη» (Ψαλμ. μστ΄ 9) χρησιμοποιώντας τον παρελθόντα χρόνο σαν μέλλοντα, γι΄ αυτό κραυγάζουμε: Ας έλθει η βασιλεία σου, Κύριε, δηλαδή ας έλθουν τα ελέη Σου σε μας.
«Γενηθήτω το θελημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης».
Λέει λοιπόν τα εξής: Κύριε, όπως ακριβώς έγινε το θέλημά σου στον ουρανό, και ζουν όλοι οι άγγελοι με ειρήνη, και δεν υπάρχει ανάμεσά τους κάποιος να σπρώχνει και ο άλλος να του ανταποδίδει σπρώξιμο, ούτε κάποιος να χτυπά κι άλλος να δέχεται το χτύπημα, αλλά όλοι βρίσκονται σε απέραντη ειρήνη, έτσι και σε μας τους ανθρώπους που είμαστε στη γη να γίνει το θέλημά σου. Ώστε όλα τα έθνη με ένα στόμα και με μια καρδιά να δοξάσουμε τον δημιουργό και Σωτήρα μας.
«Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον».
Ζητούμε να λάβουμε τον επιούσιον άρτο. Άρτος όμως της ψυχής είναι ο λόγος του Θεού, όπως είπε κάποιος από τους Αγίους: Παιδί μου, «άνοιγε το στόμα σου για να πεις λόγο Θεού» (Παροιμ. κδ΄ 76 ή λα΄ 8). Και γι΄ αυτό είναι καλό συχνά να μνημονεύουμε τον Θεό παρά να αναπνέουμε.
«Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».
Λέει λοιπόν, το εξής: Και χάρισε τα χρέη μας, δηλαδή, τις αμαρτίες μας και τα φταιξίματά μας, όπως κι εμείς συγχωρούμε όσους από τους αδελφούς μας μας φταίνε κι αμαρτάνουν σ΄ εμάς, και ελεύθερους και δούλους, και όλους όσοι βρίσκονται στην εξουσία μας. Λέγοντας αυτά, άνθρωπέ μου, εάν λοιπόν πράττεις έτσι, κατανόησε ότι είναι φοβερό να πέσουμε ως ένοχοι στα χέρια του ζωντανού Θεού. Και αφού διορθωθείς επέστρεψε προς τον δημιουργό και Κύριο.
«Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού».
Εάν ζητήσει ο Σατανάς να μας κοσκινίσει όπως το σιτάρι, όπως ακριβώς ζήτησε να κοσκινίσει και τους αποστόλους, και όπως ήταν φυσικό απέτυχε, και όπως και την παλιά εποχή και τον Ιώβ, μη δώσεις σ΄ αυτόν εξουσία εναντίον μας. Αλλά, εάν και πονηρός άνθρωπος θελήσει να μας βάλει σε πειρασμό η να μας αδικήσει, μη μας δώσεις στο θέλημά του αλλά σκέπασέ μας κάτω από την σκέπη των φτερών σου.
«Ότι σου εστίν η βασιλεία και η δύναμις».
Κύριε, επειδή είναι δική σου η βασιλεία, μη μας αφήσεις να φοβηθούμε άλλη βασιλεία, ούτε άλλη κυριαρχία, αν και είμαστε άξιοι της κολάσεως, για τις αμαρτίες μας. Εσύ, τιμώρησέ μας με όποιον τρόπο θέλεις, και μη μας παραδώσεις στα χέρια ανθρώπων. Αλλά ας πέσουμε για τιμωρία στα χέρια σου, διότι όπως είναι η μεγαλοσύνη σου, έτσι είναι και το έλεός σου, Πατέρα παντοκράτορα στους αιώνες. Αμήν.
ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΟΥ
Η ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ Η ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
***
«Η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα».
Δεν παραγγέλλει τα σχετικά μόνο με την αγάπη, αλλά τί άλλο; «Ίνα φοβήται τον άνδρα». Η γυναίκα είναι δεύτερη εξουσία. Ας μη ζητά λοιπόν ,ούτε αυτήν την ισοτιμία, διότι βρίσκεται κάτω από εξουσία∙ ούτε εκείνος να την περιφρονή σαν πρόσωπο που βρίσκεται σε υποταγή∙ διότι είναι σώμα, και αν η κεφαλή περιφρονή το σώμα θα καταστραφή μαζί του∙ αλλά σαν αντίρροπο της υπακοής ας προβάλλη την αγάπη. Όπως ακριβώς η κεφαλή, έτσι πρέπει να συμπεριφέρεται και το σώμα. Το σώμα να της δίνη τα χέρια, τα πόδια και όλα τα υπόλοιπα μέλη για να την υπηρετούν, εκείνη πάλι να φροντίζη το σώμα με κάθε αίσθησι που έχει. Τίποτε δεν είναι καλλίτερο από τη συζυγία αυτή.
«Αγάπη και φόβος στη συζυγική ζωή»
Και πώς θα μπορέση να υπάρχη αγάπη, λέγει, όταν υπάρχη φόβος; Τότε προ παντός μπορεί να υπάρξη. Διότι εκείνη που φοβάται και αγαπά, φοβάται την κεφαλή και την αγαπά, εκείνη που αγαπά, φοβάται την κεφαλή και την αγαπά σαν μέλος, επειδή και η κεφαλή είναι μέλος του σώματος. Γι’ αυτό τοποθέτησε τη γυναίκα κάτω από τις διαταγές του άνδρα, και τον άνδρα τον τοποθέτησε παραπάνω από την γυναίκα για να υπάρχη ειρήνη. Διότι όταν υπάρχη ισοτιμία δε θα υπάρχη ποτέ ειρήνη, ούτε πάλι όταν η οικογένεια ακολουθή δημοκρατικές αρχές, ούτε όταν όλοι είναι αρχηγοί∙ αλλά πρέπει να υπάρχη μία εξουσία. Και αυτά βέβαια συμβαίνουν στις περιπτώσεις που οι άνδρες δεν είναι πνευματικοί∙ διότι όταν είναι πνευματικοί οι άνδρες θα υπάρχη ειρήνη. Πέντε χιλιάδες άνθρωποι ήταν και κανένας δεν έλεγε ότι κάτι από τα υπάρχοντα είναι δικό του, αλλά υποτάσσονταν ο ένας στον άλλο. Αυτό είναι απόδειξις της συνέσεως και του φόβου του Θεού. Έδειξε ,λοιπόν, τον τρόπο της αγάπης ,δεν έδειξε όμως τον τρόπο του φόβου.
Και πρόσεχε∙ τον τρόπο της αγάπης τον επεκτείνει διηγούμενος τα σχετικά με τον Χριστό, τα σχετικά με τη δική του σάρκα, τα σχετικά με το «αντί τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα αυτού», τα σχετικά όμως με τον φόβο δεν τα επεκτείνει ακόμη. Γιατί, λοιπόν; Διότι θέλει περισσότερο να επικρατή αυτό που αναφέρεται στην αγάπη. Διότι όταν υπάρχη αγάπη, ακολουθούν όλα τα καλά, όταν όμως υπάρχη ο φόβος οπωσδήποτε δεν ακολουθούν τα άλλα. Εκείνος, βέβαια, που αγαπά τη γυναίκα του, θα τα υπομένη όλα κι αν ακόμη δεν την έχη κάνει πολύ πειθαρχική.
Είναι πολύ δύσκολο και φοβερό πράγμα η ομόνοια, όταν δεν είναι ενωμένοι οι σύζυγοι με την τυραννία της αγάπης∙ ο φόβος όμως αυτό δε θα το κατορθώση εντελώς (πάντως). Γι’ αυτό και ασχολείται περισσότερο με αυτό που είναι ισχυρό. Και φαίνεται η γυναίκα ότι υπερτερεί από τον άνδρα, επειδή διατάχθηκε να φοβάται∙ πραγματικά , βέβαια, υπερτερεί ,διότι ο άνδρας διατάχθηκε το κυριώτερο, δηλαδή το να αγαπά.
Από το βιβλίο: ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων Γ΄
«Ο ΓΑΜΟΣ, Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ»
Έκδοσις:
Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους
Τι, λοιπόν, λέγω, ότι πρέπει να γίνη; Απομάκρυνε από το γάμο όλα τα αισχρά άσματα ,τα σατανικά, τα άσεμνα τραγούδια τη συνεργασία των ακόλαστων νέων και αυτά θα μπορέσουν να συνετίσουν την νύφη. Διότι αμέσως θα μπορέση να σκεφθή μόνη της: Πω πω! ποιος είναι ο άνδρας αυτός; είναι φιλόσοφος, δεν υπολογίζει καθόλου την παρούσα ζωή, με οδήγησε στο σπίτι του για να γεννήσω και να αναθρέψω τα παιδιά, για να φροντίζω το σπίτι! Προκαλούν βέβαια αυτά αηδία στη νύφη; Ναι∙ μέχρι την πρώτη και τη δεύτερη μέρα∙ κατόπιν όμως δε θα είναι, αλλά θα αισθάνεται πολλή μεγάλη ευχαρίστησι, απαλλάσσοντας τον εαυτό της από κάθε υποψία. Διότι ο άνδρας που δεν ανέχθηκε ούτε αυλούς, ούτε χορευτές, ούτε θηλυπρεπή τραγούδια, και αυτά παρά την ευκαιρία του γάμου, πολύ δύσκολα κατόπιν θα δεχθή να κάνη ή να πη κάτι αισχρό.
Μετά από αυτά, όταν απομακρύνης όλα τα του γάμου, αφού την παραλάβης να την διαπαιδαγωγήσης καλά, διώχνοντας τη ντροπαλότητα για αρκετό χρονικό διάστημα, όχι όμως αμέσως. Και αν βέβαια η κόρη είναι ντροπαλή, γνωρίζει να σιωπά σεβόμενη τον άνδρα της και μένοντας με ανοιχτό το στόμα μπροστά σε αυτά που βλέπει και ακούει. Εσύ όμως μη διαλύσης αμέσως αυτή την σεμνότητα, πράγμα που κάνουν οι ακόλαστοι άνδρες, αλλά να την εκβάλλης για αρκετό χρονικό διάστημα∙ από αυτό θα έχης μεγάλο κέρδος. Δε θα σε κατηγορήση γι’ αυτά, ούτε πάλι θα σε κατηγορήση για κείνα που θα διατυπώσης κατόπιν.
***
Ο Παύλος είπε ότι αυτά πρέπει να γίνουν ∙ το πώς όμως πρέπει να γίνουν θα σας πω εγώ. Αυτό θα γίνη, αν περιφρονούμε τα χρήματα, αν έχουμε μόνον ένα σκοπό, δηλαδή την αρετή της ψυχής, αν έχουμε πάντοτε μπροστά μας το φόβο του Θεού. Εκείνο, λοιπόν, που έλεγε, όταν μιλούσε στους δούλους, «Ό,τι αν ποιήση έκαστος αγαθόν ή κακόν, τούτο κομιείται παρά του Κυρίου» (Εφ. 6,8) , το ίδιο ισχύει και εδώ. Να μη αγαπά κανείς, λοιπόν, τόσο πολύ τη γυναίκα του για χάρι της, όσο για χάρι του Χριστού. Αυτό βέβαια εννοούσε και ο Παύλος λέγοντας: «ως τω Κυρίω» ∙ και για τον Κύριο κάμνοντας τα πάντα, έτσι όλα να τα κάνης. Αυτό ας είναι αρκετό να προτρέψη και να πείση και να μην επιτρέψη να υπάρχη κάποια φλυαρία και διχόνοια.
Κανείς πιστός να μη συκοφαντή τον άνδρα στη γυναίκα του∙ αλλ’ ούτε και ο άνδρας να πιστεύη εύκολα αυτά που λέγονται εναντίον της γυναίκας του, ούτε η γυναίκα να ασχολήται εύκολα με τις υποθέσεις του άνδρα, ούτε βέβαια να δίνη αφορμές για υποψίες.
Πες μου, λοιπόν, γιατί χαρίζεις τον εαυτό σου όλη τη μέρα στους φίλους σου και στη γυναίκα σου το βράδυ∙ αλλά και ούτε και έτσι μπορείς να την ενημερώνης και να την κάνης να είναι πάνω από κάθε υποψία;
Και αν ακόμη σε κατηγορή η γυναίκα, να μη στενοχωριέσαι∙ αυτή η ενέργεια της είναι απόδειξις φιλίας, και όχι αφορμή απογνώσεως∙ οι κατηγορίες της είναι απόδειξις φιλίας και θερμής διαθέσεως και φόβου. Διότι φοβάται μήπως κανείς έκλεψε το συζυγικό της κρεβάτι, μήπως κάποιος υπονόμευσε την συζυγική της κλίνη.
Υπάρχει και άλλη απόδειξις μικροψυχίας; Κανένας ας μην έχη υπερβολικές αξιώσεις από τους δούλους, ούτε ο άνδρας από την κόρη, ούτε η γυναίκα από τους υπηρέτες. Διότι αυτά είναι αρκετά να προκαλούν υποψίες.
Θυμήσου, σε παρακαλώ, τους δικαίους εκείνους∙ η Σάρρα η ίδια παρεκάλεσε τον πατριάρχη να πάρη σα γυναίκα του την Άγαρ∙ αυτή, διέταξε, κανένας δε την ανάγκασε, ούτε την επέπληξε ο άνδρας της∙ αλλά, αν έζησε πολλά χρόνια χωρίς παιδιά, προτίμησε ποτέ να μη γίνη πατέρας, παρά να λυπήση τη γυναίκα του.
Ύστερα όμως από όλα αυτά τι λέει η Σάρρα; «Κρίναι ο Θεός ανά μέσον σου και εμού» (Γεν. 16,5) . Άραγε δε θα οργιζόταν ,αν ήταν κάποιος άλλος; δε θα είχε σηκώσει και τα χέρια να την κτυπήση λέγοντας περίπου τα εξής: Τι λέγεις; Εγώ δεν ήθελα να συνέλθω με τη γυναίκα∙ έγινε το δικό σου θέλημα, η δική σου επιθυμία και πάλι κατηγορείς; Εκείνος, όμως δεν είπε τίποτε τέτοιο αλλά τί είπε; «Ιδού η παιδίσκη εν ταις χερσί σου∙ χρω αυτής ως αν αρεστόν σοι η» (Γεν. 16,6) . Παρέδωσε τη σύντροφο της κλίνης του για να μη λυπήση τη Σάρρα. Και αλήθεια, δεν υπάρχει μεγαλύτερη εκδήλωσις συμπαθείας από αυτό.
Εάν ,βέβαια, το να καθίση κάποιος μαζί με άλλους για φαγητό ,θεωρείται ακόμη και στους ληστές απόδειξις της ενότητος κατά των αντιπάλων, (και ο Ψαλμωδός λέγει «ος επί το αυτό εγλύκανάς μοι εδέσματα (Ψαλμ.54, 15 ) ∙ το να γίνουν στο εξής ένα σώμα- διότι αυτό σημαίνει το να γίνη σύντροφος της κλίνης∙ είναι πολύ περισσότερο ικανό να φέρη ομοψυχία. Τίποτε όμως από αυτά δεν μπόρεσε να καταβάλλη τον δίκαιο Αβραάμ, αλλά την παρέδωσε στη γυναίκα του, αποδεικνύοντας ότι δεν έγινε κάτι από δική του υπαιτιότητα∙ και το σπουδαιότερο , βέβαια, την έδιωξε, ενώ ήταν έγκυος.
Ποιός θα μπορούσε να μη λυπηθή εκείνην που κυοφόρησε παιδί από τον Αβραάμ; Αλλ’ ο δίκαιος δε συγκινήθηκε, διότι πάνω απ΄ όλα είχε την αγάπη προς τη γυναίκα του.
Ας μιμούμαστε και μεις τον Αβραάμ. Κανείς ας μη χλευάζη τη φτώχεια του πλησίον∙ κανείς ας μην επιθυμή υπερβολικά χρήματα, και λύθηκαν όλα. Ούτε να λέγη η γυναίκα στον άνδρα της∙ άνανδρε και δειλέ, είσαι πολύ απρόθυμος και τεμπέλης και αγαπάς υπερβολικά τον ύπνο∙ ο τάδε και ο τάδε, αν και ταπεινός αν και κατάγεται από ταπεινούς γονείς ,κινδύνεψε και ξενιτεύθηκε και δημιούργησε μεγάλη περιουσία και η γυναίκα του φοράει χρυσά κοσμήματα και κάθεται πάνω σε ζευγάρι από άσπρα άλογα, γυρίζει παντού και έχει πλήθος από υπηρέτες και ευνούχους∙ εσύ όμως έχασες εντελώς το ηθικό σου και ζης χωρίς σκοπό. Ας μη τα λέγη αυτά η γυναίκα, καθώς και τα παρόμοια, διότι είναι σώμα, όχι για να δίνη διαταγές στην κεφαλή, αλλά για να πείθεται και να κάνη υπακοή. Πώς λοιπόν, λέγει, θα υποφέρη τη φτώχεια, από πού θα βρη παρηγοριά; Ας ξεχωρίζη μόνη της τις φτωχότερες∙ ας σκέφτεται πάλι, πόσες ευγενικές κοπέλλες και καταγόμενες από πλούσιες οικογένειες, όχι μόνον δεν πήραν τίποτε από τους άνδρες τους, αλλά επί πλέον έδωσαν και ξόδεψαν όλα τα δικά τους ∙ ας θυμάται τους κινδύνους που προκαλούν τα πλούτη αυτού του είδους και θα παραδεχθή τον ήσυχο τρόπο της ζωής. Και με λίγα λόγια, αν συμπεριφέρεται με αγάπη προς τον άνδρα της, δε θα πη τίποτε τέτοιο, αλλά θα προτιμήση να τον έχη κοντά της, χωρίς να φέρη τίποτε, παρά να φέρη χιλιάδες τάλαντα χρυσού, και η ίδια να επωμισθή όλες τις φροντίδες μιας τέτοιας αποδημίας.
Αλλ’ ούτε ο άνδρας να παρασύρεται και να βρίζη και να κτυπά τη γυναίκα του, επειδή έχει την εξουσία, αλλά να τη συμβουλεύη, να τη νουθετή, σαν ατελέστερη που είναι να την καταπείθη με τα λόγια και ποτέ να μη σηκώνη χέρι για να την κτυπήση∙ αυτά δεν αρμόζουν σε ψυχή ελεύθερη∙ να μη χρησιμοποιή ούτε ύβρεις, ούτε προσβολές, ούτε επιπλήξεις, αλλά να την κατευθύνη σαν πλάσμα με λιγότερες ικανότητες.
Πώς θα γίνη αυτό; Αν της μαθαίνη τον αληθινό πλούτο, τη φιλοσοφία των ουρανών, δε θα την κατηγορήση καθόλου γι’ αυτά. Ας την διδάσκη ότι η φτώχεια δεν είναι καθόλου κακό∙ ας την διδάσκη όχι μόνον με λόγια αλλά και με έργα∙ ας τη διδάσκη να περιφρονή τη δόξα, και τίποτε τέτοιο δε θα αγαπήση η γυναίκα, ούτε θα επιθυμήση. Και σα να δέχεται άγαλμα, έτσι από το βράδυ εκείνο που θα τη δέχεται στο δωμάτιό του, ας τη διδάσκη την σωφροσύνη, την καλωσύνη, που είναι απαραίτητη για να ζήση με σεμνότητα∙ αμέσως από την αρχή και από αυτά ακόμη τα πρόθυρα της συζυγικής ζωής να καταβάλλη την αγάπη στα χρήματα∙ και να της διδάσκη την ευσέβεια και να την συμβουλεύη να μη φορά χρυσά κοσμήματα στα αυτιά της και στα μάγουλα και γύρω από το λαιμό της, ούτε να τα έχη φυλαγμένα στο θάλαμο, ούτε να έχη πολυτελή και χρυσά ενδύματα∙ ας είναι ωραία τα κοσμήματά της, να μην είναι όμως προκλητικά∙ αφού τα αφήσης όμως όλα για τους ηθοποιούς, στόλιζε το σπίτι με πολλή κοσμιότητα, για να αναδίδη σωφροσύνη μάλλον, παρά κάποια άλλη ευωδία. Από αυτά θα προκύψουν και δύο και τρία καλά∙ πρώτα δε θα θλίβεται η νύφη, όταν καταστραφούν τα δωμάτια και αποστέλλωνται στον καθένα τα ιμάτια και τα χρυσά κοσμήματα και τα αργυρά σκεύη∙ δεύτερον δε θα φροντίση ο νυμφίος για την απώλειά τους και για την ασφάλεια εκείνων που τα προμηθεύτηκε. Τρίτον, που είναι και το καλλίτερο και το σπουδαιότερο, θα αποδείξη από αυτά τα ίδια τη διάθεσί του, ότι δηλαδή, δε χαίρεται με κανένα από αυτά, και ότι θα καταργήση και όλα τα υπόλοιπα και δε θα επιτρέψη ποτέ να γίνουν ούτε άσεμνοι χοροί, ούτε τραγούδια.
Από το βιβλίο: ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων Γ΄
«Ο ΓΑΜΟΣ, Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ»
Έκδοσις:
Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους
***
Βλέπεις; Δεν το θεωρούσε ασφαλές να το αφήση στο σπίτι και να μεταβή στο ναό∙ διότι από τη στιγμή που της δόθηκε το δώρο, δεν ανεχόταν να εμφανισθή χωρίς δώρο. Να το οδηγήση πάλι στο ναό και έπειτα να το πάρη και να φύγη, φοβόταν. Γι’ αυτό περίμενε τόσο χρόνο, για να εμφανισθή μαζί με το δώρο. Και το οδήγησε και το άφησε και δεν δυσανασχέτησε εκείνο που αποχωρίστηκε από τη θηλή∙ γνωρίζετε πώς συνήθως δυσανασχετούν τα παιδιά, όταν παύουν να θηλάζουν. Όμως αυτό δε δυσανασχετούσε, ούτε όταν χωριζόταν από τη μητέρα του, αλλά έβλεπε προς το Δεσπότη, ο οποίος έκανε και εκείνη μητέρα και ούτε αυτή πονούσε καθώς αποχωριζόταν το παιδί της∙ διότι μεσολαβώντας η χάρις νίκησε τη φυσική συμπάθεια και νόμιζαν ότι βρισκόταν μαζί. Και όπως η Κληματαριά που έχει φυτευθεί σε κάποιο τόπο, απλώνει τόσο πολύ μακριά τις κληματόβεργες, και μολονότι το σταφύλι είναι κρεμασμένο σε μεγάλη απόσταση συνδέεται με τη ρίζα, έτσι ακριβώς συνέβηκε και με τη γυναίκα αυτή. Διότι ενώ διέμεινε στην πόλι άπλωνε το κλήμα της μέχρι το ναό, και εκεί κρέμασε ώριμο το σταφύλι της και η απόστασις του τόπου δεν εμπόδισε καθόλου, διότι η αγάπη του Θεού ένωνε το παιδί με τη μητέρα του. Διότι, αν και η ηλικία του ήταν ακόμη ανώριμη ,ήταν όμως ώριμη η αρετή του, και σε αυτούς που πήγαιναν στο ναό, γινόταν δάσκαλος της θεοσεβείας. Διότι ρωτώντας από περιέργεια και μαθαίνοντας τον τρόπο της γεννήσεώς του, έπαιρναν αρκετή παρηγοριά, δηλαδή ελπίδα στον Θεό.
(Περί Άννης, Γ΄ΕΠΕ 8Α, 72-74. PG 54,555 )
Κάνε τον εαυτό σου βασιλικό
Και συ, λοιπόν, γυναίκα, αυτήν να μιμηθής και αν είσαι στείρα, παρουσίασε τέτοια προσευχή και παρεκάλεσε τον ιερέα να σε βοηθήση με τη μεσιτεία του. Οπωσδήποτε, αν δεχθής με πίστι τα λόγια, η ευλογία των πατέρων θα καταλήξη σε καλό και ωραίο καρπό. Αν πάλι γίνης μητέρα, αφιέρωσε και συ το γυιό σου. Εκείνη τον οδήγησε στο ναό, εσύ κάνε τον εαυτό σου ναό βασιλικό. Διότι λέει: «Το σώμα υμών ναός του εν υμίν αγίου Πνεύματος εστι» ( Α΄ Κορ. 6, 19 ) .
Και πάλι∙ «ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω» ( Β΄ Κορ. 6,16 ) .
Από το βιβλίο: ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων Γ΄
«Ο ΓΑΜΟΣ, Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ»
Έκδοσις:
Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους
***
Αυτά μπορούν να το κάνουν και ο φτωχός και ο πλούσιος . Αυτά δεν τα μαθαίνει κανείς από το δάσκαλο, ούτε από κάποια τέχνη, αλλά με τα θεία λόγια. Μη φροντίζης να ζήση εδώ πολλά χρόνια, αλλά να ζήσης εκεί την αιώνια και ατέλειωτη ζωή.
Από το βιβλίο: ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων Γ΄
«Ο ΓΑΜΟΣ, Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ»
Έκδοσις:
Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους
***
Σήμερα η Βηθλεέμ έγινε όμοια με τον ουρανό, αφού εμφανίστηκαν σ΄ αυτήν αντί για αστέρια άγγελοι που ανυμνούν το Θεό, και δέχτηκε με τρόπο θαυμαστό στο χώρο της όχι το φυσικό ήλιο, αλλά τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις πως έγινε αυτό. Γιατί εκεί όπου εκδηλώνεται η θέληση του Θεού, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Θέλησε λοιπόν ο Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε από τους ουρανούς και έσωσε τον άνθρωπο, γιατί τα πάντα υπακούουν στο Θεό. Σήμερα γεννιέται ο αιώνιος και γίνεται εκείνο που δεν ήταν. Ενώ δηλαδή ήταν Θεός, γίνεται άνθρωπος, χωρίς να παύσει να είναι Θεός. Δεν έχασε δηλαδή τις θεϊκές του ιδιότητες για να γίνει άνθρωπος, ούτε πάλι άλλαξε κι από άνθρωπος έγινε Θεός. Αλλά ενώ ήταν Θεός Λόγος, χωρίς να πάθει τίποτε, προσέλαβε την ανθρώπινη σάρκα, και η θεία φύση παρέμεινε αμετάβλητη.
Και όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν παραδεχόντουσαν την παράδοξη γέννησή του και οι μεν Φαρισαίοι παρερμήνευαν τις θείες Γραφές, οι δε Γραμματείς δίδασκαν τα αντίθετα του μωσαϊκού νόμου. Ο Ηρώδης γύρευε το νεογέννητο, όχι για να του προσφέρει τιμές, μα για να το σκοτώσει. Γιατί έβλεπαν ότι σήμερα τα πράγματα ήρθαν αντίθετα προς τις προσδοκίες τους. Γιατί όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «δεν έγιναν αυτά κρυφά από τα παιδιά τους και θα γίνουν γνωστά και στις επερχόμενες γενεές».
Προσήλθαν λοιπόν βασιλείς να δουν με θαυμασμό το Βασιλιά των ουρανών και απορούσαν πως ήρθε στη γη χωρίς αγγέλους και αρχαγγέλους και θρόνους και κυριότητες και δυνάμεις και εξουσίες, και πέρασε από δρόμο παράξενο και απάτητο, δηλαδή από σπλάχνα παρθενικά, χωρίς να παύσει να επιστατεί τους αγγέλους Του και χωρίς να χάσει τις θεϊκές του ιδιότητες έγινε άνθρωπος και ήρθε κοντά μας. Βασιλείς λοιπόν ήρθαν να προσκυνήσουν τον ένδοξο Βασιλιά των ουρανών, στρατιώτες να υπηρετήσουν τον αρχιστράτηγο των ουρανίων δυνάμεων, γυναίκες να προσκυνήσουν Εκείνον που γεννήθηκε από γυναίκα, για να μετατρέψει σε χαρά τις λύπες της γυναίκας. Ήρθαν παρθένοι στον υιό της Παρθένου κι απορούσαν πως ο δημιουργός των μητρικών μαστών και του γάλακτος, Εκείνος που κάνει τους μαστούς να βγάζουν μόνοι τους άφθονο γάλα, πως έφαγε παιδική τροφή από μητέρα Παρθένο. Ήρθαν τα νήπια σ΄ Εκείνον που έγινε νήπιο για να συντεθεί ύμνος στον Κύριο από νήπια που ακόμα θηλάζουν. Ήρθαν παιδιά προς το Παιδί που τα έκανε μάρτυρες Του εξαιτίας της θηριωδίας του Ηρώδη. Ήρθαν οι άνδρες σ΄ Εκείνον που έγινε άνθρωπος και θεράπευσε τις ταλαιπωρίες των δούλων Του. Ήρθαν ποιμένες στον καλό Ποιμένα που θυσιάζεται για να σώσει τα πρόβατά Του. Ήρθαν ιερείς σ΄ Εκείνον που έγινε Αρχιερέας κατά σειρά διαδοχής από τον Μελχισεδέκ. Ήρθαμε οι δούλοι σ΄ Εκείνον που έλαβε δούλου μορφή, για να μετατρέψει σε ελευθερία τη δουλεία μας. Ήρθαν οι ψαράδες σ΄ Εκείνον που τους μετέτρεψε από απλούς ψαράδες σε ψαράδες ανθρώπων. Ήρθαν τελώνες σ΄ Εκείνον που ανέδειξε έναν από τους τελώνες σε ευαγγελιστή. Ήρθαν οι πόρνες σ΄ Εκείνον που άφησε τα πόδια Του να τα βρέξει με τα δάκρυά της η πόρνη. Και για να μιλήσω με συντομία, όλοι οι αμαρτωλοί ήρθαν να δουν τον Αμνό του Θεού που σήκωσε πάνω Του την αμαρτία όλου του κόσμου, οι ταπεινοί μάγοι, οι ποιμένες που τον τίμησαν, οι τελώνες που κήρυξαν το Ευαγγέλιο, οι πόρνες που του πρόσφεραν μύρα, η Σαμαρείτιδα που επιθυμούσε να γευθεί νερό από την πηγή της ζωής, η Χαναναία που είχε ακλόνητη πίστη.
Αφού λοιπόν όλοι πανηγυρίζουν χαρούμενοι, κι εγώ επιθυμώ να σκιρτήσω, και να χορέψω και να πανηγυρίσω. Χορεύω χωρίς να παίζω κιθάρα, χωρίς να κινώ κλάδους κισσού, χωρίς να κρατάω αυλό, χωρίς να κρατάω αναμμένες λαμπάδες, αλλά κρατώντας στα χέρια μου αντί για μουσικά όργανα, τα σπάργανα του Χριστού. Γιατί αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά είναι η ζωή, αυτά είναι η σωτηρία μου αυτά είναι για μένα αυλός και κιθάρα. Γι΄ αυτό τα έχω μαζί μου, για να μου δώσουν με τη δική τους δύναμη την ικανότητα να πω μαζί με τους αγγέλους: «Δόξα στον ύψιστο Θεό», και μαζί με τους ποιμένες: «και ας επικρατήσει στη γη η ειρήνη και στους ανθρώπους η αγάπη».
Πηγή : Ορθόδοξη Χριστιανική Γωνιά.
Οι ερωτευμένοι συνηθίζουν να μη κρύβουν τον έρωτά τους, αλλά να τον φανερώνουν στο περιβάλλον τους και να λένε ότι αγαπιούνται. Διότι η φύση της αγάπης είναι κάτι θερμό και η ψυχή δεν ανέχεται να την κρατάει μυστική.
Γι΄ αυτό και ο Παύλος που αγαπούσε τους Κορινθίους έλεγε· το στόμα μας είναι ανοιχτό για σας, Κορίνθιοι. Δηλαδή· να στεγάσω και να κατέχω σιωπώντας την αγάπη δεν μπορώ, αλλά εσάς διαπαντός και παντού και στο μυαλό μου και στη γλώσσα μου σας περιφέρω. Έτσι και ο μακάριος Δαβίδ, που αγαπούσε τον Θεό και φλεγόταν από την αγάπη, δεν ανέχεται να σωπαίνει, αλλά άλλοτε μεν λέει· με τον τρόπο που ποθεί πολύ το ελάφι τα νερά των πηγών, έτσι ποθεί πολύ η ψυχή μου εσένα, Θεέ μου, άλλοτε δε· Θεέ μου, Θεέ μου, προς σε ορθρίζω· σε διψάει η ψυχή μου όπως η γη η άβατη και άνυδρη και έρημη... Επειδή λοιπόν δεν έχει τη δυνατότητα να παραστήσει τον έρωτα με λόγο, τριγυρίζει ζητώντας υπόδειγμα, ώστε έστω και έτσι να μας φανερώσει το φίλτρο και να μας κάνει κοινωνούς του έρωτα. Ας πειστούμε λοιπόν σ΄ αυτόν και ας μάθουμε έτσι να αγαπάμε.
Κι ας μη μου λέει κάποιος· και πως μπορώ να αγαπώ τον Θεό τον οποίο δεν βλέπω; Κι όμως πολλούς που δεν τους βλέπουμε τους αγαπάμε, όπως τους απόδημους φίλους μας η τα παιδιά και τους γονείς, η τους συγγενείς και οικείους· και δεν προκύπτει κανένα εμπόδιο από το ότι δεν τους βλέπουμε, αλλά αυτό κατεξοχήν φουντώνει το φίλτρο, αυξάνει τον πόθο... Δεν βλέπεις τον Θεό, αλλά βλέπεις τα δημιουργήματα, βλέπεις τα έργα του, ουρανό, γη και θάλασσα. Εκείνος μάλιστα που αγαπάει, έστω κι αν δει κάποιο έργο του αγαπημένου προσώπου, έστω παπούτσι, έστω ρούχο, έστω οτιδήποτε άλλο, ζεσταίνεται. Δεν βλέπεις τον Θεό, αλλά βλέπεις τους δούλους του, τους φίλους, τους αγίους άντρες εννοώ, που έχουν παρρησία. Ασχολήσου τώρα με εκείνους και θα λάβεις παρηγοριά όχι τυχαία (Εις τον ΜΑ΄ Ψαλμόν, Migne Ε.Π. 55, σ. 159).
***
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ερμηνεία της Β΄ προς Θεσσαλονικείς:
«Μή τις υμάς εξαπατήσει κατά μηδένα τρόπον ότι εάν μη έλθη η αποστασία πρώτον καί αποκαλυφθή ο άνθρωπος τής αμαρτίας, ο υιός της απωλείας, ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα, ώστε εις τον ναόν του Θεού ως Θεόν καθίσαι, αποδεικνύοντα εαυτόν ότι εστί Θεόν».
Εδώ ομιλεί περί του Aντιχρίστου και aποκαλύπτει μεγάλα μυστήρια. Τι είναι η αποστασία; Τόν ίδιο τον Αντίχριστο ονομάζει αποστασίαν, επειδή πρόκειται να οδηγήση πολλούς εις την απώλειαν και να τοὺς απομακρύνει από την πίστιν, ώστε, λέγει, ει δυνατόν, να σκανδαλισθούν και οι εκλεκτοί… Τον λέγει δε και υιόν της απωλείας, διότι και αυτός πρόκειται να οδηγηθή εις την απώλειαν αλλά θα παρακινήση και άλλους. Ποιός όμως είναι αυτός; Άραγε o Σατανάς; Βεβαίως ;oχι. Αλλά κάποιος άνθρωπος που θα δεχεται όλην την ενέργειαν του. «Και αποκαλυφθή ο άνθρωπος της αμαρτίας, ο υιός της απωλείας, ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα». Διότι δεν θα φέρη μίαν ειδωλολατρικην θρησκείαν, αλλά θα είναι αντίθεος και θα καταλύση όλους τους Θεούς και θα διατάξη να τον προσκυνούν αντί του Θεού, και θα εγκατασταθή στον ναό τού Θεού, όχι μόνον τον εν Ιεροσολύμοις, αλλά και εις όλας τας τοπικάς χριστιανικάς εκκλησίας. Και «αποδεικνύοντα», λέγει, «εαυτόν ότι εστί Θεόν». Δεν είπε ότι θα ονομάζει τον εαυτόν του Θεόν, αλλά ότι θα προσπαθή να αποδείξη ότι είναι Θεός. Διότι και μεγάλα έργα θα κάνη και σημεία θαυμαστά θα επιδείξει…
Γιατί λοιπόν επέτρεψεν o Θεός-θα ρωτήσει κάποιος- να γίνη αυτό το πράγμα και τι είδους θεία οικονομία είναι αυτή;Ποίο δε, θα είναι το κέρδος από την εμφάνισιν εκείνου αφού θα έλθη να μας κακοποιήση; Μην φοβηθείς αγαπητέ, αλλά άκουσε αυτόν που λέγει ότι η εξουσία του θα έχει ισχύν εις αυτούς που πρόκειται να απολεσθούν, οι οποίοι, ακόμη και αν δεν ερχόταν ο Αντίχριστος δεν θα επείθοντο. Ερωτάς λοιπόν ποιό είναι το κέρδος; Ότι θα αποστομωθούν αυτοί ακριβώς που πρόκειται να απωλεσθούν. Έρχεται λοιπόν για να μπορέσουν να ελεγχθούν εκείνοι. Διά να μην έχουν να λέγουν, ότι επειδή ο Χριστός έλεγε ότι είναι Θεός, δι’ αυτό δεν επιστεύσαμε. Επειδή ηκούσαμε ότι ένας είναι ο Θεός, από τον οποίο εδημιουργήθηκαν τα πάντα, δια τούτο δεν επιστέψαμε εις τον Χριστόν. Ο Αντίχριστος λοιπόν θα αναιρέση αυτήν ακριβώς την πρόφασίν των. Διότι όταν θα έλθη εκείνος και θα τον πιστεύουν, αν και δεν θα εντελείται τίποτα το ορθόν, αλλά όλα τα παράνομα, τότε θα αποστομωθούν.
«ανθ'ων γαρ την αγάπην της αληθείας ουκ εδέξαντο εις το σωθήναι αυτους· και διά τούτο πέμψει αυτοίς ο Θεός ενέργειαν πλάνης εις το πιστεύσαι αυτούς τω ψεύδει, ίνα κριθώσι πάντες οι μη πιστεύσαντες τη αληθεία, αλλ' ευδοκήσαντες εν τη αδικία». «Ίνα κριθώσι». Δεν είπε «ίνα κολασθώσι» αλλά «ίνα κριθώσι», δηλ. να κατακριθούν ενώπιον του φοβερού δικαστηρίου, επειδή θα είναι αναπολόγητοι. Η εξουσία του λοιπόν θα έχει ισχύν, λέγει, εις αυτούς που πρόκειται να απολεσθούν. Διά τούτο θα έλθη και ο Ηλίας δια να προφυλλάξη τους πιστούς. Το είπε δε και αυτό ο Χριστός: «Ηλίας έρχεται και αποκαταστήσει πάντα». Δι’ αυτό έχει λεχθή περί τού Ιωάννου ότι ήλθε «εν δυνάμει και πνεύματι Ηλιού» Διότι δεν έκανε ούτε σημεία, όπως ο Ηλίας, ούτε θαύματα. Πώς λοιπόν ήλθε «εν δυνάμει και πνεύματι Ηλιού»; Αυτό σημαίνει ότι ο Ηλίας ερχόμενος θα αναλάβη την ίδιαν διακονίαν. Όπως ακριβώς αυτός ήταν πρόδρομος της πρώτης παρουσίας, έτσι και εκείνος θα είναι πρόδρομος της δευτέρας ενδόξου Αυτού παρουσίας, και διά τούτο δεν απέθανε αλλά διατηρείται.
***
Ερμηνεία στο «Πάτερ ημών»:
«Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς».Άνθρωπέ μου, ονομάζεις Πατέρα τον Θεό; Καλά τον ονομάζεις.
Διότι είναι Πατέρας όλων. Αλλά φρόντιζε να πράττεις τα έργα που αρέσουν στον Πατέρα σου. Εάν όμως πράττεις κακά έργα είναι φανερό ότι ονομάζεις πατέρα τον διάβολο. Διότι αυτός είναι που εποπτεύει τα κακά. Γι΄ αυτό φρόντιζε να ξεφεύγεις από αυτόν και να αρέσεις στον αγαθό Πατέρα και δημιουργό σου.
«Αγιασθήτω το όνομά σου».
Τι λοιπόν; δεν είναι Άγιος ο Θεός; Ναι είναι άγιος, αλλά αυτό λες στην προσευχή: Σε μένα να αγιασθεί το όνομά σου, για να δουν οι άνθρωποι τα καλά έργα μου και να δοξάσουν τον Πατέρα και δημιουργό μου.
«Ελθέτω η βασιλεία σου». Τι λοιπόν; δεν είναι ο Θεός βασιλιάς και πρόκειται να έλθει η βασιλεία του; Ναι είναι βασιλιάς όλων, αλλά όπως ακριβώς μια πόλη που περικυκλώθηκε από εχθρούς, ζητά να έλθει ο στρατός του βασιλιά και να την ελευθερώσει, έτσι λοιπόν και εμείς που περικυκλωθήκαμε από τις εχθρικές δυνάμεις και από τις αμαρτίες μας και από τους πονηρούς λογισμούς, ζητάμε να έλθει η βασιλεία του Θεού, να μας ελευθερώσει. Και εξηγώντας με άλλο τρόπο: Επειδή ο προφήτης λέει: «εβασίλεψε ο Θεός στα έθνη» (Ψαλμ. μστ΄ 9) χρησιμοποιώντας τον παρελθόντα χρόνο σαν μέλλοντα, γι΄ αυτό κραυγάζουμε: Ας έλθει η βασιλεία σου, Κύριε, δηλαδή ας έλθουν τα ελέη Σου σε μας.
«Γενηθήτω το θελημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης».
Λέει λοιπόν τα εξής: Κύριε, όπως ακριβώς έγινε το θέλημά σου στον ουρανό, και ζουν όλοι οι άγγελοι με ειρήνη, και δεν υπάρχει ανάμεσά τους κάποιος να σπρώχνει και ο άλλος να του ανταποδίδει σπρώξιμο, ούτε κάποιος να χτυπά κι άλλος να δέχεται το χτύπημα, αλλά όλοι βρίσκονται σε απέραντη ειρήνη, έτσι και σε μας τους ανθρώπους που είμαστε στη γη να γίνει το θέλημά σου. Ώστε όλα τα έθνη με ένα στόμα και με μια καρδιά να δοξάσουμε τον δημιουργό και Σωτήρα μας.
«Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον».
Ζητούμε να λάβουμε τον επιούσιον άρτο. Άρτος όμως της ψυχής είναι ο λόγος του Θεού, όπως είπε κάποιος από τους Αγίους: Παιδί μου, «άνοιγε το στόμα σου για να πεις λόγο Θεού» (Παροιμ. κδ΄ 76 ή λα΄ 8). Και γι΄ αυτό είναι καλό συχνά να μνημονεύουμε τον Θεό παρά να αναπνέουμε.
«Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».
Λέει λοιπόν, το εξής: Και χάρισε τα χρέη μας, δηλαδή, τις αμαρτίες μας και τα φταιξίματά μας, όπως κι εμείς συγχωρούμε όσους από τους αδελφούς μας μας φταίνε κι αμαρτάνουν σ΄ εμάς, και ελεύθερους και δούλους, και όλους όσοι βρίσκονται στην εξουσία μας. Λέγοντας αυτά, άνθρωπέ μου, εάν λοιπόν πράττεις έτσι, κατανόησε ότι είναι φοβερό να πέσουμε ως ένοχοι στα χέρια του ζωντανού Θεού. Και αφού διορθωθείς επέστρεψε προς τον δημιουργό και Κύριο.
«Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού».
Εάν ζητήσει ο Σατανάς να μας κοσκινίσει όπως το σιτάρι, όπως ακριβώς ζήτησε να κοσκινίσει και τους αποστόλους, και όπως ήταν φυσικό απέτυχε, και όπως και την παλιά εποχή και τον Ιώβ, μη δώσεις σ΄ αυτόν εξουσία εναντίον μας. Αλλά, εάν και πονηρός άνθρωπος θελήσει να μας βάλει σε πειρασμό η να μας αδικήσει, μη μας δώσεις στο θέλημά του αλλά σκέπασέ μας κάτω από την σκέπη των φτερών σου.
«Ότι σου εστίν η βασιλεία και η δύναμις».
Κύριε, επειδή είναι δική σου η βασιλεία, μη μας αφήσεις να φοβηθούμε άλλη βασιλεία, ούτε άλλη κυριαρχία, αν και είμαστε άξιοι της κολάσεως, για τις αμαρτίες μας. Εσύ, τιμώρησέ μας με όποιον τρόπο θέλεις, και μη μας παραδώσεις στα χέρια ανθρώπων. Αλλά ας πέσουμε για τιμωρία στα χέρια σου, διότι όπως είναι η μεγαλοσύνη σου, έτσι είναι και το έλεός σου, Πατέρα παντοκράτορα στους αιώνες. Αμήν.
***
Γάμος
«Δεν διαβάσατε ότι από την αρχή ο Δημιουργός τους έπλασε άντρα και γυναίκα; Και είπε: Γι΄ αυτόν τον λόγο θα εγκαταλείπει ο άντρας τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα ενώνεται με τη γυναίκα του (Γεν. 2,24)... Πρόσεξε, μάλιστα, ότι αυτό δεν το υποστήριζε μόνο από τη δημιουργία, αλλά και από την εντολή του. Διότι δεν είπε μόνο ότι έπλασε έναν άντρα και μια γυναίκα, αλλ΄ ότι διέταξε και τούτο· το να ενώνεται δηλαδή ο άντρας με τη γυναίκα. Αν όμως στις προθέσεις του ήταν να αφήνει τη γυναίκα και να παίρνει άλλη, θα έπλαθε έναν άντρα αλλά πολλές γυναίκες. Τώρα κι από τον τρόπο της δημιουργίας και τον τρόπο της νομοθεσίας έδειξε ο Θεός ότι ένας άντρας πρέπει να ζει μαζί με μια γυναίκα διαρκώς και να μη χωρίζουν ποτέ...
Και δε νομοθέτησε απλά να πηγαίνει ο άντρας προς τη γυναίκα αλλά και να ενώνεται, φανερώνοντας με τη διατύπωση αυτή το αδιάσπαστο [της σχέσης]. Και δεν αρκέστηκε μόνο σ΄ αυτό, αλλά επεδίωξε και άλλη στενότερη επαφή· γιατί είπε: "θα γίνουν οι δύο σάρκα μία" (ένα σώμα)... Όπως λοιπόν το να κομματιάσεις ένα σώμα είναι οδυνηρό, έτσι και το να χωρίσεις γυναίκα είναι αντίθετο στο νόμο του Θεού. Και δεν σταμάτησε μέχρι εδώ, αλλά και τον Θεό επικαλέστηκε να λέει: Ότι ο Θεός συνένωσε, δεν πρέπει να το χωρίζει άνθρωπος» - Ματθ. 19,6 (Υπόμνημα εις τον άγιον Ματθαίον..., ΚΒ΄, Migne Ε.Π. 58, σ. 597).
«Όταν ανάμεσα στη γυναίκα και τον άντρα υπάρχει ομόνοια και ειρήνη και σύνδεσμος αγάπης, εκεί μαζεύονται όλα τα αγαθά και γίνονται απρόσβλητοι από κάθε κίνδυνο, σα να είναι με κάποιο μεγάλο και απόρθητο τείχος προστατευμένοι, δηλαδή με την κατά Θεόν ομόνοια» (Σάρρα δε, η γυνή Άβραμ..., ΛΗ΄, Migne Ε.Π. 53, σ. 360).
***
Η ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ, ΑΛΛ΄ ΟΧΙ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ
Είναι δηλαδή δυνατόν να υπάρχει γνώση και μέσα στην άγνοια, καθώς επίσης και άγνοια μέσα στην γνώση κι΄ αν θέλετε, ας το εξετάσουμε αυτό στα αισθητά πράγματα. Λοιπόν πες μου, αν κάποιος λέει, ότι μπορεί να μετρήσει τη θάλασσα και ότι γνωρίζει πόσα κύπελλα νερό έχει, άραγε αυτός δεν είναι προ πάντων που αγνοεί, τί τέλος πάντων είναι η θάλασσα; Ενώ εκείνος που λέει, ότι δεν την γνωρίζει, αλλά υποστηρίζει ότι είναι άπειρο το μέγεθος της, αυτός κατ΄ εξοχήν είναι εκείνος που γνωρίζει, τί τέλος πάντων είναι η θάλασσα. Τί δε συμβαίνει με την περίπτωση του θεού; Αν πει κάποιος είδα τον Θεό και Τον αντιλήφθηκα με τα μάτια μου, άραγε δεν είναι αυτός που κατ΄ εξοχήν αγνοεί το Θεό, αφού λέει ότι είναι ορατός ο αόρατος, και με την προσθήκη γνώσεως αφαιρεί και εκείνη τη γνώση που είναι δυνατή; Αν πάλι κάποιος πει, ότι ο Θεός είναι αόρατος και κανείς δεν μπορεί μα Τον ιδεί, δεν είναι αυτός που κατ΄ εξοχήν Τον γνωρίζει; Τί δε πάλι, αν κάποιος Τον ονομάσει ακατάληπτο, άλλος δε καταληπτό; Άραγε δεν είναι αυτός (ο δεύτερος) πού Τον αγνοεί, ενώ εκείνος (ο πρώτος) πού Τον γνωρίζει; Δεν βλέπεις τον Παύλο που ακολουθεί αυτό το δρόμο και λέει «μερικώς και ατελώς γνωρίζουμε και μερικώς προφητεύουμε»;. Σκέψου, πόσα έχουν γίνει, για να γνωρίσουμε το Θεό, όχι ποίος είναι κατά την ουσία Του, αλλ΄ απλώς ότι υπάρχει.
(Εἰς Ψαλμ. ΡΜΓ΄, 2, ΕΠΕ 7, 390 – MG 55, 459)
ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΟΥ
«Εκείνος που προσέρχεται στο Θεό, πρέπει να πιστέψει πρώτα ότι υπάρχει Θεός». Ολόκληρη η κτίση Αυτόν διακηρύσσει. ( Γιατί η Γραφή λέει: «Από το μέγεθος και την ωραιότητα των δημιουργημάτων ανάγεται κανείς κατ΄ αναλογία στη θεώρηση του Θεού δημιουργού». Τον διακηρύσσουν επίσης η ίδια η κατασκευή του ανθρώπου, οι τιμές που δόθηκαν σ΄ αυτόν από το Θεό, οι τιμωρίες, οι ευεργεσίες, τα σχέδια του Θεού για την σωτηρία του ανθρώπου, τα όσα προειπώθηκαν από τους προφήτες, καθώς και τα διάφορα θαύματα.
(Εἰς Ψαλμ. ΡΜΓ΄, 2, ΕΠΕ 7, 390 – MG 55, 459)
Η ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ Η ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Γιατί, πες μου, πως θα μπορούσε να ήταν λογικό, τα τόσο πολλά στοιχεία και η τόσο αρμονική διάταξη του σύμπαντος να διευθύνονται χωρίς κάποιος που να κυβερνάει και να εξουσιάζει τα πάντα; Και ένα πλοίο μεν δε θα μπορούσε ποτέ χωρίς κυβερνήτη να διασχίσει τα κύματα της θάλασσας, ούτε ένας στρατιώτης να κατορθώσει κάτι το γενναίο χωρίς να προΐσταται ο στρατηγός, ούτε ένα σπίτι θα μπορούσε να υπάρξει, χωρίς να είναι παρών ο οικοδόμος και κτίστης. Ο δε άπειρος αυτός κόσμος και η αρμονική διάταξη των στοιχείων αυτών θα μπορούσε να κινείται απλά και τυχαία, χωρίς να υπάρχει κάποιος που θα μπορεί να συγκρατεί και να υποβαστάζει όλα τα ορατά σύμφωνα με την δική Του σοφία;
(Εἰς Γεν. ὁμιλ. Γ΄, 4, ΕΠΕ 2, 62 – MG 53, 36)
***
«Η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα».
Δεν παραγγέλλει τα σχετικά μόνο με την αγάπη, αλλά τί άλλο; «Ίνα φοβήται τον άνδρα». Η γυναίκα είναι δεύτερη εξουσία. Ας μη ζητά λοιπόν ,ούτε αυτήν την ισοτιμία, διότι βρίσκεται κάτω από εξουσία∙ ούτε εκείνος να την περιφρονή σαν πρόσωπο που βρίσκεται σε υποταγή∙ διότι είναι σώμα, και αν η κεφαλή περιφρονή το σώμα θα καταστραφή μαζί του∙ αλλά σαν αντίρροπο της υπακοής ας προβάλλη την αγάπη. Όπως ακριβώς η κεφαλή, έτσι πρέπει να συμπεριφέρεται και το σώμα. Το σώμα να της δίνη τα χέρια, τα πόδια και όλα τα υπόλοιπα μέλη για να την υπηρετούν, εκείνη πάλι να φροντίζη το σώμα με κάθε αίσθησι που έχει. Τίποτε δεν είναι καλλίτερο από τη συζυγία αυτή.
«Αγάπη και φόβος στη συζυγική ζωή»
Και πώς θα μπορέση να υπάρχη αγάπη, λέγει, όταν υπάρχη φόβος; Τότε προ παντός μπορεί να υπάρξη. Διότι εκείνη που φοβάται και αγαπά, φοβάται την κεφαλή και την αγαπά, εκείνη που αγαπά, φοβάται την κεφαλή και την αγαπά σαν μέλος, επειδή και η κεφαλή είναι μέλος του σώματος. Γι’ αυτό τοποθέτησε τη γυναίκα κάτω από τις διαταγές του άνδρα, και τον άνδρα τον τοποθέτησε παραπάνω από την γυναίκα για να υπάρχη ειρήνη. Διότι όταν υπάρχη ισοτιμία δε θα υπάρχη ποτέ ειρήνη, ούτε πάλι όταν η οικογένεια ακολουθή δημοκρατικές αρχές, ούτε όταν όλοι είναι αρχηγοί∙ αλλά πρέπει να υπάρχη μία εξουσία. Και αυτά βέβαια συμβαίνουν στις περιπτώσεις που οι άνδρες δεν είναι πνευματικοί∙ διότι όταν είναι πνευματικοί οι άνδρες θα υπάρχη ειρήνη. Πέντε χιλιάδες άνθρωποι ήταν και κανένας δεν έλεγε ότι κάτι από τα υπάρχοντα είναι δικό του, αλλά υποτάσσονταν ο ένας στον άλλο. Αυτό είναι απόδειξις της συνέσεως και του φόβου του Θεού. Έδειξε ,λοιπόν, τον τρόπο της αγάπης ,δεν έδειξε όμως τον τρόπο του φόβου.
Και πρόσεχε∙ τον τρόπο της αγάπης τον επεκτείνει διηγούμενος τα σχετικά με τον Χριστό, τα σχετικά με τη δική του σάρκα, τα σχετικά με το «αντί τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα αυτού», τα σχετικά όμως με τον φόβο δεν τα επεκτείνει ακόμη. Γιατί, λοιπόν; Διότι θέλει περισσότερο να επικρατή αυτό που αναφέρεται στην αγάπη. Διότι όταν υπάρχη αγάπη, ακολουθούν όλα τα καλά, όταν όμως υπάρχη ο φόβος οπωσδήποτε δεν ακολουθούν τα άλλα. Εκείνος, βέβαια, που αγαπά τη γυναίκα του, θα τα υπομένη όλα κι αν ακόμη δεν την έχη κάνει πολύ πειθαρχική.
Είναι πολύ δύσκολο και φοβερό πράγμα η ομόνοια, όταν δεν είναι ενωμένοι οι σύζυγοι με την τυραννία της αγάπης∙ ο φόβος όμως αυτό δε θα το κατορθώση εντελώς (πάντως). Γι’ αυτό και ασχολείται περισσότερο με αυτό που είναι ισχυρό. Και φαίνεται η γυναίκα ότι υπερτερεί από τον άνδρα, επειδή διατάχθηκε να φοβάται∙ πραγματικά , βέβαια, υπερτερεί ,διότι ο άνδρας διατάχθηκε το κυριώτερο, δηλαδή το να αγαπά.
Από το βιβλίο: ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων Γ΄
«Ο ΓΑΜΟΣ, Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ»
Έκδοσις:
Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους
***
Απομάκρυνσις των σατανικών πομπών
Και γνωρίζω, βέβαια, ότι ίσως φαίνομαι σε μερικούς άξιος για γέλια, συμβουλεύοντας αυτά∙ αν όμως με ακούσετε, περνώντας ο καιρός και απολαμβάνοντας την ωφέλεια από το πράγμα αυτό, τότε θα καταλάβετε το κέρδος. Και το γέλιο θα διαλυθή και θα περιγελάσετε την τωρινή συνήθεια .και θα καταλάβετε ότι πραγματικά αυτά που γίνονται τώρα είναι γνώρισμα των ανόητων παιδιών και των μεθυσμένων ανδρών∙ ενώ αυτά που σας συμβουλεύω είναι απόδειξις σωφροσύνης και σκέψεως και της πνευματικής ζωής.Τι, λοιπόν, λέγω, ότι πρέπει να γίνη; Απομάκρυνε από το γάμο όλα τα αισχρά άσματα ,τα σατανικά, τα άσεμνα τραγούδια τη συνεργασία των ακόλαστων νέων και αυτά θα μπορέσουν να συνετίσουν την νύφη. Διότι αμέσως θα μπορέση να σκεφθή μόνη της: Πω πω! ποιος είναι ο άνδρας αυτός; είναι φιλόσοφος, δεν υπολογίζει καθόλου την παρούσα ζωή, με οδήγησε στο σπίτι του για να γεννήσω και να αναθρέψω τα παιδιά, για να φροντίζω το σπίτι! Προκαλούν βέβαια αυτά αηδία στη νύφη; Ναι∙ μέχρι την πρώτη και τη δεύτερη μέρα∙ κατόπιν όμως δε θα είναι, αλλά θα αισθάνεται πολλή μεγάλη ευχαρίστησι, απαλλάσσοντας τον εαυτό της από κάθε υποψία. Διότι ο άνδρας που δεν ανέχθηκε ούτε αυλούς, ούτε χορευτές, ούτε θηλυπρεπή τραγούδια, και αυτά παρά την ευκαιρία του γάμου, πολύ δύσκολα κατόπιν θα δεχθή να κάνη ή να πη κάτι αισχρό.
Μετά από αυτά, όταν απομακρύνης όλα τα του γάμου, αφού την παραλάβης να την διαπαιδαγωγήσης καλά, διώχνοντας τη ντροπαλότητα για αρκετό χρονικό διάστημα, όχι όμως αμέσως. Και αν βέβαια η κόρη είναι ντροπαλή, γνωρίζει να σιωπά σεβόμενη τον άνδρα της και μένοντας με ανοιχτό το στόμα μπροστά σε αυτά που βλέπει και ακούει. Εσύ όμως μη διαλύσης αμέσως αυτή την σεμνότητα, πράγμα που κάνουν οι ακόλαστοι άνδρες, αλλά να την εκβάλλης για αρκετό χρονικό διάστημα∙ από αυτό θα έχης μεγάλο κέρδος. Δε θα σε κατηγορήση γι’ αυτά, ούτε πάλι θα σε κατηγορήση για κείνα που θα διατυπώσης κατόπιν.
***
Τρόπος επιτυχίας της συζυγικής αγάπης
Όσο λοιπόν, για το πώς θα συμπεριφέρωνται σωστά και η γυναίκα και ο άνδρας, ο Παύλος τα ανέφερε με ακρίβεια, προτρέποντας τη γυναίκα να φοβάται και να σέβεται τον άνδρα της σαν κεφαλή, και ο άνδρας να την αγαπά σαν γυναίκα. Πώς όμως θα μπορέσουν να γίνουν αυτά;Ο Παύλος είπε ότι αυτά πρέπει να γίνουν ∙ το πώς όμως πρέπει να γίνουν θα σας πω εγώ. Αυτό θα γίνη, αν περιφρονούμε τα χρήματα, αν έχουμε μόνον ένα σκοπό, δηλαδή την αρετή της ψυχής, αν έχουμε πάντοτε μπροστά μας το φόβο του Θεού. Εκείνο, λοιπόν, που έλεγε, όταν μιλούσε στους δούλους, «Ό,τι αν ποιήση έκαστος αγαθόν ή κακόν, τούτο κομιείται παρά του Κυρίου» (Εφ. 6,8) , το ίδιο ισχύει και εδώ. Να μη αγαπά κανείς, λοιπόν, τόσο πολύ τη γυναίκα του για χάρι της, όσο για χάρι του Χριστού. Αυτό βέβαια εννοούσε και ο Παύλος λέγοντας: «ως τω Κυρίω» ∙ και για τον Κύριο κάμνοντας τα πάντα, έτσι όλα να τα κάνης. Αυτό ας είναι αρκετό να προτρέψη και να πείση και να μην επιτρέψη να υπάρχη κάποια φλυαρία και διχόνοια.
Κανείς πιστός να μη συκοφαντή τον άνδρα στη γυναίκα του∙ αλλ’ ούτε και ο άνδρας να πιστεύη εύκολα αυτά που λέγονται εναντίον της γυναίκας του, ούτε η γυναίκα να ασχολήται εύκολα με τις υποθέσεις του άνδρα, ούτε βέβαια να δίνη αφορμές για υποψίες.
Πες μου, λοιπόν, γιατί χαρίζεις τον εαυτό σου όλη τη μέρα στους φίλους σου και στη γυναίκα σου το βράδυ∙ αλλά και ούτε και έτσι μπορείς να την ενημερώνης και να την κάνης να είναι πάνω από κάθε υποψία;
Και αν ακόμη σε κατηγορή η γυναίκα, να μη στενοχωριέσαι∙ αυτή η ενέργεια της είναι απόδειξις φιλίας, και όχι αφορμή απογνώσεως∙ οι κατηγορίες της είναι απόδειξις φιλίας και θερμής διαθέσεως και φόβου. Διότι φοβάται μήπως κανείς έκλεψε το συζυγικό της κρεβάτι, μήπως κάποιος υπονόμευσε την συζυγική της κλίνη.
Υπάρχει και άλλη απόδειξις μικροψυχίας; Κανένας ας μην έχη υπερβολικές αξιώσεις από τους δούλους, ούτε ο άνδρας από την κόρη, ούτε η γυναίκα από τους υπηρέτες. Διότι αυτά είναι αρκετά να προκαλούν υποψίες.
Θυμήσου, σε παρακαλώ, τους δικαίους εκείνους∙ η Σάρρα η ίδια παρεκάλεσε τον πατριάρχη να πάρη σα γυναίκα του την Άγαρ∙ αυτή, διέταξε, κανένας δε την ανάγκασε, ούτε την επέπληξε ο άνδρας της∙ αλλά, αν έζησε πολλά χρόνια χωρίς παιδιά, προτίμησε ποτέ να μη γίνη πατέρας, παρά να λυπήση τη γυναίκα του.
Ύστερα όμως από όλα αυτά τι λέει η Σάρρα; «Κρίναι ο Θεός ανά μέσον σου και εμού» (Γεν. 16,5) . Άραγε δε θα οργιζόταν ,αν ήταν κάποιος άλλος; δε θα είχε σηκώσει και τα χέρια να την κτυπήση λέγοντας περίπου τα εξής: Τι λέγεις; Εγώ δεν ήθελα να συνέλθω με τη γυναίκα∙ έγινε το δικό σου θέλημα, η δική σου επιθυμία και πάλι κατηγορείς; Εκείνος, όμως δεν είπε τίποτε τέτοιο αλλά τί είπε; «Ιδού η παιδίσκη εν ταις χερσί σου∙ χρω αυτής ως αν αρεστόν σοι η» (Γεν. 16,6) . Παρέδωσε τη σύντροφο της κλίνης του για να μη λυπήση τη Σάρρα. Και αλήθεια, δεν υπάρχει μεγαλύτερη εκδήλωσις συμπαθείας από αυτό.
Εάν ,βέβαια, το να καθίση κάποιος μαζί με άλλους για φαγητό ,θεωρείται ακόμη και στους ληστές απόδειξις της ενότητος κατά των αντιπάλων, (και ο Ψαλμωδός λέγει «ος επί το αυτό εγλύκανάς μοι εδέσματα (Ψαλμ.54, 15 ) ∙ το να γίνουν στο εξής ένα σώμα- διότι αυτό σημαίνει το να γίνη σύντροφος της κλίνης∙ είναι πολύ περισσότερο ικανό να φέρη ομοψυχία. Τίποτε όμως από αυτά δεν μπόρεσε να καταβάλλη τον δίκαιο Αβραάμ, αλλά την παρέδωσε στη γυναίκα του, αποδεικνύοντας ότι δεν έγινε κάτι από δική του υπαιτιότητα∙ και το σπουδαιότερο , βέβαια, την έδιωξε, ενώ ήταν έγκυος.
Ποιός θα μπορούσε να μη λυπηθή εκείνην που κυοφόρησε παιδί από τον Αβραάμ; Αλλ’ ο δίκαιος δε συγκινήθηκε, διότι πάνω απ΄ όλα είχε την αγάπη προς τη γυναίκα του.
Ας μιμούμαστε και μεις τον Αβραάμ. Κανείς ας μη χλευάζη τη φτώχεια του πλησίον∙ κανείς ας μην επιθυμή υπερβολικά χρήματα, και λύθηκαν όλα. Ούτε να λέγη η γυναίκα στον άνδρα της∙ άνανδρε και δειλέ, είσαι πολύ απρόθυμος και τεμπέλης και αγαπάς υπερβολικά τον ύπνο∙ ο τάδε και ο τάδε, αν και ταπεινός αν και κατάγεται από ταπεινούς γονείς ,κινδύνεψε και ξενιτεύθηκε και δημιούργησε μεγάλη περιουσία και η γυναίκα του φοράει χρυσά κοσμήματα και κάθεται πάνω σε ζευγάρι από άσπρα άλογα, γυρίζει παντού και έχει πλήθος από υπηρέτες και ευνούχους∙ εσύ όμως έχασες εντελώς το ηθικό σου και ζης χωρίς σκοπό. Ας μη τα λέγη αυτά η γυναίκα, καθώς και τα παρόμοια, διότι είναι σώμα, όχι για να δίνη διαταγές στην κεφαλή, αλλά για να πείθεται και να κάνη υπακοή. Πώς λοιπόν, λέγει, θα υποφέρη τη φτώχεια, από πού θα βρη παρηγοριά; Ας ξεχωρίζη μόνη της τις φτωχότερες∙ ας σκέφτεται πάλι, πόσες ευγενικές κοπέλλες και καταγόμενες από πλούσιες οικογένειες, όχι μόνον δεν πήραν τίποτε από τους άνδρες τους, αλλά επί πλέον έδωσαν και ξόδεψαν όλα τα δικά τους ∙ ας θυμάται τους κινδύνους που προκαλούν τα πλούτη αυτού του είδους και θα παραδεχθή τον ήσυχο τρόπο της ζωής. Και με λίγα λόγια, αν συμπεριφέρεται με αγάπη προς τον άνδρα της, δε θα πη τίποτε τέτοιο, αλλά θα προτιμήση να τον έχη κοντά της, χωρίς να φέρη τίποτε, παρά να φέρη χιλιάδες τάλαντα χρυσού, και η ίδια να επωμισθή όλες τις φροντίδες μιας τέτοιας αποδημίας.
Αλλ’ ούτε ο άνδρας να παρασύρεται και να βρίζη και να κτυπά τη γυναίκα του, επειδή έχει την εξουσία, αλλά να τη συμβουλεύη, να τη νουθετή, σαν ατελέστερη που είναι να την καταπείθη με τα λόγια και ποτέ να μη σηκώνη χέρι για να την κτυπήση∙ αυτά δεν αρμόζουν σε ψυχή ελεύθερη∙ να μη χρησιμοποιή ούτε ύβρεις, ούτε προσβολές, ούτε επιπλήξεις, αλλά να την κατευθύνη σαν πλάσμα με λιγότερες ικανότητες.
Πώς θα γίνη αυτό; Αν της μαθαίνη τον αληθινό πλούτο, τη φιλοσοφία των ουρανών, δε θα την κατηγορήση καθόλου γι’ αυτά. Ας την διδάσκη ότι η φτώχεια δεν είναι καθόλου κακό∙ ας την διδάσκη όχι μόνον με λόγια αλλά και με έργα∙ ας τη διδάσκη να περιφρονή τη δόξα, και τίποτε τέτοιο δε θα αγαπήση η γυναίκα, ούτε θα επιθυμήση. Και σα να δέχεται άγαλμα, έτσι από το βράδυ εκείνο που θα τη δέχεται στο δωμάτιό του, ας τη διδάσκη την σωφροσύνη, την καλωσύνη, που είναι απαραίτητη για να ζήση με σεμνότητα∙ αμέσως από την αρχή και από αυτά ακόμη τα πρόθυρα της συζυγικής ζωής να καταβάλλη την αγάπη στα χρήματα∙ και να της διδάσκη την ευσέβεια και να την συμβουλεύη να μη φορά χρυσά κοσμήματα στα αυτιά της και στα μάγουλα και γύρω από το λαιμό της, ούτε να τα έχη φυλαγμένα στο θάλαμο, ούτε να έχη πολυτελή και χρυσά ενδύματα∙ ας είναι ωραία τα κοσμήματά της, να μην είναι όμως προκλητικά∙ αφού τα αφήσης όμως όλα για τους ηθοποιούς, στόλιζε το σπίτι με πολλή κοσμιότητα, για να αναδίδη σωφροσύνη μάλλον, παρά κάποια άλλη ευωδία. Από αυτά θα προκύψουν και δύο και τρία καλά∙ πρώτα δε θα θλίβεται η νύφη, όταν καταστραφούν τα δωμάτια και αποστέλλωνται στον καθένα τα ιμάτια και τα χρυσά κοσμήματα και τα αργυρά σκεύη∙ δεύτερον δε θα φροντίση ο νυμφίος για την απώλειά τους και για την ασφάλεια εκείνων που τα προμηθεύτηκε. Τρίτον, που είναι και το καλλίτερο και το σπουδαιότερο, θα αποδείξη από αυτά τα ίδια τη διάθεσί του, ότι δηλαδή, δε χαίρεται με κανένα από αυτά, και ότι θα καταργήση και όλα τα υπόλοιπα και δε θα επιτρέψη ποτέ να γίνουν ούτε άσεμνοι χοροί, ούτε τραγούδια.
Από το βιβλίο: ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων Γ΄
«Ο ΓΑΜΟΣ, Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ»
Έκδοσις:
Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους
***
Εκκλησιασμός από τη βρεφική ηλικία
«Άννα ουκ ανέβη μετ’ αυτού, ότι είπε τω ανδρί αυτής∙ έως του αναβήναι το παιδάριον , εάν απογαλακτίσω αυτό, και οφθήσεται τω προσώπω Κυρίου και καθήσεται έως του αιώνος εκεί» (Α΄ Βασ. 1,22) . Βλέπεις; Δεν το θεωρούσε ασφαλές να το αφήση στο σπίτι και να μεταβή στο ναό∙ διότι από τη στιγμή που της δόθηκε το δώρο, δεν ανεχόταν να εμφανισθή χωρίς δώρο. Να το οδηγήση πάλι στο ναό και έπειτα να το πάρη και να φύγη, φοβόταν. Γι’ αυτό περίμενε τόσο χρόνο, για να εμφανισθή μαζί με το δώρο. Και το οδήγησε και το άφησε και δεν δυσανασχέτησε εκείνο που αποχωρίστηκε από τη θηλή∙ γνωρίζετε πώς συνήθως δυσανασχετούν τα παιδιά, όταν παύουν να θηλάζουν. Όμως αυτό δε δυσανασχετούσε, ούτε όταν χωριζόταν από τη μητέρα του, αλλά έβλεπε προς το Δεσπότη, ο οποίος έκανε και εκείνη μητέρα και ούτε αυτή πονούσε καθώς αποχωριζόταν το παιδί της∙ διότι μεσολαβώντας η χάρις νίκησε τη φυσική συμπάθεια και νόμιζαν ότι βρισκόταν μαζί. Και όπως η Κληματαριά που έχει φυτευθεί σε κάποιο τόπο, απλώνει τόσο πολύ μακριά τις κληματόβεργες, και μολονότι το σταφύλι είναι κρεμασμένο σε μεγάλη απόσταση συνδέεται με τη ρίζα, έτσι ακριβώς συνέβηκε και με τη γυναίκα αυτή. Διότι ενώ διέμεινε στην πόλι άπλωνε το κλήμα της μέχρι το ναό, και εκεί κρέμασε ώριμο το σταφύλι της και η απόστασις του τόπου δεν εμπόδισε καθόλου, διότι η αγάπη του Θεού ένωνε το παιδί με τη μητέρα του. Διότι, αν και η ηλικία του ήταν ακόμη ανώριμη ,ήταν όμως ώριμη η αρετή του, και σε αυτούς που πήγαιναν στο ναό, γινόταν δάσκαλος της θεοσεβείας. Διότι ρωτώντας από περιέργεια και μαθαίνοντας τον τρόπο της γεννήσεώς του, έπαιρναν αρκετή παρηγοριά, δηλαδή ελπίδα στον Θεό.
(Περί Άννης, Γ΄ΕΠΕ 8Α, 72-74. PG 54,555 )
Κάνε τον εαυτό σου βασιλικό
Και συ, λοιπόν, γυναίκα, αυτήν να μιμηθής και αν είσαι στείρα, παρουσίασε τέτοια προσευχή και παρεκάλεσε τον ιερέα να σε βοηθήση με τη μεσιτεία του. Οπωσδήποτε, αν δεχθής με πίστι τα λόγια, η ευλογία των πατέρων θα καταλήξη σε καλό και ωραίο καρπό. Αν πάλι γίνης μητέρα, αφιέρωσε και συ το γυιό σου. Εκείνη τον οδήγησε στο ναό, εσύ κάνε τον εαυτό σου ναό βασιλικό. Διότι λέει: «Το σώμα υμών ναός του εν υμίν αγίου Πνεύματος εστι» ( Α΄ Κορ. 6, 19 ) .
Και πάλι∙ «ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω» ( Β΄ Κορ. 6,16 ) .
Από το βιβλίο: ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων Γ΄
«Ο ΓΑΜΟΣ, Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ»
Έκδοσις:
Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους
***
Το σπουδαιότερο πράγμα η εν Κυρίω ανατροφή των παιδιών.
Μέχρι πότε θα είμαστε σάρκες; μέχρι πότε θα σκύβουμε πάνω στη γη; Όλα ας έρχωνται σε δεύτερη θέση προκειμένου να γίνη η φροντίδα και η ανατροφή των παιδιών με βάσι την παιδεία και τη νουθεσία του Κυρίου. Αν το παιδί μάθη να σκέπτεται από την αρχή για την αρετή, απόκτησε μεγάλο πλούτο μεγαλύτερο από κάθε άλλο και δόξα μεγαλύτερη. Δε θα κατορθώσης τίποτε το σπουδαίο ,αν μάθης το παιδί σου κάποια τέχνη και την αρχαία φιλοσοφία, με την οποία θα αποκτήση χρήματα , όσο αν το διδάξης την τέχνη με την οποία θα περιφρονήση τα χρήματα. Αν θέλης να το κάνης πλούσιο, κάνε το με τον τρόπο αυτό. Διότι πλούσιος δεν είναι αυτός που έχει ανάγκη από πολλά χρήματα, και τον περιτριγυρίζουν πολλά αγαθά, αλλά εκείνος που δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Αυτό να μάθης το γυιό σου ,αυτό να διδάξης ,αυτός είναι ο μεγαλύτερος πλούτος. Μην φροντίζης πώς να το κάνης να προκόψη στα κοσμικά διδάγματα και να το καταντήσης φιλόδοξο, αλλά φρόντισε με ποιο τρόπο θα μάθη να περιφρονή τη δόξα σ’ ετούτη τη ζωή. Από αυτό θα μπορούσε να γίνη πιο ένδοξος και πιο σπουδαίος.Αυτά μπορούν να το κάνουν και ο φτωχός και ο πλούσιος . Αυτά δεν τα μαθαίνει κανείς από το δάσκαλο, ούτε από κάποια τέχνη, αλλά με τα θεία λόγια. Μη φροντίζης να ζήση εδώ πολλά χρόνια, αλλά να ζήσης εκεί την αιώνια και ατέλειωτη ζωή.
Από το βιβλίο: ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων Γ΄
«Ο ΓΑΜΟΣ, Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ»
Έκδοσις:
Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους
***
"Xριστός γεννάται...."
Βλέπω παράξενο και παράδοξο μυστήριο, ποιμένες, αντί να παίζουν με τις φλογέρες τους κάποιο μελωδικό σκοπό, ψάλλουν ουράνιο ύμνο και γεμίζουν με τους ήχους τους τα αυτιά μου. Ψάλλουν άγγελοι και ανυμνούν αρχάγγελοι, υμνούν τα Χερουβίμ και δοξολογούν τα Σεραφίμ. Όλοι πανηγυρίζουν γιατί βλέπουν το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Βλέπουν Εκείνον που είναι πάνω στον ουρανό, να βρίσκεται κάτω στη γη λόγω της οικονομίας του για τον άνθρωπο, και τον άνθρωπο που είναι στη γη, να βρίσκεται ψηλά στον ουρανό εξαιτίας της φιλανθρωπίας του Θεού. Σήμερα η Βηθλεέμ έγινε όμοια με τον ουρανό, αφού εμφανίστηκαν σ΄ αυτήν αντί για αστέρια άγγελοι που ανυμνούν το Θεό, και δέχτηκε με τρόπο θαυμαστό στο χώρο της όχι το φυσικό ήλιο, αλλά τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις πως έγινε αυτό. Γιατί εκεί όπου εκδηλώνεται η θέληση του Θεού, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Θέλησε λοιπόν ο Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε από τους ουρανούς και έσωσε τον άνθρωπο, γιατί τα πάντα υπακούουν στο Θεό. Σήμερα γεννιέται ο αιώνιος και γίνεται εκείνο που δεν ήταν. Ενώ δηλαδή ήταν Θεός, γίνεται άνθρωπος, χωρίς να παύσει να είναι Θεός. Δεν έχασε δηλαδή τις θεϊκές του ιδιότητες για να γίνει άνθρωπος, ούτε πάλι άλλαξε κι από άνθρωπος έγινε Θεός. Αλλά ενώ ήταν Θεός Λόγος, χωρίς να πάθει τίποτε, προσέλαβε την ανθρώπινη σάρκα, και η θεία φύση παρέμεινε αμετάβλητη.
Και όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν παραδεχόντουσαν την παράδοξη γέννησή του και οι μεν Φαρισαίοι παρερμήνευαν τις θείες Γραφές, οι δε Γραμματείς δίδασκαν τα αντίθετα του μωσαϊκού νόμου. Ο Ηρώδης γύρευε το νεογέννητο, όχι για να του προσφέρει τιμές, μα για να το σκοτώσει. Γιατί έβλεπαν ότι σήμερα τα πράγματα ήρθαν αντίθετα προς τις προσδοκίες τους. Γιατί όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «δεν έγιναν αυτά κρυφά από τα παιδιά τους και θα γίνουν γνωστά και στις επερχόμενες γενεές».
Προσήλθαν λοιπόν βασιλείς να δουν με θαυμασμό το Βασιλιά των ουρανών και απορούσαν πως ήρθε στη γη χωρίς αγγέλους και αρχαγγέλους και θρόνους και κυριότητες και δυνάμεις και εξουσίες, και πέρασε από δρόμο παράξενο και απάτητο, δηλαδή από σπλάχνα παρθενικά, χωρίς να παύσει να επιστατεί τους αγγέλους Του και χωρίς να χάσει τις θεϊκές του ιδιότητες έγινε άνθρωπος και ήρθε κοντά μας. Βασιλείς λοιπόν ήρθαν να προσκυνήσουν τον ένδοξο Βασιλιά των ουρανών, στρατιώτες να υπηρετήσουν τον αρχιστράτηγο των ουρανίων δυνάμεων, γυναίκες να προσκυνήσουν Εκείνον που γεννήθηκε από γυναίκα, για να μετατρέψει σε χαρά τις λύπες της γυναίκας. Ήρθαν παρθένοι στον υιό της Παρθένου κι απορούσαν πως ο δημιουργός των μητρικών μαστών και του γάλακτος, Εκείνος που κάνει τους μαστούς να βγάζουν μόνοι τους άφθονο γάλα, πως έφαγε παιδική τροφή από μητέρα Παρθένο. Ήρθαν τα νήπια σ΄ Εκείνον που έγινε νήπιο για να συντεθεί ύμνος στον Κύριο από νήπια που ακόμα θηλάζουν. Ήρθαν παιδιά προς το Παιδί που τα έκανε μάρτυρες Του εξαιτίας της θηριωδίας του Ηρώδη. Ήρθαν οι άνδρες σ΄ Εκείνον που έγινε άνθρωπος και θεράπευσε τις ταλαιπωρίες των δούλων Του. Ήρθαν ποιμένες στον καλό Ποιμένα που θυσιάζεται για να σώσει τα πρόβατά Του. Ήρθαν ιερείς σ΄ Εκείνον που έγινε Αρχιερέας κατά σειρά διαδοχής από τον Μελχισεδέκ. Ήρθαμε οι δούλοι σ΄ Εκείνον που έλαβε δούλου μορφή, για να μετατρέψει σε ελευθερία τη δουλεία μας. Ήρθαν οι ψαράδες σ΄ Εκείνον που τους μετέτρεψε από απλούς ψαράδες σε ψαράδες ανθρώπων. Ήρθαν τελώνες σ΄ Εκείνον που ανέδειξε έναν από τους τελώνες σε ευαγγελιστή. Ήρθαν οι πόρνες σ΄ Εκείνον που άφησε τα πόδια Του να τα βρέξει με τα δάκρυά της η πόρνη. Και για να μιλήσω με συντομία, όλοι οι αμαρτωλοί ήρθαν να δουν τον Αμνό του Θεού που σήκωσε πάνω Του την αμαρτία όλου του κόσμου, οι ταπεινοί μάγοι, οι ποιμένες που τον τίμησαν, οι τελώνες που κήρυξαν το Ευαγγέλιο, οι πόρνες που του πρόσφεραν μύρα, η Σαμαρείτιδα που επιθυμούσε να γευθεί νερό από την πηγή της ζωής, η Χαναναία που είχε ακλόνητη πίστη.
Αφού λοιπόν όλοι πανηγυρίζουν χαρούμενοι, κι εγώ επιθυμώ να σκιρτήσω, και να χορέψω και να πανηγυρίσω. Χορεύω χωρίς να παίζω κιθάρα, χωρίς να κινώ κλάδους κισσού, χωρίς να κρατάω αυλό, χωρίς να κρατάω αναμμένες λαμπάδες, αλλά κρατώντας στα χέρια μου αντί για μουσικά όργανα, τα σπάργανα του Χριστού. Γιατί αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά είναι η ζωή, αυτά είναι η σωτηρία μου αυτά είναι για μένα αυλός και κιθάρα. Γι΄ αυτό τα έχω μαζί μου, για να μου δώσουν με τη δική τους δύναμη την ικανότητα να πω μαζί με τους αγγέλους: «Δόξα στον ύψιστο Θεό», και μαζί με τους ποιμένες: «και ας επικρατήσει στη γη η ειρήνη και στους ανθρώπους η αγάπη».
Γράφει: Άγιος Ι.Χρυσόστομος
***
Εις το Γενέθλιον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Γιορτάζουν τα πάντα ολόγυρα. Γι΄ αυτό κι εγώ να γιορτάσω θέλω. Θέλω να ευφρανθεί η ψυχή μου, να πανηγυρίσει από τα καταβάθια μου. Ευφραίνομαι βέβαια όχι κρούοντας την κιθάρα ή παίζοντας το ραβδί των σατύρων, ούτε χρησιμοποιώντας αυλούς ή ανάβοντας δάδες. Ευφραίνομαι βλέποντας αντί για τα μουσικά όργανα τα σπάργανα του Χριστού. Αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά είναι η ζωη μου. Αυτά φέρνω μαζί μου, και με την ενίσχυση που παίρνω, τραγουδώ μαζί με τούς Αγγέλους, Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και μαζί με τούς ποιμένες, Και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία.
Σήμερα γεννιέται για χάρη μου από παρθένο Αυτός που γεννήθηκε με τρόπο απερίγραπτο απ΄ τον Πατέρα. Τότε, προαιώνια, γεννήθηκε από τον Πατέρα με τρόπο που ταιριάζει στη Θεία φύση, τρόπο που μόνο ο Γεννήτορας γνωρίζει. Σήμερα πάλι ξαναγεννήθηκε με αταίριαστο στη Θεία φύση τρόπο. Με τρόπο που η Χάρη του Αγίου Πνεύματος τώρα καλά γνωρίζει. Αληθινή κι η ουράνια γέννησή Του, αληθινή κι η επίγεια. Αληθινός Θεός απ΄ το Θεο γεννήθηκε, κι αληθινός άνθρωπος ο Ίδιος απ΄ την Παρθένο γεννήθηκε πάλι. Στον ουρανό μόνος Υιός του Μόνου Θεού, Μονογενή. Στη γη μόνος Υιός άγαμης παρθένου ο Ίδιος, πάλι Μονογενής. Γιατί καθώς είναι ασέβεια να υποθέσουμε την ύπαρξη μητέρας στην ουράνια γέννησή Του, έτσι είναι βλαστήμια να υποθέσουμε την ύπαρξη πατέρα στην επίγειά Του γέννηση. Ο Θεός Πατέρας Τον γέννησε χωρίς να χάσει κάτι από την Θεότητά Του. Η παρθένος Τον γέννησε χωρίς να χάσει την παρθενία της. Ούτε πάλι ο Θεός έχασε την Θεϊκή Του υπόσταση όταν Τον γέννησε, γιατί Τον γέννησε όπως αρμόζει σε Θεό. Αλλά κι ούτε η παρθένος φθάρηκε. Ο τοκετός Του ήταν γεγονός πνευματικό. Λοιπόν, ούτε η ουράνιά Του γέννηση μπορεί να εξηγηθεί, ούτε η επίγεια σάρκωσή Του επιδέχεται ερμηνείες. Εκείνο που ξέρω με σιγουριά σήμερα είναι ότι Τον γέννησε η Παρθένος. Πιστεύω ότι Τον γέννησε ο Πατέρας, προαιώνια. Σχετικά με τον τρόπο της γέννησης όμως έμαθα να σιωπώ. Δεν μου υπόδειξαν οι παλιοί να δοκιμάζω λογικές ερμηνείες. Γιατί όταν πρόκειται για το Θεό δεν πρέπει κανείς να αναλύει τα γεγονότα, αλλά να πιστεύει στη δύναμη Αυτού που τα πραγματοποιεί. Αναμφίβολα είναι φυσικός νόμος να γεννά η γυναίκα μόνο όταν συνευρεθεί με άντρα. Όταν όμως μια παρθένος που δεν γνώρισε άντρα γεννήσει και μετά τον τοκετό παραμείνει πάλι παρθένος, αυτό ξεπερνά τούς φυσικούς νόμους. Ότι έχει σχέση με τούς φυσικούς νόμους αξίζει να ερευνιέται, ότι όμως τούς ξεπερνά πρέπει να περιβάλλεται με τιμητική σιωπή. Κι αυτό βέβαια όχι επειδή του πρέπει αποσιώπηση, αλλ΄ επειδή αξίζει να μένει μυστήριο και να τιμάται χωρίς πολυλογίες.
Συγχωρέστε με, σας παρακαλώ, που νιώθω αδύναμος να συνεχίσω το λόγο πέρα από τον πρόλογο. Φοβούμαι να προχωρήσω στην έρευνα των πιο σημαντικών. Δεν κατέχω τον τρόπο. Δεν ξέρω που να στρέψω το λόγο. Τι να πω; για ποιο να μιλήσω; Βλέπω τη μητέρα, αντικρύζω το παιδί, όμως τον τρόπο της γέννησης δεν τον καταλαβαίνω. Όπου ο Θεός έχει άλλη βουλή, εκεί νικιέται ο φυσικός νόμος, νικιέται κι η τάξη του κόσμου. Δεν γεννήθηκε σύμφωνα με τούς νόμους της φύσης. Θαυματούργησε πάνω από τα όρια της φύσης. Η φύση αδράνησε. Ενήργησε η βούληση του Δεσπότη. Τι απερίγραπτο δώρο! Ο Μονογενής που υπάρχει προαιώνια, αυτός που δεν εμπίπτει στις ανθρώπινες αισθήσεις, ο ασύνθετος, ο ασώματος, περιβλήθηκε το σώμα μου. Το σώμα που υπόκειται στη φθορά, που συλλαμβάνεται από τις αισθήσεις. Γιατί; Για να μπορέσει να μας διδάξει καθώς θα Τον βλέπουμε ανάμεσά μας κι έτσι να μας οδηγήσει σε εκείνα που τα χοϊκά μάτια μας αδυνατούν να δούνε. Οι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα μάτια τους παρά στ΄ αυτιά τους κι έτσι αμφιβάλλουν για ότι δεν βλέπουν. Γι΄ αυτό ακριβώς ο Θεός ανέχθηκε να παρουσιαστεί με σώμα μπρος στα μάτια μας για να διαλύσει τις αμφιβολίες που είχαμε, ακούγοντας μόνο τα λόγια Του. Και γεννιέται από παρθένο που αγνοεί την υπόθεση και που δεν πήρε ενεργό μέρος στο γεγονός, ούτε συνεννοήθηκε για την πραγματοποίησή του. Η Παρθένος ήταν απλό όργανο της απόρρητης δύναμης του Θεού. Ένα μόνο πράγμα γνώριζε, εκείνο που ρώτησε κι έμαθε από τον Γαβριήλ. Όταν δηλαδή ρώτησε, «πως έσται μοι τούτο επεί άνδρα ου γιγνώσκω» εκείνος της είπε: Αυτό θέλεις να μάθεις; «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι».
Και πως, ενώ ήταν «μετ΄ αυτής», σε λίγο γεννήθηκε «εξ αυτής»; Όπως ο τεχνίτης όταν βρει εύπλαστη ύλη, κατασκευάζει πιο όμορφο το αγγείο, έτσι και ο Χριστός. Επειδή βρήκε άγιο και το σώμα και την ψυχή της Παρθένου, φιλοτέχνησε έμψυχο Ναό δικό Του. Και αφού κει μέσα, με τον τρόπο που θέλησε, έπλασε τον καινούργιο άνθρωπο, και αφού τον περιβλήθηκε, γεννήθηκε σαν σήμερα, χωρίς καθόλου να απεχθάνεται την κακόμοιρη ανθρώπινη πεσμένη φύση. Και φυσικά δεν θεώρησε προσβλητικό να περιβληθεί το δικό Του έργο. Αλλά και το δημιούργημά Του απολάμβανε την πιο μεγάλη δόξα με το να γίνει ένδυμα του δημιουργού Του. Όπως στην αρχική δημιουργία δεν ήταν δυνατό να υπάρξει ο άνθρωπος πριν πάρει ο Θεός στα χέρια Του τον πηλό, έτσι και το φθαρμένο ανθρώπινο σώμα δεν ήταν δυνατό να ανακαινιστεί, αν δεν γινόταν ένδυμα του δημιουργού Του.
Αλλά τι να πω; Για ποιο πράγμα να μιλήσω; Μένω έκπληκτος μπροστά στο θαύμα. Ο «Παλαιός των ημερών» έχει γίνει παιδάκι. Ο καθισμένος σε θρόνο ψηλό κι υπερυψωμένο τοποθετείται σε φάτνη. Ο αψηλάφητος κι ασύνθετος και ασύμμικτος και ασώματος αγκαλιάζεται από ανθρώπινα χέρια. Αυτός που έσπασε τα δεσμά της αμαρτίας τυλίγεται με σπάργανα, επειδή αυτή είναι η θέλησή Του. Γιατί θέλει να μετατρέψει την ατιμία σε τιμή, να ντύσει την αδοξία με δόξα. Να προβάλει ως ενάρετο ήθος εκείνο που αποτελούσε υπέρτατη προσβολή. Έτσι, λοιπόν, αναλαμβάνει το δικό μου σώμα για να μπορέσω εγώ να υποδεχτώ το Λόγο Του. Και παίρνοντας τη σάρκα μου, μου χαρίζει το Πνεύμα Του, ώστε με τη δοσοληψία αυτή να μου προμηθεύσει το θησαυρό της ζωής. Παίρνει τη σάρκα μου για να με αγιάσει. Μου δίνει το Πνεύμα Του για να με απελευθερώσει.
Αλλά τι να πω; Για ποιο πράγμα να μιλήσω; «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει.» Και ποιόν γέννησε; Ποιόν; Τον κυρίαρχο της φύσης. Η φύση το διακηρύττει. Τον γέννησε όπως Εκείνος θέλησε να γεννηθεί. Ο τρόπος της γέννησης δεν ήταν ο συνηθισμένος φυσικός τρόπος, αλλά Εκείνος, ως κυρίαρχος της φύσης, όρισε έναν αλλιώτικο τρόπο. Να δείξει ήθελε πως ακόμα κι όταν γίνεται άνθρωπος δεν γεννιέται όπως οι άνθρωποι, αλλά καθώς αρμόζει στο Θεό. Λοιπόν, προήλθε από την Παρθένο που υπερνίκησε τούς φυσικούς νόμους, που ξεπέρασε την αναγκαιότητα του γάμου. Ο υπέρτατος αρχηγός της αγιοσύνης έπρεπε να έρθει στον κόσμο μονάχα μέσα από καθαρό κι άγιο τοκετό. Γιατί Αυτός είναι που τότε από άσπιλο χώμα έπλασε τον Αδάμ κι από τον Αδάμ χωρίς συμμετοχή γυναίκας, δημιούργησε γυναίκα. Όπως, λοιπόν, ο Αδάμ χωρίς την συμμετοχή γυναίκας παρήγαγε γυναίκα, έτσι και σαν σήμερα η Παρθένος, χωρίς την συμμετοχή άντρα γέννησε άντρα. «Γιατί είναι άνθρωπος», λέει, «και ποιος θα τον αναγνωρίσει»; Επειδή, λοιπόν, το γυναικείο γένος είχε υποχρέωση προς την ανθρωπότητα, μια και από τον Αδάμ δημιουργήθηκε η γυναίκα χωρίς συνδρομή γυναίκας, γι΄ αυτό ακριβώς σαν σήμερα γέννησε η Παρθένος χωρίς τη συνδρομή άντρα, για να ξοφληθεί το χρέος της Εύας προς τούς άντρες.
Προκειμένου, δηλαδή, να μην υπερηφανευθεί ότι μόνος του δημιούργησε τη γυναίκα ο Αδάμ, γι΄ αυτό ακριβώς η Παρθένος γέννησε άντρα χωρίς να νυμφευθεί, για να φανεί, με την αναλογία αυτή του θαύματος η φυσική ισοτιμία των δύο φύλων. Όπως, μάλιστα, όταν πήρε ο Θεός την πλευρά του Αδάμ για να πλάσει την Εύα, δεν τον άφησε λειψό, έτσι και όταν έπλασε τον έμψυχο ναό Του απ΄ την Παρθένο, δεν κατάργησε την παρθενία Της. Ακέραιος έμεινε ο Αδάμ και μετά την αφαίρεση της πλευράς του. Άφθαρτη έμεινε κι η Παρθένος μετά τον τοκετό.
Ο Θεός δεν δημιούργησε ναό Του από κάποια άλλη ύλη, ούτε έπλασε ένα αλλοιώτικο σώμα για να περιβληθεί, μήπως θεωρηθεί ότι προσβάλλει το υλικό από το οποίο ήταν πλασμένος ο Αδάμ. Κι επειδή ο άνθρωπος εξαπατημένος από το διάβολο έγινε όργανό του, γι΄ αυτό ακριβώς κι ο Θεός περιμάζεψε αυτό τον ξεπεσμένο έμψυχο ναό. Έτσι ώστε να βοηθηθεί ο άνθρωπος κοινωνόντας με το δημιουργό Του και να μπορέσει να απομακρυνθεί από τη συντροφιά του διαβόλου. Όμως και όταν γίνεται άνθρωπος δεν γεννιέται ως κοινός άνθρωπος, αλλά γεννιέται ως Θεός. Γιατί αν προερχόταν από ένα συνηθισμένο γάμο, όπως λόγου χάρη εγώ, οι περισσότεροι δεν θα πίστευαν πως είναι Θεός. Τώρα όμως, γι΄ αυτό ακριβώς γεννιέται από Παρθένο. Γι΄ αυτό κατά την γέννησή Του διατηρεί τη μήτρα της αναλλοίωτη και διαφυλάττει την παρθενία της άφθαρτη. Να με αναγκάσει έτσι θέλει ο ασυνήθιστος τρόπος της γέννησης, να παραδεχτώ πέρα για πέρα την τέλεια θεότητά Του.
Λοιπόν κι αν κάποιος ειδωλολάτρης, κι αν κάποιος Εβραίος με ρωτά πως γίνεται ο Χριστός αν και Θεός ως προς την φύση Του, να έχει πάρει σάρκα ανθρώπου, θα του απαντήσω μ΄ αυτόν τον τρόπο. Θα του παρουσιάσω ως απόδειξη του ισχυρισμού μου την άσπιλη σφραγίδα της παρθενίας. Δεν μπορεί παρά να΄ ναι Θεός Αυτός που νικά τη φυσική τάξη. Δεν μπορεί παρά να΄ ναι ο πλάστης της μήτρας κι ο δημιουργός της παρθενίας Αυτός που γεννήθηκε με τρόπο αμόλυντο και οικοδόμησε για τον εαυτό Του ναό, άγνωστο πως, αλλά πάντως με τον τρόπο που Εκείνος θέλησε...
Σήμερα γεννιέται για χάρη μου από παρθένο Αυτός που γεννήθηκε με τρόπο απερίγραπτο απ΄ τον Πατέρα. Τότε, προαιώνια, γεννήθηκε από τον Πατέρα με τρόπο που ταιριάζει στη Θεία φύση, τρόπο που μόνο ο Γεννήτορας γνωρίζει. Σήμερα πάλι ξαναγεννήθηκε με αταίριαστο στη Θεία φύση τρόπο. Με τρόπο που η Χάρη του Αγίου Πνεύματος τώρα καλά γνωρίζει. Αληθινή κι η ουράνια γέννησή Του, αληθινή κι η επίγεια. Αληθινός Θεός απ΄ το Θεο γεννήθηκε, κι αληθινός άνθρωπος ο Ίδιος απ΄ την Παρθένο γεννήθηκε πάλι. Στον ουρανό μόνος Υιός του Μόνου Θεού, Μονογενή. Στη γη μόνος Υιός άγαμης παρθένου ο Ίδιος, πάλι Μονογενής. Γιατί καθώς είναι ασέβεια να υποθέσουμε την ύπαρξη μητέρας στην ουράνια γέννησή Του, έτσι είναι βλαστήμια να υποθέσουμε την ύπαρξη πατέρα στην επίγειά Του γέννηση. Ο Θεός Πατέρας Τον γέννησε χωρίς να χάσει κάτι από την Θεότητά Του. Η παρθένος Τον γέννησε χωρίς να χάσει την παρθενία της. Ούτε πάλι ο Θεός έχασε την Θεϊκή Του υπόσταση όταν Τον γέννησε, γιατί Τον γέννησε όπως αρμόζει σε Θεό. Αλλά κι ούτε η παρθένος φθάρηκε. Ο τοκετός Του ήταν γεγονός πνευματικό. Λοιπόν, ούτε η ουράνιά Του γέννηση μπορεί να εξηγηθεί, ούτε η επίγεια σάρκωσή Του επιδέχεται ερμηνείες. Εκείνο που ξέρω με σιγουριά σήμερα είναι ότι Τον γέννησε η Παρθένος. Πιστεύω ότι Τον γέννησε ο Πατέρας, προαιώνια. Σχετικά με τον τρόπο της γέννησης όμως έμαθα να σιωπώ. Δεν μου υπόδειξαν οι παλιοί να δοκιμάζω λογικές ερμηνείες. Γιατί όταν πρόκειται για το Θεό δεν πρέπει κανείς να αναλύει τα γεγονότα, αλλά να πιστεύει στη δύναμη Αυτού που τα πραγματοποιεί. Αναμφίβολα είναι φυσικός νόμος να γεννά η γυναίκα μόνο όταν συνευρεθεί με άντρα. Όταν όμως μια παρθένος που δεν γνώρισε άντρα γεννήσει και μετά τον τοκετό παραμείνει πάλι παρθένος, αυτό ξεπερνά τούς φυσικούς νόμους. Ότι έχει σχέση με τούς φυσικούς νόμους αξίζει να ερευνιέται, ότι όμως τούς ξεπερνά πρέπει να περιβάλλεται με τιμητική σιωπή. Κι αυτό βέβαια όχι επειδή του πρέπει αποσιώπηση, αλλ΄ επειδή αξίζει να μένει μυστήριο και να τιμάται χωρίς πολυλογίες.
Συγχωρέστε με, σας παρακαλώ, που νιώθω αδύναμος να συνεχίσω το λόγο πέρα από τον πρόλογο. Φοβούμαι να προχωρήσω στην έρευνα των πιο σημαντικών. Δεν κατέχω τον τρόπο. Δεν ξέρω που να στρέψω το λόγο. Τι να πω; για ποιο να μιλήσω; Βλέπω τη μητέρα, αντικρύζω το παιδί, όμως τον τρόπο της γέννησης δεν τον καταλαβαίνω. Όπου ο Θεός έχει άλλη βουλή, εκεί νικιέται ο φυσικός νόμος, νικιέται κι η τάξη του κόσμου. Δεν γεννήθηκε σύμφωνα με τούς νόμους της φύσης. Θαυματούργησε πάνω από τα όρια της φύσης. Η φύση αδράνησε. Ενήργησε η βούληση του Δεσπότη. Τι απερίγραπτο δώρο! Ο Μονογενής που υπάρχει προαιώνια, αυτός που δεν εμπίπτει στις ανθρώπινες αισθήσεις, ο ασύνθετος, ο ασώματος, περιβλήθηκε το σώμα μου. Το σώμα που υπόκειται στη φθορά, που συλλαμβάνεται από τις αισθήσεις. Γιατί; Για να μπορέσει να μας διδάξει καθώς θα Τον βλέπουμε ανάμεσά μας κι έτσι να μας οδηγήσει σε εκείνα που τα χοϊκά μάτια μας αδυνατούν να δούνε. Οι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα μάτια τους παρά στ΄ αυτιά τους κι έτσι αμφιβάλλουν για ότι δεν βλέπουν. Γι΄ αυτό ακριβώς ο Θεός ανέχθηκε να παρουσιαστεί με σώμα μπρος στα μάτια μας για να διαλύσει τις αμφιβολίες που είχαμε, ακούγοντας μόνο τα λόγια Του. Και γεννιέται από παρθένο που αγνοεί την υπόθεση και που δεν πήρε ενεργό μέρος στο γεγονός, ούτε συνεννοήθηκε για την πραγματοποίησή του. Η Παρθένος ήταν απλό όργανο της απόρρητης δύναμης του Θεού. Ένα μόνο πράγμα γνώριζε, εκείνο που ρώτησε κι έμαθε από τον Γαβριήλ. Όταν δηλαδή ρώτησε, «πως έσται μοι τούτο επεί άνδρα ου γιγνώσκω» εκείνος της είπε: Αυτό θέλεις να μάθεις; «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι».
Και πως, ενώ ήταν «μετ΄ αυτής», σε λίγο γεννήθηκε «εξ αυτής»; Όπως ο τεχνίτης όταν βρει εύπλαστη ύλη, κατασκευάζει πιο όμορφο το αγγείο, έτσι και ο Χριστός. Επειδή βρήκε άγιο και το σώμα και την ψυχή της Παρθένου, φιλοτέχνησε έμψυχο Ναό δικό Του. Και αφού κει μέσα, με τον τρόπο που θέλησε, έπλασε τον καινούργιο άνθρωπο, και αφού τον περιβλήθηκε, γεννήθηκε σαν σήμερα, χωρίς καθόλου να απεχθάνεται την κακόμοιρη ανθρώπινη πεσμένη φύση. Και φυσικά δεν θεώρησε προσβλητικό να περιβληθεί το δικό Του έργο. Αλλά και το δημιούργημά Του απολάμβανε την πιο μεγάλη δόξα με το να γίνει ένδυμα του δημιουργού Του. Όπως στην αρχική δημιουργία δεν ήταν δυνατό να υπάρξει ο άνθρωπος πριν πάρει ο Θεός στα χέρια Του τον πηλό, έτσι και το φθαρμένο ανθρώπινο σώμα δεν ήταν δυνατό να ανακαινιστεί, αν δεν γινόταν ένδυμα του δημιουργού Του.
Αλλά τι να πω; Για ποιο πράγμα να μιλήσω; Μένω έκπληκτος μπροστά στο θαύμα. Ο «Παλαιός των ημερών» έχει γίνει παιδάκι. Ο καθισμένος σε θρόνο ψηλό κι υπερυψωμένο τοποθετείται σε φάτνη. Ο αψηλάφητος κι ασύνθετος και ασύμμικτος και ασώματος αγκαλιάζεται από ανθρώπινα χέρια. Αυτός που έσπασε τα δεσμά της αμαρτίας τυλίγεται με σπάργανα, επειδή αυτή είναι η θέλησή Του. Γιατί θέλει να μετατρέψει την ατιμία σε τιμή, να ντύσει την αδοξία με δόξα. Να προβάλει ως ενάρετο ήθος εκείνο που αποτελούσε υπέρτατη προσβολή. Έτσι, λοιπόν, αναλαμβάνει το δικό μου σώμα για να μπορέσω εγώ να υποδεχτώ το Λόγο Του. Και παίρνοντας τη σάρκα μου, μου χαρίζει το Πνεύμα Του, ώστε με τη δοσοληψία αυτή να μου προμηθεύσει το θησαυρό της ζωής. Παίρνει τη σάρκα μου για να με αγιάσει. Μου δίνει το Πνεύμα Του για να με απελευθερώσει.
Αλλά τι να πω; Για ποιο πράγμα να μιλήσω; «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει.» Και ποιόν γέννησε; Ποιόν; Τον κυρίαρχο της φύσης. Η φύση το διακηρύττει. Τον γέννησε όπως Εκείνος θέλησε να γεννηθεί. Ο τρόπος της γέννησης δεν ήταν ο συνηθισμένος φυσικός τρόπος, αλλά Εκείνος, ως κυρίαρχος της φύσης, όρισε έναν αλλιώτικο τρόπο. Να δείξει ήθελε πως ακόμα κι όταν γίνεται άνθρωπος δεν γεννιέται όπως οι άνθρωποι, αλλά καθώς αρμόζει στο Θεό. Λοιπόν, προήλθε από την Παρθένο που υπερνίκησε τούς φυσικούς νόμους, που ξεπέρασε την αναγκαιότητα του γάμου. Ο υπέρτατος αρχηγός της αγιοσύνης έπρεπε να έρθει στον κόσμο μονάχα μέσα από καθαρό κι άγιο τοκετό. Γιατί Αυτός είναι που τότε από άσπιλο χώμα έπλασε τον Αδάμ κι από τον Αδάμ χωρίς συμμετοχή γυναίκας, δημιούργησε γυναίκα. Όπως, λοιπόν, ο Αδάμ χωρίς την συμμετοχή γυναίκας παρήγαγε γυναίκα, έτσι και σαν σήμερα η Παρθένος, χωρίς την συμμετοχή άντρα γέννησε άντρα. «Γιατί είναι άνθρωπος», λέει, «και ποιος θα τον αναγνωρίσει»; Επειδή, λοιπόν, το γυναικείο γένος είχε υποχρέωση προς την ανθρωπότητα, μια και από τον Αδάμ δημιουργήθηκε η γυναίκα χωρίς συνδρομή γυναίκας, γι΄ αυτό ακριβώς σαν σήμερα γέννησε η Παρθένος χωρίς τη συνδρομή άντρα, για να ξοφληθεί το χρέος της Εύας προς τούς άντρες.
Προκειμένου, δηλαδή, να μην υπερηφανευθεί ότι μόνος του δημιούργησε τη γυναίκα ο Αδάμ, γι΄ αυτό ακριβώς η Παρθένος γέννησε άντρα χωρίς να νυμφευθεί, για να φανεί, με την αναλογία αυτή του θαύματος η φυσική ισοτιμία των δύο φύλων. Όπως, μάλιστα, όταν πήρε ο Θεός την πλευρά του Αδάμ για να πλάσει την Εύα, δεν τον άφησε λειψό, έτσι και όταν έπλασε τον έμψυχο ναό Του απ΄ την Παρθένο, δεν κατάργησε την παρθενία Της. Ακέραιος έμεινε ο Αδάμ και μετά την αφαίρεση της πλευράς του. Άφθαρτη έμεινε κι η Παρθένος μετά τον τοκετό.
Ο Θεός δεν δημιούργησε ναό Του από κάποια άλλη ύλη, ούτε έπλασε ένα αλλοιώτικο σώμα για να περιβληθεί, μήπως θεωρηθεί ότι προσβάλλει το υλικό από το οποίο ήταν πλασμένος ο Αδάμ. Κι επειδή ο άνθρωπος εξαπατημένος από το διάβολο έγινε όργανό του, γι΄ αυτό ακριβώς κι ο Θεός περιμάζεψε αυτό τον ξεπεσμένο έμψυχο ναό. Έτσι ώστε να βοηθηθεί ο άνθρωπος κοινωνόντας με το δημιουργό Του και να μπορέσει να απομακρυνθεί από τη συντροφιά του διαβόλου. Όμως και όταν γίνεται άνθρωπος δεν γεννιέται ως κοινός άνθρωπος, αλλά γεννιέται ως Θεός. Γιατί αν προερχόταν από ένα συνηθισμένο γάμο, όπως λόγου χάρη εγώ, οι περισσότεροι δεν θα πίστευαν πως είναι Θεός. Τώρα όμως, γι΄ αυτό ακριβώς γεννιέται από Παρθένο. Γι΄ αυτό κατά την γέννησή Του διατηρεί τη μήτρα της αναλλοίωτη και διαφυλάττει την παρθενία της άφθαρτη. Να με αναγκάσει έτσι θέλει ο ασυνήθιστος τρόπος της γέννησης, να παραδεχτώ πέρα για πέρα την τέλεια θεότητά Του.
Λοιπόν κι αν κάποιος ειδωλολάτρης, κι αν κάποιος Εβραίος με ρωτά πως γίνεται ο Χριστός αν και Θεός ως προς την φύση Του, να έχει πάρει σάρκα ανθρώπου, θα του απαντήσω μ΄ αυτόν τον τρόπο. Θα του παρουσιάσω ως απόδειξη του ισχυρισμού μου την άσπιλη σφραγίδα της παρθενίας. Δεν μπορεί παρά να΄ ναι Θεός Αυτός που νικά τη φυσική τάξη. Δεν μπορεί παρά να΄ ναι ο πλάστης της μήτρας κι ο δημιουργός της παρθενίας Αυτός που γεννήθηκε με τρόπο αμόλυντο και οικοδόμησε για τον εαυτό Του ναό, άγνωστο πως, αλλά πάντως με τον τρόπο που Εκείνος θέλησε...
Γράφει: Άγιος Ι.Χρυσόστομος
***
Tο γιατί και το πως της Σαρκώσεως του Χριστού.
Βλέπω ταυτόχρονα έναν μαραγκό και μια φάτνη και ένα Βρέφος και σπάργανα και λεχώνα Παρθένο που στερείται τα πλέον απαραίτητα, βλέπω τα πάντα να είναι φτωχικά, τα πάντα πλημμυρίζουν από ανέχεια. Είδες πλούτος που υπάρχει μέσα σε τόσο μεγάλη φτώχεια; Είδες πως, ενώ ο Χριστός ήταν πλούσιος, πτώχευσε για χάρη μας; Δεν είχε ούτε κρεβάτι ούτε στρώμα και γι΄ αυτό τοποθετήθηκε σε μια ξερή φάτνη.
Ω φτώχεια που είσαι πηγή πλούτου! Ω πλούτε αμέτρητε που κρύβεσαι από τη φτώχεια! Είναι ξαπλωμένος μες στη φάτνη και συνταράσσει την οικουμένη. Τυλίγεται με σπάργανα και διασπά τα δεσμά της αμαρτίας. Ακόμη δεν μίλησε και δίδαξε τους μάγους και τους παρακίνησε σε μετάνοια και μεταστροφή. Τι να πω και σε τι να αναφερθώ; Να, ένα Βρέφος σπαργανώνεται και τοποθετείται στη φάτνη. Κοντά του είναι η Μαρία που είναι Παρθένος και μητέρα μαζί. Κοντά του και ο Ιωσήφ, που λεγόταν, χωρίς να είναι, πατέρας. Εκείνος, χωρίς να είναι, λεγόταν άνδρας της Μαρίας, κι εκείνη, χωρίς να είναι, λεγόταν γυναίκα του Ιωσήφ. Νόμιμες ονομασίες αλλά χωρίς περιεχόμενο συζυγικού δεσμού. Μπορείς να κατανοήσεις τα λόγια μου, όχι όμως και τα γεγονότα. Ο Ιωσήφ μνηστεύτηκε μόνο τη Μαρία και το Άγιο Πνεύμα την σκέπασε με τη χάρη του. Γι΄ αυτό και βρισκόταν σε απορία ο Ιωσήφ και δε γνώριζε πως να χαρακτηρίσει το Βρέφος. Δεν τολμούσε να πει πως ήταν καρπός μοιχείας και δεν μπορούσε να προφέρει λόγια βλάσφημα σε βάρος της Παρθένου, δεν είχε όμως και τη δύναμη να παραδεχθεί ως δικό του το παιδί, γιατί γνώριζε καλά, πως δεν είχε ιδέα για τον τρόπο που γεννήθηκε, ούτε ποιος έκανε το παιδί. Ενώ λοιπόν βρισκόταν σε απορία, ήρθε από τον ουρανό μήνυμα με τη φωνή του αγγέλου: «Μη φοβάσαι Ιωσήφ, γιατί εκείνο που γεννήθηκε μέσα της προέρχεται από Πνεύμα Άγιον».
Το Άγιο Πνεύμα λοιπόν σκέπασε την Παρθένο. Αλλά γιατί γεννάται ο Χριστός από την Παρθένο και διατηρεί ακέραιη την παρθενία της; Επειδή πριν από πολλούς αιώνες ο διάβολος εξαπάτησε την Εύα, που ήταν κι εκείνη παρθένος, γι΄ αυτό πήγε ο Γαβριήλ τη χαρμόσυνη είδηση στη Μαριάμ που ήταν Παρθένος. Αλλά η Εύα όταν εξαπατήθηκε, προκάλεσε με τα λόγια της το θάνατο στο ανθρώπινο γένος, ενώ η Μαρία, αφού δέχτηκε τη χαρμόσυνη είδηση, γέννησε με ανθρώπινη μορφή το Θεό Λόγο που έγινε σε μάς φορέας αιώνιας ζωής. Ο λόγος της Εύας υπέδειξε το ξύλο, με το οποίο εκδιώχθηκε ο Αδάμ από τον Παράδεισο, ο Λόγος όμως που γεννήθηκε από την Παρθένο έδειξε το σταυρό με τον οποίο μπροστά στα μάτια του Αδάμ οδήγησε το ληστή στον Παράδεισο.
Επειδή λοιπόν δεν πίστευαν οι ειδωλολάτρες ούτε οι Ιουδαίοι ούτε οι αιρετικοί, ότι ο Θεός γέννησε χωρίς καμιά μεταβολή και χωρίς να πάθει τίποτε, γι΄ αυτό γεννήθηκε σήμερα με φθαρτό σώμα και διατήρησε άφθαρτο το φθαρτό, για να δείξει ότι όπως δεν έφθειρε την παρθενία όταν γεννήθηκε από την Παρθένο, έτσι και ο Θεός, χωρίς να πάθει οποιαδήποτε μεταβολή και ρεύση η άγια ουσία του, γέννησε ως Θεός με τρόπο θαυμαστό Θεό. Επειδή λοιπόν οι άνθρωποι αδιαφορούσαν για Εκείνον και κατασκεύαζαν ανθρωπόμορφα είδωλα, τα οποία λάτρευαν περιφρονώντας τον Δημιουργό, γι΄ αυτό και σήμερα ο Λόγος του Θεού, ενώ είναι Θεός, εμφανίστηκε με ανθρώπινη μορφή για να καταργήσει το ψεύδος και να επαναφέρει με μυστικό τρόπο τη λατρεία στον Εαυτό Του. Ας δοξάσουμε λοιπόν Εκείνον, το Χριστό, που μάς άνοιξε δρόμο μέσα από αδιάβατο τόπο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους απέραντους αιώνες. Αμήν.
Ω φτώχεια που είσαι πηγή πλούτου! Ω πλούτε αμέτρητε που κρύβεσαι από τη φτώχεια! Είναι ξαπλωμένος μες στη φάτνη και συνταράσσει την οικουμένη. Τυλίγεται με σπάργανα και διασπά τα δεσμά της αμαρτίας. Ακόμη δεν μίλησε και δίδαξε τους μάγους και τους παρακίνησε σε μετάνοια και μεταστροφή. Τι να πω και σε τι να αναφερθώ; Να, ένα Βρέφος σπαργανώνεται και τοποθετείται στη φάτνη. Κοντά του είναι η Μαρία που είναι Παρθένος και μητέρα μαζί. Κοντά του και ο Ιωσήφ, που λεγόταν, χωρίς να είναι, πατέρας. Εκείνος, χωρίς να είναι, λεγόταν άνδρας της Μαρίας, κι εκείνη, χωρίς να είναι, λεγόταν γυναίκα του Ιωσήφ. Νόμιμες ονομασίες αλλά χωρίς περιεχόμενο συζυγικού δεσμού. Μπορείς να κατανοήσεις τα λόγια μου, όχι όμως και τα γεγονότα. Ο Ιωσήφ μνηστεύτηκε μόνο τη Μαρία και το Άγιο Πνεύμα την σκέπασε με τη χάρη του. Γι΄ αυτό και βρισκόταν σε απορία ο Ιωσήφ και δε γνώριζε πως να χαρακτηρίσει το Βρέφος. Δεν τολμούσε να πει πως ήταν καρπός μοιχείας και δεν μπορούσε να προφέρει λόγια βλάσφημα σε βάρος της Παρθένου, δεν είχε όμως και τη δύναμη να παραδεχθεί ως δικό του το παιδί, γιατί γνώριζε καλά, πως δεν είχε ιδέα για τον τρόπο που γεννήθηκε, ούτε ποιος έκανε το παιδί. Ενώ λοιπόν βρισκόταν σε απορία, ήρθε από τον ουρανό μήνυμα με τη φωνή του αγγέλου: «Μη φοβάσαι Ιωσήφ, γιατί εκείνο που γεννήθηκε μέσα της προέρχεται από Πνεύμα Άγιον».
Το Άγιο Πνεύμα λοιπόν σκέπασε την Παρθένο. Αλλά γιατί γεννάται ο Χριστός από την Παρθένο και διατηρεί ακέραιη την παρθενία της; Επειδή πριν από πολλούς αιώνες ο διάβολος εξαπάτησε την Εύα, που ήταν κι εκείνη παρθένος, γι΄ αυτό πήγε ο Γαβριήλ τη χαρμόσυνη είδηση στη Μαριάμ που ήταν Παρθένος. Αλλά η Εύα όταν εξαπατήθηκε, προκάλεσε με τα λόγια της το θάνατο στο ανθρώπινο γένος, ενώ η Μαρία, αφού δέχτηκε τη χαρμόσυνη είδηση, γέννησε με ανθρώπινη μορφή το Θεό Λόγο που έγινε σε μάς φορέας αιώνιας ζωής. Ο λόγος της Εύας υπέδειξε το ξύλο, με το οποίο εκδιώχθηκε ο Αδάμ από τον Παράδεισο, ο Λόγος όμως που γεννήθηκε από την Παρθένο έδειξε το σταυρό με τον οποίο μπροστά στα μάτια του Αδάμ οδήγησε το ληστή στον Παράδεισο.
Επειδή λοιπόν δεν πίστευαν οι ειδωλολάτρες ούτε οι Ιουδαίοι ούτε οι αιρετικοί, ότι ο Θεός γέννησε χωρίς καμιά μεταβολή και χωρίς να πάθει τίποτε, γι΄ αυτό γεννήθηκε σήμερα με φθαρτό σώμα και διατήρησε άφθαρτο το φθαρτό, για να δείξει ότι όπως δεν έφθειρε την παρθενία όταν γεννήθηκε από την Παρθένο, έτσι και ο Θεός, χωρίς να πάθει οποιαδήποτε μεταβολή και ρεύση η άγια ουσία του, γέννησε ως Θεός με τρόπο θαυμαστό Θεό. Επειδή λοιπόν οι άνθρωποι αδιαφορούσαν για Εκείνον και κατασκεύαζαν ανθρωπόμορφα είδωλα, τα οποία λάτρευαν περιφρονώντας τον Δημιουργό, γι΄ αυτό και σήμερα ο Λόγος του Θεού, ενώ είναι Θεός, εμφανίστηκε με ανθρώπινη μορφή για να καταργήσει το ψεύδος και να επαναφέρει με μυστικό τρόπο τη λατρεία στον Εαυτό Του. Ας δοξάσουμε λοιπόν Εκείνον, το Χριστό, που μάς άνοιξε δρόμο μέσα από αδιάβατο τόπο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους απέραντους αιώνες. Αμήν.
Γράφει: Άγιος Ι.Χρυσόστομος
***
Από την πρώτη ηλικία, ας τα οδηγήσουμε στην ουράνια πολιτεία.
Δεν είδατε ότι όσοι ζουν στις πόλεις, πολλές φορές ,μόλις τα παιδιά τους αποκοπούν από τη θηλή, τα κάνουν θαλλοφόρους και αγωνοθέτες και γυμνασιάρχες και χοροδιάρχες; Αυτό ας κάμνουμε και μεις. Από την πρώτη τους ηλικία ας τα οδηγήσουμε στην ουράνια πολιτεία. Διότι αυτή η επίγεια μόνο δαπανηρή είναι και δεν φέρνει κανένα κέρδος.
Πράγματι, πες μου, ποιό κέρδος θα μπορούσε να προέλθη από τις ζητωκραυγές του λαού; διότι, όταν έλθη η νύχτα, αμέσως όλος εκείνος ο κρότος και ο θόρυβος σβήνει, και όταν περάση το πανηγύρι, σαν να απόλαυσαν ένα όνειρο, έτσι μένουν πάλι έρημοι από κάθε ευφροσύνη και δεν μπορούν να βρουν, αν και την αναζητούν, την ευθυμία ούτε από τα στεφανώματα, ούτε από τις πολυτελείς ενδυμασίες και την άλλη εντυπωσιακή εμφάνισι, διότι όλα αυτά πέρασαν γρηγορότερα από κάθε άνεμο. Ενώ η πολιτεία των ουρανών είναι τελείως αντίθετη∙ χωρίς δαπάνη μας φέρνει πολύ και μόνιμο κέρδος. Διότι αυτόν που ζει εκεί δεν τον επεφημούν διαρκώς άνθρωποι μεθυσμένοι, αλλά το πλήθος των αγγέλων. Και γιατί λέγω το πλήθος των αγγέλων; Θα τον επαινέση και θα τον υποδεχθή ο ίδιος ο Δεσπότης των αγγέλων. Και εκείνος που επαινείται από τον Θεό, όχι μία, ούτε δύο και τρεις μέρες αλλά αιώνια πανηγυρίζει στεφανωμένος και δε θα δης ποτέ το κεφάλι του γυμνό από τη δόξα εκείνη. Διότι ο χορός του πανηγυριού αυτού δεν περιορίζεται σε ορισμένες μόνο μέρες ,αλλά επεκτείνεται στην αιωνιότητα του μέλλοντος.
Στην λειτουργία αυτή ποτέ δεν μπορεί να γίνη η φτώχεια εμπόδιο, αλλά μπορεί και ο φτωχός να τελέση τη λειτουργία αυτή και προπάντων ο φτωχός, διότι είναι απαλλαγμένος από κάθε βιωτική ματαιοδοξία∙ διότι δεν χρειάζεται δαπάνη χρημάτων και περιουσίας, αλλά ψυχή καθαρή και διάνοια γεμάτη από σωφροσύνη. Από αυτήν υφαίνονται για την ψυχή τα ενδύματα της πολιτείας εκείνης και πλέκεται το στεφάνι∙ ώστε αν δεν είναι στολισμένη με τα κατορθώματα της αρετής, δεν την ωφελεί σε τίποτε το πολύ χρυσάφι∙ όπως ακριβώς ούτε ζημιά προκαλείται από την πολλή φτώχεια, αν έχη αποθησαυρισμένο πλούτο εσωτερικό. Από το βιβλίο: ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων Γ΄
«Ο ΓΑΜΟΣ, Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ»
Έκδοσις:
Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους
***
Ἂν τὸ παιδὶ διδαχτεῖ ἀπὸ μικρὸ νὰ σκέπτεται μὲ σωστὸ τρόπο, τότε ἔχει ἤδη ἀποκτήσει μεγάλο πλοῦτο καὶ δόξα.
Δὲν θὰ ἔχεις κατορθώσει τίποτα τὸ σπουδαῖο, ἂν ἔχεις μάθει τὸ παιδί σου κάποια τέχνη ἢ τὴν ἀρχαία φιλοσοφία, μὲ τὴν ὁποῖα θὰ κερδίσει ἐνδεχομένως χρήματα. Τὸ σπουδαῖο θὰ εἶναι ἂν τὸ ἔχεις διδάξει τὴν τέχνη νὰ περιφρονεῖ τὰ χρήματα. Ἂν θέλεις νὰ τὸ κάνεις πλούσιο, ἔτσι νὰ τὸ κάνεις. Γιατὶ πλούσιος δὲν εἶναι ὅποιος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὰ χρήματα ἢ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ὅλα τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα. Αὐτὸ νὰ διδάξεις τὸ παιδί σου. Αὐτὸ νὰ τοῦ μάθεις. Αὐτὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος πλοῦτος.
Μὴν κοιτάζεις, πῶς θὰ τὸ κάνεις νὰ προκόψει -μὲ τὴν ἔννοια βέβαια, ποὺ τὸ κοσμικὸ φρόνημα θεωρεῖ τὴν προκοπὴ- γιατὶ ἔτσι θὰ τὸ καταντήσεις φιλόδοξο. Φρόντισε καλύτερα νὰ τοῦ μάθεις πῶς νὰ περιφρονεῖ, σὲ τούτη ἐδῶ τὴ ζωή, τὴν ἀνθρώπινη δόξα. Ἔτσι μπορεῖ νὰ γίνει καὶ πιὸ ἔνδοξος καὶ πιὸ σπουδαῖος.
Αὐτὰ εἶναι πράγματα, ποὺ εἶναι εὔκολα καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν ἐξ ἴσου, καὶ ἀπὸ τὸν πλούσιο καὶ ἀπὸ τὸ φτωχό. Αὐτὰ δὲν τὰ διδάσκεται κανεὶς ἀπὸ δάσκαλο, οὔτε τοῦ τὰ μαθαίνει καμμιὰ τέχνη. Αὐτὰ εἶναι πράγματα ποὺ τὰ μαθαίνει κανεὶς ζώντας σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Μὴν φροντίζεις μόνο, νὰ ζήσει τὸ παιδί σου πολλὰ χρόνια ἐδῶ στὴ γῆ. Φρόντισε νὰ ἀξιωθεῖ νὰ ζήσει τὴν ἀτέλειωτη καὶ αἰώνια ζωή.
Εί τις ευγνώμων, εισελθέτω χαίρων εις την χαράν του Κυρίου αυτού.
Εί τις έκαμε νηστεύων, απολαυέτω νύν το δηνάριον.
Εί τις από της πρώτης ώρας ειργάσατο, δεχέσθω σήμερον το δίκαιον όφλημα.
Εί τις μετά την τρίτην ήλθεν, ευχαρίστως εορτασάτω.
Εί τις μετά την έκτην έφθασε, μηδέν αμφιβαλλέτω˙ και γάρ ουδέν ζημειούται.
Εί τις υστέρησεν εις την ενάτην, προσελθέτω, μηδέν ενδοιάζων.
Εί τις εις μόνην έφθασε την ενδεκάτην, μη φοβηθή την βραδύτητα˙ φιλότιμος γάρ ων ο
Δεσπότης, δέχεται τον έσχατον καθάπερ και τον πρώτον˙ αναπαύει τον της ενδεκάτης, ως τον εργασάμενον από της πρώτης˙ και τον ύστερον ελεεί και τον πρώτον θεραπεύει˙ κακείνω δίδωσι και τούτω χαρίζεται˙ και τα έργα δέχεται και την γνώμην ασπάζεται˙ και την πράξιν τιμά και την πρόθεσιν επαινεί.
Ουκούν εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου υμών˙ και πρώτοι και δεύτεροι τον μισθόν απολαύετε.
Πλούσιοι και πένητες μετ’ αλλήλων χορεύσατε˙ εγκρατείς και ράθυμοι την ημέραν τιμήσατε˙ νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευφράνθητε σήμερον.
Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες.
Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών.
Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως˙ πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν˙ εφάνη γάρ η κοινή Βασιλεία.
Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα˙ συγνώμη γάρ εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον˙ ηλευθέρωσε γάρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος.
Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον άδην ο κατελθών εις τον άδην. Επίκρανεν αυτόν, γευσάμενον της σαρκός αυτού. Και τούτο προλαβών Ησαϊας εβόησεν˙ ο άδης φησίν, επικράνθη, συναντήσας σοι κάτω.
Επικράνθη˙ και γάρ κατηργήθη.
Επικράνθη˙ και γάρ ενεπαίχθη.
Επικράνθη˙ και γάρ ενεκρώθη.
Επικράνθη˙ και γάρ καθηρέθη.
Επικράνθη˙ και γάρ εδεσμεύθη.
Έλαβε σώμα και Θεώ περιέτυχεν.
Έλαβε γήν και συνήντησεν ουρανώ.
Έλαβεν όπερ έβλεπε και πέπτωκεν όθεν ουκ έβλεπε.
Πού σου, θάνατε, το κέντρον;
Πού σου, άδη, το νίκος;
Ανέστη Χριστός και σύ καταβέβλησαι.
Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες.
Ανέστη Χριστός και χαίρουσιν άγγελοι.
Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται.
Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος.
Χριστός γάρ εγερθείς εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
***
Ο διάβολος πρώτα ήταν αγαθός άγγελος∙ επειδή ,όμως, έδειξε αμέλεια και κυριεύθηκε από απόγνωση, έπεσε σε τόση κακία, που δεν μπορεί πια να σηκωθεί. Το ότι ήταν αγαθός πρώτα, το βεβαιώνει ο Κύριος, που λέει: «Είδα το σατανά να πέφτει από τον ουρανό σαν αστραπή» (Λουκ. 10:18 ) . Η παρομοίωσή του με την αστραπή φανερώνει και τη λαμπρότητα της προηγούμενης καταστάσεώς του και τη σφοδρότητα της πτώσης του.
Ο Παύλος ήταν βλάσφημος και διώκτης και υβριστής∙ επειδή , όμως, δεν κυριεύθηκε από απόγνωση και σηκώθηκε από την αμαρτία, έγινε ίσος με τους αγγέλους. Ο Ιούδας ήταν απόστολος∙ επειδή ,όμως, έδειξε αμέλεια, έγινε προδότης. Ο ληστής , ύστερ’ από τόσα κακουργήματα που έκανε, δεν απελπίστηκε∙ έτσι μπήκε πρώτος απ’ όλους στον παράδεισο. Ο Φαρισαίος ,επειδή υπερηφανεύθηκε, έπεσε από τα ύψη της αρετής∙ και ο τελώνης , επειδή δεν απελπίστηκε, ανέβηκε τόσο ψηλά, ώστε ξεπέρασε την αρετή του Φαρισαίου.
Θέλεις να σου δείξω και όλη ολόκληρη που έκανε το ίδιο; Η πόλη των Νινευϊτών μ’ αυτόν τον τρόπο σώθηκε, μολονότι η απόφαση του Θεού τους οδηγούσε σε απόγνωση∙ γιατί δεν είπε πως , αν μετανοήσουν ,θα σωθούν, αλλά : «Τρεις μέρες ακόμα και η Νινευή θα καταστραφεί» (Ιων.3:4 ) . Όμως, αν και απειλούσε ο Θεός, αν και φώναζε ο προφήτης Ιωνάς, αν και η απόφαση δεν είχε αναβολή ή περιορισμό, οι Νινευϊτες δεν έχασαν τον θάρρος και την ελπίδα τους. Και γιατί δεν έβαλε κανέναν όρο; Γιατί δεν είπε: «Αν μετανοήσουν, θα σωθούν»; Για να παραδειγματιστούμε εμείς και, όταν ακούμε καταδικαστική απόφαση του Θεού χωρίς όρο κι περιορισμό, ούτε τότε ν’ απελπιζόμαστε, αλλά να μετανοούμε.
Αυτά, λοιπόν, έχοντας υπόψη μας, ποτέ να μην απελπιζόμαστε. Κανένα όπλο δεν είναι τόσο αποτελεσματικό στα χέρια του διαβόλου όσο η απόγνωση. Γι’ αυτό και δεν του προξενούμε τόση ευχαρίστηση όταν αμαρτάνουμε, όση όταν απελπιζόμαστε…
… Γνωρίζοντας λοιπόν, πως ο ουράνιος Πατέρας μας , ο Καλός Ποιμένας , όχι μόνο δεν μας περιφρονεί, όταν επιστρέφουμε σ’ Αυτόν, αλλά και με μεγαλύτερη προθυμία και στοργή μας δέχεται απ’ ό,τι εκείνους που κατόρθωσαν την αρετή, γνωρίζοντας πως όχι μόνο δεν τιμωρεί τους πλανεμένους, αλλά και βγαίνει σε αναζήτησή τους και χαίρεται περισσότερο γι’ αυτούς, όταν τους βρει, παρά για όσους έχει κοντά Του, ούτε ν’ απελπιζόμαστε πρέπει, όταν βρισκόμαστε στην αμαρτία, ούτε όμως και να ξεθαρρεύουμε όταν κάνουμε το καλό∙ αλλά, και όταν αμαρτάνουμε, να μετανοούμε, και όταν ασκούμε την αρετή, να προσέχουμε μην πέσουμε. Γιατί προδοσία της σωτηρίας μας είναι και τα δυο τούτα, δηλαδή τόσο το να ξεθαρρεύουμε , όταν βρισκόμαστε στο δρόμο της αρετής, όσο και το ν’ απελπιζόμαστε, όταν πέφτουμε στην αμαρτία…
… «Σήμερα», λοιπόν, όσο δηλαδή διαρκεί η παρούσα ζωή, ας μην απελπιζόμαστε. Στηρίζοντας τις ελπίδες μας στον Κύριο και αναγνωρίζοντας την άπειρη φιλανθρωπία Του, ας πετάξουμε πρόθυμοι μακριά μας κάθε κακία, ας πιαστούμε από την αρετή, ας δείξουμε απέραστη μετάνοια, ας καθαριστούμε εδώ απ’ όλα τ’ αμαρτήματά μας, για να μπορέσουμε με παρρησία να σταθούμε στο φοβερό βήμα του Χριστού και να μπούμε στη βασιλεία των ουρανών, με τη χάρη του Θεού μας.
Από το βιβλίο : «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Β΄»
ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΕΚΔΟΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΟΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2006
***
Πράγματι, πες μου, ποιό κέρδος θα μπορούσε να προέλθη από τις ζητωκραυγές του λαού; διότι, όταν έλθη η νύχτα, αμέσως όλος εκείνος ο κρότος και ο θόρυβος σβήνει, και όταν περάση το πανηγύρι, σαν να απόλαυσαν ένα όνειρο, έτσι μένουν πάλι έρημοι από κάθε ευφροσύνη και δεν μπορούν να βρουν, αν και την αναζητούν, την ευθυμία ούτε από τα στεφανώματα, ούτε από τις πολυτελείς ενδυμασίες και την άλλη εντυπωσιακή εμφάνισι, διότι όλα αυτά πέρασαν γρηγορότερα από κάθε άνεμο. Ενώ η πολιτεία των ουρανών είναι τελείως αντίθετη∙ χωρίς δαπάνη μας φέρνει πολύ και μόνιμο κέρδος. Διότι αυτόν που ζει εκεί δεν τον επεφημούν διαρκώς άνθρωποι μεθυσμένοι, αλλά το πλήθος των αγγέλων. Και γιατί λέγω το πλήθος των αγγέλων; Θα τον επαινέση και θα τον υποδεχθή ο ίδιος ο Δεσπότης των αγγέλων. Και εκείνος που επαινείται από τον Θεό, όχι μία, ούτε δύο και τρεις μέρες αλλά αιώνια πανηγυρίζει στεφανωμένος και δε θα δης ποτέ το κεφάλι του γυμνό από τη δόξα εκείνη. Διότι ο χορός του πανηγυριού αυτού δεν περιορίζεται σε ορισμένες μόνο μέρες ,αλλά επεκτείνεται στην αιωνιότητα του μέλλοντος.
Στην λειτουργία αυτή ποτέ δεν μπορεί να γίνη η φτώχεια εμπόδιο, αλλά μπορεί και ο φτωχός να τελέση τη λειτουργία αυτή και προπάντων ο φτωχός, διότι είναι απαλλαγμένος από κάθε βιωτική ματαιοδοξία∙ διότι δεν χρειάζεται δαπάνη χρημάτων και περιουσίας, αλλά ψυχή καθαρή και διάνοια γεμάτη από σωφροσύνη. Από αυτήν υφαίνονται για την ψυχή τα ενδύματα της πολιτείας εκείνης και πλέκεται το στεφάνι∙ ώστε αν δεν είναι στολισμένη με τα κατορθώματα της αρετής, δεν την ωφελεί σε τίποτε το πολύ χρυσάφι∙ όπως ακριβώς ούτε ζημιά προκαλείται από την πολλή φτώχεια, αν έχη αποθησαυρισμένο πλούτο εσωτερικό. Από το βιβλίο: ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων Γ΄
«Ο ΓΑΜΟΣ, Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ»
Έκδοσις:
Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους
***
Η ανατροφή των παιδιών.
Ὅταν πρόκειται, γιὰ τὴν φροντίδα τῆς ἀνατροφῆς καὶ τὴν παιδαγωγία τῶν παιδιῶν μας, ἂς παίρνουν ὅλα τὰ ἄλλα δεύτερη θέση καὶ σημασία.Ἂν τὸ παιδὶ διδαχτεῖ ἀπὸ μικρὸ νὰ σκέπτεται μὲ σωστὸ τρόπο, τότε ἔχει ἤδη ἀποκτήσει μεγάλο πλοῦτο καὶ δόξα.
Δὲν θὰ ἔχεις κατορθώσει τίποτα τὸ σπουδαῖο, ἂν ἔχεις μάθει τὸ παιδί σου κάποια τέχνη ἢ τὴν ἀρχαία φιλοσοφία, μὲ τὴν ὁποῖα θὰ κερδίσει ἐνδεχομένως χρήματα. Τὸ σπουδαῖο θὰ εἶναι ἂν τὸ ἔχεις διδάξει τὴν τέχνη νὰ περιφρονεῖ τὰ χρήματα. Ἂν θέλεις νὰ τὸ κάνεις πλούσιο, ἔτσι νὰ τὸ κάνεις. Γιατὶ πλούσιος δὲν εἶναι ὅποιος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὰ χρήματα ἢ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ὅλα τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα. Αὐτὸ νὰ διδάξεις τὸ παιδί σου. Αὐτὸ νὰ τοῦ μάθεις. Αὐτὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος πλοῦτος.
Μὴν κοιτάζεις, πῶς θὰ τὸ κάνεις νὰ προκόψει -μὲ τὴν ἔννοια βέβαια, ποὺ τὸ κοσμικὸ φρόνημα θεωρεῖ τὴν προκοπὴ- γιατὶ ἔτσι θὰ τὸ καταντήσεις φιλόδοξο. Φρόντισε καλύτερα νὰ τοῦ μάθεις πῶς νὰ περιφρονεῖ, σὲ τούτη ἐδῶ τὴ ζωή, τὴν ἀνθρώπινη δόξα. Ἔτσι μπορεῖ νὰ γίνει καὶ πιὸ ἔνδοξος καὶ πιὸ σπουδαῖος.
Αὐτὰ εἶναι πράγματα, ποὺ εἶναι εὔκολα καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν ἐξ ἴσου, καὶ ἀπὸ τὸν πλούσιο καὶ ἀπὸ τὸ φτωχό. Αὐτὰ δὲν τὰ διδάσκεται κανεὶς ἀπὸ δάσκαλο, οὔτε τοῦ τὰ μαθαίνει καμμιὰ τέχνη. Αὐτὰ εἶναι πράγματα ποὺ τὰ μαθαίνει κανεὶς ζώντας σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Μὴν φροντίζεις μόνο, νὰ ζήσει τὸ παιδί σου πολλὰ χρόνια ἐδῶ στὴ γῆ. Φρόντισε νὰ ἀξιωθεῖ νὰ ζήσει τὴν ἀτέλειωτη καὶ αἰώνια ζωή.
Γράφει: Ἰωάν.Χρυσόστομος: P.G. 61,150, κ.εξ
***
Κατηχητικός Λόγος.
Εί τις ευσεβής και φιλόθεος, απολαυέτω της καλής ταύτης και λαμπράς πανηγύρεως.Εί τις ευγνώμων, εισελθέτω χαίρων εις την χαράν του Κυρίου αυτού.
Εί τις έκαμε νηστεύων, απολαυέτω νύν το δηνάριον.
Εί τις από της πρώτης ώρας ειργάσατο, δεχέσθω σήμερον το δίκαιον όφλημα.
Εί τις μετά την τρίτην ήλθεν, ευχαρίστως εορτασάτω.
Εί τις μετά την έκτην έφθασε, μηδέν αμφιβαλλέτω˙ και γάρ ουδέν ζημειούται.
Εί τις υστέρησεν εις την ενάτην, προσελθέτω, μηδέν ενδοιάζων.
Εί τις εις μόνην έφθασε την ενδεκάτην, μη φοβηθή την βραδύτητα˙ φιλότιμος γάρ ων ο
Δεσπότης, δέχεται τον έσχατον καθάπερ και τον πρώτον˙ αναπαύει τον της ενδεκάτης, ως τον εργασάμενον από της πρώτης˙ και τον ύστερον ελεεί και τον πρώτον θεραπεύει˙ κακείνω δίδωσι και τούτω χαρίζεται˙ και τα έργα δέχεται και την γνώμην ασπάζεται˙ και την πράξιν τιμά και την πρόθεσιν επαινεί.
Ουκούν εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου υμών˙ και πρώτοι και δεύτεροι τον μισθόν απολαύετε.
Πλούσιοι και πένητες μετ’ αλλήλων χορεύσατε˙ εγκρατείς και ράθυμοι την ημέραν τιμήσατε˙ νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευφράνθητε σήμερον.
Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες.
Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών.
Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως˙ πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν˙ εφάνη γάρ η κοινή Βασιλεία.
Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα˙ συγνώμη γάρ εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον˙ ηλευθέρωσε γάρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος.
Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον άδην ο κατελθών εις τον άδην. Επίκρανεν αυτόν, γευσάμενον της σαρκός αυτού. Και τούτο προλαβών Ησαϊας εβόησεν˙ ο άδης φησίν, επικράνθη, συναντήσας σοι κάτω.
Επικράνθη˙ και γάρ κατηργήθη.
Επικράνθη˙ και γάρ ενεπαίχθη.
Επικράνθη˙ και γάρ ενεκρώθη.
Επικράνθη˙ και γάρ καθηρέθη.
Επικράνθη˙ και γάρ εδεσμεύθη.
Έλαβε σώμα και Θεώ περιέτυχεν.
Έλαβε γήν και συνήντησεν ουρανώ.
Έλαβεν όπερ έβλεπε και πέπτωκεν όθεν ουκ έβλεπε.
Πού σου, θάνατε, το κέντρον;
Πού σου, άδη, το νίκος;
Ανέστη Χριστός και σύ καταβέβλησαι.
Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες.
Ανέστη Χριστός και χαίρουσιν άγγελοι.
Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται.
Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος.
Χριστός γάρ εγερθείς εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
***
Απελπισία και αμέλεια.
ΣΤΗ ζωή του χριστιανού η απελπισία και η αμέλεια είναι καταστροφικές. Εκείνον που έπεσε σε αμάρτημα, η απελπισία δεν τον αφήνει να σηκωθεί∙ κι εκείνον που είναι όρθιος, η αμέλεια τον κάνει να πέσει. Η απελπισία στερεί τον άνθρωπο από τ’ αγαθά που έχει αποκτήσει ∙ η αμέλεια δεν τον αφήνει ν’ απαλλαγεί από τα κακά που τον βαραίνουν. Η αμέλεια σε κατεβάζει και απ’ αυτούς τους ουρανούς, ενώ η απελπισία σε γκρεμίζει ολότελα στην άβυσσο της κακίας. Κοίτα να δεις τη δύναμη που έχουν και οι δύο. Ο διάβολος πρώτα ήταν αγαθός άγγελος∙ επειδή ,όμως, έδειξε αμέλεια και κυριεύθηκε από απόγνωση, έπεσε σε τόση κακία, που δεν μπορεί πια να σηκωθεί. Το ότι ήταν αγαθός πρώτα, το βεβαιώνει ο Κύριος, που λέει: «Είδα το σατανά να πέφτει από τον ουρανό σαν αστραπή» (Λουκ. 10:18 ) . Η παρομοίωσή του με την αστραπή φανερώνει και τη λαμπρότητα της προηγούμενης καταστάσεώς του και τη σφοδρότητα της πτώσης του.
Ο Παύλος ήταν βλάσφημος και διώκτης και υβριστής∙ επειδή , όμως, δεν κυριεύθηκε από απόγνωση και σηκώθηκε από την αμαρτία, έγινε ίσος με τους αγγέλους. Ο Ιούδας ήταν απόστολος∙ επειδή ,όμως, έδειξε αμέλεια, έγινε προδότης. Ο ληστής , ύστερ’ από τόσα κακουργήματα που έκανε, δεν απελπίστηκε∙ έτσι μπήκε πρώτος απ’ όλους στον παράδεισο. Ο Φαρισαίος ,επειδή υπερηφανεύθηκε, έπεσε από τα ύψη της αρετής∙ και ο τελώνης , επειδή δεν απελπίστηκε, ανέβηκε τόσο ψηλά, ώστε ξεπέρασε την αρετή του Φαρισαίου.
Θέλεις να σου δείξω και όλη ολόκληρη που έκανε το ίδιο; Η πόλη των Νινευϊτών μ’ αυτόν τον τρόπο σώθηκε, μολονότι η απόφαση του Θεού τους οδηγούσε σε απόγνωση∙ γιατί δεν είπε πως , αν μετανοήσουν ,θα σωθούν, αλλά : «Τρεις μέρες ακόμα και η Νινευή θα καταστραφεί» (Ιων.3:4 ) . Όμως, αν και απειλούσε ο Θεός, αν και φώναζε ο προφήτης Ιωνάς, αν και η απόφαση δεν είχε αναβολή ή περιορισμό, οι Νινευϊτες δεν έχασαν τον θάρρος και την ελπίδα τους. Και γιατί δεν έβαλε κανέναν όρο; Γιατί δεν είπε: «Αν μετανοήσουν, θα σωθούν»; Για να παραδειγματιστούμε εμείς και, όταν ακούμε καταδικαστική απόφαση του Θεού χωρίς όρο κι περιορισμό, ούτε τότε ν’ απελπιζόμαστε, αλλά να μετανοούμε.
Αυτά, λοιπόν, έχοντας υπόψη μας, ποτέ να μην απελπιζόμαστε. Κανένα όπλο δεν είναι τόσο αποτελεσματικό στα χέρια του διαβόλου όσο η απόγνωση. Γι’ αυτό και δεν του προξενούμε τόση ευχαρίστηση όταν αμαρτάνουμε, όση όταν απελπιζόμαστε…
… Γνωρίζοντας λοιπόν, πως ο ουράνιος Πατέρας μας , ο Καλός Ποιμένας , όχι μόνο δεν μας περιφρονεί, όταν επιστρέφουμε σ’ Αυτόν, αλλά και με μεγαλύτερη προθυμία και στοργή μας δέχεται απ’ ό,τι εκείνους που κατόρθωσαν την αρετή, γνωρίζοντας πως όχι μόνο δεν τιμωρεί τους πλανεμένους, αλλά και βγαίνει σε αναζήτησή τους και χαίρεται περισσότερο γι’ αυτούς, όταν τους βρει, παρά για όσους έχει κοντά Του, ούτε ν’ απελπιζόμαστε πρέπει, όταν βρισκόμαστε στην αμαρτία, ούτε όμως και να ξεθαρρεύουμε όταν κάνουμε το καλό∙ αλλά, και όταν αμαρτάνουμε, να μετανοούμε, και όταν ασκούμε την αρετή, να προσέχουμε μην πέσουμε. Γιατί προδοσία της σωτηρίας μας είναι και τα δυο τούτα, δηλαδή τόσο το να ξεθαρρεύουμε , όταν βρισκόμαστε στο δρόμο της αρετής, όσο και το ν’ απελπιζόμαστε, όταν πέφτουμε στην αμαρτία…
… «Σήμερα», λοιπόν, όσο δηλαδή διαρκεί η παρούσα ζωή, ας μην απελπιζόμαστε. Στηρίζοντας τις ελπίδες μας στον Κύριο και αναγνωρίζοντας την άπειρη φιλανθρωπία Του, ας πετάξουμε πρόθυμοι μακριά μας κάθε κακία, ας πιαστούμε από την αρετή, ας δείξουμε απέραστη μετάνοια, ας καθαριστούμε εδώ απ’ όλα τ’ αμαρτήματά μας, για να μπορέσουμε με παρρησία να σταθούμε στο φοβερό βήμα του Χριστού και να μπούμε στη βασιλεία των ουρανών, με τη χάρη του Θεού μας.
Από το βιβλίο : «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Β΄»
ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΕΚΔΟΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΟΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2006
***
Η ανεξικακία, αρετή των πιστών.
Δυο πράγματα ζητεί από μας ο Χριστός αναφέροντας τη σημερινή παραβολή. Πρώτα να παραδεχώμαστε τα σφάλματά μας και στη συνέχεια να συγχωρούμε τους άλλους. Το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο για να γίνεται σωστότερα (όποιος παραδέχεται βαθειά μέσα του τα αμαρτήματά του, γίνεται πιο σπλαχνικός στον συναμαρτωλό του). Και ας μη συγχωρούμε μόνο στα λόγια, αλλά από καρδιάς. Μη σφάζουμε τον εαυτό μας με το να κρατούμε μέσα μας κακία. Γιατί ποιος νομίζεις πως μπορεί να σε λυπήση τόσο θανάσιμα, όσο καταφέρνεις συ ο ίδιος, με το να έχης μέσα σου μνήμη της οργής και έτσι να φέρνης καταπάνω σου την καταδίκη του Θεού στην μέλλουσα κρίσι;... Μη δικαιολογήσαι ότι σε έβρισε κάποιος, ή σε συκοφάντησε, ή σου έκαμε πολλά κακά. Όσα περισσότερα κακά αναφέρης ότι σου προξένησε, τόσο περισσότερο ευεργέτης τελικά σου γίνεται. Γιατί σου έδωσε αφορμή να ξεπλύνης τα δικά σου αμαρτήματα με την υπομονή και την ανεξικακία.Γράφει: Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Πηγή: "ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ"ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
***
Λύπη και αθυμία
Τη λύπη την έβαλε μέσα μας ο Θεός . Όχι, όμως , για να τη μεταχειριζόμαστε άσκοπα ή και βλαπτικά, σε ακατάλληλο χρόνο και σε αντίθετες συνθήκες στη φύση μας περιστάσεις, κλονίζοντας έτσι την υγεία της ψυχής και του σώματος , αλλά για ν’ αποκομίζουμε απ’ αυτήν όσο γίνεται μεγαλύτερο πνευματικό κέρδος. Γι’ αυτό, δεν πρέπει να λυπόμαστε όταν παθαίνουμε κάτι κακό, μα όταν κάνουμε κάτι κακό. Εμείς, ωστόσο, έχουμε αντιστρέψει τα πράγματα. Έτσι, και αμέτρητα κακά να διαπράξουμε, ούτε λυπόμαστε ούτε ντρεπόμαστε. Αν ,όμως, πάθουμε και ο παραμικρό κακό από κάποιον , τότε τα χάνουμε , βαριοθυμούμε, γινόμαστε συντρίμμια και δεν συλλογιζόμαστε πως οι θλίψεις και οι πειρασμοί φανερώνουν τη φροντίδα του Θεού για μας περισσότερο από τα ευχάριστα περιστατικά.
Αλλά γιατί αναφέρω τις θλίψεις αυτής της ζωής; Μήπως και η απειλή του αιωνίου κολασμού δεν αποτελεί τη φιλανθρωπία του Θεού καλύτερα από την υπόσχεσή Του για την ουράνια βασιλεία; Γιατί ,αν δεν υπήρχε η απειλή του αιωνίου κολασμού, λίγοι θα ήταν εκείνοι που θα κέρδιζαν τη σωτηρία. Δεν είναι, βλέπεις, αρκετή για μας, τους ράθυμους, η υπόσχεση των ουράνιων αγαθών. Ο φόβος της κολάσεως πιο πολύ μας παρακινεί στην αρετή.
Γι’ αυτό, λοιπόν, υπάρχουν η λύπη και η αθυμία , όχι για να μας κυριεύουν όταν πεθαίνη ένα αγαπημένο μας πρόσωπο ή όταν χάνουμε χρήματα ή όταν δοκιμάζουμε κάποια αποτυχία, αλλά για να μας βοηθούν στον πνευματικό μας αγώνα. Ας λυπόμαστε όχι για τη θλίψη ή τη βλάβη που μας προξενεί κάποιος , αλλά για τις αμαρτίες μας, με τις οποίες λυπούμε το Θεό. Γιατί οι αμαρτίες διώχνουν μακριά μας το Θεό, ενώ οι θλίψεις , που δοκιμάζουμε από άλλους ανθρώπους, Τον κάνουν να μένει κοντά μας ως προστάτης.
Άλλωστε, πρέπει να το πάρεις απόφαση, άνθρωπέ μου, ότι στη ζωή αυτή θα έχεις βάσανα, δοκιμασίες, προβλήματα, πειρασμούς. Πρέπει να τ’ αντιμετωπίζεις με γενναιότητα όλα αυτά, χρησιμοποιώντας ως όπλα την πίστη, την ελπίδα, την υπομονή. Ας εύχεσαι , βέβαια, να μην πέσεις ποτέ ως πειρασμό. Όταν, όμως, παραχωρεί κάποιον ο Θεός , μην ταράζεσαι. Κάνε ό,τι μπορείς για να φανείς αληθινός στρατιώτης του Χριστού.
Δεν βλέπεις που οι γενναίοι στρατιώτες , όταν η σάλπιγγα τους καλεί στην μάχη ,αποβλέποντας στη νίκη , θυμούνται τους ένδοξους προγόνους τους, που έκαναν μεγάλα κατορθώματα, και ρίχνονται με θάρρος στον αγώνα; Όμοια κι εσύ, όταν έρχεται η ώρα της πνευματικής μάχης, να θυμάσαι τα κατορθώματα των αγίων μαρτύρων και ν’ αγωνίζεσαι με γενναιότητα, με πίστη, με χαρά.
Δεν μπορεί, λοιπόν, ποτέ να λυπάται ο χριστιανός; Μπορεί, αλλά για δύο μονάχα λόγους: Όταν είτε ο ίδιος είτε ο πλησίον του έρχεται σε αντίθεση με το Θεό και το άγιο θέλημά Του. Δεν πρέπει, επομένως, να στενοχωριούνται και να θλίβονται εκείνοι που κακολογούνται, μα εκείνοι που κακολογούν. Γιατί δε θ’ απολογηθούν οι πρώτοι ,για όσα λέγονται σε βάρος άλλων. Αυτοί πρέπει να τρέμουν και ν’ ανησυχούν, γιατί αργά η γρήγορα θα συρθούν στο φοβερό Δικαστήριο του Θεού, όπου θα λογοδοτήσουν για όσες κακολογίες ξεστόμισαν. Κι εκείνοι που κακολογούνται, πάντως, πρέπει ν’ ανησυχούν, αν όσα λένε γι’ αυτούς είναι αληθινά.
Αξιολύπητοι, βλέπεις, είναι οι αμαρτωλοί, έστω κι αν κανένας δεν τους κατηγορεί. Αξιοζήλευτοι , απεναντίας, είναι οι ενάρετοι, έστω κι αν ο κόσμος όλος τους κατατρέχει. Γιατί, όταν η συνείδηση ενός ανθρώπου είναι ήσυχη, όσες τρικυμίες κι αν ξεσηκώνονται εναντίον του, αυτός θα βρίσκεται πάντα σε λιμάνι γαλήνιο. Όταν, όμως, η συνείδησή του είναι ταραγμένη, ακόμη κι αν όλα του έρχονται ευνοϊκά, θα βασανίζεται, σαν τον ναυαγό στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Αλλά και με την πέψη των τροφών, τι συμβαίνει; Όταν το στομάχι μας είναι γερό, όσο δύσπεπτο φαγητό κι αν τρώμε, το χωνεύουμε ομαλά, δίχως να ταλαιπωρούμαστε από βαρυστομαχιά, ξυνίλες ή καούρες. Όταν , όμως, το στομάχι μας έχει κάποια βλάβη, και την πιο εύπεπτη τροφή αν του προσφέρουμε, τη δέχεται με δυσκολία, σαν να είναι η πιο βαρειά.
Τι εννοώ με όλα αυτά; Ότι η ψυχή που υποφέρει από λύπη και αθυμία, δεν μπορεί ούτε απ’ όσα της λες να ωφεληθεί ούτε κάτι ωφέλιμο να πει. Όπως ένα πυκνό σύννεφο, που σκεπάζει τον ήλιο, εμποδίζει τις ακτίνες του να φθάσουν στη γη, έτσι και η λύπη, που σαν άλλο σύννεφο σκεπάζει την ψυχή, δεν αφήνει τις ακτίνες της λογικής να την φωτίσουν. Γι’ αυτό ο υπερβολικά λυπημένος άνθρωπος συνήθως είτε παραλογίζεται είτε βυθίζεται σε σιωπή. Μα και οι άλλοι, που τον βλέπουν , προτιμούν κι αυτοί να σωπάσουν. Θυμάστε τους τρεις φίλους του Ιώβ; Όταν τον αντίκρισαν γεμάτο πληγές και καθισμένο πάνω στην κοπριά, ξέσπασαν σε κλάματα και ξέσκισαν τα ρούχα τους. Έπειτα έμειναν μαζί του εφτά μερόνυχτα, αλλά, βλέποντας πόσο μεγάλος ήταν ο πόνος του, κανένας τους δεν άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει. Γνώριζαν καλά, βλέπεις, ότι, γι’ αυτούς που υποφέρουν, τίποτα δεν υπάρχει καλύτερο από την ησυχία και την σιωπή ( Ιώβ 2:11-13 ) .
Ας μην αφήνουμε την λύπη , πάντως, να μας κυριεύει τόσο, ώστε να ,ας οδηγεί σε παράλογες ενέργειες είτε σε αδιάκριτη εσωστρέφεια. Μας βρήκε ένας πειρασμός, μια δοκιμασία, μια συμφορά; Ο Θεός, που παραχώρησε τον πειρασμό, γνωρίζει και πότε πρέπει να λήξει. Αυτός, ως παντοδύναμος, μπορεί να μας απαλλάξει από κάθε κακό, όταν έρθει η κατάλληλη ώρα, προπαντός όταν μετανοήσουμε για τις αμαρτίες μας και επιστρέψουμε κοντά Του.
Είναι, πραγματικά αξιοθαύμαστοι όσοι καίγονται μέσα στο καμίνι των θλίψεων και υπομένουν τη φωτιά με γενναιότητα. Μας θυμίζουν τους άγιους Τρεις Παίδες, τον Ανανία, τον Μισαήλ και τον Αζαρία, που δεν τους άγγιξαν οι φλόγες του καμινιού, όταν ρίχτηκαν εκεί από το βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ για την εμμονή τους στη λατρεία του αληθινού Θεού ( Δαν. 3:1-33 ) . Ούτε ταράχθηκαν ούτε λιποψύχησαν τα τρία παλικάρια , όταν αποφασίστηκε η θανάτωσή τους με τόσο φρικτό τρόπο. Η πίστη, η αγάπη και η αφοσίωσή τους στον Κύριο ήταν τόσες, ώστε αντιμετώπιζαν με χαρά ακόμα και το μαρτύριο. Μέσα στο καμίνι δεν έκαναν τίποτ’ άλλο παρά να δοξολογούν το όνομα του Θεού. Κι Εκείνος δεν άφησε ούτε μια τρίχα τους να καεί. Έτσι, βγήκαν από τη φωτιά θριαμβευτές και θαυμάζονται μέχρι σήμερα από τους ανθρώπους.
Το ίδιο μπορούμε να πούμε για όλους τους αγίους. Τους θαυμάζουμε και τους τιμούμε, γιατί όχι μόνο δίχως λύπη, μα και με μεγάλη χαρά αντιμετώπισαν κινδύνους, διώξεις, συκοφαντίες, βασανιστήρια, ακόμα και θάνατο. Χίλιοι πειρασμοί του κύκλωναν, κι αυτοί ήταν ευδιάθετοι. Μύριοι κίνδυνοι τους απειλούσαν, κι αυτοί ήταν γαλήνιοι. Στη σφαγή οδηγούνταν, κι αυτοί ένιωθαν ευφροσύνη. Ό,τι για τους κοινούς ανθρώπους είναι το μεγαλύτερο κακό, δηλαδή η απώλεια της ζωής, γι’ αυτούς ήταν η υπέρτατη ευλογία. Γιατί γνώριζαν πως ο θάνατος για τους πιστούς δούλους του Κυρίου δεν είναι παρά λύτρωση από τα βάσανα της πρόσκαιρης ζωής και μετάβαση στην αιωνιότητα της πάντερπνης ουράνιας βασιλείας. Γνώριζαν, όμως, επίσης πως ο φιλάνθρωπος Θεός, όταν πρέπει, σώζει θαυματουργικά και από τον σωματικό ακόμα θάνατο όσους σταθερά ελπίζουν σ’ Αυτόν και ακλόνητα πιστεύουν στην πρόνοιά Του.
Θυμηθείτε τι έγινε κατά τη μεταγωγή του απόστολου Παύλου στη Ρώμη. Ενώ το πλοίο, με το οποίο ταξίδευαν αυτός και οι συνοδοί του στρατιώτες, έπλεε κοντά στις ακτές της Κρήτης, ξέσπασε σφοδρή θαλασσοταραχή. Η κακοκαιρία συνεχίστηκε για μέρες τόσο άγρια , που κάθε ελπίδα σωτηρίας των ταξιδιωτών χάθηκε. Και τότε ο Παύλος, αφού κάλεσε κοντά του το πλήρωμα και τους επιβάτες , τους είπε:
«… Σας συνιστώ να μη χάσετε το θάρρος σας, γιατί, εκτός από το πλοίο, , που θα βουλιάξει, κανένας σας δε θα χάσει τη ζωή του. Την περασμένη νύχτα μου φανερώθηκε άγγελος του Θεού, στον οποίο ανήκω και τον οποίο λατρεύω και μου είπε : “Μη φοβάσαι, Παύλε! Πρέπει , σύμφωνα με το σχέδιο της θείας πρόνοιας , να παρουσιαστείς στον αυτοκράτορα. Για χάρη σου, λοιπόν, ο Θεός θα σώσει όλους όσοι είναι μαζί σου στο πλοίο”» ( Πραξ. 27: 22-24 ) .
Τον Παύλο, τον εκλεκτό του Χριστού και διδάσκαλο της οικουμένης, που τόσο σκληρά ταλαιπωρήθηκε αλλά και τόσο θαυμαστά ευεργετήθηκε, ας έχουμε πάντα στο νου μας. Γιατί είναι πολύ ωφέλιμη η ενθύμηση των ευεργεσιών του Θεού στους ανθρώπους. Όπως, όταν θυμηθούμε τα καλά που μας έκανε κάποιος φίλος μας, η αγάπη μας σ’ αυτόν γίνεται θερμότερη, έτσι και όταν σκεφτούμε από πόσους κινδύνους μας γλύτωσε ο Θεός, η ευλάβειά μας στο πανάγιο Πρόσωπό Του γίνεται βαθύτερη, ο αγώνας μας για την ευαρέστησή Του εντονότερος, η προθυμία μας για την απόκτηση της αρετής μεγαλύτερη.
Πόσες καi πόσες δοκιμασίες , λοιπόν, δεν πέρασε ο Παύλος! Τις αναφέρει ο ίδιος συνοπτικά, γράφοντας στους Κορίνθιους: « Φυλακίστηκα πολλές φορές , χτυπήθηκα με αφάνταστη αγριότητα, κινδύνεψα να θανατωθώ. Πέντε φορές μαστιγώθηκα από τους Ιουδαίους με τριάντα εννέα μαστιγώματα. Τρεις φορές ραβδίστηκα. Μια φορά πετροβολήθηκα. Τρεις φορές ναυάγησα κι ένα μερόνυχτο έμεινα ναυαγός στο πέλαγος. Έκανα πολλές κοπιαστικές οδοιπορίες. Διάβηκα επικίνδυνα ποτάμια. Κινδύνεψα από ληστές. Κινδύνεψα από τους ομογενείς μου Ιουδαίους. Κινδύνεψα από τους ειδωλολάτρες. Κινδύνεψα από ανθρώπους που υποκρίνονταν τους αδελφούς. Κοπίασα και εμόχθησα πολύ. Πολλές φορές ξαγρύπνησα, πείνασα, δίψασα. Πολλές φορές μου έλειψε ολότελα το φαγητό. Ξεπάγιαζα και δεν είχα ρούχα να φορέσω. Εκτός από τα άλλα, είχα και την καθημερινή πίεση των εχθρών μου…» ( Β΄Κορ. 11:23-28 ) .
Ακούτε τι τράβηξε ο μακάριος απόστολος για το κήρυγμα του Ευαγγελίου; Έφτανε ένα μόνο κακό απ’ όλα αυτά, για να καταθλίψει, να συνταράξει, να συντρίψει την ψυχή του. Και όμως, κανένα δικό του ατύχημα ,καμιά δική του περιπέτεια δεν τον στενοχώρησε ,δεν τον αποκάρδιζε, δεν τον λυπούσε. Τι τον λυπούσε μόνο; Το γράφει ο ίδιος: «Ποιος από τους χριστιανούς είναι άρρωστος σωματικά ή ψυχικά, και δεν υποφέρω κι εγώ μαζί του; Ποιος πέφτει στην αμαρτία , και δεν καίγομαι κι εγώ στο καμίνι του πόνου;» (Β΄ Κορ. 11: 29 ) . Για τα δικά του παθήματα όχι μόνο δεν νοιαζόταν, αλλά και καυχιόταν – «αν πρέπει να καυχηθώ, θα καυχηθώ για τα παθήματά μου», έλεγε ( Β΄Κορ. 11:30 ) . Για τους αδελφούς του χριστιανούς , όμως, και νοιαζόταν και λυπόταν, όταν μάθαινε πως δεν ήταν καλά ή λύγιζαν σε πειρασμό. Τότε, όπως έλεγε, καιγόταν κι αυτός στο καμίνι του πόνου. Και επειδή ποτέ δεν έλειπαν από την Εκκλησία εκείνοι που είχαν το ένα ή το άλλο πρόβλημα, ποτέ δεν έσβηνε κι από την ψυχή του Παύλου η φλόγα της οδύνης, που τον έκαιγε. Και ο πόνος του γινόταν ακόμα μεγαλύτερος ,όταν έβλεπε τους Ιουδαίους να εμμένουν στην απιστία τους. Έφτανε στο σημείο να λέει: «Θα ευχόμουν να χωριστώ εγώ αιώνια από τον Χριστό, φτάνει να πήγαιναν κοντά Του οι ομοεθνείς αδελφοί μου, οι απόγονοι του Ισραήλ» ( Ρωμ. 9: 3-4 ) . Θα προτιμούσε, μ’ άλλα λόγια, να πέσει στη φωτιά της κολάσεως, παρά να βλέπει τους Εβραίους να μένουν στην απιστία. Και αν ήταν πρόθυμος να κολαστεί για τη σωτηρία των αδελφών του , είναι φανερό πως , αφού δεν κατόρθωνε να τους οδηγήσει στο Χριστό, δοκίμαζε θλίψη μεγαλύτερη απ’ όση θα δοκιμάζουν οι κολασμένοι.
Ας θυμηθούμε ,όμως, κι άλλο ένα περιστατικό από τη ζωή του αποστόλου Παύλου. Τον βασάνιζε μια χρόνια ασθένεια. Τρεις φορές παρακάλεσε τον Κύριο να τον θεραπεύσει. Μα η απάντησή Του ήταν: «Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα στην αδυναμία σου» ( Β΄Κορ. 12: 9 ) . Γιατί, αλήθεια, η δύναμη του Θεού φανερώνεται μέσα στην ανθρώπινη αδυναμία; Επειδή, όταν ο άνθρωπος με τις δικές του δυνάμεις δεν μπορεί να κατορθώσει σπουδαία πράγματα, με την ενίσχυση του Θεού μπορεί να επιτελέσει έργα μεγάλα και θαυμαστά: Να αναστήσει νεκρούς, να θεραπεύσει τυφλούς, να καθαρίσει λεπρούς, να κάνει θαύματα πολλά και εξαίσια. Ας μη ζητάει ,όμως, και την απαλλαγή από τους κινδύνους, από το φόβο, από τις ασθένειες. Όλα αυτά τα παραχωρεί ο Θεός, για να μην υπερηφανεύεται ο άνθρωπος.
Μήπως, πάλι, πονάει και υποφέρει ψυχικά, επειδή πολλοί είναι εκείνοι που τον επιβουλεύονται, τον καταδιώκουν , τον χτυπούν; Ας μη νομίσει πως τα παθήματά του οφείλονται σε αδυναμία του Θεού. Γιατί αυτά ακριβώς είναι που αποδεικνύουν τη δύναμή Του: Το να καταδιώκεται κανείς και να καταβάλλει τους διώκτες του∙ το να βασανίζεται και ν’ αποδεικνύεται πιο ισχυρός από τους βασανιστές του∙ το να φυλακίζεται και να μεταστρέφει τους δεσμοφύλακές του ∙ το να χλευάζεται και να συγχωρεί, όπως ο Χριστός, τους χλευαστές του.
Γνωρίζω , βέβαια, πόσο φοβερή και δυσβάσταχτη είναι η χλεύη, η κοροϊδία, η συκοφαντία, η κάθε λογής κακολογία. Όταν, μάλιστα, μας κατηγορεί και μας βρίζει άνθρωπος που τον έχουμε ευεργετήσει, τότε η προσβολή γίνεται ανυπόφορη∙ τότε , αν μας λείπουν η ταπείνωση και η μακροθυμία, μπορεί να πνίγουμε από τη λύπη και την οδύνη.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ας μη νοιαζόμαστε για το αν μας κατηγορούν κάποιοι , αλλά για το αν μας κατηγορούν δικαιολογημένα. Αν, λοιπόν, δικαιολογημένα μας κατηγορούν, πρέπει να κλαίμε και να μετανοούμε. Αν, πάλι, μας κατηγορούν άδικα, πρέπει εκείνους να κλαίμε και τους εαυτούς μας να μακαρίζουμε , φέροντας στο νου μας τα λόγια του Κυρίου: «Μακάριοι είστε όταν σας χλευάσουν και σας καταδιώξουν και σας κακολογήσουν με κάθε ψεύτικη κατηγορία» ( Ματθ. 5:11 ) . Όχι λύπη και αθυμία, αλλά χαρά και αγαλλίαση ας αισθανόμαστε τότε, γιατί η ανταμοιβή μας στους ουρανούς θα είναι μεγάλη.
Από το βιβλίο : «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Β΄»
ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΕΚΔΟΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2006
***
Δεν υπάρχουν άνθρωποι πιο μακάριοι ,αδελφοί μου, από εκείνους που κληρονομούν τη βασιλεία των ουρανών. Και δεν υπάρχουν άνθρωποι πιο δυστυχισμένοι , από εκείνους που τη χάνουν. Αν αυτός που εξορίζεται από την επίγεια πατρίδα του, βρίσκει συμπάθεια απ’ όλους, και αυτός που χάνει τη φθαρτή κληρονομιά του , θεωρείται αξιολύπητος απ’ όλους, πόσο πικρά πρέπει να κλαίει κανείς γι’ αυτόν που διώχνεται από την ουράνια και αιώνια πατρίδα μας, γι’ αυτόν που χάνει τα άφθαρτα αγαθά του παραδείσου, γι’ αυτόν που πηγαίνει στην πύρινη γέενα; Πραγματικά, δεν υπάρχει πιο αξιοθρήνητος άνθρωπος. Όχι μόνο γιατί θα κολάζεται παντοτινά, μα και γιατί θα κολάζεται εκούσια. Αυτοπροαίρετα τραβάει ο αμαρτωλός το δρόμο της αμαρτίας, συνειδητά χωρίζεται ο άπιστος από το Θεό, αβίαστα ακολουθεί ο φαύλος το διάβολο∙ γι’ αυτό, αλίμονο, καταλήγει όπου κι εκείνος. Είναι, λοιπόν, ή δεν είναι άξιος θρήνων; Ναι, και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός θρήνησε την Ιερουσαλήμ, που ήταν βυθισμένη στην ασέβεια ( Λουκ. 13: 31-35 ) .
Σήμερα, δυστυχώς, η ασέβεια κυριαρχεί παντού και είναι μεγαλύτερη απ’ όσο τότε στην Ιερουσαλήμ. Όλοι είμαστε κυριολεκτικά για κλάματα , γιατί ξεπέσαμε από τη μακαριότητα, την ευφροσύνη, τη δόξα, τη λαμπρότητα, τα αγαθά, όπως λέει ο απόστολος Παύλος, που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν έβαλε ποτέ ,τα αγαθά που ετοίμασε ο Θεός για όσους Τον αγαπούν ( Α΄Κορ.2:9 ) . Παρατήρησε την αποστολική διατύπωση . Δεν λέει απλά ότι τα ουράνια αγαθά υπερβαίνουν τα γήινα, μα ότι ανθρώπινος νους δεν μπόρεσε ποτέ να τα συλλάβει. Και είναι εύλογο. Πώς να χωρέσουν στο μικρό ανθρώπινο μυαλό τα μυστήρια του άπειρου Θεού;
Μας δημιούργησε από το μηδέν, μας έβαλε στον παράδεισο, μας αξίωσε να επικοινωνούμε μαζί Του και μας υποσχέθηκε βίο μακάριο, μολονότι δεν Του δώσαμε τίποτα. Τι δεν θα χαρίσει ,λοιπόν, σ’ εκείνους που ευσυνείδητα αγωνίζονται και σε κάθε θυσία υποβάλλονται για χάρη Του; Παρέδωσε στο θάνατο τον μονογενή Υιό Του για τη σωτηρία μας, μολονότι ήμασταν εχθροί Του. Τι δεν θα κάνει ,λοιπόν, όταν γίνουμε φίλοι Του; Παράδοξα, όμως, ενώ Εκείνος με κάθε τρόπο αποζητάει τη φιλία μας, εμείς δεν φροντίζουμε με ζήλο να την αποκτήσουμε∙ ενώ Εκείνος μας καλεί να κληρονομήσουμε τα αγαθά Του, εμείς αμελούμε και αδιαφορούμε.
Ας ανταποκριθούμε, αδελφοί μου, στην κλήση Του και στη φιλία Του, ας απολαύσουμε τους καρπούς της αγάπης Του. Πώς; Ο ίδιος λέει: «Είστε φίλοι μου ,αν κάνετε αυτά που σας παραγγέλλω» ( Ιω. 15:14 ) . Ω Θεέ μου! Εμάς τους ασήμαντους, τους αδύναμους, τους αμαρτωλούς, μας ονομάζεις φίλους Σου Εσύ, ο μεγάλος, ο παντοδύναμος, ο αναμάρτητος Θεός, ο Δημιουργός και Κύριος του σύμπαντος. Τι δεν πρέπει, λοιπόν, πρόθυμα να υπομείνουμε για μια τέτοια φιλία, όταν για φιλία ανθρώπινη πολλές φορές διακινδυνεύουμε και τη ζωή μας;
Και όμως, τίποτα δεν υπομένουμε, καθόλου δεν αγωνιζόμαστε, καμιάν εντολή του Χριστού δεν εκτελούμε. Πραγματικά, πρέπει να κλαίμε και να πενθούμε για το κατάντημά μας. Στερήσαμε οι ίδιοι τον εαυτό μας από την ελπίδα της σωτηρίας. Ο Θεός μας κάλεσε στον ουρανό , μα εμείς προτιμήσαμε τον άδη. Αποδειχθήκαμε ανάξιοι της τιμής που μας έκανε. Ύστερ’ από τις τόσες ευεργεσίες Του, φανήκαμε αχάριστοι αλλά και ασύνετοι. Αφήσαμε τον διάβολο να μας γυμνώσει από’ όλες τις θεϊκές δωρεές. Κι έτσι, εμείς, που αξιωθήκαμε να είμαστε παιδιά και αδέλφια και κληρονόμοι του Θεού ,δεν ξεχωρίζουμε καθόλου από τους εχθρούς Του, που χλευάζουν τη μεγαλοσύνη Του και καταπατούν τον νόμο Του. «Αλίμονο, ψυχή μου!», αναφωνώ μαζί με τον προφήτη. «Χάθηκε η ευσέβεια από τη γη. Ούτ’ ένας δεν υπάρχει που να κάνει το καλό» ( Μιχ. 7:1-2 ) .
Ξέρω ότι πολλοί θεωρούν τα λόγια μου υπερβολικά . Άλλοι ίσως και να γελούν. Τόσο ανόητοι είμαστε , που γελάμε για όσα θα έπρεπε να κλαίμε. «Γιατί η οργή του Θεού φανερώνεται από τον ουρανό, για να τιμωρήσει κάθε ασέβεια και αδικία των ανθρώπων» ( Ρωμ. 1: 18 ). «Ο Θεός , ο Θεός μας θα έρθει φανερά και θα λύσει πια τη σιωπή Του. Μπροστά Του θα πηγαίνει φωτιά δυνατή, ολόγυρά Του θα ξεσπάει καταιγίδα σφοδρή» ( Ψαλμ. 49: 3 ) . «Η φωτιά, που θα προπορεύεται, θα κατακαίει γύρω τους εχθρούς Του» ( Ψαλμ.96: 3 ) . «Να, έρχεται η μέρα του Κυρίου σαν αναμμένο καμίνι» ( Μαλ. 4: 1 ) .
Κανένας δεν δίνει σημασία σε τούτες τις προρρήσεις των Γραφών. Τα φοβερά λόγια των προφητών περιφρονούνται σαν παραμύθια. Πώς, λοιπόν, θα σωθούμε; Πώς θ’ αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία; «Χαθήκαμε, αφανιστήκαμε» ( Αριθ. 17:27 ) , γίναμε περιγέλια των απίστων, των ειδωλολατρών και των δαιμόνων. Ο διάβολος καμαρώνει και χαίρεται. Οι φύλακες άγγελοί μας είναι ντροπιασμένοι και σκυθρωποί. Και οι κήρυκες της Εκκλησίας, που μάταια μας καλούν καθημερινά σε μετάνοια, απογοητευμένοι από την αδιαφορία μας ,καταφεύγουν ,σαν τους προφήτες του Ισραήλ ,στα άψυχα στοιχεία, που, μολονότι άλογα, υποτάσσονται πάντα στους νόμους και όρους του Κτίστη τους, χωρίς ποτέ να παραβαίνουν τη θεία τάξη: «Άκου, ουρανέ, και βάλε στ’ αυτιά σου, γη, γιατί μιλάει ο Κύριος: “ Γέννησα παιδιά και τα μεγάλωσα, αυτά όμως μ’ αρνήθηκαν” » (Ησ. 1:2 ).
Εμάς αφορούν αυτά τα λόγια. Εμείς αρνηθήκαμε τον Πλάστη και Ευεργέτη μας. Εμείς γίναμε πιο άλογοι κι από τα άλογα κτίσματα, καταπατώντας τους φυσικούς και θεόσδοτους νόμους. Καιρός είναι, λοιπόν, να μετανοήσουμε. Καιρός είναι να συνέλθουμε. Όσοι από μας είναι ακόμα υγιείς, ας βοηθήσουν τους αρρώστους. Όσοι είναι όρθιοι, ας απλώσουν φιλάδελφα το χέρι τους στους πεσμένους. Όσοι βαδίζουν σταθερά στο δρόμο της σωτηρίας, ας προσελκύσουν κι εκείνους που τριγυρνούν στις γκρεμοτοπιές της απώλειας. Ας μη νοιαζόμαστε μόνο για το συμφέρον μας, αλλά και για την ωφέλεια των αδελφών μας. Όλοι φροντίζουμε ν’ αυξήσουμε τα κέρδη μας, κανένας να βοηθήσει εκείνους που έχουν ανάγκη. Όλοι απλώνουμε τα χέρια για να πάρουμε, κανένας για να δώσει. Όλοι σκεφτόμαστε πώς θα παρατείνουμε την επίγεια ζωή μας, κανένας πώς θα σώσει την ψυχή του. Όλοι φοβόμαστε την επίγεια δυστυχία, κανένας δεν τρέμει την αιώνια κόλαση. Άφατη είναι η οδύνη της ψυχής μου για την πώρωσή μας. «Ποιος μπορεί να κάνει το κεφάλι μου πηγάδι με νερό και τα μάτια μου πηγές δακρύων, για να κλαίω το λαό μου τούτο μέρα και νύχτα;» ( Ιερ. 9:1 ) .
Ίσως μερικοί από σας να λένε με δυσφορία: “Όλο για δάκρυα και θρήνους μας μιλάει αυτός εδώ, όλα μαύρα κι άραχνα τα βλέπει”. Δεν θα το ήθελα , πιστέψτε με, δεν θα το ήθελα. Μόνο χαρά κι ευφροσύνη θα ποθούσα να νιώθω, μόνο επαίνους και εγκώμια ν’ αναφέρω. Μα δεν είναι καιρός για τέτοια . Τι κι αν δεν κλαίω, αφού τα έργα μας είναι για κλάματα; Τι και αν δεν θρηνώ, αφού τα έργα μας είναι αξιοθρήνητα; Σας ενοχλεί η θρηνολογία μου; Αλλά γιατί δεν σας ενοχλούν οι αμαρτίες σας; Είναι αποκρουστικός ο οδυρμός μου; Αλλά μήπως δεν είναι, και περισσότερο μάλιστα , ο αντίθετος βίος σας; Μην πέσετε στην κόλαση, και δεν πενθώ. Μην πεθάνετε ψυχικά, και δεν κλαίω. Βλέποντάς σας, όμως, να χάνεστε, πώς να μη λυπάμαι; Πατέρας σας είμαι, πατέρας πνευματικός και φιλόστοργος . Ακούστε τι λέει ο Παύλος: «Παιδιά μου, (που σας γέννησα πνευματικά), για την αναγέννησή σας πάλι περνώ τους πόνους της (πνευματικής) γέννας» ( Γαλ. 4: 19 ) . Ποια επίτοκη γυναίκα αφήνει τόσο πικρή φωνή, σαν αυτή του απόστολου;
Ω, αν μπορούσατε να καταλάβετε και τον δικό μου πόνο, αν μπορούσατε να δείτε τη φωτιά που καίει την καρδιά μου, θα διαπιστώνατε πως υποφέρω πολύ περισσότερο από τη νιόπαντρη, που χάνει τον άνδρα της, κι από τον πατέρα, που χάνει τον γιο του. Υποφέρω, γιατί η ζωή σας είναι γεμάτη ψεύδη και συκοφαντίες , διαμάχες και μίση, αδικίες και κλοπές , μοιχείες και ασέλγειες, κακουργίες και φόνους. Υποφέρω, γιατί και όσοι από σας δεν διαπράττουν τέτοια αμαρτήματα, πέφτουν καθημερινά στην κατάκριση και στην καταλαλιά. Νομίζουν πως είναι χριστιανοί, αλλά δεν φροντίζουν να είναι ευάρεστοι στο Χριστό, δεν προσέχουν τον εαυτό τους, δεν αφοσιώνονται στην θεραπεία της ψυχής τους. Με τους άλλους ασχολούνται, τους άλλους κρίνουν, τους άλλους καταδικάζουν σαν αμείλικτοι δικαστές. “Ο τάδε είναι ανάξιος για το αξίωμα της ιερωσύνης”, αποφαίνονται. “Ο δείνα είναι άσεμνος”. “Ετούτος είναι υποκριτής” . “Εκείνος είναι αλήτης”. “Ο άλλος είναι συμφεροντολόγος”. Αντί, όμως να λυπόμαστε και να μετανοούμε για τις δικές μας αμαρτίες, κρίνουμε τους συνανθρώπους μας. Ακόμα κι αν δεν αμαρτάναμε, ακόμα κι αν είχαμε όλα τα χαρίσματα του κόσμου, ακόμα κι αν ήμασταν ανώτεροι απ’ όλους τους ανθρώπους, δεν θα έπρεπε να κρίνουμε κανέναν. «Αλήθεια», ρωτάει τον καθένα μας, ο Απόστολος Παύλος, «ποιος σ’ έκανε εσένα ανώτερο από τους άλλους; Ποιο χάρισμα έχεις , που να μην το έλαβες από το Θεό; Αφού, λοιπόν, το έλαβες, γιατί καυχιέσαι σαν να μην το είχες λάβει ως δώρο; « ( Α΄ Κορ. 4:7 ) . Πολύ περισσότερο τώρα, που καθημερινά αμαρτάνουμε με τον ένα ή το άλλο τρόπο, δεν έχουμε το δικαίωμα να ξεστομίζουμε κακό λόγο για οποιοδήποτε αδελφό μας. «Γι’ αυτό», ξαναλέει ο σοφός Παύλος «είσαι αδικαιολόγητος, άνθρωπέ μου, εσύ που κρίνεις τον άλλο. Κρίνοντας τον άλλο, καταδικάζεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Γιατί κι εσύ, ο κριτής, τα ίδια κάνεις. Και ξέρουμε πως ο Θεός καταδικάζει δίκαια όσους έχουν παρόμοια αγωγή. Νομίζεις, λοιπόν, άνθρωπέ μου, πως εσύ θα ξεφύγεις την θεϊκή καταδίκη, αφού κάνεις ό,τι κάνουν αυτοί που κατακρίνεις;» ( Ρωμ. 2: 1-3 ) .
Έχεις τόσα ελαττώματα. Γιατί ασχολείσαι με τα ελαττώματα του αδελφού σου; «Πώς μπορείς και βλέπεις το σκουπιδάκι στο μάτι του αδελφού σου και δεν νιώθεις ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι; Πως θα πεις στον αδελφό σου, «Άφησε με να σου βγάλω το σκουπιδάκι από το μάτι σου;», όταν έχεις ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι; Υποκριτή! Βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε θα δεις καθαρά και θα μπορέσεις να βγάλεις το σκουπιδάκι από το μάτι του αδελφού σου» ( Ματθ. 7: 3-5 ) .
Πριν πεις: “Ο τάδε είναι πανούργος ή μοχθηρός ή απατεώνας”, εξέτασε τον εαυτό σου. Αναλογίσου τα πάθη σου. Στοχάσου τις αμαρτίες σου. Και τότε θα μετανοήσεις για ό,τι σκόπευες να πεις. Αν επιχειρούσε κανείς να αποτιμήσει τα καθημερινά μας λόγια με κριτήριο την ποσότητά τους, δύσκολα θα έβρισκε ,μέσα σε μάταιες φλυαρίες δέκα χιλιάδων ταλάντων, κάποια πνευματική φράση εκατό δηναρίων, για να χρησιμοποιήσω τα ποσά της ευαγγελικής παραβολής του κακού δούλου. Θυμάστε τι είχε κάνει ο δούλος εκείνος; Είχε παρακαλέσει τον κύριό του, στον οποίο όφειλε δέκα χιλιάδες τάλαντα, ποσό τεράστιο, να του δώση παράταση χρόνου, για την εξόφληση του χρέους του. Εκείνος τον σπλαχνίστηκε και του χάρισε ολότελα το χρέος . Λίγο αργότερα όμως, ο δούλος φέρθηκε απάνθρωπα σ’ ένα σύνδουλό του , που του χρωστούσε μόνο εκατό δηνάρια, ποσό ασήμαντο . Από το λαιμό τον έπιασε και του φώναζε: « Ξόφλησέ μου το χρέος!» Ο σύνδουλός του έπεσε στα πόδια του και τον ικέτευε: «Δείξε μου μακροθυμία, και θα σου το ξεπληρώσω». Μα ο σκληρόκαρδος δούλος δεν τον λυπήθηκε. Τον έβαλε στη φυλακή, ώσπου να του δώσει πίσω τα εκατό δηνάρια. Όταν το έμαθε ο κύριός του τον κάλεσε και του είπε: « Κακέ δούλε! Επειδή με παρακάλεσες, σου χάρισα όλο εκείνο το χρέος. Δεν έπρεπε κι εσύ να σπλαχνιστείς το σύνδουλό σου, όπως εγώ εσένα; «. Και οργισμένος ,τον τιμώρησε αυστηρά ( Ματθ. 18: 23- 34 ) .
Έτσι θα τιμωρήσει κι εμάς ο ουράνιος Πατέρας μας, αν θελήσει να μας κρίνει ακριβοδίκαια. Ας είμαστε , λοιπό, σπλαχνικοί απέναντι στους συνανθρώπους μας, ας μην κατακρίνουμε εκείνους που αμαρτάνουν, ας συγχωρούμε εκείνους που μας φταίνε. Με εκατό δηνάρια ισοδυναμούν οι αδικίες που διαπράττουν άλλοι σε βάρος μας, με δέκα χιλιάδες τάλαντα τα αμαρτήματα που διαπράττουμε εμείς στο Θεό…
Από το βιβλίο : «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Β΄»
ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΕΚΔΟΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2006
Αλλά γιατί αναφέρω τις θλίψεις αυτής της ζωής; Μήπως και η απειλή του αιωνίου κολασμού δεν αποτελεί τη φιλανθρωπία του Θεού καλύτερα από την υπόσχεσή Του για την ουράνια βασιλεία; Γιατί ,αν δεν υπήρχε η απειλή του αιωνίου κολασμού, λίγοι θα ήταν εκείνοι που θα κέρδιζαν τη σωτηρία. Δεν είναι, βλέπεις, αρκετή για μας, τους ράθυμους, η υπόσχεση των ουράνιων αγαθών. Ο φόβος της κολάσεως πιο πολύ μας παρακινεί στην αρετή.
Γι’ αυτό, λοιπόν, υπάρχουν η λύπη και η αθυμία , όχι για να μας κυριεύουν όταν πεθαίνη ένα αγαπημένο μας πρόσωπο ή όταν χάνουμε χρήματα ή όταν δοκιμάζουμε κάποια αποτυχία, αλλά για να μας βοηθούν στον πνευματικό μας αγώνα. Ας λυπόμαστε όχι για τη θλίψη ή τη βλάβη που μας προξενεί κάποιος , αλλά για τις αμαρτίες μας, με τις οποίες λυπούμε το Θεό. Γιατί οι αμαρτίες διώχνουν μακριά μας το Θεό, ενώ οι θλίψεις , που δοκιμάζουμε από άλλους ανθρώπους, Τον κάνουν να μένει κοντά μας ως προστάτης.
Άλλωστε, πρέπει να το πάρεις απόφαση, άνθρωπέ μου, ότι στη ζωή αυτή θα έχεις βάσανα, δοκιμασίες, προβλήματα, πειρασμούς. Πρέπει να τ’ αντιμετωπίζεις με γενναιότητα όλα αυτά, χρησιμοποιώντας ως όπλα την πίστη, την ελπίδα, την υπομονή. Ας εύχεσαι , βέβαια, να μην πέσεις ποτέ ως πειρασμό. Όταν, όμως, παραχωρεί κάποιον ο Θεός , μην ταράζεσαι. Κάνε ό,τι μπορείς για να φανείς αληθινός στρατιώτης του Χριστού.
Δεν βλέπεις που οι γενναίοι στρατιώτες , όταν η σάλπιγγα τους καλεί στην μάχη ,αποβλέποντας στη νίκη , θυμούνται τους ένδοξους προγόνους τους, που έκαναν μεγάλα κατορθώματα, και ρίχνονται με θάρρος στον αγώνα; Όμοια κι εσύ, όταν έρχεται η ώρα της πνευματικής μάχης, να θυμάσαι τα κατορθώματα των αγίων μαρτύρων και ν’ αγωνίζεσαι με γενναιότητα, με πίστη, με χαρά.
Δεν μπορεί, λοιπόν, ποτέ να λυπάται ο χριστιανός; Μπορεί, αλλά για δύο μονάχα λόγους: Όταν είτε ο ίδιος είτε ο πλησίον του έρχεται σε αντίθεση με το Θεό και το άγιο θέλημά Του. Δεν πρέπει, επομένως, να στενοχωριούνται και να θλίβονται εκείνοι που κακολογούνται, μα εκείνοι που κακολογούν. Γιατί δε θ’ απολογηθούν οι πρώτοι ,για όσα λέγονται σε βάρος άλλων. Αυτοί πρέπει να τρέμουν και ν’ ανησυχούν, γιατί αργά η γρήγορα θα συρθούν στο φοβερό Δικαστήριο του Θεού, όπου θα λογοδοτήσουν για όσες κακολογίες ξεστόμισαν. Κι εκείνοι που κακολογούνται, πάντως, πρέπει ν’ ανησυχούν, αν όσα λένε γι’ αυτούς είναι αληθινά.
Αξιολύπητοι, βλέπεις, είναι οι αμαρτωλοί, έστω κι αν κανένας δεν τους κατηγορεί. Αξιοζήλευτοι , απεναντίας, είναι οι ενάρετοι, έστω κι αν ο κόσμος όλος τους κατατρέχει. Γιατί, όταν η συνείδηση ενός ανθρώπου είναι ήσυχη, όσες τρικυμίες κι αν ξεσηκώνονται εναντίον του, αυτός θα βρίσκεται πάντα σε λιμάνι γαλήνιο. Όταν, όμως, η συνείδησή του είναι ταραγμένη, ακόμη κι αν όλα του έρχονται ευνοϊκά, θα βασανίζεται, σαν τον ναυαγό στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Αλλά και με την πέψη των τροφών, τι συμβαίνει; Όταν το στομάχι μας είναι γερό, όσο δύσπεπτο φαγητό κι αν τρώμε, το χωνεύουμε ομαλά, δίχως να ταλαιπωρούμαστε από βαρυστομαχιά, ξυνίλες ή καούρες. Όταν , όμως, το στομάχι μας έχει κάποια βλάβη, και την πιο εύπεπτη τροφή αν του προσφέρουμε, τη δέχεται με δυσκολία, σαν να είναι η πιο βαρειά.
Τι εννοώ με όλα αυτά; Ότι η ψυχή που υποφέρει από λύπη και αθυμία, δεν μπορεί ούτε απ’ όσα της λες να ωφεληθεί ούτε κάτι ωφέλιμο να πει. Όπως ένα πυκνό σύννεφο, που σκεπάζει τον ήλιο, εμποδίζει τις ακτίνες του να φθάσουν στη γη, έτσι και η λύπη, που σαν άλλο σύννεφο σκεπάζει την ψυχή, δεν αφήνει τις ακτίνες της λογικής να την φωτίσουν. Γι’ αυτό ο υπερβολικά λυπημένος άνθρωπος συνήθως είτε παραλογίζεται είτε βυθίζεται σε σιωπή. Μα και οι άλλοι, που τον βλέπουν , προτιμούν κι αυτοί να σωπάσουν. Θυμάστε τους τρεις φίλους του Ιώβ; Όταν τον αντίκρισαν γεμάτο πληγές και καθισμένο πάνω στην κοπριά, ξέσπασαν σε κλάματα και ξέσκισαν τα ρούχα τους. Έπειτα έμειναν μαζί του εφτά μερόνυχτα, αλλά, βλέποντας πόσο μεγάλος ήταν ο πόνος του, κανένας τους δεν άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει. Γνώριζαν καλά, βλέπεις, ότι, γι’ αυτούς που υποφέρουν, τίποτα δεν υπάρχει καλύτερο από την ησυχία και την σιωπή ( Ιώβ 2:11-13 ) .
Ας μην αφήνουμε την λύπη , πάντως, να μας κυριεύει τόσο, ώστε να ,ας οδηγεί σε παράλογες ενέργειες είτε σε αδιάκριτη εσωστρέφεια. Μας βρήκε ένας πειρασμός, μια δοκιμασία, μια συμφορά; Ο Θεός, που παραχώρησε τον πειρασμό, γνωρίζει και πότε πρέπει να λήξει. Αυτός, ως παντοδύναμος, μπορεί να μας απαλλάξει από κάθε κακό, όταν έρθει η κατάλληλη ώρα, προπαντός όταν μετανοήσουμε για τις αμαρτίες μας και επιστρέψουμε κοντά Του.
Είναι, πραγματικά αξιοθαύμαστοι όσοι καίγονται μέσα στο καμίνι των θλίψεων και υπομένουν τη φωτιά με γενναιότητα. Μας θυμίζουν τους άγιους Τρεις Παίδες, τον Ανανία, τον Μισαήλ και τον Αζαρία, που δεν τους άγγιξαν οι φλόγες του καμινιού, όταν ρίχτηκαν εκεί από το βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ για την εμμονή τους στη λατρεία του αληθινού Θεού ( Δαν. 3:1-33 ) . Ούτε ταράχθηκαν ούτε λιποψύχησαν τα τρία παλικάρια , όταν αποφασίστηκε η θανάτωσή τους με τόσο φρικτό τρόπο. Η πίστη, η αγάπη και η αφοσίωσή τους στον Κύριο ήταν τόσες, ώστε αντιμετώπιζαν με χαρά ακόμα και το μαρτύριο. Μέσα στο καμίνι δεν έκαναν τίποτ’ άλλο παρά να δοξολογούν το όνομα του Θεού. Κι Εκείνος δεν άφησε ούτε μια τρίχα τους να καεί. Έτσι, βγήκαν από τη φωτιά θριαμβευτές και θαυμάζονται μέχρι σήμερα από τους ανθρώπους.
Το ίδιο μπορούμε να πούμε για όλους τους αγίους. Τους θαυμάζουμε και τους τιμούμε, γιατί όχι μόνο δίχως λύπη, μα και με μεγάλη χαρά αντιμετώπισαν κινδύνους, διώξεις, συκοφαντίες, βασανιστήρια, ακόμα και θάνατο. Χίλιοι πειρασμοί του κύκλωναν, κι αυτοί ήταν ευδιάθετοι. Μύριοι κίνδυνοι τους απειλούσαν, κι αυτοί ήταν γαλήνιοι. Στη σφαγή οδηγούνταν, κι αυτοί ένιωθαν ευφροσύνη. Ό,τι για τους κοινούς ανθρώπους είναι το μεγαλύτερο κακό, δηλαδή η απώλεια της ζωής, γι’ αυτούς ήταν η υπέρτατη ευλογία. Γιατί γνώριζαν πως ο θάνατος για τους πιστούς δούλους του Κυρίου δεν είναι παρά λύτρωση από τα βάσανα της πρόσκαιρης ζωής και μετάβαση στην αιωνιότητα της πάντερπνης ουράνιας βασιλείας. Γνώριζαν, όμως, επίσης πως ο φιλάνθρωπος Θεός, όταν πρέπει, σώζει θαυματουργικά και από τον σωματικό ακόμα θάνατο όσους σταθερά ελπίζουν σ’ Αυτόν και ακλόνητα πιστεύουν στην πρόνοιά Του.
Θυμηθείτε τι έγινε κατά τη μεταγωγή του απόστολου Παύλου στη Ρώμη. Ενώ το πλοίο, με το οποίο ταξίδευαν αυτός και οι συνοδοί του στρατιώτες, έπλεε κοντά στις ακτές της Κρήτης, ξέσπασε σφοδρή θαλασσοταραχή. Η κακοκαιρία συνεχίστηκε για μέρες τόσο άγρια , που κάθε ελπίδα σωτηρίας των ταξιδιωτών χάθηκε. Και τότε ο Παύλος, αφού κάλεσε κοντά του το πλήρωμα και τους επιβάτες , τους είπε:
«… Σας συνιστώ να μη χάσετε το θάρρος σας, γιατί, εκτός από το πλοίο, , που θα βουλιάξει, κανένας σας δε θα χάσει τη ζωή του. Την περασμένη νύχτα μου φανερώθηκε άγγελος του Θεού, στον οποίο ανήκω και τον οποίο λατρεύω και μου είπε : “Μη φοβάσαι, Παύλε! Πρέπει , σύμφωνα με το σχέδιο της θείας πρόνοιας , να παρουσιαστείς στον αυτοκράτορα. Για χάρη σου, λοιπόν, ο Θεός θα σώσει όλους όσοι είναι μαζί σου στο πλοίο”» ( Πραξ. 27: 22-24 ) .
Τον Παύλο, τον εκλεκτό του Χριστού και διδάσκαλο της οικουμένης, που τόσο σκληρά ταλαιπωρήθηκε αλλά και τόσο θαυμαστά ευεργετήθηκε, ας έχουμε πάντα στο νου μας. Γιατί είναι πολύ ωφέλιμη η ενθύμηση των ευεργεσιών του Θεού στους ανθρώπους. Όπως, όταν θυμηθούμε τα καλά που μας έκανε κάποιος φίλος μας, η αγάπη μας σ’ αυτόν γίνεται θερμότερη, έτσι και όταν σκεφτούμε από πόσους κινδύνους μας γλύτωσε ο Θεός, η ευλάβειά μας στο πανάγιο Πρόσωπό Του γίνεται βαθύτερη, ο αγώνας μας για την ευαρέστησή Του εντονότερος, η προθυμία μας για την απόκτηση της αρετής μεγαλύτερη.
Πόσες καi πόσες δοκιμασίες , λοιπόν, δεν πέρασε ο Παύλος! Τις αναφέρει ο ίδιος συνοπτικά, γράφοντας στους Κορίνθιους: « Φυλακίστηκα πολλές φορές , χτυπήθηκα με αφάνταστη αγριότητα, κινδύνεψα να θανατωθώ. Πέντε φορές μαστιγώθηκα από τους Ιουδαίους με τριάντα εννέα μαστιγώματα. Τρεις φορές ραβδίστηκα. Μια φορά πετροβολήθηκα. Τρεις φορές ναυάγησα κι ένα μερόνυχτο έμεινα ναυαγός στο πέλαγος. Έκανα πολλές κοπιαστικές οδοιπορίες. Διάβηκα επικίνδυνα ποτάμια. Κινδύνεψα από ληστές. Κινδύνεψα από τους ομογενείς μου Ιουδαίους. Κινδύνεψα από τους ειδωλολάτρες. Κινδύνεψα από ανθρώπους που υποκρίνονταν τους αδελφούς. Κοπίασα και εμόχθησα πολύ. Πολλές φορές ξαγρύπνησα, πείνασα, δίψασα. Πολλές φορές μου έλειψε ολότελα το φαγητό. Ξεπάγιαζα και δεν είχα ρούχα να φορέσω. Εκτός από τα άλλα, είχα και την καθημερινή πίεση των εχθρών μου…» ( Β΄Κορ. 11:23-28 ) .
Ακούτε τι τράβηξε ο μακάριος απόστολος για το κήρυγμα του Ευαγγελίου; Έφτανε ένα μόνο κακό απ’ όλα αυτά, για να καταθλίψει, να συνταράξει, να συντρίψει την ψυχή του. Και όμως, κανένα δικό του ατύχημα ,καμιά δική του περιπέτεια δεν τον στενοχώρησε ,δεν τον αποκάρδιζε, δεν τον λυπούσε. Τι τον λυπούσε μόνο; Το γράφει ο ίδιος: «Ποιος από τους χριστιανούς είναι άρρωστος σωματικά ή ψυχικά, και δεν υποφέρω κι εγώ μαζί του; Ποιος πέφτει στην αμαρτία , και δεν καίγομαι κι εγώ στο καμίνι του πόνου;» (Β΄ Κορ. 11: 29 ) . Για τα δικά του παθήματα όχι μόνο δεν νοιαζόταν, αλλά και καυχιόταν – «αν πρέπει να καυχηθώ, θα καυχηθώ για τα παθήματά μου», έλεγε ( Β΄Κορ. 11:30 ) . Για τους αδελφούς του χριστιανούς , όμως, και νοιαζόταν και λυπόταν, όταν μάθαινε πως δεν ήταν καλά ή λύγιζαν σε πειρασμό. Τότε, όπως έλεγε, καιγόταν κι αυτός στο καμίνι του πόνου. Και επειδή ποτέ δεν έλειπαν από την Εκκλησία εκείνοι που είχαν το ένα ή το άλλο πρόβλημα, ποτέ δεν έσβηνε κι από την ψυχή του Παύλου η φλόγα της οδύνης, που τον έκαιγε. Και ο πόνος του γινόταν ακόμα μεγαλύτερος ,όταν έβλεπε τους Ιουδαίους να εμμένουν στην απιστία τους. Έφτανε στο σημείο να λέει: «Θα ευχόμουν να χωριστώ εγώ αιώνια από τον Χριστό, φτάνει να πήγαιναν κοντά Του οι ομοεθνείς αδελφοί μου, οι απόγονοι του Ισραήλ» ( Ρωμ. 9: 3-4 ) . Θα προτιμούσε, μ’ άλλα λόγια, να πέσει στη φωτιά της κολάσεως, παρά να βλέπει τους Εβραίους να μένουν στην απιστία. Και αν ήταν πρόθυμος να κολαστεί για τη σωτηρία των αδελφών του , είναι φανερό πως , αφού δεν κατόρθωνε να τους οδηγήσει στο Χριστό, δοκίμαζε θλίψη μεγαλύτερη απ’ όση θα δοκιμάζουν οι κολασμένοι.
Ας θυμηθούμε ,όμως, κι άλλο ένα περιστατικό από τη ζωή του αποστόλου Παύλου. Τον βασάνιζε μια χρόνια ασθένεια. Τρεις φορές παρακάλεσε τον Κύριο να τον θεραπεύσει. Μα η απάντησή Του ήταν: «Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα στην αδυναμία σου» ( Β΄Κορ. 12: 9 ) . Γιατί, αλήθεια, η δύναμη του Θεού φανερώνεται μέσα στην ανθρώπινη αδυναμία; Επειδή, όταν ο άνθρωπος με τις δικές του δυνάμεις δεν μπορεί να κατορθώσει σπουδαία πράγματα, με την ενίσχυση του Θεού μπορεί να επιτελέσει έργα μεγάλα και θαυμαστά: Να αναστήσει νεκρούς, να θεραπεύσει τυφλούς, να καθαρίσει λεπρούς, να κάνει θαύματα πολλά και εξαίσια. Ας μη ζητάει ,όμως, και την απαλλαγή από τους κινδύνους, από το φόβο, από τις ασθένειες. Όλα αυτά τα παραχωρεί ο Θεός, για να μην υπερηφανεύεται ο άνθρωπος.
Μήπως, πάλι, πονάει και υποφέρει ψυχικά, επειδή πολλοί είναι εκείνοι που τον επιβουλεύονται, τον καταδιώκουν , τον χτυπούν; Ας μη νομίσει πως τα παθήματά του οφείλονται σε αδυναμία του Θεού. Γιατί αυτά ακριβώς είναι που αποδεικνύουν τη δύναμή Του: Το να καταδιώκεται κανείς και να καταβάλλει τους διώκτες του∙ το να βασανίζεται και ν’ αποδεικνύεται πιο ισχυρός από τους βασανιστές του∙ το να φυλακίζεται και να μεταστρέφει τους δεσμοφύλακές του ∙ το να χλευάζεται και να συγχωρεί, όπως ο Χριστός, τους χλευαστές του.
Γνωρίζω , βέβαια, πόσο φοβερή και δυσβάσταχτη είναι η χλεύη, η κοροϊδία, η συκοφαντία, η κάθε λογής κακολογία. Όταν, μάλιστα, μας κατηγορεί και μας βρίζει άνθρωπος που τον έχουμε ευεργετήσει, τότε η προσβολή γίνεται ανυπόφορη∙ τότε , αν μας λείπουν η ταπείνωση και η μακροθυμία, μπορεί να πνίγουμε από τη λύπη και την οδύνη.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ας μη νοιαζόμαστε για το αν μας κατηγορούν κάποιοι , αλλά για το αν μας κατηγορούν δικαιολογημένα. Αν, λοιπόν, δικαιολογημένα μας κατηγορούν, πρέπει να κλαίμε και να μετανοούμε. Αν, πάλι, μας κατηγορούν άδικα, πρέπει εκείνους να κλαίμε και τους εαυτούς μας να μακαρίζουμε , φέροντας στο νου μας τα λόγια του Κυρίου: «Μακάριοι είστε όταν σας χλευάσουν και σας καταδιώξουν και σας κακολογήσουν με κάθε ψεύτικη κατηγορία» ( Ματθ. 5:11 ) . Όχι λύπη και αθυμία, αλλά χαρά και αγαλλίαση ας αισθανόμαστε τότε, γιατί η ανταμοιβή μας στους ουρανούς θα είναι μεγάλη.
Από το βιβλίο : «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Β΄»
ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΕΚΔΟΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2006
***
Δεν υπάρχουν άνθρωποι πιο μακάριοι ,αδελφοί μου, από εκείνους που κληρονομούν τη βασιλεία των ουρανών. Και δεν υπάρχουν άνθρωποι πιο δυστυχισμένοι , από εκείνους που τη χάνουν. Αν αυτός που εξορίζεται από την επίγεια πατρίδα του, βρίσκει συμπάθεια απ’ όλους, και αυτός που χάνει τη φθαρτή κληρονομιά του , θεωρείται αξιολύπητος απ’ όλους, πόσο πικρά πρέπει να κλαίει κανείς γι’ αυτόν που διώχνεται από την ουράνια και αιώνια πατρίδα μας, γι’ αυτόν που χάνει τα άφθαρτα αγαθά του παραδείσου, γι’ αυτόν που πηγαίνει στην πύρινη γέενα; Πραγματικά, δεν υπάρχει πιο αξιοθρήνητος άνθρωπος. Όχι μόνο γιατί θα κολάζεται παντοτινά, μα και γιατί θα κολάζεται εκούσια. Αυτοπροαίρετα τραβάει ο αμαρτωλός το δρόμο της αμαρτίας, συνειδητά χωρίζεται ο άπιστος από το Θεό, αβίαστα ακολουθεί ο φαύλος το διάβολο∙ γι’ αυτό, αλίμονο, καταλήγει όπου κι εκείνος. Είναι, λοιπόν, ή δεν είναι άξιος θρήνων; Ναι, και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός θρήνησε την Ιερουσαλήμ, που ήταν βυθισμένη στην ασέβεια ( Λουκ. 13: 31-35 ) .
Σήμερα, δυστυχώς, η ασέβεια κυριαρχεί παντού και είναι μεγαλύτερη απ’ όσο τότε στην Ιερουσαλήμ. Όλοι είμαστε κυριολεκτικά για κλάματα , γιατί ξεπέσαμε από τη μακαριότητα, την ευφροσύνη, τη δόξα, τη λαμπρότητα, τα αγαθά, όπως λέει ο απόστολος Παύλος, που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν έβαλε ποτέ ,τα αγαθά που ετοίμασε ο Θεός για όσους Τον αγαπούν ( Α΄Κορ.2:9 ) . Παρατήρησε την αποστολική διατύπωση . Δεν λέει απλά ότι τα ουράνια αγαθά υπερβαίνουν τα γήινα, μα ότι ανθρώπινος νους δεν μπόρεσε ποτέ να τα συλλάβει. Και είναι εύλογο. Πώς να χωρέσουν στο μικρό ανθρώπινο μυαλό τα μυστήρια του άπειρου Θεού;
Μας δημιούργησε από το μηδέν, μας έβαλε στον παράδεισο, μας αξίωσε να επικοινωνούμε μαζί Του και μας υποσχέθηκε βίο μακάριο, μολονότι δεν Του δώσαμε τίποτα. Τι δεν θα χαρίσει ,λοιπόν, σ’ εκείνους που ευσυνείδητα αγωνίζονται και σε κάθε θυσία υποβάλλονται για χάρη Του; Παρέδωσε στο θάνατο τον μονογενή Υιό Του για τη σωτηρία μας, μολονότι ήμασταν εχθροί Του. Τι δεν θα κάνει ,λοιπόν, όταν γίνουμε φίλοι Του; Παράδοξα, όμως, ενώ Εκείνος με κάθε τρόπο αποζητάει τη φιλία μας, εμείς δεν φροντίζουμε με ζήλο να την αποκτήσουμε∙ ενώ Εκείνος μας καλεί να κληρονομήσουμε τα αγαθά Του, εμείς αμελούμε και αδιαφορούμε.
Ας ανταποκριθούμε, αδελφοί μου, στην κλήση Του και στη φιλία Του, ας απολαύσουμε τους καρπούς της αγάπης Του. Πώς; Ο ίδιος λέει: «Είστε φίλοι μου ,αν κάνετε αυτά που σας παραγγέλλω» ( Ιω. 15:14 ) . Ω Θεέ μου! Εμάς τους ασήμαντους, τους αδύναμους, τους αμαρτωλούς, μας ονομάζεις φίλους Σου Εσύ, ο μεγάλος, ο παντοδύναμος, ο αναμάρτητος Θεός, ο Δημιουργός και Κύριος του σύμπαντος. Τι δεν πρέπει, λοιπόν, πρόθυμα να υπομείνουμε για μια τέτοια φιλία, όταν για φιλία ανθρώπινη πολλές φορές διακινδυνεύουμε και τη ζωή μας;
Και όμως, τίποτα δεν υπομένουμε, καθόλου δεν αγωνιζόμαστε, καμιάν εντολή του Χριστού δεν εκτελούμε. Πραγματικά, πρέπει να κλαίμε και να πενθούμε για το κατάντημά μας. Στερήσαμε οι ίδιοι τον εαυτό μας από την ελπίδα της σωτηρίας. Ο Θεός μας κάλεσε στον ουρανό , μα εμείς προτιμήσαμε τον άδη. Αποδειχθήκαμε ανάξιοι της τιμής που μας έκανε. Ύστερ’ από τις τόσες ευεργεσίες Του, φανήκαμε αχάριστοι αλλά και ασύνετοι. Αφήσαμε τον διάβολο να μας γυμνώσει από’ όλες τις θεϊκές δωρεές. Κι έτσι, εμείς, που αξιωθήκαμε να είμαστε παιδιά και αδέλφια και κληρονόμοι του Θεού ,δεν ξεχωρίζουμε καθόλου από τους εχθρούς Του, που χλευάζουν τη μεγαλοσύνη Του και καταπατούν τον νόμο Του. «Αλίμονο, ψυχή μου!», αναφωνώ μαζί με τον προφήτη. «Χάθηκε η ευσέβεια από τη γη. Ούτ’ ένας δεν υπάρχει που να κάνει το καλό» ( Μιχ. 7:1-2 ) .
Ξέρω ότι πολλοί θεωρούν τα λόγια μου υπερβολικά . Άλλοι ίσως και να γελούν. Τόσο ανόητοι είμαστε , που γελάμε για όσα θα έπρεπε να κλαίμε. «Γιατί η οργή του Θεού φανερώνεται από τον ουρανό, για να τιμωρήσει κάθε ασέβεια και αδικία των ανθρώπων» ( Ρωμ. 1: 18 ). «Ο Θεός , ο Θεός μας θα έρθει φανερά και θα λύσει πια τη σιωπή Του. Μπροστά Του θα πηγαίνει φωτιά δυνατή, ολόγυρά Του θα ξεσπάει καταιγίδα σφοδρή» ( Ψαλμ. 49: 3 ) . «Η φωτιά, που θα προπορεύεται, θα κατακαίει γύρω τους εχθρούς Του» ( Ψαλμ.96: 3 ) . «Να, έρχεται η μέρα του Κυρίου σαν αναμμένο καμίνι» ( Μαλ. 4: 1 ) .
Κανένας δεν δίνει σημασία σε τούτες τις προρρήσεις των Γραφών. Τα φοβερά λόγια των προφητών περιφρονούνται σαν παραμύθια. Πώς, λοιπόν, θα σωθούμε; Πώς θ’ αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία; «Χαθήκαμε, αφανιστήκαμε» ( Αριθ. 17:27 ) , γίναμε περιγέλια των απίστων, των ειδωλολατρών και των δαιμόνων. Ο διάβολος καμαρώνει και χαίρεται. Οι φύλακες άγγελοί μας είναι ντροπιασμένοι και σκυθρωποί. Και οι κήρυκες της Εκκλησίας, που μάταια μας καλούν καθημερινά σε μετάνοια, απογοητευμένοι από την αδιαφορία μας ,καταφεύγουν ,σαν τους προφήτες του Ισραήλ ,στα άψυχα στοιχεία, που, μολονότι άλογα, υποτάσσονται πάντα στους νόμους και όρους του Κτίστη τους, χωρίς ποτέ να παραβαίνουν τη θεία τάξη: «Άκου, ουρανέ, και βάλε στ’ αυτιά σου, γη, γιατί μιλάει ο Κύριος: “ Γέννησα παιδιά και τα μεγάλωσα, αυτά όμως μ’ αρνήθηκαν” » (Ησ. 1:2 ).
Εμάς αφορούν αυτά τα λόγια. Εμείς αρνηθήκαμε τον Πλάστη και Ευεργέτη μας. Εμείς γίναμε πιο άλογοι κι από τα άλογα κτίσματα, καταπατώντας τους φυσικούς και θεόσδοτους νόμους. Καιρός είναι, λοιπόν, να μετανοήσουμε. Καιρός είναι να συνέλθουμε. Όσοι από μας είναι ακόμα υγιείς, ας βοηθήσουν τους αρρώστους. Όσοι είναι όρθιοι, ας απλώσουν φιλάδελφα το χέρι τους στους πεσμένους. Όσοι βαδίζουν σταθερά στο δρόμο της σωτηρίας, ας προσελκύσουν κι εκείνους που τριγυρνούν στις γκρεμοτοπιές της απώλειας. Ας μη νοιαζόμαστε μόνο για το συμφέρον μας, αλλά και για την ωφέλεια των αδελφών μας. Όλοι φροντίζουμε ν’ αυξήσουμε τα κέρδη μας, κανένας να βοηθήσει εκείνους που έχουν ανάγκη. Όλοι απλώνουμε τα χέρια για να πάρουμε, κανένας για να δώσει. Όλοι σκεφτόμαστε πώς θα παρατείνουμε την επίγεια ζωή μας, κανένας πώς θα σώσει την ψυχή του. Όλοι φοβόμαστε την επίγεια δυστυχία, κανένας δεν τρέμει την αιώνια κόλαση. Άφατη είναι η οδύνη της ψυχής μου για την πώρωσή μας. «Ποιος μπορεί να κάνει το κεφάλι μου πηγάδι με νερό και τα μάτια μου πηγές δακρύων, για να κλαίω το λαό μου τούτο μέρα και νύχτα;» ( Ιερ. 9:1 ) .
Ίσως μερικοί από σας να λένε με δυσφορία: “Όλο για δάκρυα και θρήνους μας μιλάει αυτός εδώ, όλα μαύρα κι άραχνα τα βλέπει”. Δεν θα το ήθελα , πιστέψτε με, δεν θα το ήθελα. Μόνο χαρά κι ευφροσύνη θα ποθούσα να νιώθω, μόνο επαίνους και εγκώμια ν’ αναφέρω. Μα δεν είναι καιρός για τέτοια . Τι κι αν δεν κλαίω, αφού τα έργα μας είναι για κλάματα; Τι και αν δεν θρηνώ, αφού τα έργα μας είναι αξιοθρήνητα; Σας ενοχλεί η θρηνολογία μου; Αλλά γιατί δεν σας ενοχλούν οι αμαρτίες σας; Είναι αποκρουστικός ο οδυρμός μου; Αλλά μήπως δεν είναι, και περισσότερο μάλιστα , ο αντίθετος βίος σας; Μην πέσετε στην κόλαση, και δεν πενθώ. Μην πεθάνετε ψυχικά, και δεν κλαίω. Βλέποντάς σας, όμως, να χάνεστε, πώς να μη λυπάμαι; Πατέρας σας είμαι, πατέρας πνευματικός και φιλόστοργος . Ακούστε τι λέει ο Παύλος: «Παιδιά μου, (που σας γέννησα πνευματικά), για την αναγέννησή σας πάλι περνώ τους πόνους της (πνευματικής) γέννας» ( Γαλ. 4: 19 ) . Ποια επίτοκη γυναίκα αφήνει τόσο πικρή φωνή, σαν αυτή του απόστολου;
Ω, αν μπορούσατε να καταλάβετε και τον δικό μου πόνο, αν μπορούσατε να δείτε τη φωτιά που καίει την καρδιά μου, θα διαπιστώνατε πως υποφέρω πολύ περισσότερο από τη νιόπαντρη, που χάνει τον άνδρα της, κι από τον πατέρα, που χάνει τον γιο του. Υποφέρω, γιατί η ζωή σας είναι γεμάτη ψεύδη και συκοφαντίες , διαμάχες και μίση, αδικίες και κλοπές , μοιχείες και ασέλγειες, κακουργίες και φόνους. Υποφέρω, γιατί και όσοι από σας δεν διαπράττουν τέτοια αμαρτήματα, πέφτουν καθημερινά στην κατάκριση και στην καταλαλιά. Νομίζουν πως είναι χριστιανοί, αλλά δεν φροντίζουν να είναι ευάρεστοι στο Χριστό, δεν προσέχουν τον εαυτό τους, δεν αφοσιώνονται στην θεραπεία της ψυχής τους. Με τους άλλους ασχολούνται, τους άλλους κρίνουν, τους άλλους καταδικάζουν σαν αμείλικτοι δικαστές. “Ο τάδε είναι ανάξιος για το αξίωμα της ιερωσύνης”, αποφαίνονται. “Ο δείνα είναι άσεμνος”. “Ετούτος είναι υποκριτής” . “Εκείνος είναι αλήτης”. “Ο άλλος είναι συμφεροντολόγος”. Αντί, όμως να λυπόμαστε και να μετανοούμε για τις δικές μας αμαρτίες, κρίνουμε τους συνανθρώπους μας. Ακόμα κι αν δεν αμαρτάναμε, ακόμα κι αν είχαμε όλα τα χαρίσματα του κόσμου, ακόμα κι αν ήμασταν ανώτεροι απ’ όλους τους ανθρώπους, δεν θα έπρεπε να κρίνουμε κανέναν. «Αλήθεια», ρωτάει τον καθένα μας, ο Απόστολος Παύλος, «ποιος σ’ έκανε εσένα ανώτερο από τους άλλους; Ποιο χάρισμα έχεις , που να μην το έλαβες από το Θεό; Αφού, λοιπόν, το έλαβες, γιατί καυχιέσαι σαν να μην το είχες λάβει ως δώρο; « ( Α΄ Κορ. 4:7 ) . Πολύ περισσότερο τώρα, που καθημερινά αμαρτάνουμε με τον ένα ή το άλλο τρόπο, δεν έχουμε το δικαίωμα να ξεστομίζουμε κακό λόγο για οποιοδήποτε αδελφό μας. «Γι’ αυτό», ξαναλέει ο σοφός Παύλος «είσαι αδικαιολόγητος, άνθρωπέ μου, εσύ που κρίνεις τον άλλο. Κρίνοντας τον άλλο, καταδικάζεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Γιατί κι εσύ, ο κριτής, τα ίδια κάνεις. Και ξέρουμε πως ο Θεός καταδικάζει δίκαια όσους έχουν παρόμοια αγωγή. Νομίζεις, λοιπόν, άνθρωπέ μου, πως εσύ θα ξεφύγεις την θεϊκή καταδίκη, αφού κάνεις ό,τι κάνουν αυτοί που κατακρίνεις;» ( Ρωμ. 2: 1-3 ) .
Έχεις τόσα ελαττώματα. Γιατί ασχολείσαι με τα ελαττώματα του αδελφού σου; «Πώς μπορείς και βλέπεις το σκουπιδάκι στο μάτι του αδελφού σου και δεν νιώθεις ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι; Πως θα πεις στον αδελφό σου, «Άφησε με να σου βγάλω το σκουπιδάκι από το μάτι σου;», όταν έχεις ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι; Υποκριτή! Βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε θα δεις καθαρά και θα μπορέσεις να βγάλεις το σκουπιδάκι από το μάτι του αδελφού σου» ( Ματθ. 7: 3-5 ) .
Πριν πεις: “Ο τάδε είναι πανούργος ή μοχθηρός ή απατεώνας”, εξέτασε τον εαυτό σου. Αναλογίσου τα πάθη σου. Στοχάσου τις αμαρτίες σου. Και τότε θα μετανοήσεις για ό,τι σκόπευες να πεις. Αν επιχειρούσε κανείς να αποτιμήσει τα καθημερινά μας λόγια με κριτήριο την ποσότητά τους, δύσκολα θα έβρισκε ,μέσα σε μάταιες φλυαρίες δέκα χιλιάδων ταλάντων, κάποια πνευματική φράση εκατό δηναρίων, για να χρησιμοποιήσω τα ποσά της ευαγγελικής παραβολής του κακού δούλου. Θυμάστε τι είχε κάνει ο δούλος εκείνος; Είχε παρακαλέσει τον κύριό του, στον οποίο όφειλε δέκα χιλιάδες τάλαντα, ποσό τεράστιο, να του δώση παράταση χρόνου, για την εξόφληση του χρέους του. Εκείνος τον σπλαχνίστηκε και του χάρισε ολότελα το χρέος . Λίγο αργότερα όμως, ο δούλος φέρθηκε απάνθρωπα σ’ ένα σύνδουλό του , που του χρωστούσε μόνο εκατό δηνάρια, ποσό ασήμαντο . Από το λαιμό τον έπιασε και του φώναζε: « Ξόφλησέ μου το χρέος!» Ο σύνδουλός του έπεσε στα πόδια του και τον ικέτευε: «Δείξε μου μακροθυμία, και θα σου το ξεπληρώσω». Μα ο σκληρόκαρδος δούλος δεν τον λυπήθηκε. Τον έβαλε στη φυλακή, ώσπου να του δώσει πίσω τα εκατό δηνάρια. Όταν το έμαθε ο κύριός του τον κάλεσε και του είπε: « Κακέ δούλε! Επειδή με παρακάλεσες, σου χάρισα όλο εκείνο το χρέος. Δεν έπρεπε κι εσύ να σπλαχνιστείς το σύνδουλό σου, όπως εγώ εσένα; «. Και οργισμένος ,τον τιμώρησε αυστηρά ( Ματθ. 18: 23- 34 ) .
Έτσι θα τιμωρήσει κι εμάς ο ουράνιος Πατέρας μας, αν θελήσει να μας κρίνει ακριβοδίκαια. Ας είμαστε , λοιπό, σπλαχνικοί απέναντι στους συνανθρώπους μας, ας μην κατακρίνουμε εκείνους που αμαρτάνουν, ας συγχωρούμε εκείνους που μας φταίνε. Με εκατό δηνάρια ισοδυναμούν οι αδικίες που διαπράττουν άλλοι σε βάρος μας, με δέκα χιλιάδες τάλαντα τα αμαρτήματα που διαπράττουμε εμείς στο Θεό…
Από το βιβλίο : «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Β΄»
ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΕΚΔΟΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2006
Πηγή : Ορθόδοξη Χριστιανική Γωνιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου