Τη αυτή ημέρα (2α Δεκεμβρίου) μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΚΥΡΙΛΛΟΥ του Φιλεώτου ασκήσαντος εν έτει αξ΄ (1060).

ΚΥΡΙΛΛΟΣ ο Όσιος Πατήρ ημών κατήγετο από τα μέρη της Θράκης, από χωρίον Φιλέα καλούμενον, της επαρχίας Δέρκων, γεννηθείς από γονείς ευσεβείς· ωνομάσθη δε εις το άγιον Βάπτισμα Κυριακός και παιδιόθεν έμαθε τα ιερά γράμματα, υπερέβαινεν όμως εις την οξύτητα του νοός και εις την φρόνησιν όλους τους συνομήλικάς του, επειδή ήτο εκ Θεού πεφωτισμένος. Αφού λοιπόν προέκοψεν ο μακάριος Κυριακός εις την κατά σώμα και πνεύμα ηλικίαν, έλαβε και την αξίαν του Αναγνώστου από τον Αρχιερέα του τόπου, έκτοτε δε, αφιερωθείς εις τον Ναόν του Θεού, άλλοτε μεν ανεγίνωσκε τα ιερά βιβλία, άλλοτε δε έψαλλε τους ψαλμούς του Δαβίδ· άλλοτε πάλιν προσηύχετο εις τον Θεόν, ποιών και πολλάς γονυκλισίας. Απέφευγε δε τας συναναστροφάς των ατάκτων συνομηλίκων του και δια μεν της σιωπής του διώρθωνε τας πολυλογίας, δια δε της ησυχίας του διώρθωνε την ταραχήν, την οποίαν λαμβάνει η ψυχή από τας συναναστροφάς. Επίσης εις την θείαν Λειτουργίαν ίστατο με πολλήν ευλάβειαν, συλλογιζόμενος τον Θεόν, προς τον οποίον κατέφευγε ζητών με πίστιν και ελπίδα την παρ΄ αυτού βοήθειαν.
Όθεν και καθώς ήλπιζεν επί Κύριον, ούτω και την παρά Κυρίου βοήθειαν ελάμβανεν. Απέκτησε δε και το πένθος δια να φυλάττη την κατά Θεόν σιωπήν, ήτις είναι μήτηρ εννοιών σοφωτάτων· επειδή το πένθος, όχι μόνον εργάζεται την προκοπήν εις τα έμπροσθεν, αλλά και φυλάττει, δια μέσου της ταπεινώσεως, την προκοπήν, την οποίαν έχει ήδη αποκτήσει. Πένθος δε είναι η κατά Θεόν λύπη, την οποίαν γεννά η μετάνοια. Δια τούτο οι μεν ενάρετοι, βλέποντες τον νέον, όστις επολιτεύετο τοιουτοτρόπως, εχαίροντο και τον ετίμων, ονομάζοντες αυτόν παιδαριογέροντα, καθώς ποτε έλεγον και τον Άγιον Σάββαν· ο δε νέος, τούτο ακούων, έλεγε καθ΄ εαυτόν· «Φεύγε, Κυριακέ, τους επαίνους και εντρέπου τας κατηγορίας και μη θέλεις να γίνης ματαιόφρων, επιζητών τον έπαινον των ανθρώπων· διότι, όστις είναι τοιούτος, ας μη ελπίζη να λάβη άλλον μισθόν από τον Θεόν». Όσοι δε πάλιν ήσαν κακοπροαίρετοι, κατηγόρουν αυτόν, δια να ψυχράνουν την προθυμίαν του· αλλ΄ ο Κυριακός, επειδή απέβλεπεν όλος εις τον Θεόν, ούτε δια τους επαίνους εχαίρετο, ούτε δια τας κατηγορίας ελυπείτο· διότι καθώς ο νεκρός δεν αισθάνεται ούτε την τιμήν, ούτε την ατιμίαν, ούτω και ο Χριστιανός δεν πρέπει να προσβάλλεται ούτε από την δόξαν και τους επαίνους, ούτε από την καταφρόνησιν και τας ύβρεις. Είναι δε αδύνατον να μη θυμωθή τις, όταν τον υβρίζουν και τον κατηγορούν, ή να νικήση με μακροθυμίαν τον πειρασμόν, όταν θλίβεται, αν πρότερον δεν νομίζη τον εαυτόν του κατώτερον πάντων και δεν έχη άκραν ταπείνωσιν. Παρακαλών δε ο νέος τον Θεόν δια να του δίδη υπομονήν εις τας κατηγορίας, έλεγε· «Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου· μη εκκλίνης την καρδίαν μου εις λόγους πονηρίας, του προφασίζεσθαι προφάσεις εν αμαρτίας» (Ψάλμ. ρμ: 3-4). Ο δε καρδιογνώστης Θεός, βλέπων την αγαθοπροαίρετον γνώμην του, προσέθεσεν εις αυτόν πόθον επάνω εις τον πόθον και προθυμίαν επάνω εις την προθυμίαν· όθεν και ήτο ο Όσιος ως ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού εστώς και προσευχόμενος (Ψαλμ. να: 10). Είχε δε συνήθειαν ο ευλογημένος να πηγαίνη πρωτύτερα από όλους εις τας ακολουθίας της Εκκλησίας και να εξέρχηται εκ της Εκκλησίας τελευταίος από όλους· ήτο γλυκύφωνος εις το ψάλλειν και αναγινώσκειν και όλοι οι φιλόθεοι τον παρεκίνουν να γίνη Ιερεύς· διότι ούτε η ευωδία της αρετής, ούτε η δυσωδία της κακίας δύνανται να κρυβούν. Όθεν και ο Αρχιερεύς των Δέρκων τον προσεκάλει πολλάκις εις τούτο, διότι ηγάπα να έχη τοιούτον Κληρικόν νηφάλιον, σώφρονα, διδακτικόν, γνώσιν έχοντα των Γραφών, απερίσπαστον, αφιλάργυρον, απράγμονα, ησύχιον, θεοφιλή, φιλόπτωχον, αόργητον, αμνησίκακον, ακενόδοξον, ακολάκευτον, απερίτρεπτον, πολύν εις το να οικοδομή τους πλουσίους και μηδέν προτιμώντα του Θεού. Αλλ΄ ο ταπεινόφρων Κυριακός, καίτοι ήτο ακατηγόρητος εις την συνείδησιν, δεν έκρινεν εαυτόν άξιον δια το υψηλόν αξίωμα της Ιερωσύνης, αλλ΄ έμενεν εις τον βαθμόν του Αναγνώστου, εις τον οποίον το πρώτον εκλήθη. Έλεγε δε πολλάκις ο μακάριος και ταύτην την διδασκαλίαν δια να δικαιολογήση την άρνησίν του δια την Ιερωσύνην· «Καλόν είναι να δώση τις χείρα βοηθείας εις εκείνον, ο οποίος κρημνίζεται, αν βεβαίως δύναται να κρατηθή και να μη συγκρημνισθή και αυτός ομού μετ΄ εκείνου· εάν όμως ακολουθή να πάσχη εκείνος, όστις φαίνεται πως συμπονεί τον άλλον, τότε ας σπεύση να προτιμήση το ιδικόν του συμφέρον από το συμφέρον του άλλου· διότι δεν είναι άλλος κανείς τόσον πλησίον ημών όσον είναι πλησίον μας ο ίδιος εαυτός μας. Και εκείνος, όστις δύναται να διορθώση και άλλους, ας συναναστρέφεται μετά των πονηρών και ας διορθώνη αυτούς· εκείνος δε, όστις είναι, καθώς εγώ, ασθενής, ας φεύγη τους κακούς, δια να μη μολυνθή από την πονηρίαν και βλάβην εκείνων». Λέγει δε και ο Μέγας Βασίλειος, ότι· «Εκείνος, ο οποίος θέλει να σηκώση κάποιον πεσμένον, πρέπει βέβαια να είναι δυνατώτερος εκείνου· εάν δε και αυτός είναι πεσμένος, τότε χρειάζεται άλλον δια να τον σηκώση· διότι λέγει εις εκ των Πατέρων της Εκκλησίας, ότι εάν δεν έχης έργα, μη ομιλήσης περί αρετής· επειδή και ο Ιησούς, όταν ήρχισε την διδασκαλίαν Του, «ήρξατο» λέγει η Αγία Γραφή «ποιείν τε και διδάσκειν» (Πράξ. α: 1). Και ημείς λοιπόν, κατά την προκοπήν των λόγων μας, πρέπει να έχωμεν ομοίαν και την ζωήν μας. Εν όσω δε είμεθα εμπαθείς, πρέπει να υποτασσώμεθα εις άλλους και να παρακαλώμεν τον Θεόν, δια να καθαρισθώμεν από τα πάθη· διότι μόνον με την θείαν βοήθειαν δυνάμεθα να πολεμήσωμεν τα πάθη μας. «Η γαρ σοφία του πένητος εξουδενωμένη και οι λόγοι αυτού ουκ εισίν ακουόμενοι», λέγει ο Εκκλησιαστής (θ: 16). Επειδή πως είναι δυνατόν να κυβερνά τους άλλους κατά τους θείους νόμους εκείνος, όστις δεν δύναται να εξουσιάζη τον εαυτόν του; Το να σώσωμεν δε άλλους δεν είμεθα υπόχρεοι όλοι· το να σώσωμεν όμως τον εαυτόν μας, όλοι βέβαια έχομεν χρέος. Όταν ο μακάριος έφθασεν εις το εικοστόν έτος της ηλικίας του, έλαβε νόμιμον γυναίκα, ουχί δια φιληδονίαν, αλλά δια παιδοποιΐαν, η οποία ήτο βοηθός εις αυτόν και συνεργός πρόθυμος και ανδρεία εις την οδόν της αρετής και ήσαν αμφότεροι ομόφρονες και ομότροποι και παρεκίνουν αλλήλους εις την τήρησιν των εντολών του Κυρίου. Αφού δε εγέννησαν υιόν, ήρχισεν ο Άγιος να ομιλή προς αυτήν περί σωφροσύνης, λέγων ότι δεν είναι δίκαιον να φαινώμεθα αλογώτεροι των αλόγων ζώων· καθότι εκείνα συνουσιάζονται άπαξ του έτους και εις καιρόν διωρισμένον, ημείς δε οι λογικοί πως θέλομεν συχνάκις να ποιώμεν τούτο δια φιληδονίαν, την οποίαν εγώ ονομάζω και ακολασίαν; Πλην, εάν δεν δυνάμεθα να σωφρονώμεν, ας γίνεται τούτο δις ή τρις, ή τετράκις κατ΄ έτος· αν και αυτό είναι ανάρμοστον εις τους εγκρατείς, όμως ο Θεός θέλει μάς συγχωρήσει ως ασθενείς και δεν θέλει μάς κατακρίνει ως ακολάστους· διότι σώφρων λέγεται ουχί ο απέχων από τας απηγορευμένας ηδονάς, αλλ΄ ο απέχων και απ΄ αυτάς τας συγχωρημένας· όθεν επειδή από νεκροί όπου είμεθα εγίναμεν ζώντες δια του Βαπτίσματος, ας ποιήσωμεν τα μέλη μας όπλα δικαιοσύνης και αγιασμού, διότι ο Θεός Άγιος εστι και εις τους Αγίους αναπαύεται· και δεν πρέπει να φοβώμεθα το ύψος της εγκρατείας, αλλά μάλλον να φοβώμεθα το βάθος και τον κρημνόν της ακρασίας· και εγκράτεια αισθητή είναι το να απέχη κανείς όλων των παραλόγων πράξεων, αίτινες ενεργούνται δια μέσου του σώματος· εγκράτεια δε νοητή είναι το να απέχη ο νους της ηδονής των εμπαθών νοημάτων· όμως δεν είναι δυνατόν να κατορθωθή η αισθητή εγκράτεια, χωρίς την μελέτην και φύλαξιν της νοητής εγκρατείας, ήτις πρέπει να είναι αχώριστος από την ψυχήν. Ταύτα και έτερα παρόμοια ακούσασα η σύζυγος αυτού, τα εδέχθη μετά χαράς ως θείαν διδασκαλίαν και έκτοτε ενεκρατεύετο και εσωφρόνει, χωρίς να δείξη σχήμα τι παρακινητικόν εις αυτόν· διότι η αρχή του έρωτος είναι η όρασις· ο δε πόθος της απολαύσεως αυξάνει το πάθος, η ενθύμησις το τρέφει και η συνήθεια το φυλάττει· ώστε από το «οράν, τίκτεται το εράν», όπως λέγουν οι Πατέρες, από το να βλέπη δηλαδή κανείς εμπαθώς το προκαλούν τον σκανδαλισμόν πρόσωπον γεννάται ο έρως και από το εράν γίνεται η συγκατάθεσις και η πράξις της αμαρτίας. Γνωρίζων δε ο Όσιος, ότι είναι αδύνατον να νικήση τα υπογάστρια πάθη, εκείνος όστις νικάται από γαστριμαργίαν, πρώτον μεν εξηροφάγει, κατά τους θείους Κανόνας, Τετάρτην και Παρασκευήν και πάλιν μόνον κάθε βράδυ έτρωγε και έπινε μόνον ύδωρ, έπειτα παρελθόντος του χρόνου, εξηροφάγει ομοίως και την Δευτέραν και Τρίτην και Πέμπτην· το δε Σάββατον και την Κυριακήν έτρωγε από όλα τα φαγητά και έπινεν ολίγον οίνον· έτρωγε δε με μέτρον το φαγητόν του και με μέτρον έπινε το ποτόν του και εις διωρισμένον καιρόν, φυλάττων επακριβώς τον κανόνα της ασκήσεως και κατ΄ αυτάς τας Δεσποτικάς εορτάς· έπειτα πάλιν έκαμεν αποχήν τελείως του οίνου, διότι ο οίνος, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον, δεν ηξεύρει ποτέ να σωφρονίζη την φύσιν, αλλά κινεί αυτήν προς ηδονήν. Απείχε δε ο Όσιος και από τον χορτασμόν της κοιλίας, διότι δεν δύναται κανείς να αποκτήση απάθειαν, όταν χορταίνη από φαγητά· απάθεια δε λέγεται όχι το να απέχη κανείς από την κατά πράξιν αμαρτίαν, (διότι αύτη ονομάζεται εγκράτεια και όχι απάθεια), αλλά το να ξερριζώνη ο άνθρωπος από την καρδίαν του τα εμπαθή νοήματα, λέγεται δε η απάθεια και καθαρότης της καρδίας. Επίσης καθ΄ εκάστην αγρυπνούσεν ο μακάριος, ψάλλων, προσευχόμενος και αναγινώσκων τους Βίους των Αγίων και μάλιστα εις τας εορτάς, διότι εγνώριζεν, ότι η αγρυπνία λεπτύνει τον νουν και τον καθιστά άξιον να βλέπη θεωρίας ψυχωφελείς, ενώ ο πολύς ύπνος τον παχύνει. Επτάκις δε της ημέρας έψαλλε τους Ψαλμούς του Δαβίδ, ποιών και πολλάς γονυκλισίας και συχνάκις έλεγε το «Ουαί και αλλοίμονον», κινών την κεφαλήν του και ήναπτεν η καρδία του από την Χάριν του Θεού· όθεν και κόπους δεν ησθάνετο ο μεγαλόψυχος εις τους αγώνας, τους οποίους εποίει, αλλ΄ ηυφραίνετο εις τας κατά Θεόν θλίψεις του περισσότερον από τους εμπαθείς, οίτινες χαίρονται εις τας ηδονάς τας σαρκικάς. Η δε σώφρων αυτού σύζυγος έσπευδε κατά την δύναμίν της να τον ακολουθή και να πράττη και αυτή τα όμοια, βλέπων δε αυτήν, ότι τον ηκολούθει με προθυμίαν, ηυχαρίστει τον Θεόν. Ακούων δε ο Άγιος τους αγώνας των Μοναχών, τους ηγάπα υπερβολικώς και επόθει πολύ να τους ακολουθήση και να αρνηθή και αυτός τον κόσμον και τα εν κόσμω και δια μέσου της μοναδικής πολιτείας να δουλεύση τον Θεόν εν ησυχία. Επειδή δε η αρχή και το θεμέλιον της μοναδικής ζωής είναι η υπακοή, ηθέλησε να δοκιμάση εάν δύναται να την φυλάξη και αυτός και να κόψη το θέλημά του· δια τούτο έδωκε τον εαυτόν του εις υπακοήν πλοιάρχου τινός, με απόφασιν να τον υπακούη κατά πάντα επί τρία έτη και εάν φυλάξη τας προσταγάς του πλοιάρχου και του πληρώματος αγογγύστως και με προθυμίαν, να πληροφορηθή με το έργον, ότι δύναται να υπακούση και εις πνευματικόν Πατέρα και να φυλάξη τους κανόνας της μοναδικής πολιτείας· επειδή καλύτερον είναι να υποταχθή κανείς εις μαθητήν, παρά να ζη μόνος με ιδιορρυθμίαν και να τρυγά τους ανωφελείς καρπούς του ιδικού του θελήματος. Όθεν υπηρέτει ο Άγιος τον πλοίαρχον μετά του πληρώματος ως Αγγέλους Θεού εκτελών κάθε υπηρεσίαν, την οποίαν τον προσέτασσον και ήτο εις όλους ως δούλος ηγορασμένος, χωρίς να αντιλέγη ή να φιλονική ή να παρακούη· παρ΄ όλον δε ότι τον περιέπαιζον οι ανόητοι και τον ύβριζον πολλάκις, εκείνος υπέμενεν όλα μετά χαράς· μάλιστα δε αν δεν τον ύβριζον, ελυπείτο, ως να έχανε θησαυρόν, διότι απέβλεπεν εις την μέλλουσαν μισθαποδοσίαν. Πιστεύων δε ο Όσιος, ότι οι ονειδισμοί και αι ατιμίαι είναι ιατρικά της υπερηφανείας, παρεκάλει τον Θεόν δι΄ εκείνους, οι οποίοι τον ητίμαζον, οίτινες ήσαν αληθινοί ιατροί του. Αν και κατηγορείτο ως υποκριτής και ψευδοευλαβής και νηστευτής από τους ασυνέτους, όμως δεν έλυσε ποτέ την νηστείαν του ή την ολιγοφαγίαν  και λιτοφαγίαν του, ούτε έτρωγεν ενωρίτερον παρά μόνον το εσπέρας. Και εκείνοι μεν έτρωγον τα παχέα κρέατα και τους ιχθείς και απελάμβανον όλα τα φαγητά, ο δε Όσιος έτρωγε κρόμμυα μετά άρτου ή σκόρδον ή ραφανίδας (ραπανάκια) ή άλλο άγριον χόρτον και με αυτά ανεπαύετο και ήτο πάντοτε χαρούμενος. Έλεγε δε προς αυτούς· «Εγώ, αδελφοί, είμαι ασθενής και δεν δύναμαι να σωφρονίζω την σάρκα μου με τα λιπαρά φαγητά, διότι αυτά μού ανάπτουν την φλόγα των παθών». Όταν δε το πλοίον εισήρχετο εις λιμένα, ο Άγιος εξήρχετο έξω δια να συλλέξη δήθεν ξύλα ή να λάβη ύδωρ ή να εκτελέση άλλην τινά υπηρεσίαν και πηγαίνων εις τόπον, εις τον οποίον δεν τον έβλεπε κανείς, προσηύχετο εις τον Θεόν, έκαμνε γονυκλισίας και εκτύπα τους μηρούς του και τους ώμους του άλλοτε με σχοινίον και άλλοτε με ξύλον, καθώς ο ίδιος το διηγείτο εις εμέ (λέγει ο συγγραφεύς) ενώπιον του Θεού· πλην με την Χάριν του Θεού δεν ερεθίσθησαν αι πληγαί· δερόμενος δε έκλαιγε γοερώς, επικαλούμενος τον Θεόν εις βοήθειάν του· έδιδε δε τον δαρμόν τούτον εις τον εαυτόν του, όταν τον ηνώχλει εμπαθής λογισμός επιθυμίας ή θυμού. Όταν δε κάποτε επήγε το πλοίον εις τας παραδουναβίους χώρας δια πραγματείαν, ηκολούθησε και ο Όσιος και όταν επέστρεφον, εκάθητο εις τινα γωνίαν του πλοίου και διελογίζετο τας αμαρτίας του λέγων καθ΄ εαυτόν· «Έως πότε, ταλαίπωρε, θα αναβάλης τον καιρόν δια να ποιήσης τα ευάρεστα εις τον Θεόν; Ποίαν ηλικίαν αναμένεις; Συ δεν είσαι είκοσιν ετών νέος, αλλ΄ είσαι ανήρ τέλειος και εάν αμελήσης τώρα, δίδων αναβολήν από ημέρας εις ημέραν, δεν θέλεις προκόψει ποτέ· αλλά τοιουτοτρόπως έχεις να πλανάσαι, έως ου φθάση το τέλος σου· σπεύσον λοιπόν να αγωνισθής εις την άσκησιν· διότι εδώ είναι ο αγών και μόνον τώρα είναι παρών· όθεν αργοπορία δεν χρειάζεται». Ταύτα και άλλα παρόμοια διαλιγιζόμενος δεν ηδυνήθη να κρατήση τον εαυτόν του, αλλ΄ ήρχισε να κλαίη μεγαλοφώνως και να κτυπά το πρόσωπόν του, διότι η καρδία του εκαίετο ως από πυρός· οι δε ναύται, βλέποντες αυτόν, τον εβίαζον να τους φανερώση τι διαλογίζεται και κλαίει τοιουτοτρόπως. Μη δυνάμενος λοιπόν ο Όσιος να καταπείση τους ναύτας να σιωπήσουν, είπε προς αυτούς· «Εάν είχετε και σεις τόσας αμαρτίας, όσας έχω εγώ και εμένετε αμετανόητοι, ως εμέ, θα εκλαίατε περισσότερον εμού». Εκείνοι όμως του απεκρίθησαν· «Και ημείς αμαρτωλοί είμεθα, αλλ΄ ουδείς εξ ημών κλαίει· όθεν εκ τούτου συμπεραίνομεν, ότι δι΄ άλλο πράγμα θρηνείς». Ο δε Όσιος, στενάζων εκ βάθους καρδίας, είπε προς αυτούς· «Αυτός ο ποταμός, τον οποίον βλέπετε, εξέρχεται, καθώς έχω ακούσει, από τον Παράδεισον και περικυκλοί όλην την γην· εσκέφθην λοιπόν ότι αυτός είναι ως χαρτίον και έχει επ΄ αυτού αναγεγραμμένας όλας τας αμαρτίας μου και ότι αυταί γεμίζουν και μολύνουν όλην την οικουμένην· και δια τούτο κλαίω». Ταύτα ως ήκουσαν εκείνοι, οι μεν ανόητοι τον περιεγέλων, οι δε γνωστικοί στενάζοντες έλεγον· «Αλλοίμονον εις ημάς! Εάν συ νηστεύων, αγρυπνών, προσευχόμενος και κατά Θεόν υπηρετών ημάς τους αναξίους ως δούλος και εις τόσην κακοπάθειαν ευρισκόμενος, ακόμη έχεις αμαρτίας και κλαίεις, ημείς οι σκληροκάρδιοι και αμετανόητοι, οι οποίοι καθ΄ εκάστην προσθέτομεν αμαρτίας επάνω εις αμαρτίας, τι έχομεν να πάθωμεν κατά την φοβεράν εκείνην ημέραν της Κρίσεως; Αλλοίμονον εις την αναισθησίαν μας! διότι δαπανώμεν τας ημέρας μας εις ματαιότητας»! Προσετάγη δε ποτε ο Όσιος να αναβή εις το ιστίον του πλοίου, αποκαμωμένος δε ων από την νηστείαν και το ψύχος, διότι εφόρει εν μόνον ένδυμα και ήτο ανυπόδητος και κατεξηραμμένος από τους ανυποφόρους δαρμούς και τας πληγάς, ώρμησε δια να αναβή εις το ιστίον, αλλά δεν ηδυνήθη· όθεν έβαλε μετάνοιαν, λέγων· «Συγχωρήσατέ μοι, αδελφοί, δια τον Κύριον, διότι εάν εβίαζα τον εαυτόν μου να αναβώ, εξ άπαντος ήθελον πέσει εις την θάλασσαν· διότι έχω ασθένειαν σωματικήν, ένεκεν της οποίας απωλέσθη η δύναμίς μου». Έλεγε δε ταύτα δια να κρύψη την αρετήν του. Οι δε ναύται τον συνεπόνεσαν και πεσόντες εις τους πόδας του έλεγον· «Αναχώρησον από ημάς, δούλε του Θεού, διότι είμεθα αμαρτωλοί άνθρωποι και φοβούμεθα να μη μας καταποντίση ο Θεός εις την θάλασσαν, βλέπων την ιδικήν σου ταπείνωσιν· εάν δε δεν θέλης να αναχωρήσης, ησύχασον καν εις το πλοίον και προσεύχου εις τον Θεόν δι΄ ημάς και αυτός θέλει μάς δώσει δύναμιν να αναπληρώσωμεν και τον τόπον τον ιδικόν σου και την υπηρεσίαν σου». Λοιπόν επείσθη εις τούτο και ησύχασεν ολίγον καιρόν εις το πλοίον, έως ου έφθασαν εις την πατρίδα των και τότε επήγεν εις τον οίκον του και αναγγέλων εις την σύζυγόν του τα γενόμενα, της είπεν· «Εν εκ των δύο έχω να πράξω, ή να υπάγω εις Μοναστήριον, ή να καθίσω εδώ, να μένω αργός ένεκεν της ασθενείας του σώματός μου». Η δε σύζυγός του είπε προς αυτόν μετά δακρύων· «Κάθησε, αυθέντα μου, και με τα ολίγα υποστατικά, τα οποία έχομεν, πιστεύω εις τον Θεόν, ότι δεν θέλει μάς αφήσει να υστερηθώμεν τα προς το ζην αναγκαία». Κτίσας λοιπόν ο Όσιος εντός της οικίας του κελλίον μικρόν, τόσον όσον ήτο αρκετόν να τον χωρή να κάμνη τας μετανοίας του και να προσεύχηται, έμεινεν εκεί ησυχάζων επί πολλά έτη, καταγινόμενος εις την νηστείαν, την ψαλμωδίαν και την παντοτεινήν προσευχήν. Όμως δια να μη πίπτη εις αμέλειαν, έκαμνε και εργόχειρον και κατασκεύαζε τα δίκτυα των γειτόνων του, όχι δια να λαμβάνη μισθόν, αλλά δι΄ αγάπην των αδελφών. Έλεγε δε ταύτα προς εαυτόν· «Ταπεινέ, καν κινής τας χείρας σου εις εργασίαν, ας ψάλλη η γλώσσα σου και ο νους σου ας προσεύχηται· διότι ο Θεός ζητεί από ημάς χρέος το να έχωμεν αυτόν πάντοτε εις τον νουν μας και εις την ενθύμησίν μας· και εάν θέλης τα έργα των χειρών σου να είναι θεϊκά και όχι γήϊνα, μετάδιδε αυτά εις τους πτωχούς». Έδεσε δε και σίδηρον βαρύ ο Όσιος εις το σώμα του, με το οποίον εσφίχθη τόσον πολύ, ώστε επληγώθη το σώμα του, από δε τας πληγάς εξήρχετο δυσοσμία· όλα όμως αυτά τα υπέφερεν ο Όσιος μετά χαράς και έλεγε· «Ταύτα εις τους θέλοντας να μετανοήσουν αληθώς είναι ευτελή και ελαφρά, αν και φαίνονται φορτικά και καταγέλαστα εις τους φιλοσάρκους και αμελείς· διότι λέγει ο Απόστολος· «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. η: 18). Δια δε την παρηγορίαν των πόνων του, εχάρισεν ο Θεός εις αυτόν το χάρισμα των δακρύων και με αυτά ελάμβανε μεγάλην αναψυχήν και παρηγορίαν. Επειδή όμως ηγάπα κατά πολύ την ησυχίαν, εξήρχετο την νύκτα από το κελλίον του και επήγαινεν εις τον ερημικώτερον τόπον της λίμνης, ήτις ήτο εκεί, και έμενε νήστις δύο και τρεις ημέρας ή και όλην την εβδομάδα, χωρίς να τρώγη τι, παρηγόρει δε ενίοτε την πείναν του με τα χόρτα της γης. Από αυτήν την υπερβολικήν νηστείαν, την άκραν ησυχίαν και τους πολλούς κλαυθμούς είχε νεκράς τας αισθήσεις του σώματος και ζώσας τας εσωτερικάς δυνάμεις της ψυχής· διότι καταλαμπόμενος ο νους του από την συνεχή ενθύμησιν του Θεού και από την παντοτεινήν προσευχήν, ηρπάζετο εις θείας θεωρίας, ερχόμενος δε εις την θεωρίαν των νοητών είχεν αχώριστον την προς ταύτα προσήλωσιν και ηδονήν. Αφήνων δε πολλάκις τας νοητάς θεωρίας, έλεγε καθ΄ εαυτόν· «Άφες τά άνω, ακάθαρτε· διότι ακάθαρτος είναι κάθε παράνομος και υπερήφανος ενώπιον του Θεού· κατάβα νοερώς εις τον άδην να ίδης εκεί τους ομοίους σου και τα οδυνηρά βάσανα εκείνων, με τους οποίους έχεις να συναριθμηθής μετ΄ ολίγον και συ, ελεεινέ. Ιδού έφθασε εις την θύραν ο απεσταλμένος από τον Θεόν Άγγελος· τι κάθεσαι; Αναχώρησις είναι αυτή από την οποίαν δεν επιστρέφει κανείς οπίσω. Ω! πως θέλεις υποφέρει τότε τον σκώληκα τον ακοίμητον; Πως θέλεις υπομείνει το πυρ το άσβεστον; Πως έχει να σε σκεπάση το σκότος εκείνο το ψηλαφητόν; Ω! πως θέλει σε χωρίσει ο Θεός από τους δικαίους και πως θέλει σε βάλει ομού με τους δαίμονας, των οποίων τα έργα έπραξας! Συ Θεόν δεν εφοβήθης· ανθρώπους δεν ησχύνθης, εαυτόν δεν ηλέησας και ποίος θέλει σε ελεήσει; Διότι δίκαιος ων ο Θεός, δικαίας έχει και τας κρίσεις του· δια τούτο θέλει αποδώσει και εις σε κατά τα έργα σου». Πενθών δε πολλάκις ο Όσιος έλεγε με θρήνους και οδυρμούς την ευχήν ταύτην· «Ελέησον, ελέησον, ελέησόν με, Χριστέ μου· καρδιογνώστα, ήμαρτον, μη με καταδικάσης· πρόσδεξαι τον κλαυθμόν μου εκ της πικρίας της ψυχής μου, την οποίαν ο ιός, οίμοι, της αμαρτίας ενέβαλε. Τοις Πάθεσί Σου, Κύριε, ίασαι τα πάθη της ψυχής μου· τοις τραύμασί Σου, τα τραύματα θεράπευσον του νοός μου· τω τιμίω Αίματί Σου, το εμόν αίμα καθάγνισον, ως γνωρίζεις, και μέτοχον ποίησόν με του θείου Σώματός Σου. Η χολή την οποίαν παρά των εχθρών εποτίσθης, Χριστέ μου, ας με λυτρώση το ταχύτερον εκ της πικρίας του όφεως. Το Σώμα Σου το τανυσθέν επί του Ξύλου του Σταυρού Σου, ας αναπετάση τον νουν μου προς την Σην θεωρίαν. Η κεφαλή Σου, την οποίαν έκλινας επί Σταυρού, αυτή ας υψώση την κεφαλήν μου κατά των αντιπάλων. Αι καθηλωθείσαι παναμώμητοι χείρες Σου, ας με αναγάγουν εκ του λάκκου της απωλείας και ας με οδηγήσουν ενώπιόν Σου. Το ραπισθέν και εμπτυσθέν υπό των καταράτων  πρόσωπόν Σου το Άγιον, αυτό ας μου στιλβώση το πρόσωπον το μιανθέν υπό της ανομίας. Η ψυχή Σου, την οποίαν επί του Σταυρού παρέθεσες εις τον Πατέρα Σου, αυτή ας με οδηγήση προς Σε δια της Χάριτός Σου, όπως εκλυτρωθώ της γλυκυπίκρου τροφής, εις την οποίαν οι ως εμέ χοίροι μετ΄ ευχαριστήσεως εντρυφώσιν· αξιωθώ δε δια Σου να τραφώ, ω Χριστέ μου, με το θέλημά Σου το άγιον νυν και εις τους αιώνας». Τοιουτοτρόπως προσευχόμενος και ελεεινολογών και μεμφόμενος εαυτόν, δεν ήθελε να θεωρή τα άνω, αλλά να φροντίζη ημέραν και νύκτα δια τας αμαρτίας του· επήγαινε δε συχνάκις εκεί εις την έρημον, όταν δεν ήτο χειμών και ηγωνίζετο, ως είπομεν, και πάλιν επέστρεφεν εις τον οίκον του επεσκέπτετο την γυναίκα και τα τέκνα του. Είχε δε συνήθειαν ο Όσιος να επιμελήται τους ασθενείς· επισκεφθείς δε γραίαν τινά κατάκοιτον και ευρών αυτήν πολύ περίλυπον, την ηρώτησε την αιτίαν της λύπης αυτής· και εκείνη του απεκρίθη, ότι είχε θυγατέρα, ήτις κατώκει εις άλλο χωρίον, μακράν έως δεκαοκτώ μίλια, επληροφορήθη δε ότι είναι ασθενής και κινδυνεύει εις θάνατον· όθεν ήθελε να στείλη την άλλην κόρην της, η οποία την υπηρέτει, δια να ίδη την αδελφήν της· αλλ΄ επειδή ήτο νέα, εφοβείτο να την στείλη μόνην, δια να μη ακολουθήση εις αυτήν κανέν εναντίον εις την οδόν και δια τούτο ελυπείτο. Ταύτα ακούσας ο Όσιος και συλλυπηθείς, είπε προς την γραίαν· «Θέλεις να υπάγω εγώ την κόρην σου εις την αδελφήν της»; Εκείνη του είπε· «Ναι, θέλω και παρακαλώ, διότι παραδίδω αυτήν όχι εις άνθρωπον, αλλ΄ εις Άγγελον Θεού». Όθεν παραλαβών αυτήν, την επήγε και εύρε την άλλην έτι ζώσαν, η οποία μετά χαράς αποχαιρετίσασα την αδελφήν της και τον Όσιον, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού· μετά δε την τρίτην ημέραν έφερε πάλιν την κόρην εις την μητέρα της· τοιούτος συμπαθής και φιλάδελφος ήτο ο ευλογημένος. Κατ΄ εκείνην δε την νύκτα, κατά την οποίαν έφερε την κόρην εις την μητέρα της, είδεν εν οράματι ωραίαν κόρην ενδεδυμένην λαμπράν στολήν, το δε επανωφόριόν της εσκέπαζε σχεδόν όλον τον ουρανόν, εκπλαγείς δε ηρώτησεν αυτήν· «Κυρία μου, ποία είσαι; Και διατί ήλθες εδώ»; Και εκείνη του απεκρίθη· «Εγώ ονομάζομαι Θεοχαρία, ήλθον δε δια να σε επισκεφθώ». Και ομού με τον λόγον είδεν ότι τον ενηγκαλίσθη και τον εσκέπασε με το επανωφόριόν της, από δε την άρρητον ευωδίαν, την οποίαν ησθάνθη εξ αυτής, ήλθεν εις εαυτόν και ευρέθη γεμάτος από χαράν και αγαλλίασιν. Ήτο δε ο Όσιος τόσον εύσπλαγχνος εις τους αδελφούς, ώστε και αυτά τα χρειαζόμενα εργαλεία και τα πράγματα του οίκου του τα έδιδεν εις τους έχοντας ανάγκην και με τόσην χαραν, ως να τα ελάμβανεν ο ίδιος· δια δε τον άρτον και τα λοιπά φαγητά, περιττόν είναι να το λέγη κανείς πόσον πλουσιοπαρόχως τα διένειμε και μάλιστα όσα ήσαν αναγκαία δια τους ασθενείς, η δε σύζυγος αυτού εχαίρετο εις αυτά, ως να τα έδιδεν η ιδία. Έλεγε δε ο Όσιος, ότι πρέπει να ελεή τις τους αξίους ελέους μετά διακρίσεως και όχι εξ αδικιών· εάν δε κανείς δεν έχη να προσφέρη ελεημοσύνην, υπομένει όμως την αδικίαν, την οποίαν του έκαμον και παρακαλεί τον Θεόν δια τους αδικούντας, εκείνος ελεήμων θέλει ευρεθή και ηλεημένος. Εάν δε κανείς ίδη ή ακούση πράγμα τι, το οποίον λυπεί τον αδελφόν του και λυπηθή η καρδία του, και αυτό θέλει το λογαριάσει ο Θεός ως ελεημοσύνην. Ομοίως και αν κανείς υβρισθή αυτός δε δεν εναντιωθή εις τον επιτιθέμενον και να τον λυπήση, αλλά με πραότητα και μακροθυμίαν φέρη αυτόν εις ημερότητα, και τούτο της αληθούς ελεημοσύνης είναι ίδιον. Προς δε την σύζυγόν του έλεγε· «Το να ευεργετή κανείς τους άλλους, εξομοιώνει τον εαυτόν του προς τον Θεόν· η δε προς τον πλησίον αγάπη γνωρίζεται όχι μόνον με την μετάδοσιν των χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερον δια των παρηγορητικών λόγων και της σωματικής υπηρεσίας. Καλόν δε είναι να ευεργετή κανείς πάντας και μάλιστα τους μη δυναμένους να ανταποδώσουν· επειδή και ο Αβραάμ, καθήμενος έμπροσθεν της σκηνής αυτού, προσεκάλει όλους τους διαβάτας ανεξαιρέτως, φιλοξενών αυτούς· διο και ηξιώθη να φιλοξενήση όχι μόνον Αγγέλους, αλλά και αυτόν τούτον τον Δεσπότην των Αγγέλων, επειδή όσους δύναται κανείς να ευεργετή και δεν θέλει, τόσους αδικεί και καθιστά εαυτόν υπόδικον της Δεσποτικής κατακρίσεως· λοιπόν και ημείς πρέπει να ευεργετώμεν όλους μετά πάσης προθυμίας». Χειμώνα δε τινα έγιναν αστραπαί και βρονταί πολλαί, προς δε το εσπέρας, ενώ εκάθητο ο Όσιος έμπροσθεν του οίκου του, φθάνει εις οδοιπόρος αποκαμωμένος από την οδοιπορίαν και το ψύχος και ιδών τον Άγιον είπεν· «Αυθέντα μου, που είναι ο οίκος Κυριακού του Ελεήμονος»; Ο δε Όσιος, θαυμάζων εις τον λόγον αυτόν, είπεν· «Εγώ είμαι ο Κυριακός· ποίος δε είναι ο Ελεήμων, δεν γνωρίζω· ειπέ μου λοιπόν δια τον Κύριον, πόθεν παρεκινήθης να είπης τον λόγον αυτόν»; Εκείνος δε ως ευλαβής είπεν· «Επειδή περιέπεσα ανελπίστως εις πολλούς πειρασμούς, βυθισθείς εκ των πολλών λογισμών της φιλαυτίας ο ανόητος, παρεκάλουν τον Θεόν, όπως παραβλέψη τας αμαρτίας μου και μου δείξη τρόπον τινά σκέπης και σωτηρίας· και ευθύς εφάνη έμπροσθέν μου ένας ωραίος στρατιώτης έφιππος και μου είπε· «Μη λυπείσαι, διότι ο Θεός έχει την φροντίδα σου· ύπαγε εις αυτό το χωρίον, ζήτησον τον οίκον του Κυριακού του Ελεήμονος και εκείνος θέλει σε αναπαύσει». Ταύτα είπεν εις εμέ ο φανείς και δεν γνωρίζω τι απέγινε, δια τούτο, αυθέντα μου, σε ερωτώ». Τότε ο Όσιος υπεδέχθη ευθύς τον άνθρωπον αυτόν εις τον οίκον του, και έβαλεν εις τον νιπτήρα ύδωρ, δια να πλύνη τους πόδας του· αλλ΄ εκείνος ευλαβούμενος δεν τον άφηνεν. Ο δε Όσιος του είπε· «Συλλογίσου, αδελφέ, ποίος έπλυνε τους πόδας των μαθητών του και ποίον φοβερόν λόγον είπεν εις τον Πέτρον, όστις δεν άφηνε τον Κύριον να τον πλύνη δι΄ ευλάβειαν και παύσαι απ΄ αυτήν την ματαίαν αντίστασιν». Ταύτα ακούσας εκείνος επείσθη και του έπλυνε τους πόδας ο Όσιος, καθώς είχε συνήθειαν να πράττη και εις ετέρους ξένους, και του ήλλαξε τα ενδύματα, βάλλων δε τράπεζαν εχαίρετο με όλην την οικογένειάν του δοξάζων τον Θεόν. Ημέραν τινά ησυχάζων ο Όσιος εις το κελλίον του, η θυγάτηρ αυτού παίζουσα με άλλην συνομήλικόν της εκ συνεργείας του διαβόλου, έρριψεν η συνομήλικός της λίθον και ετύφλωσε τον δεξιόν οφθαλμόν της θυγατρός του· και ως είδε τούτο η μήτηρ αυτής, συνεπόνεσε και ήρχισε να ταράσσηται και να υβρίζη εκείνην, ήτις το έπραξε και τους γονείς της· ο δε Όσιος ούτε εξήλθεν έξω από το κελλίον του, ούτε λόγον είπε πικρόν, αλλ΄ ηυχαρίστει τον Θεόν μετά θερμών δακρύων, νομίζων εαυτόν αίτιον του τοιούτου κακού. Η δε σύζυγός του ωνόμαζεν αυτόν σκληροκάρδιον, μη γνωρίζουσα, ότι πάσα περίστασις είναι ελαφρά εις εκείνον, όστις δεν είναι ελαφρός· αλλ΄ ο θαυμάσιος Κυριακός λέγων εις αυτήν πολλάς νουθεσίας, ομού μετά πολλών ρητών της θείας Γραφής και των Αγίων, κατεπράϋνε, συν Θεώ, τον θυμόν τής γυναικός και μεταβαλών αυτήν εις γαλήνην, την κατέπεισε να ποιήση αγάπην και ειρήνην με τους γονείς τής τυφλωσάσης τον οφθαλμόν τής θυγατρός των και με αυτήν την ιδίαν, καθότι ακουσίως τούτο διέπραξεν.                                                                                       Ηγάπα δε ο Όσιος τας Εκκλησίας· όθεν είχε διωρισμένον να μεταβαίνη πεζή όλας τας Παρασκευάς του έτους εις την Κωνσταντινούπολιν και να προσκυνή τον εν Βλαχέρναις Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου και να ασπάζηται την αγίαν Εικόνα της· αφού δε ετελείωνεν εκεί την νυκτερινήν δοξολογίαν, επέστρεφεν εις τον οίκον του· ήτο δε μακράν το διάστημα της οδού, ως λέγουσί τινες, έως τριάκοντα ή τεσσαράκοντα μίλια και έλεγεν εις εμέ (λέγει ο συγγραφεύς): «Όσον εχαιρόμην να περιπατώ την οδόν κατά την άνοιξιν και το φθινόπωρον, τόσον εταλαιπωρούμην κατά τον χειμώνα». Έλεγε δε και τούτο·  «Αλλοίμονον εις εκείνον, ο οποίος πάσχει από δύο χειμώνας, τον του ψύχους και τον της πείνης· εάν δε σφίγγεται από σίδηρα και στενοχωρήται και από αγρυπνίαν, τότε γίνεται εις αυτόν τετραπλάσιον το αλλοίμονον». Πείνα δε μεγάλη ηκολούθησέ ποτε εις τον τόπον του Οσίου και πολλοί απέθνησκον εξ αυτής· τότε και ο Όσιος εστερήθη προς πλίγον των αναγκαίων· έχων δε ολίγον άρτον, τον άφησεν εις την γυναίκα και τα τέκνα του και αυτός, χωρίς να λάβη τι, εκίνησε δια την Κωνσταντινούπολιν. Αφού δε περιεπάτησεν έως δεκαοκτώ μίλια, ήρχισαν να καταπίπτουν αι δυνάμεις του από την προηγουμένην νηστείαν και από τον κόπον της οδού· όθεν παρεκάλει τον Θεόν να του δώσει δύναμιν, να μη ζη μόνον με άρτον, αλλά και με λόγον θείον και πνευματικόν. Ο δε φιλάνθρωπος Κύριος, όστις είπεν· «Ιδού οι δουλεύοντές μοι φάγονται… και πίονται… και ευφρανθήσονται» (Ησαϊα ξε: 13), έδειξεν εις τον Όσιον άρτον φρέσκον, επάνω εις ένα λίθον και κανάτιον γεμάτον από ύδωρ· όθεν ποιήσας ευχήν εκάθισε και έφαγε και έπιε και εγερθείς εποίησεν ευχαριστίαν· έπειτα επήγεν εις τον Ναόν των Βλαχερνών της Θεοτόκου και απέδωκε τας ευχαριστίας εις Αυτήν και τον Υιόν Της μετά δακρύων και χαράς πνευματικής. Είχε δε συνήθειαν ο Όσιος να προσποιήται τον μωρόν και ανόητον δια τον Θεόν, δια τούτο φεύγων από τον Ναόν της Θεοτόκου, επήγεν εις το χωρίον, το καλούμενον Νεάπολις· και ερωτηθείς παρά του εξουσιαστού του χωρίου, ποίος είναι και πόθεν έρχεται, εσιώπα και προσεποιείτο ότι είναι άλαλος. Ο δε εξουσιαστής ερωτών αυτόν δις και τρις και μηδεμίαν απόκρισιν λαβών τον εκτύπησε λέγων· «Ειπέ ποίος είσαι»; Ο δε Όσιος άλλοτε μεν δια της κεφαλής, άλλοτε δε δια της χειρός εδείκνυε τον ουρανόν· τότε θυμωθείς ο εξουσιαστής τον εκτύπησε πάλιν, έπειτα τον έβαλεν εις την φυλακήν και εσφάλισε τους πόδας του εις το ξύλον, επειδή ενόμιζεν ότι ήτο κατάσκοπος. Αφ΄ ου δε έμεινεν ο Όσιος δύο νυχθήμερα εις την φυλακήν, κατ΄ οικονομίαν Θεού, διήλθεν εκείθεν εις φίλος του και θαυμάζων του είπεν· «Άνθρωπε του Θεού, τι κακόν έπραξες και ευρίσκεσαι εις τοιούτον τόπον»; Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Ο τόπος δεν σεμνύνει την αρετήν, αλλ΄ η αρετή σεμνύνει τον τόπον· διότι ο Θεός δεν αισχύνεται, αλλά ζητεί διάνοιαν θερμήν και ψυχήν σωφρονισμένην. Πλην με την χάριν του Χριστού μου, ουδέν κακόν έπραξα, αλλά με την θέλησιν του Χριστού και του εξουσιαστού κάθομαι εδώ και πάλιν όταν θέλη ο Χριστός μου θέλει με εκβάλει εντεύθεν». Ταύτα ακούσας ο εξουσιαστής προσέπεσεν εις τον Όσιον και ζητήσας συγχώρησιν απέλυσεν αυτόν εν ειρήνη. Άλλην φοράν, ακούσας ο Όσιος, ότι ήτο εις την Κωνσταντινούπολιν εις ενάρετος και διακριτικός Μοναχός, Ιλαρίων ονομαζόμενος, επήγεν εις αυτόν, δια να του φανερώση όλους τους λογισμούς του και να βεβαιωθή από αυτόν την αλήθειαν, μήπως ματαίως τρέχει ή έτρεξεν εις τον δρόνον της αρετής. Όθεν δεξάμενος αυτόν ο Ιλαρίων μετά χαράς και συνομιλήσας, ήκουσεν όλας τας πράξεις του και εις όλας τον επήνεσεν, εκτός από τα σίδηρα τα οποία εφόρει. Είπε δε προς αυτόν ότι, αν και μερικοί από τους Πατέρας εφόρεσαν σίδηρα δια ταπείνωσιν της σαρκός, όμως τα εφέρεσαν οι Στυλίται, οι Ερημίται και οι Αναχωρηταί και όχι εκείνοι, οίτινες συναναστρέφονται μέσα εις τας πόλεις και τα χωρία· διότι αν και σπουδάζουν να κρύψουν την πολιτείαν των από τους ανθρώπους, όμως, μη δυνάμενοι να κρυφθούν επί πολύν καιρόν, ονομάζονται σιδερωμένοι. Και τη αληθεία, ούτως απεκάλουν όλοι τον Όσιον έως ου ετελεύτησεν, ήτοι σιδερωμένον. Είπε δε και τούτο προς αυτόν ο Αββάς Ιλαρίων· ότι οι μεν ενάρετοι τιμώσι πολύ τους φορούντας τα σίδηρα, από δε την τιμήν αυτήν γεννάται η κενοδοξία, η κλέπτρια των αρετών· οι αμελείς πάλιν κατηγορούν αυτούς· δια τας κατηγορίας δε αυτών ακολουθούν από εκείνους οίτινες δεν έχουν αυτομεμψίαν άλλαι κατηγορίαι και εκ των κατηγοριών ακόλουθα· διότι όσοι είναι ανδρείοι κατά την ψυχήν, υπομένουν εκείνους, οίτινες κατηγορούσιν αυτούς, αποβλέποντες μόνον εις τον Θεόν και παραβλέπουν πάσαν κατηγορίαν ή έπαινον ανθρώπων, ως καπνόν και όνειρα· αλλά πολλοί, μη δυνάμενοι να υποφέρουν τας ατιμίας των ανθρώπων, επλανήθησαν και έπεσον· επειδή δεν είναι ίδιον εκάστου να μη υπολογίζη εκείνους, οι οποίοι τον ονειδίζουν και τον περιγελούν. Ταύτα τα σοφά λόγια του Αββά Ιλαρίωνος ακούσας ο ταπεινόφρων Κυριακός, ευθύς προσέπεσεν εις αυτόν και εζήτησε να αφαιρέση με την εντολήν του τα σίδηρα, λέγων· «Μισώ κόπον, όστις προξενεί ζημίαν». Λαβών δε την εντολήν εξέβαλεν ευθύς αυτά και ρίψας εις τους πόδας του Αββά, είπεν· «Ιδού ελύθη ο κύων εκ των σιδήρων· εύχου λοιπόν, Πάτερ, να σκεπασθώ από του πονηρού διαβόλου, δια να μη βλάπτω τον εαυτόν μου και τους αδελφούς μου· όμως, εάν το ευρίσκης εύλογον και μου δώσης άδειαν, θέλω να δεθώ με σχοινίον, δια να μη έχω την σάρκα μου απολυμένην». Τούτο δε και εποίησε με την γνώμην του Αββά Ιλαρίωνος, όστις ιδών τας ανυποφόρους πληγάς, τας οποίας είχεν εις το σώμα, εθαύμασε δια την ταπείνωσιν την οποίαν εχάρισεν εις αυτόν ο Θεός, επειδή η ταπεινοφροσύνη δεν είναι κατηγορία της συνειδήσεως και αυτομεμψία, αλλ΄ είναι επίγνωσις της Χάριτος του Θεού. Ομοίως στοχαζόμενος και το φιλόπονον του ανδρός και την άπλαστον και απλοϊκήν  γνώμην του, είπεν· «Ο Θεός, όστις δίδει εις τους ταπεινούς χάριν, είθε να ίδη την ταπείνωσίν σου και τον κόπον σου και να σε υψώση επάνω από το φρόνημα της σαρκός και να σε φέρη εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, δια την ελευθερίαν της ψυχής σου και να σου δώση το Πνεύμα το Άγιον, δια να υπομένης ευχαρίστως». Έπειτα τον παρεκάλεσε να υπάγη μετά γράμματός του εις την περιφανεστάτην Κομνηνήν, η οποία δεν είχεν ακόμη γίνει βασίλισσα, εβασίλευε δε τότε ο ευσεβέστατος βασιλεύς Μιχαήλ ο Δούκας. Επήγε λοιπόν ο μακάριος με το γράμμα του Αββά Ιλαρίωνος προς την Κομνηνήν, αναγνώσασα δε εκείνη το γράμμα και γνωρίσασα την αγιότητα αυτού από το ένδυμα, το περιπάτημα, το βλέμμα και την ωχρότητα και ξηρότητα του προσώπου του, έπεσεν εις τους πόδας του και εζήτει την ευχήν του. Ομοίως δε και ο Όσιος γονατίσας εζήτει την ευχήν εκείνης· επειδή δε εκείνη επέμενε ζητούσα, την ηυχήθη ο Όσιος λέγων· «Κύριος ο Θεός να σε αξιώση να απολαύσης τα αγαθά της άνω Ιερουσαλήμ και να ίδης υιούς των υιών σου και τα τέκνα σου να εξουσιάσουν πόλεις και έθνη και το όνομά των να γίνη περίφημον ομού και περίφοβον εις όλους τους εχθρούς των». Η οποία ευχή εξεπληρώθη μετά ταύτα. Η δε Κομνηνή είπε προς αυτόν· «Ειπέ μοι, δούλε του Θεού, λόγον σωτηρίας κατά την δύναμίν μου». Ταύτα ακούσας ο Όσιος απεκρίθη· «Όσον καιρόν είναι κανείς δούλος των παθών, δεν λογίζεται δούλος του Θεού· αλλ΄ επειδή ο Προφήτης λέγει, ότι τα τέκνα της Εκκλησίας θέλουσιν είναι όλοι διδακτοί Θεού (Ησαϊας νδ: 13), θα διδάσκωσι δηλαδή τας θείας αληθείας, άκουσον τι είπεν ο Δανιήλ εις τον Ναβουχοδονόσορ· «Βασιλεύ, αν σου αρέση η βουλή μου, εξάλειψον τας αμαρτίας σου με ελεημοσύνας και τας αδικίας σου με οικτιρμούς πενήτων» (Δαν. δ: 24). Και ο Δαβίδ λέγει· «Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη Αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. ρια: 9). Και ο Σολομών· «Ελεημοσύναι και εμπιστοσύναι ας μη λείπουν από σε· κρέμασε δε αυτάς εις τον τράχηλόν σου ως εγκόλπιον· προνοού καλά ενώπιον Κυρίου και ανθρώπων και θέλεις εύρει χάριν» (Παρ. γ: 3). Την ζωήν του πτωχού μη αποστερήσης και ψυχήν πεινώσαν μη λυπήσης· δούλον, όστις θλίβεται, μη αποστρέφου και μη γυρίσης το πρόσωπόν σου από πτωχόν· διότι «Δανείζει Θεώ ο ελεών πτωχόν» (Παρ. ιθ: 17). Και ο Μέγας Βασίλειος ο ουρανοφάντωρ λέγει· «Ουκ ηλέησας; Ουκ ελεηθήση· ουκ ήνοιξας την οικίαν; Αποπεμφθήση της Βασιλείας· ουκ έδωκας τον άρτον; Ου λήψη την αιώνιον ζωήν». Τους λόγους τούτους του Οσίου ακούσασα η Κομνηνή είπε προς αυτόν· «Θέλω να φανερώσω εις την αγιωσύνην σου, Πάτερ, τους λογισμούς μου, αλλά φοβούμαι μήπως δεν φυλάξω τους λόγους σου και σφάλω εις τον Θεόν». Ο δε Όσιος είπε· «Δεν είναι δυνατόν να έχη δειλίαν, εκείνος όστις φοβείται τη αληθεία τον Θεόν, ως δε γράφει ο Σολομών· «Πλην αυτού (του Θεού δηλαδή) μη φοβού άλλον» (Παρ. ζ: 1)· το δε να φανερώνη κανείς τους λογισμούς του εις άνδρας πνευματικούς, τούτο είναι σημείον, ότι εκείνος θέλει να διορθώση την ζωήν του· ενώ το να τους κρύπτη, τούτο δηλοί ότι είναι εμπαθής· διότι όστις συγκοινωνεί με τους κλέπτας, δεν θέλει να τους φανερώση ποτέ, επειδή αγαπά το πάθος· εκείνος δε, όστις ερωτά και ακούει και παρακούει, όμως κατακρίνει τον εαυτόν του, ότι παρακούει και ούτω ταπεινούται, δια της ταπεινώσεώς του αυτής, ευρίσκει ολίγον έλεος· αλλ΄ όστις δεν ερωτά, ούτε ακούει, ούτε παρακούει, ούτε ταπεινούται, δεν ευρίσκει έλεος· διότι καθώς ένας ασθενής, όστις αηδιάζεται και δεν δέχεται τα πολλά φαγητά, τα οποία του δίδουν, ύστερον δε ευρίσκεται φαγητόν, το οποίον δέχεται με ευχαρίστησιν, το τρώγει και υγιαίνει, ούτω και μία ψυχή οκνηρά, αν και πολλάκις ακούη και παρακούη, αλλ΄ όμως με την πολυκαιρίαν αισχύνεται και τοιουτοτρόπως, όταν κάποτε ακούση λόγον τινά καλόν, της αρέσει και τον κάμνει και σώζεται». Η Κομνηνή ταύτα ακούσασα είπεν· «Ούτως έχει η αλήθεια· πλην ας είναι γνωστόν εις σε, ότι τα αμαρτήματα, τα οποία φαίνονται μικρά, φοβούμαι περισσότερον από τα μεγάλα· όπως την αργολογίαν, την καταλαλιάν, το περιγέλασμα και τα τούτοις όμοια». Ο δε Όσιος της είπεν· «΄Οστις είναι αμελής εις τα μικρά, πίστευε ότι είναι αμελής και εις τα μεγάλα· μεγάλον δε ονομάζεται το αμάρτημα εκείνο, το οποίον νικά τον άνθρωπον. Αν όμως ο διάβολος καταφρονήση τα μικρά, δεν δύναται να ρίψη τον άνθρωπον εις μεγάλον αμάρτημα· επειδή τα μεγαλύτερα αμαρτήματα γεννώνται από τα μικρότερα· δια τούτο ακολουθούν τα μεγαλύτερα, διότι δεν λαμβάνουν τα μικρότερα την πρέπουσαν διόρθωσιν. Συ δε προφυλάττου από τα μικρά και με την χάριν του Χριστού δεν θέλεις πέσει εις τα μεγάλα». Όταν ήκουσε ταύτα η Κομνηνή κατενύγη και εξωμολογήθη εις αυτόν τους περισσοτέρους και αναγκαιοτέρους λογισμούς της και εζήτει συμβουλήν πως και πότε και ποίον λογισμόν να προκρίνη από τον άλλον. Επειδή δε ο μακάριος Κυριακός της απεκρίθη εις όλα καθώς έπρεπεν, εχάρη χαράν μεγάλην εκείνη, ότι εύρε τοιούτον θεόσοφον σύμβουλον· και επειδή ήτο φιλομόναχος, του έδωσε και μερικά χρήματα, τα οποία δεν ήθελε να λάβη ο Όσιος· αλλ΄ επειδή τον ώρκισεν εις το όνομα του Θεού τα έλαβε· λοιπόν ευχηθείς αυτήν και τα τέκνα της ανεχώρησεν, έως ότου δε υπάγει εις την οικίαν του διένειμε τα περισσότερα χρήματα εις τους πτωχούς και τους πάσχοντας. Ηθέλησε δε ποτε ο Όσιος να υπάγη εις τας Χώνας δια να ίδη το θαύμα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ και να προσκυνήση την αγίαν Εικόνα του και πηγαίνων κατέλυσεν εις ένα χάνι· ο δε χανιτζής ήτο κλέπτης και ήρχισε να τον εξετάζη· «Συ ποίος είσαι και από πού έρχεσαι; Διότι οι οφθαλμοί σου ομοιάζουσι κλέπτου και η ομιλία σου σε κάμνει φανερόν· αλλ΄ ειπέ μου τι έχεις μέσα εις το σακκίον σου»; Ο δε Όσιος του απεκρίθη· «Εγώ, με την Χάριν του Χριστού, κλέπτης δεν είμαι· πηγαίνω δε εις τας Χώνας, δια να προσκυνήσω τον Αρχιστράτηγον Μιχαήλ, εις δε το σακκίον μου έχω εκ της οικίας μου τα έξοδά μου, δια να μη ζητώ». Εκείνος δε ως κλέπτης ήρπασεν εκ του σακκίου αυτού όσα χρήματα είχεν, ήρχισε δε να τον εκδύη δια να του αφαιρέση και το ένδυμα· ο δε Όσιος, επικαλούμενος τον Θεόν εις βοήθειαν, είπεν εις τον χανιτζήν· «Φοβήθητι, άνθρωπε, τον Θεόν και μη με εκδύσης έμπροσθεν των γυναικών αυτών· αλλ΄ εάν θέλης, έκδυσόν με καν εις μίαν γωνίαν της οικίας σου, δια να μη φανερώσης την αισχύνην του σώματός μου». Ο δε θηριώδης εκείνος και άσπλαγχνος, αφού τον εξέδυσε, καθώς είδε τας πληγάς, τας οποίας είχεν από το σχοινίον, με το οποίον ήτο σφικτά δεμένος και ησθάνθη την πολλήν δυσωδίαν, ήτις εξήρχετο εκ των πολλών πληγών, ελυπήθη και τον ενέδυσε πάλιν το ένδυμά του και τον άφησε να αναχωρήση. Ο δε Όσιος έλεγε καθ΄ εαυτόν· «Εάν υπομείνης, Κυριακέ, την αρπαγήν ταύτην ευχαρίστως, θέλεις λάβει τόσον μισθόν, όσον ήθελες λάβει, αν τα έδιδες εις τους πτωχούς». Αφού λοιπόν επροχώρησεν ολίγον ο Όσιος, ήρχισε να του φωνάζη εκ των όπισθεν ο χανιτζής. Ο δε Όσιος ακούσας εστάθη και όταν εκείνος τον επλησίασε, του επέστρεψε τα χρήματα, τα οποία του είχεν αφαιρέσει, και ζητών συγχώρησιν και ευχήν παρά του Αγίου είπε· «Τώρα εγνώρισα ότι είσαι άνθρωπος του Θεού». Λαβών δε ο Όσιος από τον χανιτζήν τα χρήματα, και συγχωρήσας αυτόν, του είπε· «Δεν είσαι Χριστιανός, αδελφέ; Δεν ήκουσας τον Κύριον όστις λέγει· «Ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με»; (Ματθ. κε: 35-36). Και πάλιν· «Πορεύεσθε απ΄ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον… (ότι) ξένος ήμην και ου συνηγάγετέ με, γυμνός και ου περιεβάλετέ με»; (Ματθ. κε: 41-43) και όσα άλλα λέγει περί τούτου, συ δε ξεγυμνώνεις τους ενδεδυμένους; Πως εισέρχεσαι εις τον Ναόν του Θεού;  Πως ασπάζεσαι την αγίαν  Εικόνα του Χριστού;  Δεν θα αποθάνης; Δεν μέλλει να σου αποδώση ο Κύριος κατά τα έργα σου; Άκουσόν μου του ταπεινού, μετανόησον και εξομολογήσου τας αμαρτίας σου εις τον Πνευματικόν σου, φύλαξον τον κανόνα, τον οποίον θα σοι δώση και άπεχε από τας αμαρτίας σου». Ταύτα και άλλα περισσότερα συμβουλεύων αυτόν και ευχόμενος ανεχώρησεν εις τον δρόμον του, χαίρων και ευχαριστών τον Θεόν δια την ανέλπιστον μεταβολήν του χανιτζή. Φθάσας δε εις τον Ναόν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και προσκυνών την αγίαν του Εικόνα, τον παρεκάλει να τον διαφυλάττη και εις το εξής αβλαβή από τους ορατούς και αοράτους εχθρούς και ούτως επέστρεψε πάλιν εις την πατρίδα του. Ηθέλησε δε ποτε ο Όσιος να ίδη τα ολίγα αμπέλια, τα οποία είχε και τους εργάτας, οίτινες τότε ειργάζοντο αυτά· ιδών δε αυτούς από μακράν, ότι δεν ειργάζοντο, αλλ΄ ήσαν πεσμένοι κάτω, έπεσε και αυτός κάτω και έκαμεν έως τρεις ώρας· επειδή δε τον επολέμει έσωθεν ο λογισμός αυτού να είπη τι εις αυτούς, εκείνος ανθίστατο και έλεγεν εν εαυτώ· «Εάν πιστεύης ότι ο Θεός έχει την πρόνοιάν σου, διατί φροντίζεις συ; Ενός μόνον πράγματος υπάρχει ανάγκη, και συ φροντίζεις πώς να γίνη η άμπελός σου καρπερά και δεν φροντίζεις πώς να μη αφήσης την ψυχήν σου άκαρπον, τρισάθλιε; Και λοιπόν διατί τότε ζης και τον τόπον καταργείς; «επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου και αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. νδ: 23). Και· «έλπισον επί Κύριον και ποίει χρηστότητα» (Ψαλμ. λστ: 3). Επειδή δε ο λογισμός τού έλεγε και πάλιν, ότι τα πράγματα, τα οποία έχει, τα έχει δια να κυβερνώνται οι ξένοι αδελφοί, οίτινες μεταβαίνουσιν εις αυτόν και εις την οικίαν του, και αν τα αμελήση, υστερεί τους αδελφούς, αυτός ανταπεκρίνετο λέγων· «Ας μας παρηγορή ο Απόστολος, όστις λέγει· «Δεν ζητώ τα υμέτερα πράγματα, αλλ΄ υμάς τους ιδίους» (Β΄ Κορ. ιβ: 14). Δεν δυνάμεθα να ευεργετήσωμεν τους αδελφούς σωματικώς; Ας τους ευεργετήσωμεν ψυχικώς και με την προαίρεσιν και βέβαια ο Θεός θέλει μάς λογίσει τούτο εις αρετήν· διότι λέγει αυτός· «Εργάζεσθε μη την βρώσιν την απολλυμένην, αλλά την βρώσιν την μένουσαν» (Ιωάν. στ: 27). Μένουσα δε βρώσις και φαγητόν αληθινόν είναι η πραότης, η ταπείνωσις, η απροσπάθεια, η ανεξικακία, η φιλαδελφία και τα όμοια τούτοις». Ταύτα λέγων ο Όσιος εις εαυτόν, δεν ηγέρθη από την γην έως ου είδε τους εργάτας, ότι ηγέρθησαν μόνοι των και ειργάζοντο. Έπραξε δε τούτο ο μακάριος, διότι δεν ήθελε να τους προσβάλη ότι ήσαν αργοί· δια τούτο και εγώ έγραψα ταύτα, δια να φανερώσω την αυτομεμψίαν, την πραότητα, την απροσπάθειαν και την αγάπην, την οποίαν είχεν ο Όσιος και προτού ακόμη να γίνη Μοναχός. Αδελφόν είχεν ο Όσιος δεύτερον απ΄ αυτόν, αγράμματον τελείως, όμως θεοφώτιστον, φιλόπονον, ελεήμονα, φιλάδελφον, φιλήσυχον, φιλόθεον, σώφρονα και καθαρόν από παντός μολυσμού, όστις ηθέλησε να υπάγη εις την Ρώμην, ίνα προσκυνήση τα σεβάσμια λείψανα των Αγίων Αποστόλων, τον οποίον ηκολούθησε και ο Όσιος και μετέβαινον αμφότεροι εις την οδόν και οι δύο αδελφοί, χωρίς να κρατούν ούτε ράβδον, ούτε σακκίδιον, ούτε άλλο τι ένδυμα, ούτε να έχουν εις τους πόδας υποδήματα· ήσθιον δε κάθε εσπέρας μόνον χόρτα και όσπρια βεβρεγμένα, αν και είχον τόσον κόπον εκ της οδοιπορίας. Απεφάσισαν δε και οι δύο να μη συναντώνται εις τον δρόμον μετ΄ άλλων οδοιπόρων, δια να ησυχάζουν. Από δε τον πολύν κόπον της οδοιπορίας ησθένησεν ο Όσιος και έκειτο πλησίον εις εν χωρίον κάτωθι ενός δένδρου, υπομένων το βάρος και τον καύσωνα της ημέρας και του πυρετού υπό του οποίου κατείχετο και της ξηροκοιτίας, μη έχων άλλην παραμυθίαν, ειμή μόνον τον Θεόν, εις τον οποίον είχεν αφιερωμένας τας ελπίδας του. Ο δε αδελφός του Οσίου περεκάλει αυτόν μετά δακρύων να δεχθή τον ιατρόν, δια να τον επιμεληθή ή να φάγη ολίγον μαγείρευμα ή να πίη ολίγον οίνον· αλλ΄ εκείνος ο τρισμακάριος δεν ηθέλησε να δεχθή τίποτε απολύτως, λέγων· «Εάν θέλης, αδελφέ, άλειψόν με με το έλαιον της κανδήλας της αγίας Εικόνος του Χριστού μου και δεν θέλει μάς αφήσει ο Κύριος να πειραχθώμεν περισσότερον εκείνου, το οποίον δυνάμεθα, ως λέγει ο θείος Παύλος» (Α΄ Κορ. ι: 13). Και μεθ΄ ημέρας τινάς, αφ΄ ου τον ήλειψε δια του αγίου ελαίου, ενεδυναμώθη Χάριτι Χριστού και συνέχισαν πάλιν την οδοιπορίαν των. Φθάσαντες δε εις την Ρώμην και προσκυνήσαντες τους τάφους των Αγίων Αποστόλων και ωφελήσαντες πολλούς δια της συνομιλίας και θεωρίας αυτών, επέστρεψαν πάλιν εις το χωρίον των. Είχον δε πλησίον του χωρίου Εκκλησίαν προγονικήν, επ΄ ονόματι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ερημικήν και ανεπιμέλητον, γενόμενος δε εις αυτήν Μοναχός ο αδελφός του Οσίου από Μιχαήλ μετωνομάσθη Ματθαίος, με την βοήθειαν δε του Θεού και με τους ιδικούς του κόπους την κατέστησε Μοναστήριον και συνήθροισεν εις αυτό αδελφούς. Μετέβαινε λοιπόν εις το ρηθέν Μοναστήριον ο Όσιος δια να επισκέπτηται τους αδελφούς και έβαλεν αυτούς εις τάξιν, τόσον εις την ψαλμωδίαν και προσευχήν, όσον και εις την δίαιταν της ζωής και την υπακοήν· και καθώς ήτο εκείνος ευθύς εις την γνώμην και θεληματικός βιαστής εαυτού και ακατηγόρητος εις την συνείδησιν, τοιουτοτρόπως συνεβούλευε και τους αδελφούς εκείνους να γίνουν· έπειτα κατήρχετο εις την οικίαν του και ησύχαζεν εις το κελλίον του ομού μετά της γυναικός και των τέκνων του, το οποίον ήτο τη αληθεία πολλά παράδοξον και ξένον δια τους Μοναχούς. Επειδή δε εις τα μέρη εκείνα ήλθον ξένα έθνη και εκακοποίουν τους Χριστιανούς, δια τον φόβον αυτών επήγαν όλοι μέσα εις τα κάστρα, όθεν κατέφυγεν εις το κάστρον της Δέρκου και ο αδελφός του Οσίου μετά των αδελφών της Μονής. Ο δε μακάριος Κυριακός δεν ηθέλησε να υπάγη ομού με όλους δια την ενόχλησιν του πλήθους, αλλ΄ επήγεν εις τον ερημικώτερον τόπον της λίμνης και εποίησε μικράν καλύβην και έμεινεν εκεί, έως ου ο Θεός εδίωξε τους βαρβάρους εκείνους· από τότε λοιπόν και ύστερον δεν ήθελε να επιστρέψη εις την οικίαν του, αλλ΄ επήγεν εις το Μοναστήριον, το οποίον προείπομεν, του Σωτήρος Χριστού. Εκεί γενόμενος Μοναχός μετωνομάσθη Κύριλλος και διέμεινε μετά του αδελφού του και των άλλων Μοναχών εις το Μοναστήριον. Ο τόπος δε, εις τον οποίον ο Όσιος εβούλετο να κτίση το κελλίον του, ήτο ακανθώδης, μεταξύ δε των ακανθών έβλεπεν ότι ίστατο μία στήλη και ηρώτα τους αδελφούς, τι άρα γε ήτο η στήλη εκείνη· οι δε αδελφοί έλεγον εις αυτόν, ότι δεν βλέπουν τίποτε και εθαύμαζον· τούτο δις και τρις ιδών, εγνώρισεν ότι ήτο θείον σημείον· όθεν κτίσας εκεί προθύμως μικρόν κελλίον και καθίσας εις αυτό είπεν· «Αύτη η κατάπαυσίς μου εις αιώνα αιώνος· ώδε κατοικήσω, ότι ηρετισάμην αυτήν» (Ψαλμ. ρλα: 14). Και κατ΄ αρχάς έψαλλε και προσηύχετο ομού μετά των αδελφών και εις την τράπεζαν εκάθητο μετ΄ αυτών, όμως δεν έτρωγεν, αλλ΄ έκαμνεν ανάγνωσιν εις Βίους Αγίων. Αφού δε παρήλθον τρία έτη μετέβαινεν επ΄ ολίγον διάστημα μόνον εις την Εκκλησίαν κατά Σάββατον και Κυριακήν και Δεσποτικήν εορτήν· έπειτα ησύχασε τελείως ο μακάριος, ουδαμού μεταβαίνων, αλλά περιέφραξεν ολίγον τόπον, δια να παράγη ολίγα χόρτα, έξωθεν δε εκείνου δεν εξήρχετο πλέον, διότι ηγάπα πολύ την ησυχίαν και την μοναξίαν· καθότι η μοναξία είναι μήτηρ της ησυχίας και η ησυχία πάλιν είναι μήτηρ θείων νοημάτων και θείας θεωρίας, δια των οποίων ενούται ο νους του ανθρώπου μετά του Θεού.                             Εσιώπησε δε επί τρία έτη ο Όσιος και εκτός του διακονητού δεν ωμίλησε τελείως εις ουδένα άλλον, καθότι είχεν άλλην θεϊκήν ομιλίαν εντός αυτού· πλην τούτου, καίτοι εις τοιαύτα μέτρα αρετής ανήρχετο, πάλιν εμέμφετο τον εαυτόν του δια την μοναξίαν, λέγων· «Τώρα ποίους έχεις να υπηρετήσης; Ποίους έχεις να νίψης; Από ποίον έχεις να γίνης κατώτερος; Εις ποίον να δείξης ευσπλαγχνίαν; Πώς να γυμνασθής εις την υπομονήν, εφόσον δεν υπάρχει κανείς να αντισταθή εις τα θελήματά σου; Αλλοίμονον εις τον ένα, όταν πέση εις ακηδίαν ή αμέλειαν ή εις άλλο τι και δεν υπάρχει κανείς να τον σηκώση· δια τούτο προτού να καταδικασθής εις την δικαίαν κρίσιν του Θεού, καταδίκαζε τον εαυτόν σου και τους λογισμούς σου εις το κριτήριον της καρδίας σου, εξετάζων αυτούς, ποίοι είναι ιδικοί σου και ποίοι των εχθρών· και τους ιδικούς σου λογισμούς, ήτοι τους καλούς, φύλαττε ως θησαυρόν εις το βάθος της καρδίας σου, τους δε εναντίους κτύπα με την ράβδον του νοός σου και εξόριζε αυτούς έξω από την καρδίαν σου, χωρίς να αφήσης εις αυτούς τελείως τόπον ή κατοικίαν εις την περιοχήν της καρδίας σου· ή να είπω καλλίτερα, σφάζε αυτούς τελείως με την μάχαιραν της προσευχής και με την θείαν μελέτην, δια να φοβηθή και ο πρωτοκλέπτης διάβολος, όταν ίδη ότι εθανατώθησαν οι άλλοι σύντροφοί του κλέπται και πονηροί λογισμοί· το κριτήριον ημών είναι η συνείδησις· λοιπόν μη θελήσης ποτέ να την παραβλέψης, διότι σε διδάσκει γνώσιν θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων όταν αύτη είναι ακατηγόρητος· ει δε παραβλέψης την συνείδησίν σου, θέλεις γεμίσει από σκότος». Ταύτα μελετών ο Όσιος έμεινεν εις το κελλίον του, πενθών και κλαίων ημέραν και νύκτα. Ειργάζετο δε και εργόχειρον, πλέκων επανωκαλύμμαυχα μάλλινα, από τα οποία άλλα μεν επώλει, άλλα δε εχάριζε και άλλα έδιδεν εις τους αδελφούς του Μοναστηρίου δια να μη γίνεται βαρετός εις αυτούς· ειργάζετο δε πολλάκις δια να διώκη την αμέλειαν και την ακηδίαν· επειδή η ακηδία γεννάται από το να διασκορπίζηται ο νους εδώ και εκεί· ο δε διασκορπισμός του νοός γεννάται από την αργίαν των χειρών, από τας ματαίας συνομιλίας, από το να μη επιδίδεται κανείς εις την ανάγνωσιν, από την πολυφαγίαν, πολλάκις δε και από τον κατά Θεόν πολύν αγώνα και κόπον. Η δε υπομονή, την οποίαν κάμνει εις τους κόπους ο αγωνιζόμενος, διώκει την ακηδίαν. Όταν δε ήθελεν υπάγει κανείς εις αυτόν χάριν ωφελείας, του έδιδε και ευλογίαν από το εργόχειρόν του, λέγων, ότι η ανάπαυσις και η αργία είναι απώλεια της ψυχής και δύνανται να την βλάψουν περισσότερον από τους δαίμονας. Συνεβούλευε δε και τους αδελφούς του Μοναστηρίου να δέχωνται μεθ΄ ιλαρότητος τους ξένους, οίτινες επεσκέπτοντο αυτούς κατ΄ εντολήν του Θεού και να μη νομίζουν εμπόδιον της ησυχίας αυτών την ενέχλησιν αυτών, δια να μη παραβούν τον νόμον της αγάπης, αλλά να περιποιώνται αυτούς όσον το δυνατόν, ωσάν να ήσαν υποχρεωμένοι προς τούτο, ωσάν να λαμβάνουν χάριν εξ αυτών και όχι να δίδουν προς αυτούς. Δεν πρέπει όμως να τους προσφέρουν διάφορα φαγητά ή να τους λέγουν επιτηδευμένα λόγια, αλλά να τους περιποιούνται με ευτέλειαν και φαγητών και λόγων· και εάν μεν εκείνοι είναι σοφώτεροι, αυτοί να σιωπούν, εάν δε είναι όμοιοι αυτών, να τους ομιλούν με συμμετρίαν· πλην το καλλίτερον είναι να τους νομίζωμεν όλους μεγαλυτέρους μας. Εκείνους δε, οι οποίοι περιπατούν και περιτριγυρίζουν εδώ και εκεί (οίτινες ονομάζονται και κυκλευταί) δεν πρέπει να τους δεχώμεθα με τοιούτον τρόπον φιλόξενον όχι ως μισούντες αυτούς, μη γένοιτο! Καθότι ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστίν, αλλά δια να φύγωμεν την βλάβην και το εμπόδιον, το οποίον ακολουθεί εις ημάς εξ αιτίας αυτών, διότι «Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί» (Α΄ Κορ. ιε: 33)· όθεν δεν πρέπει να δίδωμεν παρρησίαν εις αυτούς, επειδή εκείνοι, τοιουτοτρόπως πολιτευόμενοι, όχι μόνον τους εαυτούς των βλάπτουσιν, αλλά και τους απλουστέρους αδελφούς. Είναι όμως και μερικοί οι οποίοι περιπατούσι δια τον Κύριον, ένεκα πνευματικού τινος λογισμού ή δια πόθον προσκυνήσεως Αγίων· και όστις δέχεται αυτούς, δέχεται αυτόν τούτον τον Χριστόν, κατά το «Εφ΄ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε: 40). Έδωκέ ποτε ο Όσιος ένδεκα επανωκαλύμμαυχα εις τινα έμπορον της Αγχιάλου, δια να τα πωλήση και να του φέρη σίτον· εκείνος όμως τα ελησμόνησε και δεν τα επώλησεν. Επέστρεψε λοιπόν αυτά οπίσω λυπημένος και εζήτει συγχώρησιν. Ο δε Όσιος του είπε· «Το πράγμα δεν έγινεν από σε, αλλ΄ από τον Χριστόν μου· διότι εγώ είδον εις το όραμά μου άνθρωπον λαμπρόν και φοβερόν και μου είπε· «Διατί, Αββά, δεν έδωκες εις εμέ τα επανωκαλύμμαυχά σου, αλλά τα έδωκες εις τον δείνα; Αν τα έδιδες εις εμέ, εγώ θα σε έτρεφον άνευ κόπου». Και εγώ του είπον· «Τις είσαι, Κύριέ μου»; Και αυτός μοι απεκρίθη· «Εγώ ονομάζομαι Ελπίδιος». Εγώ πάλιν του είπον· «Ελπίζω εις τον Θεόν, ότι εάν καταδέχεσαι αυτά, του λοιπού θα τα δίδω εις σε και όχι εις άλλον». Και ούτως από τότε και εις το εξής όσα επανωκαλύμμαυχα κατεσκεύαζε, τα διένεμε δωρεάν εις τους πτωχούς, λέγων καθ΄ εαυτόν· «Δώσε δια να λάβης». Και αν κατεσκεύαζεν επανωκαλύμμαυχον και δεν είχεν εις ποίον να το δώση, έρριπτεν αυτό έξωθεν του φράκτου του Μοναστηρίου, δια να το λάβουν οι διαβάται, επειδή τόσον επεθύμει να μη έχη όσον άλλοι επιθυμούν να έχουν. Άλλοτε πάλιν εκρέμασε το ένδυμά του έξω από το κελλίον του και ιδών αυτό εις πτωχός, εισήλθε κρυφίως και το έκλεψεν· ο δε Όσιος, καθώς τον είδεν, εκρύβη δια να μη εντροπιάση τον αδελφόν και έλεγε καθ΄ εαυτόν· «Έπρεπεν αυτοπροαιρέτως να δώσω το ένδυμά μου εις πτωχόν τινα, δια τον ειπόντα· «Ο έχων δύο χιτώνας, μεταδότω τω μη έχοντι» (Λουκ. γ: 11)· επειδή δε εγώ δεν ηθέλησα να φυλάξω αυτήν την εντολήν, έστειλεν ο Θεός τον πτωχόν να γίνη συνεργός μου εις την τήρησιν της άλλης εντολής, ήτις λέγει· «Από του αίροντος τα σα μη απαίτει» (Λουκ. στ: 30)· μη ζητής δηλαδή το πράγμα σου εξ εκείνου, όστις θα σου το πάρη· πλην και τώρα δεν ετήρησα εγώ την εντολήν, διότι το ένδυμα που επήρεν ο πτωχός δεν ήτο ιδικόν μου, αλλά του Χριστιανού εκείνου, όστις μου το έδωκε». Τόσον ταπεινός εις το φρόνημα ήτο ο Όσιος, ώστε πάντοτε εσυλλογίζετο σφαλερόν και πεπλανημένον το ιδικόν του θέλημα και φρόνημα. Όταν ήτο εις τον κόσμον ο Όσιος ανεγίνωσκε το Ωρολόγιον, το οποίον ανεγίνωσκον οι Μοναχοί οι αγωνιζόμενοι εις τον Όλυμπον, όταν δε ήλθεν εις το Μοναστήριον, επεδόθη μετά ζήλου εις το να αποστηθίση το Ψαλτήριον· αφού δε απεστήθισε το ήμισυ, το έδωκεν εις ένα πτωχόν, όστις είχε ανάγκην· την νύκτα δε εκείνην, αφού ανέγνωσε το ήμισυ Ψαλτήριον, το οποίον είχε μάθει από στήθους, και έκαμε και τας πεντακοσίας γονυκλισίας, τας οποίας είχε συνήθειαν να κάμνη κατά πάσαν νύκτα, τότε, εσφιγμένος ων με το σχοινίον και έχων πληγάς ανυποφόρους εξ αυτού, έπεσεν εις την ψάθαν του, δια να κοιμηθή· όμως ήτο περίλυπος, επειδή δεν ετελείωσεν όλον το Ψαλτήριον· του εφάνη λοιπόν ότι εκοιμήθη και είδεν εις το όραμά του, ότι ήλθεν εις αυτόν ένας ασπροφόρος και του είπεν· «Αββά, διατί δεν ψάλλεις»; Και εκείνος απεκρίθη· «Γνωρίζει ο Θεός, ότι όσους Ψαλμούς και ευχάς ήξευρα, όλους τους είπα»· ο δε φανείς του είπε· «Δεν έψαλες το Ψαλτήριον». Και ο Όσιος του είπε· «Δεν έχω Ψαλτήριον»· τότε του είπεν εκείνος· «Σήκω επάνω να ψάλωμεν μαζί το Ψαλτήριον»· και ούτως έψαλλον αμφότεροι όλον το Ψαλτήριον, δύο φοράς· έπειτα έγινεν άφαντος ο ασπροφόρος εκείνος· τούτο το όραμα κατά ποίον τρόπον του ηκολούθησεν, είτε εν σώματι, είτε εκτός του σώματος ή ποίος ήτο εκείνος, όστις τον εδίδαξε το Ψαλτήριον, δεν ήξευρε να είπη μετ΄ ακριβείας. Από τότε δε και ύστερα, τόσον καλώς εγνώριζε το Ψαλτήριον, ώστε ηρμήνευε και πολλούς Ψαλμούς εις τους αδελφούς. Όταν έγινε Μοναχός ο Όσιος, είχεν ένα υιόν έως δεκατεσσάρων ετών, όστις επήγε κάποτε εις το Μοναστήριον και βλέπων αυτόν ο Όσιος, είπεν· «Εγώ, συν Θεώ, είμαι Μοναχός και αν θέλης και συ, τέκνον, να γίνης Μοναχός, καλώς, ει δε μη, άλλην φοράν δεν θέλεις μέ ίδεις». Ο δε υιός του τον ηρώτησεν· «Εάν γίνω και εγώ Μοναχός, θα σε βλέπω»; Και ο Όσιος του απεκρίθη· «Ναι, από τότε και ύστερα θα είσαι μαζί μου και μάλιστα μετά του Σωτήρος Χριστού». Ο δε υιός του τον ηρώτησε πάλιν· «Την μητέρα μου όμως και την αδελφήν μου δεν θα τας ίδω πλέον»; Και ο Όσιος του απεκρίθη· «Όταν θα έρχωνται εις το Μοναστήριον, θα τας βλέπης, εξερχόμενος έξω από την θύραν του Μοναστηρίου· και αν φυλάξης τους λόγους μου, θα είσαι μετ΄ εμού και του Χριστού και ζων και αποθαμμένος· επειδή λέγει ο ίδιος· «Άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με· των γαρ τοιούτων εστίν η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ιθ: 14). Τότε ο υιός του εδέχθη να γίνη Μοναχός· κατά δε την νύκτα εκείνην είδεν ο Όσιος καθ΄ ύπνον, ότι ήλθε προς αυτόν ένας ασπροφόρος και λαμπρός εις το πρόσωπον και του εζήτει προσφοράν, την οποίαν κρατών εις τας χείρας, του την έδωκε· και ερχόμενος εις εαυτόν, εγνώρισε τι εσήμαινε το όραμα και ηθέλησε να δοκιμάση τον υιόν του, με την προσπάθειαν των συγγενών άπαξ και δις και τρις, τόσον ώστε εφώναζον η μητέρα του και η αδελφή του να υπάγη μετ΄ αυτών και δεν επήγαινε, λέγων· «Εγώ θέλω να είμαι μετά του Χριστού μου και μετά του πατρός μου και όχι μαζί σας». Άφησε λοιπόν τον υιόν του ο Όσιος εις το Μοναστήριον τεσσαράκοντα ημέρας και αφού είδεν ότι είχε σταθεράν απόφασιν να μη υπάγη προς την μητέρα του, προσέταξε και τον έκαμαν Μοναχόν και εξηροφάφει και ούτος μετά των άλλων αδελφών, Δευτέραν, Τετάρτην και Παρασκευήν, και έξω του Μοναστηρίου δεν εξήρχετο· αφού δε παρήλθον δεκαοκτώ μήνες, ησθένησεν ολίγον και παρέδωκε την μακαρίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, ο δε Όσιος εδόξασε τον Θεόν. Έτυχέ ποτε να συνομιλήση ο Όσιος με ένα Αρμένιον και δια των θεοσόφων λόγων του τον κατέπεισε να αρνηθή την αίρεσίν του και να ενωθή με την Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν· έλεγε δε εις αυτόν ότι χρειάζεται να έχη ο άνθρωπος όχι μόνον την πίστιν, αλλά και την αρετήν, να αποφεύγη όλα τα κακά, να νικά τα πάθη και να ακολουθή εις τας εντολάς του Χριστού· διότι αύτη είναι η υποχρέωσις του ανθρώπου και τοιουτοτρόπως στερεώνων αυτόν εις την Ορθοδοξίαν και παραγγέλλων εις αυτόν πολλά, τον απέλυσεν εν ειρήνη. Αφού δε παρήλθεν ολίγος καιρός, ηχμαλωτίσθησαν τα τέκνα τού εξ Αρμενίων τούτου Χριστιανού ομού μετά της γυναικός του, κατά παραχώρησιν Θεού· πηγαίνων λοιπόν προς τον Όσιον, του διηγήθη την συμφοράν του. Ο δε Όσιος ευσπλαγχνιζόμενος αυτόν, παρεκάλεσε φιλοχρίστους τινάς και του έδωκαν χρήματα αρκετά, δια να ελευθερώση τους αιχμαλώτους· λαβών δε ταύτα ο εξ Αρμενίων Χριστιανός, εζήτει να υπάγη δια ξηράς εις την πατρίδα του, ήτοι εις την Βάρναν δια να τους εξαγοράση. Ο δε Όσιος τον συνεβούλευε να υπάγη με καϊκιον και με ναύτας γνωρίμους και πιστούς και όχι δια ξηράς, δια να μη τον συλλάβουν οι κλέπται εις τον δρόμον και όχι μόνον του αρπάσουν τα χρήματα, αλλά και τον θανατώσουν. Ο Αρμένιος όμως έλεγεν, ότι ο άνεμος δεν ήτο επιτήδειος και δια τούτο εσπούδαζε να υπάγη δια ξηράς το ταχύτερον. Ο δε Όσιος τον ημπόδιζε δια τον κίνδυνον· αλλ΄ εκείνος του είπεν· «Δώσε μου την ευχήν σου, Πάτερ, και ας γίνη το θέλημα του Κυρίου». Τότε του λέγει ο Όσιος· «Θέλημα Κυρίου είναι τα προστάγματά του, θέλημα της λογικής φύσεως είναι το να ποιώμεν το θείον θέλημα, θέλημα δε σαρκικόν είναι η παράβασις του θείου Νόμου· θέλημα δε του Θεού λέγεται και το θέλημα των δούλων αυτού, από το οποίον συ αποφεύγεις, εγώ λοιπόν είμαι αθώος· συ δε εάν θέλης να πηγαίνης, πήγαινε και ο Θεός έχει να οικονομήση το συμφέρον της ψυχής μας· πλην τούτο γνωρίζω, ότι κάθε κρίσις και απόφασις του ιδίου θελήματος του ανθρώπου είναι σφαλερά». Αφού δε εκείνος κατέβη εις το χωρίον, εύρε δύο στρατιώτας, οίτινες έμελλον να υπάγουν και αυτοί εις το ίδιον δρόμον· όθεν συμβαδίζοντες μετ΄ αυτού, τον ηρώτησαν εκείνοι ποίος είναι και πόθεν και διατί βιάζεται εις τον δρόμον· εκείνος δε τους είπε πάσαν την αλήθειαν· οι δε στρατιώται, μαθόντες δια τα χρήματα, τα οποία έφερε μαζί του, τον εφόνευσαν και επήραν τα χρήματα· τοιούτοι είναι οι καρποί της παρακοής· τοιουτοτρόπως γνωρίζει η απείθεια να τιμά εκείνους, οι οποίοι την τιμούν· όθεν αν είπη κανείς προφητείαν του Όσίου τον περί του Αρμενίου τούτου λόγον, δεν θέλει σφάλει. Κατά τον καιρόν εκείνον το γένος των Σκυθών εκυρίευσε τα μέρη της Θράκης, τούτου δε ένεκεν κατέφυγον όλοι εις τα φρούρια δια τον κίνδυνον· ο Όσιος όμως δεν ηθέλησε να υπάγη εις το φρούριον της Δέρκου, δια την ενόχλησιν, αλλ΄ επήγεν εις το στενόν της Μαύρης Θαλάσσης εις ένα Μοναστήριον, οι δε εκεί αδελφοί τον εδέχθησαν μετά χαράς και μάλιστα ο Ηγούμενος, όστις ήτο ενάρετος άνθρωπος. Ούτος λοιπόν έδωσεν εις τον Όσιον κελλίον και ησύχαζεν· όθεν πολλοί επήγαινον εις αυτόν χάριν ωφελείας, όχι μόνον οι πλησιόχωροι, αλλά και οι μακράν κατοικούντες, ακόμη δε και οι λαμπροί της Κωνσταντινουπόλεως άρχοντες. Εξήλθε δε η φήμη του πανταχού και όσοι ήρχοντο εις τον Ηγούμενον, χάριν ωφελείας, επήγαιναν και εις τον Όσιον Κύριλλον και βλέποντες αυτόν και συνομιλούντες μετ΄ αυτού, τον είχον εις μεγάλην ευλάβειαν και αγάπην. Ο δε παγκάκιστος διάβολος εκίνησεν εις φθόνον τον Ηγούμενον κατά του Οσίου· (επειδή δεν είναι ουδείς δίκαιος, όστις να μη έχη ελάττωμα, καθώς δεν είναι και ουδείς κακός, όστις να μη έχη καμμίαν αρετήν)· και μη υποφέρων από τον φθόνον, επήγεν εις τον Όσιον, τάχα κατά Θεόν, και του λέγει· «Νομίζω, Πάτερ, ότι η ζωή σου είναι κατ΄ ανθρωπαρέσκειαν· διότι δια ποίον λόγον φορείς σάκκον, είσαι ανυπόδητος, ξηροφαγείς, πίνεις μόνον ύδωρ, δεν καταδέχεσαι να φάγης μαγείρευμα, ονομάζεσαι σιδερωμένος; Και δεν γνωρίζω και αν φορής σίδηρα· ιδού δε ότι διεφημίσθη το όνομά σου τόσον, ώστε οι άγνωστοι και άπειροι από την μοναδικήν πολιτείαν έχουν σε, άνθρωπον ανίερον και ιδιώτην, καλλίτερον εμού, όστις εκοπίασα κατά Θεόν τόσα έτη και το θαυμαστόν είναι τούτο, ότι δεν καταδέχεσαι να φάγης μετ΄ εμού, καίτοι σε εκάλεσα πολλάκις δια την εντολήν του Κυρίου· δεν γνωρίζεις, ότι με το να είναι η ζωή σου εξ ολοκλήρου διαφορετική από την ιδικήν μας, αυτό φανερώνει, ότι έχεις οίησιν; Λοιπόν, εάν δέχησαι την συμβουλήν μου, γενού όμοιος με τους αδελφούς σου· διότι τα υψηλά, ως λέγουν οι Πατέρες, είναι των δαιμόνων· κράτησον τον μέσον δρόμον και μήτε τα άνω να ζητής μήτε τα κάτω και θέλεις σωθή από την αναισθησίαν σου, ήτις γεννάται από την αφοβίαν του Θεού, την πολλήν απροσεξίαν και την υπερβολήν του κακού». «Ταύτα δεν τα λέγω εγώ, αλλ΄ οι θείοι Πατέρες. Όθεν σε παρακαλώ, ελθέ εις τον εαυτόν σου, δια να ζήσης μακαρίαν ζωήν, το να μάθη δε κανείς εκείνα τα οποία δεν γνωρίζει και τούτο γνώσις είναι· αν δε θέλης να γνωρίσης τον Θεόν, γνώρισε πρώτον τον εαυτόν σου, όστις δε νομίζει τον εαυτόν του, ότι δεν είναι τίποτε, εκείνος γνωρίζει τον εαυτόν του περισσότερον όλων. Μη πικρανθής δε από τον έλεγχον αυτόν, επειδή πρέπει να γνωρίζης, ότι εκείνος ο οποίος δεν ελέγχει το σφάλμα του αδελφού του, είναι άσπλαγχνος. Διότι λέγει ο Θεός· «Ελεγμώ ελέγξεις τον πλησίον σου και ου λήψη δι΄ αυτόν αμαρτίαν» (Λευιτ. ιθ: 17). Όμως ο έλεγχος είναι διπλούς· εκείνος όστις γίνεται με κακίαν και εκδίκησιν και εκείνος όστις γίνεται με φόβον Θεού και αλήθειαν· πλην εγώ, μη γένοιτο να σε ελέγχω με κακίαν· διότι βλέπων, ότι κατατήκεις το σώμα σου και μισθόν δεν λαμβάνεις από τον Θεόν δια το ασύμβουλον, τόσον σε λυπούμαι, ώστε παρακαλώ τον Θεόν δια την αγάπην σου, ίνα σε φέρει εις επίγνωσιν αληθείας. Όμως δεν θέλεις δυνηθή να έλθης εις επίγνωσιν, εάν δεν αφήσης το θέλημά σου, το δικαίωμά σου και το να πιστεύης εις τον εαυτόν σου, διότι το να ίσταται κανείς στερεός εις το ιδικόν του θέλημα τούτο είναι υπερηφάνεια· όμως ο «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται» (Παρ. γ:  34). Καλύτερον λοιπόν είναι να ονομάζεσαι μαθητής μαθητού, παρά να ζης με ιδιορρυθμίαν και να τρυγής τους ανωφελείς καρπούς του ιδικού σου κατηραμένου θελήματος». Ταύτα καθώς ήλουσεν ο Όσιος, έρριψε τον εαυτόν του εις τους πόδας του Ηγουμένου με ταπεινόν φρόνημα και είπεν· «Ευχαριστώ τον Θεόν και την αγιωσύνην σου, διότι όχι μόνον εγνώρισας την ακαθαρσίαν της ψυχής μου, αλλά και πατρικώς με ήλεγξας και καθώς πρέπει με ενουθέτησας· διότι τα λόγια σου τα ήκουσα ως λόγια Θεού, και όχι ανθρώπων· πλην επειδή, καθώς μου είπες, παρακαλείς τον Θεόν δια να με φέρη εις επίγνωσιν αληθείας, σε παρακαλώ και εγώ να μη παύσης από το να ποιής τούτο, δια την εντολήν του Κυρίου, όστις και θέλει σού δώσει τον μισθόν της αγάπης εκατονταπλάσιον· διότι λέγει ο Θεός, ότι «Ο εξάγων άξιον εξ αναξίου, ως το στόμα μου έσται» (Ιερ. ιε: 19)· ήτοι εκείνος όστις μεταφέρει τον άνθρωπον από την πλάνην εις την αλήθειαν και από την κακίαν εις την αρετήν, αυτός, όσον δύναται, μιμείται εμέ. Συ λοιπόν, Άγιε Πάτερ, επλήρωσας όλον το ιδικόν σου χρέος και με έκαμες αναπολόγητον». Ακούων ταύτα ο Ηγούμενος και βλέπων τον Όσιον, ότι δεν ήλλαξε το πρόσωπόν του, αλλά με αυτομεμψίαν και ταπείνωσιν προσέπεσεν εις αυτόν και εζήτει δια των ευχών του να έλθη εις επίγνωσιν αληθείας, εξεπλάγη και έμεινε σιωπών· επαινών δε την θεοδώρητον ταπείνωσίν του, επέστρεψεν εις το κελλίον του, κατηγορών εαυτόν εν αληθεία και λέγων· «Αλλοίμονον εις εμέ τον υποκριτήν, διότι έχων την δοκόν εις τον οφθαλμόν μου, παιδεύω τον δούλον του Θεού δια τα παραμικρά και τον κρίνω εγώ ο κατακεκριμένος και δεν συλλογίζομαι, ότι εκείνος όστις κρίνει και πικρώς εξετάζει τα πράγματα των άλλων, αυτός δεν θέλει τύχει ουδεμιάς συγχωρήσεως δια τα ιδικά του σφάλματα· επειδή ο Θεός θέλει μάς κρίνει, κατά την κρίσιν την οποίαν εποιήσαμεν δια τους άλλους. Αλλοίμονον εις την αναισθησίαν μου»! Αυτά και άλλα πολλά λέγων ο Ηγούμενος καθ΄ εαυτόν, τόσον τον έπληξεν ο λογισμός, ώστε έβαλε και μετάνοιαν εις τον Όσιον, ζητών συγχώρησιν. Ομοίως δε και ο Όσιος έλεγεν εις τον εαυτόν του· τι να κατηγορήται κανείς από πολλούς κακούς, τούτο δεν βλάπτει, διότι ούτε αληθής είναι η κατηγορία, ούτε βλάβην προξενεί· το δε να κατηγορήται από ένα καλόν άνθρωπον, τούτο και αληθινόν είναι και ωφέλιμον. Αλλοίμονον λοιπόν εις σε! Ότι το σκότος των έργων σου σκοτίζει τας καρδίας των Αγίων· και προσηύχετο εις τον Θεόν, λέγων· «Ο Θεός μου μη με εγκαταλείπης· ουδέν αγαθόν έπραξα ενώπιόν Σου, αλλά δος μοι, δια την αγαθότητά Σου, δύναμιν να βάλω αρχήν· διότι όλη η σωτηρία μου ίσταται εις τους ιδικούς Σου οικτιρμούς και εις την φιλανθρωπίαν Σου· ότι Σου εστιν η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Κατά την νύκτα εκείνην είδεν εν οράματι ο Όσιος, ότι ίστατο επί τινος πύργου υψηλού, υπό κάτω δε τούτου ήτο τόπος ομαλός και ίσιος, ο οποίος δεν είχεν άκραν· εις εκείνον δε τον τόπον είδεν ένα δράκοντα μέγιστον, όστις εσφύριζε και ήρχετο κατ΄ αυτού χάσκων και ώρμησε να τον καταπίη. Ο δε Όσιος, μη γνωρίζων τι να πράξη και γυρίζων εδώ και εκεί, είδεν εις τους πόδας του ένα βούρλον· το οποίον λαβών εις την χείρα του, εκτύπησε δια τούτου τον δράκοντα και ευθύς τον ενέκρωσε· πίπτων δε εκείνος κάτω εσχίσθη εις δύο μέρη και τόση δυσωδία εξήρχετο εξ αυτού, ώστε μη δυνηθείς ο Όσιος να την υποφέρη, ήλθεν εις εαυτόν και συλλογισθείς, ότι δράκων είναι ο δαίμων της υπερηφανείας και βούρλον η ταπείνωσις και ότι επειδή υπέμεινεν τον Ηγούμενον και εδέχθη τον έλεγχόν του με αυτομεμψίαν, η Χάρις του Χριστού τον ελύτρωσεν από τον φάρυγγα του δράκοντος, εδόξασε τον Θεόν· διότι ανίσως και αντέλεγεν εις τον έλεγχον του Προεστώτος, έμελλε να καταφαγωθή από την υπερηφάνειαν. Από τότε δε και ύστερον όσον καιρόν ευρίσκετο εκεί προσέπιπτεν εις τον Ηγούμενον με μεγάλην ταπείνωσιν και όσον ηδύνατο προσείχε να μη δώση ουδεμίαν αιτίαν. Έπειτα, αφού έφυγαν οι βάρβαροι, βάλλων μετάνοιαν εις τον Προεστώτα ανεχώρησε και ήλθεν εις το κελλίον του και ησύχαζεν αγωνιζόμενος κατά δύναμιν με ακατηγόρητον συνείδησιν· διότι οι αγώνες της ασκήσεως, ήτοι η νηστεία, η αγρυπνία, η υπομονή, η μακροθυμία, προξενούν καθαράν συνείδησιν. Πλησίον του κελλίου του Οσίου ήτο μία βρύσις, της οποίας το ύδωρ ήτο χλιαρόν, δυσωδέστατον και όχι τόσον καλόν, όμως εξ αυτού έπινεν ο Όσιος, πολλοί δε μετέβαινον και ελάμβανον απ΄ αυτού, ο δε Όσιος εποίει το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις αυτό και έκαμνεν ευχήν, όσοι δε έπινον εξ αυτού ιατρεύοντο από διαφόρους ασθενείας. Τούτο το ύδωρ, ή να είπω καλύτερον αγίασμα και θείον χάρισμα, απήλαυσα μία φοράν και εγώ ο ανάξιος (λέγει ο συγγραφεύς)· διότι θερμαινόμενος από σφοδρόν παροξυσμόν επί επτά ημερονύκτια και μη δυνηθείς να φάγω τι ή να ομιλήσω από την πολλήν ενόχλησιν της κοιλίας μου, υπέφερα πολύ· κατά δε την εβδόμην ημέραν έστειλα εις τον Όσιον και φανερώνων εις αυτόν την ασθένειάν μου εζήτησα να μου στείλη και ύδωρ με την ευλογίαν και την ευχήν του· προς την δύσιν δε του ηλίου μου έφερον το ύδωρ και καθώς έπιον εξ αυτού, ταυτοχρόνως, επί Θεώ μάρτυρι, ηλευθερώθην από την ασθένειαν. Άλλοτε πάλιν, ότε ήμην και εγώ μετά του Οσίου, ήλθεν εις Μοναχός φίλος του και του είπεν· «Αββά, όταν κάποτε εκαθήμην εις το κελλίον μου και εφρόντιζον δια τας αμαρτίας μου και ελυπούμην, άλλοτε μεν δια την υπερβολήν αυτών, άλλοτε δε δια την έλλειψιν μετανοίας, αίφνης εδόθη εις εμέ κλαυθμός και δάκρυα άμετρα χωρίς βίαν, ούτως ώστε δύο ολόκληρα ημερονύκτια δεν ενεθυμήθην να φάγω άρτον, αλλ΄  επειδή εθερμάνθη υπερβολικώς η καρδία μου, εθρήνουν πικρώς, αλλ΄ ομού με γλυκύτητα και ηδονήν άρρητον, με λύπην ομού και χαράν, και άλλοτε μρν εξωμολογούμην εις τον Θεόν, άλλοτε δε παρεκάλουν Αυτόν, άλλοτε δε πάλιν ηυχαρίστουν και εδοξολόγουν Αυτόν. Λοιπόν ευρισκόμενος εις τοιαύτην κατάστασιν και μεριμνών δια τας αμαρτίας μου εστράφην εις τον φύλακά μου Άγγελον και του είπον· «Πανάγιε Άγγελε, ορκίζω σε εις τον Ποιητήν ημών Θεόν και παρακαλώ σε, φύλαξόν με μέ περισσοτέραν επιμέλειαν, διότι ιδού ότι κινδυνεύω να απολεσθώ· και επειδή εγώ ματαίως έζησα την ζωήν μου, δια τούτο και συ ματαίως με φυλάττεις· τον λόγον αυτόν είπον τρις και αποκαμών εκάθησα, ήτο δε ο νους μου εις βαθείαν γαλήνην και ησυχίαν και εσκέπτετο μόνον τον Θεόν. Έπειτα, δεν ηξεύρω να είπω μετ΄ ακριβείας, εάν ύπνος με ήρπασεν ή όχι, είδον όμως χείρα τινά λεπτήν και λευκήν ως χιόνα, ήτις ελθούσα μού έδωσεν εν ράπισμα εις το δεξιόν μέρος του προσώπου μου, ούτε δυνατόν, ούτε πάλιν αδύνατον· ευωδίαζε δε η χείρ εκείνη τόσον πολύ, ώστε έμεινεν εις το πρόσωπόν μου επτά ημέρας η ευωδία· ευθύς λοιπόν ως μοι έδωκε το ράπισμα, είδον και την χείρα έως τον αστράγαλον· και εις τας επτά εκείνας ημέρας δεν ωρεγόμην να γευθώ τροφής υλικής. Όθεν σε παρακαλώ, Αββά, να μου είπης, πώς να στοχασθώ αυτό, όπερ μού ηκολούθησεν; Εκ Θεού ήτο ή εκ δαιμόνων»;  Ταύτα ακούσας ο Όσιος έγινε προσεκτικός ολίγον και σιωπηλός· έπειτα του είπε· «Καθώς ένας πατήρ καλός και φιλότεκνος, όστις έχει δύο τέκνα, το ένα άνδρα τέλειον, αγαθόν, φιλοπάτορα και φιλάδελφον και το έτερον νήπιον και ψελλίζον· και μέλλων ν΄ αναχωρήση ο πατήρ, παραδίδει τον νεώτερον αδελφόν εις τον μεγαλύτερον, δια να τον φυλάττη από κάθε βλάβην έως ου έλθη· και ο μεν μεγαλύτερος αδελφός, δια τον φόβον και την εντολήν του πατρός και δια την καλήν του προαίρεσιν και την αγάπην, την οποίαν έχει εις τον αδελφόν αυτού, τον φυλάττει όσον του είναι δυνατόν. Ο δε μικρότερος αδελφός, τρέχων εδώ και εκεί και προσκόπτων τους πόδας του πληγώνεται και χύνει αίμα· όμως ο μεγαλύτερος πάλιν τον φυλάττει δια να μη κρημνισθή τελείως, ή τον φάγη κανένα θηρίον· αλλά και επειδή δεν θέλει να τον δέση, τον συμβουλεύει και του παραγγέλλει να προσέχη, πλην τον αφήνει να περιπατή εις το θέλημά του, αναμένων ότι αυξάνων εις την ηλικίαν θέλει σωφρονισθή και προκόψει. Ο δε μικρότερος αδελφός, επειδή δεν αισθάνεται την αγνωσίαν του, ούτε την γνώσιν και την σοφίαν, την οποίαν μεταχειρίζεται ο μεγαλύτερος αδελφός του δια να φυλάξη αυτόν αβλαβή, ούτε την αγάπην, την οποίαν έχει εις αυτόν του λέγει· «Σε ορκίζω εις τον πατέρα ο οποίος μάς εγέννησε, να με φυλάξης καλά· διότι ως βλέπεις κινδυνεύω να απολεσθώ», δεικνύων εις αυτόν και τας ολίγας και μικράς πληγάς, τας οποίας έχει· εκείνος δε ο καλός αδελφός του, διότι είναι ακατηγόρητος εις την συνείδησίν του, δια την φύλαξιν του αδελφού του και προς τούτοις διότι τον αγαπά και θέλει να τον σωφρονίση, του δίδει ράπισμα λέγων· «Τον εαυτόν σου όρκιζε μάλλον και παράγγειλλε να μη περιπατή εις τους κρημνούς· διότι εγώ δεν είμαι αίτιος». Τούτο το ίδιον συνέβη και εις σε, αδελφέ, η δε χείρ η οποία εφάνη δεν ήτο δαιμονική· και φανερόν είναι τούτο από το ότι εκείνη ήτο λευκή υπέρ την χιόνα και ευωδίαζε και διότι ηλλοιώθης και δεν ωρέγεσο τροφήν επί επτά ημέρας· ενώ αι αλλοιώσεις των δαιμόνων δεν προξενούν γαλήνην εις τας αισθήσεις της ψυχής και του σώματος, ούτε δύνανται να τας κάμουν υπέρ φύσιν». Τοιουτοτρόπως ήτο ο θείος Κύριλλος πεπλουτισμένος με θείαν διάκρισιν, ταύτα δε ειπών και ευχηθείς, απέλυσεν αυτόν. Προσευχόμενος ποτε ο Όσιος, ωσφράνθη ευωδίαν ως πολλά θυμιάματα και στοχαζόμενος τι να είναι η ευωδία αυτή, ήκουσέ τινας ψάλλοντας μετά μελωδικής και γλυκυτάτης φωνής· «Διελευσόμεθα εν τόπω σκηνής θαυμαστής, έως του οίκου του Θεού, εν φωνή αγαλλιάσεως και εξομολογήσεως ήχου εορτάζοντος» (Ψαλμ. μα: 5)· και παρευθύς εκτύπησε το ξύλον (επειδή είχεν συνήθειαν να κτυπά το ξύλον αντί φωνής) και ήλθεν ο μαθητής του και του είπε· «Τι κάμνει ο ασθενής αδελφός μας; ως μοι φαίνεται, απήλθε προς Κύριον· διότι ήκουσα τοιαύτην φωνήν και σπεύσον τάχιστα να ίδης»· πηγαίνων δε ο μαθητής, εύρε τον αδελφόν, όστις εξεψύχησεν εκείνην την ώραν· ακούσας δε τούτο ο Όσιος, είπε· ¨Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμά σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου¨ (Λουκ. β: 29-30). Και, «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ. ργ: 24). Εκείνος δε ο αδελφός, όστις εκοιμήθη εν Κυρίω, είχε τρία έτη, αφότου ήλθεν από τον κόσμον εις το Μοναστήριον και υπηρέτει όλους τους αδελφούς με πραότητα και ταπείνωσιν ανυπόκριτον· είχε δε και πίστιν πολλήν εις τον Όσιον και τον υπήκουε κατά πάντα· όταν δε κάποτε επήγαν οι συγγενείς του εις το Μοναστήριον και τον συνεβουλεύοντο δια κάποιαν υπόθεσίν των, αυτός ο ευλογημένος είπε προς αυτούς· «Δεν δύναμαι να είμαι ταυτοχρόνως και νεκρός και διοικητής των ζώντων». Και αληθώς, όστις δεν πράττει το ίδιον αυτού θέλημα, αλλά το του πνευματικού αυτού πατρός, δια την εντολήν του Κυρίου και δια την γύμνασιν της αρετής, αυτός γίνεται νεκρός εις όλα τα πράγματα του κόσμου και η ψυχή του, ελευθερωθείσα από των δεσμών του κόσμου, φωνάζει με τον Δαβίδ· «Διέρρηξας τον σάκκον μου και περιέζωσάς με ευφροσύνην» (Ψαλμ. κθ: 12)· τοιούτος ήτο ο θείος Κύριλλος, όστις ηδύνατο εις ολίγον καιρόν να μεταβάλλη τους σαρκικούς εις πνευματικούς, καθώς μετέβαλε και τον ρηθέντα αδελφόν. Άλλοτε πάλιν, καθήμενος, εις το ψαθίον του, ήκουσε φωνήν τινα, λέγουσαν προς αυτόν· «Πλούτος εάν ρέη, μη προστίθεσθε καρδίαν» (Ψαλμ. ξα: 11). Συλλογιζόμενος δε, τι εδήλου η φωνή εκείνη, το πρωϊ βλέπει και έρχεται προς αυτόν εις ευλαβής άρχων, ονόματι Κωνσταντίνος Χοιροσφάκτης, όστις είχε πολλήν ευλάβειαν εις τον Όσιον. Αφού δε τον εχαιρέτησε και ωμίλησάν τινα περί σωτηρίας ψυχής, είπεν εις τον Όσιον· «Το υποστατικόν, το οποίον έχω πλησίον εις το Μοναστήριον, το χαρίζω εξ ολοκλήρου εις την αγιωσύνην σου· ακόμη και τα ζώα, τα οποία έχω εις αυτό, ας είναι του Μοναστηρίου. Εάν δε δεν τα θέλης, πώλησον όλα αυτά και διαμοίρασον τα χρήματα εις τους πτωχούς δια την σωτηρίαν της ελεεινής μου ψυχής». Ο δε Όσιος του είπεν· «Ημείς υπεσχέθημεν εις τον Θεόν να ελευθερωθώμεν όχι μόνον από τα υπάρχοντά μας, αλλά και από το ίδιον σώμα μας, δια να αποκτήσωμεν την καθαρότητα της ψυχής και δεν πρέπει να δεχθώμεν τα ξένα και να κάμωμεν τα δεσμά της ύλης βαρύτερα· διότι εκείνοι οι οποίοι μάς κυνηγούν είναι ελαφροί περισσότερον από τους αετούς, ως άϋλοι και ανίσως ημείς γινώμεθα βαρείς με υλικά πράγματα, είναι φανερόν, ότι εις την οδόν κινούμεθα αργότερα και ακολούθως θέλομεν συλληφθή ευκόλως από τους εχθρούς». Ταύτα και άλλα θεόσοφα λόγια ακούων ο φιλόχριστος Κωνσταντίνος, εθαύμασε και εδόξασε τον Θεόν, όστις σκέπει και σοφίζει τους δούλους του· έπειτα είπε προς τον Όσιον· «Αληθώς των αγαθών μου ου χρείαν έχεις· διότι εκείνος όστις πλουτήση με τα αληθή αγαθά, αυτός μισεί και αποστρέφεται ταύτα τα ψευδή και φαινόμενα αγαθά»· και ούτω ζητήσας την ευχήν του Οσίου ανεχώρησεν. Όταν ο ευσεβέστατος βασιλεύς Αξέξιος ο Κομνηνός επήγε να πολεμήση τον υπερήφανον Λατίνον Βοημούνδον και άλλοι έλεγον ότι θέλει τον νικήσει ο βασιλεύς, άλλοι πάλιν έλεγον, ότι θέλει νικηθή, τότε εγώ (λέγει ο συγγραφεύς) ευρισκόμενος μαζί με τον Όσιον είπα· «Ποίος είναι άξιος να γνωρίση εν αληθεία, εάν ο βασιλεύς θέλη νικήσει εις τον πόλεμον»; Οδε Όσιος είπε· «Τον μεν άξιον και την αλήθειαν γνωρίζει ο Θεός· εκείνο δε το οποίον είδον εγώ προ ολίγων ημερών, είτε εκ Θεού είναι, είτε εκ δαιμόνων, θέλω σού είπει. Αφού ετελείωσα την νυκτερινήν μου δοξολογίαν και καθώς έχω συνήθειαν να ενθυμώμαι τον Βασιλέα εις την προσευχήν μου ο ανάξιος, ήρχισα να παρακαλώ τον Θεόν μετά δακρύων δια τον βασιλέα, (διότι ποίος δεν προσεύχεται δια τοιούτον φιλόχριστον άνδρα;) και λέγων το Τρισάγιον και τα ακόλουθα, μετά το «Κύριε εν τη δυνάμει σου ευφρανθήσεται ο Βασιλεύς» (Ψαλμ. κ: 1), εκάθησα εις το ψαθί μου συλλογιζόμενος δι΄ αυτόν». «Κοιμηθείς λοιπόν ολίγον, είδον εις το όραμά μου, ότι περιεπάτουν εις ένα τόπον ευθύν και φωτεινόν και βλέπων εις το ένα μέρος και εις το άλλο, είδον εις το δεξιόν μέρος μίαν σκηνήν βασιλικήν, ήτις είχε σχήμα Εκκλησίας, πέριξ δε αυτής ήτο πλήθος πολύ στρατιωτών και εντός αυτής εκάθητο ο βασιλεύς επί θρόνου υψηλού, εις δε το αριστερόν μέρος ήτο θάλασσα φοβερά και εις αυτήν ήσαν πολλά πλοιάρια μικρά, τα οποία συνέτριβεν η θάλασσα εις την παραθαλασσίαν και τα έρριπτεν έξω· εκεί ευρίσκετο και εις μαύρος κύων πολύ μεγάλος, όστις είχε τους οφθαλμούς αυτού αιματώδεις, βλέποντας προς το μέρος του βασιλέως· εκράτει δε αυτόν τον κύνα δεδεμένον με αλύσεις εις λαμπρός στρατιώτης, μετ΄ ολίγον δε σύρων αυτόν μετά βίας, τον έφερε και τον έρριψεν εμπρός εις τους πόδας του βασιλέως· και καθώς νομίζω, έχει να υποτάξη τον Βοημούνδον ο βασιλεύς»· το οποίον και έγινε κατ΄ αλήθειαν, με την βοήθειαν του Θεού. Επήγε ποτε εις τον Όσιον Μοναχός τις από το Κοινόβιον και του είπεν· «Αββά, τι να κάμω δια τας αμαρτίας μου; Πώς να τας ιατρεύσω; Πώς να σωθώ από την κακίαν; Και τι να μεταχειρισθώ δια να γίνω άξιος του Θεού»; Και ο Όσιος του απεκρίθη· «Κύριέ μου, (διότι τούτο συνήθιζε να λέγη εις όλους) κακάς ημέρας πρέπει να διέρχεσαι και κακάς νύκτας και δεν γνωρίζω αν φθάση το πλοίον σου εις τον λιμένα της σωτηρίας· πλην αν ζητής ιατρείαν, επιμελήσου την συνείδησίν σου και ό,τι σού λέγει κάμνε και θέλεις εύρεις ωφέλειαν. Γνώριζε δε, ότι κακία ή πάθος δεν υπάρχει εις την φύσιν· διότι ο Κύριος δεν έκτισεν εις ημάς πάθη, αλλ΄ αρετάς πολλάς, εκ των οποίων είναι και αι εξής: η ελεημοσύνη, επειδή και οι ειδωλολάτραι ελεούν· η αγάπη, επειδή και τα άλογα ζώα πολλάκις δακρύζουν, όταν χωρίσουν το εν από του άλλου· η πίστις, διότι την εμπιστοσύνην γεννώμεν ημείς και πιστεύομεν εις τους λόγους, τους οποίους ακούομεν, φερ΄ ειπείν από τους γονείς μας και άλλα τοιαύτα, η ελπίς, διότι όταν δανείζωμεν ή ταξιδεύωμεν ή σπέρνωμεν, ελπίζομεν ότι έχομεν να απολαύσωμεν». «Εφόσον λοιπόν η αγάπη είναι φυσική αρετή εις ημάς, πλήρωμα δε νόμου είναι η αγάπη, λοιπόν αι αρεταί δεν είναι μακράν από την φύσιν ημών· όθεν ας αισχυνθούν οι λέγοντες, ότι δεν δύνανται να πράξουν τας αρετάς. Κατά φύσιν είναι η παρθενία, η αοργησία, η ταπεινοφροσύνη, η προσοχή, η αγρυπνία, η νηστεία, η παντοτεινή κατάνυξις· συ όμως, εάν θέλης να σωθής από την κακίαν, πολέμησον τους εχθρούς, δια να κόψης τα πάθη και έπειτα αγωνίσου ν΄ αποκτήσης τας αρετάς και πρόσεχε να τας φυλάξης. Εάν λοιπόν θέλης να γίνης άξιος του Θεού, μη ποιήσης πράγμα τι ανάξιον του Θεού». Αυτά και άλλα πολλά ακούσας ο αδελφός από τον Όσιον και μη ελθών εις αίσθησιν, μετά καιρόν ανεχώρησεν από το Κοινόβιον, διότι δεν ήθελε να υποταχθή και να κόψη το θέλημά του· επήγε δε εις έρημον τόπον και κατώκησεν εις μικρόν ευκτήριον, τάχα κατά Θεόν, αλλά μετ΄ ολίγον συνεφιλιώθη μετά των κλεπτών και γενόμενος κλεπταποδόχος, συνήργησε μετ΄ αυτών και διέπραξαν φόνον· διότι οι δαίμονες τοιουτοτρόπως γνωρίζουν να πληρώνουν εκείνους, οι οποίοι πείθονται εις αυτούς και ποιούν τα θελήματά των. Εκαθήμην ποτέ μετά του Οσίου και ηκολούθησε παροξυσμός τις μεταξύ των αδελφών και του Ηγουμένου αυτών, τόσον ώστε ήλθον και εις φωνάς μεγάλας· προσκαλών δε αυτούς ο Όσιος είπε προς τον Προεστώτα· «Ούτω διδάσκεις τα τέκνα σου; Ο πατήρ δια τούτο ονομάζεται πατήρ, διότι τηρεί και φυλάττει τα τέκνα του· εκείνος δε όστις πράττει τα εναντία, πρέπει να ονομάζηται με άλλο όνομα. Ανίσως κατορθώση τις όλας τας αρετάς, αμελεί δε τας ψυχάς, αίτινες εδόθησαν από τον Θεόν εις την επίσκεψίν του, δεν θέλει ωφεληθή τίποτε από τα ιδικά του κατορθώματα, αλλά θέλει κατακριθή δια την αμέλειαν, την οποίαν μεταχειρίζεται εις εκείνους. Μη γίνεσαι βαρύς εις τας επιτιμήσεις· επειδή η σφοδρά επίπληξις δεν είναι ωφέλιμος, ούτε πάλιν η τελεία ανεπιτίμησις· και μήτε ταχέως να ελέγχης, μήτε εμπαθώς· διότι το τοιούτον είναι αυθάδεια· ούτε να καταδικάζης τους αδελφούς εις τα παραμικρά, ως ακριβοδίκαιος, αλλά να διορθώνης πατρικώς τους αμαρτήσαντας, καθώς λέγει ο Απόστολος· «Σκοπών σεαυτόν, μη και συ πειρασθής» (Γαλ. στ: 1)· και βίαζε τους ατάκτους να μη χαλούν την πρέπουσαν τάξιν και τους διωρισμένους νόμους». Ο δε Ηγούμενος είπεν· «Εγώ είμαι αμαρτωλός· εις δε τον αμαρτωλόν είπεν ο Θεός· «Ίνα τι συ εκδιηγή τα δικαιώματά μου και αναλαμβάνεις την διαθήκην μου δια στόματός σου»; (Ψαλμ. μθ: 16). Δια τούτο εχάρισεν ο Θεός εις ημάς την αγιωσύνην σου, δια να μας οδηγής· διότι, εάν δεν ήσο συ, εγώ βέβαια δεν ήθελον επιχειρισθή να συστήσω τούτο το μικρόν Μοναστήριον· όθεν καθώς είναι το θέλημα του Θεού και της αγιωσύνης σου, οδήγησόν μας· διότι γνωρίζεις, ότι σε σεβόμεθα και πειθόμεθα εις τους λόγους σου». Ταύτα ακούσας ο Όσιος απεκρίθη· «Είπες, αδελφέ, ότι είσαι αμαρτωλός, όμως εις τα έργα δεν έχεις ούτω τον εαυτόν σου· διότι όστις έχει τον εαυτόν του αμαρτωλόν και αίτιον κακών, δεν αντιλέγει εις ουδένα, δεν μάχεται, δεν θυμούται εναντίον τινός, αλλ΄ έχει όλους καλύτερους εαυτού και φρονιμωτέρους· και αν οι λογισμοί σε περιπαίζουν, ότι έχεις τον εαυτόν σου αμαρτωλόν, τότε πως κινούν την καρδίαν σου εναντίον των καλυτέρων σου; Πρόσεχε, αδελφέ· δεν είναι αληθινά αυτά τα οποία λέγεις· ακόμη δεν εφθάσαμεν εις τούτο το μέτρον, να έχωμεν τον εαυτόν μας αμαρτωλόν· αν είσαι αμαρτωλός, τι κατηγορείς τον αδελφόν σου και λέγεις, ότι δι΄ αυτόν σού προξενείται η θλίψις; Δεν γνωρίζεις ότι έκαστος άνθρωπος πειράζεται από την ιδίαν αυτού συνείδησιν και αυτή είναι εκείνη η οποία του προξενεί την θλίψιν; Άφησον το δικαιολόγημα και αν είπης τι, μη λέγης, καλώς είπα· και αν επινοήσης τι, μη λέγης, καλώς το επενόησα· καλώς, καλώς και που το καλώς; Αφού δεν εννοούμεν ότι πρέπει και να μη λυπήσωμεν κανένα, ούτε με λόγον, ούτε με έργον, και ότι ο Θεός μάς βοηθεί εις όλα τα πάντα. Καθώς οι αδελφοί μάς υπηρετούν δια τον Θεόν, ούτω και ημείς χρεωστούμεν να βαστάζωμεν το βάρος των, δια να αναπληρώσωμεν τον νόμον του Χριστού. Όταν δε τις ταράττεται και λυπήται και θυμούται κατά του αδελφού δια πρόφασιν τάχα ευλόγου πράγματος και ψυχωφελούς, είναι φανερόν, ότι δεν γίνεται το πράγμα εκείνο κατά Θεόν· διότι όλα τα του Θεού είναι ειρηνικά και φέρουν τον άνθρωπον εις ταπείνωσιν και εις το να κατακρίνη εαυτόν και όχι τον αδελφόν του και να οργίζεται κατ΄ αυτού». Ταύτα και άλλα παρόμοια πολλά ειπών προς τον Ηγούμενον, εστράφη προς τους αδελφούς και είπεν· «Όστις Μοναχός έχει υπακοήν, μιμείται τον Ιησούν Χριστόν και όστις υποτάσσεται, μιμείται τους Αγγέλους· όστις δε αντιλέγει και εναντιούται, αποξενούται από τον Ιησούν και συμφιλιούται με τον διάβολον· όθεν σας παρακαλώ, τέκνα μου, αποκτήσατε υπακοήν, χωρίς αντιλογίαν, διότι η υπακοή είναι μήτηρ της αιωνίου ζωής, η δε παρακοή είναι μήτηρ της απωλείας· και ας μη είναι κανείς από σας αργολόγος ή φλύαρος, ή κατάλαλος, ή υβριστής, ή γογγυστής, διότι αυτά όλα και τα τοιαύτα είναι καρποί του διαβόλου. Και αν θέλητε ν΄ αρέσητε εις τον Θεόν, πρέπει να κόψητε εις όλα τα θελήματά σας και να υποταχθήτε εις τον κατά Θεόν Προεστώτα σας, ως εις αυτόν τον Χριστόν· και ας μη ευρεθή κανείς από σας Ιούδας, αλλά να είσθε, καθώς ήσαν οι Απόστολοι, οίτινες υπετάσσοντο εις τον Κύριον· διότι οι ανθιστάμενοι εις τον Προεστώτα θέλουν λάβει μεγάλην καταδίκην. Να μη κατηγορή δε ο εις τον άλλον και μάλιστα τον Πνευματικόν σας Πατέρα, διότι, όστις τον κατηγορεί, καν λέγη την αλήθειαν, υπάγει εις απώλειαν, αλλά να τον αγαπάτε ως πατέρα σας και πάλιν να τον φοβήσθε ως εξουσιαστήν σας· και μήτε δια την πολλήν αγάπην να τον καταφρονήτε και να μη τον φοβήσθε, μήτε δια τον πολύν φόβον να μη τον αγαπάτε· διότι όστις είναι αληθινός μαθητής, αυτός αγαπά τον Γέροντά του και υπακούει εις αυτόν έως θανάτου και επαναπαύεται εις όλα, όσα και αν πράξη ο Γέροντάς του και δεν τολμά να διακρίνη εκείνα, τα οποία κάμνει· και δεν λέγη: διατί τούτο και εις τι τούτο; Διότι εάν είπη ούτως, δεν είναι μαθητής αλλά κριτής του Γέροντός του· όλα δε τα κακά γίνονται από το κατηραμένον θέλημα. Μη πλανάσθε, αδελφοί, και μένετε εις το θέλημά σας, διότι το θέλημα δεν γίνεται ποτέ εις καλόν· αλλ΄ όταν αφήσητε το θέλημά σας δια τον Θεόν, τότε και ο Θεός κάμνει αυτό καθώς θέλει». Με αυτά και άλλα περισσότερα συμβουλεύων τον Ηγούμενον και τους αδελφούς, τους έφερε συν Θεώ εις ειρήνην και ομόνοιαν. Άλλοτε πάλιν, καθώς συνωμίλουν εγώ μετά του Όσίου, ήλθε τις αδελφός από το Κοινόβιον και του είπεν· «Ήκουσα από ιατρόν, ότι τα σύκα είναι ωφέλιμα να τα τρώγη ο άνθρωπος το πρωϊ και δια τούτο τα τρώγω». Ο δε Όσιος είπεν· «Αλλοίμονον και εις τον ιατρόν όστις σε παρεκίνησε και εις την ωφέλειαν την οποίαν έχεις να λάβης! Ανίσως, αδελφέ, και δεν νικάς την κοιλίαν σου, τι και τον τόπον καταργείς και τους αγωνιστάς αδυνατίζεις; Δεν ήκουσας τι παραγγέλλει εις τους Μοναχούς ο Μέγας Βασίλειος; Ότι μίαν ώραν διωρισμένην πρέπει να εξοδεύουν εις το φαγητόν από τας είκοσι τέσσαρας ώρας του ημερονυκτίου, τας δε λοιπάς πρέπει να μεταχειρίζωνται εις την εργασίαν του νοός· διότι ό,τι δώσης εις το σώμα, ευθύς το χάνεις και ό,τι δώσης εις την ψυχήν το έχεις πάντοτε· λοιπόν χωρίς επιτακτικήν ανάγκην του σώματος, μη θέλης να φάγης ή να πίης· και μη σου φανή βαρεία η εντολή αύτη, διότι δεν είναι τοιαύτη· άφησον το θέλημά σου και κάμε το θέλημα του Προεστώτος· κόψον την προσπάθειαν και δέσον τον εαυτόν σου εις την αγάπην του Θεού, του αληθινού ιατρού των ψυχών και των σωμάτων. Διότι όστις ακολουθεί τον ιδικόν σου ιατρόν, όχι μόνον θέλει δουλωθή εις την γαστριμαργίαν τόσον, ώστε να τρώγη, ως οι χοίροι, από της μιάς πρωϊας έως της άλλης, αλλ΄ ομού μετά της γαστριμαργίας θέλει πέσει και εις όλα τα ακάθαρτα πάθη». Ταύτα ειπών ο Όσιος τον ηρώτησε έπειτα λέγων· «Σήμερον τι εφάγετε;» (επειδή ήτο η ημέρα Παρασκευή)· ο δε αδελφός είπεν· «Αγιοζώμιον εφάγομεν»· ο δε Όσιος είπε· «Τι είναι αυτό το αγιοζώμιον»; Ο δε αδελφός είπε: «Κρομμύδια βάλλουν και άλλα είδη ομού με μερικά αρώματα και αυτό καλούν αγιοζώμιον». Ο δε Όσιος αναστενάξας είπεν· «Αλλοίμονον, αδελφέ, παρεγνώρισας αυτό· τούτο δεν είναι αγιοζώμιον, αλλά γαστριμαργοζώμιον»· δεν ήκουσας το πατερικόν, όπερ λέγει· «Ότι εις Γέρων επήγεν εις τινα αδελφόν και τον εύρε τρώγοντα· και καθώς τον είδεν έκρυψεν όπισθεν της θύρας του κελλίου του εκείνο το οποίον έτρωγε και είπε· «Συγχώρησόν μοι, Αββά, διότι έκοπτον φοίνικας και εκ του καύματος εξηράνθη ο λάρυγξ μου και δια τούτο έβαλον ολίγον άλας εις ύδωρ και έβρεξα τον άρτον μου· διότι δεν ηδυνάμην να τον φάγω ξηρόν». Ο δε Γέρων, ακούσας τούτο, εφώναξεν· «Έλθετε, Πατέρες, να ίδητε τον Ησαϊαν, όστις τρώγει ζωμόν»· προς δε τον αδελφόν είπεν· «Αν θέλης να τρώγης ζωμόν, ύπαγε εις την Αίγυπτον». Βλέπεις αδελφέ, τι αγιοζώμιον έτρωγεν ο αδελφός και εκείνο μετ΄ εντροπής; Εγώ δε νομίζω, ότι ο αδελφός εκείνος ήτο αρχάριος. Ημείς δε όντες γαστρίμαργοι και φιλήδονοι, αλλοίμονον! νομίζομεν, ότι κρατούμεν την πολιτείαν των παλαιών Πατέρων. Παρακαλώ σε, αδελφέ, εάν δύνασθε, αποκόψατε αυτό, ή τουλάχιστον μη το ονομάζητε αγιοζώμιον, διότι υβρίζετε τους Αγίους, αν και ημείς υβρίζομεν τον εαυτόν μας και δεν το αισθανόμεθα, επειδή το πλήθος των φαγητών γεννά πλήθος λογισμών κακών και αισχρών ενυπνίων». Αυτά ήσαν του Οσίου τα λόγια και δεν είναι θαυμαστόν, αν έλεγε τοιαύτα· διότι αυτός είχε πεντήκοντα έτη και περισσότερον, αφ΄ ότου δεν έφαγε τελείως φαγητόν εψημένον εις την πυράν, ούτε οίνον έπιεν, ούτε σταφυλάς ή άλλο τι οπωρικόν, εκτός από κυδώνια, τα οποία έτρωγεν ενίοτε, διότι εξ αυτών (έλεγε) δεν δύναμαι να φάγω πολύ. Εγώ δε του είπα· «Διατί, Αββά, δεν καταλύεις καν τας Δεσποτικάς εορτάς εις ανέλαιον μαγείρευμα»; Και μου είπεν· «Εγώ είμαι ασθενής και αν λύσω τον εαυτόν μου, δεν δύναμαι πλέον να τον συγκρατήσω, διότι εκείνοι οι οποίοι δύνανται να λύσουν και να δέσουν εαυτούς, αυτοί είναι ελεύθεροι από τα πάθη και από την κοιλιοδουλείαν»· ταύτα δε έλεγεν ο Όσιος ταπεινοφρών. Έλεγε δε ο Όσιος, ότι ο χορτασμός του άρτου και του ύδατος προξενεί εις τον άνθρωπον χαύνωσιν, ως επίσης και τα πολυποίκιλα φαγητά· όστις δε γλυκαίνεται εις το να τρώγη τον άρτον και να πίνη το ύδωρ με εγκράτειαν, αυτός δεν θέλει επιθυμήσει διάφορα φαγητά και ποτά· διότι η πείνα και η δίψα λησμονούν εκείνα· εμέ όμως δεν με ενοχλεί τόσον η πείνα, όσον η δίψα. Όχι δε μόνον επείνα και εδίψα ο Όσιος, αλλ΄ ουδέ τους πόδας του έπλυνεν, ούτε το πρόσωπόν του ένιψεν, ούτε δύο ενδύματα εφόρεσε και όταν ήτο ακόμη εις τον κόσμον· εφόρει δε εις τους πόδας του σανδάλια μόνον τον χειμώνα και εκοιμάτο κλίνων εις μόνον το δεξιόν πλευρόν και πολλάκις εκεί όπου εκάθητο ήρπαζεν ολίγον ύπνον· έτερον δε στρώμα δεν είχε πλην ενός ψαθίου και ενός δέρματος αμάλλου της άρκτου και όταν ήθελε να κοιμηθή έλεγεν· «Ο Θεός μου μη εγκαταλίπης με, αλλά ρύσαι με εκ του σώματος του θανάτου τούτου». Συμβουλεύων δε εαυτόν, έλεγε τα του Μεγάλου Βασιλείου· «Κοιμάσαι; Και όμως ο χρόνος σε παρατρέχει· έξυπνος είσαι; Και όμως αφήνεις τον νουν σου να πλανάται εις τα μάταια. Αλλ΄ η ζωή σου ολιγοστεύει, καν και συ δεν το καταλαμβάνης· βέβαια από άλλο τι δεν υστερούμεθα τόσον, όσον από τον χρόνον, διότι η ζωή μας είναι ολίγη και η τέχνη της σωτηρίας μας είναι μακρά και πολλή και το τέλος τής ζωής μας είναι εγγύς. Αγρύπνησον, ω αμελή, και μη κοιμηθής, προ του να εξετάσης εκείνα τα οποία έπραξες όλην την ημέραν· ήτοι ποίας εντολάς του Θεού παρέβης; Ποία έργα εποίησας κατά το θέλημα του Θεού και ποία δεν εποίησας καθώς έπρεπε; Και εάν μεν έπραξες κακά, θλίψον και βασάνισον τον εαυτόν σου με στεναγμούς και δάκρυα και με πικράν μετάνοιαν· εάν δε έπραξες καλά, χαίρε και ευχαρίστησον τον Θεόν, όστις σε εβοήθησεν. Εάν δε θέλης να αποφύγης τα κακά, χρεωστείς πρώτον να μισήσης όλα τα πράγματα του κόσμου· διότι αδύνατον είναι να αγαπά κανείς αυτά και να μη μετέχη από τα κακά, τα οποία γεννώσιν αυτά». Έλεγε δε εκ μέρους της ψυχής του εις κάθε μέλος του και ταύτα τα ωραία λόγια· «Σας παρακαλώ, ω πόδες μου, να μη τρέχετε εις την κακίαν, αλλ΄ έως ου δύνασθε και στέκεσθε και κινείσθε, προ του να δεθήτε και να γενήτε ακίνητοι, στέκεσθε πρόθυμοι εις την προς τον Θεόν προσευχήν. Σεις, ω χείρες μου, μη γίνεσθε πλήρεις από αίματα και αδικίας, αλλά να εκτείνεσθε προς τον Θεόν με οσιότητα και δικαιοσύνην· διότι θέλει έλθει η ώρα κατά την οποίαν θα μείνετε ακίνητοι και δεδεμέναι η μία μετά της ετέρας. Σεις, οφθαλμοί μου, μη βλέπετε τα κακά, αλλά προ του να σβύσουν αι κόραι σας, κυττάζετε τα κτίσματα του Θεού εις δόξαν Αυτού. Σεις, ω ώτα μου, μη ακούετε τους ψιθυρισμούς του εχθρού, αλλά κάθε σωτήριον και ωφέλιμον. Σεις, ω χείλη μου, μη λαλήτε λόγια δόλια και φαρμακερά, αλλά μελετάτε τον νόμον του Κυρίου ημέραν και νύκτα, δια να χυθή η Χάρις του Θεού εις σας και δια να αγαλλιάσθε, όταν ψάλλητε εις τον Θεόν. Συ, ω γλώσσα μου, μη γίνεσαι μαχαίριον κοπτερόν, δια να γίνης κάλαμος γραμματέως οξυγράφου, μελετώσα την δικαιοσύνην του Θεού». Έλεγε δε και προς το σώμα του· «Και συ όλον το σώμα μου, προ του να χωρισθώμεν και να μακρύνωμεν το εν από του ετέρου και εγώ μεν να υπάγω εις τον άδην, συ δε να διαλυθής εις βρώμαν και κονιορτόν, στάσου ανδρείον και προσκύνει τον Θεόν· προ του να σε βαστάσουν άλλοι νεκρόν, βάστασον συ εμέ, δια να δοξολογώ τον Θεόν και να εξομολογώμαι εις αυτόν μήπως, θέλον συ να κείτεσαι και να στρέφεσαι επάνω εις το κρεββάτι και να κοιμάσαι, καταδικάσης εμέ εις την αιώνιον κόλασιν· διότι θέλει έλθει καιρός κατά τον οποίον ο ύπνος, όστις είναι τώρα γλυκύτατος, θέλει μεταβληθή εις πίκραν αιώνιον. Και εάν πεισθής εις αυτά τα οποία σου λέγω, θέλομεν κληρονομήσει αμφότεροι την αιώνιον ζωήν· ει δε μη, αλλοίμονον, διότι συνεδέθης μετ΄ εμού! Αλλοίμονον, διότι η εξορία μου αύτη έγινε μακρά μαζί σου! Αλλοίμονον, ότι δια σε έγινα εγώ κατάδικος και αθλία! Λοιπόν εάν μου ακούσης, θέλεις γίνει ναός Θεού και ο Θεός θέλει μάς δώσει γνώσιν περισσοτέραν και θέλει μας οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν. Εάν όμως δεν με ακούης, και δεν υποτάσσεσαι εις εμέ, αλήθειαν σου λέγω· γνώριζε ότι δεν θέλω παύσει από του να είμαι εχθρός σου και με κάθε τρόπον να σε βασανίζω έως ότου να νεκρώσω, με την βοήθειαν του Θεού, τας νεκροποιούς πράξεις σου και με τους πόνους να αναστήσω τον εαυτόν μου εκ των παθών». Και πάλιν έλεγε· «Γνώριζε ακόμη, ω σώμα μου, ότι ο Θεός, αν και μέλλη να μας αναστήση εις την Δευτέραν Παρουσίαν Του, όμως ζητεί από ημάς και άλλην ανάστασιν, ήτοι να ανακαινίσωμεν την πολιτείαν μας εις την παρούσαν ζωήν, η οποία κατορθούται με την μεταβολήν της γνώμης και των τρόπων μας. Διότι, όταν ο αμελής και υπνώδης γίνη πρόθυμος και έξυπνος, ο εργάτης της αδικίας και κακίας γίνη εργάτης δικαιοσύνης και αρετής, τότε αυτός ανασταίνεται απ΄ εδώ και αποκτά ανάστασιν, η οποία είναι προοίμιον της μελλούσης αναστάσεως. Και πως γίνεται αύτη η ανάστασι; Όταν νεκρωθή η αμαρτία και αναστηθή η αρετή· όταν η παλαιά ζωή αφανισθή και πολιτευθή η καινουργής και αγγελική. Μα δεν δύνασαι, ω σώμα μου, να αγρυπνήσης όλην την νύκτα ψάλλον Ψαλμούς και Τροπάρια, ποιούν γονυκλισίας και λέγον προσευχάς, θρηνούν και κλαίον τας αμαρτίας σου, δοξολογούν τον Θεόν και αναγινώσκον;  Αγρύπνησον τουλάχιστον την ημίσειαν μόνον. Μη χαυνώσης και σκοτίσης με τον πολύν ύπνον και χονδρύνης τον νουν μου, μηδέ θελήσης «να υπνώσω εις θάνατον, μήπως είπη ο εχθρός μου, ιδού τον ενίκησα» (Ψαλμ. ιβ: 4-5), δια να δύναμαι και εγώ μετά παρρησίας να λέγω ως ο Δαβίδ· «Εγώ εκοιμήθην και ύπνωσα, εξηγέρθην, ότι Κύριος αντιλήψεταί μου» (Ψαλμ. γ: 6)· και «Σοι εγκαταλέλειπται ο πτωχός· ορφανώ συ ήσθα βοηθός» (Ψαλμ. θ: 35) και σου δεδόξασται το πανάγιον όνομα νυν και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Έπειτα έλεγεν εις τον ύπνον· «Ελθέ κακέ δούλε δούλου» και απολαμβάνων ολίγου ύπνου, ευθύς ηγείρετο και εδοξολόγει το πολυϋμνητον όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Έλεγε δε και τούτο εις εμέ· «Αφού έγινα Μοναχός, δεν ενθυμούμαι να παρήλθε μία ημέρα χωρίς ψαλμωδίαν, προσευχήν, εργόχειρον και δάκρυα, τα οποία είναι χάρισμα του Θεού». Εγώ δε του είπα· «Έχεις αυτά όταν θέλης;» Και μου είπε· «Ναι, όμως γνώριζε ότι τα δάκρυα τα προξενούν η προθυμία, ο πόθος, η νέκρωσις του σώματος και η καθαρά και αμετεώριστος μελέτη του νοός· τα δάκρυα δε πάλιν καθαρίζουν την ψυχήν από τα πάθη. Δεκαοκτώ έτη είναι τώρα, αφ΄ ότου μου τα εχάρισεν ο Θεός, κατά τον ειπόντα· «Εγεννήθη τα δάκρυά μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός» (Ψαλμ. μα: 4). Διότι αφού τελειώσω το απόδειπνον, το μεσονυκτικόν και τον όρθρον κλαίω, κατά δε την ημέραν, συν Θεώ Αγίω, οσάκις θελήσω, κλαίω». Εγώ δε του είπα· «Συγχώρησόν με, Πάτερ, τι ενθυμείσαι και κλαίεις»; Και μου είπε· «Άλλοτε μεν ενθυμούμαι τας αμαρτίας μου, άλλοτε πάλιν ενθυμούμαι τα Πάθη του Χριστού· αλλά πολλάκις ενθυμούμαι και τας θλίψεις των αλόγων ζώων· διότι και αυτά έχουν ψυχήν άλογον και ακολούθως πονούν. Ή δεν γνωρίζεις ότι η καρδία εκείνου, όστις πενθεί και κλαίει, όσον πυρούται εκ των δακρύων, τόσον καθαρίζει από τα πάθη και γίνεται φωτεινοτέρα και τότε ελεεί και λυπείται όλα τα λογικά και άλογα ζώα, μάλλον δε όλα τα κινητά και αυξητικά, ήτοι και τα φυτά, πλην πως είναι δυνατόν να φανερώσω με λόγον την γλυκύτητα του μέλιτος, εις εκείνους, οίτινες δεν την εγεύθησαν»;                                                                                         «Άλλα δε είναι τα δουλικά και ευγνωμονικά δάκρυα, τα οποία γίνονται από τον φόβον των πληγών και της κολάσεως· άλλα τα εκ της αγάπης δάκρυα, και άλλα τα εκ δαιμονικής ενεργείας, και αυτά τα λέγω δουλικά μόνον και όχι ευγνωμονικά· τα οποία είθε να καταργήση ο Κύριος εξ ημών. Και πρώτον μεν ακολουθούν τα εκ του φόβου δάκρυα, ως λέγουν οι Πατέρες, και πυρώνουν την καρδίαν, άλλοτε μετρίως και άλλοτε υπερβολικά και ξηραίνουν το σώμα· και εάν φυλάξη ο άνθρωπος την ευταξίαν του, (αύτη είναι η ζωή η οποία γίνεται μετά λόγου και γνώσεως και η οποία γεννά και φυλάττει το πένθος) και επιμείνη εις την ησυχίαν και εις τον κατά Θεόν κόπον, άλλοτε έχων τα δάκρυα αυτά και άλλοτε μη έχων, ανοίγεται εις αυτόν παρά Θεού η θύρα των Μυστηρίων της αγάπης αυτού· διότι τα του Θεού έρχονται εις τον άνθρωπον χωρίς αυτός να το προγνωρίζη, εάν έχη καθαράν την καρδίαν του. Εκ της αγάπης λοιπόν γεννώνται τα δάκρυα της παρακλήσεως και της παρηγορίας, διότι λέγει ο Κύριος· «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε: 4). Παρηγορία δε είναι η Χάρις του Θεού, ήτις έρχεται εις τας καρδίας των πενθούντων από την θείαν έλλαμψιν του Αγίου Πνεύματος· το δε πρόσωπον του τοιούτου ανθρώπου γίνεται πυρωμένον από την χαράν, ως από μέθην· (έτσι κάποτε ενόμισε κάποιος εμέ τον μηδαμινόν, πως είμαι μεθυσμένος)· διότι ομού μετά της καρδίας πυρούται και το σώμα, και τότε ο άνθρωπος αυτός δεν έχει πλέον φόβον εις τον Θεόν ή εντροπήν εις τους ανθρώπους, αλλ΄ αγαπά διότι «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄ Ιωάν. δ: 18). Ταύτα από του στόματος του Οσίου ακούων έμενον έκθαμβος, έπειτα δε τον ηρώτησα λέγων· «Και πόθεν γνωρίζει κανείς, Πάτερ, ότι έφθασεν εις αυτήν την αγάπην»; Ο δε Όσιος μου είπεν· «Όταν κινηθή εντός αυτού η μνήμη του Θεού, ευθύς κινείται η καρδία του εις την αγάπην Αυτού και οι οφθαλμοί του εκχέουσι δάκρυα δαψιλώς· (διότι η αγάπη συνηθίζει να εκχέη δάκρυα από την ενθύμησιν των ηγαπημένων της)· εκείνος δε όστις αγαπά τον Θεόν, δεν υστερείται ποτέ τα δάκρυα· διότι δεν λείπει εξ αυτού αιτία, ήτις να μη τον φέρη εις την ενθύμησιν του Θεού, ώστε και εις τον ύπνον του συνομιλεί με τον Θεόν· (επειδή η αγάπη έχει συνήθειαν να πράττη τα τοιαύτα εις εκείνους, τους οποίους αγαπά και θέλει να τους προσκυνή και να τους ασπάζεται εν φιλήματι αγίω και είναι πρόθυμος εις τον καιρόν εκείνον να θυσιάση και την ζωήν του δια τους φίλους του)· δια τούτο λοιπόν θέλει να ευρίσκεται εις τόπον ερημικόν, δια να συνομιλή μόνος με μόνον τον Θεόν και τότε εγείρεται απ΄ αυτού η δύναμις εκείνη, ήτις συσσωρεύει τον νουν και γίνεται εκστατικός, επειδή έχει τα άνω νοήματά του και η γλυκύτης της θεωρίας του και η συχνή εργασία της αρρήτου εκείνης συνομιλίας του δεν κόπτεται απ΄ αυτόν· αι δε έξω αισθήσεις αυτού είναι εκτός του κόσμου· διότι αυτός είναι εντελώς απορροφημένος από την μέθην της αγάπης του Θεού, τόσον ώστε να θεωρή ως ουδέν και αυτόν τον φοβερόν θάνατον». Είπε δε και ταύτα ο Όσιος προς εμέ· «Μακάριος είναι ο άνθρωπος όστις γευθή και ίδη, ότι «χρηστός ο Κύριος» καθώς λέγει ο Δαβίδ (Ψαλμ. λγ;9). Γεύσασθε δε είπε, και όχι χορτασθήτε· διότι τώρα μεν εκ μέρους γνωρίζομεν και βλέπομεν, ως δια μέσου καθρέπτου και αινίγματος, την αλήθειαν· θέλει δε έλθει καιρός, όταν ο νυν αρραβών και το γεύμα της Χάριτος καταντήση εις την τελειότητα της απολαύσεως. Ταύτα δε τα δάκρυα γεννώσιν η κατά Θεόν ησυχία και η συνεχής εγκράτεια της κοιλίας από άρτον και ύδωρ και αι πολλαί θλίψεις, αίτινες γίνονται με γνώσιν, τας οποίας στερεώνει η υπομονή. Την δε υπομονήν στερεώνει η ανυπόκριτος μέμψις του εαυτού μας· από την αυτομεμψίαν αυτήν αναβλύζουσι τα κατά Θεόν δάκρυα, ως εκ πηγής, έως ου να μας λευκάνουν υπέρ χιόνα· εκείνοι δε οίτινες ελευκάνθησαν τοιουτοτρόπως, ούτοι είναι εκείνοι οι οποίοι εσαββάτισαν και κατέπαυσαν· διότι η αληθινή κατάπαυσις των Χριστιανών είναι η ελευθερία από τα πάθη της αμαρτίας και η του Αγίου Πνεύματος πληρεστάτη και ενεργητική κατοίκησις εις καθαράν καρδίαν. Δια τούτο λέγει ο Απόστολος· «Ας σπουδάσωμεν να εισέλθωμεν εις εκείνην την κατάπαυσιν» (Εβρ. δ: 11). Ταύτην δε την χάριν του πένθους και των δακρύων ευρήκαν πολλοί, αλλ΄ ύστερον την απώλεσαν· διότι εξεθάρρευσαν εις την καρδίαν των και προ του καιρού επλησίασαν εις τον κόσμον και ενικήθησαν από τα κολακεύματά του και τας ηδονάς του· και δικαίως το έπαθον· διότι εκείνο, το οποίον δεν αποκτήση κανείς με κόπον, δεν το αγαπά με πόθον και δια τούτο το καταφρονεί, είτε χάρισμα της πράξεως είναι, είτε της θεωρίας, επειδή νομίζει, ότι εύκολα πάλιν το αποκτά και διότι ο νους δεν στέκεται επιστάτης επάνω εις τας αισθήσεις και ως εκ τούτου δια των αισθήσεων πίπτει πάλιν εις τα κακά». Είπον δε πάλιν εγώ προς τον Όσιον· «Αββά, διατί δεν είπες και δια τα εξ επηρείας δαιμόνων δάκρυα»; Και μου είπε· «Ποία η ανάγκη να ομιλήσω δια τα άχρηστα; Όμως, εάν θέλης να μάθης, σου λέγω κατά ψιλήν γνώσιν, την οποίαν έχω περί τούτων. Τα δάκρυα ταύτα κατ΄ άλλον τρόπον ακολουθούν εις τους κοσμικούς και κατ΄ άλλον εις τους Μοναχούς· διότι οι κοσμικοί, όταν υστερηθούν κανένα από τα καλά του κόσμου τούτου, λυπούνται και κλαίουν εκ της αγάπης την οποίαν έχουν εις αυτά· πολλάκις δε κλαίουν και από την μέθην· οι δε Μοναχοί νομίζοντες, ότι με τας αρετάς τας οποίας έχουν είναι κάτι, χωρίς να είναι, δια τούτο δε δικαιούντες απολόγιστα τους εαυτούς των, υπερηφανεύονται εναντίον των αμελεστέρων Μοναχών και έχουν ζήλον ου κατ΄επίγνωσιν και θέλουν να ελέγχουν και να επιτιμούν πολλάκις και αυτούς τους Αγίους· και φαινόμενοι ότι τάχα τους λυπούνται, κλαίουν ενώ αυτοί οι ίδιοι είναι άξιοι πολλών δακρύων· κλαίουν δε πολλάκις και δια τας ιδικάς των αμαρτίας, τας οποίας όμως ουδόλως αισθάνονται· διότι, αν τας ησθάνοντο, ότι είναι βαρύτεραι ενός βαρελίου μολύβδου, δεν θα ησθάνοντο τας αμαρτίας των άλλων. Οι τοιούτοι νομίζουν ότι έχουν και θείαν αγάπην· και όταν τους φουσκώση ο διάβολος με την οίησιν και υπερηφάνειαν, τους κάμνει κατανυκτικούς, δια να τους θανατώση· και πληθύνη τα δάκρυα εις αυτούς· και ούτοι πάλιν είναι πρόθυμοι εις το να κλαίουν, ποιούντες αόκνως και τον πρακτικόν των κανόνα, μέχρι του σημείου εις το οποίον δεν εμποδίζει ούτος τον διάβολον, αλλά και συνεργεί εις αυτόν, έως ου επιτύχη να ρίψη αυτούς εις κάποιαν πτώσιν· καλότυχος δε είναι εκείνος, όστις δεν νικηθή από τα τοιαύτα δάκρυα, αλλ΄ αξιωθή ν΄ απολαύση τα δουλικά και ευγνωμονικά δάκρυα και τα εξ αγάπης». Άλλοτε πάλιν επήγα εις τον Όσιον και τον ευρήκα εις μεγάλον κλαυθμόν και οδυρμόν και ερωτών αυτόν τι έχει, μου απεκρίθη· «Έκαυσαν την καρδίαν μου οι δαίμονες και δια τούτο τους αντέκαυσα και εγώ δια μέσου του σώματός μου· διότι ολίγον έλειψε να καύσω τα νεύρα των μηρών μου και να σύρωμαι εις την γην ως όφις, καθώς μου πρέπει, αν δεν ήθελε με σκεπάσει ο Θεός». Εγώ δε του είπα· «Δια τον Κύριον, ειπέ μου τι το αίτιον»; Και μου είπε· «Γνωρίζεις ότι ο μαθητής μου, επειδή είναι Ιερεύς, δέχεται λογισμούς και εξομολογεί· όθεν  αυτός, εξωμολογούμενος, μου διηγήθη ανωνύμως φιληδόνων τινών λογισμούς και παρευθύς εγνώρισα την καρδίαν μου, ότι εγλυκάνθη εις  τους λογισμούς εκείνους μαζί με ολόκληρον το σώμα μου· δια τούτο ελυπήθην και θυμωθείς κατ΄ εμαυτού, έβαλα κάρβουνα και έκαυσα τους μηρούς μου· επειδή, καθώς λέγει ο σοφός Νείλος, ο πνευματικός εκείνος που θέλει να καταστήση καθαράς τας πράξεις τών εις αυτόν εξομολογουμένων, είναι ανάγκη να λάβη και αυτός μολυσμόν τινα· καθότι ο διαλεγόμενος περί των σαρκικών παθών και καθαρίζων άλλους εκ των μολυσμών, δεν είναι δυνατόν να διέλθη αμόλυντος· διότι και αύτη μόνη η ενθύμησις μολύνει φυσικά την επιφάνειαν του νοός του». Ταύτα ειπών εγύμνωσε τους μηρούς του και είδον θέαμα φοβερόν· διότι η πρώτη οπή της πληγής, την οποίαν έκαμεν, ήτο τόσον μεγάλη, ώστε εχώρει εντός αυτής η χειρ μου· η δε άλλη οπή ήτο μικροτέρα, διότι δεν ηδυνήθη να την καύση τόσον, επειδή ωλιγοθύμησεν από τον πολύν πόνον και έπεσε κατά γης οδυνώμενος. Βλέπων εγώ τας πληγάς ταύτας, είπον· «Άρα γε χαίρεται ο Θεός εις αυτά»; Και ο Όσιος μού είπε· «Βέβαια χαίρεται· επειδή κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον «Κατ΄ ουδένα άλλον τρόπον δεν θεραπεύεται ο Θεός τόσον, όσον θεραπεύεται με κακοπάθειαν και ότι με τα δάκρυα ανταποδίδοται το φιλάνθρωπον»· διότι δεν είναι Μάρτυρες μόνον εκείνοι, οι οποίοι εδέχθησαν τον θάνατον δια την πίστιν του Χριστού, αλλά και εκείνοι, οι οποίοι αποθνήσκουν δια την φύλαξιν των εντολών του Χριστού. Και εις μεν τους λυπηρούς λογισμούς πρέπει να φερώμεθα αμνησικάκως και χωρίς έχθραν· εις δε τους φιληδόνους πρέπει να είμεθα εχθροί και πολέμιοι· διότι ουδείς γίνεται νικητής, εάν φοβηθή· καθώς και ο στρατιώτης, εάν φοβηθή θάνατον, δεν θέλει επιτύχει καμμίαν ανδραγαθίαν· λέγει δε και ο Άγιος Ισαάκ, ότι η ολίγη θλίψις, η γενομένη δια τον Θεόν, είναι καλλιτέρα από μεγάλον έργον το οποίον γίνεται άνευ θλίψεως, διότι η εκούσιος θλίψις φανερώνει την δοκιμήν της πίστεως και της αγάπης μας. Πιστεύω δε και εγώ ούτω, καθώς έχει η αλήθεια, διότι οι Μάρτυρες με την θέλησίν των εξέοντο και έπασχον δια την αγάπην του Χριστού, από την οποίαν ουδέν πράγμα δεν ευρίσκεται εις τον κόσμον δυνατώτερον· και ο Χριστός με την θέλησίν του έπαθε δι΄ ημάς· όθεν δεν χρεωστούμεν και ημείς να πάσχωμεν δι΄ αυτόν, δια να μη εκπέσωμεν από την αγάπην του; επειδή εάν πάσχωμεν δι΄ αγάπην του, θέλομεν συμβασιλεύσει μετ΄ αυτού, ως λέγει ο Απόστολος» (Β΄ Τιμ. β: 11-12). Ταύτα ακούσας εγώ, είπον· «Αλλοίμονον εις ημάς τους φιλοσάρκους! Διότι, δια την αγάπην του σώματός μας, γινόμεθα εχθροί με τον Θεόν». Ο δε Όσιος μειδιών μού είπε· «Όταν ο δαίμων με εξηνάγκασε να γλυκανθώ ολίγον, εγέλα κατ΄ εμού και μου εφαίνετο ως χοίρος θρεμμένος και παχύς· τώρα όμως κατησχύνθη ο επάρατος και στενάζει πικρώς, έχων περισσότερα καύματα εξ όσων έχω εγώ· παρ΄ όλα ταύτα πάλιν με φοβερίζει, τρίζων τους οδόντας αυτού κατ΄ εμού, ως κατεξηραμμένος και αδύνατος αγριόχοιρος· εγώ δε τώρα γελώ κατ΄ αυτού και αγάλλομαι, λέγων· «Κατά το παρόν ο Χριστός μου σε εξενεύρισε και πάλιν ας γίνη το θέλημά Του». Ταύτα ως ήκουσα εγώ, είπα· «Καλώς λέγεις, Πάτερ, ότι γελάς κατ΄ αυτού και χαίρεις· διότι όστις νικά τα πάθη, τα οποία λυσσούν κατ΄ αυτού, ούτος χαίρει δια την νίκην και λησμονεί τους πόνους από την χαράν την οποίαν αισθάνεται». ‘Αλλοτε πάλιν, όταν επήγα εις τον θείον Κύριλλον, τον εύρον ακουμβισμένον επί του αγκώνος του και έκοπτε χόρτον. Όταν δε κατεσκεύασεν ένα δεμάτι, εκτύπησε με την ράβδον του και ήλθεν ο μαθητής του και του είπε· «Κύριέ μου, λάβε αυτό το χορτάρι και δώσε το εις κανένα ζώον να το φάγη» (διότι συνήθιζε να πράττη τούτο μερικάς φοράς). Ο δε μαθητής του είπε· «Θαυμάζω πως ελεείς ακόμη και τα άλογα ζώα, τον δε εαυτόν σου δεν ελεείς· ή δεν γνωρίζεις πόσον ταλαιπωρημένον είναι το σώμα σου»; Ο δε κατ΄ αλήθειαν ελεήμων είπε· «Κάμε αυτό και θέλεις ονομασθή δίκαιος, καθώς τούτο παραγγέλλει και η Αγία Γραφή λέγουσα· «Δίκαιος οικτείρει ψυχάς κτηνών αυτού» (Παρ. ιβ: 10).                                                                                                                       Πείνα μεγάλη ηκολούθησέ ποτε και πολλοί εκ της πείνης απέθνησκον· ο δε Όσιος από τον άρτον, τον οποίον ελάμβανεν εκ του Μοναστηρίου, έδιδε τον ήμισυν, πότε εις ένα ορφανόν και πότε εις άλλο και ούτως ηλευθέρωσε πολλούς από την πείναν και τον θάνατον και έλεγε· «Καν έχης ένα άρτον μόνον και έλθη κάποιος πτωχός και ζητή, λάβε τον άρτον εκείνον εις τας χείρας σου, και βλέπων εις τον ουρανόν ειπέ· «Κύριε, ένα άρτον μόνον έχω, καθώς βλέπεις και κινδυνεύω από την πείναν· όμως εγώ προτιμώ την εντολήν Σου περισσότερον από την ζωήν μου και δια τούτο δίδω από τούτον εις τον πεινασμένον αδελφόν μου· όθεν και Συ δος εις εμέ τον κινδυνεύοντα· ηξεύρω την αγαθότητά Σου, και θαρρώ εις την δύναμίν Σου, διότι δεν αργοπορείς τας Χάριτάς Σου, αλλ΄ όταν θέλης, δίδεις πλουσίως τα χαρίσματά Σου». Εάν ποιήσης ούτως, ο άρτος εκείνος, τον οποίον δίδεις εκ του υστερήματός σου, θέλει γίνει ως σπέρμα γεωργίας και θέλει γεννήσει πλούσιον τον καρπόν». Πολλοί δε εξ εκείνων των ορφανών τον ωνόμαζον τροφέα των, και εις εξ εκείνων μού είπεν, ότι πηγαίνοντές ποτε δια να λάβωμεν την ευλογίαν του, τον ηύραμεν κλαίοντα και κτυπώντα το πρόσωπόν του με τας χείρας του και λέγοντα· «Αλλοίμονον εις εμέ, αλλοίμονον! ότι εγώ όστις είμαι εχθρός του Θεού, τρώγω καθ΄ ημέραν και τα παιδία του Θεού τρώγουν ανά δύο ημέρας». Τούτο ακούσας εγώ, είπα· «Καλώς είπεν ο Άγιος Ισαάκ, ότι αυτόν να νομίζης άνθρωπον του Θεού, όστις, δια την πολλήν ευσπλαγχνίαν την οποίαν έχει εις τους άλλους, δίδει εις αυτούς εκείνο το οποίον χρειάζεται δια την ζωήν του και κατά την προαίρεσίν του θανατώνει εαυτόν, προκρίνων την ανάγκην των αδελφών περισσότερον από την ιδικήν του. Ο άνθρωπος όμως αυτός έχει τον Χριστόν, όστις φροντίζει δι΄ αυτόν· διότι εκείνος, όστις πτωχεύει δια τον Χριστόν, ευρίσκει θησαυρόν ανεξόδευτον· επειδή αν και ο Θεός δεν χρειάζεται τι παρ΄ ουδενός, όμως ευφραίνεται, όταν βλέπει τινά να αναπαύη την εικόνα του, ήτοι τον άνθρωπον και ότι την τιμήν αυτήν την προσφέρει δι΄ Αυτόν».                                                                                Συνήθειαν είχεν ο Άγιος, όταν ήθελε να φάγη, να χαιρετίζη την Υπεραγίαν Θεοτόκον και τον Τίμιον Σταυρόν και να λέγει· «Χαίροις, Σταυρέ των Σεραφείμ και των Χερουβείμ τιμιώτερε· διότι ο Κύριός μου δεν ετανύσθη γεγυμνωμένος εις αυτά εν τω καιρώ του Πάθους Του, αλλ΄ εις σε· χαίροις, χαίροις, χαίροις, ότι εκείνος, όστις σε εγείρει εις τους ώμους του και πιστεύει εις την δύναμίν σου με ευθείαν καρδίαν, δεν θέλει περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλά θέλει έχει το φως της ζωής». Έλεγε δε και προς την Θεοτόκον· «Χαίροις καύχημά μου, ελπίς μου, καταφυγή μου και δύναμίς μου, πύργος ισχύος, από προσώπου εχθρών παροικήσω εν τη σκέπη σου· ότι σοι εγκαταλέλειπται ο πτωχός και συ είσαι η ύμνησίς μου δια παντός, ει και ως τέρας εγεννήθην τοις εχθροίς· αλλά συ βοηθός μου κραταιός· διο πλήρωσον το στόμα μου αινέσεως, όπως υμνήσω την δόξαν σου πάσας τας ολιγοστάς ημέρας της ζωής μου· ότι δεδόξασταί σου το πανάγιον όνομα παρά Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος». Αυτά λέγων πολλάκις άφηνε το φαγητόν και εκάθητο χαιρετίζων και δοξολογών την Θεοτόκον· αν δε εθερμαίνετο η καρδία του περισσότερον, ευθύς ηγείρετο, εποίει πολλάς γονυκλισίας και έλεγε πολλάς δοξολογίας· πολλάκις μάλιστα εφώναζε δυνατά, επειδή δεν ηδύνατο πλέον να συγκρατή τον εαυτόν του, από του να δοξάζη το πανάγιον όνομα του Θεού· διότι το Πνεύμα του Θεού, το κατοικούν εντός αυτού, δεν τον άφηνε να ησυχάζη· και όταν απέκαμνεν από το να δοξολογή, άλλοτε μεν εκάθητο και ήσθιε τον άρτον αυτού και άλλοτε ελησμόνει να φάγη, από φωνής του στεναγμού του αρκούμενος εις μόνην την πνευματικήν τροφήν· και έβλεπε κανείς το πρόσωπον αυτού, ως πρόσωπον Αγγέλου. Απέφευγε δε και το να γνωρίζεται με πολλούς ανθρώπους και μάλιστα με τους άρχοντας και τους λαμπρούς κατά το γένος· και όσον ήτο μέγας, τόσον εταπείνωνε τον εαυτόν του· όμως ο Θεός, ο δίδων χάριν εις τους ταπεινούς, τόσον εδόξασεν αυτόν, έως ου έφερεν εις αυτόν και τους βασιλείς. Διότι ο ευσεβέστατος βασιλεύς Αλέξιος ο Κομνηνός, ων φιλομόναχος, επήγέ ποτε εις τινα Μοναχόν, όστις ήτο φίλος στενός του Οσίου και συνομιλών μετά του βασιλέως, δεν γνωρίζω πως, ενεθυμήθη τους λόγους του Οσίου· ο δε βασιλεύς είπε· «Ποίος είναι αυτός ο Αββάς Κύριλλος, τον οποίον λέγεις; Και τοιούτον άνδρα πως δεν τον γνωρίζω εγώ»; Ο Μοναχός απεκρίθη· «Ποίος είμαι εγώ ο ανόητος, δια να είπω δι΄ αυτόν; Οι οφθαλμοί είναι πιστότεροι των ωτίων· εγώ ούτω πιστεύω, ότι και ο Θεός μαρτυρεί αυτόν, ότι είναι δούλος του αληθινός». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς εχάρη λίαν και χωρίς να βραδύνη, έστειλεν εις τον Όσιον τον γυναικάδελφόν του Μιχαήλ τον Σεβαστόν, όστις ήτο βασιλικός πρωτοστάτωρ, διότι ήτο και αυτός φιλομόναχος και θεοφοβούμενος. Επήγε λοιπόν εις το Μοναστήριον εις το οποίον ησύχαζεν ο Όσιος· ήτο δε εσπέρα βαθεία και κρούσας την θύραν του Μοναστηρίου, ευθύς ως του ήνοιξεν ο θυρωρός, έλαβεν αυτόν από της χειρός και τον υπεχρέωσε να τον οδηγήση ευθύς εις το κελλίον του Αγίου, τούτο δε το έκαμε, δια να μη ακούσουν οι αδελφοί την άφιξίν του και ταραχθούν. Πηγαίνων λοιπόν ο Σεβαστός εις το κελλίον του Αγίου και κρούσας την θύραν, είπεν· «Ευλόγησον, Πάτερ». Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Ο Θεός να μη σε ευλογήση». Και εκείνος πάλιν έκρουσε και είπεν· «Ευλόγησον, Πάτερ». Και ο Όσιος· «Είπον σοι, ο Θεός να μη σε ευλογήση». Έπειτα έκρουσε και τρίτον λέγων· «Άνοιξον, Πάτερ». Και ο Όσιος· «Μη γένοιτο εις εμέ να έχω σε υιόν, κατηραμένε· ύπαγε εις τον πατέρα σου τον σατανάν». Και ο Σεβαστός είπεν· «Άνθρωπος είμαι, Αββά, και όχι δαίμων και ήλθον να λάβω την ευλογίαν σου». Και ο Όσιος του είπεν· «Εγώ γνωρίζω καλά ποίος είσαι και θαυμάζω την αδιαντροπίαν σου, πως καίτοι σε καταργώ, συ επιμένεις γαυγίζων». Ο δε Σεβαστός έκθαμβος γενόμενος, είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς. Αββά, εγώ είμαι ο πρωτοστάτωρ Μιχαήλ ο Σεβαστός». Ο Άγιος ευθύς ως ήκουσε τούτο ηγέρθη και του ήνοιξε, ποιήσας δε ευχήν, είπεν· «Εάν είσαι άνθρωπος, κάμε τον Σταυρόν σου και ειπέ την ευχήν». Όταν δε ο Σεβαστός συνεμορφώθη με την εντολήν, τότε τον εχαιρέτησε και καθίσαντες, ηρώτησεν αυτόν· «Ποίος είσαι; Και διατί ήλθες εδώ προς άνθρωπον αμαρτωλόν, όστις δεν έχω ουδεμίαν εργασίαν πνευματικήν, αλλά περιπατώ με το ιδικόν μου θέλημα, το οποίον είναι ανοίκειον εις τον Θεόν»; Και ο Σεβαστός είπεν· «Είθε, Αββά, να είχα και εγώ την εργασίαν σου και το ανοίκειον, ως το χαρακτηρίζεις, θέλημά σου και να μη είχα την ευγένειαν και την εξουσίαν και το αξίωμα και την λοιπήν ματαιότητα του κόσμου». Ο δε Όσιος του απεκρίθη· «Εγώ μεν είμαι ανάξιος του ουρανού και της γης, εις σε δε είθε να δώση ο Κύριος κατά την καρδίαν σου, κατά δε την πίστιν σου γενηθήτω σοι. Πλην εάν θέλης να σωθής, φρόντιζε πάντοτε δια την αιώνιον δόξαν, διότι η δόξα του κόσμου είναι ψευδής και πλανά πολλούς. Και επειδή είσαι άνθρωπος, ενθυμού την δυστυχίαν των ανθρώπων, επειδή ουδέν πράγμα δεν είναι βέβαιον εις το γένος των ανθρώπων· και ουδείς άνθρωπος δεν ζη την ζωήν εκείνην, την οποίαν δεν αγαπά, σπούδαζε δε να ενθυμήσαι πάντοτε τα υστερινά σου και δεν θέλεις ζημιωθή». Βλέπων δε ο Άγιος τον ειλικρινή ζήλον του Σεβαστού του λέγει και πάλιν· «Αληθινός ευγενής είναι εκείνος όστις καταφρονεί ηδονήν, πλούτον, δόξαν, και αυτήν έτι την ζωήν και επιζητεί τα εναντία τούτων, πόνον, πτωχείαν, αδοξίαν και θάνατον. Εκείνος δε είναι αληθώς πλούσιος, όστις έχει φίλους πολλούς, ήτοι τους Αγγέλους και όλους του Αγίους· πτωχός δε όστις χωρίζεται και από τον φίλον του, ήτοι τον φυλάσσοντα αυτόν Άγγελον. Αξίωμα δε μέγιστον είναι όχι το να έχη κανείς τιμάς, αλλά το να είναι άξιος δια τας τιμάς· και άρχων και εξουσιαστής είναι εκείνος όστις εξουσιάζει εαυτόν και υποτάσσει εις το λογικόν την ψυχήν και το σώμα. Και όταν ο άρχων δεν κυριεύεται υπ΄ ουδενός πάθους, τότε δύναται να ποιή δικαίαν κρίσιν· ήξευρε δε ότι δεν πρέπει να εξουσιάζη τις άλλους, ανίσως δεν είναι καλλίτερος εκείνων, τους οποίους εξουσιάζει. Και συ λοιπόν, αν θέλης να είσαι φίλος Θεού, άρχε κραταιώς ήτοι να μη νικάσαι με δώρα, ή με φιλίαν, ή με έχθραν, ή με άλλο τι εις τας κρίσεις, τας οποίας ποιείς, καθότι η κρίσις η ιδική σου πρέπει να λογίζεται ως κρίσις Θεού· πρέπει να κρίνης ορθά και κατά τους νόμους· δια τούτο λέγει ο Δαβίδ· «Εμοί λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου, ο Θεός, λίαν εκραταιώθησαν αι αρχαί αυτών» (Ψαλμ. ρλη: 17). Ταύτα και άλλα παρόμοια λέγων ο Άγιος προσέθεσεν είτα και τα εξής· «Ευσεβής είναι όχι εκείνος, όστις ελεεί τους πολλούς, αλλ΄ εκείνος όστις δεν αδικεί ουδένα· και όστις δεν παιδεύει τους κακούς, αυτός αδικεί τους καλούς. Όσοι δε παιδεύουν τους αδικούντας, αυτοί εμποδίζουν τους άλλους, ώστε να μη αδικούν· όθεν συ ας είσαι απαραίτητος δικαστής εις εκείνους οίτινες αδικούν τους άλλους· εις εκείνους δε, οίτινες σε αδικούν, ας είσαι συμπαθέστατος· διότι δια το πρώτον θέλεις αποκτήσει όνομα, ότι φυλάττεις τους νόμους· δια δε το δεύτερον θέλεις φανερώσει την φιλανθρωπίαν και συμπάθειαν της γνώμης σου. Πλην την σήμερον βλέπομεν ότι γίνεται το εναντίον. Αν ίσως δε θέλης και το ανοίκειον θέλημα, το οποίον είπα εις την αρχήν, ήτοι εάν θέλη ο Θεός να σε αξιώση να γίνης Μοναχός, δεν είναι αδύνατον· πλην κατά το παρόν υπηρέτησον εις τον Θεόν με φόβον, κατά την δύναμίν σου, την οποίαν βιάζου να καθοδηγής πάντοτε εις το καλόν. Και όταν ίδη αυτήν ο Χριστός μας, θέλει έλθει προς σε, καθώς και εις τον Ζακχαίον και τότε θέλει σου είπη: «Σπεύσας κατάβηθι» (Λουκ. ιθ: 5), και ούτω θέλεις αφήσει την συκομορέαν και θέλεις ακολουθήσει Αυτόν· και αν μείνη εις τον οίκον σου, με πολλήν χαράν θέλεις δώσει τα ήμιση των υπαρχόντων σου εις τους πτωχούς· και εάν τινα επλεονέκτησες, θέλεις το πληρώσει τετραπλάσιον και θέλεις ακούσει και συ· «Σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο» (Λουκ. ιθ: 9) και τότε θέλεις δυνηθή να μισήσης τον κόσμον». Αυτά και άλλα πολλά ψυχωφελή λόγια του Αγίου ακούσας ο Σεβαστός, επόθησε να ίδη το πρόσωπόν του και του είπεν· «Αββά, πρόσταξον να φέρουν φως». Και κρούσας το ξύλον ο Όσιος, επήγεν ο μαθητής του και του είπε να φέρη φως· ο δε μαθητής είπε· «Τεσσαράκοντα έτη έχεις, κατά τα οποία δεν εισήγαγες φως εις το κελλίον σου και τώρα μου λέγεις να φέρω φως»; Και ο Όσιος του είπε· «Βλέπεις ότι είσαι ανήκοος; Πήγαινε φέρε φως». Θαυμάσας δε ο Σεβαστός, ότι έως και το φως εγκρατεύεται ο Όσιος, του είπε· «Διατί δεν ανάπτεις φως; Ή δεν συνεργεί το φως εις ανάγνωσιν και ψαλμωδίαν»; Ο δε Όσιος είπεν· «Εκκλησίαν έχει έκαστος τον νουν και την καρδίαν του και εις αυτήν χρεωστούμεν να τελώμεν τας Ακολουθίας της Εκκλησίας. Ομοίως και συ, όστις και αν είσαι, εάν μεν γίνεται σύναξις εις την Εκκλησίαν, πήγαινε· ει δε μη, ανάγνωσον Ψαλμούς, ή Απόστολον, ή Ευαγγέλιον. Εγώ δε, αν είχον φως, ήθελε μετρώ τα ξύλα της σκέπης του κελλίου μου· μάλιστα το φως είναι σημείον εκείνων οίτινες έχουν φωτεινήν ζωήν· εγώ δε, επειδή και έπραξα και έτι πράττω έργα άξια σκότους, δια τούτο κάθημαι εις το σκότος δεόμενος του Θεού δια τας αμαρτίας μου. Ανίσως δε και δια το πρόσκαιρον φως, το οποίον δεν βλέπω, αξιωθώ να ίδω εις τον μέλλοντα αιώνα ακτίνα τινά του ανεσπέρου εκείνου Φωτός, καθώς ελπίζω ο ανάξιος, ας είναι δεδοξασμένον το όνομα του Αγίου Θεού ημών, εάν δε όχι, πάλιν ας είναι δόξα εις την δικαιοκρισίαν του· διότι εις εμέ είναι πολύ και το να βλέπω το φως του ηλίου και δια τούτο δεν παύω από το να ευχαριστώ τον Θεόν, όστις ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί δικαίους και αδίκους». Αφού δε έφερον το φως και είδεν ο Σεβαστός τον Όσιον, τον ηρώτησε δια πολλά πράγματα, τα οποία δεν ήξευρε· και ο Όσιος του απεκρίθη εις όλα με γνώσιν και σοφίαν Θεού συμβουλεύων αυτόν πολλάς ψυχοσωτηρίους συμβουλάς όλην την νύκτα. Όταν δε ήρχισεν η ημέρα να φέγγη, ηγέρθη ο Σεβαστός και ησπάσθη τας χείρας και το στόμα του Οσίου και λαβών τας αγίας αυτού ευχάς ανεχώρησεν από το κελλίον του Οσίου. Ερωτήσας δε τους αδελφούς της Μονής, εάν ευρίσκεται ζων συγγενής του Οσίου και μαθών ότι ζη η θυγάτηρ αυτού και η μήτηρ της, διώρισεν ευθύς να δίδωνται εις αυτάς όλα τα προς συντήρησιν και ούτως έφυγε χαίρων και ευχαριστών τον Θεόν, όστις τον ηξίωσεν να συνομιλήση με τοιούτον θαυμάσιον και άγιον άνδρα. Όταν ο Σεβαστός επέστρεψεν εις τον βασιλέα, είπεν προς αυτόν· «Κατά αλήθειαν, βασιλεύ άγιε, καθάπερ ηκούσαμεν, ούτω και είδομεν· διότι ο Όσιος είναι γηραλέος, ιεροπρεπής, πολλά αγαθός, ειρηνικός, κατεσταλμένος το ήθος· και τι να πολυλογώ; Εστολισμένος με όλα τα αγαθά και γεμάτος από θείαν αγάπην· το δε είδος έχει παρόμοιον με του Προφήτου Ηλιού». Αυτά και άλλα περισσότερα εγκώμια είπεν εις τον ευσεβή βασιλέα, όστις, καθώς τα ήκουσεν, επλητώθη από πολλήν χαράν και ευθύς επήγε και αυτός μεθ΄ όλης της οικογενείας του εις τον Όσιον και αφού αντήλλαξαν αμφότεροι τον εν Χριστώ ασπασμόν, είπεν ο Όσιος· «Διατί ήλθες εδώ, ευσεβέστατε βασιλεύ, εις ένα σαπρόν γέροντα και μηδέν αγαθόν έχοντα; Έφθασε και έως εις το κράτος της βασιλείας σου η υπόκρισις των λόγων μου και των έργων μου και σε έφερεν εις την ευτέλειάν μου; Και συ μεν, δια την κατά Θεόν ταπείνωσίν σου, τιμάς εμέ τον ανάξιον ως και τους Αγίους Πατέρας ημών· εγώ δε ο ελεεινός και υποκριτής, τι να απολογηθώ εις τον πανάγαθον Θεόν και τι να ανταποδώσω εις την αγίαν βασιλείαν σου δια το τοιούτον βάρος και τον τοσούτον κόπον τον οποίον έλαβες»; Ακούων ταύτα ο βασιλεύς είπεν εις τον Όσιον· «Γνωρίζεις, Αββά, ότι «το έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται» (Εβρ. ζ: 7). Εγώ δε με το να μου ενεπιστεύθη ο Θεός τοιαύτην εξουσίαν, αν και ανάξιος, καταγίνομαι καθ΄ εκάστην εις τας φροντίδας αυτής και τόσον ταράττομαι, ώστε δεν ενθυμούμαι τον Θεόν· όθεν πως δεν πρέπει να τιμώ τους φοβουμένους τον Θεόν και να πηγαίνω εις αυτούς, δια να λαμβάνω τας αγίας των ευχάς, προς φωτισμόν της εσκοτισμένης μου ψυχής και προς ευόδωσιν του στρατεύματος; Γνωρίζεις ότι «Πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη» (Ιακ. ε: 16). Αν δε και η αμέλειά μου δεν με αφήνει να ενεργήσω και εγώ κατά τας αγίας σας ευχάς, όμως πιστεύω, ότι θέλω ενδυναμωθή εις αυτό δια των αγίων σας ευχών. Εγώ νομίζω και είναι φανερόν από κάθε μέρος, ότι εκείνοι οι οποίοι ζώσι ζωήν αναχωρητικήν και μοναχικήν, είναι προτιμότεροι εκείνων οι οποίοι ζώσιν εντός του κόσμου μετά πολλών, έστω και αν είναι σεμνότεροι από τους πρώτους· διότι οι Μοναχοί ημερώνουν τα πάθη με την ησυχίαν, τα οποία οι κοσμικοί, με την διαρκή επαφήν, τα αγριεύουν και τα καθιστούν χειρότερα, καν και δεν αισθάνωνται την βλάβην των· επειδή με την πολυκαιρίαν την συνήθισαν, ως μίαν πολυχρόνιον θερμασίαν, η οποία δεν λυπεί πλέον αυτούς που την έχουν, καίτοι κρυφίως τους κατατρώγει· ταύτα δε λέγω πειθόμενος εις τον λέγοντα· «Σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμι ο Θεός» (Ψαλμ. με: 11). Εις τους λόγους τούτους του βασιλέως απήντησεν ο Όσιος· «Συμφωνώ και εγώ με τους λόγους σου. Πλην γνώριζε, ότι, καθώς λέγει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, δεν είναι δυνατόν να γίνουν όλοι απαθείς, όμως δύνανται όλοι να σωθούν και να φιλιωθούν με τον Θεόν, διότι λέγει ο θείος Χρυσόστομος· εγώ υπόσχομαι και βεβαιώνω, ότι ανίσως πας αμαρτωλός αφήση τα πρότερά του κακά και υποσχεθή εις τον Θεόν με αλήθειαν να μη πράξη πλέον αμαρτίας, άλλο τι δεν ζητεί εξ αυτού ο Θεός εις απολογίαν, επειδή είναι φιλάνθρωπος και καθώς η γυνή, ήτις κοιλοπονεί, επιθυμεί να γεννήση, ούτω και ο Θεός επιθυμεί να χύνη εις όλους το έλεός του. Και ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγει, ότι εκείνος, όστις ευρίσκεται εις τον κόσμον και κατώρθωσεν ολίγα καλά, υπερέβη πολλάκις εκείνον, όστις ευρίσκεται εις ελευθερίαν και δεν κατώρθωσεν όλα τα καλά· καθώς είναι παραδοξότερον, το να περιπατή έστω και ολίγον εκείνος, όστις είναι δεδεμένος με αλύσεις, παρά να τρέχη πολύ εκείνος όστις δεν έχει ουδέν βάρος· όπως επίσης παραδοξότερον είναι και το να λασπούται ολίγον εκείνος ο οποίος περιπατεί εις το μέσον της λάσπης, παρά το να είναι καθαρός εκείνος, ο οποίος περιπατεί εις καθαράν οδόν. Απόδειξις του λόγου μου τούτου είναι η Ραάβ η πόρνη (Ιησού του Ναυή β: 1-21), την οποίαν εδικαίωσε μόνη η φιλοξενία αυτής, καίτοι κατά τα άλλα δεν επαινείται. Αλλά και τον τελώνην μόνη η ταπείνωσις τον ύψωσε, διότι δεν έχει μαρτυρηθή, ότι είχε κανέν έτερον καλόν· διατί; Δια να μάθωμεν και ημείς να μη απελπίζωμεν τον εαυτόν μας. Είπας, Δέσποτά μου, ότι από τας φροντίδας του κόσμου δεν ενθυμείσαι τον Θεόν· εγώ δε σου λέγω, ότι δια της Χάριτος του Χριστού μου, πάντοτε τον Θεόν ενθυμείσαι». Ο βασιλεύς ακούσας ταύτα και απαντών εις τον Όσιον είπε· «Πως λέγεις τούτο, Αββά»; Ο Όσιος είπε· «Μνήμη Θεού είναι πόνος καρδίας υπέρ ευσεβείας γινόμενος, ως λάγει ο Άγιος Μάρκος». Όθεν και η φροντίς, την οποίαν έχεις δια την σύστασιν της Αγίας ημών Πίστεως και των Εκκλησιών και των Μοναστηρίων και του κόσμου, τον οποίον σου ενεπιστεύθη ο Θεός, πόνος καρδίας είναι, γινόμενος δια την ευσέβειαν». Ο δε βασιλεύς είπε· «Καλώς λέγεις, Πάτερ· και εγώ, συν Θεώ, φροντίζω, όσον μου είναι δυνατόν, αλλά δεν γνωρίζω εάν έχω ενθύμησιν του Θεού· διότι είμαι υπόδουλος ειςτην φιληδονίαν, την φιλοδοξίαν και την φιλαργυρίαν· πως όμως είναι δυνατόν να σωθώ απ΄ αυτά και να ευαρεστήσω εις τον Κύριόν μου»; Και ο Όσιος είπε· «Αληθώς αυταί είναι αι τρεις πρωτότοκοι θυγατέρες του σατανά και της συζύγου αυτού κακίας, αι οποίαι γεννώσιν εις ημάς πάσαν πονηρίαν· και με αυτάς ηθέλησεν ο σατανάς να πειράξη τον Κύριόν μας, αφού εβαπτίσθη· αλλ΄ ο Κύριος ημών ενίκησεν αυτάς και τοιουτοτρόπως έγινε τύπος και παράδειγμα εις ημάς· καθώς είπεν· «Υπόδειγμα γαρ δέδωκα υμίν, ίνα καθώς εγώ εποίησα υμίν, και υμείς ποιήτε» (Ιωάν. ιγ: 15)· και «Μάθετε απ΄ εμού ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. ια: 29), διότι η πραότης ημερώνει το θυμικόν της ψυχής, η δε ταπείνωσις ελευθερώνει ημάς από την κενοδοξίαν, και όστις έχει ταύτας τας αρετάς δεν θέλει δουλωθή ούτε από την φιληδονίαν, ούτε από την φιλαργυρίαν». «Ο βασιλεύς ο αληθινός – συνέχισε λέγων ο Όσιος – δεν γνωρίζεται από την πορφύραν, την ζώνην και τον στέφανον, τον οποίον φορεί, αλλ΄ από την βασιλικήν αρετή την οποίαν έχει· όστις δε εξουσιάζεται από τα πάθη, και είναι δούλος της αμαρτίας, δεν είναι άξιος να εξουσιάζη άλλους. Αληθινός βασιλεύς είναι εκείνος, όστις νικά τα πάθη, κυβερνά τα εις αυτόν ανήκοντα κατά τον Νόμον του Θεού και φυλάττει ελευθέραν την ψυχήν του· σημεία δε της ελευθέρας ψυχής είναι το άδολον, το ήμερον, το φιλάνθρωπον, το ανδρείον, το δίκαιον, το σώφρον, το συγκαταβατικόν, το μεταδοτικόν, το να κρίνη όχι κατά χάριν, αλλά κατά το δίκαιον». «Ο τοιούτος λοιπόν βασιλεύς δεν ηξεύρει να αποδιώκη τον ζητούντα ή να λέγη προς τον πτωχόν· «Πήγαινε τώρα και ύστερον επίστρεψον και θέλω σου δώσει, αλλά δίδει εις έκαστον κατά τας ανάγκας του· καθώς και συ, Χάριτι Θεού, και εποίησας και ποιείς· και μάλιστα εις το ορφανοτροφείον του Αγίου Παύλου, όπου και τους πεινώντας τρέφεις και τους διψώντας ποτίζεις και τους ξένους συναθροίζεις και τους γυμνούς ενδύεις και τους ασθενείς επισκέπτεσαι και τους αιχμαλώτους εξαγοράζεις όχι μόνον από τα αισθητά έθνη, αλλά και από τα νοητά, ήτοι τους δαίμονας. Διότι πολλοί οίτινες ηχμαλωτίσθησαν από τα έθνη, παρέδωκαν εις τον αιώνιον θάνατον ομού με τα σώματα και τας ψυχάς αυτών, με το να έσμιξαν με τα έθνη και έμαθον τα έργα αυτών. Τούτους, όστις εξαγοράση, όχι μόνον αισθητώς φυλάττει τας εντολάς του Χριστού, αλλά και νοητώς· διότι αυτοί είναι κατ΄ αλήθειαν οι πεινώντες και διψώντες να ακούσουν λόγον Θεού· αυτοί είναι οι ξένοι και γυμνοί από την πολιτείαν των Χριστιανών, τους οποίους θέλει ο Θεός να τους συγκεντρώνωμεν και να τους ενδύωμεν· αυτοί είναι οι ασθενείς, οίτινες κινδυνεύουν να απολέσουν την ζωτικήν πίστιν των· αυτοί είναι εκείνοι οι οποίοι εφυλακίσθησαν εντός της σκοτεινής φυλακής της αθεϊας και ποθούν να εξέλθουν εξ αυτής και να ίδουν το φως του Ηλίου της Δικαιοσύνης· και όστις ποιεί ταύτα, δια της Χάριτος του Θεού, είναι ισαπόστολος». «Εάν θελήσω εγώ, ω βασιλεύ – συνέχισε λέγων ο Όσιος – να ενθυμηθώ εκείνους, τους οποίους προσέφερες εις τον Θεόν από κάθε έθνος με την θεόσοφον γλώσσαν σου, ο χρόνος δεν θέλει με φθάσει διηγούμενον και μάλιστα τους Σκύθας· διότι νικήσας αυτούς, τη συνεργεία του Θεού, τους εποίησες όλους πρόβατα, οίτινες ήσαν πρότερον λύκοι και τους συνηρίθμησες με την ποίμνην του Χριστού, δια του αγίου Βαπτίσματος· και μία ψυχή, ήτις κερδηθή, λέγει ο θείος Χρυσόστομος, δύναται πολλάκις ν΄ αφανίση τον όγκον των αμαρτιών και να γίνη εις ημάς αντίλυτρον κατ΄ εκείνην την ημέραν. Και εάν εκεί όπου γίνεται ελεημοσύνη με έξοδα χρημάτων, προξενούνται τόσοι στέφανοι και τόσοι μισθοί, εκεί όπου γίνεται ωφέλεια ψυχών, πως δεν θέλουν προξενηθή όλα τα αγαθά; Διότι ο τοιούτος θέλει γίνει στόμα Θεού, κατά το «Εάν εξαγάγης τίμιον από αναξίου ως το στόμα μου έση» (Ιερ. ιε: 19). Αυτά λοιπόν ποιών, χριστομίμητε βασιλεύ, ακόμη λέγεις πως δεν έχεις ενθύμησιν Θεού; Καλώς όμως πράττεις, όπου λέγεις τούτο, δια να διδάσκης ημάς τους ευτελείς να μη φρονώμεν υψηλά και δια να λάβης και δια τούτο μισθόν εν τη ημέρα της Κρίσεως». Αυτά και άλλα περισσότερα συνωμίλησεν ο παμμακάριστος βασιλεύς μετά του Οσίου περί σωτηρίας ψυχής και ευφρανθείς δια την γλυκυτάτην και άπλαστον ομιλίαν του, είπε· «Καθώς εκείνος όστις βαστάζει αρώματα και χωρίς να θέλη φανερούται από την ευωδίαν των αρωμάτων, ούτω και εκείνος, όστις έχει πνεύμα Κυρίου, γνωρίζεται από τους λόγους και την ταπείνωσίν του». Έπειτα είπε· «Το Μοναστήριον τούτο τίνος είναι, Αββά»; Και ο Όσιος είπε· «Την Εκκλησίαν ταύτην έχομεν εκ των προγόνων μας, πρότερον δε εμού κατώκησεν εις αυτήν ο Μοναχός ούτος (δεικνύων τον αδελφόν του), όστις συν Θεώ συνέστησε δια των ιδίων αυτού κόπων την μικράν ταύτην Μονήν και τώρα κατοικούμεν εις αυτήν, παρακαλούντες τον Θεόν οι ανάξιοι και δια την ιδικήν μας σωτηρίαν και δια το κράτος της αγίας βασιλείας σου και δι΄ όλον τον κόσμον». Ο βασιλεύς πάλιν ηρώτησεν· «Ο τόπος εις τον οποίον είναι ωκοδομημένον το Μοναστήριον τίνος είναι»; Ακούσας δε ότι είναι δημόσιος, είπεν· «Από την ώραν ταύτην τον χαρίζω εις το Μοναστήριον, δια την αγίαν σου ευχήν και ό,τι δικαιώματα έχει εις αυτόν τον τόπον το δημόσιον, τα αποσύρω και θέλω κάμει και χρυσόβουλον εις την Μονήν, δια να μένη ο τόπος ελεύθερος»· το οποίον και έπραξε. Λαβών λοιπόν ο βασιλεύς τας ευχάς του Οσίου, του έδωσε πέντε λίτρας χρυσίου, δια να διαμοιράση εις τους πτωχούς, έδωκε δε και μίαν λίτραν χρυσίου εις την Μονήν και ούτως ανεχώρησε χαίρων, ότι ηκιώθη να ίδη τοιούτον άγιον άνδρα και να συνομιλήση μετ΄ αυτού. Φίλη δε είναι η αλήθεια, ότι ο βασιλεύς ούτος ηγάπα πολύ τους Μοναχούς και τους ηυλαβείτο· διότι πολλάκις καθήμενος εις τον θρόνον του, εάν του έλεγον ότι ήλθε κάποιος Μοναχός ενάρετος, εζήτει ευθύς ζώνην και εζώνετο, προϋπήντα δε αυτόν κλίνων την κεφαλήν, είτα τον ησπάζετο και ίστατο έμπροσθέν του έχων εσταυρωμένας τας χείρας του και δεν εκάθητο εις τον θρόνον του. Εάν δε ετύγχανε να τρώγη, έλεγεν· «Εγείρετε, εγείρετε την τράπεζαν» και νιπτόμενος ηγείρετο και ησπάζετο τον Μοναχόν· αλλά και όταν ήτο ασθενής, εάν συνέβαινε να καθήση πλησίον εις τους πόδας του Μοναχός, εφυλάττετο να μη εξαπλώση τους πόδας του προς τον Μοναχόν, ως να ήτο ούτος αγία εικών· εάν δε και καμμίαν φοράν λησμονών επλησίαζε τον πόδα του εις αυτόν, ευθύς τον συμμάζωνεν, ως από πυρός καιόμενος· και έλεγεν ότι «Κάθε αγαθόν, το οποίον μού εχάρισεν ο Θεός, πιστεύω, ότι μού το εχάρισε δια των ευχών των αγίων μου Γερόντων και δια της πίστεως, την οποίαν έχω εις αυτούς, καθώς το εγνώρισα με την δοκιμήν»· αλλ΄ ας έλθωμεν εις το προκείμενον. Αφού απεχαιρέτησαν τον Όσιον ο βασιλεύς με την ευσεβεστάτην βασίλισσαν και τα τέκνα των, τόσην χαράν έλαβον από την θεωρίαν και την γλυκυτάτην ομιλίαν του Οσίου, ώστε και αυτά τα φορέματά των τα έδωκαν εις τους πτωχούς· και όχι μόνον αυτοί, αλλά και εκείνοι οίτινες ήσαν πλησίον με αυτούς· οι δε πτωχοί τα επώλησαν πάλιν εις τους ιδίους, διότι ουδείς άλλος ηδύνατο να τα αγοράση, επειδή ήσαν πολύτιμα. Έγινε λοιπόν χαρά μεγάλη εις τον τόπον εκείνον, διότι τότε ήτο πείνα μεγάλη. Εξήλθε λοιπόν η φήμη, ότι ο Αββάς Κύριλλος διαμοιράζει χρήματα και ευθύς έτρεξαν εις το Μοναστήριον πλήθος πτωχών ζητούντων βοήθειαν. Αφού δε οι Μοναχοί διεμοίρασαν τας πέντε λίτρας του χρυσού πλήθος άλλων πτωχών, οι οποίοι δεν επρόφθασαν να λάβουν, εφώναζον, ζητούντες από τους Μοναχούς. Είπε δε ο Όσιος προς αυτούς και διεμοίρασαν και την μίαν λίτραν χρυσίου, το οποίον έδωκεν ο βασιλεύς εις το Μοναστήριον, αλλά και πάλιν άλλοι πτωχοί εφώναζον. Τότε είπεν ο Όσιος εις τους Μοναχούς· «Δεν έχετε και σεις από το εργόχειρόν σας χρήματα»; Εκείνοι είπον· «Έχομεν ογδοήκοντα νομίσματα». Λέγει ο Όσιος· «Διαμοιράσατε τα τεσσαράκοντα». Αφού δε εμοίρασαν τα τεσσαράκοντα και πάλιν άλλοι πτωχοί εφώναζον, είπεν ο Όσιος και έδωκαν τα είκοσι, και πάλιν άλλοι εζήτουν, και είπε και έδωκαν τα δέκα. Αφού όμως και πάλιν άλλοι πτωχοί εφώναζον, είπεν ο Όσιος εις τους Μοναχούς· «Εάν  θέλητε να λάβητε την ευχήν εμού του αμαρτωλού, δώσετε και τα λοιπά δέκα, μήπως μας δοκιμάζη ο Χριστός». Οι Μοναχοί όμως δεν ήθελον να τα δώσουν, διότι είχον ανάγκην να αγοράσουν έλαιον δια την Εκκλησίαν· ο δε Όσιος είπε· «Το πάθος της φιλαργυρίας γίνεται φανερόν εις τον άνθρωπον από το ότι χαίρεται ούτος όταν παίρνη και λυπήται όταν δίδη. Ο άνθρωπος αυτός δεν δύναται να είναι οικονόμος και να επιμελήται της προστασίας των πτωχών, δεν δύναται να γίνη προνοητής των πτωχών. Διότι λέγει ο θείος Μάξιμος· τρία είναι τα αίτια της αγάπης των αργυρίων, η φιληδονία, η κενοδοξία και η απιστία, η οποία είναι χειροτέρα των άλλων δύο, διότι ο φιλήδονος αγαπά τα χρήματα δια να πληρώνη με αυτά τας κακάς επιθυμίας του· ο κενόδοξος δια να δοξασθή και ο άπιστος δια να τα φυλάξη φοβούμενος την πτωχείαν, το γήρας, την ασθένειαν και την ξενιτείαν· περισσότερον δε ελπίζει εις αυτά, παρά εις τον Θεόν τον προνοούντα έως και δι΄ αυτά τα μικρότατα ζωϋφια. Κατά Θεόν δε οικονόμος είναι εκείνος, ο οποίος συνάζει τα χρήματα δια να δίδη αυτά εις τους έχοντας ανάγκην και ούτω να μη υστερηθή ποτέ κανείς, νομίζει δε ιδικήν του την ανάγκην του άλλου. Όθεν  σας παρακαλώ να είσθε οικονόμοι κατά Θεόν, δια να ελευθερωθήτε από την φιλοδονίαν, την κενοδοξίαν και την απιστίαν. Πρέπει να γνωρίζετε ότι ο Θεός δια την οικονομίαν αυτήν έφερεν εδώ τους βασιλείς,  δια να δώσουν και ούτοι και οι άνθρωποι αυτών έως και αυτά τα φορέματά των εις τους πτωχούς. Ημείς δε καίτοι είδομεν αυτούς, τοιουτοτρόπως πράξαντας, δεν θέλομεν να δώσωμεν εις τους πτωχούς τα ξένα, διότι ξένα είναι αφού ημείς ουδέν εφέραμεν εις τον κόσμον και ουδέν πάλιν δυνάμεθα να λάβωμεν μαζί μας αναχωρούντες από του κόσμου τούτου. Δια τούτο, καθώς σας είπα, δώσατε και τα επίλοιπα δέκα και ο πανάγαθος Θεός θέλει σας δώσει τα ελέη του εκατονταπλάσια». Αφού λοιπόν οι Μοναχοί διεμοίρασαν και τα τελευταία δέκα νομίσματα, εφώναζον πάλιν άλλοι πτωχοί· ο δε Όσιος είπε και εκάλεσάν τινας εκ των πτωχών και είπε προς αυτούς· «Πιστεύσατέ μοι, αδελφοί, ότι δεν έχουν πλέον άλλα χρήματα οι Μοναχοί, αλλά και ό,τι είχον από το εργόχειρόν των το διεμοίρασαν». Ανεχώρησαν λοιπόν εκείθεν οι πτωχοί, ευχαριστούντες τον Άγιον Θεόν. Οι δε Μοναχοί μετ΄ ολίγας ημέρας ήλθον εις ανάγκην και είπον προς τον Όσιον· Που είναι, Αββά, τα εκατονταπλάσια τα οποία είπας»; Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Διατί ως άφρονες ωμιλήσατε; Εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν μου, ότι στέλλει ό,τι χρειάζεσθε». Πράγματι, μετ΄ ολίγον ήλθεν εις τον Όσιον ο σύγγαμβρος του βασιλέως ο Παλαιολόγος και του έδωκεν εν χρηματοφυλάκιον πλήρες χρημάτων· τότε καλέσας τους Μοναχούς είπεν· «Ίδετε ολιγόπιστοι· εις τι εδιστάσατε; Λάβετε γήϊνοι τα της γης και αφού τακτοποιήσετε τας ανάγκας σας, τα επίλοιπα μοιράσατε εις τους πτωχούς, δια να λάβητε και σεις έλεος και χάριν παρά του Κυρίου ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας». Εις το χωρίον του Οσίου ήτο ευλαβής τις και ενάρετος, Μελιμαυράς επονομαζόμενος, φίλος του Οσίου. Ούτος πηγαίνων ποτέ εις έτερον τόπον, κατέλυσεν εις πανδοχείον και καθώς ήκουσεν η σύζυγος του πανδοχέως, ότι ήτο από την πατρίδα τού Οσίου Κυρίλλου και ότι ήτο φίλος του, ήρχισε να φωνάζη: «Δόξα σοι ο Θεός». Ο δε Μελιμαυράς, θαυμάσας, ηρώτα διατί φωνάζει ούτω. Και εκείνη είπε· «Δοξάζω τον Θεόν, διότι εύρον την ευκαιρίαν να φανερώσω ένα θαύμα το οποίον έγινεν εις την οικίαν μου, με δικαίαν κρίσιν του Θεού· διότι, αν το σιωπήσω, δεν θέλω έχει μερίδα με την αλήθειαν και με τον Θεόν. Προ ολίγων ημερών κατέλυσεν εδώ εις στρατιώτης νέος εις την ηλικίαν και εις το φρόνημα, ο οποίος δεν έπαυεν από το να λέγη λόγια κακά κατά του Οσίου Πατρός ημών Κυρίλλου· το δε αίτιον ήτο, καθώς έλεγεν, επειδή επήγε να τον προσκυνήση και ο Όσιος δεν ηθέλησε να τον ίδη· εγώ δε και ο σύζυγός μου παρεκαλούμεν πολλά τον στρατιώτην να παύση και να μη υβρίζη τον Άγιον· εκείνος όμως δεν επείθετο, αλλά περισσότερον εθυμούτο και έλεγεν αισχρολογίας. Αφού λοιπόν είδον την πολλήν του αυθάδειαν και αδιαντροπίαν, δεν ηξεύρω πόθεν εκινήθην και του είπα· «Παύσον, άνθρωπε, διότι δεν υβρίζεις τον Αββάν Κύριλλον, αλλά τον Θεόν, τον οποίον λατρεύει, μήπως ο Θεός δεν σε υπομείνη και σε πατάξη με τον Άγγελόν του, επειδή όλος ο κόσμος τον κηρύττουν ότι είναι δούλος αληθινός του Θεού». Αυτά είπα και έπειτα από ολίγην ώραν τον εκέντησεν εις την κοιλίαν πόνος δεινός, εκ του οποίου ήρχισε να φωνάζη, δεν παρήλθε δε μία ώρα και, ω του θαύματος! εχύθησαν τα έντερά του και απέθανε. Τούτο ακούσας ο Μελιμαυράς το εφανέρωσεν εις εμέ, το οποίον έκρινα εύλογον να το γράψω, δια τον ειπόντα· «ο εις το ους ακούετε, κηρύξατε επί των δωμάτων» (Ματθ. ι: 27). Όταν έφθασεν ο Όσιος εις τα ενενήκοντα έτη ησθένησεν, αλλά καίτοι ήτο ταλαιπωρημένος εκ του γήρατος και αποκαμωμένος εκ της ασθενείας, δεν άφηνε πάλιν την προτέραν του άσκησιν. Υπέμενε δε ο αδαμάντινος ως εάν έπασχεν άλλος, ή ως να ήτο άσαρκος· διότι ενίκησε την δέσποιναν κοιλίαν και έφθασεν εις άκραν απάθειαν και διήλθεν έως εξήκοντα έτη με άρτον και χόρτα και ύδωρ και αυτά ολίγα. Μου έλεγε δε ο ίδιος, ότι «αφού έγινα Μοναχός δεν εχόρτασα ύδωρ και επειδή εκόλλα η γλώσσα μου εις τον λάρυγγα, προ του να βάλω τον άρτον εις το στόμα μου, ή αφού τον έβαλλα, έπινα με τα άκρα των χειλέων μου εν ή δύο ρουφίσματα ύδωρ, δια να δύναμαι να καταπίνω τον άρτον». Ακούσας ο βασιλεύς την ασθένειαν του Οσίου επήγε μεθ΄ όλης της οικογενείας του δια να τον ίδη· η δε βασίλισσα, βλέπουσα αυτόν ταλαιπωρούμενον, τον έτρεφε με τας ιδίας της χείρας από τα φαγητά, τα οποία είχε μεθ΄ εαυτής, του έδωκε δε και ολίγον οίνον και έπιεν. Επειδή δε ήτο και ολίγον κωφός, είπεν ο βασιλεύς εις τον υπηρέτην του να τον ερωτήση, εάν συμφέρη να διέλθη εις την Ανατολήν και να πολεμήση με τους αθέους Αγαρηνούς. Ο δε Όσιος, αφού εσκέφθη ολίγον, είπεν· «Εάν δέχεσαι την συμβουλήν μου, μη διέλθης κατά το παρόν, όταν δε ευδοκήση ο Θεός, θέλεις διέλθει και αυτός θέλει «κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθέν σου» (Μάρκ. α: 2,  Ησαϊα μ: 3). Τούτο ακούσας ο βασιλεύς ηγέρθη και προσκυνών τον Θεόν, είπεν· «Αμήν, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»· έπειτα λαβών τας αγίας του ευχάς, εξήλθεν από το κελλίον τού Οσίου· βλέπων δε την Εκκλησίαν του Μοναστηρίου εσχισμένην, προσέταξε να χαλασθή εκ θεμελίων και να κτισθή νέα, όπερ και εγένετο. Την δε προφητείαν του Οσίου επλήρωσεν ο Θεός, όταν ο ευσεβέστατος βασιλεύς Αλέξιος διήλθεν εις την Ανατολήν υστερώτερα και υπέταξε τον λεγόμενον Σολυμόπολον. Όταν δε εκτίζετο η Εκκλησία, καθώς ήθελεν ο Όσιος, είπε και έδωκαν εις τους κτίστας εν πρόβατον· εις δε εξ αυτών, όταν έτρωγαν το πρόβατον, εγόγγυσε και το απώθησε, διότι δεν ήτο παχύ· οι δε λοιποί κτίσται τον επετίμων, διότι αποστρέφεται την ευλογίαν του Οσίου· η δε αχάριστος εκείνη ψυχή δεν ήθελε να ευχαριστήση· όθεν, ω του θαύματος! εγύρισε το πρόσωπόν του οπίσω εις την πλάτην του από δαιμόνιον και έπεσε κάτω και εσπαράσσετο, έτριζε τους οδόντας και άφριζε, βλέποντες δε αυτόν οι σύντροφοί του προσέτρεξαν εις τον Όσιον και είπον προς αυτόν την υπόθεσιν. Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Κύριοί μου, όλας τας αμαρτίας του ανθρώπου τας βαστάζει ο Θεός, τους δε γογγυστάς και αχαρίστους δεν τους βαστάζει, εάν δεν τους παιδεύση». Έπειτα εγέμισε το ποτήριόν του ύδωρ και το έδωκεν εις αυτούς, ειπών· «Υπάγετε και χύσατε αυτό επί της κεφαλής του ή ποτίσατε αυτόν και εν τω ονόματι του Κυρίου μου Ιησού Χριστού θέλει ιατρευθή»· καθώς δε εποίησαν κατά τον λόγον του Οσίου, ήλθεν εις εαυτόν ο γογγυστής και προσελθών έπεσεν εις τους πόδας του Οσίου ζητών συγχώρησιν και ευχαριστών αυτόν. Ο δε Όσιος, συμβουλεύων αυτόν, τελευταίον του είπεν· «Ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, δια να μη πάθης τίποτε χειρότερον» (Ιωάν. ε: 14), και ούτω ιατρεύθη από την ώραν εκείνην με την Χάριν του Θεού.                                  Εις Μοναχός νεώτερος, ανεψιός του Οσίου, κατώκει εις το Μοναστήριον και επειδή οι νέοι εις τας αρχάς έχουν προθυμίαν πολλήν, ηθέλησε και αυτός όχι μόνον να μιμηθή τον Όσιον εις το φαγητόν και την ενδυμασίαν, αλλά και να τον υπερβή. Τούτον συχνάκις συνεβούλευεν ο Όσιος να απέχη από τας υπερβολάς και να μη ζητή να βάλη τον πόδα του εις το ανώτερον κλιμάκιον της πνευματικής κλίμακος των αρετών, αλλά να αρχίση από το πρώτον και κατ΄ ολίγον να αναβή εις την κορυφήν, ήτις είναι η αγάπη του Θεού, διότι τα υπερβολικά και υπέρμετρα είναι των δαιμόνων. Μετά τας πολλάς νουθεσίας, τας οποίας του έκαμε, του είπε να κόψη το θέλημά του, να μεταχειρίζεται την μεσότητα και να τρώγη άπαξ της ημέρας, δια να μη φάγη ύστερον πολλάκις. Όμως ο νέος εκείνος είπεν· «Ήρμοζεν εις εμέ, Πάτερ, να διέρχωμαι νήστις καθ΄ όλην την εβδομάδα, το δε να τρώγω ημέραν παρ΄ ημέραν δεν είναι τίποτε». Ο Όσιος του είπεν· «Αδελφέ, όστις θέλει να κρατήση την αληθινήν ταπείνωσιν, δεν πρέπει να υπολογίζη τον εαυτόν του εις ουδέν πράγμα· διότι αύτη είναι η αληθινή ταπείνωσις». Αλλ΄ εκείνος, μη θέλων να κόψη το θέλημά του, έτρωγε κάθε δύο ημέρας· έπειτα όμως, μικροψυχήσας εκ συνεργείας του δαίμονος, κατήντησε να τρώγη πολλάς φοράς την ημέραν και αδιαφόρως· τοιαύτα παθαίνουν εκείνοι, οι οποίοι δεν θέλουν να φυλάξουν υπακοήν και ταπείνωσιν, αλλά στηρίζονται εις τον εαυτόν των και επιμένουν εις το θέλημά των. Καιρός δε είναι να είπω και περί του τέλους του Οσίου. Ούτος λοιπόν ο Όσιος Πατήρ ημών Κύριλλος ήτο τριάκοντα ετών, όταν ήρχισε την άσκησιν, ηγωνίσθη δε τον καλόν αυτόν αγώνα επί εξήκοντα έτη, εις όλον δε αυτό το διάστημα δεν ησθένησεν, ούτε οι οφθαλμοί του τον επόνεσαν, ούτε οι οδόντες του, ούτε κανέν άλλο μέλος του σώματός του. Από δε της ηλικίας των ενενήκοντα ετών έως των ενενήκοντα τριών, άλλοτε ησθένει ολίγον και άλλοτε όχι· από δε το ενενηκοστόν τρίτον έτος της ηλικίας του, ων καταδαμασμένος από το πολύ γήρας και την πολυχρόνιον άσκησιν, σπανίως ηγείρετο. Βλέπων δε αυτόν ούτως έχοντα ο εχθρός ημών διάβολος και φθονήσας, διότι ετελείωνε την ζωήν του εις γήρας αγαθόν, τι εβουλεύθη και τι έκαμεν ο μιαρός; Ακούσατε και προσέξατε. Ιωάννης ο Σεβαστός, ο ανεψιός του βασιλέως, επήγαινε συχνάκις εις τον Όσιον, δια να προσκυνή και να λαμβάνη τας ευχάς του, τούτο δε γνωρίζων ο διάβολος, καθώς είδε τον Όσιον παραλελυμένον, παρουσίασεν εις αυτόν, κατά φαντασίαν, σκηνήν εστημένην εντός του Μοναστηρίου πλησίον εις το κελλίον του και κλίνην εντός αυτής εστρωμένην με κόκκινα πεύκια, επάνω δε εις αυτήν εδείκνυε καθήμενον δήθεν τον Σεβαστόν και πλήθος πολύ υπηρετών παρισταμένων πέριξ αυτού· έπειτα ήλθε προς τον Όσιον ο φαινόμενος ψευδοσεβαστός, καθώς δε ήρχισε να συνομιλή με αυτόν, ήρχισε και ο λογισμός του να θολώνεται, όσον δε περισσότερον επλήθυνε τους λόγους του ο κατάρατος ψευδοσεβαστός, τόσον περισσότερον εθολώνετο και ο νους τού Οσίου, έως ου τον κατέστησεν έξω φρενών· διότι τα φαρμακερά λόγια του διαβόλου όχι μόνον αυτό, αλλά και πολύ περισσότερα είναι ικανά να προκαλέσουν κατά συγχώρησιν Θεού· έπειτα λέγει εις τον Όσιον· «Γνωρίζεις ποίαν ευλάβειαν έχω προς σε, Πάτερ· δια τούτο επιθυμώ να γίνη μία λειτουργία εντός του κελλίου σου και να μεταλάβης»· ο Όσιος είπεν· «Ιδού το κελλίον και συ και ως θέλεις πράξον», μη γνωρίζων εκ της παραζάλης τι ακριβώς έλεγεν. Ευθύς λοιπόν ο μιαρός ψευδοσεβαστός δεικνύει, κατά φαντασίαν, εντός του κελλίου του Οσίου τράπεζαν, πρόθεσιν, δισκοπότηρον και καλύμματα· εισελθόντες δε εντός του κελλίου οι υπηρέται του σατανά, φαινόμενοι δήθεν ως ιερείς, ήρχισαν να κάμνουν δήθεν προσκομιδήν και κατόπιν ήρχισαν την μυσαράν ψευδολειτουργίαν των. Ο δε Όσιος εστάθη εις μίαν άκραν του κελλίου προσέχων εις τους ψευδολειτουργούς. Και ήκουε μεν ότι κάτι έλεγον, όμως δεν ηδύνατο να διακρίνη τι· προσεποιήθησαν δε ότι είπον και τον απόστολον και το ευαγγέλιόν των· αλλ΄ ο Όσιος δεν ήκουε άλλο τι ειμή μόνον τας αποκρίσεις «Αμήν, Αμήν». Ύστερον, όταν είπεν ο δήθεν ιερεύς των «προσέλθετε», επήγεν ο μιαρός ψευδοσεβαστός και μετέλαβεν από την αισχρότητα και ασέβειάν των· ομοίως έπραξαν και οι άλλοι, οίτινες ήσαν μετ΄ αυτού. Ηνωχλείτο δε ο Όσιος από λογισμούς, να υπάγη να μεταλάβη και αυτός· όμως δεν επήγε, λέγων εν εαυτώ· «Εάν είναι θέλημα Θεού έχει να μου είπη ο Σεβαστός να υπάγω· ει δε μη, ποίος είμαι εγώ ο ανάξιος να μεταλάβω»; Ο δε πολυέλεος Θεός δεν παρέβλεψε την ταπείνωσίν του ταύτην, αλλά τον ελύτρωσεν από τους εχθρούς του και δεν παρεχώρησε να κοινωνήση, διότι αν μετελάμβανεν ήθελεν ασφαλώς χάσει τελείως τας φρένας του. Αφού λοιπόν ετελείωσεν η μιαρά ψευδολειτουργία των, εξήλθεν ο παγκάκιστος ψευδοσεβαστός και επέστρεψεν εις την φανταστικήν εκείνην σκηνήν. Ο δε Όσιος, κοπιάσας πολύ από την παράλογον στάσιν, εκάθισε με πολλήν ταραχήν και σκότωσιν λογισμών· όθεν εκτύπησεν και ήλθεν ο μαθητής του και είπε προς αυτόν· «Δεν είσθε Χριστιανοί; Δεν πρόκειται να αποθάνητε; Δεν συμπονείτε το γήρας μου; Δεν βλέπετε την ταλαιπωρίαν μου; Δύναμαι εγώ να έχω τόσας ενοχλήσεις των κοσμικών και να γίνωνται λειτουργίαι εντός του κελλίου μου»; Ο δε μαθητής τού λέγει· «Συγχώρησόν μοι, Αββά, δεν γνωρίζω τι λέγεις». Και ο Όσιος είπεν· «Εάν δεν πιστεύης εις τους λόγους μου, πίστευσον καν εις τα έργα». Και ο μαθητής λέγει· «Ποία έργα»; Ο δε Όσιος του είπε· «Δεν βλέπεις τον Σεβαστόν με τους ανθρώπους του και την σκηνήν του»; και του διηγήθη όλα τα συμβάντα. Ο δε μαθητής λέγει· «Εγώ, εξ όσων λέγεις, ουδέν βλέπω». Ο δε Όσιος είπε· «Τουλάχιστον δεν βλέπεις το δισκοπότηρον με τα καλύμματα, τα οποία ακόμη είναι εδώ μέσα»; Λέγων δε ταύτα εδείκνυε δια της χειρός του το ψευδοδισκοπότηρον, το οποίον δεν ήτο άλλο από το ποτήριόν του. Λαβών δε αυτό ο μαθητής του λέγει προς τον Όσιον· «Δεν είναι τούτο το ποτήριον, με το οποίον πίνεις»; Και απεκρίθη· «Ναι». Τότε ήρχισεν ο μαθητής να κτυπά το πρόσωπόν του και να λέγη· «Αλλοίμονον! απώλεσας τον νουν σου Αββά». Ο δε είπεν· «Απώλεσας τον νουν σου συ, διότι εγώ έχω τας φρένας μου». Ο δε μαθητής είπε· «Κακαί φρένες». Αυτά ωμίλουν ώραν πολλήν και πότε ήρχετο εις εαυτόν, πότε όχι. Όλοι δε οι αδελφοί είχον πίστιν εις άλλον τινά Μοναχόν και λέγουν προς τον Όσιον· «Θέλεις να φέρωμεν τον δείνα Μοναχόν δια να σε πληροφορήση»; Ο Όσιος είπε· «Ναι φέρετε αυτόν εδώ να τον ακούσω». Ελθών λοιπόν ο Μοναχός εκείνος και βαλών μετάνοιαν, είπεν εις τον Όσιον· «Πως έχεις, Πάτερ»; Ο δε είπε· «Καθώς λέγουν οι συνάδελφοί μου ούτοι, κακώς έχω»· και του διηγήθη όλα τα συμβεβηκότα. Ο Μοναχός είπεν· «Ας είναι δόξα εις τον Κύριον, όστις σε εβοήθησε, διότι αν ήθελες κοινωνήσει από την αισχρότητά των έμελλες να απολέσης τας φρένας σου τελείως». Ο δε Όσιος ηρώτησε· «Και είναι βέβαιον, ότι όσα είδον, ήσαν απάτη και φαντασία των δαιμόνων; Τούτο δεν δύναμαι να το πιστεύσω». Ο Μοναχός είπε· «Δύνασαι, συν Θεώ, να το πιστεύσης και μη λέγης όχι· ει δε άλλως, θα σου φέρω εδώ πραγματικώς τον αληθινόν Ιωάννην τον Σεβαστόν και αυτός θέλει σε πληροφορήσει περί του κατηραμένου ψευδοσεβαστού. Δεν ενθυμείσαι, Πάτερ, εις τα Πατερικά, πόσοι επλανήθησαν με απάτην του σατανά, άλλος με άλλον τρόπον και άλλος με άλλον»; «Ναι», απήντησεν ο Όσιος, «το ενθυμούμαι, και τώρα τι πρέπει να κάμω»; Ο Μοναχός είπε· «Τι άλλο να κάμης από το να πιστεύσης εις την μαρτυρίαν μας, διότι είμεθα πολλοί, οίτινες μαρτυρούμεν και ηξεύρομεν κάλλιστα, διότι ούτε ο Σεβαστός ήλθεν εδώ, ούτε άλλο τι έγινεν εξ εκείνων τα οποία είδες κατά φαντασίαν· διότι ο εχθρός, μη δυνάμενος να απατήση τους νοερούς σου οφθαλμούς, καθώς απατά τους ιδικούς μου και των ομοίων μου, εφάντασε τους αισθητούς σου, το οποίον είναι απόδειξις της αδυναμίας του· όθεν πίστευσόν μας, διότι ο καλός καραβοκύρης ουδέποτε συντρίβεται, σπανιώτατον δε είναι ο περιπατών εις τον δρόμον να μη προσκόπτη· συ γνωρίζεις, Πάτερ, ότι οι ενάρετοι, αν ποτέ πέσουν, δύνανται πάλιν να εγερθούν και να μη μικροψυχούν». Αυτά και άλλα περισσότερα ακούσας ο Όσιος, ήλθεν εις εαυτόν και ήρχισε να κλαίη και να θρηνή λέγων· «Αλλοίμονον, αλλοίμονον εις εμέ! Πως έμελλε να παροικήση η ψυχή μου εις τον άδην, αν ο Κύριος δεν μου ήτο βοηθός! Αλλοίμονον εις εμέ! Τι έμελλον να ζημιωθώ και τι να κερδήσω; Χριστέ μου, Χριστέ μου, μη εγκαταλείπης με· συ γνωρίζεις ότι δεν είναι η κόλασις εκείνο που με στενοχωρεί, αλλά ο αποχωρισμός του γλυκυτάτου σου προσώπου και το να χωρισθώ από τους αδελφούς, ως και το να μη προσκυνώ τον Τίμιον Σταυρόν σου και την αγίαν σου Εικόνα, ούτε να μεταλαμβάνω το πανάχραντον Σώμα και Αίμα σου. Αυτά όλα εις εμέ είναι χειρότερα από κάθε θάνατον, ακόμη και από αυτήν την αιώνιον κόλασιν· αυτά δε όλα ήθελον πάθει εις την παρούσαν ζωήν, ανίσως και ήθελον εγκαταλειφθή από Σε, να κοινωνήσω την μιαράν κοινωνίαν των δαιμόνων, εις δε την μέλλουσαν ήθελον κατακριθή ομού με τους ακαθάρτους δαίμονας εις το πυρ το σκοτεινόν και άσβεστον και να χωρισθώ και εις εκείνην την ζωήν από σε τον Χριστόν μου. Αφες μοι, Κύριε, δια να αναψύξω με πληροφορίαν, το γήρας μου· σπλαγχνίσου την ταλαιπωρίαν μου· συμπάθησόν με τον πλανηθέντα και κατάργησον από εμέ τας πολυτρόπους μηχανάς του εχθρού· ότι συ είσαι Θεός, Θεός των μετανοούντων και εις εμέ δείξον πάσαν την αγαθωσύνην σου δια παντός πάσας τας ολιγοστάς ταύτας ημέρας της προσκαίρου ζωής μου». Toιουτοτρόπως λοιπόν εξομολογηθείς εις τον Θεόν μετά δακρύων, ηγέρθη και έβαλε μετάνοιαν εις τους αδελφούς λέγων· «Συγχωρήσατέ με, αδελφοί, τον πλανηθέντα». Οι δε αδελφοί, κατανυγέντες και θρηνήσαντες, παρεκινήσαμεν αυτόν να μεταλάβη την επαύριον τα θεία Μυστήρια· διότι είχεν αρκετάς ημέρας να μεταλάβη· εγώ δε του είπα· «Κοινωνία ονομάζεται, διότι μας ενώνει με τον Χριστόν και μας ποιεί κοινωνούς της Βασιλείας του· και ότι εις μάγος Εβραίος, Δανιήλ ονόματι, την ώραν κατά την οποίαν ήθελον να τον καύσουν, εφώναξεν· ω βία! Ιδού Άγγελος Κυρίου με βασανίζει, δια να είπω εις τους Χριστιανούς, εκείνα τα οποία δεν ήθελον. Σας βεβαιώ εις την ώραν ταύτην  του θανάτου μου, ότι ποτέ δεν κατώρθωσαν τα μαγικά μου να ενεργήσουν εις Χριστιανόν, κοινωνούντα καθ΄ εκάστην ημέραν». Ταύτα ο Όσιος ακούσας, έλεγε προς τον Θεόν· «Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου, ότι ητοίμασας ενώπιόν μου τράπεζαν εξεναντίας των θλιβόντων με· ελίπανας εν ελαίω την κεφαλήν μου, και το ποτήριόν σου μεθύσκον με ωσεί κράτιστον» (Ψαλμ. κβ: 5). Με τοιούτον τρόπον προσευχηθείς ο Όσιος μετέλαβε των θείων Μυστηρίων και έγινε το πρόσωπόν του ωσεί πρόσωπον πυρός· και μετ΄ ολίγον μειδιών εν αγαλλιάσει ψυχής, είπε· «Το εσπέρας ηυλίσθη μοι κλαυθμός και εις το πρωϊ αγαλλίασις» (Ψαλμ. κθ: 6)· αληθώς ο Κύριος ταπεινοί και υψοί και ανορθοί τους κρημνισμένους. Αλλοίμονον εις εμέ, ότι εν όσω κοινωνώ με τους εχθρούς του Θεού, ποίαν κοινωνίαν δύναμαι να έχω με τον Θεόν; Λοιπόν εις κατάκρισίν μου μεταλαμβάνω. Δια τούτο λέγει και ο Ιερεύς· «Τα Άγια τοις Αγίοις», και όχι εις τους ακαθάρτους· εάν δε εγώ είμαι Άγιος, ποίοι είναι οι εχθροί αυτοί, οι οποίοι εργάζονται εις εμέ; Μακάριος είναι εκείνος όστις πλησιάζει μετά φόβου και τρόμου εις τα θεία Μυστήρια και συλλογίζεται ότι λαμβάνει ζωήν αιώνιον. Θαυμάζω δε πως, κατά συγχώρησιν Θεού, δύνανται οι δαίμονες να δεικνύουν εις τους ανθρώπους άλλα αντί άλλων· και συλλογίζομαι ότι, αν δεν ήτο εις τους ανθρώπους πολλή η σκέπη του Θεού, ήθελον μάς κρημνίσει όλους εις την θάλασσαν, ως την αγέλην των χοίρων (Ματθ. η: 32), από την πολλήν μανίαν, την οποίαν έχουν καθ΄ ημών». Αφού δε παρήλθεν ολίγος καιρός, επήγε πάλιν ο κατάρατος ψευδοσεβαστός εις τον Όσιον· και καθώς τον είδε, τον εγνώρισε και ώρμησε να τον ραπίση, αλλ΄ εκείνος έγινεν άφαντος και εκτύπησε την χείρα του ο Όσιος εις τον τοίχον, μάς εδείκνυε δε την χείρα του, ήτις ήτο μαύρη εκ του κτυπήματος. Αφού λοιπόν ηλευθερώθη τελείως, συν Θεώ, από τον πειρασμόν αυτόν, έλαβε και την υγείαν του σώματος προς καιρόν· έπειτα ησθένησε και επήγα και εγώ να τον ίδω· καθώς δε τον είδον κείμενον εις ένα ψαθίον απαρηγόρητον, τον παρεκάλεσα να βάλη επάνω εις αυτό ολίγα χόρτα, δια να εύρη μικράν ανάπαυσιν· επείσθη δε εις τούτο και εστρώσαμεν υποκάτω χόρτα, επάνω δε αυτών εβάλομεν τρίχινον στρώσιμον· και πεσών επάνω εις αυτό, αναστέναξε και είπεν· «Ω Κύριλλε, που κατήντησας εις στρώματα απαλά και εις καρυκείας φαγητών»! ονομάζων τα χόρτα στρώματα απαλά και τα βρασμένα τεύτλα (πατζάρια) καρυκείας φαγητών. Όταν δε έφθασεν εις τα ενενήκοντα πέντε έτη της ηλικίας του, ομού μετά του γήρατος ήτο και πάλιν ασθενής, μόλις δε και μετά βίας τον κατεπείσαμεν και κατέλυσεν ιχθύος και οίνου· διότι από το ενενηκοστόν έτος της ζωής του ήρχισε να τρώγη εις τας Δεσποτικάς εορτάς φαγητόν βρασμένον, πλην ανέλαιον· εις δε το ενενηκοστόν δεύτερον έτος κατέλυσε και το έλαιον. Όταν έφθασε τα ενενήκοντα εξ έτη κατέπεσε τελείως, όχι από καμμίαν ασθένειαν, αλλά από την ταλαιπωρίαν του πολλού γήρατος και γνωρίσας το τέλος της ζωής του μας παρήγγειλε να μη τον θάψωμεν εις τον Ναόν του Κυρίου, νομίζων εαυτόν ανάξιον, αλλ΄ εις τον τάφον του αδελφού του και την κεφαλήν του να σκεπάσωμεν με πέτρας, το δε σώμα του με χώμα. Αφού λοιπόν έζησεν ημέρας πολλάς νήστις, παρέδωκε την μακαρίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού· το δε άγιον αυτού λείψανον ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς, κατά το χιλιοστόν εκατοστόν δέκατον πρώτον έτος από Χριστού, την δευτέραν του Δεκεμβρίου μηνός. Μετά τα ένδεκα έτη της ταφής του Οσίου, έχων εγώ πολλήν ευλάβειαν εις αυτόν και ποθών να ίδω και να ασπασθώ τα άγια αυτού λείψανα, ετόλμησα και ήνοιξα τον τάφον του και εύρον, συν Θεώ, την αγίαν αυτού Κάραν πλήρη θείας ευωδίας και βαλών αυτήν εις θήκην, την έθεσα εις τον Ναόν του Μοναστηρίου, έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς όλων, εις ίασιν ψυχής τε και σώματος των μετά πίστεως ασπαζομένων αυτήν, εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ο δε προρρηθής Μελιμαυράς, ακούσας δια την αγίαν Κάραν του Οσίου, ήλθε μετά σπουδής εις το Μοναστήριον και καθώς την είδε, την ησπάζετο με πολλήν πίστιν και την ενηγκαλίζετο με πολλήν αγάπην· χαίρων δε και αγαλλόμενος έλεγε· «Που ήλπιζον εγώ ο ανάξιος να ίδω την αγίαν Κάραν του καλού μου Πατρός, του οποίου δεν δύναμαι να αριθμήσω τας ευεργεσίας, τας οποίας εποίησεν, όχι μόνον ζων, αλλά και μετά θάνατον»; Έπειτα λέγει εις εμέ· «Ήκουσας, Αββά, το θαύμα το οποίον έκαμεν εις εμέ»; Εγώ δε είπα· «Όχι». Ο δε μου είπεν· «Εγείρων το μέγα σίδηρον του καϊκίου, δια να το βάλω εις αυτό, κατέβησαν τα δίδυμά μου· όθεν μετά βίας ήλθον εις την οικίαν μου, από δε τους σφοδρούς πόνους και την άμετρον λύπην μου επεθύμουν τον θάνατον· ενθυμηθείς δε τον Όσιον, ήλθον εις το Μοναστήριον και προσέπεσα εις τον τάφον του και τον παρεκάλεσα μετά πίστεως να κάμη έλεος εις εμέ· επήρα δε και χώμα από τον τάφον του και το έβαλα εις τον πόνον μου και, ω του θαύματος! μετά μίαν ημέραν έγινα υγιής δια των αγίων ευχών του, χωρίς να μείνη εις εμέ ουδέν ίχνος ασθενείας· δια τούτο εδόξασα τον Θεόν τον δοξάζοντα τους Αυτού θεράποντας».                                                                    Μία γυνή χήρα, επονομαζομένη του Φωκά, κλαίουσα ημέραν και νύκτα δια την χηρείαν, την ορφανίαν των τέκνων της και δια την πολλήν της πτωχείαν, απώλεσε το φως των οφθαλμών της· όθεν επάνω εις τα πρώτα κλαύματα προσέθετε και άλλα και επεκαλείτο τον θάνατον, δια να λυτρωθή από τα πολλά βάσανα. Επήγε δε και εις ιατρούς, αλλά δεν απήλαυσε το ποθούμενον φως· πάσχουσα δε δεινώς, είδε νύκτα τινά εις το όραμά της μίαν γυναίκα σεμνοτάτην, η οποία της είπεν, ότι με άλλον τρόπον δεν δύναται να ιατρευθή, παρά με την Κάραν του Οσίου. Ευθύς λοιπόν προσέτρεξεν εις τον Όσιον και καθώς ήρχισεν ο Ιερεύς την θείαν Λειτουργίαν, ω των αρρήτων σου κριμάτων, Χριστέ Βασιλεύ! Η αγία Κάρα του Οσίου επιάσθη δια της θείας Χάριτος από τους οφθαλμούς της τυφλής (διότι είχε πρότερον επιτεθή επάνω εις αυτούς)· και έως ου ετελείωσεν η θεία Λειτουργία εκρέματο από τους οφθαλμούς της, προς θαυμασμόν και έκπληξιν των ορώντων. Ούτως ήρχισεν η τυφλή να βλέπη μετρίως· ποιήσασα δε τούτο δις και τρις, έλαβε τελείως το φως της και εδόξασε τον Θεόν και τον Όσιον. Εις έγγονος του προρρηθέντος Μελιμαυρά, έως δεκαοκτώ ετών, είδεν ημέραν τινά, ότι εισήλθεν εντός της ρινός αυτού μία μυία, ευθύς δε εδαιμονίσθη και έπεσε κατά γης κυλιόμενος, αφρίζων και τρίζων τους οδόντας· ούτω δε πάσχων επί εν έτος, επεκαλέσθη πολλούς Αγίους και μη ευρίσκων ιατρείαν, προσέτρεξεν εις τον Όσιον Κύριλλον και λαβών την αγίαν αυτού Κάραν, ευθύς ως την έθεσεν εις το μέτωπόν του, ω του θαύματος! επιάσθη απ΄ αυτό· έπειτα υπό της ενοικούσης εν αυτή θείας Χάριτος κατέβη μόνη εις το στήθος του πάσχοντος και εχώσθη εις αυτό και ούτως εθεράπευσε τον δαιμονιζόμενον από της ώρας εκείνης. Άλλος δε πάλιν από τους πλησιοχώρους της Δέρκου έμεινε κλινήρης και παραλυτικός ομού μετά της γυναικός αυτού και του τέκνου του, από μαγείας ενός χαιρεκάκου και κακοτρόπου ανθρώπου (διότι δύνανται οι δαίμονες να ποιούν τοιαύτα, κατά συγχώρησιν Θεού)· όθεν κατέφυγον εις τον Όσιον και λαβόντες απόσυρμα από την αγίαν Κάραν του και χρισθέντες με αυτό και πιόντες, ιατρεύθησαν όλοι, δοξάζοντες το πολυϋμνητον όνομα του Θεού και την εξ Αυτού δοθείσαν Χάριν εις τον Όσιον. Ας μη λέγουν λοιπόν πολλοί ότι τα θαύματα δεν γίνονται δια τους πιστεύοντας, αλλά δια τους απίστους, και ότι τώρα δεν γίνονται Άγιοι και τέλειοι Χριστιανοί, και δια τούτο έλειψεν η χάρις των θαυμάτων· επειδή και η απόδειξις είναι φανερά. Ήτοι διότι δεν ευρίσκονται εις ημάς τα έργα του Χριστιανισμού, με τα να είμεθα αμελείς και να φρονούμεν τα κοσμικά, δια τούτο και η Χάρις εμποδίζεται και δεν ενεργεί· η δε Χάρις είναι το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον δεν ασθενεί, αλλ΄ είναι παντοδύναμον· ούτε μακρύνεται από ημάς, αλλ΄ είναι πανταχού παρόν και φανερούται και ενεργεί κατά την πίστιν ημών και κατά την φύλαξιν την οποίαν ποιούμεν των εντολών του Χριστού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: