Η ταπείνωσις του Οσίου Μωυσέως του Αιθίοπος

Ακούοντας ο ευσεβής Έπαρχος της Αλεξανδρείας την καλή φήμη του Αββά Μωϋσέως του Αιθίοπος, ανέβηκε κάποτε στη σκήτη να τον γνωρίση απο κοντά. Σαν το έμαθε όμως εκείνος, έφυγε κρυφά από την καλύβα του και πήγε κατά το έλος. Στο δρόμο συνάντησε τον άρχοντα και την ακολουθία του, που έτυχε να περνάνε από κει. Οι ξένοι, που δεν τον γνώριζαν, τον σταμάτησαν και τον ερώτησαν να τους δείξη την καλύβα του Αββά Μωϋσέως. 

- Τί γυρεύετε απ’ αυτόν; έκανε μ’ αποστροφή ο Γέροντας. Αυτός είναι άνθρωπος μωρός. 
Ο άρχοντας λυπήθηκε που είχε κάνει άδικα τόσο κόπο. Όταν έφτασε στην εκκλησία της σκήτης, είπε στους κληρικούς:
 
- Κάτω στην πόλι λένε τόσα καλά για τον Αββά Μωϋσή, γι’ αυτό ξεκίνησα να τον συναντήσω. Μα πριν από λίγο συναντήθηκα μ’ ένα Καλόγερο κι έμαθα από λόγου του πως πρόκειται για ανόητο άνθρωπο.
 
- Τί άνθρωπος ήταν αυτός; Ρώτησαν αγανακτισμένοι οι κληρικοί, που τόλμησε να μιλήση έτσι για τον Άγιο.
 
- Ένας μελαμψός Καλόγερος, πολύ ψηλός, με τριμμένα ρούχα.
 
Οι κληρικοί γέλασαν με την καρδιά τους.
 
- Αμ αυτός είναι ο Αββάς Μωϋσής.
 
Ο άρχοντας θαύμασε την ταπεινοσύνη του Γέροντος και γύρισε στην πόλι ωφελημένος.
 

ΟΙ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΝΑΥΑΓΟΙ…

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση


ΥΠΑΡΧΟΥΝ μερικοί χριστιανοί, πού ἀρνοῦνται νά συμβιβα-
στοῦν μέ τόν κόσμο καί ἀγωνίζονται γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ στή ζωή τους. Δέν ἀνήκουν στούς κατ᾽ ὄνομα μόνο χριστιανούς. Ἡ εὐαισθησία τους ἀπέναντι στό θεῖο θέλημα εἶναι μεγάλη καί συχνά ἀντιμετωπίζουν ποικίλα προβλήματα, καθώς καί αὐτοί ζοῦν μέσα στή σύγχρονη κοινωνία, πού μόνο χριστιανική δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ. Στίς δύσκολες αὐτές ὧρες ἀναζητοῦν κάποιον κληρικό, γιά νά τόν συμβουλευτοῦν, ἀλλά καί γιά νά τόν ἔχουν οὐσιαστικό βοηθό στίς δύσκολες καταστάσεις, πού ἀντιμετωπίζουν. Δυστυχῶς, τίς περισσότερες φορές δέν τόν βρίσκουν, μέ ἀποτέλεσμα νά μειώνεται ὁ ἱερός τους ζῆλος καί νά μπαίνουν καί αὐτοί στή νοοτροπία τοῦ κόσμου. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ συντριπτική πλειονότητα τῶν κληρικῶν μένει ἀδιάφορη. Ὄχι μόνο δέν μπορεῖ νά βοηθήσει τούς πιστούς, ἀλλά χρειάζεται ἐκείνη τή βοήθειά τους! Νομίζω ὅτι αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο πρόβλημα, πού πρέπει νά ἀντιμετωπίσει ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα ὁ κάθε Μητροπολίτης ξεχωριστά. Πρέπει νά φτάσουμε κάποτε στό σημεῖο νά εἶναι οἱ κληρικοί ὄντως
πνευματικοί πατέρες, οἱ ὁποῖοι θά εἶναι κοντά στόν πιστό λαό καί θά μποροῦν νά βοηθοῦν, ὅταν οἱ ἀνάγκες τό ἀπαιτοῦν. Ἐδῶ πρέπει νά σημειώσω ὅτι ἡ πνευματική ἀναβάθμιση τῶν κληρικῶν δέν εἶναι εὔκολο ἔργο. Δέν ἐπιτυγχάνεται μέ μιά ἐγκύκλιο ἤ μέ ἕνα ἱερατικό συνέδριο. Χρειάζεται ἀδιάκοπη προσπάθεια ἐκ μέρους τῶν Μητροπολιτῶν καί τῶν στενῶν τους συνεργατῶν.
Εἶναι δέ βέβαιο ὅτι μερικοί θά παραμείνουν ἴδιοι, ἐνδεχομένως νά γίνουν καί χειρότεροι καί αὐτό ἔχει ἄμεση σχέση μέ τόν ἐπιπόλαιο καί ἀβασάνιστο τρόπο, πού χειροτονήθηκαν. Αὐτοί ἦταν ἀνάξιοι νά χειροτονηθοῦν καί ὅμως βρέθηκαν Μητροπολίτες, πού ἀγνόησαν τά κωλύματα ἱερωσύνης, πού εἶχαν, καί τούς ἀνέδειξαν ἱερεῖς, μέ ἀποτέλεσμα τόν διαρκή σκανδαλισμό τῶν χριστιανῶν, πού ὑποτίθεται ὅτι ποιμαίνουν. Αὐτό πού περιγράφω ἐδῶ δέν ἀποτελεῖ σπάνια περίπτωση. Δυστυχῶς, εἶναι πολλοί οἱ ἀνάξιοι κληρικοί. Τά Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀποκαλυπτικά. Σέ μερικές Μητροπόλεις, ὅπου ὑπάρχουν διακόσιες ὀργανικές θέσεις, δέν ὑπάρχουν ἐφημεριακά κενά. Θά ἔλεγα ὅτι ἐκεῖ περισσεύουν οἱ ἱερεῖς. Τί συμβαίνει; Ὑπάρχει ἄραγε τόσος ἱερός ζῆλος γιά τήν ἱερωσύνη;
Ὑπάρχουν τόσοι ὑποψήφιοι, τήν ὥρα πού ἡ κοινωνία μας ἔχει διαβρωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ ἔχουν ἀραιώσει, πού νά μή μπορεῖς νά τούς συναντήσεις; Ὄχι! Ἁπλῶς οἱ Μητροπολίτες αὐτοί χειροτονοῦν ἀνεξέταστα καί δίνουν ψωμί στούς ναυαγούς τοῦ βίου, χωρίς νά σκέφτονται τί θά γίνει μετά. Καί αὐτό εἶναι ἐγκληματικό.

Φώτης Κόντογλου - Παράδοση

Ὅσοι ἀπομείναμε πιστοὶ στὴν παράδοση, ὅσοι δὲν ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα ποὺ βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στὴν ψευτιά. Καταπάνω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουνε την Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρὶς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρὶς μυρουδιά. Κουράγιο, ὁ καιρὸς θὰ δείξει ποιὸς ἔχει δίκιο, ἂν καὶ δὲ χρειάζεται ὁλότελα αὐτὴ ἡ ἀπόδειξη.

ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών


(Η ολέθρια και διαβρωτική δράση του Παπισμού στην τουρκοκρατούμενη Ορθόδοξη Ανατολή)

Θα εορτάσουμε και εφέτος με την δέουσα λαμπρότητα την επέτειο της Εθνικής μας παλιγγενεσίας, αποδίδοντας την τιμή τους οφείλουμε στους ηρωικούς αγωνιστές της Μεγάλης Επανάστασης του 1821, διότι, χάρις στη δική τους αποφασιστικότητα, την φιλοπατρία, την ελευθεροφροσύνη, το ηρωικό φρόνιμα και πάνω απ’ όλα τη βαθειά πίστη τους στο Θεό, αποκτήσαμε την ελευθερία μας, η οποία είναι ποτισμένη με το αίμα των 800.000 πεσόντων στον αγώνα για ελευθερία και ανθρώπινη αξιοπρέπεια, δίνοντας τα πάντα, ακόμα και τη ζωή τους, για του «Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος της Ελευθερία»!  

Μ. Βασίλειος :

Ουχ υπέρ χρημάτων, ουχ υπέρ δόξης, ουχ υπέρ άλλου τινός των προσκαίρων καταπολεμούμεθα, αλλά υπέρ του κοινού κτήματος του θησαυρού της υγιαινούσης πίστεως εστήκαμεν αγωνιζόμενοι.

π. Θεόδωρος Ζήσης:

Ἐνδεικτικὰ ἀναφερθήκαμε στοὺς δύο αὐτοὺς μεγάλους ἀγωνιστὰς καὶ ὑποστηρικτὰς τῆς καλῆς ἑνώσεως καὶ τῆς καλῆς εἰρήνης (Ἰωσὴφ Βρυέννιο καὶ Γεννάδιο Σχολάριο), ποὺ ἐκφράζουν διαχρονικὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ὁποία ἀπὸ τὸν περασμένο αἰώνα προωθεῖ τὴν κακὴ ἕνωση μὲ σοφιστικὰ ἐπιχειρήματαὅπως γράφει  Γεννάδιος Σχολάριοςκαὶ ἀποκαλεῖ τὸν πάπα ὄχι ἁπλῶς «ἅγιο», πρᾶγμα ποὺ κατακρίνει  Ἰωσὴφ Βρυέννιοςἀλλὰ ἁγιώτατο καὶ σεβασμιώτατο καὶ ἀγαπητὸ ἀδελφὸ καὶ κανονικὸ ἐπίσκοπο Ρώμηςθυμιάζουσα αὐτὸν ὡς «εὐλογημένον ἐρχόμενον ἐν ὀνόματι Κυρίου» καὶ μνημονεύουσα τὸ ὄνομά του σὲ ὀρθόδοξη ἀκολουθία καὶ πλεῖστα ἄλλαὍταν  «Ὀρθόδοξος Τύπος» ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Γέροντα Χαράλαμπο Βασιλόπουλο Ἀθηναγόρας ποὺ προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβάλει τὴν κακὴ ἕνωση εἶχε ἀντιμέτωπη στὸ σύνολό της σχεδὸν τὴν Ἐκκλησία τῆς ῾Ελλάδος καὶ ἰσχυρὲς θεολογικὲς καὶ μοναστικὲς δυνάμεις τωρινὸς Πατριάρχης τὴν ἔχει σύμμαχοκαὶ οἱ θεολογικὲς καὶ μοναστικὲς δυνάμεις μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἐξασθενοῦνἀκόμη καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος.

Αν υπάρχει κάτι στη ζωή μας που δεν τιθασσεύεται, αυτό είναι η αέναη κίνηση του χρόνου.

Το σήμερα γίνεται χθες εν ριπή οφθαλμού, και το αύριο σήμερα και χθες. Κι εμείς παρασυρόμεθα προς το τέρμα της πορείας μας, εκόντες άκοντες, παρακολουθούντες τα γεγονότα που περνούν από μπροστά μας, χωρίς αναστρέψιμη ελπίδα. Αυτή είναι η μοίρα των θνητών. Κι αλλοίμονο σ' εκείνους που δεν έχουν ακόμη βρη την απάντηση στο πρόβλημα του θανάτου. Την απάντηση τη δίδει μόνο η Χριστιανική πίστη.

Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας : Οἴμοι! οἴμοι! τῆς συνειδήσεως ἐλεγχούσης με, καὶ τῆς γραφῆς βοώσης, καὶ διδασκούσης με·

ὦ ψυχὴ, τῶν μιασμάτων, καὶ παρὰ σοὶ ἐβδελυγμένων ἔργων! 

Οἴμοι, ὅτι τὸν ναὸν τοῦ σώματος ἔφθειρα, καὶ τὸ ἅγιόν σου Πνεῦμα ἐλύπησα! ὦ Θεὲ, ἀληθινά σου τὰ ἔργα, καὶ δικαία ἡ κρίσις σου, καὶ εὐθεῖαι αἱ ὁδοί σου, καὶ ἀνεξιχνίαστα τὰ κρίματά σου. 
∆ιὰ πρόσκαιρον ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, ἀθάνατα βασανίζομαι· 
δι' ἡδονὴν σαρκὸς, τῷ πυρὶ παραδίδομαι. 
∆ικαία ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ· 
ἐκαλούμην, καὶ οὐχ ὑπήκουον· 
ἐδιδασκόμην, καὶ οὐ προσεῖχον· 
διεμαρτύραντό μοι, ἐγὼ δὲ κατεγέλων· 
ἀναγινώσκων καὶ ἐπιγινώσκων, οὐκ ἀπιστεύων, ἀλλ' ἐν ἀμελείᾳ, καὶ ῥᾳθυμίᾳ, καὶ ἀκηδίᾳ, καὶ ἐν περισπασμοῖς, καὶ ταραχαῖς, καὶ ζάλαις τρυφῶν καὶ σπαταλῶν, καὶ σκιρτῶν ἀγαλλόμενος, καὶ εὐφραινόμενος ἐδαπάνησά μου τὰ ἔτη, καὶ τοὺς μῆνας, καὶ τὰς ἡμέρας εἰς τὰ πρόσκαιρα, καὶ φθαρτὰ, καὶ γήϊνα κοπιῶν, καὶ μοχθῶν, καὶ ἀγωνιζόμενος· 
μὴ εἰς νοῦν λαμβάνων, ἢ λογιζόμενος, οἷον φόβον καὶ τρόμον, καὶ ἀγῶνα, καὶ ἀνάγκην ἔχει ἰδεῖν ἡ ψυχὴ, ὅτε τοῦ σώματος χωρίζεται.

ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΠΙΣΤΕΩΣ, από τον ΚΒ´ Λόγον του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου:

«Το να αποκτήση κανείς την ταπείνωση, συναντά πολλά εμπόδια, που τον εμποδίζουν, ενώ για την πίστη δεν μας εμποδίζει τίποτε να την βρούμε. Γιατί αν το θελήσουμε ολόψυχα να βρούμε την πίστη, αμέσως χωρίς κανέναν κόπο την βρίσκουμε, αφού είναι δώρον του Θεού και προσόν φυσικόν, μολονότι υπόκειται στο αυτεξούσιον της προαιρέσεώς μας»

Με την λελογισμένη αντίδρασή μας, το κακό μετριάζεται και υποχωρεί

 Η απομάκρυνση των κακοτεχνιών από την πινακοθήκη, απέδειξε για πολλοστή φορά, ότι οι μοναδικές μάχες που χάνουν οι χριστιανοί, είναι εκείνες που δεν δίνονται. Ακόμα και οι φαινομενικά χαμένες μάχες, έχουν την αξία τους, και την πνευματική αμοιβή τους. Αντίθετα, με την ανοχή μας σε τέτοιες προκλήσεις, οι εμμονικοί αντιχριστιανοί αποθρασύνονται, ενώ με την λελογισμένη αντίδρασή μας, το κακό μετριάζεται και υποχωρεί.

«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ἢ ΘΑΝΑΤΟΣ»

Η εφετεινή αὐγὴ τῆς ἐπετείου τῆς ἐνδόξου Παλιγγενεσίας εὑρίσκει τὴν Ἑλλάδα ὑπὸ ζυγὸν δουλείας. Πολλαπλῆ κατοχὴ διεδέχθη τὰ 180 ἔτη τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας. Ἀπὸ τὸ ἐθνικὸν εἰκονοστάσιον ἀνίστανται οἱ θρυλικοὶ ἥρωες Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Ἀνδροῦτσος, Μπότσαρης καὶ οἱ ἄλλοι καὶ κοιτοῦν τοὺς ἀπογόνους των μὲ ἀποστροφήν. Ἀναβιοῦν, ἀκόμη, τὰ Δερβενάκια, ἡ Γραβιά, τὸ Μεσολόγγι καὶ οἱ ἄλλοι τόποι τοῦ μεγαλείου καὶ μᾶς ἐλέγχουν…

Ἐπέπρωτο νὰ ἴδωμεν καὶ νὰ δοκιμάσωμεν τὴν νέαν δουλείαν, ἁμαρτήμασι τῶν πολιτικῶν, οὕτω δὲ ἀπέπτη ἡ ἐθνικὴ ἀξιοπρέπεια καὶ ἤδη ἀποτελεῖ ἀποδραμοῦσαν ἀρετὴν τὸ μοναδικὸν διεθνῶς ἐθνικὸν φιλότιμον! Πῶς κατηντήσαμεν ἐδῶ; Πῶς ἐγίναμεν χλεύη ὅλου τοῦ κόσμου; Πῶς ὡδηγήθη, πράγματι, ἡ Ἑλλὰς εἰς τὸ μηδὲν καὶ ἀκόμη πιὸ κάτω; Ἤχθημεν ἐδῶ ὑπαιτιότητι λαοῦ καὶ ἡγεσίας. Ἄγοντες, ὅμως, τὴν ἐπέτειον τῆς 25ης Μαρτίου 1821 ἂς ἀνατρέξωμεν εἰς τοὺς τότε χρόνους καὶ τὴν στάσιν τῶν ξένων. Λέγει παλαιὸς λόγος «ἐλασσονοῦσι φυλὰς ἁμαρτίαι». Καὶ ἡμεῖς ἡμάρτομεν κατὰ πολλά, ἐγκαταλείψαντες τὴν εὐλογημένην ὀλιγάρκειαν καὶ τὰς παραδοσιακὰς ἀξίας.
Τὸν 16ον αἰῶνα ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας Β/ ἔλεγε: «Εἰ καὶ δουλείᾳ τὸ Γένος ἡμῶν ὑπέπεσεν, ἀλλ᾽ ἀσεβείας ἀνένευσε καὶ μέλλει κηρῦττον τὴν εὐσέβειαν». Οἱ διαφωτισταί καὶ ἐθνεγέρται, ἤδη πρὸ τῆς Ἐπαναστάσεως, ὅπως ὁ Ρήγας Φεραῖος, καὶ ἀκολούθως οἱ ἀρματολοὶ καὶ οἱ κλέφται, ἐκρίνοντο ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴν συνείδησιν ὡς οἱ τρομοκράται τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Εἰς τὸ «Τραγούδι τῆς Ρούμελης» ἡ Ἑλλὰς παρουσιάζεται νὰ ἐρωτᾶ: «Εὐρώπη, καὶ τί σοῦ ἔκαμα καὶ χαίρεσαι νὰ βλέπης / ἕνα θεριὸ στὸν θρόνον μου, ποὺ δὲν χορταίνει αἷμα;». Ἡ Εὐρώπη ἔμενεν ἀδρανής. Ἁπλῶς λειτουργοῦσε, διαχρονικῶς καὶ διατοπικῶς, τὸ σύνδρομον τοῦ εὐεργετηθέντος ἔναντι τοῦ εὐεργετήσαντος… Ὑπῆρχον περίοδοι, κατὰ τὰς ὁποίας ἡ αὐταπάτη ἐλειτούργει ὡς ἐπιδημία ἢ ἐκαλλιεργεῖτο ὡς παραίσθησις. Δῆθεν ἡ ἐλευθερία τῶν Ἑλλήνων θὰ ἤρχετο ὡς δῶρον! Φωτισμέναι διάνοιαι προειδοποίουν διὰ τὸ μάταιον τοιούτων προσδοκιῶν. Εἰς τοὺς πλήρεις διορατικότητος στίχους του ὁ Μητροπολίτης Μυρέων Ματθαῖος περιέλαβε καὶ τὰ ἀκόλουθα: «Οὐαὶ σ᾽ ἐμᾶς ἀφέντη μου μὲ τὴν ὀλίγην γνῶσιν, / ὁπ᾽ ἔχομεν τὸ θάρρος μας μέσα εἰς τὴν Σπανίαν / εἰς τὰ χοντρὰ τὰ κάτεργα ποὖναι στὴν Βενετίαν / νὰ ἔλθουσι μὲ τὸ σπαθὶ τὸν Τοῦρκον νὰ σκοτώσουν / νὰ πάρουν τὸ βασίλειον καὶ μᾶς νὰ μᾶς τὸ δώσουν».
Αἱ ποιητικαὶ ἐνοράσεις ἀποδεικνύονται ἀσφαλέστεραι ἀπὸ ἐκείνας τῶν ἄλλων.Ὅταν οἱ Ἕλληνες ἐπανεπαύοντο εἰς ματαίας, ἀλλὰ καὶ ἐπικινδύνους προσδοκίας, ὁ Λόρδος Βύρων τοὺς συνεβούλευε ρεαλιστικώτατα: «Ἔ, σεῖς οἱ κληρονόμοι τῆς σκλαβιᾶς!
/Ὅποιοι ἐλεύθεροι νὰ ζοῦνε θέλουν, / μονάχοι πρέπει νὰ συντρίψουν τὰ δεσμά, / καὶ τὴν ἐλευθερία ν᾽ ἀδράξουν μὲ τὰ ἴδιά τους τὰ χέρια. / Τί καρτερεῖτε; Τὸ Φράγκο καὶ τὸ Μόσκοβο νὰ σᾶς λυτρώσουν; / Ξυπνεῖστε… / Μὴ καρτερεῖτε λευτεριὰ ἀπ᾽ τοὺς Φράγκους. / Πουλάει κι ἀγοράζει ὁ βασιλιάς τους. / Στὰ ἑλληνικὰ σπαθιά, στὰ ἑλληνικὰ φουσάτα / ἡ στερνὴ ἀνδρείας ἐλπίδα. / Τοῦ Τούρκου ἡ δύναμη καὶ τοῦ Λατίνου ἡ δολερότη / τὴν πιὸ πλατειά σας ἀσπίδα θὰ συντρίψουν». Τί συνδυασμὸς κι᾽ αὐτός! Ἡ «δύναμη» τοῦ Τούρκου καὶ ἡ «δολερότη» τοῦ Λατίνου… Καὶ ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης γράφει: «Ἔφτασαν / ντυμένοι “φίλοι” / ἀμέτρητες φορὲς οἱ ἐχθροί μου / τὰ παμπάλαια δῶρα προσφέροντας. / Καὶ τὰ δῶρα τους ἄλλα δὲν ἤτανε / παρὰ μόνο σίδερα καὶ φωτιά».
Χρειάζεται καὶ ἄλλος βηματοδότης, διὰ νὰ διανύσωμεν τὴν παροῦσαν ἀκανθώδη συγκυρίαν.

Η Υπεραγία Θεοτόκος

Η Υπεραγία Θεοτόκος μας διδάσκει τη σχέση μας με τον Χριστό, η οποία αποτελεί άνοιγμα στον τρόπο ζωής της Εκκλησίας, αποτελεί αλλαγή και μεταμόρφωση της καρδιάς μας, η οποία γνωρίζει τη δύναμη του μυστηρίου της πίστης.

Δεν είναι ο ορθός λόγος και η γνώση που δίνουν απαντήσεις στα πάντα, αλλά ο Χριστός που είναι η αλήθεια. Δεν είναι οι ηδονές των αισθήσεων και του βίου ο δρόμος της ευτυχίας, αλλά η υπακοή στο θέλημα του Θεού και η πνευματική χαρά. Η προσευχή και η προσπάθεια μίμησης της Παναγίας, μας δείχνουν το δρόμο.

Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον Γέροντα:

“Ποιο καλό πράγμα υπάρχει, για να το κάνω και να βρω ζωή μέσα σ΄αυτό;” 


Και είπε ο Γέροντας:
 

“Ο Θεός γνωρίζει το καλό. Όμως άκουσα ότι κάποιος από τους πατέρες ρώτησε τον αββά Νισθερώο τον μεγάλο, τον φίλο του αββά Αντωνίου:”
 

“Ποιο θεωρείται έργο καλό για να το κάνω;”
 

Κι εκείνος του είπε:
 

“Όλες οι αρετές δεν είναι ισοδύναμες; Η αγία Γραφή λέει ότι ο Αβραάμ υπήρξε φιλόξενος και είχε τον Θεό μαζί του. Ο Ηλίας αγαπούσε την ησυχία και ο Θεός ήταν μαζί του. Ο Δαβίδ ήταν ταπεινός και ο Θεός ήταν μαζί του. Ό,τι λοιπόν καταλαβαίνεις
 
να θέλει η ψυχή σου που είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, αυτό κάνε και κράτα άγρυπνη την καρδιά σου”.
 

ΘΑ ΕΡΘΕΙΣ ΣΑΝ ΑΣΤΡΑΠΗ ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗΣ

Η ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ !!!

 


Ελληνίδα Μάνα !!!!!!

 


Αυγουστίνος Καντιώτης

 Δόστε μου καὶ πάλιν μίαν Ἑλλάδα, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ περνοῦν ὧραι, ἡμέραι, ἑβδομάδες, μῆνες, καὶ ἔτη, χωρὶς νʼ ἀκούεται οὔτε μία βλασφημία, ἀλλὰ μόνον ὕμνοι καὶ δοξολογίαι πρὸς τὸν Θεόν. Δόστε μου μίαν τέτοιαν Ἑλλάδα καὶ τότε θὰ ἔχετε ἐξησφαλισμένην τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ. Σύμμαχός σου εἰς ὅλους τοὺς ἀγῶνας σου θὰ εἶναι ὁ Θεός. Καὶ εἰ ὁ Θεὸς μεθʼ ἡμῶν οὐδεὶς καθʼ ἡμῶν.

Φώτης Κόντογλου : Οι πειρασμοί.

«Ὅπως τὰ βλέφαρα ἀγγίζουνε τόνα τ᾿ ἄλλο, ἔτσι κι οἱ πειρασμοὶ εἶνε κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τὰ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς μὲ σοφία, γιὰ τὴ δική σου ὠφέλεια, γιὰ νὰ χτυπᾶς μὲ ὑπομονὴ τὴν πόρτα Του, καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τῶν λυπηρῶν νὰ Τὸν θυμᾶται ὁ λογισμός σου, καὶ νὰ Τὸν σιμώσεις μὲ τὴν προσευχή, καὶ ν᾿ ἁγιαστεῖ ἡ καρδιά σου μὲ τὸ νὰ Τὸν συλλογίζεσαι. Καὶ σὰν Τὸν ἐπικαλεστεῖς θὰ σ᾿ ἀκούσει, καὶ θὰ μάθεις πῶς ὁ Θεὸς εἶνε Κεῖνος ποὺ θὰ σὲ γλυτώσει. Καὶ θὰ νοιώσεις Κεῖνον ποὺ σ᾿ ἔπλασε καὶ ποὺ νοιάζεται γιὰ σένα καὶ ποὺ σὲ φυλάγει καὶ πώπλασε διπλὸ τὸν κόσμο γιὰ σένα, τὸν ἕνα σὰν δάσκαλο καὶ πρόσκαιρο παιδευτή, τὸν ἄλλο σὰν πατρογονικὸ σπίτι σου καὶ αἰώνια κληρονομιά σου. Δὲν σ᾿ ἔκανε ὁ Θεὸς ἀπαλλαγμένο ἀπ᾿ τὰ λυπηρά, μήπως θαρρευόμενος στὴν Θεότητα, κληρονομήσεις ὅ,τι κληρονόμησε κεῖνος, ποὺ πρῶτα λεγότανε Ἑωσφόρος, κι ὕστερα γίνηκε Σατανᾶς καὶ πάλι δὲν σ᾿ ἔκανε ἀλύγιστον καὶ ἀσάλευτον, γιὰ νὰ μὴ γίνεις σὰν τ᾿ ἄψυχα τὰ κτίσματα καὶ σοῦ δοθοῦνε τὰ ἀγαθὰ δίχως κέρδος καὶ δίχως μισθό, ὅπως στὰ ἄλογα εἶνε τὰ φυσικὰ χαρίσματα τὰ χτηνώδικα. Γιατὶ εἶνε εὔκολο σ᾿ ὅλους νὰ καταλάβουνε πόση ὠφέλεια καὶ πόση φχαρίστηση καὶ ταπείνωση κερδίζει ὁ ἄνθρωπος περνώντας τοῦτα τὰ μπόδια».

Ποιος είναι ο σκοπός αυτής της «σαγήνης» του «αλλόκοτου»;

 Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορά, δυστυχῶς, ποὺ ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας τῆς τέχνης προσ­βάλλονται βάναυσα στὴν πατρίδα μας τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια τῆς χριστιανικῆς πίστεώς μας. Θεωροῦμε ἀπόλυτα δικαιολογημένη τὴν ἔντονη διαμαρτυρία τῶν Ὀρθόδοξων πιστῶν γιὰ τὸ παραπάνω ἀνοσιούργημα. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ὑπάρξει συμ­παράσταση καὶ συντονισμένη ἀντίδραση ἀπὸ τὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ ἄλλους ὑγιεῖς κοινωνικοὺς φορεῖς, ὥστε ὅλοι οἱ ὑ­πεύθυνοι νὰ πάρουν τὸ μήνυμα: «Θεὸς οὐ μυ­κτηρίζεται» (Γαλ. ς΄ 7)· ὁ Θεὸς δὲν ἐξαπα­τᾶται, οὔτε μπορεῖ κανεὶς νὰ Τὸν ἐμπαίξει!

ΕΥΧΗ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού αρχιμανδρίτου Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«ΠΕΡΙ ΑΡΓΙΑΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 1-4-1983]

Η ευλάβεια, αγαπητοί μου, και η κατανυκτικότης των ημερών αυτών πολύ συχνά χρησιμοποιεί την ευχή του αγίου Εφραίμ του Σύρου: «Κύριε καί Δέσποτα τς ζως μου, πνεμα ργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καί ργολογίας, μή μοι δς. Πνεμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, πομονς καί γάπης, χάρισαί μοι τ σ δούλ. Ναί, Κύριε Βασιλε, δώρησαί μοι το ρν τά μά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν δελφόν μου, τι ελογητός ε ες τούς αἰῶνας τν αώνων. μήν». Η μικρή αυτή ευχή, περιέχει, όπως ήδη λέγαμε την περασμένη Παρασκευή, τέσσερις κακίες και τέσσερις αρετές. Στην αγάπη σας, θα κάνουμε προσπάθεια να αναλύσομε σήμερα την πρώτην κακίαν, αυτή που αναφέρεται εις το πνεύμα της αργίας. Πριν όμως δούμε την κακίαν αυτήν της αργίας, λέγει ο όσιος πατήρ: «Κύριε κα Δέσποτα τς ζως μου, μ μο δς  πνεμα ργίας».  Τι σημαίνει αυτό το «πνεμα ργίας»;

«Πνεμα» σημαίνει ενέργεια, και πίσω από την ενέργεια, προφανώς υπάρχει ο ενεργών. Συνεπώς όταν λέμε, λέγει εδώ η ευχή «πνεμα ργίας», σημαίνει την κακίαν της αργίας, την οποίαν ενεργεί ο ενεργών, δηλαδή ο διάβολος.  Ώστε «πνεμα ργίας», θα το λέγαμε έτσι: τον διάβολον, ο οποίος εμπνέει την αργίαν. Είναι δε διδασκαλία της Εκκλησίας μας ότι οι δαίμονες είναι φορείς πονηρών ενεργειών. Γι'αυτό λέμε «πνεμα ργίας», «πνεμα περιεργείας», «πνεμα πορνείας», «πνεμα βλασφημίας», «πνεμα κηδίας» κ.ο.κ. Όπως, αντιστοίχως, παρακάτω λέγει: «Δς μο πνεμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης» κ.λπ. Τι είναι αυτό το «πνεμα»; Πάλι είναι μία ενέργεια. Αλλά η ενέργεια του Θεού· που σημαίνει την αρετήν της αγάπης που ενεργεί ο Θεός. Άρα, λοιπόν, εδώ ενέργεια, άκτιστος δε ενέργεια, άκτιστος ενέργεια, την οποία ενεργεί ο Θεός, εις τον Οποίον υπάρχουν όλες οι ενέργειες οι αγαθές. Δηλαδή κάθε αρετή. Η κάθε αρετή είναι αποτέλεσμα της ενεργείας, της ακτίστου ενεργείας του Θεού.

Ώστε, λοιπόν, το πνεύμα της αργίας, περί του οποίου ο λόγος σήμερα, αγαπητοί μου, είναι όχι απλώς μία κακία, αλλά είναι μία κακία την οποία φέρει ένας δαίμων. Ο δαίμων της αργίας. Συνεπώς δεν έχομε να παλαίψομε, αν υποτεθεί ότι έχομε έναν πόλεμον, εναντίον της αργίας, δεν έχομε να παλαίψομε εναντίον μιας αφηρημένης εννοίας, αλλά έχομε να παλαίψομε εναντίον μιας προσωπικής καταστάσεως. Δηλαδή του δαίμονος, ο οποίος δαίμων φέρει το πάθος της αργίας. Αυτό να το γνωρίζομε, ότι οι κακίες δεν είναι απρόσωπες έννοιες, αλλά είναι απλώς φερόμενα στοιχεία, φερόμενες κακίες από φορείς-πρόσωπα. Και οι φορείς-πρόσωπα είναι οι δαίμονες. Έλεγε ο Απόστολος Παύλος δεν είναι η πάλη μας προς σάρκα και αίμα, αλλά προς αυτές τις δυνάμεις τις επουράνιες. Τις δαιμονικές δυνάμεις, που έχομε πραγματικά να παλαίψομε. Έτσι ένας αγώνας του Χριστιανού δεν είναι ποτέ ένας θεωρητικός ή ένας εννοιολογικός αγώνας. Είναι ένας αγών προσωπικός. Ημείς, τα πρόσωπα, προς τα προσωπικά πνεύματα της πονηρίας. Και αντιλαμβάνεσθε, λοιπόν, ότι ο αγών είναι δεινός.

Ως πρώτη, λοιπόν, κακία, ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος, όπως είδατε, αναφέρει την αργία. Η αργία είναι δεινή αμαρτία, δεινή κακία. Τι είναι η «ργία»; Βεβαίως δεν πρόκειται δια την «σχολήν», κατά το «σχολάζω». Δεν είναι δηλαδή η ανάπαυσις, δεν είναι εκείνο το οποίον επιβάλλει ο Θεός ως κατάσταση καταπαύσεως από τα έργα μας την εβδόμην ημέρα. Αλλά είναι η αεργία. Δηλαδή το να μη θέλω να κάνω καμία εργασίαν. Το μη εργάζεσθαι. Είναι η φυγοπονία, η οκνηρία, ή όπως λέγουν οι πατέρες, η ακηδία. Δηλαδή ἀ-κήδομαι, δεν φροντίζω, η αμεριμνησία, εκείνο το «Δεν βαριέσαι…». Αυτή, λοιπόν, είναι η πρώτη κακία. Και πραγματικά, μπορούμε να πούμε ότι από αυτήν την κακίαν της –θα την ονομάζω από δω και μπρος- ακηδίας, απ’ αυτήν την κακίαν απορρέουν πλήθος κακιών. Διότι όταν ο άνθρωπος είναι αμελής, ο άνθρωπος είναι οκνηρός, τεμπέλης, δεν φροντίζει, είναι πολύ φυσικό από αυτό να γεννηθούν πολλές άλλες κακίες. Έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες –το γνωρίζετε- ότι η μητέρα πάσης κακίας είναι η αργία. Είδατε; Η μάνα κάθε κακίας είναι η αργία. Και του ψεύδους και της κλοπής και του φθόνου και του μίσους κ.ο.κ. Ώστε, λοιπόν, πραγματικά, είναι κεφαλάρι, είναι μάνα πολλού κακού.

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι «κηδία στί, πάρεσις ψυχς κα νος κλυσις»· ότι η ακηδία είναι η παράλυση της ψυχής… Πώς ένας ο οποίος παθαίνει ένα είδος παραλύσεως ή από την πείνα ή από τον κόπο ή από κάποια αρρώστια και δεν μπορεί να ορθώσει τα μέλη του, αλλά είναι παραλελυμένα τα μέλη του, έτσι, λέγει, είναι η ακηδία για την ψυχήν. Είναι η παράλυση της ψυχής. Αλλά είναι και η έκλυσις του νοός.  Δηλαδή το απόκαμα του νου. Όταν ο νους βαριέται και να σκεφθεί. Είναι δε γνωστό ότι στην εποχή μας το παν γίνεται δυνατόν να τεθεί σε αργία ο νους. Θα το δούμε και λίγο πιο κάτω αυτό. Το παν δυνατόν! Και ξέρετε τι είναι εκείνο το οποίο θέτει σε αργία τον νουν; Ω, αν το καταλαβαίνατε, ω αν το αντιλαμβανόμαστε αγαπητοί μου, θα ετρομάζαμε! Είναι η τηλεόρασις! Διότι η τηλεόρασις προσφέρει εικόνες και συνεπώς ο νους αδρανεί, διότι δεν δημιουργεί έννοιες και μένει σε αυτήν την αεργία,σ΄αυτήν την αργία δηλαδή και δεν παράγει τίποτε. Γι'αυτό αν προβάλλει κάποιος εικόνες, εκείνες που θέλει, με το περιεχόμενο το επιδιωκόμενον, καταφέρνει να κάνει αυτό που λέμε στην εποχή μας «πλύσιν εγκεφάλου». Γιατί; Γιατί ο εγκέφαλος αφήνεται στα χέρια εκείνου που προβάλλει τις εικόνες. Αδρανεί. Όταν, όμως, ο εγκέφαλος δραστηριοποιείται και σκέπτεται, δεν αφήνει ποτέ να υποστεί πλύσιν. Μα ποτέ, μα ποτέ. Αντιθέτως, κάνει κριτική σε κάθε ενέργεια εξωτερική, που πάει να αποδυναμώσει και να αχρηστεύσει τον νου.

Πραγματικά, λοιπόν, η ακηδία «στί πάρεσις ψυχς κα νος κλυσις». Και ακόμα, λέγει ο άγιος Ιωάννης, «περιεκτικός στί θάνατος». Λέμε βέβαια ότι έχομε θάνατο του νου, όταν ο νους δεν καταλαβαίνει· ένας άνθρωπος ο οποίος έχασε το μυαλό του. Ή έχομε θάνατο της καρδιάς, όταν έχομε μία πόρρωσιν. Ή, επιτέλους, θάνατον του σώματος, ή  νέκρωσιν ενός μέλους του σώματος. Όλα αυτά είναι επιμέρους θάνατοι. Τι είναι ακηδία; Λέει ο άγιος Ιωάννης. Είναι περιεκτικός θάνατος. Δηλαδή σε όλους τους τομείς της ανθρωπίνης υπάρξεως είναι θάνατος. Και από σωματικής δηλαδή πλευράς και από πνευματικής πλευράς.

Ώστε, λοιπόν, πρέπει να διακρίνομε τον θάνατον αυτόν και στα σωματικά έργα και εις τα πνευματικά έργα. Αλλά ας δούμε, αγαπητοί μου, πρώτα τα σωματικά έργα. Είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος κατασκευάστηκε για να εργάζεται. Ο Θεός ετοποθέτησε τον άνθρωπο εις τον Παράδεισον και την πρώτη εντολή που του έδωκε ήταν αυτή: «ργάζεσθαι κα φυλάσσειν τν Παράδεισον»Να εργάζεται και να φυλάττει τον Παράδεισον. Είδατε; Να εργάζεται. Διότι η εργασία είναι μέσα, θα λέγαμε, είναι στοιχείο μέσα εις αυτήν την δομή του ανθρώπου. Δηλαδή θα λέγαμε ότι η εργασία είναι μία ανάγκη, ένας νόμος βιολογικός, ένας νόμος ακόμη, αν θέλετε, πνευματικός, γιατί πρέπει να δουλεύει και ο νους, και ένας νόμος κοινωνικός. Ένας νόμος, λοιπόν, βιολογικός. Ναι!  Λέγει ο Οικουμένιος το εξής: «Ο άνθρωπος», λέγει, «έχει έτσι τα μέλη του φτιαγμένα, ακριβώς για να εργάζεται. Διότι γι’ αυτόν τον σκοπό έγιναν τα μέλη· για να εργάζεται. Αλλιώτικα αχρηστεύονται»Ένας άνθρωπος ο οποίος δεν δουλεύει, σκουριάζει. Υφίσταται αρρώστιες. Παθαίνει ένα είδος αγκυλώσεως των μελών του και σιγά σιγά αποθνήσκει. Είναι, λοιπόν, ανάγκη βιολογική η εργασία, η κίνησις. Είναι ανάγκη. Γι΄αυτό εκείνοι οι οποίοι δεν εργάζονται, έχουν επινοήσει την κίνηση και τις εκδρομές, γιατί ακριβώς δεν έχουν άλλη δουλειά να κάνουν, έχουν πολλά χρήματα και κινούνται με τον τρόπον αυτόν, των σπορ… Τι να κάνουμε…

Είναι όμως και ανάγκη κοινωνική. Μπορείτε, αγαπητοί μου, να φανταστείτε μία κοινωνία ανθρώπων μέσα στην οποία δεν εργάζονται οι άνθρωποι; Η κοινωνία αυτή πού θα καταλήξει; Ή μάλλον δεν είναι ανάγκη να τρέξουμε μακριά, να βρούμε καμιά ίσως παραδειγματική κοινωνία, η δική μας είναι· είναι πάρα πολλοί νέοι που δεν εργάζονται και τρέπονται εις το έγκλημα. Εάν ένας άνθρωπος έχει ανάγκες κοινωνικές και δεν έχει χρήματα, τι θα κάνει; Θα κλέψει, θα πει ψέματα, θα κάνει ληστεία, θα μετέλθει κάθε τρόπο, για να έλθουν χρήματα στην κυριότητά του. Αλλά οι τρόποι που θα χρησιμοποιήσει είναι οπωσδήποτε παράνομοι. Είναι έξω από τους νόμους εκείνους που διέπουν μια κοινωνία. Ο τεμπέλης άνθρωπος είναι μία πληγή, αγαπητοί μου, είναι μία πληγή. Πολλές φορές δυστυχεί, δεν έχει να φάει. Έτσι θα αναγκαστεί να κλέψει. Θα πει ψέματα. Είναι ένα παράσιτο ο τεμπέλης άνθρωπος.

Θα μου πείτε, πρέπει να τονίζεται αυτό; Μα το τονίζει η Αγία Γραφή, αγαπητοί μου. Ξέρετε τι λέγει εις το βιβλίο των «Παροιμιών»; Είναι στο έκτο κεφάλαιο. Καλεί τον άνθρωπο να κοιτάξει μετά προσοχής και να μελετήσει το μυρμήγκι και την μέλισσα. «θι πρς τν μύρμηκα,  κνηρέ, κα ζήλωσον δν τς δος ατο κα γενο κείνου σοφώτερος· …  πορεύθητι πρς τν μέλισσαν κα μάθε ς ργάτις στ τήν τε ργασίαν ς σεμνν ποιεται». «Έλα εδώ, τεμπέλη άνθρωπε, έλα εδώ οκνηρέ· πήγαινε να δεις και να σπουδάσεις την πολιτείαν των μυρμήκων και την κοινωνίαν των μελισσών, κι εκεί θα πάρεις πολλά διδάγματα, και να φανείς σοφότερος», λέγει, «του μύρμηκος και της μελίσσης, που εκτιμά τόσο πολύ την εργασία, άοκνος, ουδέποτε κάθεται η μέλισσα. Και κινείται με έναν τέτοιον τρόπον, εύρυθμον, κοινωνικά, στην δική της την κυψέλη, την δική της την κοινωνία, ώστε να είναι αξιοζήλευτη η ζωή των μελισσών μέσα στην κυψέλη. Έλα, λοιπόν, οκνηρέ, να πάρεις από κει μαθήματα»Είναι υποτιμητικό για τον άνθρωπο, τον βασιλέα των ζώων, να καλείται να πάρει διδάγματα από τα ζώα. Είναι υποτιμητικό· και είναι λυπηρό, έφθασε ο άνθρωπος να κατέβει πιο κάτω και από αυτά, αγαπητοί μου, τα ζώα.

Αλλά, εκεί που είναι πραγματικά πολύ χτυπητό, όταν η Αγία Γραφή αναφέρεται στο θέμα της τεμπελιάς, είναι αυτά που λέγει ο Απόστολος Παύλος στους Θεσσαλονικείς. Είχε μάθει ότι κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη ανάμεσα στους Χριστιανούς ότι ο Χριστός έρχεται. Κι έρχεται γρήγορα. Συνεπώς είναι περιττό να δουλεύουμε. Έκλεισαν τα μαγαζιά τους και περιήρχοντο στους δρόμους ή πήγαιναν στα υπάρχοντα ανοιχτά μαγαζιά και έπιαναν την κουβέντα και τίποτε άλλο. Μέσα σε μία ατέλειωτη τεμπελιά. Τους ελέγχει αυστηρότατα ο Απόστολος Παύλος. Ακούστε τι λέγει: «Παραγγέλλομεν δ μν, δελφοί, ν νόματι το Κυρίου μν ησο Χριστο, στέλλεσθαι μς π παντς δελφο τάκτως περιπατοντος (:Σας παραγγέλλομε, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού, να αποχωρίζεσθε από κάθε αδελφόν ο οποίος άτακτα περιπατεί· δηλαδή άτακτα πολιτεύεται)» -Τι θα πει «άτακτα»; Θα πει τεμπέλικα. Ο ατάκτως ζων είναι ο τεμπέλης. Διότι ο Θεός, είναι Θεός τάξεως. Και εργασίας. Και εφόσον ο Θεός έθεσε την εργασίαν ως τάξιν, εκείνος αναιρώντας την εργασία και μένοντας στην οκνηρία, ζει ατάκτως. Δηλαδή ζει τεμπέλικα- «κα μ κατ τν παράδοσιν ν παρέλαβον παρ᾿ μν (:και δεν ζουν μερικοί κάποιοι όπως εγώ σας είπα, να εργάζεσθε)».

Ο Χριστιανός εργάζεται, αγαπητοί μου. Τον κατηγόρησαν κάποτε τον Κύριον ότι και το Σάββατο εργάζεται. Ηργάζετο βέβαια τα έργα όχι τα βιοποριστικά, αλλά την φιλανθρωπία. Και είπε εκείνο το « πατήρ μου ως ρτι ργάζεται, κγ ργάζομαι». «Έως τώρα ο Πατέρας μου εργάζεται, κι εγώ εργάζομαι». Η εργασία! Μεγάλο πράγμα! Μεγάλο πράγμα! Τον ανεβάζει τόσο ψηλά τον άνθρωπο και τον κάνει ανενδεή. Εάν ο Θεός ο ανενδεής εργάζεται, εμείς οι ενδεείς, εμείς που έχομε ανάγκες, πόσο περισσότερο πρέπει να εργαζόμεθα, για να καλύπτομε τις ανάγκες μας; Ακούστε: Τις υλικές μας ανάγκες! Τις υλικές μας! Ο Χριστιανισμός δεν ενδιαφέρεται απλώς για ένα δήθεν υψηλό πνεύμα. Ενδιαφέρεται για ολόκληρον τον άνθρωπον, γι'αυτό ακριβώς και παραγγέλλει να εργάζεται και να μην τεμπελιάζει. Και συνεχίζει ο Απόστολος και λέγει: «Ατο γρ οδατε πς δε μιμεσθαι μς (:Σεις οι ίδιοι γνωρίζετε πώς πρέπει να μας μιμείσθε) ὅτι οκ τακτήσαμεν ν μν (:ότι ανάμεσά σας δεν τεμπελιάσαμε) οδ δωρεν ρτον φάγομεν παρά τινος(:ούτε φάγαμε ψωμί τζάμπα από κάποιον –εννοεί, δηλαδή, ότι δεν καθίσαμε άεργοι ανάμεσά σας, περιμένοντας από σας να φάμε)λλ᾿ ν κόπ κα μόχθ, νύκτα κα μέραν ργαζόμενοι, πρς τ μ πιβαρσαί τινα μν (:με κόπο και μόχθο, νύκτα και ημέρα δουλεύομε, για να μην επιβαρύνουμε κανέναν από σας) οχ τι οκ χομεν ξουσίαν(:επήραμε εξουσία από τον Κύριο να τρώμε από σας· όχι, λοιπόν, ότι δεν έχομε εξουσία)λλ᾿ να αυτος τύπον δμεν μν ες τ μιμεσθαι μς(:να σας δώσομε παράδειγμα για να μας μιμείσθεΌτι πρέπει, δηλαδή, να εργάζεσθε)». Και συνεχίζει: «τε μεν πρς μς τοτο παρηγγέλλομεν μν(:Όταν ήμασταν ανάμεσά σας, αυτό σας παραγγέλλομε)τι ε τις ο θέλει ργάζεσθαι, μηδ σθιέτω (:εκείνος που δεν θέλει να εργάζεται, ούτε να τρώει· δεν έχει δικαίωμα να φάει εκείνος που δεν εργάζεται. Δεν έχει δικαίωμα να φάει). κούομεν γάρ τινας περιπατοντας ν μν τάκτως (:γιατί ακούμε ανάμεσά σας να υπάρχουν μερικοί που πολιτεύονται τεμπέλικα), μηδν ργαζομένους, λλ περιεργαζομένους (:που δεν εργάζονται, αλλά περιεργάζονται. Γυρίζουν από δω, γυρίζουν από κει, κουτσομπολεύουν κ.λπ. -Και την οποία κακία της περιεργείας, πρώτα ο Θεός, αγαπητοί μου, θα αναλύσομε την ερχομένη Παρασκευή)».

Και συνεχίζει ο Απόστολος: «Τος δ τοιούτοις παραγγέλλομεν κα παρακαλομεν δι το Κυρίου μν ησο Χριστο -όχι εγώ ο Παύλος, ο Κύριος, παραγγέλλομεν κα παρακαλομεν-  να μετ συχίας ργαζόμενοι τν αυτν ρτον σθίωσιν (:ώστε μετά ησυχίας να δουλεύουν την δουλειά τους και να τρώνε το ψωμί τους)». Εκείνο το «μετ συχίας»… Αυτό το «μετ συχίας»… Πώς να το πω; Χωρίς αναστατώσεις, χωρίς φωνές, χωρίς ατέλειωτα δικαιώματα και ατέλειωτες απεργίες. Αυτό θα πει το «μετ συχίας». Με ταπεινοφροσύνη. Να σκύψεις και να αρχίσεις να δουλεύεις. Εάν δεν πληρώνεσαι, έχεις το δικαίωμα να ζητήσεις να πληρωθείς. Όταν όμως αρχίσεις να πληρώνεσαι, τότε δούλεψε, αγαπητέ μου. Διότι όταν δουλέψεις, και να φωνάζεις, και να σε πληρώνουν παραπάνω, και πάλι φωνάζεις και σε πληρώνουν παραπάνω, και ζητάς πιο πολλά λεφτά και λιγότερη δουλειά και συνεχώς ποσά αντιστρόφως ανάλογα, τα λεφτά να μεγαλώνουν, η δουλειά να μικραίνει, οι ώρες να μικραίνουν, τότε, τότε, τότε πού θα φτάσομε; Αυτό θα πει «μετ συχίας». «Ε δέ τις οχ πακούει τ λόγ μν δι τς πιστολς, τοτον σημειοσθε, κα μ συναναμίγνυσθε ατνα (:Εάν κάποιος από σας -λέγει- δεν θέλει να συμμορφωθεί με εκείνα τα οποία γράφω στην επιστολή μου, αυτόν -λέει- να τον σημειώνετε και να τον απομονώνετε, να μην του κάνετε συντροφιά, για να ντραπεί)». Πού σήμερα! Ποιον σήμερα! Να μην κάνομε συντροφιά για να ντραπεί…! Σήμερα, αγαπητοί μου, η τεμπελιά είναι δόξα και τιμή. Καυχιέται κανείς ότι καταφέρνει να έχει χρήματα χωρίς να δουλεύει. Και θεωρείται ανόητος, επιτρέψατέ μου, κορόιδο, εκείνος ο οποίος εργάζεται για να βγάλει το ψωμί του…

Αλλά είναι όμως, αγαπητοί, και η πνευματική εργασία. Δεν είναι μόνο η σωματική εργασία, η βιολογική, εκείνη που είναι ανάγκη του σώματος και που έχομε ανάγκη να δουλέψομε για να φάμε. Αλλά είναι και η πνευματική εργασία. Είναι εκείνο που σας έλεγα προηγουμένως. Είναι η εργασία του νου. Όταν θα πρέπει να αρχίσομε να δουλεύουμε, να σκεφτόμαστε, αλλά προπαντός και κυρίως να εργαζόμεθα το έργο των αρετών. Σας θυμίζω την παραβολή των ταλάντων. Ενθυμείσθε  πώς απεκάλεσε εκείνον τον δούλον που πήρε το ένα τάλαντον ο Κύριός του, που το έκρυψε και δεν το δούλεψε; «Δολε κνηρέ», «δούλε τεμπέλη». Και τον επιπλήττει δριμύτατα τον δούλον αυτόν. Γιατί; Γιατί δεν δούλεψε το τάλαντό του. Δηλαδή ποιο; Τα προσόντα που του έδωκε ο Θεός, την ικανότητα, το «κατ’ εκόνα» και να το δουλέψει και να το κάνει «καθ’ μοίωσιν» Να φθάσει, δηλαδή, να ομοιάσει του Θεού στις αρετές.

Το ξέρετε ότι έχομε πολλή δουλειά να κάνομε, αγαπητοί μου, στον τομέα αυτόν; Κι όλο γλυστράμε. Κι όλο ξαναγυρίζομε πίσω, και πάλι πρέπει να σηκωνόμεθα και πάλι δουλειά πρέπει να κάνομε. Χωρίς να σταματούμε· μια ζωή ολόκληρη πρέπει να αγωνιζόμαστε για την πνευματική μας οικοδομή. Όχι δια τις οικοδομές τις υλικές, τα σπίτια, τι θα κάνομε . Αλλά για την πνευματική μας οικοδομή. Δια τον οίκον της ψυχής μας, για τις αρετές. Πάρα πολλοί άνθρωποι, μετά δυστυχίας το λέγω, δεν αγωνίζονται. Και δεν οικοδομούν τον οίκον της ψυχής των. Τον αφήνουν έτσι, ερειπωμένον, αραχνιασμένον, και που να περπατούν μέσα πολλά ζωύφια, δηλαδή πολλά πάθη και πολλοί δαίμονες να τον καθιστούν κατοικητήριο τον οίκον της ψυχής των. Πρέπει, λοιπόν, να δουλέψομε. Θυμόσαστε, παρακαλώ, εκεί που λέγει, σας το είπα, που λέγει ο Θεός, έδωκε εντολή εις τους πρωτοπλάστους να εργάζονται και να φυλάσσουν τον Παράδεισον; Τι έπρεπε να εργάζονται; Να σκάπτουν; Ήταν τόσο εύφορο το έδαφος, ώστε παρήγαγε πλουσιοτάτους καρπούς. Να ποτίζουν; Μας λέγει η Αγία Γραφή ότι ανέβλυζε νερό και επότιζε τον Παράδεισο. Τι έπρεπε να κάνουν; Να κτίσουν σπίτι; Να φτιάξουν ρούχα; Τίποτα. Ανενδεείς ήσαν, δεν είχαν καμία ανάγκη. Ζούσαν μέσα σε μία μακαριότητα υλική. Πού ήταν η εργασία; Κυρίως. Ήταν στον πνευματικό τομέα. Και να φυλάσσουν τι; Να φυλάσσουν τον Παράδεισον; Ναι. Από ποιον; Δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι. Κλέπται; Λησταί; Κακοποιοί; Καταχρασταί; Καταπατηταί; Δεν υπήρχαν. Τότε από ποίον να φυλάξουν τον Παράδεισον; Από τον διάβολον; Ναι, από τον διάβολο. Αλλά ο διάβολος είναι πνεύμα. Μπορούσε να μπαίνει παντού. Από ποιον να φυλάξουν τον Παράδεισον; Από τον Αδάμ έπρεπε να φυλάξει τον Παράδεισο ο Αδάμ! Δηλαδή να φυλάξει τον εαυτό του, για να μη χάσει τον Παράδεισον. Έπρεπε να εργαστεί το έργο των αρετών, την αγιότητα, και να φυλάσσει αυτό το οποίο δουλεύει, το έργο των αρετών, για να μην το χάσει. Το έχασε όμως. Διότι δούλευε μεν, αλλά δεν εφύλαττε όμως. Και έχασε ακριβώς εκείνα που δούλεψε ο Αδάμ. Του τ΄άρπαξε ο διάβολος.

Είναι και κάτι άλλο όμως που πρέπει να δουλέψομε, και δεν απαιτεί λίγο κόπο. Είναι η γνώσις του Θεού!  Η γνώσις του Θεού, αγαπητοί μου, είναι αναγκαιοτάτη. Λέει ο Απόστολος Παύλος: «γνωσίαν γρ Θεο τινες χουσι· πρς ντροπν μν λέγω». «Σας το λέω για ντροπή σας. Δεν δουλέψατε να μάθετε Ποιος είναι ο Θεός και τι θέλει από σας;». Ώστε, λοιπόν, έχομε πολύ να δουλέψομε. Και σωματικά και πνευματικά. Και να εξορίσομε, αγαπητοί μου, την κακίαν της αργίας, της ακηδίας.

Αν με ρωτήσετε, πώς θα μπορέσομε να την θεραπεύσουμε; Θα σας απαντούσα: Πρώτον, θα κάνομε αρχή προσπαθείας. Όλα τα πράγματα αρχίζουν με μία προσπάθεια. Και με μίαν αρχήν. Όλα αρχίζουν με μίαν αρχήν.  Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Θα αρχίσομε. Μα… σταματήσαμε. Θα ξανακάνομε αρχή. Και πάλι σταματήσαμε. Και πάλι αρχή. Πάντα θα κάνομε αρχή προσπαθείας.

Δεύτερον. Θα κάνομε προσευχήΘα παρακαλέσουμε τον Θεό να μας απαλλάξει απ’ αυτό το πάθος.

Τρίτον. Θα απέχομε από την αργολογία. Είναι παρατηρημένο, οι άνθρωποι που λένε πολλές κουβέντες, δεν δουλεύουν. Φερμουάρ, λοιπόν, στο στόμα. Για να μπορέσουμε να κάνουμε λίγο δουλειά. Ακόμη, η δουλειά ξέρετε, θέλει υπομονή. Θα υπομείνομε, θα κάνομε υπομονή στο έργο που εργαζόμεθα. Είτε σωματικό είτε πνευματικό. Θα μελετούμε ακόμη τα λόγια του Θεού, θα μελετούμε την Αγία Γραφή. Και τέλος θα αποκτήσομε την αγία συνήθεια της θεωρίας του νου. Θα δουλεύει το μυαλό μας. Η θεωρία του νου. Θα βαθαίνομε μέσα εις τον λόγο του Θεού. Θα βαθαίνομε εις την αγάπη του Θεού, εις τα μυστήρια του Θεού. Και βαθαίνοντας, αγαπητοί μου, θα έχομε εξορίσει την αργία, πραγματικά, και θα ζούμε όπως ο Θεός θέλει.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:

Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος