Αι περίοδοι του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού, Ηγαπημένου ΙΩΑΝΝΟΥ του ΘΕΟΛΟΓΟΥ, συγγραφείσαι παρά του μαθητού αυτού Αγίου Προχόρου ενός εκ των επτά Διακόνων.

Μέρος Α΄.

Προοίμιον περί της εξόδου των Αποστόλων εις το κήρυγμα.

α΄ Ο κλήρος της Ασίας.

Μετά την Ανάληψιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού εις τους ουρανούς, συνήχθησαν πάντες οι Απόστολοι εις Γεθσημανή, και είπεν ο Πέτρος προς αυτούς: «Γνωρίζετε, αδελφοί, ότι ο Κύριος και Διδάσκαλος ημών διέταξεν ημάς, όπως πορευθώμεν εις όλην την οικουμένην δια να κηρύξωμεν και βαπτίσωμεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αφού λοιπόν επεφοίτησεν η Χάρις Αυτού εις ημάς πάντας, ας μη ζητήσωμεν μηδέν έτερον, ει μη μόνον να εκπληρώσωμεν το προσταχθέν εις ημάς υπό του Κυρίου και Διδασκάλου ημών. Έλθετε λοιπόν, αδελφοί μου αγαπητοί, ίνα δώσωμεν εαυτούς εις την Χάριν του Θεού κατά την εντολήν του Διδασκάλου, την λέγουσαν: «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων· γίνεσθε ουν φρόνιμοι ως οι όφεις, και ακέραιοι ως αι περιστεραί». Γνωρίζομεν δε, ότι ο όφις, όταν κινδυνεύη, τότε το μεν σώμα όλον παραδίδει εις θάνατον, μόνον δε την κεφαλήν αυτού κρύπτει. Και ημείς λοιπόν, αγαπητοί, αν υπομείνωμεν θάνατον και τον Χριστόν να μη απαρνηθώμεν. Ομοίως και αι περιστεραί, δια την πολλήν των ακακίαν, ενώ οι άνθρωποι αφαιρούν από αυτάς τα τέκνα των, αύται όμως δεν απαρνούνται ουδέ απομακρύνονται από τον ίδιον δεσπότην. Γνωρίζομεν επίσης, ότι προείπεν εις ημάς ο Διδάσκαλος ημών και Κύριος ότι «Ει εμέ εδίωξαν, και ημάς διώξουσι». Πολλαί λοιπόν θλίψεις ημάς αναμένουσιν, αλλ’ όμως υπάρχουσιν αποκείμενα εις τους ουρανούς αγαθά δια τους υπομένοντας τας προσκαίρους θλίψεις υπέρ του ονόματος αυτού του αγίου». Αφού είπε ταύτα ο Πέτρος, αποκριθείς ο Ιάκωβος ο αδελφός του Κυρίου είπε:

«Καλώς ποιείς, πάτερ Πέτρε, και έχεις φροντίδα περί τούτων· διότι και ο καιρός απαιτεί ίνα γίνη τούτο· γνωρίζετε δε πάντες τι ελέχθη εις εμέ υπό του Κυρίου και Διδασκάλου μου». Και αποκριθείς ο Πέτρος είπε: «Γνωρίζομεν ότι συ εκληρώθης εις τον θρόνον των Ιεροσολύμων, και δια τούτο δεν δύνασαι να παραβής την εντολήν ταύτην». Έβαλον λοιπόν οι Απόστολοι κλήρους, και έλαχεν ο κλήρος της Ασίας επί τον Ιωάννην, ο οποίος βαρέως εδέχθη τούτο· και αναστενάξας εκ τρίτου, και δακρύσας, έπεσε κατά πρόσωπον πρηνής επί της γης, και προσεκύνησε πάντας τους Αποστόλους· λαβών δε τούτον εκ της χειρός ο Πέτρος, ήγειρεν αυτόν, προς τον οποίον είπεν: «Ημείς πάντες ως πατέρα σε έχομεν, και δια στηριγμόν μας είχομεν την ιδικήν σου υπομονήν· και διατί έπραξας τούτο και ετάραξας, κλονίσας ημών τας καρδίας»; Αποκριθείς ο Ιωάννης μετά δακρύων και πικροτάτου στεναγμού είπεν: «Ήμαρτον, αδελφοί, κατά την ώραν ταύτην, και δια τούτο πρόκειται να κινδυνεύσω πολύ εις την θάλασσαν. Διότι καθώς έπεσεν εις εμέ ο κλήρος της Ασίας, βαρέως εδέχθην τούτο και δεν ενεθυμήθην τον Κύριόν μας, ο οποίος είπεν, ότι «κι αι τρίχες της κεφαλής υμών ηριθμημέναι εισί», και μία μόνη από αυτάς δεν χάνεται άνευ της θελήσεως του Θεού. Παρακαλέσατε λοιπόν, αγαπητοί αδελφοί, υπέρ εμού τον Θεόν, όπως συγχωρήση εις εμέ το αμάρτημα τούτο». Τότε σταθέντες πάντες οι Απόστολοι κατά ανατολάς, εζήτησαν από τον Ιάκωβον τον αδελφόν του Κυρίου, ίνα ποιήση ευχήν· και αφού εποίησεν ούτος ευχήν και ετελείωσεν αύτη, ησπάσθησαν αλλήλους έκαστος κατά την σειράν και τον βαθμόν του, και ανεχώρησαν μετ’ ειρήνης, ο καθ’ εις επί τον ίδιον κλήρον· εδόθη δε εις έκαστον Απόστολον ανά εις υπηρέτης εκ των Εβδομήκοντα ποστόλων.   

 

β΄ Η αναχώρησις και το ναυάγιον.  

Εις εμέ τον Πρόχορον έλαχεν ο κλήρος, ίνα ακολουθήσω τον Ιωάννην· και αφού ανεχωρήσαμεν εξ Ιεροσολύμων (Μετά το Πάθος και την Ανάληψιν του Κυρίου ο θείος Ιωάννης παρέμενε, κατά την εντολήν του Κυρίου, εις Ιεροσόλυμα πλησίον της Θεοτόκου, επιστηρίζων και τους εκεί Χριστιανούς. Η ενταύθα αναφερωμένη αναχώρησις αυτού εξ Ιεροσολύμων, έλαβε χώραν μετά την Κοίμησιν της Μητρός του Θεού), κατήλθομεν εις την Ιόππην και εμείναμεν εκεί τρεις ημέρας εις τον οίκον της Ταβιθά. Μετά ταύτα ελθόν εκεί πλοίον από την Αίγυπτον με φορτίον υφασμάτων, και εκφορτώσαν εις την Ιόππην, επρόκειτο κατόπιν να ταξιδεύση τούτο προς τα δυτικά μέρη. Εις αυτό λοιπόν το πλοίον εισελθόντες ημείς και καθίσαντες εις την κοιλίαν αυτού, ήρχισεν ο Ιωάννης κλαίων να λέγη προς εμέ: «Τέκνον Πρόχορε· θλίψις μεγάλη και θαλάσσιος κίνδυνος με περιμένει, και θα τιμωρηθή πολύ το πνεύμα μου· εάν όμως ζήσω ή αποθάνω κατά τον κίνδυνον αυτόν, δεν απεκάλυψεν εις εμέ ο Θεός. Συ όμως, εάν διασωθής από της θαλάσσης, βάδισον επάνω εις την Ασίαν και είσελθε εις την πόλιν Έφεσον, ανάμεινον με δε εκεί τρεις μήνας· και εάν μεν κατά το τρίμηνον τούτο διάστημα έλθω και εγώ εκεί, εκτελούμεν την υπηρεσίαν μας· εάν δε δεν έλθω, επίστρεψον τότε συ εις Ιεροσόλυμα προς Ιάκωβον τον αδελφόν του Κυρίου, και ό,τι σε διατάξη εκείνος, τούτο πράξον». Καθώς ωμίλει ταύτα μετ’ εμού ο Ιωάννης, η ώρα δε ήτο ως δεκάτη της ημέρας (δύο ώρας προ της δύσεως του ηλίου), αίφνης τρικυμία μετά βροχής μεγάλης εγερθείσα εκινδύνευε να συντρίψη το πλοίον και εις τοιούτον φοβερόν κίνδυνον διετελέσαμεν από της δεκάτης ώρας της ημέρας μέχρι τριών ωρών της νυκτός· τότε δε ελθόντα τρία μεγάλα κύματα με ορμήν επάνω εις το πλοίον, διέρρηξαν αυτό, και πάντες ευρέθημεν εις την θάλασσαν. Τότε λοιπόν έκαστος εξ ημών ήρπασεν ό,τι επρόφθασε σκεύος του πλοίου, και με τούτο εκολύμβα καθώς ηδύνατο· ο δε παντεπόπτης Θεός, οδηγών πάντας ημάς καθώς ο ποιμήν οδηγεί τα πρόβατα, ούτω με ό,τι σκεύος εκράτει ο καθ’ εις, ωδήγησεν ημάς ωσάν εις ρεύμα ποταμού· και περί την έκτην ώραν της ημέρας (μεσημβρία) εξέβρασεν η θάλασσα πάντας ημάς ομού μετά των αποσκευών μας πέντε σημεία μακράν της κατά την Αντιόχειαν πόλεως Σελευκείας· είμεθα δε πάντες οι διασωθέντες ψυχαί τεσσαράκοντα δύο.

 

γ΄  Η εκ των πρώτων πειρασμών διάσωσις των Αποστόλων.       

Εξελθόντες λοιπόν κατεκείμεθα επί της ξηράς, αδυνατούντες εκ της πείνης, του φόβου και του κόπου να ομιλήσωμεν ο εις προς τον άλλον· και ούτως εκειτόμεθα από ώρας έκτης έως ώρας ενάτης. Ύστερον ελθόντες ολίγον εις τον εαυτόν μας και βαδίσαντες, εισήλθομεν εις την Σελεύκειαν· και επειδή είχομεν περιπέσει εις ναυάγιον, δια τούτο εζητήσαμεν άρτους και εφάγομεν. Μετά δε τούτο, αφού συνήλθομεν εκ του φόβου, ήρχισαν πάντες οι του πλοίου άνθρωποι να εγείρωνται εναντίον εμού κινούμενοι με λόγους πονηρούς και λέγοντες: «Ο άνθρωπος ο οποίος ήτο μαζί σου, επειδή ήτο μάγος, δια τούτο εμάγευσεν ημάς, θέλων να λάβη το φορτίον του πλοίου· κι αφού έλαβεν αυτό, εξηφανίσθη και δεν γνωρίζομεν τι έγινε πλέον. Συ λοιπόν, επειδή υπάρχεις όμοιος με εκείνον μάγος, δια τούτο δεν σε αφήνομεν να εξέλθης εκ της πόλεως ταύτης, επειδή είσαι ένοχος θανάτου. Που είναι λοιπόν εκείνος ο κακότεχνος; Ιδού πάντες οι εν τω πλοίω είμεθα εδώ· αυτός δε που είναι»; Ταύτα λεγόντων των ανθρώπων του πλοίου, εξήγειραν και πάσαν την πόλιν εναντίον εμού, πληροφορούντες αυτούς με τους ιδικούς των λόγους· ούτοι δε συλλαβόντες με, έθεσαν εις την φυλακήν. Την δε επομένην ημέραν παρουσιάσαντές με εις τους εξουσιαστάς της πόλεως, εις δημόσιον τόπον, ήρχισαν ούτοι να με ερωτώσι μετά σκληρότητος λέγοντες: «Πόθεν είσαι; Ποίας θρησκείας είσαι; Ποία είναι η εργασία σου; Και ποίον είναι το όνομά σου; Ειπέ εις ημάς αμέσως περί πάντων τούτων προ του σε βασανίσωμεν κακώς». Αποκριθείς δε εγώ απελογήθην ειπών: «Είμαι εκ της Ιουδαίας γης, ανήκω δε εις την θρησκείαν των λεγομένων Χριστιανών· ονομάζομαι Πρόχορος· περιέπεσα δε εις ναυάγιον ομού με τους κατηγόρους μου». Ο πολιτάρχης είπε: «Πως λοιπόν ευρέθητε όλοι μαζί εκτός μόνον του σου συντρόφου; Πάντως όθεν καθώς ούτοι λέγουσι, μάγοι είσθε και εποιήσατε μαγείαν εις το πλοίον· και δια να μη γνωρίση κανείς την υπόθεσιν, συ μεν ευρέθης μετά των ναυτών ενταύθα, ο δε σύντροφός σου, καθώς έχετε συνεννόησιν, επήρε τα χρήματα και τα πράγματα του πλοίου. Λοιπόν ή κακούργοι είσθε, ή ένοχοι φόνων και αιμάτων αθώων· και δια τούτο τον μεν συντροφόν σου κατέπιεν η θάλασσα, σε δε η θεία δίκη ηθέλησε να σε διασώση από την θάλασσαν, και να σε καταστρέψη εις την πόλιν ταύτην. Ειπέ λοιπόν εις ημάς μετά πάσης ακριβείας, που είναι ο σύντροφός σου». Ταύτα ακούσας εγώ, μετά κλαυθμού και οδυρμού πικροτάτου είπον προς αυτούς· «Χριστιανός είμαι, μαθητής δε των Αποστόλων του Χριστού. Αυτός λοιπόν ο Κύριος έδωσεν εντολήν εις τους δώδεκα Αποστόλους του, ίνα μεταβώσιν εις όλον τον κόσμον να διδάξωσι και βαπτίσωσι πάντας τους πιστεύοντας εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αφού λοιπόν ανελήφθη ο Χριστός εις τους ουρανούς, συναχθέντες εις ένα τόπον ησυχαστικόν άπαντες οι Απόστολοι έβαλον λαχνούς, που να πορευθή έκαστος δια να κηρύξη. Του δε διδασκάλου του ιδικού μου, επειδή έλαχεν ο κλήρος τού μέρους της Ασίας, εφάνη εις αυτόν πολύ δύσκολον το μέρος τούτο· και επειδή εδίστασεν ο λογισμός του, δια τούτο απεκαλύφθη εις αυτόν ότι ήμαρτε και ότι πρόκειται να τιμωρηθή δια της θαλάσσης. Και αφού εισήλθομεν εις το πλοίον, εκείνα τα οποία έμελλον να συμβώσιν εις αυτόν, πάντα καταλεπτώς και μετά αληθούς ακριβείας εφανέρωσεν εις εμέ· και είπε μοι, ότι εις ωρισμένον τόπον να αναμείνω αυτόν ωρισμένον αριθμόν ημερών· και εάν έλθη κατά το διάστημα των ημερών τούτων, θα ποιήσωμεν το πρόσταγμα του διδασκάλου ημών· εάν όμως κατά το ανωτέρω διάστημα δεν έλθη, τότε μοι είπε να επιστρέψω εις την πατρίδα ημών την Ιουδαίαν. Λοιπόν ούτε ο διδάσκαλός μου είναι μάγος, ούτε εγώ, αλλά είμεθα Χριστιανοί». Ενώ έλεγον ταύτα προς αυτούς, παρευρίσκετο εκεί και εις αξιωματικός, Σέλευκος ονόματι, σεκρετάριος κατά την αξίαν, κατελθών τότε από της Αντιοχείας δια τινας δημοσίας υπηρεσίας και υποθέσεις. Ούτος ακούσας τους λόγους μου, διέταξε τον πολιτάρχην ίνα με απολύση. Απολυθείς λοιπόν και εξελθών εκ της πόλεως Σελευκείας, δια πορείας τεσσαράκοντα ημερών έφθασα εις την Ασίαν εις εν μέρος Μαρεώτη καλούμενον· ήτο δε ο τόπος αυτός πλησίον εις την θάλασσαν· υπήρχε δε πλησίον εις τον αιγιαλόν και εν πανδοχείον εις το οποίον και κατέλυσα. Καθήμενος πλησίον εκεί με πολλήν θλίψιν και στενοχωρίαν, ενύσταξα και απεκοιμήθην· κοιμηθείς δε αρκετά εξύπνησα· και καθώς ήνοιξα τους οφθαλμούς μου, εκοίταξα προς την θάλασσαν· και ιδού κύμα μέγα ελθόν μετά ήχου σφοδρού, έρριψε τον Ιωάννην εις την γην· εγώ δε, αν και δεν εγνώρισα ότι είναι ο Ιωάννης, εγερθείς όμως αμέσως έδραμον ίνα βοηθήσω αυτόν ως ομοιοπαθή, και διερχόμενον την ιδίαν θλίψιν την οποίαν διήλθον και εγώ προηγουμένως. Προλαβών όμως εκείνος ηγέρθη· και αναγνωρισθέντες, ενηγκαλίσθημεν αλλήλους και εκλαύσαμεν επί πολύ ευχαριστήσαντες τον φιλάνθρωπον Θεόν των απάντων. Ελθών λοιπόν εις εαυτόν ο Ιωάννης, ηρχίσαμεν διηγούμενοι ο εις προς τον άλλον τα συμβάντα εις ημάς· διηγήθη δε προς εμέ ότι τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας εποίησεν επάνω της θαλάσσης περιφερόμενος εδώ και εκεί υπό της βίας των κυμάτων· διηγήθην δε και εγώ προς αυτόν όσα εποίησεν εις εμέ ο Θεός, και ποίους λόγους, βασάνους και πειρασμούς ενήργησαν εις εμέ οι διασωθέντες μετ’ εμού άνθρωποι του πλοίου.

 

Μέρος  Β΄.

Η εν Εφέσω δράσις του Ιωάννου.

α΄  Άφιξις εν Εφέσω και εν αυτή ανάληψις υπηρεσίας εν λουτρώ.             

Μετά ταύτα εγερθέντες εκείθεν εισήλθομεν εις την Μαρεώτην, και ζητήσαντες άρτον και ύδωρ εφάγομεν και επίομεν· και βαδίσαντες την οδόν προς την Έφεσον, εφθάσαμεν εις αυτήν και εισήλθομεν εις την πόλιν, καθίσαντες εις την αρχήν αυτής εις ένα τόπον καλούμενον «τόπος της Αρτέμιδος». Υπήρχε δε εκεί πλησίον λουτρόν του πρώτου της πόλεως ονόματι Διοσκορίδου. Έλεγε λοιπόν ο Ιωάννης προς με: «Τέκνον Πρόχορε· ας μη γνωρίση κανείς εκ των κατοίκων της πόλεως ταύτης ποίοι είμεθα και δια ποίον σκοπόν ήλθομεν ενταύθα, έως ότου ο Θεός φανερώση ημάς, δια να έχωμεν παρρησίαν». Ταύτα δε του Ιωάννου ομιλούντος προς εμέ, ιδού εφάνη έμπροσθεν ημών διερχομένη μία γυνή μεγαλόσωμος, η οποία είχε την επιστασίαν του λουτρού εκείνου, και δια την παχυσαρκίαν της ήτο στείρα ωσάν ημίονος. Αύτη η γυνή, έχουσα το θάρρος εις την δύναμίν της, εκακομεταχειρίζετο τους υπηρετούντας εις το λουτρόν ανθρώπους, κτυπώσα αυτούς με τας ιδίας της χείρας· δια τούτο ουδείς εξ αυτών ετόλμα ίνα αμελή την υπηρεσίαν του λουτρού δια τον φόβον αυτής. Ελέγετο δε περί αυτής ότι εξήρχετο και εις τους πολέμους, ρίπτουσα λίθους και ουδέποτε αποτυγχάνουσα· ενομίζετο δε ότι εσωφρόνει κατά το σώμα, αλλ’ αυτή μάλλον ασχημονούσε· διότι βάφουσα και χρωματίζουσα τας ιφρύας των οφθαλμών της, περιέφερεν αυτούς πανταχού· και άλλους μεν ανθρώπους έβλεπε με ιλαρόν πρόσωπον, άλλους δε με άγριον, ένεκα του οποίου οι έχοντες νουν άνθρωποι διέκρινον τον ένα οφθαλμόν αυτής αισχρόν, και τον άλλον ελεύθερον ωνομάζετο δε η γυνή αύτη Ρωμάνα. Αύτη λοιπόν εξερχομένη εκ του λουτρού και ιδούσα ημάς καθημένους εις τον τόπον εκείνον, πλησιάσασα και βλέπουσα το ταπεινόν σχήμα ημών, εσκέφθη καθ’ εαυτήν λέγουσα: «Ούτοι οι άνθρωποι ξένοι υπάρχουσι και έχουσιν ανάγκην τροφής· δύνανται όθεν αυτοί να χρησιμεύσωσιν εις εμέ δια την υπηρεσίαν του λουτρού, χωρίς να έχωσι και πολλάς απαιτήσεις δια μισθόν, μήτε και της υπηρεσίας του λουτρού θα αμελώσι δια τον ιδικόν μου φόβον». Και ταύτα σκεφθείσα, λέγει προς τον Ιωάννην: «Πόθεν είσαι, άνθρωπε»; Απεκρίθη προς αυτήν ο Ιωάννης: «Από ξένην γην υπάρχω», και η Ρωμάνα: «Ποίαν»; Λέγει ο Ιωάννης: «Την Ιουδαίαν». Ηρώτησε πάλιν η γυνή: «Ποίας θρησκείας υπάρχεις»; Απήντησεν ο Ιωάννης: «Ιουδαίος μεν την ρίζαν, Χριστιανός δε την χάριν, και ναυαγός την συμφοράν». Λέγει πάλιν η γυνή: «Θέλεις να μείνης εις την υπηρεσίαν μου και να καίης την κάμινον του λουτρού, εγώ δε να δίδω εις σε την τροφήν και τα λοιπά χρειώδη του σώματος»; Απεκρίθη ο Ιωάννης: «Εγώ ποιώ τούτο». Στραφείσα και προς εμέ η γυνή, είπε: «Συ δε πόθεν είσαι»; Απήντησε ο Ιωάννης: «Ιδικός μου αδελφός υπάρχει». Και πάλιν είπεν η Ρωμάνα: «Έχω ανάγκην και αυτού δια το έργον της περιχυτικής εις το λουτρόν». Εισήγαγε λοιπόν ημάς η Ρωμάνα εις το λουτρόν, και τον μεν Ιωάννην διέταξε να καίη την κάμινον, εμέ δε διέταξεν ίνα χύνω ύδωρ εις τους λουομένους· έδιδε δε εις ημάς καθημερινώς δια τροφήν τρεις λίτρας άρτου (300 περίπου γραμμάρια), και τα αναγκαιούντα αργύρια δια τα λοιπά έξοδα. Μετά παρέλευσιν τεσσάρων ημερών από της εισόδου ημών εις το λουτρόν, εργαζόμενος ο Ιωάννης εις την κάμινον και ως άπειρος αποτυχών εις το έργον, εστέκετο σκεπτικός πλησίον της καμίνου. Εισελθούσα η Ρωμάνα λοιπόν και ιδούσα ούτως ιστάμενον τον Ιωάννην, λαβομένη έρριψεν αυτόν κάτω, και έτυπτε σφοδρώς τούτον κατά γης κείμενον, λέγουσα συγχρόνως προς αυτόν: «Φυγοπολίτα, εξόριστε, καταχραστά, άχρηστε· αφού δεν δύνασαι να χρησιμεύσης, διατί προσήλθες εις το έργον μου; Τας πανουργίας σου εγώ θα καταστρέψω· προς την Ρωμάνα ήλθες να υπηρετήσης, η οποία έχει ακουσθή μέχρι της Ρώμης; Δούλος μου είσαι, κακότροπε, και δεν δύνασαι να φύγης πλέον απ’ εδώ· διότι, και εάν φύγης, εγώ θα σε αναζητήσω παντού, και αφού σε εύρω, θα σε θανατώσω κακώς. Όταν τρώγης και πίνης, ευφραίνεσαι, και όταν πρόκειται να εργασθής, καταλαμβάνεσαι από αμέλειαν; Άλλαξον την γνώμην σου, κακότροπε, διότι εις την Ρωμάναν υπηρετείς». Αφού εξήλθεν η Ρωμάνα εκ του λουτρού και μετέβη εις τον οίκον της, ακούσας εγώ πάντα όσα είπεν αύτη προς τον Ιωάννην και ότι πολλάς πληγάς έδωκεν εις αυτόν, αν και δεν είχομεν ακόμη πολλάς ημέρας εις την υπηρεσίαν της, εις μεγάλην λύπην και στενοχωρίαν ήλθεν ο λογισμός μου, χωρίς όμως να είπω τίποτε προς τον Ιωάννην. Γνωρίσας όμως δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος την θλίψιν μου, είπε προς με: «Τέκνον Πρόχορε· επειδή εν Ιεροσολύμοις εδίστασεν ο λογισμός μου, γνωρίζεις εις πόσον μέγα ναυάγιον περιεπέσαμεν· και όχι μόνον ημείς, αλλά και άλλοι ανεύθυνοι της αμαρτίας, την οποίαν είχον εγώ· δια τούτο και εποίησα τεσσαράκοντα νυχθήμερα εις την θάλασσαν, έως ότου ηθέλησεν ο Θεός να εξέλθω εις την ξηράν. Και συ λοιπόν λυπείσαι και απελπίζεσαι δια ένα μικρόν πειρασμόν ενός γυναικαρίου και δια μερικάς ψυχράς απειλάς του; Πήγαινε λοιπόν εις το έργον, το οποίον διωρίσθης, και ποίει αυτό μετά επιμελείας· διότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ο Ποιητής των απάντων ερραπίσθη, ενεπτύσθη, εφραγγελώθη, εσταυρώθη, ο Ποιητής υπό των ποιημάτων, γενόμενος εις ημάς παράδειγμα και δια να μας παρακινήση εις προθυμίαν· διότι είπε προς ημάς, ότι «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών». Και ταύτα του Ιωάννου ειπόντος προς με, επορεύθην εις το έργον το οποίον με είχε διορίσει η Ρωμάνα. Την επομένην ημέραν λίαν πρωϊ, ελθούσα πάλιν η Ρωμάνα, ήρχισε λέγουσα προς τον Ιωάννην: «Εάν έχης ανάγκην δια περισσοτέραν τροφήν, ειπέ εις εμέ δια να σου δώσω· μόνον εις το έργον σου πρόσεχε». Ο δε Ιωάννης είπε προς αυτήν: «Και η τροφή και η λοιπή χρεία του σώματός μου είναι αρκετή εις ημάς, και το έργον μου προσέχω». Λέγει η Ρωμάνα: «Διατί λοιπόν σε κατηγορούσι πάντες, ότι είσαι άχρηστος εις το έργον»; Ο δε Ιωάννης απήντησε προς αυτήν: «Τώρα εσχάτως ήρχισα την εργασίαν αυτήν, και δια τούτο κάμνω λάθη· αλλ’ όταν παρέλθη μερικός καιρός, τότε θέλεις πληροφορηθή ότι είμαι τεχνίτης· διότι όλαι αι τέχναι είναι δύσκολοι ολίγον εις τους αρχαρίους». Ταύτα ειπών ο Ιωάννης προς την Ρωμάναν, απήλθεν εκείνη εις τον οίκον αυτής. Ο δε απ’ αρχής μισόκαλος διάβολος, εμφανισθείς εις το σχήμα της Ρωμάνας, εστάθη έμπροσθεν του Ιωάννου και λέγει προς αυτόν: «Πάλιν θα σε τιμωρήσω, δραπέτα (φυγάδα), διότι μου κατέστρεψας το έργον. Δεν δύναμαι να σε υπομένω πλέον· καύσον αρκετά την κάμινον δια να σε βάλω μέσα. Όμως, επειδή δεν θέλω να σε βλέπω πλέον, φύγε απ’ εδώ μακράν, επιθέτα, επίβουλε, παραλαμβάνων μαζί σου και τον συνεπιθέτην σου, και πήγαινε εις την χώραν από την οποίαν σε εδίωξαν δια τας κακάς πράξεις σου». Και λαβών ο δαίμων εις χείρας το σίδηρον της καμίνου, έλεγε μετά απειλών προς τον Ιωάννην: «Θα σε φονεύσω, κακότροπε, φύγε απ’ εδώ· δεν θέλω πλέον να με υπηρετής· φύγε διότι θα σε θανατώσω κακώς». Ο δε Ιωάννης, γνωρίσας δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, ότι ο ταύτα λέγων και πράττων είναι ο δαίμων, ο οποίος έμενεν εις τον λουτρόν, επικαλεσάμενος το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, εδίωξεν αυτόν αμέσως. Την επομένην λοιπόν ημέραν ελθούσα πάλιν εις το λουτρόν η Ρωμάνα, λέγει προς τον Ιωάννην: «Πάλιν πολλά λέγουσι δια σε, ότι εις το έργον σου δεν προσέχεις, αλλά κατά το κακόν σου θέλημα τούτο ποιείς, ζητών αφορμήν ίνα σε διώξω· αλλά δεν δύνασαι πλέον να φύγης απ’ εμού· διότι, εάν θελήσης να φύγης εντεύθεν, ουδέν εκ των μελών σου θα αφήσω χρήσιμον, αλλά δια των τιμωριών θα καταστήσω πάντα άχρηστα». Εις όλα ταύτα ουδόλως ωμίλησεν ο Ιωάννης· βλέπουσα δε εκείνη την υπομονήν αυτού και το πράον και ησύχιον, ενόμιζεν ότι είναι ούτος αγροίκος και ιδιώτης· όθεν και ίνα δοκιμάση αυτόν, έλεγε λόγους σκληρούς μετά απειλών, λέγουσα: «Δεν είσαι δούλος μου, κακότροπε; Λέγε, αποκρίθητι εις εμέ». Ο δε Ιωάννης είπε: «Ναι, δούλοι σου υπάρχομεν, εγώ τε ο εγκαύστης Ιωάννης, και ο περιχύτης Πρόχορος». Αύτη δε η κακή Ρωμάνα, έχουσα φίλον ένα δικολάβον, εζήτησε την γνώμην αυτού ειπούσα προς αυτόν ψευδώς: «Οι γονείς μου αποθνήσκοντες άφησαν εις εμέ δύο δούλους· ούτοι δε από πολλών ετών εδραπέτευσαν εκ της οικίας μου· τα δε χαρτία της αγοράς αυτών απώλεσα· τώρα δε ελθόντες πάλιν εις την οικίαν μου, ομολογούσιν ότι δούλοι μου υπάρχουσι. Δύναμαι λοιπόν ίνα γράψω έτερα χαρτία αγοράς αυτών»; Λέγει προς αυτήν ο δικολάβος: «Εάν ομολογώσι και τώρα ότι εκ προγόνων δούλοι σου υπάρχουσι, και την ομολογίαν ταύτην ποιήσωσιν ενώπιον τριών αξιοπίστων μαρτύρων, δύνασαι να γράψης νέα χαρτία αγοράς αυτών». Γνωρίσας ταύτα πάντα δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος ο Ιωάννης, είπε προς με: «Τέκνον Πρόχορε· γνώριζε ότι το γύναιον τούτο ζητεί να ομολογήσωμεν εγγράφως, ότι ως δούλοι αυτής υπάρχομεν· διότι προ ολίγου συνεβουλεύθη ένα δικολάβον· εκείνος δε συμφώνως προς όσα είπεν εις αυτόν κατά τον σκοπόν της, συνεβούλευσεν αυτήν. Τώρα λοιπόν ζητεί να εύρη τους μάρτυρας, όπως έμπροσθεν αυτών ομολογήσωμεν, ότι δούλοι αυτής υπάρχομεν. Μη λάβης λοιπόν ένεκα τούτου λύπην εις την καρδίαν σου, αλλά μάλλον να χαίρης· διότι δια του τρόπου τούτου ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός πολύ συντόμως θα δείξη, προ παντός εις την γυναίκα ταύτην, ποίοι είμεθα». Ταύτα ομιλούντος του Ιωάννου, εισέρχεται η Ρωμάνα εις το λουτρόν, και λαβούσα αυτόν εκ της χειρός, ήρχισε να τον κτυπά λέγουσα· «Δούλε κακέ, δραπέτα· διατί όταν εισέρχεται η κυρία σου δεν σπεύδεις να προϋπαντήσης και να προσκυνήσης αυτήν; Ή μήπως νομίζεις ότι είσαι ελεύθερος; Γνώριζε ότι είσαι δούλος της Ρωμάνας». Και πάλιν ερράπισεν αυτόν προς εκφοβισμόν, και έλεγε: «Δεν είσαι δούλος μου, δραπέτα»; Ο δε Ιωάννης είπε: «Κι άλλοτε είπον, ότι δούλοι σου υπάρχομεν, εγώ τε ο εγκαύστης Ιωάννης και Πρόχορος ο περιχύτης». Λέγει πάλιν η Ρωμάνα: «Τίνος δούλοι, κακότροποι»; Και ο Ιωάννης: «Τίνος θέλεις να είπωμεν»; Απήντησεν η Ρωμάνα: «Ότι ιδικοί μου δούλοι υπάρχετε». Απεκρίθη ο Ιωάννης: «Και εγγράφως και αγράφως ομολογούμεν, ότι δούλοι σου υπάρχομεν». Λέγει η Ρωμάνα: «Εγγράφως θέλω ίνα ομολογήσητε ενώπιον τριών μαρτύρων». Και ο Ιωάννης: «Μη βραδύνης λοιπόν, αλλά ποίησον τούτο σήμερον». Λαβούσα λοιπόν ημάς η Ρωμάνα έφερεν απέναντι του ναού της Αρτέμιδος, και εκεί ενώπιον τριών μαρτύρων έγραψε τα χαρτία της αγοράς ημών· και πάλιν εισήγαγεν ημάς έκαστον εις το έργον αυτού. Εις δε το λουτρόν εκείνο υπήρχε μία τοιαύτη διαβολική ενέργεια αφ’ ότου εκτίζετο αυτό· εμεθοδεύθη ο σατανάς και ενέβαλεν εις τους πεπλανημένους εκείνους ειδωλολάτρας, όταν κτίζωσι λουτρόν και ανοίγωσι τα θεμέλια, να θάπτωσι μέσα εις αυτά, σκεπάζοντες δια των λίθων, ένα νέον ή μίαν νέαν δέκα πέντε έως δεκαέξ ετών, δια να κάμνη δήθεν ήχον καλόν και να φαίνηται ευχάριστον το λουτρόν. Και εις τούτο λοιπόν το λουτρόν είχε γίνει μία τοιαύτη μιαιφονία και αθωοφονία και εκ της αιτίας ταύτης έλαβεν αφορμήν ο σατανάς και κατώκησεν εις το λουτρόν εκείνο εις δαίμων πάντοτε, ο οποίος τρεις φοράς τον χρόνον, εκ των εκεί εισερχομένων, έπνιγεν εις το ύδωρ ένα νέον ή μίαν νεάνιδα. Ο Διοσκορίδης λοιπόν, ο κύριος του λουτρού, είχε σημειώσει εγγράφως τας ημέρας εκείνας όπου ενήργει ταύτα ο δαίμων· διότι επειδή είχεν υιόν ωραιότατον έως ετών δέκα οκτώ, παρετήρει τας ημέρας εκείνας κατά τας οποίας ενηργείτο η επιβουλή αύτη του δαίμονος, και δεν άφηνεν αυτόν κατ’ αυτάς ίνα εισέλθη εις το λουτρόν, αλλά εις άλλας ημέρας μόνος ούτος ελούετο, και δια τον φόβον του δαίμονος και δια τον φθόνον των ανθρώπων. Αφού λοιπόν εποιήσαμεν ημείς εις την υπηρεσίαν του λουτρού τρεις μήνας, έτυχε μίαν ημέραν να εισέλθη ο υιός του Διοσκορίδου μόνος εις το λουτρόν· εισήλθον δε και εγώ μετ’ αυτού έχων εις χείρας το σκεύος της υπηρεσίας μου· εισήλθον δε μετ’ εμέ και οι υπηρέται αυτού. Ο ακάθαρτος λοιπόν δαίμων ορμήσας απέπνιξε τον νέον, τον του Διοσκορίδου υιόν· και τούτο ιδόντες οι υπηρέται, κλαίοντες και κοπτόμενοι, εξελθόντες ανέφερον αυτό εις την Ρωμάναν· ακούσασα δε τούτο εκείνη, έρριψεν εις την γην το διάδημα της κεφαλής της, και λαβούσα δια των χειρών τας τρίχας της κεφαλής της, μετά πολλού κλαυθμού και πικροτάτου οδυρμού ήρχισε να λέγη: «Αλλοίμονον εις εμέ! Τι να απολογηθώ εις τον κύριόν μου Διοσκορίδην; Αλλά και αυτός μόλις ακούση περί τούτου, αμέσως θα αποθάνη από την λύπην του· διότι μονογενής υιός του υπήρχεν ο κύριός μου Δόμνος (τούτο ήτο το όνομα του νέου). Μεγάλη Άρτεμις των Εφεσίων, βοήθησον ημάς· δείξον την δύναμίν σου και ανάστησον τον αποθανόντα νεανίσκον. Γνωρίζομεν πάντες οι κατοικούντες την Έφεσον ότι δια σου κυβερνώνται τα πάντα, και ότι δια σου δυνάμεις και σημεία μεγάλα γίνονται. Ανάστησον λοιπόν και τον δούλον σου Δόμνον, και παρουσίασον αυτόν ζώντα εις τον πατέρα αυτού». Ταύτα και τα τούτων όμοια και περισσότερα λέγουσα η Ρωμάνα, εξέσχιζε τας χείρας και τας σάρκας αυτής εκριζώνουσα και τας τρίχας της κεφαλής της· και ήτο κλαίουσα και κοπτομένη από της τρίτης έως της ενάτης ώρας. Συνήχθη δε και λαός πολύς· και άλλοι μεν ελυπούντο δια τον θάνατον του νεανίσκου Δόμνου, άλλοι δε εθαύμαζον δια το πολύ πένθος της Ρωμάνας.

β΄  Ανάστασις του Δόμνου και μετάνοια της Ρωμάνας.                     

Ελθών ο Ιωάννης από του έργου αυτού προς με, ηρώτα δια ποίαν αιτίαν κλαίει τόσον πικρώς η Ρωμάνα. Πριν δε προφθάσω εγώ να απαντήσω, ιδούσα ημάς ομιλούντας προς αλλήλους αύτη, δραμούσα ήρπασε τον Ιωάννην και κρατούσα έλεγε προς αυτόν: «Μάγε, ανεκαλύφθησαν αι μαγείαι σου, διότι από την ημέραν όπου ήλθες εις την υπηρεσίαν μου μας εγκατέλειψεν η θεά ημών Άρτεμις· όθεν ή ανάστησον τον υιόν του κυρίου μου ή αυτήν την ώραν θα χωρίσω την ψυχήν από του σώματός σου». Λέγει προς αυτήν ο Ιωάννης: «Ειπέ εις εμέ, τι είναι εκείνο το οποίον έφερεν εις σε τούτο το μέγα πένθος»· η δε Ρωμάνα από θυμόν μέγαν και οργήν κινουμένη, απλώσασα την χείρα αυτής, ερράπισε τον Ιωάννην ειπούσα προς αυτόν: «Δούλε πονηρέ· πάντες οι κατοικούντες την Έφεσον έμαθον το γενόμενον, και συ ήλθες δια να με περιπαίξης χαίρων και λέγων ότι δεν γνωρίζεις το γενόμενον εις εμέ δεινόν; Δεν γνωρίζεις ότι ο υιός του κυρίου μου Διοσκορίδου απέθανε μέσα εις το λουτρόν»; Ακούσας δε ο Ιωάννης και περιχαρής γενόμενος, υπεχώρησεν ολίγον· και εισελθών εις το λουτρόν προσηυχήθη· και δια της προσευχής του, αποδιώκει εκείθεν το ακάθαρτον πνεύμα και εισοικίζει εις το σώμα την ψυχήν του νεανίσκου αναστήσας αυτόν· και λαβών τούτον εκ της χειρός, εξήλθε του λουτρού και λέγει προς την Ρωμάναν: «Λάβε τον υιόν του κυρίου σου». Ιδούσα Ρωμάνα το γεγονός τούτο της αναστάσεως του Δόμνου, εξέστη το πνεύμα αυτής και φόβος και τρόμος έλαβεν αυτήν· και δεν είχε πλέον εις τον νουν της τον θάνατον του Δόμνου, αλλ’ εις το σημείον το οποίον εποίησεν ο Ιωάννης, δια το οποίον εθαύμαζε και εξεπλήττετο, και ως να επληγώθη εις την καρδίαν, ούτως εκείτετο ως νεκρά και ακίνητος ωσεί λίθος επί δύο ώρας· ύστερον δε ελθούσα εις τον εαυτόν της, δεν ηδύνατο εκ της εντροπής να παρατηρήση εις το πρόσωπον του Ιωάννου, προτιμώσα μάλλον τον θάνατόν της· διότι εσκέπτετο καθ’ εαυτήν λέγουσα: «Πώς να ατενίσω εις το πρόσωπον του ανθρώπου τούτου, προς τον οποίον τόσας πληγάς έδωσα, χωρίς να έχω καμμίαν αφορμήν; Που να κρύψω τον εαυτόν μου; Είθε να ανοίξη η γη να με καταπίη! Ω θάνατε, σε επικαλούμαι· ελθέ και απάλλαξόν με εκ της εντροπής ταύτης»! Βλέπων ο Ιωάννης το πρόσωπον της γυναικός μεταμορφωμένον και ότι πρόκειται αύτη να πέση εις την γην, εκράτησεν αυτήν εκ της χειρός και εσφράγισεν εκ τρίτου δια του σημείου του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, και ούτως έφερεν αυτήν εις την προτέραν κατάστασιν· πεσούσα δε αύτη εις τους πόδας του Ιωάννου και κλαίουσα πικρώς, είπεν εις αυτόν: «Παρακαλώ σε, πληροφόρησόν με ποίος είσαι· διότι καθώς βλέπω ή Θεός ή υιός Θεού». Είπε δε προς αυτήν ο Ιωάννης: «Ούτε Θεός είμαι, ούτε υιός Θεού· αλλ’ είμαι ο Ιωάννης ο μαθητής του Υιού του Θεού, ο οποίος ανέπεσα εις το στήθος αυτού και ήκουσα θεία μυστήρια· εάν λοιπόν πιστεύσης και συ εις Αυτόν, θα γίνης δούλη Του, καθώς και εγώ είμαι δούλος Του». Ταύτα ακούσασα η Ρωμάνα, μετά μεγάλης εντροπής και φόβου πολλού είπε προς τον Ιωάννην: «Πρώτον, άνθρωπε του Θεού, συγχώρησον εις εμέ πάντα όσα σοι έπταισα εγώ η αθλία». Ο δε Ιωάννης είπε προς αυτήν· «Εάν πιστεύσης εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, πάντα τα αμαρτήματά σου θα συγχωρηθώσιν»· η δε γυνή λέγει προς αυτόν: «Πιστεύω, άνθρωπε του Θεού, εις όλα όσα ακούω εκ του στόματός σου».

γ΄  Ανάστασις του Διοσκορίδου.                                     

 Ακούσας ο Διοσκορίδης, ο κύριος του λουτρού και πατήρ του Δόμνου, τον θάνατον του υιού του, εκ της πολλής λύπης ευθέως απέθανε· και δραμών εις εκ των υπηρετών εις το μέρος όπου ευρίσκετο ο Δόμνος μετά του Ιωάννου, ανέφερε μετά δακρύων δια τον του Διοσκορίδου θάνατον· τούτο δε ακούσας ο Δόμνος, έδραμεν εις τον οίκον αυτού και ιδών τον πατέρα του κείμενον νεκρόν, υπέστρεψε μετά λύπης μεγάλης προς τον Ιωάννην· και πεσών εις τους πόδας αυτού παρεκάλει μετά δακρύων, λέγων: «Άνθρωπε του Θεού· καθώς εις εμέ, ο οποίος ήμην νεκρός, έδωσες ζωήν, τοιουτοτρόπως δος και εις εμέ ζώντα τον πατέρα μου τον δι’ εμέ αποθανόντα· διότι προτιμότερον εις εμέ ήτο να μείνω εγώ νεκρός, παρά να βλέπω νεκρόν τον πατέρα μου». Ο δε Ιωάννης, κρατήσας εκ της χειρός τον Δόμνον, ήγειρεν αυτόν, λέγων: «Μη λυπήσαι, τέκνον· διότι ο θάνατος του πατρός σου θα προξενήση ζωήν και εις σε και εις τον εαυτόν του». Παραλαβών λοιπόν ο νεανίας τον Ιωάννην, έφερεν αυτόν εις τον οίκον ένθα ευρίσκετο ο νεκρός πατήρ του· ηκολούθει δε όπισθεν αυτών η Ρωμάνα και πλήθος λαού. Προσευξάμενος τότε ο Ιωάννης και κρατήσας της δεξιάς χειρός τον Διοσκορίδην, είπεν: «Εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Θεού, ανάστηθι»· ευθέως δε ανέστη ο νεκρός και εκάθησε· πάντες δε οι ιδόντες εθαύμασαν και εξέστησαν· όθεν και άλλοι μεν έλεγον ότι είναι Θεός ο Ιωάννης, άλλοι δε έλεγον ότι είναι μάγος. Τότε ο Διοσκορίδης, ελθών εις τον εαυτόν του, είπε προς τον Ιωάννην: «Συ είσαι, άνθρωπε του Θεού, ο εμέ και τον υιόν μου ζωοποιήσας»; Απεκρίθη ο Ιωάννης: «Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού ο δι’ εμού κηρυττόμενος, αυτός και εις σε και τον υιόν σου εχάρισε την ζωήν· και εάν πιστεύσητε εις αυτόν, θέλει σας αξιώσει και της αιωνίου ζωής». Πεσών τότε ο Διοσκορίδης εις τους πόδας του Ιωάννου, λέγει προς αυτόν: «Ιδού εγώ και ο υιός μου και πάντα τα υπάρχοντά μου εις τας χείρας σου», και έδειξεν εις αυτόν πάσαν την περιουσίαν του λέγων: «Ταύτα πάντα λάβε και ποίησον ημάς δούλους του Θεού σου». Είπε δε εις αυτόν ο Ιωάννης: «Ούτε εγώ έχω ανάγκην τούτων των πραγμάτων σου, ούτε ο Θεός μου· διότι ημείς, αφήσαντες πάντα ταύτα, ηκολουθήσαμεν Αυτόν». Λέγει προς αυτόν ο Διοσκορίδης: «Και που ηκολουθήσατε Αυτόν»; Αποκριθείς τότε ο Ιωάννης ήρχισε να λέγη: «Άκουσον λοιπόν,Διοσκορίδη, θεία μυστήρια. Ο πολυέλεος και πανάγαθος Θεός, βλέπων άπαν το γένος των ανθρώπων κατακρατούμενον από μεγάλην πλάνην εις την λατρείαν των δαιμόνων και βεβυθισμένον εις την αγνωσίαν, λυπηθείς το ίδιόν του πλάσμα, εξαπέστειλε τον Υιόν Του εις τον κόσμον γεννηθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, και ηυδόκησεν ίνα λάβη σάρκα και να πληρώση την δια σαρκός οικονομίαν, δια να διδάξη τους ανθρώπους, όπως απομακρυνθώσιν από της πλάνης των δαιμόνων, και να θεραπεύση πάσαν μεγάλην νόσον και πάσαν μικράν ασθένειαν των ανθρώπων. Τούτον οι πρώτοι των Ιουδαίων κατεδίκασαν ίνα σταυρωθή· διότι τοιουτοτρόπως ήτο δι’ αυτόν προωρισμένον. Παθών λοιπόν ο Υιός του Θεού κατά σάρκα, και αποθανών θεληματικώς υπέρ ημών, κατήλθεν εις τον άδην, τον οποίον ηχμαλώτισε και ηλευθέρωσε τας εκεί απ’ αιώνων κρατουμένας ψυχάς· αναστάς δε θεοπρεπώς την τρίτην ημέραν, ενεφανίσθη εις ημάς τους δώδεκα μαθητάς, μετά των οποίων συνέφαγε και συνέπιε· και είτα διέταξεν ημάς ίνα πορευθώμεν εις όλον τον κόσμον και διδάξωμεν και βαπτίσωμεν πάντας εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Όστις λοιπόν πιστεύση και βαπτίζεται θα σωθή· ο δε απιστών θα κατακριθή».

δ΄ Βάπτισις των Διοσκορίδου, Δόμνου και Ρωμάνας.                               

Ταύτα ειπόντος του Ιωάννου, αποκριθείς ο Δισκορίδης είπεν: «Άνθρωπε του Θεού, βάπτισον ημάς εις το όνομα του Θεού σου»· λέγει εις αυτόν ο Ιωάννης: «Διάταξον πάντας τους ευρισκομένους εντός του οίκου σου ίνα εξέλθωσιν έξω». Και αφού εξήλθον πάντες εκ της οικίας, ιδού και έρχεται η Ρωμάνα βαστάζουσα εις τας χείρας της τα χαρτία της αγοράς ημών, και πεσούσα εις τους πόδας του Ιωάννου, κλαίουσα έλεγε: «Δέξαι ταύτα και σχίσον τα χειρόγραφα των αμαρτιών μου, και δώρησαι εις εμέ την εν Χριστώ σφραγίδα του αγίου Βαπτίσματος». Ο δε Ιωάννης, λαβών τους χάρτας και σχίσας αυτούς, κατ’ αυτήν την ώραν εβάπτισε τον Διοσκορίδην, τον υιόν αυτού Δόμνον και την Ρωμάναν. Μετά δε ταύτα και κατά παράκλησιν του Διοσκορίδου, εξελθόντες εκ της οικίας αυτού ήλθομεν πάντες ομού εις το λουτρόν, εις το οποίον προηγουμένως υπηρετούμεν, και εισελθών ο Ιωάννης εις το μέρος όπου ήτο το ακάθαρτον πνεύμα, το οποίον έπνιγε τους ανθρώπους, εδίωξεν αυτό εκείθεν· και λαβών πάλιν ημάς ο Διοσκορίδης επανήλθομεν εις τον οίκον αυτού, ένθα ετοιμάσας ούτος τράπεζαν, ηυχαριστήσαμεν τω Θεώ και εφάγομεν τροφήν, μείναντες εκεί πλέον.

ε΄ Κήρυγμα του Ιωάννου προς τους Εφεσίους. Συντριβή της Αρτέμιδος.  

Μίαν λοιπόν των ημερών μετά ταύτα οι κάτοικοι της Εφέσου επανηγύριζον μεγάλην εορτήν της ψευδοθεάς Αρτέμιδος, και πάντες εκευκοφόρουν· ο δε Ιωάννης, φορέσας σκοπίμως τα ιμάτια της υπηρεσίας της καμίνου του λουτρού, όπως ήσαν κεκαπνισμένα, ανέβη και εστάθη εις υψηλόν τόπον, εκεί όπου ήτο το άγαλμα της θεάς Αρτέμιδος· ένεκα δε τούτου θυμωθέντες οι Εφέσιοι ιδόντες αυτόν εκεί, ελάμβανον λίθους και έρριπτον κατά του Ιωάννου. Η Χάρις όμως του Θεού, σκεπάζουσα τούτον, δεν επέτρεπεν εις κανένα εκ του λαού ίνα εγγίση επάνω αυτού τας χείρας· οι δε ριπτόμενοι κατά του Ιωάννου λίθοι εκτύπων το είδωλον, το οποίον εκ των πολλών κτυπημάτων των λίθων εθραύσθη τελείως, γενόμενον συντρίμματα. Τότε λοιπόν ο Ιωάννης, υψώσας την φωνήν αυτού, λέγει προς τον λαόν ταύτα: «Άνδρες Εφέσιοι, διατί είσθε τόσον μεθυσμένοι εις την πλάνην των ειδώλων; Διατί εγκαταλείψατε τον Δεσπότην Θεόν τον πάσης της κτίσεως Δημιουργόν, ο οποίος σας έκτισε και σας ετίμησε με λογικήν ψυχήν, και υπετάγητε εις τα θελήματα των δαιμόνων, οι οποίοι χαίρουσι δια την απώλειάν σας; Εξυπνήσατε λοιπόν και έλθετε εις τον εαυτόν σας εκ της αισχράς μέθης των λογισμών, και τον σκοτασμόν της αγνωσίας απορρίψατε, απομακρυνόμενοι από της ματαίας δεισιδαιμονίας και της πατροπαραδότου πλάνης σας, και γνωρίσατε τον αληθινόν Θεόν, δια του οποίου θα λάβητε άφεσιν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιον. Δια να πληροφορηθήτε δε ότι είναι ανωφελή και αδύνατα τα σεβάσματά σας, ιδού είδετε ότι η θεά σας Άρτεμις συνετρίβη υπό των λίθων των κατ’ εμού ριπτομένων· όθεν ή βοηθήσατε αυτήν δια να γίνη όπως ήτο πρότερον, ή ποιήσατε προσευχήν ίνα ποιήση εις εμέ κανέν θαύμα ή να με τιμωρήση, δια να ίδω και εγώ την δύναμίν της και πιστεύσω εις αυτήν».

στ΄  Θανάτωσις και αύθις ανάστασις των διακοσίων στρατιωτών και θεραπεία του παραλυτικού.                                                                                     

Ταύτα ακούσαντες οι Εφέσιοι και ιδόντες την θεάν των συντριβείσαν, ηγανάκτησαν περισσότερον, και έρριπτον πάλιν λίθους κατά του Ιωάννου. Όμως ουδέ εις εκ των λίθων εκτύπησεν αυτόν, αλλά μόνον αυτοί υπό του θυμού και της οργής κατεξεσχίζοντο και τους χιτώνας των περιέσχιζον, μη δυνάμενοι δια των χειρών των να εκδικηθώσι τον Ιωάννην, επειδή εσκέπετο υπό της θείας Χάριτος. Ο δε Ιωάννης, ιδών αυτούς υπό του δαίμονος εξεγειρομένους και οργιζομένους, είπε προς αυτούς: «Καθησυχάσατε, ω άνδρες Εφέσιοι· διότι δεν είναι λογικών ανθρώπων αυτά τα οποία κάμνετε, αλλά πολλής αλογίας και αγνωσίας γέμοντα, και πρέποντα μόνον εις εκείνους τους ακαθάρτους δαίμονας, οι οποίοι σας παρακινούσιν ίνα κάμνητε τα τοιαύτα. Προσέχετε λοιπόν και έλθετε εις τον εαυτόν σας δια να ίδητε την δύναμιν του ιδικού μου Θεού». Των δε Εφεσίων μύθους νομιζόντων τους λόγους του Ιωάννου, σταθείς ούτος κατά ανατολάς, και τας χείρας αυτού προς τον ουρανόν ανυψώσας, και μεγάλως στενάξας, είπε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, εν οικτιρμοίς και μέτρω παιδείας πιστοποίησον τους ανθρώπους τούτους, ότι συ είσαι ο Θεός και πλην σου δεν υπάρχει έτερος». Ως ετελείωσεν η προσευχή ευθύς εγένετο σεισμός μέγας και βρασμός της γης, ώστε ει του φόβου πεσόντες απέθανον έως διακόσιοι άνδρες· οι δε λοιποί, άμα συνήλθον εκ του φόβου, έπεσον εις τους πόδας του Ιωάννου, παρακαλούντες αυτόν όπως τύχωσιν ελέους· διότι μέγας τρόμος εκλόνιζεν αυτούς, διο και παρεκάλουν λέγοντες: «Παρακαλούμεν σε, ΄νθρωπε του Θεού, ίνα αναστήσης τους αποθανόντας ανθρώπους δια να πιστεύσωμεν εις τον υπό σου κηρυττόμενον Θεόν». Αναβλέψας δε ο Ιωάννης εις τον ουρανόν παρεκάλεσε τον Θεόν μετά στεναγμών και δακρύων και σιωπηράς φωνής, χωρίς να ακούηται, λέγων ούτως: «Ο ων Θεός προς τον αεί όντα Πατέρα, Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ο επιφανείς επί σωτηρία πάντων των ανθρώπων και συγχωρήσας εις ημάς τους πιστεύοντας επί σε τας αμαρτίας ημών, αυτός συγχώρησον και τούτους τους τεθνηκότας, και ανάστησον αυτούς δια της παντοδυνάμου χειρός σου και άνοιξον τας καρδίας αυτών προς φωτισμόν της γνώσεώς σου· δος δε και εις εμέ τον δούλον σου θάρσος του μετά παρρησίας λαλείν τον λόγον σου». Ταύτα προσευχηθέντος του Ιωάννου, πάλιν εγένετο βρασμός της γης μέγας, και ευθύς ανέστησαν πάντες οι αποθανόντες· και προσπεσόντες εις τον Ιωάννην παρεκάλουν αυτόν, ίνα τους αξιώση της ενθέου σωτηρίας δια του θείου Βαπτίσματος. Αφού λοιπόν εδίδαξεν ικανώς και κατήχησε τον λόγον του Θεού, εβάπτισεν αυτούς άπαντας· παραλαβών δε ημάς ο Διοσκορίδης έφερεν εις τον οίκον αυτού και παρέθεσε τράπεζαν· και αφού εφάγομεν και ηυφράνθημεν δια την σωτηρίαν των αδελφών, εξήλθομεν πάλιν προς διδασκαλίαν των ανθρώπων, και ήλθομεν εις ένα τόπον ονομαζόμενον «Τύχη πόλεως». Εις το μέρος τούτο ευρίσκετο εις άνθρωπος παραλυτικός τελείως, έχων εις την ασθένειαν αυτήν δώδεκα έτη, ο οποίος μόλις είδε τον Ιωάννην έκραξε λέγων προς αυτόν: «Ελέησόν με μαθητά του Θεού», πλησιάσας δε προς αυτόν ο Ιωάννης είπεν: «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού, ανάλαβε την υγείαν σου»· και εν τω άμα ηγέρθη ο ασθενής ευχαριστών και δοξάζων τον Θεόν.

ζ΄ .  Το  τέχνασμα του εχθρού.                                         

Επειδή λοιπόν εγίνοντο τα σημεία ταύτα και έτερα περισσότερα υπό του Ιωάννου, και η φήμη των θαυμάτων έτρεχε πανταχού, ιδών ο δαίμων ο κατοικών εις τον βωμόν της Αρτέμιδος πάντα τα γινόμενα υπό του Ιωάννου και ότι μέλλει να κρημνισθή υπ’ αυτού και το ιερόν ακόμη, μετασχηματίζεται ο δαίμων κατά φαντασίαν εις σχήμα δικαστικού υπαλλήλου, και βαστάζων διάφορα χαρτία, εκάθησεν εις ένα τόπον και έκλαιεν· διαβαίνοντες δε απ’ εκεί δύο πραγματικοί δικαστικοί υπάλληλοι της πόλεως Εφέσου και ιδόντες τον φαινόμενον συνάδελφον αυτών κλαίοντα, ελυπήθηκαν αυτόν και τον ηρώτησαν δια ποίαν αιτίαν κάθεται κλαίων· ο δε δαίμων δεν απεκρίθη προς αυτούς. Επειδή όμως εκείνοι παρεκάλουν αυτόν λέγοντες: «Ειπέ εις ημάς δια ποίαν αιτίαν κλαίεις και υποσχόμεθα να σε βοηθήσωμεν εις την συμφοράν σου», ο δαίμων κλαίων και οδυρόμενος είπε προς αυτούς: «Εις πολλήν θλίψιν ευρίσκομαι, αδελφοί, και δεν δύναμαι ο άθλιος να ζήσω πλέον· εάν λοιπόν δύνασθε να με βοηθήσητε, να σας ειπώ την συμφοράν μου· εάν όμως δεν δύνασθε να μου χρησιμεύσητε, διατί να σας είπω και το μυστικόν μου»; Απεκρίθησαν εκείνοι: «Ειπέ εις ημάς την συμφοράν σου και θα ίδης ότι δυνάμεθα να σε βοηθήσωμεν». Λέγει προς αυτούς ο δαίμων: «Ποιήσατε όρκον εις το όνομα της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος, ότι θα αγωνισθήτε έως θανάτου δια τον φίλον σας, και τότε θα σας είπω την υπόθεσιν. Δείξατε λοιπόν αγάπην και διάθεσιν καλήν προς φίλον και ξένον άνθρωπον, και εκτός ότι θα δικαιώσητε την ψυχήν μου, θα λάβητε και τον μισθόν σας»· και ομού με τον λόγον, επέδειξε ποσότητα χρυσίου, την οποίαν υπέσχετο να δώση εις αυτούς. Αφού λοιπόν οι άνθρωποι εκείνοι εποίησαν τον όρκον ότι με όλην την δύναμίν των θα φροντίσωσι δια την υπόθεσιν αυτού ωσάν να επρόκειτο περί ιδικής των υποθέσεως, λέγει προς αυτούς κλαίων ο δαίμων: «από Καισαρείας της Παλαιστίνης είμαι εγώ ο άθλιος βοηθός εις το βασιλικόν δικαστήριον και μοι εδόθησαν προς φύλαξιν δύο άνδρες επίσημοι, μάγοι από Ιερουσαλήμ καταγόμενοι, Ιωάννης και Πρόχορος ονομαζόμενοι, τους οποίους έβαλον εις την φυλακήν· και γενομένης ανακρίσεως αυτών, ευρέθησαν ούτοι ένοχοι πολλών και μεγάλων πονηρών πράξεων, ένεκα των οποίων απέστειλεν αυτούς πάλιν ο άρχων εις την φυλακήν δια να προσαχθώσιν εις δευτέραν εξέτασιν· παραλαβών δε εγώ τούτους ίνα μεταφέρω αυτούς εις την φυλακήν, δια μαγικής κακοτεχνίας εξέφυγον ούτοι εκ των χειρών μου. Τούτο μαθών εις εκατόνταρχος, συμπαθών προς εμέ, μου είπε: «Φύγε, άθλιε, και καταδίωξον αυτούς, διότι κακώς θα αποθάνης· και εάν μεν εύρης αυτούς, επίστρεψον φέρων τούτους· εάν δε δεν τους εύρης, μήτε συ να φανής εδώ· διότι εγώ γνωρίζω τον θυμόν του άρχοντος». Λαβών λοιπόν εγώ τα χρήματα ταύτα, ανεχώρησα εκ της πατρίδος μου εγκαταλείψας την οικίαν και την γυναίκα μετά των τέκνων μου· ιδού δε και η κατάθεσις και καταδίκη αυτών (δεικνύων προς αυτούς φανταστικούς χάρτας)· καθώς δε επληροφορήθην παρά πολλών, εις την πόλιν ταύτην ευρίσκονται ούτοι, και δια τούτο ήλθον εδώ· όθεν παρακαλώ σας ελεήσατέ με και βοηθήσατέ με τον ξένον». Ταύτα ακούσαντες οι βασιλικοί εκείνοι άνθρωποι παρά του φαινομένου συναδέλφου αυτών, απήντησαν: «Μη λυπείσαι, ω φίλε· διότι οι άνθρωποι περί των οποίων λέγεις εδώ ευρίσκονται». Λέγει πάλιν ο δαίμων: «Φοβούμαι πολύ μήπως δια μαγείας φύγωσι πάλιν· αλλά τούτο ποιήσατε, ω φίλοι· αποκλείσατε αυτούς εις ένα οίκον χωρίς να γνωρίζη κανείς, και εκεί θανατώσατε αυτούς, και λάβετε τα ολίγα ταύτα χρήματα τα οποία έχω ακόμη». Απεκρίθησαν εκείνοι ειπόντες προς αυτόν: «Συμφέρει καλλίτερον εις σε να συλλάβωμεν αυτούς, και να σου παραδώσωμεν αυτούς ζώντας· διότι εάν θανατωθώσιν εδώ, πως θα επιστρέψης συ χωρίς αυτούς εις την πατρίδα σου»; Απήντησε προς αυτούς ο δαίμων: «Θανατώσατε αυτούς, ω φίλοι, και δεν θέλω να ίδω πλέον την πατρίδα μου». Ούτοι δε υπεσχέθησαν ίνα ποιήσωσι τούτο, δια να λάβωσι παρ’ αυτού του δαίμονος τα κατά φαντασίαν φαινόμενα χρήματα. Γνωρίσας πάντα ταύτα δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος ο Ιωάννης, είπε προς με: «Τέκνον Πρόχορε, θέλω να γνωρίζης και να ετοιμάζης την ψυχήν σου δια πειρασμούς· διότι πολλήν θλίψιν ετοιμάζει εναντίον ημών ο δαίμων, ο οποίος μένει εις τον βωμόν της Αρτέμιδος. Ιδού ήγειρε καθ’ ημών δύο βασιλικούς ανθρώπους, και ο Κύριος εφανέρωσεν εις εμέ πάντα όσα ωμίλησε προς αυτούς ο δαίμων». Και μετ’ ολίγην ώραν ήλθον οι δύο στρατιωτικοί άνθρωποι και συνέλαβον ημάς κατά την στιγμήν την οποίαν δεν ευρίσκετο μαζί με ημάς ο Διοσκορίδης. Λέγει προς αυτούς ο Ιωάννης: «Δια ποίαν αιτίαν εκρατήσατε ημάς»; Απήντησαν ούτοι: «Δια μαγικήν κακοτεχνίαν». Είπε πάλιν ο Ιωάννης: «Και ποίος είναι ο κατηγορών ημάς περί τούτου»; Απεκρίθησαν οι άνθρωποι εκείνοι: «Θα εισέλθητε πρώτον εις την φυλακήν και εκεί θα ίδητε και τον κατήγορόν σας». Λέγει πάλιν ο Ιωάννης: «Δεν δύνασθε να κλείσητε ημάς εις την φυλακήν, εάν δεν παρουσιάσητε πρώτον τους κατηγόρους ημών». Τούτο ακούσαντες εκείνοι ερράπισαν αυτόν, και σύραντες ημάς μετέφερον όχι εις την κοινήν φυλακήν, αλλ’ εις μίαν ιδιωτικήν οικίαν δια να μας θανατώσωσι κατά την συμβουλήν του δαίμονος. Ακούσασα η Ρωμάνα τα γενόμενα και δραμούσα ανέφερεν εις τον Διοσκορίδην· ούτος δε ευθέως ελθών εκεί όπου είμεθα αποκεκλεισμένοι, ημάς μεν απέλυσεν εκ της φυλακής, προς δε τους φυλακίσαντας ημάς ωμίλησε λόγους σκληρούς και κατηγορητικούς ειπών προς αυτούς, μεταξύ των άλλων, και τα εξής: «Δεν επιτρέπεται εις σας να φυλακίζητε ανθρώπους ακατακρίτους χωρίς να υπάρχη κατήγορος αυτών και μάλιστα όχι εις φανερόν τόπον και δημοσίαν φυλακήν, αλλ’ εις απόκρυφον οικίαν δια να κακοποιήσετε ή και να θανατώσητε αυτούς. Ιδού οι άνθρωποι ούτοι θα παραμένωσιν εις τον οίκον μου, και όστις έχει δίκην κατ’ αυτών, ας έλθη να λάβη αυτούς και κατά τον νόμον ας κριθώσιν». Ελθόντες οι στρατιώται εις τον τόπον εις τον οποίον εκάθητο προηγουμένως ο δαίμων εις σχήμα δικαστικού υπαλλήλου, καθώς προείπομεν, και μη ευρόντες αυτόν, περιέπεσον εις μεγάλην λύπην και στενοχωρίαν λέγοντες: «Επειδή δεν ευρίσκεται ο κατήγορος, ημείς ως συκοφάνται θα θεωρηθώμεν παρά του Διοσκορίδου· και τούτο δεν θα είναι χωρίς κίνδυνον δι’ ημάς, διότι είναι πολύ αυστηρός ούτος». Επί πολλήν ώραν αναμείναντες εις το μέρος εκείνο οι στρατιώται, ήλθεν ο δαίμων εις το αυτό ως και πρότερον σχήμα και διηγήθησαν εις αυτόν πάντα όσα εποίησαν, και ότι οι ζητούμενοι ευρίσκονται εις την οικίαν του Διοσκορίδου. «Εάν λοιπόν έλθης και συ μεθ’ ημών, είπον, λαμβάνομεν αυτούς». Ο δε δαίμων ηκολούθησεν αυτούς κλαίων και οδυρόμενος δήθεν, και τους χάρτας βαστάζων της καταθέσεως και καταδίκης ημών· συνήχθη δε και λαός πολύς και προς πάντας τούτους εξηγείτο ο δαίμων εκείνα τα οποία προηγουμένως είχεν είπει προς τους στρατιώτας. Ταύτα ακούσας ο λαός και πλησθείς θυμού, έδραμε με ατάκτους φωνάς εις την οικίαν του Διοσκορίδου, και κτυπώντες τας θύρας αυτής ισχυρώς, έκραζον λέγοντες: «Ή παράδος εις ημάς τους μάγους τούτους, ή και σε και τον οίκον σου θα κατακαύσωμεν· διότι αφού είσαι άρχων της πόλεως ταύτης, δεν πρέπει να υποστηρίζης και να ενισχύης τοιούτους μάγους και κακοποιούς ανθρώπους». Βλέπων ο Ιωάννης την ορμήν και μανίαν του πλήθους, είπε προς τον Διοσκορίδην: «Ημείς, αδελφέ, ούτε δια χρήματα, ούτε δια τα σώματα ημών ενδιαφερόμεθα· διότι εδιδάχθημεν να βαστάζωμεν τον Σταυρόν καθ’ ημέραν και να ακολουθώμεν τον Χριστόν». Είπε δε ο Διοσκορίδης: «Ιδού η οικία μου· ας αναφθή το πυρ και ας κατακαή μαζί με εμέ και τον υιόν μου, μόνον τον Χριστόν να κερδήσωμεν». Λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης: «Ούτε συ, ούτε ο οίκος σου ούτε έτερον τι εκ των πραγμάτων σου θα απολεσθή· μόνον παράδος ημάς εις τους ανθρώπους τούτους». Μη θέλοντος δε του Διοσκορίδου, ίνα παραδώση ημάς, είπε προς αυτόν ο Ιωάννης: «Η συγκέντρωσις αύτη του λαού εις αγαθόν θα οδηγήση τους περισσοτέρους εξ αυτών· έκβαλε λοιπόν ημάς εκ της οικίας σου και παράδος εις αυτούς· σεις δε ησυχάσατε εις τον οίκον σας, και θα ίδητε την δόξαν του Θεού». Καταβιβάσας λοιπόν ημάς εκ της οικίας του ο Διοσκορίδης, παρέδωκεν εις το πλήθος του λαού· κρατούμενοι δε υπ’ αυτών και συρόμενοι, διήλθομεν και εκ του ναού της Αρτέμιδος, περί του οποίου ηρώτησεν ο Ιωάννης: «Τίνος είναι ο μέγιστος ούτος ναός»; Εκείνοι δε είπον: «Της Αρτέμιδος ιερόν είναι»· παρεκάλεσε δε ο Ιωάννης ίνα σταθώσιν ολίγον εις τον τόπον εκείνον· και υψώσας τας χείρας προς τον ουρανόν παρεκάλει τον Θεόν εκτενώς με στεναγμούς αλαλήτους, όπως καταπέση ο ειδωλικός εκείνος ναός, άνθρωπος όμως κανείς να μη πάθη κακόν· αμέσως δε επληρώθη η δέησις αυτού, και κατέπεσε το περισσότερον μέρος του ναού. Τότε ο Ιωάννης είπε προς τον δαίμονα τον παραμένοντα εις τον ναόν εκείνον της Αρτέμιδος: «Προς σε λέγω, το πνεύμα το ακάθαρτον, το παραμένον εις τον ναόν της Αρτέμιδος», είπε δε ο δαίμων: «Τι είναι»; Λέγει προς αυτόν ο του Κυρίου Απόστολος: «Ειπέ πόσους χρόνους έχεις όπου κατοικείς ενταύθα, και εάν συ τους στρατιώτας τούτους και τον λαόν εξήγειρας εναντίον ημών ομολόγησον»· ο δε δαίμων, βιαζόμενος υπό της θείας δυνάμεως, έκραξε: «Χρόνους μεν έχω ενταύθα διακοσίους τεσσαράκοντα εννέα, πάντας δε τούτους εγώ εξήγειρα εναντίον σας». Είπε πάλιν προς αυτόν ο Ιωάννης: «Παραγγέλλω εις σε, εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, να μη κατοικήσης πλέον εις τον τόπον τούτον». Και ευθέως εξήλθεν ο δαίμων από της πόλεως. Ταύτα ως είδε και ήκουσεν ο λαός, έλαβε πάντας αυτούς θάμβος και έκτασις, και οι περισσότεροι εξ αυτών κατ’ αυτήν την ώραν επίστευσαν εις τον Χριστόν όσοι ήσαν άξιοι σωτηρίας· οι δε λοιποί παραλαβόντες ημάς παρέδωκαν εις τον ανθύπατον (διοικητήν της πόλεως), έχοντες συμβοηθούντα αυτούς και Ιουδαίον τινά, Μαρεώνα ονόματι, ο οποίος μεγάλως ηγωνίζετο δια να θανατώσουν ημάς, και όστις εβεβαίωνε τον άρχοντα, ότι πραγματικώς υπάρχομεν μάγοι και ότι από την Καισάρειαν ήλθε βασιλικός άνθρωπος φέρων τας κατηγορίας των μαγειών ημών. Και ταύτα ακούσας ο άρχων, διέταξεν ίνα κλεισθώμεν ημείς εις την φυλακήν, απέστειλε δε ανθρώπους προς ανεύρεσιν του κατηγόρου ημών, τον οποίον μετά κήρυκος (διαλαλητού) επί τρεις ημέρας ναζητήσαντες καθ’ όλην την πόλιν και ουδαμού ευρόντες αυτόν, είπεν ο άρχων: «Εγώ ξένους ανθρώπους, μη υπάρχοντος κατηγόρου ίνα βεβαιώση τας κατηγορίας, δεν δύναμαι ούτε ανέχομαι να τιμωρήσω ή να κρατώ εις την φυλακήν»· και αποστείλας απέλυσεν ημάς. Όμως πολλοί της πόλεως κάτοικοι διετέλουν εν οργή δια την κατάπτωσιν του ναού της Αρτέμιδος και επειδή πολλά σημεία και τέρατα εγένοντο δια του Ιωάννου, ένεκα των οποίων πλήθος άπειρον λαού υπήκουσαν προσελθόντες εις την πίστιν του Χριστού, καταφρονήσαντες την λατρείαν των ειδώλων, δια τούτο δι’ αναφοράς κατοίκων τινών της Εφέσου ανεφέρθησαν πάντα ταύτα εις τον τότε βασιλέα της Ρώμης Δομετιανόν, όστις εβασίλευεν εκεί εν έτει πβ΄ (82) μετά της προσθήκης, ότι εις τας μαγικάς τέχνας των καλουμένων Χριστιανών ακολουθήσαντες οι περισσότεροι των κατοίκων αθετούσι μεν τους νόμους των βασιλέων, καταφρονήσαντες δε και των μεγάλων θεών το σέβας, κατέστρεψαν τους επισημοτέρους και μεγαλυτέρους ναούς και τα ιερά αυτών.

Μέρος  Γ΄ .

Η εξορία του Ιωάννου και η εν Πάτμω δράσις αυτού.

α΄  Τα καθ’ οδόν προς την εξορίαν θαύματα αυτού.                                      

Ταύτα μαθών ο Δομετιανός απέστειλε δέκα αξιωματικούς μετά ικανού αριθμού στρατιωτών και διαταγής οριζούσης όπως εξορίσωσιν ημάς εις την νήσον Πάτμον, να εξετάσωσι δε ακριβώς περί της καταστάσεως των της πόλεως Εφέσου ναών και αρχαίων νομοθετημάτων και συνηθειών, και να αναφέρωσι εις αυτόν περί πάντων τούτων. Προφθάσας όμως ο Κύριος δι’ οράματος εγνώρισε πάντα ταύτα προς τον Ιωάννην ειπών: «Πρέπει να πειρασθής και δοκιμασθής πολύ· και θα εξορισθής εις μίαν νήσον, η οποία έχει μεγάλην ανάγκην της παρουσίας σου». Μετ’ ολίγας λοιπόν ημέρας, ελθούσης της βασιλικής διαταγής, συνελήφθημεν υπό των απεσταλμένων αξιωματικών, οι οποίοι προς μεν τον Ιωάννην εφέρθησαν πολύ σκληρώς δέσαντες αυτόν δια σιδήρων και αλύσεων ασφαλώς, και λέγοντες: «Ούτος είναι ο μάγος ο δεινός ο ποιών τας μαγείας», εις εμέ δε πληγάς αρκετάς δώσαντες και φοβερισμούς πολλούς ειπόντες, με άφησαν ελεύθερον. Αφού ανήλθομεν εις το πλοίον, έκαστος εκ των στρατιωτών εξέλεξε το μέρος του, ημάς δε διέταξαν ίνα καθήμεθα εις το μέσον των στρατιωτών χάριν ασφαλείας· έδιδον δε εις ημάς καθ’ ημέραν εξ ουγγίας (225 γραμμάρια) άρτου, μίαν κοτύλην (300 περίπου γραμμάρια) όξους, και ένα ξέστην (900-1000 γραμμάρια) ύδατος, εκ των οποίων ολίγα τινά λαμβάνων ο Ιωάννης, έδιδε τα άλλα εις εμέ. Όμως οι αξιωματικοί ούτοι δεν ήθελον ίνα ταξιδεύση το πλοίον κατ’ ευθείαν προς την Πάτμον δια τινας σκοπούς ιδικούς των, αλλ’ εις έκαστον λιμένα σταθμεύοντες, εξώδευον αρκετόν καιρόν. Την επομένην ημέραν της αναχωρήσεως ημών, ενώ εταξιδεύομεν, εκάθισαν οι αξιωματικοί μετά των στρατιωτών ίνα φάγωσιν, έχοντες πολυτελεστάτην τράπεζαν πλήρη διαφόρων φαγητών· αφού δε έφαγον και έπιον, ήρχισαν να παίζωσι και με φωνάς ατάκτους και κρότους να ανακράζωσι. Κατ’ εκείνην την ώραν εις εκ των στρατιωτών, νέος κατά την ηλικίαν, δραμών προς την πρώραν του πλοίου δια τινα υπηρεσίαν, εξ απροσεξίας έπεσεν εις την θάλασσαν· ήτο δε και ο πατήρ αυτού εντός του πλοίου, ο οποίος ιδών τον υιόν του πεσόντα εις την θάλασσαν, ηθέλησε να ρίψη και αυτός τον εαυτόν του εκ της πολλής του λύπης· όμως ημποδίσθη υπό των εντός του πλοίου συντρόφων του να πράξη τούτο. Ήτο λοιπόν θρήνος μέγας και οδυρμός πολύς εντός του πλοίου δια τον θάνατον του νεανίου· ελθόντες δε μερικοί εξ αυτών εις τον τόπον όπου εκαθήμεθα ημείς ησφαλισμένοι, λέγουσι προς τον Ιωάννην: «Ιδού, άνθρωπε, πάντες ημείς πενθούμεν δια το κακόν όπου έγινεν εις ημάς, και πως μόνον συ αντί να λυπήσαι έγινες πλέον ευθυμότερος»; Απεκρίθη προς αυτούς ο Ιωάννης: «Και τι θέλετε ίνα ποιήσω»; Λέγουσιν εις αυτόν: «Ό,τι δύνασαι βοήθησον ημίν». Λέγει πάλιν ο Ιωάννης προς τον μεγαλύτερον εξ αυτών: «Ποίον θεόν προσκυνείς»; Εκείνος δε απεκρίθη: «Τον Απόλλωνα, τον Δία και τον Ηρακλέα». Είτα λέγει προς τον δεύτερον: «Συ δε ποίον θεόν σέβεσαι»; Απήντησεν εκείνος: «Τον Ασκληπιόν, τον Ερμήν και την Ήραν», και ούτω καθεξής έκαστος κατά σειράν ωμολόγει την πλάνην του. Λέγει λοιπόν προς αυτούς ο του Κυρίου Απόστολος: «Και οι τοσούτοι θεοί σας δεν δύνανται να παρουσιάσωσι πάλιν ζώντα τον πνιγέντα και σας να διαφυλάξωσι χωρίς λύπην»; Εκείνοι δε απεκρίθησαν: «Επειδή είμεθα αμαρτωλοί και δεν φυλάττομεν καθαρότητα προς αυτούς, δια τούτο μάς τιμωρούσιν οι θεοί». Λυπηθείς ο Ιωάννης δια τον πνιγμόν του στρατιώτου, και δια την πλάνην και την θλίψιν των εν τω πλοίω ευρισκομένων, είπε προς με: «Τέκνον Πρόχορε, εγείρου και δος εις εμέ την χείρα σου», διότι ένεκα των σιδήρων δια των οποίων ήτο δεδεμένος, δεν ηδύνατο να εγερθή. Δώσας λοιπόν εγώ την χείρα μου προς αυτόν, ηγέρθη και εστάθη εις το χείλος του πλοίου, και κτυπήσας τα σίδηρα και στενάξας μετά δακρύων, είπε: «Ο Θεός των αιώνων, ο των απάντων δημιουργός, ου τω νεύματι πάσα η των κτισμάτων έπεται φύσις, ο μόνος παντοδύναμος και παμβασιλεύς, Ιησού Χριστέ, ο την προς ημάς και δι’ ημάς οικονομίαν πληρών, ο ευδοκήσας περιπατήσαι επί θαλάσσης ως επί εδάφους αβρόχοις ποσίν, ο επαγγειλάμενος ημίν αιτείν παρά σου ολοψύχως και λαμβάνειν μεγαλοδώρως· αυτός, Δέσποτα, παρά του σου Ιωάννου ικετευόμενος, τάχυνον εισακούσαί μου». Μόλις ετελείωσε την προσευχήν ταύτην ο Απόστολος, αίφνης γίνεται βρασμός της θαλάσσης μέγας, ώστε παρ’ ολίγον να κινδυνεύσωμεν πάντες, και εν μέγα κύμα υψωθέν εκ δεξιών του πλοίου έρριψε τον παίδα ζώντα παρά τους πόδας του Ιωάννου· τούτο ιδόντες οι άνθρωποι του πλοίου, πεσόντες επί πρόσωπον προσεκύνησαν αυτόν λέγοντες: «Αληθώς ο Θεός σου είναι Θεός ουρανού και γης και θαλάσσης». Έλυσαν λοιπόν εκ των αλύσεων τον Ιωάννην και είμεθα πλέον ελεύθεροι διάγοντες μετά μεγάλης προς αυτούς παρρησίας. Πλέοντες προς τα εμπρός, εφθάσαμεν εις μίαν χώραν ονομαζομένην Κατοικίον, ένθα αράξαντες το πλοίον, εξήλθον πάντες εις την ξηράν μείναντες μόνον ημείς μετά των φυλάκων εις το πλοίον· περί δε την δύσιν του ηλίου επιστρέψαντες, έκριναν καλόν οι ναύται ίνα αναχωρήσωμεν εκείθεν· όθεν και εξελθόντες επλέομεν. Κατά δε το μεσονύκτιον γίνεται μεγάλη τρικυμία εις την θάλασσαν, ένεκα της οποίας εκινδύνευε το πλοίον, και πάντες ανεμένομεν τον θάνατον. Τούτο βλέποντες οι επί κεφαλής των στρατιωτών αξιωματικοί, είπον προς τον Ιωάννην: «Άνθρωπε του Θεού, τον νεκρόν κατά παράδοξον τρόπον ανεβίβασας ζώντα εκ του βυθού της θαλάσσης δια της προσευχής σου· παρακάλεσον λοιπόν και τώρα τον Θεόν σου δια να παύση την τρικυμίαν, διότι κινδυνεύομεν να καταποντισθώμεν». Είπε δε προς αυτούς ο Ιωάννης: «Ησυχάσατε και καθίσατε έκαστος εις τον τόπον αυτού»· επειδή δε η τρικυμία εγίνετο ακόμη περισσοτέρα, εγερθείς ο Ιωάννης προσηυχήθη, και έπαυσεν αμέσως ο άνεμος και ησύχασεν η θάλασσα. Αφού εφθάσαμεν και εσταθμεύσαμεν εις τον τόπον τον λεγόμενον «Μύρων», ησθένησεν εκεί εις εκ των αξιωματικών παθών από δυσεντερίαν, ένεκα της οποίας ασθενείας εκινδύνευε να αποθάνη, και δια την οποίαν αιτίαν εμείναμεν εκεί επτά ημέρας· την δε ογδόην ημέραν ήρχισαν φιλονικούντες αναμεταξύ των οι επί κεφαλής των στρατιωτών, και άλλοι μεν έλεγον, ότι δεν πρέπει να βραδύνωμεν παραμένοντες εις τον τόπον εκείνον και να αμελώμεν εις την εκτέλεσιν της βασιλικής προσταγής, άλλοι δε έλεγον, ότι δεν πρέπει να εγκαταλείψωμεν εκεί τον ασθενούντα σύντροφόν μας· αλλά και να τον λάβωμεν εις το πλοίον εις οποίαν κατάστασιν ευρίσκεται, δεν είναι δίκαιον, διότι θα αποθάνη πάντως εντός αυτού. Τότε λέγει προς με ο Ιωάννης: «Ύπαγε, τέκνον Πρόχορε, και ειπέ εις τον ασθενούντα άνθρωπον, ότι είπεν ο Ιωάννης ο Απόστολος του Χριστού, ίνα έλθης προς αυτόν υγιής». Απήλθον λοιπόν και είπον ταύτα προς τον ασθενούντα, όστις αμέσως εγερθείς ως να μη είχεν ασθένειάν τινα με ηκολούθησε και ήλθε προς τον Ιωάννην, ο οποίος είπε προς αυτόν: «Ομίλησον εις τους συντρόφους σου ίνα αναχωρήσωμεν απ’ εδώ», αμέσως δε ο μη φαγών επτά ημέρας και εις κίνδυνον μέγαν ευρισκόμενος μεταβάς μετά χαράς παρεκίνει τους συντρόφους του δια να αποπλεύσωμεν εκείθεν. Τούτο δε το θαύμα ιδόντες οι αξιωματικοί μετά των στρατιωτών και πάντες οι εν τω πλοίω προσέπεσον εις τους πόδας του Αποστόλου λέγοντες προς αυτόν: «Ιδού πάσα η γη είναι εις την διάθεσίν σου, και πήγαινε όπου θέλεις· διότι εβεβαιώθημεν ότι είσαι υπηρέτης του αληθινού Θεού». Ο δε Ιωάννης είπε προς αυτούς: «Όχι, τέκνα μου, δεν πρέπει να γίνη ούτως, αλλά να με οδηγήσητε εκεί όπου έχετε διαταγήν, δια να μη τιμωρηθήτε παρά του βασιλέως, όστις προς τούτο σας απέστειλεν». Όθεν κατηχηθέντες υπ’ αυτού, εβαπτίσθησαν άπαντες κατ’ εκείνην την ημέραν· και αναχωρήσαντες εκείθεν εφθάσαμεν εις την νήσον Πάτμον και εισήλθομεν εις μίαν πόλιν αυτής ονομαζομένην Φλωράν, εις τας αρχάς της οποίας, κατά την διαταγήν του βασιλέως, παρέδωκαν ημάς οι αξιωματικοί, οι οποίοι δεν ήθελον να αποχωρισθώσιν, αλλ’ ήθελον να μένωσι μεθ’ ημών. Όμως ο Ιωάννης είπε προς αυτούς: «Ω τέκνα, προσέχετε να μη εκπέσητε μόνον από την χάριν την οποίαν ελάβετε, και κανείς τόπος δεν δύναται να σας βλάψη». Μείναντες λοιπόν ομού με ημάς δέκα ημέρας, κατά τας οποίας εδιδάσκοντο υπό του Ιωάννου, ύστερον επευξάμενος και ευλογήσας αυτούς, απέλυσεν εν ειρήνη, παραδώσας αυτούς εις τον Θεόν τον οποίον επίστευσαν· ότι Αυτώ πρέπει δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

 

β΄  Περί του Μύρωνος και του υιού αυτού Απολλωνίδου.                              

Εις την πόλιν Φλωράν υπήρχεν άνθρωπός τις πλούσιος, ονόματι Μύρων, έχων γυναίκα ονομαζομένην Φωνήν και τρεις υιούς ρήτορας, εκ των οποίων ο μεγαλύτερος είχε δαιμόνιον πνεύμα πύθωνος. Ούτος λοιπόν ο Μύρων, ιδών ημάς, έλαβεν εις τον οίκον αυτού· ως δε εγνώρισεν ο δαίμων την έλευσιν ημών, φοβούμενος ίνα μη διωχθή υπό του Ιωάννου, παρέσυρε και απεμάκρυνε τον νέον μακράν της πόλεως. Ιδών δε ο Μύρων ότι έφυγεν ο υιός αυτού μόλις εισήλθομεν ημείς εις την οικίαν, λέγει προς την γυναίκα αυτού: «Ούτοι οι άνθρωποι, εάν ήσαν καλοί, δεν θα συνέβαινεν εις ημάς το δυστύχημα τούτο, μόλις εισήλθον αυτοί εις τον οίκον μας· πλην ως φαίνεται και καθώς πολλοί λέγουσιν, είναι μάγοι, και μαγεύσαντες τον οίκον ημών, εδίωξαν εξ αυτού τον υιόν μας». Απεκρίθη η γυνή αυτού: «Και αφού οι άνθρωποι ούτοι είναι καθώς λέγεις, διατί δεν διώκεις αυτούς εκ του οίκου ημών, μήποτε διώξωσι και τους άλλους υιούς μας»; Ο δε Μύρων είπε: «Δεν διώκω αυτούς τώρα όπου έπραξαν το κακόν, αλλά θα τους φοβερίσω και θα τους βάλω εις θλίψιν δια να αναγκασθώσι να επαναφέρωσι ζώντα τον υιόν μας, και τότε θα τιμωρήσω αυτούς πικρώς», ήτο δε ο Μύρων πενθερός του ηγεμόνος της Πάτμου. Εγνώρισε δε ο Ιωάννης δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος πάντα όσα είπεν ο Μύρων προς την γυναίκα αυτού, και λέγει προς με: «Τέκνον Πρόχορε, γνώριζε ότι ο Μύρων σκέπτεται κακά εναντίον ημών· ας υποφέρωμεν λοιπόν τους πειρασμούς· διότι κατ’ αυτόν τον τρόπον εις ημάς μεν ο μισθός θα πλεονάση, εις δε τους ανθρώπους τούτους ο φωτισμός του Χριστού θα αναλάμψη». Ενώ λοιπόν ταύτα ημείς συνωμιλούμεν προς αλλήλους, ήλθεν επιστολή προς τον Μύρωνα, αποσταλείσα παρά του έχοντος το δαιμόνιον μεγαλυτέρου υιού αυτού, η οποία έγραφεν ούτω: «Προς τον ιδικόν μου κύριον και πατέρα Μύρωνα, Απολλωνίδης ο ρήτωρ. Γνώριζε, πάτερ μου, ότι Ιωάννης ο μάγος, τον οποίον εδέχθης εις τον οίκον σου, μαγείας κακάς μεταχειρισθείς, αντί της καλλίστης φιλοξενίας, στέρησιν του τέκνου σας ο άθλιος σας προυξένησε· διότι το πονηρόν πνεύμα, όπου εκείνος έστειλεν εις εμέ, μεγάλως με ετάραξε και μέχρι της πόλεως ταύτης με κατεδίωξε· ενταύθα δε συναντήσας τον καθαρώτατον Κύνωπα, και διηγηθείς εις αυτόν την συμφοράν μου, μοι είπεν ούτος, ότι αδύνατον αλλέως να επανέλθω εις τον οίκον μου ή να γίνω κύριος της πατρικής κληρονομίας ή να απολαύσω της αγάπης των αδελφών μου, εάν δεν παραδώσητε πρώτον εις τα θηρία να φάγωσι τον Ιωάννην τον εξόριστον, τον μάγον και διδάσκαλον των Χριστιανών. Σπεύσον λοιπόν, πάτερ μου, προς τον θάνατον του Ιωάννου, δεικνύων ούτω προς εμέ το τέκνον σου αγάπην και ενδιαφέρον. Υγίαινε». Ταύτην την επιστολήν λαβών και αναγνώσας ο Μύρων, έκλεισεν ημάς αμέσως εις ασφαλές μέρος της οικίας του· αυτός δε μεταβάς εις τον ηγεμόνα ενεχείρισε προς αυτόν την επιστολήν, την οποίαν αναγνώσας εκείνος εταράχθη μεγάλως και εθύμωσεν εναντίον ημών· περισσότερον δε διότι εντός της επιστολής περιείχετο και το όνομα του Κύνωπος, τον οποίον πάντες οι κάτοικοι της Πάτμου είχον ως θεόν δια τα μαγικά αυτού κατορθώματα και εμπαίγματα. Πιστεύσας λοιπόν εις ταύτα ο ηγεμών, διέταξεν ίνα ρίψωσιν ημάς εις τα θηρία· και αποστείλας στρατιώτας, παρέλαβεν ημάς εκ της κατοικίας του Μύρωνος και μας έκλεισεν εις την φυλακήν. Μετά τρεις ημέρας παρουσιάσας ημάς εις το κριτήριον αυτού ο ηγεμών, είπε προς τον Ιωάννην: «Ο μεν μεγαλειότατος και ενδοξότατος βασιλεύς ημών, αν και υπήρχες ένοχος και άξιος καταδίκης, όμως φιλανθρωπίαν άκραν μεταχειρισθείς, εις εξορίαν σε έστειλεν εδώ, δια σωφρονισμόν και αλλαγήν των κακών σου τρόπων· καθώς όμως πάντες βλέπουσι τώρα, συ εις πολύ μεγαλυτέραν κακίαν ανέβης, ώστε και τους ευεργέτας σου να επιβουλεύης. Ποίαν λοιπόν τέχνην μετεχείσθης και εδίωξας εκ της οικίας του τον γυναικάδελφόν μου; Ομολόγησον προ του σε βασανίσω· ειπέ δε εις ημάς και ποίας θρησκείας υπάρχεις». Αποκριθείς δε ο Ιωάννης είπεν: «Εξ Ιεροσολύμων κατάγομαι, και είμαι δούλος του Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού του σταυρωθέντος δια τας αμαρτίας των ανθρώπων, και αναστάντος τη Τρίτη ημέρα, και αποστείλαντος εμέ ίνα ευαγγελίζωμαι πανταχού την δόξαν και το φως της αυτού επιγνώσεως». Λέγει προς αυτόν ο ηγεμών: «Δια την ψυχρολογίαν σου ταύτην εστάλης εδώ εξορίαν, και ακόμη επιμένεις εις την πλάνην αυτήν; Παύσον, μιαρώτατε, την ανόητον ταύτην διδαχήν· μάθε να τιμάς τους αθανάτους θεούς και μη θεοποιείς άνθρωπον ο οποίος εθανατώθη δια τας πολλάς του αταξίας. Λοιπόν μη πολυλογής, αλλά συντόμως να επαναφέρης τον συγγενή μου εις την οικίαν του». Απεκρίθη ο Ιωάννης προς τον ηγεμόνα: «Δια να παύσω εγώ από την διδαχήν ταύτην είναι αδύνατον· διότι πάσα η ελπίς της σωτηρίας μου εξ αυτής εξαρτάται. Περί δε του ρήτορος Απολλωνίδου ουδεμίαν ενοχήν γνωρίζω εις τον εαυτόν μου· εάν όμως θέλης αυτόν, ας έλθη προς σε· διότι τώρα θα αποστείλω τον μαθητήν μου δια να φέρη εδώ τον Απολλωνίδην και ό,τι αυτός έχει εναντίον ημών, να είπη ενώπιόν σου». Τότε διέταξεν ο ηγεμών να γίνη ούτω, τον δε Ιωάννην να δέσωσι με αλύσεις και να κλείσωσιν εις την φυλακήν. Είπε δε ο Ιωάννης προς τον ηγεμόνα: «Παρακαλώ, επιτρέψατε πρώτον εις εμέ ίνα γράψω επιστολήν προς τον Απολλωνίδην, και ύστερον δέσατέ με δια των σιδήρων». Ο δε ηγεμών, νομίσας ότι δια της επιστολής ταύτης ο Ιωάννης θέλει να λύση τον Απολλωνίδην εκ της μαγείας, επέτρεψε την γραφήν της επιστολής. Όθεν έγραψεν ο Ιωάννης ούτως: «Ιωάννης ο Απόστολος του Χριστού προς το πνεύμα του πύθωνος, το οποίον κατοικεί εις Απολλωνίδην τον ρήτορα· παραγγέλλω σοι εν ονόματι του Ιησού Χριστού, να εξέλθης από του πλάσματος του Θεού, και να μη εισέλθης πλέον εις αυτόν μήτε εις άλλον άνθρωπον, αλλ’ έξω της νήσου ταύτης εις ερήμους τόπους να είσαι δια παντός». Ταύτην την επιστολήν λαβών εγώ παρά του Ιωάννου μετέβην αμέσως εις τον τόπον εις τον οποίον ήτο ο Απολλωνίδης· ήτο δε το διάστημα έξ μιλίων η απόστασις· ερευνήσας λοιπόν και ευρών αυτόν, μόλις επλησίασα, ευθύς το ακάθαρτον πνεύμα εξήλθεν απ’ αυτού· είπε δε προς με ο Απολλωνίδης: «Διατί εκοπίασας να έλθης μέχρις εδώ, μαθητά του αγαθού διδασκάλου»; Απήντησα εγώ προς αυτόν: «Ήλθον προς αναζήτησίν σου, ω σοφώτατε, δια να επιστρέψης υγιής και καλώς έχων προς τους γονείς και συγγενείς σου». Αφού εξήλθε το δαιμόνιον εκ του Απολλωνίδου, ησύχασεν ούτος κατά την ψυχήν και ήτο πλήρης χαράς· διέταξε δε να ετοιμασθή δι’ εμέ μεν ημίονος, δια τον εαυτόν του δε ίππος· ανελθόντες δε επ’ αυτών επεστρέψαμεν εις την πόλιν Φλωράν. Μόλις εισήλθομεν εις την πόλιν, με ηρώτησεν ο Απολλωνίδης: «Που ευρίσκεται ο διδάσκαλος»; Εγώ δε είπον προς αυτόν, ότι «εις την φυλακήν σιδηροδέσμιον έκλεισεν αυτόν ο ηγεμών δια την ιδικήν σου φυγήν και απουσίαν»· τούτο δε ακούσας εκείνος, δρομαίως ακολουθούντος εμού, έφθασεν εις την φυλακήν· και ιδών αυτόν ο δεσμοφύλαξ προσεκύνησε και ήνοιξε την φυλακήν, εις την οποίαν εισελθόντες και ιδών ο Απολλωνίδης τον Ιωάννην με τας αλύσεις ερριμμένον εις την γην, έπεσε και προσεκύνησεν αυτόν· είτα δε εγερθείς, έλυσεν αυτόν από τα σίδηρα και λαβών τούτον εξήλθεν εκ της φυλακής, ειπών προς τον δεσμοφύλακα: «Εάν σε ερωτήση τις, ειπέ ότι εγώ ο Απολλωνίδης απέλυσα τον άνδρα τούτον». Λαβών δε ημάς εισήγαγεν εις τον οίκον αυτού, όπου ήσαν οι γονείς και οι αδελφοί αυτού πενθούντες και κλαίοντες δια την φυγήν τούτου, και τον οποίον μόλις είδον εχάρησαν χαράν μεγάλην, και εγερθέντες κατεφίλουν αυτόν μετά δακρύων. Ηρώτησεν αυτόν ο πατήρ αυτού ειπών: «Δια ποίαν αιτίαν ανεχώρησας και κατελύπησας ημάς»; Τότε ο Απολλωνίδης διηγήθη προς αυτούς άπαντα καταλεπτώς, και με ποίον τρόπον το πονηρόν πνεύμα του πύθωνος επέπεσεν εις αυτόν, και πως μόλις εισήλθεν ο Ιωάννης εις τον οίκον εδίωξεν αυτόν το πονηρόν πνεύμα, λέγον ότι είναι μάγος και ζητεί να αποκτείνη αυτόν, και ότι δεν επέτρεπεν εις αυτόν ο δαίμων ίνα επιστρέψη εις την οικίαν των, προσθέσας εν τέλει, ότι «μόλις είδον τον μαθητήν του Ιωάννου πλησίον μου, αμέσως έφυγεν απ’ εμού το βάρος του δαίμονος και η ενόχλησις των λογισμών, και μεγάλην ανακούφισιν και ελαφρότητα έλαβεν η ψυχή μου· διότι είδον το πονηρόν πνεύμα να εξέρχηται εκ του στόματός μου κατά τον ίδιον τρόπον με τον οποίον εισήλθεν εις εμέ». Είπε δε ο Ιωάννης προς αυτόν: «Θέλεις, τέκνον, να ίδης την δύναμιν του Εσραυρωμένου; Γνώριζε ότι με την δύναμιν αυτού ημείς όχι μόνον κατά πρόσωπον ελέγχομεν τους ακαθάρτους δαίμονας, αλλά και δι’ επιστολής τούτους αποδιώκομεν». Και λαβών παρ’ εμού την κατά του δαίμονος αποσταλείσαν δι’ εμού επιστολήν, έδειξεν αυτήν προς τον Απολλωνίδην· ούτος δε αναγνώσας εκράτησεν αυτήν· και παραλαβών αυτόν, τον πατέρα και τους αδελφούς αυτού μετέβημεν όλοι ομού εις τον ηγεμόνα, προς τον οποίον ο Απολλωνίδης διηγήθη τα υπό του δαίμονος συμβάντα εις αυτόν πάντα, και ότι δια της βοηθείας του Ιωάννου ηλευθερώθη από του πονηρού πνεύματος· ταύτα δε ακούσας ο ηγεμών εθαύμασε και ηυλαβήθη κατά πολλά τον Ιωάννην, αφήσας ημάς ελευθέρους. ΚΚαθημένων δε ημών εις τον οίκον του Μύρωνος, κατήχησεν ο Ιωάννης πάντας τους εις αυτόν υπάρχοντας, οι οποίοι παρεκάλουν αυτόν ίνα βαπτίση αυτούς· και διδάξας αυτούς ικανώς τα της ευσεβείας μυστήρια, εβάπτισε πάντας εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, του ενός Θεού, και εγένετο μεγάλη χαρά και αγαλλίασις εν Χριστώ εις την οικίαν του Μύρωνος.

γ΄  Περί της θυγατρός του Μύρωνος.                                                            

Η γυνή του ηγεμόνος καθώς προείπομεν, ήτο θυγάτηρ του Μύρωνος· αύτη δε ιδούσα τους γονείς και τους αδελφούς της πιστεύσαντας εις τον Χριστόν, εζήλωσεν επί καλώ και λέγει προς τον άνδρα αυτής: «Ιδού όλος ο οίκος του πατρός μου επίστευσεν εις τον Εσταυρωμένον, τον οποίον κηρύττει ο Ιωάννης· αποφάσισον λοιπόν να πιστεύσωμεν και ημείς δια να δοξασθή ο οίκος ημών μαζί με τον οίκον του πατρός μου». Είπε δε ο ηγεμών Λαυρέντιος προς Χρυσίππην την γυναίκα αυτού: «Ω γύναι· έως ότου είμαι εις την αρχήν και εξουσίαν ταύτην, δεν δύναμαι να πράξω αυτό το οποίον λέγεις και να γίνω Χριστιανός». Λέγει προς αυτόν η γυνή: «Τώρα μάλιστα, όπου έχεις εξουσίαν, πολύ καλλίτερον δύνασαι να πράξης τούτο· διότι θα είσαι συγχρόνως φρουρός και βοηθός των πιστών». Απεκρίθη ο ηγεμών λέγων: «Γνώριζε, ω γύναι, ότι την θρησκείαν των Χριστιανών πάντες αποστρέφονται και καταδιώκουσιν. Εάν λοιπόν γίνη αυτό, το οποίον λέγεις, αμέσως θα δημιουργηθώσι διαιρέσεις και σχίσματα, και συναχθέντες άπαντες θα κατακαύσωσιν ημάς, ή και μεταβαίνοντες εις τον βασιλέα θα καταγγείλωσιν ημάς προς βλάβην ημών. Προτιμότερον λοιπόν να μένω προσποιούμενος τον ειδωλολάτρην, και κρυφίως να υποστηρίζω και βοηθώ τους πιστεύοντας εις τον Χριστόν, και μετά την συμπλήρωσιν του χρόνου της ηγεμονίας, τότε γίνομαι και εις το φανερόν Χριστιανός λαμβάνων το άγιον Βάπτισμα. Συ λοιπόν λάβε τον υιόν μας και ύπαγε εις τον οίκον του πατρός σου· και αφού διδαχθής ακριβώς υπό του Ιωάννου τα δόγματα της Χριστιανικής πίστεως, βαπτίσθητι μετά του τέκνου ημών. Πρόσεχε όμως, ω γύναι, να μη καταφρονήσης κανενός εκ των όσων ακούσης παρά του Ιωάννου, μηδέ εις εμέ να λέγης εκείνα τα οποία παρ’ αυτού μανθάνεις μυστήρια, αλλά φύλαττε ταύτα μυστικά δια τον εαυτόν σου, έως ότου έλθη ο κατάλληλος καιρός». Ταύτα ακούσασα η Χρυσίππη παρά του ανδρός αυτής, και παραλαβούσα τον υιόν της, ήλθεν εις τον οίκον του Μύρωνος· και εισελθούσα προσεκύνησε πρώτον τον Ιωάννην και είτα τους γονείς και τους αδελφούς αυτής· είπε δε προς αυτήν ο Ιωάννης: «Δια ποίαν αιτίαν ήλθες προς ημάς, τέκνον»; Απεκρίθη εκείνη προς αυτόν: «Πιστεύω, Πάτερ τίμιε, ότι ο Θεός θα εγνώρισεν εις σε την αιτίαν δια την οποίαν ήλθον· πλην και εγώ αναγγέλλω προς σε, ότι από ζήλον θεοσεβείας ήλθον, δια να φωτισθώ υπό σου και συνδοξασθή ο οίκος μου μετά του οίκου του πατρός μου». Λέγει προς αυτήν ο Ιωάννης: «Είθε να φωτίση ο Κύριος την καρδίαν σού, του ανδρός σου, του υιού σου και όλου του οίκου σου». Εκείνη δε πεσούσα επί της γης, προσεκύνησεν αυτόν, και είπε: «Παρακαλώ σε, διδάσκαλε αγαθέ, δος εις εμέ την εν Χριστώ σφραγίδα δια να συναριθμηθώ με τον οίκον του πατρός μου». Είπε προς αυτήν ο Ιωάννης: «Τέκνον, τούτο πρέπει να γίνη με την γνώμην του ανδρός σου». Απήντησεν η Χρυσίππη εξηγηθείσα πάντας τους λόγους του ανδρός της. Και ακούσας ο Ιωάννης ότι κατά διαταγήν και με την άδειαν του ηγεμόνος η γυνή αυτού ζητεί το Βάπτισμα, εχάρη χαράν μεγάλην· και κατηχήσας και διδάξας αυτήν, και παραγγείλας προς αυτήν ίνα κατά τας εντολάς του Χριστού πολιτεύεται, εβάπτισεν αυτήν μαζί με τον υιόν της. Τότε ο Μύρων έφερε χρήματα πολλά και έδιδε προς την θυγατέρα αυτού λέγων: «Τέκνον, ιδού χρήματα όσα θέλεις, ιδού και η τράπεζά μου εις την διάθεσίν σου, ίνα τρώγητε εξ αυτής συ και ο υιός σου, και μηκέτι απομακρυνθήτε εκ της οικίας μου, μηδέ μεταβήτε πλέον εις τον ηγεμόνα, μήποτε καταφρονήσητε καμμίαν εκ των εντολών του Χριστού». Η δε Χρυσίππη συνεφώνησεν ειπούσα προς τον πατέρα της: «Τα μεν χρήματά σου ας μένωσιν· εγώ δε μετά του υιού μου, μεταβαίνουσα μίαν φοράν εις τον οίκον μου, ευθύς θα μεταφέρω εκείθεν πάντα όσα προς διατροφήν μας χρειάζονται, και θα είμεθα πλέον πάντοτε μαζί σας». Ταύτα ακούσας ο Απόστολος του Χριστού, είπε προς τον Μύρωνα: «Δεν δέχομαι ουδέ συμφωνώ με τους λόγους σού και της θυγατρός σου· διότι ο Χριστός δεν με απέστειλε δια να χωρίζω γυναίκας από των νδρών ή άνδρας από των γυναικών αυτών, και μάλιστα ότι η θυγάτηρ σου μετά γνώμης και συμφωνίας του ανδρός αυτής επίστευσαν εις τον Χριστόν. Ας πορευθή λοιπόν εν ειρήνη εις τον οίκον της· διότι εγώ πιστεύω εις τον αποστείλαντά με Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, ότι και ο ανήρ αυτής συντόμως θα γίνη Χριστιανός· τα δε χρήματα, δια τα οποία είπατε, δανείσατε εις τον Χριστόν καθώς είναι γεγραμμένον: «Ο ελεών πτωχών δανείζει Θεώ». Προς τους ερχομένους λοιπόν και ζητούντας και έχοντας ανάγκην χρημάτων, δίδετε εξ αυτών· διότι είπεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ότι «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε»· κι πάλιν αλλαχού είπεν: «Ελεήσατε ίνα ελεηθήτε· δότε και δοθήσεται». Ταύτα και περισσότερα τούτων ειπών ο Ιωάννης, απέστειλε την Χρυσίππην και τον υιόν αυτής εις την οικίαν των· την δε επομένην ημέραν έφερεν ο Μύρων προς τον Ιωάννην χρήματα πολλά, λέγων προς αυτόν· «Λάβε ταύτα, διδάσκαλε, και διαμοίρασον εις τους πτωχούς». Λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης: «Ιδού εδέχθην την προαίρεσίν σου, διότι γνωρίζω ότι είναι αύτη κατά Θεόν· εις δε την ιδικήν σου γνώμην αφήνω τα ιδικά σου, όπως με τας ιδίας σου χείρας δίδης εις εκείνους οι οποίοι έχουσιν ανάγκην». Ο δε Μύρων λοιπόν εις πάντας έδιδε τους έχοντας ανάγκην. Ο δε Θεός επλήθυνε τα αγαθά του εις την οικίαν αυτού, η οποία ήτο ως μία πηγή τρέχουσα αφθόνως δια της Χάριτος του Κυρίου· πάντες δε οι εν τω οίκω του Μύρωνος έχαιρον δια την μετάδοσιν προς τους έχοντας ανάγκην, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών· ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

 

δ΄  Περί του Βασιλείου και της γυναικός αυτού.                                                           

Εις την πόλιν εκείνην ήτο έτερος τις πλούσιος ονόματι Βασίλειος, έχων γυναίκα, η οποία ωνομάζετο Χάρις, και η οποία ήτο στείρα. Ούτος λοιπόν ο Βασίλειος, ελθών προς Ρόδωνα τον ανεψιόν του Μύρωνος, άνδρα ευγενή και κατά πάντα λαμπρόν, πλην Έλληνα κατά την θρησκείαν υπάρχοντα, είπε προς αυτόν: «Τι συμβαίνει εις τον οίκον του Μύρωνος του συγγενούς σου, και διατί ούτος περιωρίσθη εις την οικίαν του μετά των ιδικών του και του ξένου εκείνου, και ούτε συναναστρέφεται με ημάς πλέον, ούτε δέχεται ημάς εις συνομιλίαν; Ποία είναι η διδαχή του ανθρώπου εκείνου; Ειπέ μοι, σε παρακαλώ». Είπε προς αυτόν ο Ρόδων: «Πολλοί θαυμάζουσι τον άνδρα τούτον και λέγουσιν ότι εις όσα λέγει δεν αποτυγχάνει ποτέ». Λέγει ο Βασίλειος προς τον Ρόδωνα: «Άραγε δύναται δια των λόγων του, ίνα ποιήση την γυναίκα μου να τεκνοποιήση»; Απεκρίθη ο Ρόδων: «Λέγουσι περί αυτού, ότι και τούτο δύναται να ποιήση». Ταύτα ακούσας ο Βασίλειος, ελθών εις την οικίαν του Μύρωνος, είπεν ότι επιθυμεί να συνομολήση μετά του Ιωάννου· ακούσας δε παρά του Μύρωνος τούτο ο Ιωάννης εδέχθη ευχαρίστως τον Βασίλειον, ο οποίος εισελθών προσεκύνησεν αυτόν· είπε δε προς τον Βασίλειον ο Ιωάννης: «Είθε να πληρώση ο Κύριος πάντα τα ζητήματά σου, και μακάριος ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος δεν επείρασε τον Θεόν εν τη καρδία αυτού. Όμως, ω Βασίλειε, εις τους Ισραηλίτας, οίτινες επείραζον τον Θεόν, ο απείραστος από τον πειρασμών αυτών, ως αγαθός όπου είναι, έδιδε την ευλογίαν αυτού, άλλοτε μεν σχίζων την πέτραν και εξάγων εκείθεν ποταμόν ύδατος δια να πίωσιν οι απειθείς, άλλοτε δε άρτον αποστέλλων προς αυτούς εκ του ουρανού δια να φάγωσιν ακοπιάστως οι αχάριστοί· και άλλοτε τα κρέατα επλήθυνεν εις αυτούς, τόσον ώστε εξήρχοντο από την ρίνα αυτών· αλλά δεν επίστευσαν εις τον τα τοιαύτα θαυματουργήσαντα Θεόν οι αγνώμονες και σκληροί. Και συ λοιπόν, Βασίλειε, μη πειράζης τον Θεόν, δια να μη πάθης κακόν· πίστευε δε εις αυτόν, και πάντα τα αιτήματά σου Αυτός θέλει πληρώσει». Iδών ο Βασίλειος ότι πάντα όσα είχεν εις την καρδίαν του εγνώρισε και του είπεν ο Απόστολος του Χριστού, είπε προς αυτόν: «Και επίστευσα και πιστεύω, διδάσκαλε· όμως παρακαλώ σε, όπως δεηθής του Θεού σου και τεκνοποιήση η γυνή μου». Λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης: «Εάν πιστεύσης, θα ίδης του Θεού μου την δύναμιν»· και πολλά κατηχηθείς ο Βασίλειος παρά του Ιωάννου, εξήλθε του οίκου του Μύρωνος πορευθείς εις τον οίκον αυτού· την δε επομένην ημέραν επανέρχεται μετά της γυναικός του εις την οικίαν του Μύρωνος, και εισελθόντες προσεκύνησαν αυτόν· είπε δε ο Απόστολος προς την γυναίκα του Βασιλείου: «Χαίροις, Χάρις· η Χάρις του Θεού να φωτίση την καρδίαν σού και του ανδρός σου, και να δώση εις σε καρπόν κοιλίας αγαθόν». Και αφού εδίδαξεν αυτούς ικανώς, ήλθεν επ’ αυτούς η Χάρις του Αγίου Πνεύματος και παρεκάλεσαν αυτόν ίνα τους βαπτίση. Αφού λοιπόν εβαπτίσθησαν, παρεκάλουν τον Ιωάννην όπως μεταβή και ευλογήση τον οίκον αυτών· όθεν απελθών και προσευξάμενος, ηυλόγησεν αυτούς και τον οίκον αυτών, και υπέστρεψεν εις τον οίκον του Μύρωνος. Συνέλαβε δε εν γαστρί η γυνή του Βασιλείου, και δια της Χάριτος του Χριστού έτεκεν υιόν, τον οποίον ωνόμασαν Ιωάννην. Ο δε Βασίλειος, λαβών χρυσίον αρκετόν, έφερεν αυτό εις τον Απόστολον προς διάδοσιν εις τους πτωχούς· είπε δε προς αυτόν ο Ιωάννης: «Ύπαγε, τέκνον μου, και διαμοίρασον τα ιδικά σου υπάρχοντα με τας ιδικάς σου χείρας, και θα έχης θησαυρόν εις τον ουρανόν». Μετά ταύτα, αφού παρήλθον δύο έτη, έληξεν η προθεσμία της ηγεμονίας Λαυρεντίου του ανδρός της Χρυσίππης, όστις αντικατεστάθη υπ’ άλλου· και εισελθών ούτος εις τον οίκον Μύρωνος του πενθερού αυτού, ησπάσατο τον Ιωάννην και είπε προς αυτόν: «Διδάσκαλε, η σύγχυσις των βιοτικών πραγμάτων εσκότισε τον νουν μου και με υστέρησε μέχρι σήμερον της εκ της διδασκαλίας σου ωφελείας· όμως τώρα παρακαλώ την αγίαν σου ψυχήν, όπως δια του φωτισμού του Θεού σου καθαρίσης και την ιδικήν μου συνείδησιν εκ των προτέρων μου αμαρτημάτων». Κατηχήσας λοιπόν τούτον ο Απόστολος του Χριστού, εβάπτισεν αυτόν, και απέλυσεν εις τον οίκον αυτού μετ’ ειρήνης εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.

 

ε΄  Περί Χρύσου του Πολιτάρχου.                     

Υπήρχεν εκεί εις την Φλωράν άνθρωπος τις ονόματι Χρύσος, έχων γυναίκα ονομαζομένην Σελήνην και υιόν μονογενή, όστις ηνωχλείτο υπό ακαθάρτου πνεύματος· ήτο δε ο Χρύσος ούτος πολιτάρχης (πρώτος της πόλεως). Ακούσας λοιπόν ο Χρύσος, ότι ο Ιωάννης μεγάλα σημεία ποιεί, παραλαβών τον υιόν αυτού έρχεται εις την οικίαν του Μύρωνος· ο δε Ιωάννης, ευθύς ως είδεν αυτόν, είπε: «Χρύσε, αι αμαρτίαι σου κατακρατούσι και τυραννούσι τον υιόν σου· μίσησον λοιπόν την δωροληψίαν και την προσωποληψίαν κατά τας δίκας, δια να εύρης έλεος παρά του Θεού· αλλά δια ποίον λόγον ήλθες προς ημάς»; Απεκρίθη ο Χρύσος: «Κύριε, λάβε όσα πράγματα έχω εις τον οίκον μου, και δίωξον το πονηρόν πνεύμα από τον υιόν μου δια να μη αποθάνη κακώς». Λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης: «Ημείς δεν έχομεν ανάγκην εκ των πραγμάτων στο, αλλά χρειαζόμεθα σε και τον υιόν σου». Αποκριθείς ο Χρύσος είπε: «Κύριε, τι πρέπει να πράξω δια να καθαρισθή ο υιός μου»; Είπεν αυτώ ο Ιωάννης: «Πίστευσον εις τον Εσταυρωμένον Ιησούν και θα ίδης την δύναμιν Αυτού». Απεκρίθη ο Χρύσος: «Πιστεύω, Κύριε· μόνον να θεραπευθή ο υιός μου». Τότε κρατήσας ο Ιωάννης της δεξιάς χειρός του παιδός, και σφραγίσας αυτόν τρεις φοράς, εποίησεν ευχήν και αμέσως εδίωξεν απ’ αυτού το πονηρόν πνεύμα· ιδών δε ο Χρύσος το γενόμενον σημείον, εξέστη και έπεσεν επί πρόσωπον προσκυνήσας αυτόν, και είπεν: «Αληθώς, Πάτερ, μετά σου είναι ο Θεός». Την άλλην λοιπόν ημέραν, λαβών ο Χρύσος την γυναίκα και τον υιόν αυτού και χρήματα ικανά, ήλθε προς τον Ιωάννην, λέγων: «Κύριε, λάβε ταύτα και δος εις ημάς την εν Χριστώ σφραγίδα». Λέγει προς αυτούς ο Ιωάννης: «Δια την σφραγίδα του Χριστού δεν χρειάζονται χρήματα, αλλά μόνον πίστις αγαθή· ταύτα δε τα χρήματα, αφού διαμοιράσητε εις τους έχοντας ανάγκην, λάβετε δωρεάν την Χάριν του Χριστού». Και αφού εδίδαξεν αυτούς αρκούντως, εβάπτισεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και απέστειλε τούτους μετ’ ειρήνης εις τον οίκον αυτών. Εμείναμεν λοιπόν αρκετόν χρόνον εις τον οίκον του Μύρωνος μη εξερχόμενοι, αλλά πάντας τους πιστεύοντας εντός του οίκου εδίδασκε και εβάπτιζεν.

 

στ΄  Η κατάρρευσις του ναού του Απόλλωνος.                                                                                                                        

Αφού συνεπληρώθησαν τρία έτη από της ελεύσεως ημών εις την Πάτμον και πολύ πλήθος λαού επίστευσε και εβαπτίσθη υπό του Ιωάννου, παραλαβών με ούτος μίαν των ημερών εξήλθομεν εις την αγοράν εις μέρος ένθα ήτο ιερόν του Απόλλωνος· και συνήχθη εκεί λαός πολύς, και άλλοι μεν επίστευον εις τα λεγόμενα υπό του Ιωάννου, άλλοι δε ηπίστουν· οι δε ιερείς του Απόλλωνος ήρχισαν λέγοντες προς αυτούς: «Ω ανόητοι άνθρωποι, τι δίδετε προσοχήν εις τα λεγόμενα υπό του απατεώνος τούτου; δεν γνωρίζετε ότι δια τας μαγείας του εστάλη ενταύθα εις εξορίαν; Τι πλανάσθε λοιπόν ακούοντες τοιούτου ελεεινού και εξορίστου ανδρός, ο οποίος υβρίζει τους αθανάτους θεούς»; Ακούσας ταύτα ο Ιωάννης, είπε προς τους ιερείς τούτους: «Ιδού αφίεται ο οίκος υμών έρημος εν τω ονόματι του Χριστού», και εν τω άμα κατέπεσεν ο ναός του Απόλλωνος χωρίς εκ της πτώσεως να βλαβή κανείς εκ του πλήθους. Τότε συλλαβόντες τον Ιωάννην οι ιερείς, και δώσαντες εις αυτόν πολλάς πληγάς, έφερον αυτόν προς τον ηγεμόνα λέγοντες προς αυτόν, ότι «Ιωάννης ο εξόριστος δια μαγικής κακοτεχνίας κατέστρεψε του μεγάλου θεού Απόλλωνος τον ναόν». Και τούτο ακούσας ο ηγεμών εταράχθη μεγάλως και ελυπήθη πολύ· δια τούτο διέταξεν ίνα βάλωσιν ημάς εις την βαθυτέραν φυλακήν δεδεμένους με σίδηρα. Ταύτα πάντα μαθών ο Μύρων μετά του υιού αυτού Απολλωνίδου, μετέβησαν προς τον ηγεμόνα Ακύλαν, προς τον οποίον είπεν ο Απολλωνίδης: «Η ευσπλαγχνία, η φιλανθρωπία και η ελεημοσύνη σου προς πάντας τους έχοντας ανάγκην είναι πολύ μεγάλαι και παρά πάντων ομολογούνται· όθεν παρακαλώ και εγώ την εξοχότητά σου δια τον ξένον Ιωάννην, όπως παραδώσης τούτον εις ημάς, και όστις έχει να είπη τίποτε εναντίον αυτού ενώπιόν σου, δυνάμεθα να τον παρουσιάσωμεν οιανδήποτε ώραν ζητήσης αυτόν». Απεκρίθη προς αυτούς ο ηγεμών ειπών: «Έχω ακούσει παρά πολλών περί του ανθρώπου τούτου, ότι είναι μάγος· εάν λοιπόν δια μαγείας φύγη από σας ούτος, τι θα κάμητε τότε»; Απήντησαν ούτοι προς τον ηγεμόνα: «Ας είναι εις την διάθεσίν σου αντί του Ιωάννου αι κεφαλαί ημών και όλος ο οίκος μετά των υπαρχόντων ημών». Κατόπιν τούτων έδωσε την άδειαν ο ηγεμών ευλαβηθείς τους άνδρας, διότι ήσαν εκ πάντων των κατοίκων της πόλεως τιμιώτεροι και ονομαστότεροι. Εισελθόντες εις την φυλακήν ο Μύρων μετά του υιού αυτού Απολλωνίδου έλυσαν ημάς εκ των σιδήρων, και εκβαλόντες εκ της φυλακής έφερον εις τον οίκον αυτών· είπε δε ο Μύρων προς τον Ιωάννην: «Κάθισον λοιπόν εις τον οίκον του δούλου σου, και μη εξέρχησαι πλέον εις την αγοράν· διότι πονηροί και βάρβαροι είναι οι κάτοικοι της πόλεως ταύτης και υπάρχει φόβος μήπως σε θανατώσωσιν». Απεκρίθη ο Ιωάννης: «Μύρων αδελφέ, δεν με απέστειλεν ο Χριστός δια να ησυχάζω μέσα εις τας οικίας, αλλά με απέστειλεν εις τους βαρβάρους και πονηρούς ανθρώπους, ειπών: «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων». Και πάλιν: «Ότι δια πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των ουρανών». Εγώ λοιπόν είμαι έτοιμος δια το όνομα του Χριστού να ατιμάζωμαι και να υποφέρω, να δέρωμαι και να υπομένω, να διώκωμαι και να ευχαριστώ, και με ένα λόγον, καθ΄ εκάστην ημέραν υπέρ του Χριστού να αποθνήσκω».

 

ζ΄  Η θεραπεία του δαιμονιώντος νέου και του παραλυτικού

Την επομένην ημέραν παραλαβών εμέ ο Ιωάννης μετέβημεν εις τόπον καλούμενον «Τύχη», ένθα κατέκειτο εις παραλυτικός, ο οποίος ιδών ημάς διερχομένους εκείθεν, είπε προς τον Ιωάννην: «Διδάσκαλε των Χριστιανών, μη παραβλέψης τον δούλον σου· διότι και εγώ ξένος είμαι καθώς και εσείς· μη με βδελυχθής λοιπόν και αποστραφής· ευρίσκεται παρ’ εμοί άρτος ολίγος και βούτυρον ολίγον· δια τούτο παρακαλώ να καταδεχθής και έλθης δια να συμφάγωμεν». Λυπηθείς αυτόν ο Απόστολος του Χριστού είπε: «Σήμερον θα συμφάγω μετά σου και θα συνευφρανθώμεν»· και προχωρησάντων ημών ολίγον, συνήντησεν ημάς μία χωρική γυνή χήρα κλαίουσα και ερωτώσα: «Που είναι ο ναός του Απόλλωνος»; Είπε δε προς αυτήν ο Ιωάννης: «Τι χρειάζεσαι τον ναόν αυτόν»; Απεκρίθη η γυνή λέγουσα: «Έχω υιόν μονογενή και εισήλθεν εις αυτόν πνεύμα πονηρόν, το οποίον τυραννεί αυτόν ήδη τριάκοντα τρεις ημέρας. Ήλθον λοιπόν ίνα ερωτήσω τον θεόν τι να πράξω δια τον υιόν μου, και δεν γνωρίζω τον τόπον όπου είναι ο ναός· διότι δεν ήλθον ποτέ άλλοτε εις την πόλιν ταύτην». Αφού ο Απόστολος του Χριστού ήκουσε την γυναίκα, λέγει προς αυτήν: «Επίστρεψον εις τον οίκον σου, γύναι· διότι με την δύναμιν του Χριστού απ’ αυτής της στιγμής εκαθαρίσθη ο υιός σου από του πονηρού πνεύματος». Νομίσασα δε η γυνή ότι ο Ιωάννης είναι ιερεύς του Απόλλωνος, επίστευσεν εις τους λόγους αυτού, και απελθούσα εις τον οίκον αυτής εύρε τον υιόν της απαλλαγέντα του πονηρού πνεύματος και σωφρονούντα. Και αφού εδίδαξεν αρκετά τους παρευρεθέντας περί της Βασιλείας του Θεού ο Ιωάννης, επεστρέψαμεν εις τον τόπον όπου ευρίσκετο ο παραλυτικός, περί του οποίου προείπομεν, είπε δε προς αυτόν ο Απόστολος: «Ιδού όπου ήλθομεν εις την τράπεζάν σου δια να συμφάγωμεν, αλλά ποίος θα μας υπηρετήση»; Λέγει ο παραλυτικός: «Κύριοι, εις κόπον σας έβαλον όπως σεις υπηρετήσητε εμέ τον δούλον σας». Απεκρίθη ο Ιωάννης ειπών: «Όχι· αλλ’ εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού, εγέρθητι και υπηρέτησον ημάς»· και κρατήσας εκ της χειρός, ήγειρεν αυτόν και υπηρέτησεν ημάς μετά χαράς και αγαλλιάσεως δοξάζων τον Θεόν. Αναστάντες εκείθεν και ευχαριστήσαντες τον Κύριον επεστρέψαμεν εις τον οίκον του Μύρωνος· εύρομεν δε εκεί Ρόδωνα τον ανεψιόν αυτού, ο οποίος παρεκάλεσε πολύ τον Ιωάννην, όπως βαπτίση αυτόν· διδάξας δε τούτον και κατηχήσας ασφαλώς ο Απόστολος εβάπτισεν αυτόν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Την ακόλουθον ημέραν ήλθεν εκεί ο ξένος, ο οποίος ήτο παραλυτικός και εθεραπεύθη, και προσκυνήσας τον Ιωάννην παρεκάλει αυτόν λέγων: «Κύριε, καθώς το σώμα μου ανελπίστως εκ της ανιάτου ασθενείας εθεράπευσας, τοιουτοτρόπως και την ψυχήν μου ανόρθωσον δια της σφραγίδος του Θεού σου». Πάντως δε όσοι είδον υγιά και περιπατούντα τον πρώην παραλυτικόν εξεπλάγησαν δια το μεγαλείον του πράγματος· διηγείτο δε ούτος εις πάντας τον τρόπον της θεραπείας του. Κατηχήσας δε τούτον ο Ιωάννης εβάπτισε, παραγγείλας εις αυτόν να τηρή επιμελώς πάσας τας εντολάς του Κυρίου, δια να μη πάθη πάλιν όπως και πρότερον.

 

η΄   Περί του Ιουδαίου Κάρου.                                                                      

Μετά παρέλευσιν ημερών τινων, εξελθόντες της οικίας του Μύρωνος ήλθομεν εις τόπον τινά παραθαλάσιον ονομαζόμενον «Πρόκλον», ένθα υπήρχον καταστήματα κατεργασίας δερμάτων (βυρσοδεψεία)· ήτο δε εκεί εις βυρσοδέψης Ιουδαίος, ονομαζόμενος Κάρος, ο οποίος ήρχισε να συζητή μετά του Ιωάννου εκ των βιβλίων του Μωϋσέως, ο δε Απόστολος του Χριστού εξήγει προς τον Ιουδαίον κατά το πνεύμα τα υπ’ εκείνου κατά το γράμμα  εννοούμενα· ούτος δε εφιλονίκει και αντέλεγεν εις τα λεγόμενα υπό του Ιωάννου. Όμως ο θείος Απόστολος μετά πολλής της πραότητος επέμενε διαλύων τα λεγόμενα υπό του Ιουδαίου, αντιπαραθέτων τα των Προφητών και προσαρμόζων αυτά εις τον Υιόν του Θεού και την ένσαρκον οικονομίαν αυτού, τον τε Σταυρόν και την Ανάστασιν, τα οποία πάντα υπ’ αυτών προεκηρύχθησαν. Ακούσας ταύτα ο Κάρος ετράπη πάραυτα εις βλασφημίας, τας οποίας ακούσας ο Ιωάννης είπε προς αυτόν· «Σιώπα, πεφίμωσο»· και ομού με τον λόγον έγινεν ο Ιουδαίος κωφός και άλαλος· πάντες δε οι εκεί ευρισκόμενοι εθαύμασαν, πως μόνον με τον λόγον του Ιωάννου εβωβάθη ο Κάρος, και επίστευσαν εις τον Κύριον. Λέγει προς αυτούς ο Ιωάννης: «Τι θαυμάζετε, ω άνδρες, δια τούτον, ο οποίος μόνος του έσυρεν εις τον εαυτόν του την καταδίκην; Ή δεν γνωρίζετε, ότι εκείνοι οι οποίοι δεν συμφωνούσι και δεν πείθονται εις τους λόγους, ούτοι κρίνονται δια των όπλων και πείθονται δια της βίας». Ίστατο δε εκεί πλησίον Αρεώτης ο φιλόσοφος, όστις είπε προς τον Ιωάννην: «Διδάσκαλε, το μέλι δεν γνωρίζει καμμίαν πικρίαν, και το γάλα δεν έχει καμμίαν κακίαν», και με τον λόγον ένευσεν ο φιλόσοφος εις τον Κάρον, ίνα προσπέση εις τους πόδας του Αποστόλου ειπών προς αυτόν: «Πάτερ· αυτόν τον οποίον εδέσμευσας, καθώς του έπρεπε, παρακαλώ σε λύσον δι την αγάπην και ευσπλαγχνίαν». Τότε ο Ιωάννης, λυπηθείς αυτόν, είπεν: «Εν τω ονόματι Ιησού Χριστού εκλείσθη το στόμα σου, εν τω ονόματι αυτού πάλιν ας ανοιχθώσι τα χείλη σου»· και αμέσως με τον λόγον του Ιωάννου ωμίλησεν ο Κάρος. Εξίσταντο λοιπόν πάντες, επίστευον και εβαπτίζοντο εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· ημείς δε εισελθόντες εις την οικίαν του Ρόδωνος εμείναμεν εκεί. Την άλλην ημέραν αναζητήσας και ευρών ημάς ο Κάρος, έπεσεν εις τους πόδας του Ιωάννου, λέγων προς αυτόν: «Διδάσκαλε, γνωρίζομεν από των Φραφών, ότι οι Πατέρες ημών ελύπησαν και παρώργισαν τον Θεόν, και παραιτήσαντες αυτόν, ο οποίος ήτο η ζωή των, έδωκαν εις τα έθνη το καύχημα της εις Χριστόν ελπίδος· και εγώ δε, επειδή ημάρτησα εις τον Θεόν και εις σε τον υπ’ αυτού αποσταλέντα, παρακαλώ να τύχω συγχωρήσεως και να αξιωθώ της εν Χριστώ σφραγίδος». Κατηχήσας λοιπόν αυτόν ο Ιωάννης, εβάπτισεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

 

θ’  Περί Κύνωπος του μάγου.                                                                    

Εκεί εις την νήσον Πάτμον υπήρχεν εις μάγος ονόματι Κύνωψ, ο οποίος κατοικών εις ένα έρημον τόπον, ήτο κατοικητήριον των ακαθάρτων πνευμάτων από πολλών χρόνων· τούτον δε ως θεόν είχον άπαντες οι κάτοικοι της νήσου πλνώμενοι από τας υπ’ αυτού γενομένας φαντασίας δια της ενεργείας των εντός αυτού κατοικούντων πονηρών δαιμόνων. Οι ιερείς λοιπόν του Απόλλωνος, βλέποντες ότι μετά παρρησίας διδάσκει ο Ιωάννης και ότι ουδέν κακόν έπαθε παρά του ηγεμόνος δια την καταστροφήν του ναού των, μετέβησαν προς τον Κύνωπα τούτον και είπον προς αυτόν: «Ω καθαρώτατε Κύνωψ, επειδή γνωρίζομεν από πολλών ετών, ότι είσαι προστάτης και βοηθός των κατοικούντων εις την νήσον ταύτην, δια τούτο παρακαλούμεν σε, όπως βοηθήσης τώρα εις την συμφοράν, την οποίαν προυξένησεν εις ημάς Ιωάννης ο ξένος και εξόριστος εις την νήσον ημών· διότι ούτος δια μαγικής κακοτεχνίας δεσμεύσας τους πρώτους της πόλεως ημών, εποίησε πάντας αυτούς υποχειρίους του· ένεκα τούτου δε μηδένα φοβούμενος, πολλάς αταξίας κατεργάζεται εις την πόλιν ημών, ώστε και τον ναόν ακόμη του καθαρωτάτου Απόλλωνος κατεκρήμνησε και εξηφάνισεν. Απελθόντες ημείς εις τον ηγεμόνα κατηγγείλαμεν την πράξιν και ασέβειαν ταύτην του Ιωάννου, και διέταξεν ούτος, ίνα κλεισθή ο Ιωάννης εις την φυλακήν· πλην ελθόντες ο Μύρων και ο Απολλωνίδης εξέβαλον αυτόν εκείθεν. Και τώρα το ιδικόν σου όνομα ουδείς πλέον ενθυμείται, αλλά πάντες οι άνθρωποι πλανηθέντες ηκολούθησαν οπίσω αυτού». Ταύτα ακούσας ο Κύνωψ παρά των ιερέων του Απόλλωνος, είπε προς αυτούς: «Σεις γνωρίζετε καλώς, ότι εγώ ουδέποτε εξήλθον εκ του τόπου τούτου, και πως τώρα με παρακινείτε να πράξω τούτο»; Απεκρίθησαν οι ιερείς λέγοντες: «Παρακαλούμεν την καθαρότητά σου να βοηθήσης ημάς ερχόμενος έως την πόλιν». Ο δε Κύνωψ είπε προς αυτούς: «Δεν καταδέχομαι να αλλάξω την τακτικήν και την κατάστασίν μου και να εισέλθω εις την πόλιν προς χάριν ενός μικρού ανθρώπου περιπετειώδους και εξορίστου, αλλ’ αύριον θέλω στείλει ένα πονηρόν άγγελον εις την οικίαν, εις την οποίαν διαμένει, δια να παραλάβη την ψυχήν αυτού, την οποίαν θα παραδώσω εις την αιωνίαν τιμωρίαν». Ταύτα δε ακούσαντες παρά του Κύνωπος οι ιερείς, πεσόντες προσεκύνησαν  αυτόν και επέστρεψαν εις την πόλιν. Την επομένην ημέραν, προσκαλέσας ο Κύνωψ ένα άρχοντα των πονηρών δαιμόνων, λέγει προς αυτόν: «Ετοιμάσθητι καλώς και μετάβηθι εις την πόλιν, εις την οικίαν  του Μύρωνος, εις την οποίαν αφού εισέλθης τύφλωσον τον εκεί διαμένοντα εξόριστον Ιωάννην· είτα λάβε την ψυχήν αυτού και φέρε αυτήν προς με, ίνα τιμωρήσω αυτήν καθώς θέλω εγώ». Εξελθών λοιπόν ο δαίμων εκείθεν, μετέβη εις την οικίαν του Μύρωνος, και εισελθών εστάθη εις τον τόπον εκείνον όπου ήτο ο Ιωάννης, ο οποίος γνωρίσας δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος την έλευσιν και τον σκοπόν του δαίμονος, είπε προς αυτόν: «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σε προστάσσω, πνεύμα ακάθαρτον, να μη εξέλθης από τον τόπον τούτον, έως ότου να είπης εις εμέ δια ποίον λόγον ήλθες ενταύθα»· και ευθύς με τον λόγον του Ιωάννου ευρέθη ο δαίμων δεδεμένος. Λέγει λοιπόν προς αυτόν ο Ιωάννης: «Ειπέ, πνεύμα ακάθαρτον, δια ποίαν αιτίαν εισήλθες εις τον οίκον τούτον»; Αποκριθείς είπεν ο δαίμων: «Οι ιερείς του Απόλλωνος ήλθον προς τον Κύνωπα και είπον πολλά κακά περί σου, παρακαλέσαντες αυτόν όπως εισέλθη εις την πόλιν και θανατώση σε· ούτος όμως δεν κατεδέχετο, λέγων ότι πολλά έτη έχω εις τον τόπον τούτον και δεν αλλάσσω την τακτικήν μου να έλθω εις την πόλιν δι’ ένα μικρόν και εξόριστον ξένον άνθρωπον· λλά πηγαίνετε σεις εις τον δρόμον σας και εγώ θα αποστείλω αύριον ένα άγγελον πονηρόν δια να παραλάβη την ψυχήν αυτού και να την παραδώση εις την κρίσιν και τιμωρίαν». Είπε δε ο Ιωάννης προς τον δαίμονα: «Απεστάλης άλλοτε υπό του Κύνωπος δια να παραλάβης ψυχήν ανθρώπου και να την μεταφέρης εις αυτόν»; Απεκρίθη ο δαίμων ειπών: «Απεστάλην μεν υπ’ αυτού και εθανάτωσα άνθρωπον, ψυχήν δε να μεταφέρω εις αυτόν δεν ηδυνήθην ποτέ». Λέγει πάλιν προς αυτόν ο Ιωάννης: «Δια ποίον λόγον υποτάσσεσθε εις τον Κύνωπα»; Απεκρίθη ο δαίμων: «Πάσα η δύναμις η μεγάλη του σατανά εντός αυτού κατοικεί· έχει δε ούτος συμφωνίας μετά των αρχόντων ημών και ημείς μετ’ αυτού, ώστε να υπακούη εις ημάς εκείνος και ημείς να υποτασσώμεθα εις αυτόν». Είπε δε προς τον δαίμονα ο Ιωάννης: «Άκουσον, πνεύμα πονηρόν· σε προστάσσει Ιωάννης ο Απόστολος του Υιού του Θεού, να μη μεταβής πλέον προς επιβουλήν ανθρώπου τινός, μηδέ προς τον Κύνωπα να επιστρέψης, αλλά να φύγης μακράν από την νήσον ταύτην». Και ευθέως το πνεύμα το πονηρόν εξήλθεν εκ της νήσου και εγένετο άφαντον. Βλέπων ο Κύνωψ ότι εβράδυνεν ο δαίμων να επιστρέψη προς αυτόν, απέστειλε προς τον Ιωάννην έτερον δαίμονα, ειπών και προς αυτόν τα όμοια· ελθών δε και ούτος εστάθη έμπροσθεν του Ιωάννου, ο οποίος ηρώτησεν αυτόν: «Δια ποίον λόγον ήλθες ενταύθα»; Απεκρίθη ο δαίμων λέγων: «Ο Κύνωψ απέστειλεν ένα εκ των αρχόντων των δαιμόνων δια να σε θανατώση, αλλ’ ούτος όμως δεν επέστρεψε προς αυτόν· δια τούτο, προσκαλεσάμενος εμέ, απέστειλέ με ίνα σε θανατώσω· δι’ αυτόν λοιπόν τον λόγον ήλθον ενταύθα». Λέγει προς τον δαίμονα ο Ιωάννης: «Παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού να εξέλθης από την νήσον ταύτην», και ευθέως ο δαίμων εξήλθεν εξ αυτής. Ιδών ο Κύνωψ ότι δεν επέστρεψεν ουδέ ο δεύτερος δαίμων προς αυτόν, προσκαλέσας δύο άρχοντας δαιμονίων είπε προς αυτούς: «Πηγαίνετε προς τον Ιωάννην και μη εισέλθητε και οι δύο προς αυτόν· αλλ’ ο μεν εις ας εισέλθη, ο δε άλλος ας σταθή έξω δια να ακούη τα λεγόμενα και τα γινόμενα». Ελθόντες λοιπόν οι άρχοντες των δαιμόνων εις την οικίαν του Μύρωνος, ο μεν εις εισελθών επλησίασε προς τον Ιωάννην, ο δε έτερος εστάθη έξω συμφώνως προς την εντολήν του Κύνωπος. Γνωρίσας ο θείος Ιωάννης τα γενόμενα είπε προς τον εισελθόντα δαίμονα: «Δια ποίον λόγον ήλθες εις τον οίκον Χριστιανών ανθρώπων, ακάθαρτε δαίμων»; Απεκρίθη ούτος ειπών προς τον Ιωάννην: «Ο Κύνωψ απέστειλε δύο άρχοντας εξ ημών όπως σε θανατώσωσιν, όμως δεν επέστρεψαν ούτοι προς αυτόν πλέον· δια τούτο προσκαλεσάμενος εμέ και έτερον ένα, είπε προς ημάς· Υπάγετε προς τον Ιωάννην, και ο μεν εις ας εισέλθη, ο δε άλλος ας σταθή έξω δια να βλέπη και να ακούη τα γινόμενα· δια τούτο και ήλθομεν». Είπε δε ο Ιωάννης προς τον δαίμονα: «Παραγγέλλω σοι, εν τω ονόματι Ιησού Χριστού, να μη επιστρέψης πλέον προς τον Κύνωπα, αλλά να φύγης μακράν από την νήσον ταύτην», και ευθέως ο δαίμων εξήλθεν· ιδών δε ο έξωθεν ιστάμενος δαίμων, ότι ο σύντροφος αυτού έλαβε πικροτάτην εξορίαν, έφυγε και απελθών ανέφερε πάντα ταύτα εις τον Κύνωπα, ο οποίος δεν απέστειλε πλέον έτερον δαίμονα προς τον Ιωάννην, και είπε προς αυτούς: «Ιδού τους συντρόφους σας εξώρισεν ο Ιωάννης και μέλλομεν πάντες να αφανισθώμεν υπ’ αυτού· όθεν μέγας κίνδυνος και αγών πρόκειται ενώπιον ημών. Έλθετε λοιπόν πάντες να μεταβώμεν  εις την πόλιν, και σεις μεν ίστασθε εις απόκρυφον τόπον δια να με υπηρετήτε, εγώ δε θα εισέλθω δια να προετοιμάσω την καταστροφήν και τον θάνατον αυτού». Λαβών λοιπόν ο Κύνωψ τα πλήθη των δαιμόνων έφθασεν εις την πόλιν, αφήσας αυτούς έξωθεν αυτής και παραλαβών μόνον τρεις μεθ’ εαυτού δια να τους μεταχειρίζηται ως αγγελιοφόρους δια τας μεταξύ των συνεννοήσεις, και εισήλθεν εις την πόλιν· πληροφορηθέντες δε πάντες οι κάτοικοι περί της ελεύσεως αυτού, ήλθον ίνα προσκυνήσωσι, διότι ουδέποτε είχε κατέλθει εις την πόλιν· όθεν και απεκρίνετο εις τον καθένα κατά την ερώτησίν του. Ο δε Ιωάννης είπε προς με: «Τέκνον Πρόχορε, να υπομένης γενναίως και να είσαι στερεός, διότι ο Κύνωψ φροντίζει ίνα ρίψη ημάς εις μεγάλην θλίψιν και πειρασμόν». Συνήχθησαν δε πάντες οι πιστοί αδελφοί εις την οικίαν του Μύρωνος και είμεθα εκεί διδασκόμενοι υπό του Ιωάννου ημέρας δέκα, χωρίς να εξέλθωμεν· διότι παρεκάλεσαν πάντες οι αδελφοί τον Ιωάννην να μη εξέλθη της οικίας λέγοντες: «Μεγάλη σύγχυσις υπάρχει εις την πόλιν και ενδέχεται να κακοποιήσωσιν υμάς». Ο δε Ιωάννης συνεβούλευσε πάντας λέγων: «Έχετε υπομονήν, αδελφοί, και θα ίδετε την δύναμιν και την δόξαν του Θεού· διότι καθώς τώρα συνηθροίσθη πάσα η πόλις και θαυμάζει δια τους λόγους του Κύνωπος, τοιουτοτρόπως θέλουσι συναχθή πάντες δια να θαυμάσωσι την καταστροφήν και τον αφανισμόν του». Μετά δε ταύτα είπε προς με: «Τέκνον Πρόχορε, ας εξέλθωμεν εις την πόλιν». Και εξελθόντες ήλθομεν εις τόπον καλούμενον «Βότρυν»· και καθήσαντες εκεί συνήχθη λαός πολύς και εδιδάσκετο υπό του Ιωάννου. Ακούσας ο Κύνωψ ότι ο Ιωάννης διδάσκει, ευθύς ήλθεν εκεί, και ιδών ότι πάντες πείθονται εις τα λεγόμενα υπό του Ιωάννου, εθυμώθη μεγάλως και είπε προς τον λαόν: «Άνδρες τυφλοί και πεπλανημένοι από την οδόν της αληθείας, ακούσατέ μου· εάν είναι δίκαιος ο Ιωάννης και αληθή τα παρ’ αυτού λεγόμενα και γινόμενα, ας ικανοποιήση και σας και εμέ δια των λόγων, τους οποίους θέλω εγώ είπει προς αυτόν, και τότε να πιστεύσω και εγώ εις τα λεγόμενα και γινόμενα υπ’ αυτού»· παρίστατο δε εκεί λαός πολύς, προς τον οποίον στραφείς ο Κύνωψ είπε προς ένα νεανίσκον ευρισκόμενον εκεί: «Τέκνον, ζη ο πατήρ σου ή απέθανεν»; Απεκρίθη ο νέος: «Όχι, δεν ζη, αλλ’ απέθανε, κύριε». Ηρώτησε πάλιν ο Κύνωψ: «Δια ποίου θανάτου»; Ο δε νέος είπε: «Ήτο ναύτης και συντριβέντος του πλοίου επν΄γη εις την θάλασσαν υπό των κυμάτων και απέθανε». Τότε λέγει ο Κύνωψ προς τον Ιωάννην: «Τώρα να δείξης εάν είναι αληθή τα όσα λέγεις· να αναβιβάσης τον πατέρα του παιδός αυτού από της θαλάσσης και να παρουσιάσης αυτόν ζώντα εις τον παίδα και εις ημάς πάντας». Απεκρίθη ο Ιωάννης λέγων: «Δεν με απέστειλεν ο Χριστός ίνα ανιστώ νεκρούς, αλλά με απέστειλεν ίνα διδάσκω τους πεπλανημένους ανθρώπους» Είπε δε ο Κύνωψ προς πάντα τον λαόν τον παριστάμενον εκεί: «Ω άνδρες, οι κατοικούντες την πόλιν Φλωράν, τουλάχιστον τώρα πιστεύετε ότι είναι πλάνος ο Ιωάννης, και σας πλανά δια μαγικών εμπαιγμάτων; Συλλαβόντες λοιπόν κρατήσατε αυτόν καλώς έως ότου παρουσιάσω εγώ ζώντα τον πνιγέντα και αποθανόντα άνθρωπον». Τότε ο λαός συνέλαβε και εκράτησε τον Ιωάννην, ομού δε πάντες μετά του Κύνωπος ήλθομεν εις τον αιγιαλόν της θαλάσσης. Απλώσας δε ο Κύνωψ τας χείρας αυτού προς την θάλασσαν και κτυπήσας αυτάς, πάραυτα εγένετο κρότος μέγας, ώστε πάντες εφοβήθησαν, ο δε Κύνωψ εγένετο άφαντος αφ’ ημών· άπαξ δε ο λαός έκραξε λέγων: «Μέγας είσαι, ω Κύνωψ, και δεν υπάρχει έτερος πλην σου». Μετά παρέλευσιν αρκετής ώρας ανήλθεν ο Κύνωψ από της θαλάσσης έχων μεθ’ εαυτού ένα δαίμονα εις σχήμα του πατρός του νεανίσκου· και ιδόντες αυτόν πάντες εξέστησαν. Τότε λέγει ο Κύνωψ προς τον παίδα: «Ούτος είναι ο πατήρ σου»; Και είπεν ο νέος: «Ναι, κύριε, αυτός είναι». Ο δε λός πεσών προσεκύνησε τον Κύνωπα και επεζήτει ίνα φονεύση τον Ιωάννην, αλλ’ ημπόδισεν αυτόν ο Κύνωψ λέγων: «Άφετε αυτόν τώρα, και όταν ίδητε μεγαλύτερα σημεία, τότε να τον τιμωρήσητε κακώς», και προσκαλεσάμενος άλλον τινά άνθρωπον, είπε προς αυτόν· «Έχεις υιόν»; Ο δε είπε: «Ναι, κύριε, είχον υιόν, αλλά φθονήσας εις κακός άνθρωπος εφόνευσεν αυτόν». Λέγει προς αυτόν ο Κύνωψ: «Θα αναστηθή ο υιός σου»· και ευθύς ήρχισε μετά φωνής μεγάλης να προσκαλή τον φονεύσαντα και τον φονευθέντα· εν τω άμ δε παρουσιάσθησαν ενώπιον αυτού δύο δαίμονες εις το σχήμα των δύο ανθρώπων εκείνων. Τότε λέγει ο Κύνωψ προς τον άνθρωπον εκείνον: «Ούτος είναι ο φονεύσας τον υιόν σου και ούτος είναι ο φονευθείς»; Απεκρίθη ο άνθρωπος λέγων: «Ναι , κύριε, ούτοι είναι»· και στραφείς ο Κύνωψ λέγει προς τον Ιωάννην: «Τι θαυμάζεις, Ιωάννη»; Ο δε είπεν: «Εγώ δια ταύτα δεν θαυμάζω». Λέγει πάλιν ο Κύνωψ: «Εάν δια ταύτα δεν θαυμάζης, θα ίδης μεγαλύτερα τούτων και τότε θα θαυμάσης· διότι, εάν δεν σε εκπλήξω δια των σημείων, δεν θα σε αφήσω να αποθάνης». Απεκρίθη ο Ιωάννης ειπών: «Τα σημεία σου ομού μετά σου θα εξαφανισθώσι συντόμως». Ακούσαντες δε τους λόγους τούτους οι παριστάμενοι άνθρωποι, είπον προς τον Ιωάννην: «Διατί υβρίζεις τον καθαρώτατον Κύνωπα, εξόριστε άνθρωπε»; Και ευθέως ως άγρια θηρία ώρμησαν προς αυτόν, και ρίψαντες επί της γης, εκτύπων αυτόν άνευ ουδεμιάς λύπης, άλλοι δε δια των οδόντων κατάτρωγον τας σάρκας αυτού, ο οποίος πεσών εις την γην έμεινεν ωσεί νεκρός. Τότε ο Κύνωψ, νομίσας ότι απέθανεν ο Ιωάννης, είπε προς τον λαόν: «Άφετε αυτόν άταφον δια να τον καταφάγωσι τα πετεινά του ουρανού και να ίδωμεν εάν ο Χριστός θα αναστήση αυτόν». Και βέβαιοι όντες πάντες ότι απέθανεν ο Ιωάννης, ανεχώρησαν από του τόπου εκείνου μετά του Κύνωπος, χαίροντες και ευφημούντες αυτόν. Περί δε την δευτέραν ώραν της νυκτός, ενώ ήτο ησυχία πολλή εις τον τόπον εκείνον, πλησιάσας εγώ ήκουσα φωνήν παρά του Ιωάννου λέγουσαν προς με: «Τέκνον Πρόχορε»· εγώ δε μετά κλαυθμού είπον: «Τι εστί, κύριε»; Ο δε είπε μοι: «Ύπαγε ταχέως εις την οικίαν του Μύρωνος, όπου είναι όλοι οι αδελφοί συνηθροισμένοι, και πληροφόρησον αυτούς, ότι ο Ιωάννης ζη και ουδέν κακόν έπαθε· και πάλιν ελθέ ενταύθα». Μεταβάς λοιπόν εγώ εις την οικίαν του Μύρωνος, εύρον πάντας τους αδελφούς συνηθροισμένους και κλαίοντας περί του Ιωάννου· εξεπλάγησαν δε πάντες ιδόντες με· διότι ενόμιζον ότι απέθανον και εγώ μετά του Ιωάννου· είπον δε εγώ προς αυτούς: «Μη λυπείσθε, αδελφοί, αλλά χαίρετε εν Κυρίω, διότι ο διδάσκαλος ημών ζη, και αυτός με απέστειλε προς σας δια να πληροφορηθήτε και ειρηνεύσητε». Ακούσαντες δε εκείνοι ότι ζη ο Ιωάννης, δεν ηθέλησαν ίνα ακούσωσιν άλλον λόγον παρ’ εμού, αλλ’ ευθέως εγερθέντες, ήλθομεν ομού εις τον τόπον εις τον οποίον κατέκειτο ο Ιωάννης, εύρομεν δε αυτόν ιστάμενον και προσευχόμενον, και μετά την ευχήν είπομεν όλοι ομού το «Αμήν» και ησπάσατο πάντας ημάς ένα έκαστον. Επειδή δε έκλαιον πάντες από της χαράς και εδόξαζον τον Θεόν, είπε προς αυτούς ο Ιωάννης: «Βλέπετε, αδελφοί, μήπως πλανηθή κανείς από σας από τα σημεία, τα οποία ποιεί ο Κύνωψ· διότι πάντα κατά φαντασίαν ποιεί. Μακροθυμήσατε λοιπόν και ησυχάσατε εις την οικίαν του Μύρωνος, και θα ίδητε την Χάριν του Θεού». Πολλά δε και άλλα διδάξας και παρηγορήσας αυτούς απέλυσεν εν ειρήνη. Την ακόλουθον ημέραν, ιδόντες ημάς τινές ευρισκομένους εν τόπω καλουμένω «Λίθου βολή», μεταβάντες ανήγγειλαν τούτο προς τον Κύνωπα· ούτος δε ακούσας, αμέσως προσεκαλέσατο τον δαίμονα δια του οποίου ενήργει τας νεκρομαντείας, και είπε προς αυτόν: «Ετοιμάσθητι, διότι ο Ιωάννης ζη και ευρίσκεται εις τον τόπον τον καλούμενον Λίθου βολή». Παραλαβών λοιπόν ο Κύνωψ τούτον τον δαίμονα, ήλθε προς τον Ιωάννην και λέγει προς αυτόν: «Επιθυμών να σου προξενήσω μεγαλυτέραν αισχύνην και τιμωρίαν, σε άφησα να ζης έως τώρα· ελθέ όμως έως τον αιγιαλόν δια να ίδης την δύναμίν μου και να εντραπής». Και ταύτα ειπών, λέγει προς τον λαόν τον ακολουθούντα αυτόν: «Κρατήσατε τούτον τον άνθρωπον έως ότου επιδείξω σημεία μεγαλύτερα των πρώτων, και τότε να παραδώσω αυτόν εις την αιώνιον κόλασιν». Αφού λοιπόν ήλθομεν εις τον αιγιαλόν, εκεί όπου και τας πρώτας φαντασίας και τα εμπαίγματα εποίησεν ο Κύνωψ, εύρομεν πλήθος ανδρών και γυναικών θυμιάζοντας τον τόπον και προσευχομένους, οίτινες μόλις είδον τον Κύνωπα έπεσον και προσεκύνησαν αυτόν· ήσαν δε εκεί και οι τρεις δαίμονες οι νομιζόμενοι ως αναστάντες εκ νεκρών ακολουθούντες αυτόν. Είπε λοιπόν ο Κύνωψ προς τους κρατούντας τον Ιωάννην: «Μη απολύσητε αυτόν, μηδέ αναχωρήση κανείς από σας εκ του τόπου τούτου, έως ότου επιστρέψω εν δόξη»· και ποιήσας δια των χειρών αυτού κρότον μέγαν, έρριψε τον εαυτόν του εις την θάλασσαν γενόμενος άφαντος· ο δε λαός εβόησε: «Μέγας είσαι, Κύνωψ, και δεν υπάρχει άλλος πλην σου». Τότε ο Ιωάννης απλώσας τας χείρας αυτού και ποιήσας σχήμα Σταυρού, παρήγγειλεν εις τους δαίμονας τους ισταμένους εκεί εν σχήματι ανθρώπων και δήθεν εγερθέντας υπό του Κύνωπος, όπως μη αναχωρήσωσιν εκείθεν, προσηύξατο δε λέγων ούτως: «Ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο δια του σχήματος τούτου επί του δούλου σου Μωϋσέως τον Αμαλήκ τροπωσάμενος, κατάγαγε τον πλάνον Κύνωπα εις τα κατώτατα της θαλάσσης, ίνα μη ίδη πλέον τον ήλιον τούτον, και μη καταλεχθή μετά των ζώντων ανθρώπων». Ταύτα του Αποστόλου προσευξαμένου, πάραυτα εγένετο μέγας ήχος και κρότος εν τη θαλάσση και μία απότομος περιστροφή του ύδατος εις το μέρος όπου έρριψεν εαυτόν ο Κύνωψ, ώστε κατέστη αδύνατον ίνα ανέλθη πλέον ούτος εκ της θαλάσσης. Τότε ο Ιωάννης είπε προς τους δαίμονας τους φαινομένους εις σχήμα ανθρώπων εκ νεκρών αναστάντων: «Παραγγέλλω προς σας, εν τω ονόματι του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού, ίνα εξέλθητι και απομακρυνθήτε εκ της νήσου ταύτης», άμα δε ήκουσαν τον λόγον τούτον τα πονηρά πνεύματα, αυτήν την ώραν εγένοντο άφαντα από των ανθρώπων, οι οποίοι ιδόντες ότ ομού με τον λόγον του Ιωάννου εξηφανίσθησαν οι νομιζόμενοι άνθρωποι, ηγανάκτησαν κατά του Ιωάννου, και μάλιστα εκείνοι οι οποίοι ενόμιζον ότι ο πατήρ και ο υιός αυτού ήσαν πράγματι αναστάντες· όθεν και έλεγον ούτοι προς τον Ιωάννην, ο μεν εις: «Μάγε, δος μοι τον υιόν μου»· και ο άλλος: «Εξόριστε, πλάνε, δος μοι τον πατέρα μου»· πάντες δε ομού έλεγον προς αυτόν: «Εάν ήσο άνθρωπος αγαθός, ήθελες συναθροίζει τα διεσκορπισμένα και απολωλότα· επειδή όμως είσαι πονηρός, δια τούτο απεδίωξας και εκείνα τα οποία είχε συναθροίσει ο ευεργέτης ημών καθαρώτατος Κύνωψ· παρουσίασον λοιπόν εις ημάς τους εξαφανισθέντας άνδρας, ει δ’ άλλως σε θανατώνομεν αυτήν την στιγμήν»·  και ώρμησαν μερικοί εξ αυτών ίνα φονεύσωσιν αυτόν· έτεροι δε πάλιν εξ αυτών είπον: «Ας μη θανατώσωμεν αυτόν, έως ότου έλθη προς ημάς ο μέγας Κύνωψ και εκείνος θέλει μας είπει τι πρέπει να πράξωμεν». Παρέμειναν λοιπόν εκεί συμφώνως προς την παραγγελίαν του Κύνωπος μετά των γυναικών και παιδίων αυτών τρεις ημέρας και τρεις νύκτας κράζοντες με μεγάλας φωνάς: «Καθαρώτατε Κύνωψ, βοήθησον ημάς»· ήτο δε ο τόπος εκείνος πολύ θερμός, και ένεκα της ζέστης, της πείνης και των φωνών, οι περισσότεροι εξ αυτών λιποθυμήσαντες έπεσον εις την γην και κατέκειντο άφωνοι· τρία δε μάλιστα παιδία και απέθανον.

 

ι΄  Ανάστασις των τριών παιδίων και ο φωτισμός των Πατμίων.                            

Ιδών αυτούς ο Ιωάννης εις τοιαύτην πλάνην ευρισκομένους και λυπηθείς δια την πώρωσιν της καρδίας αυτών, στενάξας και δακρύσας προσηύξατο προς τον Θεόν λέγων· «Δημιουργέ πάσης πνοής και ζωής χορηγέ Ιησού Χριστέ, δι’ ον ταύτα πάσχω, έμβαλε ευθύτητα εις τας καρδίας του λαού, όπως μηδείς αυτών απόληται». Και ταύτα ειπών, συνεβούλευεν είτα τον λαόν λέγων: «Άνδρες αδελφοί, ακούσατέ μου· ιδού έχετε σήμερον τέσσαρας ημέρας νήστεις περιμένοντες τον Κύνωπα, ο οποίος είναι αδύνατον να επιστρέψη πλέον. Παρακαλώ λοιπόν όπως αναχωρήσητε επιστρέφοντες έκαστος εις τον οίκον αυτού δια να φάγη τον άρτον του». Και μετά ταύτα ελθών πλησίον των εκ της πείνης αποθανόντων παιδίων, προσηύξατο λέγων: «Ο δια της εν τη εσχάτη ημέρα φοβεράς σάλπιγγος εγείρων τους απ’ αιώνος κοιμηθέντας, Κύριε Ιησού Χριστέ, δώρησαί μοι τω σω δούλω τας ψυχάς των τριών τούτων παίδων, όπως ενδοξασθή σου το πανάγιον όνομα επί σωτηρία του λαού σου τούτου»· ευθύς δε μόλις ετελείωσε την ευχήν ο Απόστολος, ανέστησαν οι νεκροί, και τούτο το σημείον ιδόντες οι παριστάμενοι άνθρωποι προσέπεσον εις τους πόδας του Ιωάννου λέγοντες: «Αληθώς εις πλάνην μεγάλην ευρισκόμεθα· διότι συ είσαι πράγματι ο της αληθείας διδάσκαλος». Βλέπων ο του Χριστού Απόστολος ότι επεστράφη το πνεύμα αυτών εις ευθύτητα και επίγνωσιν και ότι ήσαν ούτοι παραλελυμένοι εκ της πείνης, είπε προς αυτούς: «Υπάγετε μετ’ ειρήνης εις τους οίκους σας, ίνα φάγητε και αναλάβητε τας δυνάμεις σας· εγώ δε θα μεταβώ εις την οικίαν του Μύρωνος του δούλου του Θεού, και αύριον θα έλθω πάλιν να σας συναντήσω και ομιλήσω τα πρέποντα». Και ούτω ποιήσας ευχήν απέλυσε πάντας αυτούς· ημείς δε μετέβημεν εις την οικίαν του Μύρωνος, εις την οποίαν μόλις εισήλθομεν εγένετο μεγάλη χαρά και αγαλλίασις, και πάντας τους εκεί αδελφούς παρηγόρησεν ο Ιωάννης δια των λόγων του Αγίου Πνεύματος· και παρατεθείσης τραπέζης εφάγομεν και εδοξάσαμεν τον Κύριον μετά ψυχικής αγαλλιάσεως. Την επομένην ημέραν συνήχθη πάσα η πόλις έξωθεν της οικίας του Μύρωνος, και πάντες έκραζον λέγοντες: «Μύρων, Μύρων, πολλών επαίνων άξιε, δος εις ημάς τον Διδάσκαλον ημών, όπως ωφεληθώμεν  και φωτισθώμεν παρ’ αυτού». Ο δε Μύρων υπωπτεύετο μήπως δια πονηρίας προσκαλούσιν έξω της οικίς τον Ιωάννην, ίνα θανατώσωσιν αυτόν, και τούτο εννοήσας ο Απόστολος, είπε προς αυτόν: «Διατί είναι τεταραγμένη η καρδία σου; Εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν, ότι δεν υπάρχει ουδεμία κακία εντός των ανθρώπων τούτων». Και ταύτα ειπών εξήλθε της οικίας· ιδόντες δε αυτόν οι άνθρωποι, εχάρησαν χαράν μεγάλην και έκραξαν λέγοντες: «Συ είσαι ο ευεργέτης των ψυχών ημών· συ είσαι ο φωτίζων ημάς δια του αθανάτου φωτός». Τότε ο θείος Ιωάννης απεκρίθη προς αυτούς λέγων: «Εγώ μεν είμαι άνθρωπος θνητός όμοιος με σας· εκείνος δε ο οποίος με απέστειλεν, ο Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού, αυτός είναι ο αληθινός ευεργέτης και φωταγωγός των ψυχών, μάλιστα των εις αυτόν πιστευόντων· αυτός λυπηθείς το γένος των ανθρώπων ευρισκόμενον εντός του βυθού της αγνωσίας και υπό της πλάνης των δαιμόνων κατακεκαλυμμένον, ηυδόκησε δια την πολλήν του αγαθότητα να λάβη σάρκα εκ της Αγίας Παρθένου και μένων Θεός να γίνη άνθρωπος, όμοιος με ημάς, χωρίς της αμαρτίας, και υπέμεινε θεληματικώς Σταυρόν και θάνατον, όπως τούτον καταργήση· όθεν αιχμαλωτίσας τον άδην, θανατώσας τον θάνατον και ελευθερώσας τας εις τον άδην ευρισκομένας ψυχάς, ανέστη εκείθεν την τρίτην ημέραν, και ημάς τους Μαθητάς και υπηρέτας αυτού απέστειλεν εις πάντα τον κόσμον δια να κηρύσσωμεν την Βασιλείαν του, χορηγήσας εις ημάς εξουσίαν κατά των ακαθάρτων δαιμόνων και δύναμιν να ενεργώμεν σημεία και θαύματα και θεραπείας διαφόρων ασθενειών δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, όπως δια τούτων πάντων επιστρέψωσι τα έθνη προς τον αληθινόν Θεόν και Δημιουργόν των απάντων. Και σεις λοιπόν, τέκνα μου, μη κλείητε τα ώτα της καρδίας σας, αλλά φεύγοντες από την πλάνην, πλησιάσατε εις το φως της αληθείας». Ταύτα και άλλα περισσότερα διδάξας ο Ιωάννης, παρηγόρει αυτούς, πολλοί δε εξ αυτών πιστεύσαντες εβαπτίσθησαν εκεί εις την οικίαν του Μύρωνος.

 

ια΄  Περί του Ιουδαίου Φίλωνος.                                                                   

Εις την πόλιν εκείνην ευρίσκετο εις Ιουδαίος, ονομαζόμενος Φίλων, ανήρ γνωστικός και νομικός γνωρίζων κατά γράμμα τον Μωσαϊκόν νόμον, ο οποίος είχε γυναίκα λελεπρωμένην. Ούτος λοιπόν, ιδών κατά την αγοράν τον Ιωάννην, ήρξατο να συζητή περί των Μωσαϊκών βιβλίων· ο δε Ιωάννης πάντα τα υπ’ εκείνου λεγόμενα και τα δυσκολονόητα, κατά πνεύμα ηρμήνευεν. Επειδή όμως εφιλονείκει ο Φίλων, δια τούτο ευρίσκοντο εις ασυμφωνίαν επί δύο ολοκλήρους ημέρας· την δε τρίτην ημέραν αφού συνεζήτησαν εν εκτάσει ενώπιον και άλλων πολλών και είδεν ο Ιωάννης την σκληροκαρδίαν και την επιμονήν του Φίλωνος, είπε προς αυτόν: «Φίλων, Φίλων, δεν χρειάζεται η θεία Γραφή πολυλογίαν, αλλά υπακοήν εις τα υπ’ αυτής διδασκόμενα και καθαράν καρδίαν». Εις δε τον τόπον εκείνον εις άνθρωπος έκειτο εις την γην κατεχόμενος υπό σφοδρού πυρετού, τον οποίον ετοποθέτησαν εκεί οι συγγενείς του δια να θεραπευθή υπό του Ιωάννου διερχομένου εκείθεν. Όταν δε ο θείος Ιωάννης, αποχωρισθείς του Φίλωνος, έμελλε να αναχωρήση, εις νεανίσκος, ιστάμενος πλησίον του ασθενούντος, έκραξε λέγων: «Διδάσκαλε των Χριστιανών, παρακαλώ σε, δος προσοχήν εις τον ασθενή τούτον και θεράπευσον αυτόν». Πλησιάσας δε ο Ιωάννης εις τον ασθενή, είπε προς αυτόν: «Εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού ανάστα και μετάβηθι εις τον οίκον σου». Και ευθύς ο ασθενών εγερθείς προσεκύνησε τον Ιωάννην και επορεύθη εις τον οίκον αυτού δοξάζων τον Θεόν. Ιδών ο Φίλων εκείνο το οποίον εποίησεν ο Ιωάννης, δραμών έλαβεν αυτόν εκ της χειρός λέγων: «Διδάσκαλε, τι είναι αγάπη»; Απεκρίθη ο Απόστολος: «Νομικέ, αγάπη είναι ο Θεός, και εκείνος ο οποίος έχει την αγάπην, έχει τον Θεόν». Λέγει πάλιν ο Φίλων: «Δείξον λοιπόν την του Θεού αγάπην και ελθέ εις τον οίκον μου, όπως φάγωμεν άρτον, δια να είναι ο Θεός μεθ’ ημών»· ευθέως δε ηκολούθησεν αυτόν ο Ιωάννης· μόλις δε εισήλθομεν εις τον οίκον του Φίλωνος, ευθύς κατ’ αυτήν την ώραν εκαθαρίσθη η γυνή αυτού εκ της λέπρας· και τούτο ιδών ο πρώην επίμονος και φιλόνεικος Φίλων, αμέσως μετεβλήθη, και προσπεσών εις τον Απόστολον έλεγε: «Διδάσκαλε, μη οργισθής εναντίον μου δια τους λόγους τους οποίους εφιλονείκησα εναντίον της ενθέου διδασκαλίας σου, αλλά δος εις εμέ και την δούλην σου την σύζυγόν μου την του Χριστού σφραγίδα». Κατηχήσας όθεν αυτόν ικανώς, εβάπτισεν αυτόν μεθ’ όλου του οίκου αυτού, και εμείναμεν εκεί ημέρας τινάς.

 

ιβ΄  Θεραπεία του χωλού και του πατρός αυτού ιερέως των ειδώλων.                       

Εξελθόντες εκ της οικίας του Φίλωνος ήλθομεν πλησίον της θαλάσσης, και συνήχθησαν εκεί πολλοί, τους οποίους εδίδασκεν ο Ιωάννης· ήλθον δε εκεί και οι ιερείς του Απόλλωνος, εκείνοι οι οποίοι είχον μεταβή προς τον Κύνωπα εναντίον του Ιωάννου, και τους εδίδασκεν· εις δε εξ αυτών, θέλων να πειράξη τον Ιωάννην, είπεν εις αυτόν· «Διδάσκαλε, έχω υιόν χωλόν και από τους δύο πόδας· θεράπευσον λοιπόν αυτόν δια να πιστεύσω καγώ εις τον Εσταυρωμένον». Είπε προς αυτόν ο Ιωάννης: «Εάν πιστεύσης εις τον Χριστόν, θα θεραπευθή ο υιός σου». Απεκρίθη εκείνος: «Όχι, αλλά πρώτον ποίησον τον υιόν μου υγιά και ύστερον να πιστεύσω». Τότε λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης εντονώτερον: «Μη πειράζης τον απείραστον, και μη βλασφημής απιστών· εν δε τω ονόματι του Ιησού Χριστού να γίνης και συ χωλός και από τους δύο πόδας». Και ευθέως παρελύθησαν τα νεύρα και αι αρμονίαι των ποδών του, και πεσών εις την γην έμεινεν ακίνητος. Είπε δε ο Ιωάννης προς τον άλλον ιερέα: «Ύπαγε εις τον οίκον τούτου του ασθενούς και δείξον τον πάσχοντα υιόν του εις τον μαθητήν μου». Απελθών λοιπόν εγώ εις τον οίκον του ιερέως, είπον προς τον πάσχοντα τους πόδας παίδα: «Είπεν ο Απόστολος του Χριστού Ιωάννης, ίνα έλθης ταχέως προς αυτόν εν τω ονόματι του Εσταυρωμένου». Ευθύς δε ο παις εγερθείς ηκολούθησεν εμέ, και ελθών προς τον Ιωάννην έπεσε και προσεκύνησεν αυτόν· και τούτο ιδών ο πατήρ αυτού, έκραξε μετά δακρύων και μεγάλης φωνής λέγων: «Ελέησόν με, μαθητά του ευσπλάγχνου Θεού». Σπλαγχνισθείς δε αυτόν ο Ιωάννης και σφραγίσας δια του τύπου του Τιμίου Σταυρού τρεις φοράς ανέστησεν αυτόν εις τους πόδας· πάντες δε οι ιδόντες τούτο εθαύμαζον επί τη του Χριστού μεγαλειότητι και επίστευσαν. Εβαπτίσθη λοιπόν ο ποτέ ιερεύς του Απόλλωνος μετά του υιού και παντός του οίκου αυτού.

 

ιγ΄  Θεραπεία του υδρωπικού.                                                                                                                                                   

 Άλλην πάλιν ημέραν ήλθομεν εις μίαν στοάν καλουμένην Δομεστίαν, και ήλθον εκεί πολλοί τους οποίους εδίδασκεν ο Ιωάννης· ήτο δε εκεί πλησίον άνθρωπος υδρωπικός, έχων έξ έτη εν τη ασθενεία ταύτη, και τόσον ήτο ούτος καταβεβλημένος υπό της ασθενείας, ώστε δεν ηδύνατο ούτε καν να ομιλήση, αλλά μόνον δια νεύματος ζητήσας χάρτην και μελάνην έγραψε δύο στίχους προς τον Ιωάννην ούτω: «Τω Αποστόλω και Μαθητή του Χριστού, ο ταλαίπωρος εγώ, ελέησόν με και ανάστησόν με από της ασθενείας μου». Λαβών δε ο Ιωάννης τον χάρτην και αναγνούς, ηυσπλαγχνίσθη αυτόν και αντέγραψε λέγων: «Τω ανθρώπω τω έχοντι το πάθος του ύδρωπος, Ιωάννης ο Απόστολος του Χριστού· εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος να γίνης υγιής». Λαβών ο υδρωπικός τον χάρτην και αναγνώσας ευθέως ηγέρθη ως εάν μη είχεν ουδέποτε ασθενήσει. Και τούτο ιδών ο λαός, έκραξε λέγων: «Μέγας είναι ο Θεός του Ιωάννου, ο οποίος ενεργεί τοιαύτα μεγάλα θαυμάσια», πολλοί δε εξ αυτών και εβαπτίσθησαν. Επίσης και ο θεραπευθείς υδρωπικός, ελθών και πεσών εις τους πόδας του Αποστόλου, εζήτει και αυτός ίνα βαπτισθή, τον οποίον και κατηχήσας εβάπτισε κατ’ αυτήν την ιδίαν ημέραν.

 

ιδ΄   Απελευθέρωσις της επιτόκου γυναικός του ηγεμόνος.                                                                                                 

Συνέβη κατ’ εκείνας τας ημέρας, ώστε η γυνή του ηγεμόνος, η οποία ήτο έγκυος, να μη δύναται να γεννήση, ταλαιπωρουμένη δεινώς τρεις ημέρας, εκινδύνευε δε εις θάνατον. Πέστειλε λοιπόν ο ηγεμών προς τον Ιωάννην ανθρώπους παρακαλών αυτόν και λέγων: «Άνθρωπε του Θεού, ελθέ συντόμως δια να βοηθήσης ημάς». Επορεύθη δε ο Ιωάννης, και μόνον ως επλησίασεν εις τον οίκον του ηγεμόνος, ευθέως εγέννησεν η γυνή αυτού· είπε δε προς αυτόν ο Ιωάννης: «Δια ποίον λόγον προσεκάλεσας ημάς»; Απεκρίθη ο ηγεμών: «Όπως ευλογηθή ο οίκος μου δια σού». Λέγει προς αυτόν ο Απόστολος: «Εάν πιστεύσης εις τον Σωτήρα Χριστόν, θα γίνη εις τον οίκον σου σωτηρία»· είπε πάλιν ο ηγεμών: «Και επίστευσα και πιστεύω εις τον αποστείλαντά σε Χριστόν δια την σωτηρίαν πάντων των ανθρώπων». Διδάξας λοιπόν αυτόν ο του Χριστού Απόστολος και κατηχήσας, εβάπτισεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· επειδή δε παρεκάλει αυτόν και η γυνή του ηγεμόνος, ίνα και ταύτην βαπτίση, απεκρίθη εις αυτήν ο Ιωάννης λέγων: «Δεν δύνασαι τώρα να βαπτισθής πριν παρέλθωσιν ημέραι τεσσαράκοντα». Ο δε ηγεμών έδιδεν αρκετά χρήματα προς τον Ιωάννην, λέγων: «Δέχου ταύτα, Πάτερ, εκ του τέκνου σου και ευλόγησον τον οίκον μου»· απεκρίθη δε προς αυτόν ο Απόστολος του Χριστού: «Δεν δύναται ο οίκος σου να ευλογηθή δια χρημάτων· αλλ’ ύπαγε συ μόνος και διαμοίρασον αυτά εις τους πτωχούς, και τοιουτοτρόπως θα είναι ο οίκος σου ευλογημένος». Εμείναμεν δε εκεί εις την οικίαν του ηγεμόνος τρεις ημέρας, και εξελθόντες εκείθεν επανήλθομεν εις την οικίαν του Μύρωνος, ένθα υπήρχον πολλοί συνηγμένοι, τους οποίους πάντας εδίδαξεν ο Ιωάννης· αφού δε εδίδαξεν αυτούς ικανώς και εχειροτόνησεν εις αυτούς πρεσβυτέρους, είτα επιτελέσας την θείαν Λειτουργίαν και μεταδώσας εις πάντας τα θεία Μυστήρια, παρέδωκεν αυτούς εις την Χάριν του Κυρίου· ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν.

 

ιε΄  Περί της τελουμένης θυσίας εις τον λύκον κατά την πρώτην εκάστου μηνός εις την πόλιν Μυρινούσαν.                                              

Εξελθόντες εκ της πόλεως Φλωράς και περιπατήσαντες, εισήλθομεν εις την πόλιν Μυρινούσαν κατά την πρώτην του Λώου (Αυγούστου) μηνός, και ελθόντες εις τον τόπον καλούμενον «Πιαστήριον» εύρομεν  εκεί τους πρώτους της πόλεως έχοντας ένα νέον σιδηροδέσμιον κείμενον κατά γης· ηρώτησε δε ο Ιωάννης ένα εκ των εκεί παρισταμένων, λέγων: «Δια ποίον λόγον είναι δεμένος ούτος ο νέος»; Απεκρίθη εκείνος ειπών: «Εκάστην πρώτην του μηνός προσφέρεται εις νέος καθαρός θυσία εις τον ευεργέτην λύκον».  Είπε δε ο Ιωάννης: «Και ποίος είναι ο λύκος ούτος; Επεθύμουν να μάθω». Λέγει πάλιν εκείνος: «Περί την τετάρτην ώραν της ημέρας έρχονται οι ιερείς και λαμβάνουσι τον νέον προς θυσίαν και ακολουθεί αυτούς όλος ο λαός· εάν λοιπόν θέλης να ακολουθήσης και συ, δύνασαι να ίδης τον λύκον και την θυσίαν την τελουμένην εις αυτόν». Είπε προς αυτόν ο Ιωάννης: «Άνθρωπε, βλέπω σε άνθρωπον φρόνιμον, γνωστικόν και με πάσαν αρετήν εστολισμένον· επειδή δε εγώ είμαι ξένος και επιθυμώ να ίδω τον λύκον αυτόν, δείξον αυτόν παρακαλώ εις εμέ, και δια την χάριν ταύτην θα σοι δώσω μέγα δώρον»· τούτο δε ακούσας εκείνος, εδέχθη ίνα δείξη τον λύκον προς τον Ιωάννην. Όθεν ελθόντες εις τον τόπον εκείνον και συνομιλούντες μετά του ανθρώπου, αίφνης ο δαίμων ο καλούμενος λύκος ανέβη εκ του ποταμού εστολισμένος κατά φαντασίαν δια ποικίλου στολισμού. Ιδών ο Ιωάννης τον λύκον είπε: «Προς σε λέγω, πνεύμα πονηρόν, άκουσον»· και ευθύς εστάθη ο δαίμων· είπε δε προς αυτόν ο Ιωάννης: «Πόσα έτη έχεις εις τον τόπον τούτον»; απεκρίθη ο δαίμων λέγων: «Εκατόν εξήκοντα πέντε». Λέγει πάλιν προς αυτόν ο Ιωάννης: «Παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού του ζώντος, όπως εξέλθης εκ της νήσου ταύτης και εις ερήμους κι ακατοικήτους τόπους πλέον να έχης την διαμονήν σου»· και ευθέως το πονηρόν πνεύμα εγένετο άφαντον απ’ έμπροσθεν ημών. Ιδών δε ο άνθρωπος εκείνος το σημείον το οποίον εποίησεν ο Ιωάννης, έπεσεν εις τους πόδας αυτού λέγων: «Παρακαλώ σε, κύριε, ειπέ εις εμέ ποίος είσαι; Διότι βλέπω ότι και τους θεούς διατάσσεις και μετά τρόμου σού υπακούουσι». Λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης: «Εγώ είμαι Ιωάννης ο Απόστολος Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού· ούτος δε, τον οποίον σεις λέγετε λύκον, είναι πνεύμα πονηρόν και διαφθείρει τας ψυχάς των ανθρώπων· δια τούτο απέστειλέ με ο Χριστός ίνα διώξω τους δαίμονας και υποδείξω εις τους ανθρώπους την οδόν της αληθείας». Ταύτα ακούσας  ο άνθρωπος λέγει προς τον Απόστολον: «Πρακαλώ σε, άνθρωπε του Θεού, όπως ποιήσης και εμέ δούλον του Χριστού». Κατηχήσας δε τούτον ο Ιωάννης, εβάπτισεν αυτόν εις τον ποταμόν. Ενώ δε ακόμη ο Ιωάννης επεστήριζε δια λόγων πνευματικών τον φωτισθέντα αδελφόν, ιδού έρχονται οι ιερείς της αισχύνης φέροντες μεθ’ εαυτών σιδηροδέσμιον τον νέον δια να θυσιάσωσιν αυτόν εις τον δαίμονα· και δέσαντες αυτού τους πόδας και ετοιμάσαντες κατά πάντα, έλαβον εις χείρας το ξίφος και ανέμενον την εμφάνισιν του δαίμονος· διότι εφαίνετο πρώτον εις αυτούς ο δαίμων δι’ εκστάσεως και φαντασίας, κατελάμβανε δε αυτούς φόβος και τρόμος, και τότε έσφαζον τον νέον. Επειδή όμως ο δαίμων δεν εφαίνετο και εκείνοι ανέμενον, πλησιάσας αυτούς ο Ιωάννης είπεν: «Ω άνδρες, οι ευρισκόμενοι εις την πλάνην των δαιμόνων, αυτόν τον οποίον σεις νομίζετε ότι είναι θεός, τον δαίμονα αυτόν λύκον, εγώ εδίωξα μακράν εκ της νήσου ταύτης εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού μου· τι λοιπόν επιμένετε εις την παράνομον ταύτην θυσίαν; Λύσατε τον νέον και άφετε να υπάγη· εγώ δε θα σας εξηγήσω περί του δαίμονος, ο οποίος σας επλάνα μέχρι τούδε και διέφθειρε τας ψυχάς σας». Ταύτα ακούσαντες οι ιερείς εξέστησαν· διότι ουδείς ποτε  ετόλμησεν εις τον τόπον εκείνον ν ομιλήση ούτως ελευθέρως, δια τον φόβον του δαίμονος. Πάλιν λοιπόν ο Ιωάννης είπε προς αυτούς· «Υπακούσατέ μου, ω άνδρες, και λύσατε τον νέον· παύσατε δε και την ανόητον και φρενοβλαβή ταύτην λατρείαν των δαιμόνων δια της σφαγής ανθρώπων κατ’ εικόνα Θεού πλασθέντων· διότι ο λεγόμενος λύκος εδιώχθη παρ’ εμού και απεστάλη εις το σκότος το εξώτερον δια της δυνάμεως του Θεού μου»· προς ταύτα δε οι ιερείς ούτε καν ετόλμησαν να αποκριθώσι. Τότε λοιπόν ο Ιωάννης πλησιάσας έλυσε τον νέον εκ των δεσμών, και είπε προς αυτόν: «Ύπαγε προς τους γονείς σου εις την πόλιν», διότι δεν επετρέπετο εις ουδένα εκ των συγγενών του θυσιαζομένου ίνα παρευρίσκεται κατά την τελετήν της θυσίας του λύκου· είτα δε πλησιάσας έλαβε τας μαχαίρας εκ των χειρών των ιερέων, και πάντες οι ευρισκόμενοι εκεί εθαύμασαν· ουδείς όμως ετόλμησε να είπη προς τον Ιωάννην λόγον σκληρόν· διότι κατέλαβε πάντας θάμβος και έκστασις μεγάλη δια την εξαφάνισιν του θεού των.

 

ιστ΄  Ανάστασις του εν λουτρώ πνιγέντος νέου.                                   

Εισελθόντες λοιπόν πάντες εντός της πόλεως, εστάθη ο Ιωάννης εις ένα τόπον ονομαζόμενον «Μικρά Στοά» και συνήχθη πέριξ αυτού λαός πολύς· λαβών δε τον λόγον ήρχισε να διδάσκη και να ευαγγελίζηται προς αυτούς τον Χριστόν· όθεν και πολλοί ακούσαντες επίστευσαν εις τους λόγους αυτού και εδόξασαν τον Θεόν δια την σωτηρίαν του παιδίου και την εξαφάνισιν του κακούργου και φονευτού των αθώων πονηρού δαίμονος. Οι ιερείς όμως της αισχύνης επικραίνοντο σφοδρώς κατά του Ιωάννου· εις δε εξ αυτών είχεν υιόν ονόματι Μονάν, ο οποίος λουόμενος κατά την ημέραν εκείνην εις το λουτρόν το ευρισκόμενον εις το μέσον της πόλεως, επνίγη υπό δαίμονος πονηρού εκείσε παραμένοντος· και τούτο μαθών ο ιερεύς, έδραμεν εις το λουτρόν· και ευρών το πτώμα του υιού του, έρχεται δρομαίος προς τον Ιωάννην, λέγων προς αυτόν: «Διδάσκαλε των Χριστιανών, ιδού ήλθεν ο καιρός δια να πιστεύσω και εγώ εις τον υπό σού κηρυττόμενον Θεόν· διότι ο υιός μου επνίγη υπό πονηρού πνεύματος εντός του λουτρού, και γνωρίζω ότι, εάν θέλης, δύνασαι να αναστήσης αυτόν· διότι έχομεν ακούσει π΄ντα όσα εποίησας εις την πόλιν των Φλωρών». Λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης: «Πιστεύεις ότι δύναμαι να ποιήσω τούτο»; Απεκρίθη ο ιερεύς, ειπών: «Ναι, κύριε, πιστεύω», και λαβών τον Ιωάννην εκ της χειρός έφερεν αυτόν εις το λουτρόν όπου ευρίσκετο το πτώμα του πνιγέντος νέου, το οποίον έρριψαν εις τους πόδας του Αποστόλου· ο δε πατήρ αυτού εδέετο μετά δακρύων πικρών του Ιωάννου, λέγων: «Δια τον Θεόν σου, τον οποίον κηρύττεις, λυπήσου με και ανάστησον τον υιόν μου». Τότε ο Ιωάννης, προσευχηθείς, έλαβεν εκ της χειρός τον νεκρόν, και είπεν: «Εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού, ανάστηθι», και ευθέως ανέστη ο νεκρός, προς τον οποίον είπεν ο Ιωάννης: «Τι συνέβη εις σε; Πως έπαθες τούτο»; Απεκρίθη ο αναστηθείς νέος: «Κύριε, καθώς ελουόμην εντός του λουτρού, ήλθεν εκ της θύρας εις αιθίοψ ανήρ και με έπνιξεν». Ηννόησε δε ο Ιωάννης ότι ήτο εκεί ο δαίμων, τον οποίον εδίωξεν εκ του λουτρού του Διοσκορίδου εν τη Εφέσω· όθεν εισελθών εντός του λουτρού, είπε: «Προς σε λέγω, πονηρόν πνεύμα να είπης προς ημάς, πόσους χρόνους έχεις ενταύθα»; Ο δε δαίμων ανέκραξε λέγων: «Έξ έτη έχω· εγώ δε είμαι όστις πριν κατώκουν εις το λουτρόν του Διοσκορίδου εν Εφέσω και τον υιόν εκείνου πνίξας, υπό σου δε εκείθεν εκδιωχθείς· αλλά παρακαλώ σε, να μη με διώξης εκ του τόπου τούτου»· είπε δε ο Ιωάννης προς το πονηρόν πνεύμα: «Εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Εσταυρωμένου παραγγέλλω σοι να εξέλθης εκ της νήσου ταύτης, και να μη κατοικήσης πλέον μεταξύ των ανθρώπων, αλλά να μεταβής εις τόπους αγρίους και ακατοικήτους», και εν τω άμα εξηφανίσθη ο δαίμων κατά τον λόγον του Αποστόλου. Ταύτα πάντα ιδών ο ιερεύς έπεσεν εις τους πόδας του Ιωάννου, λέγων: «Κύριε, ιδού εγώ, ο υιός μου και πας ο οίκος μου, ενώπιόν σου είμεθα, και ό,τι εάν είπης προς ημάς θα υπακούσωμεν και θα ποιήσωμεν». Λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης: «Αληθώς εγνώρισα ότι δια την ωφέλειαν  των ψυχών σας ωκονομήθη παρά του Θεού το πάθημα τούτο του υιού σου· διότι δια του γεγονότος τούτου ωδηγήθητε προς την επίγνωσιν της αληθείας, επειδή προηγουμένως εφέρεσο σκληρώς προς τον λόγον της ευσεβείας. Τώρα λοιπόν πίστευσον εις τον Εσταυρωμένον, και θα σωθής συ και ο οίκος σου». Απεκρίθη ο ιερεύς, λέγων: «Και επίστευσα και πιστεύω, Μαθητά του αληθινού Θεού»· και παραλαβών ημάς εισήγαγεν εις τον οίκον αυτού ζητών ίνα βαπτισθή. Διδάξας λοιπόν και κατηχήσας αυτόν ικανώς ο Ιωάννης, εβάπτισε πάντας εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

 

ιζ΄   Η θεραπεία του πάσχοντος υιού της χήρας.                         

Διαμείναντες εκεί ημέρας επτά χαίροντες και αγαλλόμενοι δια πάντα τα θαυμάσια, τα οποία εποίησεν ο Θεός δια του Ιωάννου, εξήλθομεν εκείθεν και ήλθομεν εις τόπον καλούμενον «Φλογείον», συνήχθη δε εκεί πάσα σχεδόν η πόλις δια να ακούση την διδασκαλίαν του Ιωάννου. Κατ’ εκείνην την ώραν μία γυνή χήρα, διασχίσασα το πλήθος του λαού και ελθούσα έπεσεν εις τους πόδας του Ιωάννου, λέγουσα: «Δούλε του Θεού, ορκίζω σε εις τον Θεόν τον οποίον πιστεύεις και κηρύττεις, ελέησόν με»· είπε δε προς αυτήν ο Ιωάννης: «Τι θέλεις ίνα ποιήσω προς σε»; Απεκρίθη η γυνή λέγουσα: «Αποθανών ο ανήρ μου μοι εγκατέλειψεν ορφανόν παιδίον τριών ετών, το οποίον μετά κόπων και μόχθων πολλών ανέθρεψα και ανέδειξα τέλειον άνδρα· τούτον δε εκτύπησε πονηρός δαίμων· και κατεξώδευσα πάντα τα υπάρχοντά μου δίδουσα εις τους ναούς και εις τα ιερά των λεγομένων θεών και εις τους κακογνώμονας ιερείς, και ουδόλως παρ’ αυτών ωφελήθη. Όθεν παρακαλώ σε, Απόστολε του μεγάλου Θεού, λυπήσου με την αθλίαν και θεράπευσον τον υιόν μου». Λέγει προς αυτήν ο Ιωάννης: «Πήγαινε και φέρε αυτόν εις εμέ δια να τον θεραπεύσω». Πιστεύσασα η γυνή εις τους λόγους του Αποστόλου έδραμεν ευθύς εις τον οίκον αυτής, και είπε προς τον πάσχοντα υιόν της· «Ελθέ ίνα υπάγωμεν προς τον Ιωάννην τον Απόστολον του Χριστού δια να σε θεραπεύση», και ευθύς με τον λόγον τούτον εξήλθεν ο δαίμων απ’ αυτού προ του να έλθη προς τον Ιωάννην. Λαβούσα όμως τούτον η μήτηρ έφερεν αυτόν σωφρονούντα προς τον Ιωάννην· ιδόντες δε οι όχλοι εξεθαμβήθησαν και εδόξασαν τον Θεόν τον δια του Αποστόλου αυτού ενεργούντα τοιαύτα παράδοξα θαύματα· πολλοί δε ένεκα τούτου επίστευσαν εις τους λόγους του Ιωάννου και εβαπτίσθησαν υπ’ αυτού. Και λαβών εκ της χειρός ο Ιωάννης τον θεραπευθέντα νεανίσκον εισήλθε μετ’ αυτού και της μητρός εις τον οίκον αυτών, και κατηχήσας εβάπτισεν αυτούς και πάντας τους εν τω οίκω αυτών, και εμείναμεν εκεί πλησίον αυτών ημέρας τρεις.

 

ιη΄  Καταστροφή του ναού του Διονύσου.                                         

Την τετάρτην ημέραν εξήλθομεν εκ της οικίας εκείνης εις την αγοράν, ένθα συνήχθησαν πολλοί και εδιδάσκοντο υπό του Ιωάννου· γνωρίσας δε ούτος ότι οι ειδωλολάτραι κατ’ εκείνην την ημέραν ετέλουν μεγάλην εορτήν του θεού των Διονύσου, ελθών πλησίον του ναού αυτών εστάθη εκεί διδάσκων τον λαόν ευαγγελιζόμενος την εις τον Θεόν επιστροφήν και μετάνοιαν και την εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν πίστιν, λέγων συγχρόνως προς αυτούς: «Ω άνθρωποι, αφού επλάσθητε κατ’ εικόνα Θεού και ετιμήθητε με λόγον, δεν πρέπει να φαίνεσθε και των αλόγων ζώων αλογώτεροι, ρυπαρώτερον εκείνων βίον διάγοντες, και δια της αισχράς σας πολιτείας να ατιμάζητε τον εαυτόν σας και να νοθεύητε τους όρους της ανθρωπίνης φύσεως». Ταύτα δε και άλλ πολλά τοιαύτα λέγοντος του Ιωάννου προς τον λαόν, ήλθον εκεί οι ιερείς του Διονύσου, λέγοντες προς αυτόν: «Φύγε απ’ εδώ και μη κάμνης σύγχυσιν, εμποδίζων την εορτήν ημών και την τελετήν του θεού Διονύσου». Ο δε Ιωάννης ουδόλως προσείχεν εις τους λόγους αυτών, αλλά περισσότερον εδίδασκε τον λαόν να απομακρύνηται από την σατανικήν εκείνην συνήθειαν και λατρείαν· διότι επεκράτει εις τον ειδωλικόν εκείνον ναόν μία άτακτος και ακάθαρτος παράδοσις, και προσέφερον θύματα φαγητά και ποτά πολλά· εισερχόμενοι δε ΄νδρες και γυναίκες χωρίς παιδιά, αφού έτρωγον και έπινον, έκλειον είτα τας θύρας του ναού και συνεφθείροντο διαπράττοντες παν είδος αισχράς πράξεως και ακολασίας, ωσάν ίπποι θηλυμανείς και αναίσχυντοι. Ιδόντες οι ιερείς της αισχύνης τον Ιωάννην επιμένοντα εις την διδαχήν αυτού και τον λαόν ιστάμενον και ακούοντα αυτού, ελθόντες εκεί, τον μεν λαόν δια κολακειών και παρακλήσεων απεμάκρυναν εκείθεν, τον δε Ιωάννην δέσαντες έφερον μακράν του τόπου εκείνου, και δώσαντες πολλάς πληγάς, άφησαν αυτόν κατά γης δεδεμένον και ημιθανή· αυτοί δε μετέβησαν εις την εορτήν της αισχροπραξίας των, και εισήλθον εις τον ναόν αυτοί μόνοι, κατά την συνήθειαν, δια να τελέσωσι πρώτον τα δαιμονικά μυστήρια και να γευθώσιν εκ των μιαρών και ειδωλοθύτων φαγητών. Εκείτετο λοιπόν ο Ιωάννης κατά γης· εκείθεν δε ηύξατο προς τον Θεόν λέγων: «Ο Θεός και πατήρ της ελπίδος ημών Ιησού Χριστού, ο δια του γενναίου Σαμψών τους μεγίστους οίκους των αλλοφύλων καταβαλών, αυτός και νυν ευδόκησον ίνα καταστραφή ο ναός της ασωτείας». Έτι δε του Ιωάννου προσευχομένου, ιδού ο ναός όλος κατέπεσεν εκ των θεμελίων, και κατεπλακώθησαν εντός αυτού αποθανόντες οι δώδεκα ιερείς μόνον, χωρίς εκ του λαού να πάθη κανείς.

 

ιθ΄   Περί Νοητιανού του μάγου.                                                 

Υπήρχεν εις την πόλιν εκείνην άνθρωπος τις, Νοητιανός ονόματι, έχων και γυναίκα ονομαζομένην Φοράν και δύο υιούς, εκ των οποίων ο πρώτος ωνομάζετο Ράξ, και ο νεώτερος Πολύκαρπος· είχε δε ούτος μεγάλην πείραν μαγικής κακοτεχνίας και πολλά μαγικά βιβλία υπό δαιμόνων συντεθειμένα. Ούτος λοιπόν, ως είδε τον ναόν του Διονύσου πεσόντα δια της προσευχής του Ιωάννου και τους ιερείς καταπλακωθέντας και αποθανόντας, ελυπήθη σφόδρα και εθυμώθη κατ’ αυτού, αναλαβών ζήλον δαιμονιώδη· ο δε λαός δραμών έλυσε τον Ιωάννην και προσπεσών παρεκάλει αυτόν να μη οργισθή και πάθωσι και αυτοί το πάθημα των ιερέων. Ελθών λοιπόν εκεί και ο Νοητιανός είπε προς τον Ιωάννην: «Ιδού πάντες αγαπώμεν σε πειθόμενοι εις τα λεγόμενά σου και δεν ζητούμεν παρά σου λόγον δια την καταστροφήν του ναού· όμως δια να πληροφορηθώμεν τελείως περί της ευθύτητος της καρδίας σου και ότι Θεόν ζώντα κηρύττεις εις ημάς, ανάστησον τους δώδεκα ιερείς τους καταπλακωθέντας εις τον ναόν και αποθανόντας εντός αυτού». Λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης: «Εάν ήσαν άξιοι να αναστηθώσι, δεν θα απέθνησκον μόνον αυτοί οι δώδεκα εκ του τοσούτου πλήθους του λαού». Απεκρίθη ο Νοητιανός, λέγων: «Εγώ προς δόξαν ιδικήν σου και δια το καλόν και συμφέρον σου φροντίζων, είπον ταύτα προς σε και επαναλαμβάνω· ή ανάστησον τους αποθανόντας δια να πιστεύσω και εγώ εις τον Εσταυρωμένον ή πρέπει να γνωρίζης, ότι θα αναστήσω εγώ τούτους, και συ θα υποβληθής εις την εσχάτην των ποινών θανατούμενος κακώς ως καταστροφεύς του μεγίστου ναού». Λέγει πάλιν προς αυτόν ο Ιωάννης: «Μη πλανάσαι, ω Νοητιανέ, στηριζόμενος εις μαγείας και ψευδείς ελπίδας». Διδάσκοντος λοιπόν του Ιωάννου τον λαόν, ανεχώρησεν εκείθεν ο Νοητιανός εν μεγάλη στενοχωρία και μετέβη να ίδη ποίαν καταστροφήν είχεν υποστή ο ναός· εκεί δε, δια της επικλήσεως των δαιμόνων, εποίησε να παρουσιασθώσιν εις αυτόν δώδεκα δαίμονες εις σχήμα και μορφήν των δώδεκα θανατωθέντων ιερέων, προς τους οποίους είπεν: «Έλθετε οπίσω μου δια να ενεργήσωμεν όπως θανατωθή ο Ιωάννης», είπον δε προς αυτόν οι δαίμονες: «Δεν δυνάμεθα να πλησιάσωμεν προς τον Ιωάννην· αλλ’ ημείς ιδού ιστάμεθα ενταύθα· συ δε μεταβάς φέρε εδώ τον λαόν δια να ίδη ημάς και πιστεύση, και απελθών λιθοβολήση τον Ιωάννην και αποθάνη». Εγνώρισεν ο Ιωάννης πάντα ταύτα δια της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος· όθεν είπε προς με: «Τέκνον Πρόχορε, όταν έλθη εδώ ο Νοητιανός, συ ύπαγε δι’ άλλης οδού όπισθεν του κατεστραμμένου ναού, και θα ίδης εκεί δώδεκα άτομα ισταμένους εις σχήμα των θανατωθέντων ιερέων, και ειπέ προς αυτούς: «Λέγει ο Απόστολος του Χριστού Ιωάννης, να αφανισθήτε εκ της νήσου ταύτης μεταβαίνοντες εις ανύδρους τόπους». Ενώ δε ακόμη ωμίλει προς με ο Ιωάννης, έρχεται ο Νοητιανός κράζων και λέγων: «Άνδρες αδελφοί, έως πότε ακούετε τους διεστραμμένους λόγους του απατεώνος τούτου; ιδού εγώ, καθώς υπεσχέθην, ανέστησα τους ιερείς περί των οποίων είπεν ούτος ότι ήσαν ανάξιοι να ζώσιν· εντός ολίγου δε θέλω ανεγείρει και τον ναόν εάν αυτόν τον πλάνον θανατώσητε. Έλθετε λοιπόν πάντες, εκτός μόνον αυτού του απατεώνος, δια να ίδητε τους αναστηθέντας ιερείς». Ακούσαντες δε οι όχλοι περί της αναστάσεως των ιερέων, ηκολούθησαν τον Νοητιανόν παραιτήσαντες τον Ιωάννην· απερχόμενοι δε εδιδάσκοντο υπό του Νοητιανού πώς να θανατώσωσι τον Ιωάννην. Ελθόντες λοιπόν εις τον τόπον εκείνον και μη ευρόντες τους νομιζομένους ιερείς, εξέστησαν μη γνωρίζοντες τι έγιναν ούτοι· διότι μεταβάς εγώ κατά την εντολήν του ποστόλου, ηφάνισα αυτούς. Ο δε Νοητιανός, μη γνωρίζων τι να πράξη, κατεδαπάνα τον εαυτόν του εις ματαίας επικλήσεις των δαιμόνων· ο δε λαός επί πολλάς ώρας παραμείνας ανωφελώς εις τον τόπον εκείνον, ήρξαντο πλέον να φέρωνται σκληρώς προς τον Νοητιανόν και να λέγωσι προς αυτόν, ότι «πλάνος υπάρχων εξηπάτησας ημάς και μας απεμάκρυνας από της ζωτικής διδασκαλίας του διδασκάλου ημών Ιωάννου· και τώρα με ποίους οφθαλμούς να επιστρέψωμεν και να ίδωμεν αυτόν, ύστερον από τόσην διδασκαλίαν εγκαταλείψαντες αυτόν και ακολουθήσαντες σε τον απατεώνα»; Μερικοί δε εξ αυτών εζήτουν να αποκτείνωσιν αυτόν λέγοντες: «Καθώς ηθέλησας συ να ποιήσης εις τον διδάσκαλον ημών, τοιουτοτρόπως θα ποιήσωμεν ημείς προς σε»· άλλοι δε έλεγον, ότι «άνευ της γνώμης του Διδασκάλου ημών δεν πρέπει να πράξωμεν τι το προπετές». Ελθόντες λοιπόν προς τον Ιωάννην, είπον προς αυτόν: «Διδάσκαλε, παρακαλούμεν την αγαθότητά σου όπως μακροθυμήσης επί τα τέκνα σου δια την ανοησίαν ημών· διότι εγκαταλείψαντες σε την πηγήν της γλυκύτητος, επορεύθημεν οπίσω χολής και πικρίας. Ιδού και ο πλάνος ούτος ο απατήσας ημάς και ετοιμάσας δια σε τον θάνατον· τον έχομεν εδώ και εκείνο, το οποίον θα μας προστάξης, αυτό και θα πράξωμεν εις αυτόν, διότι είναι ένοχος θανάτου». Τότε ο Ιωάννης είπε προς αυτούς: «Τέκνα μου· άφετε την σκοτίαν να υπάγη εις το σκότος· σεις δε, επειδή είσθε υιοί φωτός, πορεύεσθε εις το φως, και η σκοτία δεν θέλει σας καταλάβει, διότι η αλήθεια του Χριστού εντός υμών εστιν». Ούτω δεν αφήκεν αυτούς ίνα θανατώσωσι τον Νοητιανόν. Παρεκάλουν δε οι περισσότεροι εκ του λαού, όπως αξιωθώσι του φωτισμού του Χριστού, ο δε Απόστολος απέλυσεν αυτούς, ίνα μεταβώσιν εις τας οικίας αυτών, διότι ήτο πλέον εσπέρα της ημέρας εκείνης. Την επομένην λοιπόν ημέραν συνήχθησαν πάντες σχεδόν προς τον Ιωάννην, και εζήτουν παρ’ αυτού ίνα βαπτισθώσιν· ούτος δε κατηχήσας εβάπτισεν αυτούς εις τον ποταμόν, οίτινες ήσαν άνδρες διακόσιοι είκοσιν. Όμως ο Νοητιανός, παρ’ όλα τα θαύματα άτινα έβλεπε, δεν έπαυεν από της κακουργίας του, αλλ’ επεχείρει δια πολλών τρόπων να εκκόψη την προθυμίαν των βαπτιζομένων· και τούτο ιδών ο Ιωάννης είπε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο επί Ελισσαίου του Προφήτου τους επ’ αυτόν παραγενομένους αορασία πατάξας, αυτός πάταξον και τον Νοητιανόν πηρώσει των του σώματος οφθαλμών, όπως αποβλέψη προς σε δια των οφθαλμών της ψυχής». Ευθέως δε ετυφλώθη ο Νοητιανός, και χειραγωγούμενος ήλθε προς τον Ιωάννην παρακαλών να τύχη ελέους και να αξιωθή της εις Χριστόν πίστεως. Κρατήσας λοιπόν ο Ιωάννης εκ της χειρός τον Νοητιανόν αμνησικάκως είπε προς αυτόν: «Ευχαριστώ τον Θεόν μου, τον πληθύνοντα την χρηστότητα αυτού εις σε, και μη συγχωρήσαντα να κερδηθής υπό του διαβόλου»· και πολλά κτηχήσας εβάπτισεν αυτόν, και ευθέως ανέβλεψε· πεσών δε εις τους πόδας του Ιωάννου, παρεκάλει αυτόν ίνα εισέλθη εις τον οίκον αυτού, το οποίον και εγένετο. Μόλις λοιπόν εισήλθεν ο Ιωάννης εις την οικίαν του Νοητιανού, ευθύς έπεσον εις την γην όλα τα εκεί ευρισκόμενα είδωλα και συνετρίβησαν κονιορτοποιηθέντα· τούτο δε ιδών ο Νοητιανός περισσότερον εστερεώθη εις την πίστιν του Χριστού, καθώς και η τούτου γυνή, επίσης δε και οι δύο υιοί αυτού πιστεύσαντες εβαπτίσθησαν. Εμείναμεν λοιπόν εις τον οίκον αυτών δέκ ημέρας αγαλλιώμενοι επί τη Χάριτι του Κυρίου· και ευλογήσας αυτούς ο Απόστολος του Χριστού παρέθετο εις τον Κύριον, και εξήλθομεν εκ της πόλεως Μυρινούσης μεταβάντες εις την πόλιν Κάρον, τρία μίλια απέχουσαν εξ αυτής· υπεδέχθη δε ημάς εκεί ανήρ τις Ιουδαίος ονόματι Φαύστος, ο οποίος επίστευσε και εβαπτίσθη μεθ’ όλου του οίκου αυτού και εις τον οίκον του οποίου εμείναμεν αρκετόν καιρόν.

 

κ΄   Περί Σωσιπάτρου του σώφρονος και της μητρός αυτού Προκλιανής.

Αντικατασταθέντος του υπάρχοντος ηγεμόνος της νήσου Πάτμου, ήλθεν έτερος τοιούτος διοικητής των Κυκλάδων νήσων, Μακρίνος ονόματι, Έλλην κατά την θρησκείαν, ωμότατος και άσπλαγχνος προς τους Χριστιανούς· ούτος δε περιερχόμενος χάριν επισκέψεως τας πόλεις της νήσου, ήλθεν εις την Φλωράν και εκείθεν εις την Κάρον· διότι αύτη ήτο πόλις περισσότερον εμπορική. Εις την πόλιν ταύτην κατώκει γυνή τις χήρα και πολύ πλουσία, ονομαζομένη Προκλιανή, έχουσα και υιόν έως ετών εικοσιτεσσάρων, ωραιότατον κατά το σώμα, κατά δε την ψυχικήν διάθεσιν και ευπρέπειαν όμοιον κατά πάντα του δικαίου Ιωσήφ του παγκάλου και σώφρονος· ωνομάζετο δε ο καλός ούτος νέος Σωσίπατρος. Η Προκλιανή λοιπόν, εξ επιβουλής του δαίμονος, έλαβεν επιθυμίαν αισχράν προς τον υιόν της, και εκαίετο από τον δαιμομιώδη τούτον λογισμόν. Εν μια δε των ημερών αναισχυντήσασα πλέον, λέγει προς τον υιόν της: «Τέκνον Σωσίπατρε, έχομεν χρήματα και αγαθά πολλά· ας φάγωμεν όθεν, ας πίωμεν και ας ευφρανθώμεν· άκουσον δε και τούτο: «μη λάβης άλλην γυναίκα· διότι ιδού εγώ δεν είμαι γραία, αλλά νέα και εύμορφος. Θα είμαι λοιπόν εγώ εις σε αντί γυναικός, και συ θα είσαι εις εμέ αντί ανδρός· και μήτε συ να αφήσης να εισέλθη εις τον οίκον ημών άλλος ανήρ, ούτε εγώ θα επιτρέψω να εισέλθη εις αυτόν ξένη γυνή»· ήτο δε και αύτη ωραιοτάτη σφόδρα, και εσύρετο από τον ολέθριον λογισμόν της ψυχικής απωλείας του υιού της. Διδάσκοντος λοιπόν μίαν ημέραν του Ιωάννου εις ένα δημόσιον τόπον και αντιλεγόντων των ακουόντων, ελθών ο Σωσίπατρος εστάθη πλησίον αυτού· στραφείς δε ο Ιωάννης και ιδών αυτόν, λέγει μετά γλυκύτητος: «Τέκνον Σωσίπατρε»· ούτος δε θαυμάσας είπε: «Πόθεν με γινώσκεις, διδάσκαλε»; Απεκρίθη ο Ιωάννης ειπών: «Έχω ν σοι είπω έν λόγον». Λέγει ο Σωσίπατρος: «Ειπέ, Πάτερ». Λέγει πάλιν ο Ιωάννης: «Εις μίαν πόλιν υπήρχε μία γυνή ονομαζομένη «Απάτη», έχουσα και υιόν εύμορφον, του οποίου το όνομα ήτο «Μη απτώμενος»· εις δε εχθρός κάκιστος έσπειρε λογισμούς εις την «Απάτην», δια να απατήση τον «Μη απατώμενον». Πλην η μεν «Απάτη» ηπατάτο, ο δε «Μη απατώμενος» δεν ηπατάτο. Ενοχλήσασα επί πολύν χρόνον η «Απάτη» τον «Μη απατώμενον» και μηδέν κατορθώσασα, κατηγόρησε συκοφαντήσασα αυτόν εις τον κριτήν, συγγενή αυτής υπάρχοντα· ούτος δε διέταξεν αφρόνως να τιμωρήσωσι σκληρώς τον «Μη απατηθέντα»· όμως άνωθεν θεία δίκη τον καθαρόν εκαθάρισε και τον σκοτεινόν περισσότερον εσκότισε. Ποίον λοιπόν εκ των δύο νομίζεις, ω Σωσίπατρε, ότι είναι δίκαιον να επαινέσωμεν; Την μητέρα ή τον υιόν»; Ο δε Σωσίπατρος, καθώς η διψώσα γη δέχεται την βροχήν, δεχθείς τον λόγον και εννοήσας ότι δι’ αυτόν και την μητέρα του ελέγετο, είπε: «Δίκαιον είναι να επαινέσωμεν τον υιόν και να αποστραφώμεν την μητέρα αυτού». Λέγει προς αυτόν ο Ιωάννης: «Ύπαγε λοιπόν μετ’ ειρήνης εις τον οίκον σου και έχε την μητέρα σου ως μητέρα και όχι ως απάτην». Πεσών δε ο Σωσίπατρος εις τους πόδας του Ιωάννου, παρεκάλει αυτόν ίνα εισέλθη εις τον οίκον του δια να τον φιλοξενήση, και ηκολουθήσαμεν αυτόν. Εισελθόντες όμως εις την οικίαν, μόλις είδεν ημάς η Προκλιανή εθυμώθη μεγάλως· και προσκαλέσασα ιδιαιτέρως τον Σωσίπατρον, είπε προς αυτόν: «Δεν σοι είπον να μη αφήσης ξένον άνδρα να εισέλθη εις τον οίκον μας, και εγώ να μη αφήσω ξένην γυναίκα; Διατί λοιπόν έφερες εδώ αυτούς τους εμπαίκτας και απατεώνας»; Λέγει προς αυτήν ο Σωσίπατρος: «Μη νομίζης, ω μήτερ μου, ότι οι άνθρωποι ούτοι ήλθον με κακόν σκοπόν εις την οικίαν μας· αλλ’ αφού παραθέσωμεν εις αυτούς τράπεζαν και φάγωσιν άρτον, θα αναχωρήσωσι μεταβαίνοντες εις τον δρόμον αυτών». Απεκρίθη η Προκλιανή λέγουσα: «Όχι, δεν θα φάγωσιν, αλλά μετά πάσης ατιμίας θα διώξω αυτούς εκ του οίκου ημών, μήπως διαστρέψωσι τον λογισμόν σου και μισήσης την ιδίαν μητέρα σου, και αποθάνω εγώ πικρώς δια σε». Ο δε Σωσίπατρος, κολακεύων την Προκλιανήν δια να ησυχάση, ώστε φιλοξενών να ευχαριστήση ημάς, έλεγε προς αυτήν: «Δεν υπάρχει κανείς άνθρωπος επί της γης, ω μήτερ μου, ο οποίος θα δυνηθή να διαστρέψη τον λογισμόν μου και να με φέρη εις μίσος και αποστροφήν της ιδίας μητρός μου· μόνον ας φιλοξενήσωμεν τους ανθρώπους τούτους, και εγώ θα υπακούσω εις πάντα όσα επιθυμεί η ψυχή σου». Υπήκουσε δε η Προκλιανή εις τους λόγους του Σωσιπάτρου, ελπίζουσα ίνα έχη και αυτή υπήκοον τον νέον εις την αισχράν και παράνομον επιθυμίαν της. Παρέθεσε λοιπόν εις ημάς τράπεζαν ο Σωσίπατρος και πάσαν την υπηρεσίαν της τραπέζης αυτός μόνος εποίει, και αυτός μόνος συνέτρωγε μεθ’ ημών· η δε Προκλιανή, καθημένη πλησίον, ηκροάζετο μόνον μήπως ο Ιωάννης ομιλήση τι εις τον Σωσίπατρον και διαστρέψη τον λογισμόν αυτού. Και αφού εφάγομεν, είπεν ο Ιωάννης: «Ελθέ, τέκνον Σωσίπατρε, ίνα προπέμψης ημάς έως έξω του οίκου σου»· και ακολουθούντος ημάς τούτου, συνηκολούθει και η Προκλιανή δια να επιστρέψη συντόμως τον Σωσίπατρον· φθάσαντες δε εις τας έξω θύρας, ήθελεν ο Σωσίπατρος να εξέλθη με ημάς και ακούση τους λόγους του Ιωάννου προς ωφέλειάν του· αλλ’ η Προκλιανή ημπόδιζεν αυτόν λαβούσα εκ της χειρός και λέγουσα: «Ελθέ, τέκνον, εντός της οικίας· διότι δεν σε αφήνω να εξέλθης εξ αυτής · λέγει προς αυτήν ο Σωσίπατρος: «Άφησόν με, ω μήτερ, δια να προπέμψω ολίγον τους ανθρώπους, υποδεικνύων εις αυτούς τον δρόμον, και συντόμως θέλω επιστρέψει προς σε». Εκείνη όμως έχουσα εντός αυτής τον διαβολικόν σπόρον της απωλείας και το θανατηφόρον δηλητήριον της επιθυμίας, έλεγε προς αυτόν: «Δεν θα εξέλθης εκ της οικίας, εάν δεν πληρώσης την επιθυμίαν μου». Εστενοχωρήθη ο Σωσίπατρος μεγάλως δια τούτο, διότι εγνώριζε καλώς την δαιμονικήν γνώμην της Προκλιανής, επειδή πολλάκις είχεν ενοχλήσει αυτόν προς τον σκοπόν τούτον· όθεν και λέγει προς αυτήν: «Μη συμπεριφέρησαι ούτως απρεπώς, ω μήτερ, αλλ’ είσελθε εις τον οίκον σου, και εγώ θα επιστρέψω συντόμως προς σε»· επιμενούσης δε εκείνης και κρατούσης αυτόν εκ της χειρός, ώθησεν αυτήν προς τα οπίσω ο Σωσίπατρος και ερρύσθη εκ των χειρών της ακολουθήσας ημάς, και επί τέσσαρας ημέρας δεν ηθέλησε να επιστρέψη εις τον οίκον του, φοβούμενος τον πειρασμόν της μητρός και την απώλειαν, αλλ’ ήτο μεθ’ ημών διδασκόμενος υπό του Ιωάννου. Η δε Προκλιανή, μη δυναμένη να ησυχ΄ση εκ του δαιμονικού πολέμου και βιαζομένη υπό της αισχράς επιθυμίας, εξήλθε την τετάρτην ημέραν προς αναζήτησιν του Σωσιπάτρου· και καθ’ ην στιγμήν εδίδασκεν ο Ιωάννης εις ένα δημόσιον τόπον και ήτο παρών μεθ’ ημών ο Σωσίπατρος, ήλθεν εκεί η Προκλιανή, και ιδούσα αυτόν, ανεχώρησεν αισχυνομένη το πλήθος του λαού· επιστρέφουσα δε ήλθε κατά πρόσωπον του Σωσιπάτρου, αγνοούντος εκείνου και μη προφθάσαντος ίνα υποχωρήση, και συλλαβούσα αυτόν εκ των ενδυμάτων, εκράτει ισχυρώς· ούτος δε έλεγε προς αυτήν: «Άφες με, ω μήτερ μου, και εγώ θέλω ποιήσει το θέλημα της καρδίας σου». Επειδή όμως επέμενεν εκείνη κρατούσα αυτόν, ηγωνίζετο ο νέος δια να απαλλαγή εκ των χειρών και του μολυσμού της Προκλινής· και πολλής φιλονικίας γενομένης μεταξύ αυτών, αφού είδεν η Προκλιανή ότι δεν επείθετο ο νέος ίνα ακολουθήση αυτήν και πληρώση την ανοσίαν και παράνομον αυτής επιθυμίαν, θυμωθείσα μεγάλως και γενομένη έξω εαυτής, ενεργουμένη υπό του δαίμονος, ήρχισε να εκβάλλη αγρίας φωνάς οδυρομένη μεγάλως ως παθούσα μέγα κακόν. Ακούσαντες τας φωνάς της Προκλιανής δύο στρατιώται, άνθρωποι του ηγεμόνος, συλλαβόντες αυτήν και τον Σωσίπατρον, έφερον αμφοτέρους προς τον ηγεμόνα· εκείνη δε άνευ ουδεμιάς εντροπής εκβαλούσα το κάλυμμα της κεφαλής της, και δια των χειρών εκριζώνουσα τας τρίχας αυτής, έλεγεν ούτω προς τον ηγεμόνα: «Πρακαλώ την εξουσίαν σου, όπως δώση προσοχήν εις τους λόγους μου· αποθανών ο ανήρ μου εγκατέλειψέ μοι τούτον τον υιόν μου ορφανόν, όντα τεσσάρων ετών, τον οποίον μετά μυρίων κόπων και μόχθων ναθρέψασα έφερον εις αυτήν την ηλικίαν, υπάρχοντα ήδη εικοσιτεσσάρων ετών. Έχει όμως ούτος δέκα ημέρας σήμερον όπου με ενοχλεί και επιτίθεται σφοδρώς, ίνα κοιμηθώ μετ’ αυτού». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών και πιστεύσας ως αληθή τα λεγόμενα υπό της Προκλιανής εθυμώθη μεγάλως· και χωρίς να ακούση την απολογίαν του καθαρωτάτου και αθωοτάτου νέου, διέταξεν αμέσως ίνα φέρωσι νωπά δέρματα βοών και διάφορα φαρμακερά θηρία, όφεις και λοιπά, και εντός των δερμάτων να κλείσωσι μετ’ αυτών τον Σωσίπατρον. Ενώ δε ταύτα ητοιμάζοντο, ακούσας ο Ιωάννης, έδραμε προς το κριτήριον, και δια μεγάλης φωνής είπε προς τον ηγεμόνα· «Άδικος η κρίσις την οποίαν απεφάσισας κατά σώφρονος και ανευθύνου παιδός, ω ηγεμών»· ιδούσα δε η Προκλιανή τον Ιωάννην ελθόντα εκεί, έκραξε μετά δακρύων λέγουσα προς τον ηγεμόνα: «Ούτος ο άνθρωπος είναι ο διαστρέψας τον υιόν μου και οδηγήσας αυτόν προς την αισχράν ταύτην γνώμην και πράξιν· διότι ελθών αυτός εις τον οίκον μου, δια να φάγη άρτον, εδίδαξε τον άστατον τούτον υιόν μου την βδελυκτήν αυτήν κατάστασιν». Πειθόμενος δε ο ηγεμών περισσότερον εις τους λόγους της γυναικός, ουδεμίαν προσοχήν έδιδεν εις την απολογίαν του Ιωάννου, διότι εμαρτύρουν και πάντες οι παρευρισκόμενοι, ότι απ’ αρχής η Προκλιανή ετήρει μεγάλην και άκραν σωφροσύνην· όθεν διέταξεν ίνα συλληφθή και κρατηθή ασφαλώς ο Ιωάννης, να φέρωσι δε και έτερα νωπά δέρματα βοών και δηλητηριώδη ερπετά, όπως δι’ αυτών θανατώση και τον Ιωάννην δια του ιδίου τρόπου. Αφού είδεν ο Ιωάννης ότι βαδίζει προς εκτέλεσιν η προσταγή του ηγεμόνος, και πάντα τα προς θάνατον ετοιμασθέντα, στενάξας προσηύχετο νοερώς προς τον Θεόν· πριν δε συμπληρώση την ευχήν αυτού, αίφνης γίνεται κίνησις της γης και κρότος μέγς, και εξηράνθη η χειρ του ηγεμόνος, εκτείναντος αυτήν προς τον Ιωάννην· ομοίως και της Προκλιανής, εχούσης την δεξιάν χείρα τεταμένην κατά του Ιωάννου και ψευδολογούσης, εξηράνθη αύτη και επάγωσεν ωσεί λίθος γενομένη, και πάντες οι παριστάμενοι έμειναν ως νεκροί· μόνον δε ο Ιωάννης και ο Σωσίπατρος ίσταντο πλησίον των νωπών δερμάτων και των φαρμακερών εκείνων θηρίων. Βλέπων ταύτα ο ηγεμών και την γην εξακολουθούσαν να σείηται, εβόησε προς τον Ιωάννην λέγων: «Άνθρωπε του Θεού, ποίησον ευχήν ίνα αποκατασταθή η χείρ μου υγιής και παύση ο κλόνος της γης, όπως πιστεύσω και εγώ εις τον υπό σου κηρυττόμενον Θεόν». Ο δε Ιωάννης υψώσας τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και στενάξας είπεν: «Υιέ και Λόγε του Θεού και Πατρός, ο την παντοδύναμόν σου χείρα εξαποστείλας ενθάδε προς σωφρονισμόν των αφρόνων και ακολάστων, αυτός κατάπεμψον και το πλήθος των αφάτων σου οικτιρμών και πάντα εις την αρχαίαν τάξιν αποκατάστησον· συ γαρ ει ο Βασιλεύς των αιώνων και πάσης δυναστείας και ισχύος επικρατών, Ιησού Χριστέ». Πάραυτα δε μετά την ευχήν, της μεν γης εσταμάτησεν η κίνησις, του δε ηγεμόνος και της Προκλιανής ευεραπεύθησαν αι χείρες, και πάντες οι κατά γης κείμενοι ως νεκροί εξανέστησαν σώοι. Τότε ο ηγεμών, ιδών τα παράδοξα ταύτα, είπε προς τον Ιωάννην· «Απόστολε του Χριστού, είσελθε εις τον οίκον μου, όπως φάγης άρτον μετ’ εμού»· και λαβών ημάς και τον Σωσίπατρον έφερεν εις την οικίαν του, και αφού εφάγομεν, εμείναμεν εκεί την νύκτα εκείνην· διότι δεν έπαυσεν ο Ιωάννης διδάσκων τον ηγεμόνα περί του λόγου της ζωής· την δε ακόλουθον ημέραν προσέπεσεν ο ηγεμών εις τον Ιωάννην παρακαλών όπως βαπτίση αυτόν μετά της γυναικός και του υιού αυτού. Κατηχήσς όθεν αυτούς, εβάπτισεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Την επομένην ημέραν εξελθόντες μετά πολλής τιμής εκ της οικίας του ηγεμόνος, είπεν ο Ιωάννης προς τον Σωσίπατρον: «Τέκνον, ύπαγε εις τον οίκον σου και την μητέρα σου»· εκείνος δε δεν ήθελεν, αλλ’ έλεγε: «Θα σε ακολουθήσω, Πάτερ, όπου και αν υπάγης, και δεν θέλω πλέον να εισέλθω εις τον οίκον μου, ουδέ να ίδω την αθλίαν μητέρα μου· θα εγκαταλείψω όθεν τα πάντα και είμαι ευχαριστημένος να ακούω μόνον τους λόγους του Χριστού, οι οποίοι εξέρχονται εκ του αγίου σου στόματος». Λέγει προς αυτόν ο Απόστολος: «Μη έχης πλέον εις τον νουν σου τους πονηρούς λόγους, τους οποίους ήκουσας πριν παρά της μητρός σου· διότι εγκατέλειψε πλέον αύτη τας πονηράς και διαβολικάς υποθέσεις και φροντίζει μόνον δια την σωτηρίαν της. Δεν θα ακούσης εις το εξής λόγον κακόν εκ του στόματος αυτής, ουδέ θα ίδης σχήμα δαιμονικόν. Ευρίσκεται πλέον μετανοούσα και απεχομένη των ακαθάρτων λόγων και σχημάτων, τα οποία εποίει δια την καταστροφήν σου». Μετά τους λόγους τούτους, λαβών ο Ιωάννης τον Σωσίπατρον εκ της χειρός, ανήλθομεν εις τον οίκον αυτού· εύρομεν δε την Προκλιανήν κειμένην επί του εδάφους κλαίουσαν και μετανοούσαν ειλικρινώς δια τα κακά, τα οποί είχε διαπράξει. Καθώς δε ήκουσεν αύτη ότι ήλθεν ο Ιωάννης εις την οικίαν αυτής, εγερθείσα έδραμεν εις προϋπάντησιν αυτού· και προσπεσούσα εις τους πόδας αυτού μετά δακρύων πολλών, εβόα λέγουσα: «Ήμαρτον εις τον Θεόν και εις σε, άνθρωπε του Θεού, και εις τον υιόν μου, και δεν είμαι αξία να ζω πλέον· αλλά παρακαλώ σε να με συγχωρήσης την τελείως απηλπισμένην· διότι πως θα τολμήσω να υψώσω το πάσης αισχύνης πεπληρωμένον πρόσωπόν μου και να ίδω σε και το τέκνον μου, το οποίον προσεπάθησα εγώ η αθλία να θανατώσω κατά την ψυχήν και το σώμα»; Και ταύτα λέγουσα, έβρεχε δια των δακρύων τους πόδας του Ιωάννου· ούτος δε ήπλωσε την χείρα αυτού, ίνα εγείρη αυτήν, αλλ’ αύτη δεν εδέχετο κατ’ ουδένα λόγον, κλαίουσα πικρώς και με ελεεινάς φωνάς εξωμολογείτο την γενομένην εις αυτήν διαβολικήν πλάνην και επιβουλήν κατά του υιού της· και τόσον πολύ έκλαιεν, ώστε ελυπήθημεν και εδακρύσαμεν και ημείς· ικανώς δε και ο Σωσίπατρος έκλαυσε. Τότε λοιπόν ο Απόστολος λέγει προς την Προκλιανήν: «Εγέρθητι, τέκνον, διότι εύρες συγχώρησιν των πταισμάτων σου παρά Κυρίου δια της απολυτρώσεως της εις Χριστόν πίστεως»· και εγερθείσα δεν ετόλμα ίνα ατενίση προς τον Ιωάννην· αρχίσας δε εκ των θείων Γραφών και ποιήσας αρκετήν διδασκαλίαν ο Ιωάννης, κατήχησεν αυτήν και εβάπτισε μετά του υιού της Σωσιπάτρου και πάντων των ανθρώπων του οίκου αυτής. Και μετ’ ολίγας ημέρας λαβούσα η Προκλιανή αρκετά χρήματα, έφερε και έρριψεν αυτά εις τους πόδας του Αποστόλου λέγουσα: «Λάβε ταύτα, κύριε, ίνα διμοιράσης εις τους χρείαν έχοντας». Λέγει προς αυτήν ο Ιωάννης: «Έχεις, τέκνον, και άλλα χρήματα εις τον οίκον σου»; Η δε Προκλιανή είπε: «Ναι, κύριε, έχω και άλλα πολλά». Απεκρίθη ο Απόστολος: «Αφού ταύτα αφιέρωσας εις τον Θεόν, τοποθέτησον αυτά εις χωριστόν μέρος της οικίας σου και δια των ιδίων χειρών σου διαμοίρασον εις τους πτωχούς δια να λάβης θησαυρόν εις τους ουρανούς». Όθεν κατά την εντολήν του Ιωάννου, ισταμένη αύτη καθ’ εκάστην ημέραν έξωθεν της οικίας της, δια των ιδίων χειρών της διεμοίραζεν εις πάντας τους ερχομένους πτωχούς τα προς την χρείαν αρμόδια. Διετρίψαμεν λοιπόν αρκετόν καιρόν εις τον οίκον της Προκλιανής, και είδομεν εις αυτήν καρπούς μεγάλους της μετανοίας· διότι δια νηστειών και προσευχών πολλών εταπείνωσε τον εαυτόν της δεομένη του Θεού περί των προηγουμένων αμαρτημάτων της, και ίνα μέχρι τέλους καθαρά, αναμάρτητος και εν αγιωσύνη τελειώση τον βίον και αξιωθή της αιωνίου σωτηρίας μετά του υιού της Σωσιπάτρου. Μέγιστον λοιπόν δώρον, αγαπητοί, η μετάνοια και φάρμακον ζωής παρά Θεού εις τους ανθρώπους εδόθη, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

 

κα΄  Περί της συγγραφής του Ιερού Ευαγγελίου.                                                                                                                         Δια της Χάριτος και βοηθείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και δια των θεοπνεύστων λόγων του Ιωάννου και των μεγίστων σημείων και τεράτων, τα οποία εποίησεν ο Θεός δι’ αυτού, επίστευσαν πάντες σχεδόν οι κάτοικοι της νήσου Πάτμου· αφού δε απέθανεν ο βασιλεύς εκείνος, ο οποίος εξώρισεν ημάς εις την νήσον ταύτην, έγινεν άλλος βασιλεύς, ο οποίος δεν ημπόδιζε την περί του Χριστού διδαχήν, ουδέ ηνώχλει τους πιστεύοντας εις το όνομα αυτού. Ούτος λοιπόν ο νέος βασιλεύς, έχων αγαθάς πληροφορίας περί του Ιωάννου, διέταξεν ίνα απολυθή ούτος εκ της εξορίας και να μεταβή όπου αν θέλη· (Κατά τον Όσιον Νικόδημον, εις Πάτμον ευρισκομένου του μεγάλου Ιωάννου, στέλλει προς αυτόν επιστολήν ο μακάριος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ων τότε ενενήκοντα ετών γέρων, εν η εγκωμιάζει τον μέγαν τούτον Απόστολον, λέγων: «Προσαγορεύω σε την ιεράν ψυχήν, ηγαπημένε. Και έστι μοι τούτο προς σε παρά τους πολλούς ιδιαίτερον. Χαίρε αληθώς, ηγαπημένε, τω όντως εραστώ και εφετώ και αγαπητώ λίαν ηγαπημένε. Τι θαυμαστόν, ει Χριστός αληθεύει, και τους μαθητάς οι άδικοι των πόλεων εξελαύνουσιν, αυτοί τα κατ’ αξίαν εαυτοίς απονέμοντες, και των Αγίων οι εναγείς αποδιαστελλόμενοι και αποφοιτώντες»; Προσθέτων δε και άλλα πολλά εγκώμια, και ήλιον ονομάζων του Ευαγγελίου τον μέγαν Θεολόγον, προφητεύει εις το τέλος της επιστολής, ότι μέλλει να λυτρωθή από την εξορίαν και θα επιστρέψη πάλιν εις τον τόπον της Μικράς Ασίας· και ότι εκεί μέλλει να παραδώση πολλά αγαθά, λέγων αυτολεξεί: «Αξιόπιστος δε πάντως ειμί τα προεγνωσμένα σοι, και μαθών εκ Θεού και λέγων, ότι και της εν Πάτμω φυλακής αφεθήση, και εις την ασιάτιδα γην επανήξεις, και δράσεως εκεί του αγαθού μιμήματα και τοις μετά σε παραδώσεις». Κατά την πρόρρησιν λοιπόν ταύτην του θείου Διονυσίου, ότε ο βασιλεύς Τραϊανός εβασίλευσε μετά τον Νερούαν εν έτει 98, εστάλησαν γράμματα βασιλικά εις την Πάτμον, τα οποία ανεκάλουν τον μέγαν Ιωάννην από την εξορίαν. ) ιδών δε ο Ιωάννης, ότι πάντες σχεδόν οι εν Πάτμω επίστευσαν εις τον Χριστόν, απεφάσισεν ίνα επιστρέψη εις την Έφεσον. Τούτο μαθόντες οι πιστεύσαντες αδελφοί, συνελθόντες πάντες ομού, παρεκάλουν μετά θερμών δακρύων αυτόν λέγοντες: «Μη εγκαταλίπης ημάς ορφανούς, Πάτερ παρακαλούμεν την αγιότητά σου, αλλά να μένης δια παντός μετά των τέκνων σου»· ο δε Ιωάννης συνεβούλευσεν αυτούς, λέγων: «Μη κάμητε ούτω, τέκνα μου, και κλαίοντες λυπείτε την ψυχήν μου, μη φροντίζοντες και δια το συμφέρον των άλλων· διότι ο Χριστός, εις τον οποίον επιστεύσατε, αυτός εμφανισθείς εις εμέ διέταξεν όπως επιστρέψω εις την Έφεσον, ίνα παρηγορήσω και τους εκεί αδελφούς». Ιδόντες οι αδελφοί ότι δεν πείθεται εις τους λόγους αυτών, προσέπεσον εις τους πόδας αυτού παρακαλούντες και λέγοντες: «Εάν , ω Πάτερ και διδάσκαλε, απεφάσισες ίνα αφήσης ημάς ορφανούς, παρακαλούμεν σε θερμώς όπως παραδώσης εις ημάς εγγράφως τα περί της ενσαρκώσεως και της λοιπής οικονομίας του Θεού, δια να μελετώμεν αυτά πάντοτε και ούτω μένωμεν σταθεροί και αμετακίνητοι εις την πίστιν, μήποτε κανείς εκ των αδελφών αμελήσας πλανηθή υπό του σατανά και ακολουθήση οπίσω αυτού». Απεκρίθη προς αυτούς ο Ιωάννης: «Πολλάκις, τέκνα μου, ηκούσατε παρ’ εμού περί των σημείων τα οποία εποίησεν ο Υιός του Θεού ενώπιόν μου, και πάντας τους λόγους της οικονομίας αυτού εγνώρισα προς σας· αρκείσθε όθεν εις ταύτα φυλάττοντες αυτά, και θα δώση εις σας Κύριος ο Θεός την αιώνιον ζωήν». Ταύτα ακούσαντες οι δελφοί παρεκάλουν μετά περισσοτέρων δακρύων, λέγοντες ότι δεν ανίστανται εκ του εδάφους, εάν δεν παπαχωρήση εις αυτούς το ζήτημα τούτο· λυπηθείς δε αυτούς ο Απόστολος δια τα πολλά δάκρυά των είπεν: «Υπάγετε, τέκνα μου, εις τους οίκους σας, και δια της προσταγής του Κυρίου και τούτο το ευσεβές ζήτημα θα γίνη εις σας». Και ευλογήσας αυτούς επορεύθησαν έκαστος εις τον οίκον αυτού. Τότε παραλαβών εμέ ο Ιωάννης εξήλθομεν της πόλεως μακράν έως ενός μιλίου διάστημα εις τόπον ήσυχον λεγόμενον «Κατάπαυσις», ανήλθομεν δε εις το εκεί πλησίον ευρισκόμενον υψηλόν όρος, μείναντες επ’ αυτού τρεις ημέρας· διετέλεσε δε καθ’ όλας τας τρεις ημέρας ο Ιωάννης νήστις άνευ ουδεμιάς τροφής προσευχόμενος και παρακαλών τον Θεόν όπως δώση το Ευαγγέλιον εις τους ζητούντας αυτό πιστούς αδελφούς. Την τρίτην λοιπόν ημέραν λέγει προς με: «Τέκνον Πρόχορε, είσελθε εις την πόλιν και λάβε μελάνην και χάρτην και φέρε ταύτα προς με ενταύθα»· εισελθών δε εγώ εις την πόλιν και εκτελέσας την παραγγελίαν, επέστρεψα προς αυτόν, ο οποίος μοι είπεν: «Άφες, τέκνον, ενταύθα τον χάρτην και την μελάνην, και επίστρεψον εις την πόλιν, μετά δε δύο ημέρας ελθέ πάλιν ενταύθα», και εποίησα ούτως. Επανελθών μετά δύο ημέρας συμφώνως προς την εντολήν, εύρον τον Ιωάννην ιστάμενον όρθιον και προσευχόμενον· είπε δε προς με: «Λάβε, τέκνον, τον χάρτην και την μελάνην, και στήθι εκ δεξιών μου»· εποίησα δε καθώς διετάχθην. Και αίφνης εγένετο αστραπή μεγάλη και βροντή τοιαύτη, ώστε εσαλεύθη το όρος ολόκληρον· εγώ δε εκ του φόβου έπεσον κατά γης ωσεί νεκρός· εκτείνας όμως ο Ιωάννης την χείρα, με ήγειρε λέγων: «Κάθου εκ δεξιών μου»· και πάλιν προσηύξατο· μετά δε την ευχήν είπε: «Τέκνον Πρόχορε, εκείνα τα οποία θα ακούης εκ του στόματός μου, γράφε εις τους χάρτας». Και ανοίξας το στόμα αυτού, καθώς ίστατο όρθιος και άνω βλέπων προς τον ουρανόν, ήρχισε να λέγη: «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος…» και ούτω καθεξής, εκείνος ιστάμενος έλεγε και εγώ καθεζόμενος έγραφον· εποιήσαμεν δε δύο ημέρας και εξ ώρας, εκείνος μεν ιστάμενος και λέγων, εγώ δε καθεζόμενος και γράφων. Και αφού συνεπληρώθησαν οι θείοι λόγοι του Ευαγγελίου, εποίησεν ευχήν και ούτω κατήλθομεν εκ του όρους μεταβάντες εις την οικίαν του Σωσιπάτρου, όστις παρέθηκεν εις ημάς τράπεζαν και φαγόντες ανεπαύθημεν. Την επομένην ημέραν είπεν ο Ιωάννης προς τον Σωσίπατρον: «Τέκνον, φρόντισον να εύρης καλάς μεμβράνας δια την  καθαρογράφησιν του Αγίου Ευαγγελίου»· και ότε έφερεν ο Σωσίπατρος τας μεμβράνας, λέγει προς με ο Απόστολος: «Κάθου, τέκνον, ενταύθα και καλλιγράφησον εις αυτάς το Ευαγγέλιον»·  εγώ δε καθίσας εις τον οίκον του Σωσιπάτρου, μετά πολλής της επιμελείας εκαθαρόγραψα αυτό. Ο δε Ιωάννης κατά το διάστημα τούτο εδίδασκε και καθίστα Επισκόπους και Πρεσβυτέρους εις τας Εκκλησίας· αφού δε ετελείωσεν η καθαρογράφησις του Ευαγγελίου, έφερον αυτό εις την Εκκλησίαν και κατά διαταγήν του Ιωάννου συνήχθησαν πάντες οι αδελφοί, προς τους οποίους ανεγνώσθη και εγένετο χαρά και αγαλλίασις δια την Χάριν αυτού· είτα διέταξεν όπως το μεν εις την μεμβράνην γραφέν Ευαγγέλιον παραμείνη εις την Πάτμον, εκ του οποίου να αντιγράψωσιν ακριβώς και να εφοδιασθώσιν πάσαι αι Εκκλησίαι, το δε εις τους χάρτας γεγραμμένον να μεταφέρωμεν εις την Έφεσον, το οποίον και εγένετο· μετά δε την λειτουργίαν και την θείαν κοινωνίαν απέλυσε τον λαόν.

 

κβ΄  Η θεραπεία του τυφλού.                                                                                                                                                          Την επομένην ημέραν είπε προς με ο Ιωάννης: «Τέκνον Πρόχορε, ελθέ ίνα εξέλθωμεν εις τα χωρία της νήσου δια να διδάξωμεν τους ανθρώπους προ του αναχωρήσωμεν απ’ εδώ». Και ούτως εξήλθομεν· ενώ δε εδίδασκεν ο Ιωάννης εις ένα τόπον, Αγροικίαν καλούμενον, υπήρχε εκεί εις ιερεύς του Διός, ονομαζόμενος Εύχαρις, ο οποίος είχεν υιόν τυφλόν υπάρχοντα και ευρισκόμενον εκεί, ακούοντα δε μετά μεγάλης προθυμίας και γλυκύτητος τους λόγους του Ιωάννου· αίφνης δε έκραξεν ούτος λέγων: «Διδάσκαλε, δια τον Θεόν τον οποίον κηρύττεις, επειδή γλυκέως ακούω τους λόγους σου, ποίησον προσευχήν δι’ εμέ όπως αναβλέψω και ίδω το πρόσωπόν σου δια να ευφρανθώ περισσότερον». Λυπηθείς όθεν αυτόν ο Ιωάννης και γνωρίζων ότι έχει πίστιν δια να σωθή, εκράτησεν αυτόν εκ της χειρός· και ποιήσας εις τους οφθαλμούς αυτού τον τύπον του Τιμίου Σταυρού, είπεν: «Εν τω ονόματι Ιησού Χριστού, ανάβλεψον»· και ευθέως ανέβλεψε. Τούτο ιδών ο Εύχαρις ο πατήρ του θεραπευθέντος τυφλού, προσέπεσεν εις τους πόδας του Ιωάννου προσκυνών αυτόν και παρακαλών, όπως εισέλθη εις τον οίκον του δια να ποιήση αυτόν και τους οικείους του δούλους Χριστού· όθεν εισελθόντων ημών και πολλήν διδασκαλίαν ποιήσας ο Ιωάννης και κατηχήσας ικανώς, εβάπτισεν αυτούς πάντας εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

 

Μέρος    Δ΄

Η εις Έφεσον επιστροφή και Μετάστασις του Ιωάννου.

α΄  Η επιστροφή εις την Έφεσον.

Την επομένην ημέραν ασπασάμενοι και αποχαιρετήσαντες πάντας τους αδελφούς, ανεχωρήσαμεν εκ της Πάτμου· και ευρόντες πλοίον ταξιδεύον προς τα μέρη της Ασίας, ανήλθομεν εις αυτό και εις διάστημα δεκατεσσάρων ημερών εφθάσαμεν εις απόστασιν τριών μιλίων από της πόλεως Εφέσου, ένθα εξήλθομεν εις την γην και περιπατούντες εισήλθομεν εις την πόλιν· μαθόντες δε πάντες οι αδελφοί την άφιξιν ημών, εξήλθον εις προϋπάντησίν μας εις ένα τόπον, ένθα εκαθήσαμεν δια να αναπαυθώμεν ολίγον. Και επειδή ο Διοσκορίδης είχεν αποθάνει, παρέλαβεν ημάς εις την οικίαν ο υιός αυτού Δόμνος, ο οποίος παρέθηκεν εις ημάς τράπεζαν φιλοξενήσας και αναπαύσας ημάς, και εμείναμεν εις την οικίαν αυτού, ένθα ήρχοντο πάντες οι αδελφοί και εδιδάσκοντο υπό του Ιωάννου· και ολίγον κατ’ ολίγον επίστευσαν πάντες εις τους λόγους του Ιωάννου.

β΄ Η Μετάστασις του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Αφού επεστρέψαμεν εις την Έφεσον από την εξορίαν, διεμείναμεν εις αυτήν έτη είκοσιν εξ· εμείναμεν δε και εις την νήσον Πάτμον έτη δέκα πέντε· και προ της εξορίας ημών διετρίψαμεν εις την Έφεσον έτη εννέα· ήτο δε ο Ιωάννης ότε ανεχωρήσαμεν εξ Ιεροσολύμων ετών πεντήκοντα. Και αφού συνεπληρώθησαν είκοσιν εξ έτη από της επιστροφής ημών εκ της εξορίας εις την Έφεσον, μίαν ημέραν παραλαβών ο Ιωάννης εμέ και ετέρους εξ μαθητάς αυτού, είπε: «Λάβετε σκαπτήρια εις τας χείρας σας και ακολουθήσατέ με»· ελάβομεν δε δύο σκαπτήρια και ακολουθήσαντες αυτόν εξήλθομεν της πόλεως· φθάσαντες δε εις ένα τόπον, είπε προς ημάς ο Ιωάννης: «Καθήσατε ενταύθα»· και εκαθήσαμεν, αυτός δε επροχώρησεν ολίγον δια να έχη ησυχίαν, και εκεί προσηύχετο· ήτο δε ώρα του όρθρου, νυξ δηλαδή αρκετή προ της ανατολής του ηλίου. Και μετά την ευχήν ελθών προς ημάς λέγει: «Σκάψατε εις την γην εις μέτρον του αναστήματός μου σταυροειδώς». Αφού λοιπόν ημείς εσκάψαμεν, προσηύξατο ο Ιωάννης· και μετά την ευχήν εισήλθεν εις τον τάφον τον οποίον εσκάψαμεν, και εκείθεν είπε προς με: «Τέκνον Πρόχορε, να υπάγης εις τα Ιεροσόλυμα· διότι εκεί πρέπει να τελειώσης τον βίον»· διδάξας δε ημάς και ασπασάμενος, είπε: «Σύρατε το χώμα της μητρός μου γης και σκεπάσατέ με»· ημείς δε ασπασάμενοι αυτόν, και σύραντες χώμα εσκεπάσαμεν μέχρι των γονάτων. Πάλιν εκείνος ασπασάμενος ημάς, είπε: «Σύραντες χώμα σκεπάσατέ με έως του τραχήλου» «Σύρατε το χώμα της μητρός μου γης και σκεπάσατέ με»· και ασπασάμενοι αυτόν εποιήσαμεν ούτω· είτα δε πάλιν είπε προς ημάς: «Φέρετε λεπτόν πανίον και σκεπάσατε δι’ αυτού το πρόσωπόν μου, και ασπάσασθέ με δια τελευταίαν φοράν· διότι δεν θα με ίδητε πλέον εις την ζωήν ταύτην». Και ποιήσαντες ούτως, ησπασάμεθα αυτόν πάλιν κλαίοντες· αυτός δε δους εις ημάς την ειρήνην απέλυσεν ημάς. Και ούτω κλαίοντες πικρώς εσκεπάσαμεν όλον το σώμα του. Τότε και ο ήλιος ανέτειλε, και αυτός παρέδωκε το πνεύμα του. Επιστρέψαντες ημείς εις την πόλιν ηρωτήθημεν παρά των αδελφών: «Που ευρίσκεται ο Διδάσκαλος ημών»; Ημείς δε διηγήθημεν προς αυτούς λεπτομερώς πάντα τα γεγονότα· και εκείνοι παρεκάλεσαν ημάς ίνα δείξωμεν εις αυτούς τον τόπον. Απελθόντες όθεν μετά των αδελφών εις τον τόπον εκείνον, τον μεν Ιωάννην δεν εύρομεν, εύρομεν δε μόνον τα υποδήματα αυτού. Και τότε ενεθυμήθημεν τον λόγον του Κυρίου, τον οποίον είπε προς τον Πέτρον περί του Αποστόλου τούτου, ότι: «Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε»; Και εδοξάσαμεν δια ταύτα πάντα τον Πατέρα και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα τον ένα Θεόν· ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: