ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ Γ΄ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ.

Του Ιερού Νικηφόρου του Θεοτόκη.                                                   

Εις ύψος μέγα ανεβίβασεν ο Θεάνθρωπος Ιησούς την αξίαν και τιμήν της του ανθρώπου ψυχής, παρέστησεν αυτήν τιμιωτέραν όλου του κόσμου, είπεν ότι ουδέν των εν τω κόσμω πραγμάτων είναι ισότιμον της ψυχής αντάλλαγμα. Αλλά τι άραγε είναι η τοσούτον πολύτιμος, ή να είπωμεν ορθότερον, η πανυπέρτιμος και ατίμητος ψυχή; Πόθεν παρήχθη; Ποία η ουσία και φύσις αυτής; Πόσος ο της διαρκείας αυτής καιρός; Πολλοί των παλαιών ειδωλολατρών πολλά εκοπίασαν, ίνα ταύτα κατανοήσωσιν· αλλά μη έχοντες το φως της θείας αποκαλύψεως οδηγόν του κόπου αυτών, ματαίως εκοπίασαν. Τούτων άλλοι μεν δια του φωτός της φύσεως ανέβησαν έως εις τινα βαθμόν κατανοήσεως, έπειτα μη δυνάμενον το φως εκείνο να εκταθή εις τα υψηλότερα, εγκατέλιπεν αυτούς.

Όθεν έπεσον εις παράλογα σφάλματα. Άλλοι δε, ή μη φωτισθέντες όσον αναγκαίον ή εναντιούμενοι και εις το φως της φύσεως, ούτως ελάλησαν περί ψυχής, ως να ήσαν μωροί και ασύνετοι. Εκ τούτου σχεδόν όσοι εθνικοί φιλόσοφοι, τόσαι και αι περί ψυχής γνώμαι. Ο μεν Κικέρων έλεγεν, ότι η ψυχή εκ Θεού εδόθη, ο δε Επίκτητος, ο Σενέκας, ο Μάρκος, ο Αντωνίνος ότι είναι μέρος της θείας ουσίας, οι δε Επικούρειοι ότι είναι ποιότης. Ο δε Θαλής ενόμιζεν αυτήν φύσιν εν εαυτή δια παντός κινουμένην, ο δε Πυθαγόρας αριθμόν αυτοκίνητον ο Πλάτων ουσίαν πνευματικήν δι’ αρμονικού αριθμού κινουμένην, ο Αριστοτέλης εντελέχειαν, ο Δικαίαρχος αρμονίαν και συμφωνίαν των τεσσάρων στοιχείων, ο Ασκληπιάδης ο ιατρός κοινήν πασών ομού των αισθήσεων ενέργειαν, ο Ηράκλειτος αναθυμίασιν, ο Εμπεδοκλής σύνθεσιν πάντων των στοιχείων, ο μεν Δημόκριτος και ο Λεύκιππος εκ πυρός πεποιημένην, ο δε Επίχαρμος εκ του ηλίου, ο Ίππων εξ ύδατος, ο δε Ξενοφάνης εξ ύδατος και γης. Ο μεν Κρίτιος έλεγεν, ότι η ψυχή είναι το αίμα, ο δε Ιπποκράτης πνεύμα εν όλω τω σώματι εφηπλωμένον και ο Κριτόλαος Πέμπτη ουσία. Πάντες, ως ακούετε, ασύμφωνοι ήσαν περί της αρχής και φύσεως της ψυχής· έλεγον δε περί αυτής αναπόδεικτα, ακατάστατα, παράλογα, άτοπα. Ήσαν όμως, πλην των θνητοψύχων Επικουρείων, πάντες οι λοιποί σύμφωνοι περί του ότι η ψυχή διαμένει ζώσα και μετά θάνατον, ήτοι περί του ότι η ψυχή είναι αθάνατος. Μαρτυρεί τούτο η διδασκαλία του Πυθαγόρου και του Πλάτωνος, η περί της μετεμψυχώσεως, τουτέστι της από σώματος εις σώμα μεταβάσεως της ψυχής και τελευταίον της ενώσεως αυτής μετά του Θεού. Μαρτυρεί τούτο η μετά θάνατον αποθέωσίς τινων ανθρώπων. Μαρτυρούσι τούτο αι μετά θάνατον πιστευόμεναι παρ’ αυτών τρυφαί και τιμωρίαι. Όθεν και Χάρωνα εκήρυττον μετακομίζοντα τας ψυχάς εις άλλον βίον και νήσους Μακάρων, εις τας οποίας έζων οι δίκαιοι και Φλεγέθοντα και Κωκυτόν, εις τους οποίους εβασανίζοντο οι πταίσται. Βεβαιούσι τούτο του Κικέρωνος τα λόγια: «Επίστευον», λέγει αυτός, «πάντες οι αρχαίοι, ότι ο θάνατος δεν εξαλείφει πάσαν αίσθησιν και ότι ο άνθρωπος, εξελθών εκ ταύτης της ζωής, δεν εξουδενούται». Πολλώ δε περισσότερον βεβαιούσι τούτο του Σωκράτους τα λόγια προς τους περιεστώτας αυτού φίλους: «Δύο», είπε, «πρόκεινται οδοί εις τας ψυχάς των ανθρώπων, όταν εξέρχωνται του σώματος· όσαι μεν ψυχαί εδουλώθησαν και ετυφλώθησαν υπό των ανθρωπίνων παθών, εκείναι, ελεγχόμεναι υπό των ιδίων και οικιακών σφαλμάτων ή υπό των αδιορθώτων αδικιών, πορεύονται εις την οδόν, την παντελώς εναντίαν εκείνης της οδού, ήτις φέρει εις την κατοικίαν των θεών· το εναντίον δε , όσαι δηλαδή ψυχαί εφύλαξαν την ιδίαν αθωότητα και καθαρότητα και διετήρησαν εαυτάς όσον ηδυνήθησαν από του μολυσμού των αισθήσεων, ζήσασαι δε εν ανθρωπίνοις σώμασιν, εμιμήθησαν την ζωήν των θεών, εις εκείνας η οδός του ουρανού, εκ της οποίας ήλθον, είναι ανεωγμένη». Εκ τούτου βλέπομεν ότι και οι εθνικοί επίστευον αθανασίαν της ψυχής και ανταπόδοσιν των έργων, αν και η περί του ζητήματος τούτου διδασκαλία αυτών ήτο πλήρης δεισιδαιμονιών και σφαλμάτων. Ημείς έχομεν διδάσκαλον τον λόγον του Θεού, όστις εις το σκότος ταύτης της ζωής φέγγει ως λύχνος και οδηγεί ημάς εις την κατανόησιν όχι πάντων, αλλ’ εκείνων μόνον, όσα είναι αναγκαία προς την ημών σωτηρίαν· τα δε λοιπά τότε θέλομεν κατανοήσει, όταν εξελθόντες από του αυχμηρού τόπου του σώματος ημών φθάσωμεν εκεί, όπου η ημέρα διαυγάζει και όπου ο φωσφόρος Ιησούς, ο ποιητής των απάντων, ανατέλλει και αποκαλύπτει πάντα (Β΄ Πέτρου α: 19). Εάν λοιπόν προσέχωμεν εις αυτόν του Θεού τον λόγον, ημείς μανθάνομεν ευθύς ποίος είναι ο ποιητής της ψυχής, ποία είναι η φύσις αυτής, πόσος ο της διαρκείας αυτής καιρός, ποίον το έργον αυτής και δια ποίον τέλος αύτη επλάσθη. «Και ενεφύσησε», λέγει «εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. β: 7). Ο Θεός ούτε πνεύμονας έχει, ούτε στόμα, ούτε χείλη, δια να φυσήση, αλλ’ επειδή, όταν έπλασε το σώμα, είπε: «και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον χουν λαβών από της γης», δια τούτο, ίνα διδάξη ότι η ψυχή δεν είναι χώμα, αλλά πνεύμα, δεν είναι σώμα υλικόν, αλλά ουσία άϋλος, έβαλε την λέξιν «ενεφύσησε», ίνα παραστήση δι’ αυτής την διαφοράν μεταξύ σώματος και πνεύματος. Διότι αν και αυτό το εμφύσημα υλικόν υπάρχει και σωματικόν, όμως, καθό αόρατον, καθό κινητικόν, καθό ενεργητικόν, έχει ομοιότητα τινά μετά της ψυχής. Όθεν είπεν· «έπλασε και ενεφύσησεν», ίνα διδάξη ημάς, ότι άλλο είναι το σώμα και άλλο η ψυχή. Το σώμα σύνθετον, το δε σύνθετον διαλύεται εις εκείνα, εκ των οποίων σύγκειται. Όθεν το σώμα είναι κατά φύσιν φθαρτόν. Το πνεύμα είναι απλούν, το απλούν ουδέποτε διαλύεται· δια τούτο η ψυχή είναι άφθαρτος και αθάνατος. «Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν λαβών από της γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής». Εκ ταύτης της διδασκαλίας του Θεού έμαθον οι ευσεβείς, ότι και το σώμα και η ψυχή επλάσθησαν υπό του Θεού. Αλλά το μεν σώμα είναι υλικόν, γήϊνον, ορατόν, θνητόν και φθαρτόν, η δε ψυχή είναι πνεύμα άϋλον, νοερόν, αόρατον, αθάνατον άφθαρτον. Και εις μεν  το πρόσωπον των Πρωτοπλάστων τότε εμφυσήσας ο Θεός έπλασε την ψυχήν αυτών· τώρα δε παντός ανθρώπου την ψυχήν πλάττει, όπως αυτός γνωρίζει, εν αυτώ τω σώματι αυτού. «Λέγει, Κύριος, εκτείνων ουρανόν και θεμελιών την γην και πλάσσων πνεύμα ανθρώπου εν αυτώ» (Ζαχαρ. ιβ: 1). Εξ αυτού του λόγου του Θεού μανθάνομεν και ποίον είναι το έργον της ψυχής. Η θεία Γραφή περιέγραψε πρώτον την πλάσιν του σώματος, έπειτα και την της ψυχής. Εφανέρωσε δε, ότι ο Θεός δια της ευλογίας Αυτού άλλα μεν χαρίσματα έδωκεν εις το σώμα, άλλα δε εις την ψυχήν. Εις το σώμα έδωκεν την αύξησιν, τον πληθυσμόν, την δύναμιν του πληρώσαι την γην και κατακρατήσαι αυτής· «και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός λέγων·Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής» (Γεν. α: 28). Εις την ψυχήν έδωκε το άρχειν, ήτοι την εξουσίαν, την κυριότητα, την δεσποτείαν πάντων των γηϊνων πραγμάτων και πάσης της γης· «και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γης». Επειδή δε έδωκεν ο Θεός εις την ψυχήν του ανθρώπου το άρχειν, έδωκεν εις αυτήν και πάσας τας δυνάμεις, όσαι είναι αναγκαίαι δια να άρχη και να εξουσιάζη· ταύτας δε τας θαυμασίας δυνάμεις της ψυχής καθείς και βλέπει και αισθάνεται. H ψυχή δια του νοός αυτής εν ριπή οφθαλμού αναβαίνει εις τον ουρανόν, καταβαίνει εις τον άδην, περιέρχεται την γην, εμβαίνει εις τας πόλεις, εισέρχεται εις πάνταν τόπον, νοεί ό,τι θέλει, μνημονεύει τα παρελθόντα, συλλογίζεται τα παρόντα, προνοεί τα μέλλοντα, ζυγοστατεί, ανακρίνει, συμβιβάζει, διαχωρίζει και τους ιδίους αυτής συλλογισμούς. Αυτή μανθάνει διαφόρους γλώσσας, τέχνας παντοίας, επιστήμας υψηλάς. Όσας διαλέκτους ακούετε, όσα βιβλία αναγινώσκετε, όσα τεχνητά πράγματα βλέπετε, της ψυχής ημών είναι έργα. Αυτή εφεύρε φιλοτεχνήματα, δια των οποίων διαπερώμεν τα μακρά της θαλάσσης διαστήματα, βυθιζόμεθα εις το βάθος της θαλάσσης και ανάγομεν τους μαργαρίτας, καταβαίνομεν εις τους κόλπους της γης και εξάγομεν τα μέταλλα, μετρούμεν το μέγεθος του ηλίου και της σελήνης και των λοιπών πλανητών, έτι δε και τα μεταξύ αυτών διαστήματα. Αναλογιζόμεθα τον καιρόν της τούτων περιόδου, της ανατολής, της δύσεως, της συζυγίας, της εκλείψεως, της μεταξύ αλλήλων και της γης αποστάσεως, συνάγομεν και σκορπίζομεν το πυρ, εισάγομεν και εξάγομεν τον αέρα, γνωρίζομεν το μέτρον της δυνάμεως του πυρός, του ύδατος, των ανέμων, βλέπομεν και εκείνα, όσα ή δια την μικρότητα ή δια το διάστημα φεύγουσι των οφθαλμών την όρασιν. Αυτή εύρε μικροσκόπια, τηλεσκόπια, πυρόμετρα, υγρόμετρα, βαρόμετρα, θερμόμετρα. Αυτή νοεί λύσεις προβλημάτων πάσης υποθέσεως, αναλογισμούς μακροσκελείς και δυσαναλογίστους ευρέσεις πραγμάτων αποκρύφων. Η ψυχή ηθολογεί, φυσιολογεί, γεωμετρολογεί, βοτανολογεί, μετεωρολογεί, ιατρολογεί, αστρονομεί, οντολογεί, πνευματολογεί, ψυχολογεί, θεολογεί. Δια τούτων δε των έργων αυτής άρχει και δεσπόζει πάντων των εν τη γη πραγμάτων και αυτής όλης της γης. Βλέπεις πόση η διαφορά μεταξύ του λογικού ανθρώπου και του αλόγου ζώου; Ποίον των αλόγων ζώων ή των πετεινών ή των νηκτών ή των ερπετών ή των τετραπόδων δύναται να πράξη, δεν λέγω πάντα, αλλ’ εν μόνον μετά της αυτής τελειότητος, μετά της οποίας πράττει ταύτα πάντα ο άνθρωπος; Όστις ταύτα συλλογίζεται, εκείνος θαυμάζει και εξίσταται, βλέπων την τόσην ευγένειαν και χάριν της ψυχής· θαυμάζει δε μάλλον και υπερυψοί την παντοδύναμον σοφίαν του Θεού, του της ψυχής δημιουργού και βοά μετά του Προφητάνακτος: «Εθαυμαστώθη η γνώσις σου εξ εμού, εκραταιώθη, ου μη δύνωμαι προς αυτήν» (Ψαλμ. ρλη: 6). Μωροί λοιπόν, ανόητοι και κατησχυμμένοι τυγχάνουσιν όσοι λέγουσιν, ότι ο λογικός άνθρωπος ουδέν διαφέρει των αλόγων ζώων. Εάν ο Θεός έδωκεν εις την ψυχήν την εξουσίαν και κυριότητα πάντων των επί γης, πολλώ περισσότερον έδωκεν εις αυτήν την δεσποτείαν του σώματος εις το οποίον κατοικεί. Έδωκε, ναι, εις αυτήν και την εξουσίαν του σώματος, καταστήσας αυτήν μεν κυρίαν και δέσποιναν, το δε σώμα δούλον και υπηρέτην αυτής, πλην έδωκεν εις αυτήν και το ελεύθερον και αυτεξούσιον· «Αυτός εξ αρχής εποίησεν άνθρωπον και αφήκεν αυτόν εν χειρί διαβουλίου αυτού» (Σοφ. Σειρ. ιε: 14). Όθεν όταν αυτή, μένουσα εις την εαυτής κυριότητα, εξουσιάζη και οδηγή και διευθύνη το σώμα, το δε σώμα εξουσιάζεται υπ’ αυτής και δουλεύη και υπηρετή αυτήν, τότε βλέπεις και γνωρίζεις ποίον είναι το έργον της ψυχής· έργον θαυμάσιον, έργον, του οποίου ουδέ ίχνος φαίνεται εις τα έργα των αλόγων ζώων, έργον, το οποίον φέρει αυτήν εις εκείνο το μακάριον τέλος, δι’ ο επλάσθη. Βλέπε τον Αβραάμ· εις αυτόν η ψυχή προστάττει, το σώμα υπακούει. Αυτός ένα λόγον του Θεού ήκουσεν, «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου» (Γεν. ιβ: 1) και ευθύς φεύγει εκ του οίκου του πατρός αυτού και εγκαταλιμπάνει συγγενείς, φίλους και πατρίδα. Τούτο είναι υπακοή. Συμβαίνει μάχη μεταξύ των ποιμένων αυτού και των ποιμένων του Λωτ, του ανεψιού αυτού. Ο Αβραάμ ησυχάζει την μάχην· πάσα η γη, λέγει προς τον Λωτ, είναι ενώπιόν σου, λάβε οποίον μέρος σου αρέσει· «Ει συ εις αριστερά, εγώ εις δεξιά· ει δε συ εις δεξιά, εγώ εις αριστερά» (Γεν. ιβ: 9)· τούτο είναι δικαιοσύνη. Κατατροπώσας τους εχθρούς του βασιλέως των Σοδόμων, ηλευθέρωσε τους αιχμαλώτους, ανθρώπους και ίππους και πάντα τα υπάρχοντα, όσα οι εχθροί αυτού ήρπασαν. Ο βασιλεύς αισθανόμενος το χρέος αυτού λέγει προς τον Αβραάμ· Δος μοι τους άνδρας, τους δε ίππους λάβε συ δια τον κόπον σου· «Είπε δε βασιλεύς Σοδόμων προς Αβραάμ. Δος μοι τους άνδρας, την δε ίππον λάβε σεαυτώ». Ο δε Αβραάμ ουδέ εν σπαρτίον ηθέλησεν εξ αυτών· «Είπε δε Αβραάμ προς τον βασιλέα Σοδόμων. Εκτενώ την χείρα μου προς Κύριον τον Θεόν, ος έκτισε τον ουρανόν και την γην, ει από σπαρτίου έως σφαιρωτήρος υποδήματος λήψομαι από πάντων των σων» (Γεν. ιβ: 22 – 23)· τούτο είναι αληθινή ευεργεσία. Καθήμενος ο Αβραάμ επί της θύρας της σκηνής αυτού ανέμενε τους εκείθεν διερχομένους ξένους, ίνα παντί τρόπω υπηρετήση και φιλοξενήση αυτούς· «Κύριε», έλεγε προς τον διαβαίνοντα ξένον, «ει άρα εύρον χάριν εναντίον σου, μη παρέλθης τον παίδα σου», τούτο είναι συμπάθεια και ευσπλαγχνία. Ο Παντοκράτωρ Θεός συνομιλεί μετά του Αβραάμ και συμφωνολογεί μετ’ αυτού περί της απωλείας των Σοδόμων. Ο δε Αβραάμ ονομάζει εαυτόν γην και σποδόν, «Εγώ δε ειμι γη και σποδός», τούτο είναι ταπεινοφροσύνη. Αυτός τέλος πάντων ο Αβραάμ και των ιδίων αυτού σπλάγχνων, ήτοι του Ισαάκ του αγαπητού υιού αυτού, προετίμησε το πρόσταγμα του Θεού. Όθεν εξέτεινε την χείρα αυτού, ίνα λάβη την μάχαιραν και σφάξη αυτόν: «και εξέτεινεν Αβραάμ την χείρα αυτού λαβείν την μάχαιραν, σφάξαι τον υιόν αυτού» (Γεν. κβ: 10), τούτο είναι η τελεία εις τον Θεόν υπακοή και αγάπη. Εις τον Ιωσήφ η ψυχή εξουσιάζει, το σώμα δουλεύει· εις τον Ιωσήφ λοιπόν βλέπεις της σωφροσύνης την αρετήν, όταν νικά τους πειρασμούς της Αιγυπτίας. Εις αυτόν βλέπεις την φρόνησιν και την πρόνοιαν, όταν οικονομή την ακαρπίαν της Αιγύπτου· βλέπεις την δικαιοσύνην, όταν σιτομετρή εις πάντας και ουδένα εγκαταλείπη· βλέπεις την αμνησικακίαν, όταν λέγη προς τους πωλήσαντας αυτόν αδελφούς και τρέμοντας της μνησικακίας την εκδίκησιν· «Μη φοβείσθε, εγώ διαθρέψω υμάς και τους οίκους υμών· και παρεκάλεσεν αυτούς και ελάλησεν αυτών εις την καρδίαν» (Γεν. ν: 21). Η ψυχή του Ιώβ είναι η κυρία και η δέσποινα, το σώμα αυτού είναι δούλος και υπηρέτης. Όθεν εις αυτόν βλέπομεν τόσην ανδρείαν εναντίον εις τας αιφνιδίους και υπερβολικάς δυστυχίας, τόσην μεγαλοψυχίαν εις την εσχάτην πτωχείαν και απορίαν, τόσην υπομονήν εις την ασθένειαν και εις τας πληγάς και οδύνας, ώστε φαίνεται εις ημάς ότι ο Ιώβ δεν φορεί σάρκα και σώμα, αλλ’ είναι άσαρκος και ασώματος. Εάν ερευνήσης την ζωήν και το πολίτευμα των Προφητών, των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των Οσίων, πάντων των Αγίων, βλέπεις και γνωρίζεις πόση είναι η ευγένεια της ψυχής και ποία είναι τα έργα αυτής και πόσον διαφέρει ο άνθρωπος των αλόγων ζώων. Που είδες ή που ανέγνως ή που ήκουσας εις τα άλογα ζώα ή δικαιοσύνην ή σωφροσύνην ή μεγαλοψυχίαν ή φιλοξενίαν ή αίσθησιν ότι υπάρχει Θεός ή ίχνος αγάπης και υπακοής εις Αυτόν; Όταν δε ακολουθήση το εναντίον, ήτοι όταν η ψυχή υποδουλώση την θέλησιν αυτής εις τας επιθυμίας του σώματος και υποτάξη την εξουσίαν αυτής εις τα πάθη της σαρκός, όταν, λέγω, το σώμα αρπάξη την κυριότητα της ψυχής και καταστήση την δέσποινα, ήτοι την ψυχήν, δούλην αυτού, τότε αποσβέννυται της ψυχής το κάλλος και μαραίνεται η ωραιότης και εκλείπει η μεγαλοπρέπεια και αφανίζονται τα έργα αυτής. Τότε ουδέν άλλο βλέπεις ειμή σώμα, σάρκα, πάθη· τότε ουδέν άλλο βλέπεις ειμή την δολιότητα της αλώπεκος, τους μετασχηματισμούς του χαμαιλέοντος, τας αρπαγάς του ιέρακος, την ωμότητα του λέοντος, την μνησικακίαν της καμήλου, την κοιλιοδουλείαν και τον βόρβορον του χοίρου. Τότε έργον ψυχής ουδόλως φαίνεται· δεν βλέπεις άνθρωπον λογικόν, αλλά ζώον άλογον, διότι αυτός εξέπεσε του ύψους της τιμής, εις την οποίαν ο Θεός αυτόν ύψωσε και κατεστάθη όμοιος των αλόγων ζώων· αυτό δε σημαίνει ο λόγος του ιεροψάλτου Δαβίδ: «άνθρωπος, εν τιμή ων, ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. μη: 13). Ψυχή μου παναθλία, πως δεν γνωρίζεις την θείαν σου ευγένειαν; Πως φαίνεσαι τοσούτον αχάριστος εις εκείνον τον πανάγαθον ευεργέτην, Όστις έδωκεν εις σε τόσα προτερήματα, όστις σε επλούτισε δια τοσούτων δωρεών και χαρίτων; Πως στέργεις και δίδεις την θέλησίν σου εις την εξουσίαν του δούλου σου και την δεσποτείαν σου εις τας χείρας του εχθρού σου; Πως καταδέχεσαι και γίνεσαι δούλη του δούλου σου και υπηρετείς τον υπηρέτην σου; Σε θέλγει αληθώς το σώμα δια της θανατηφόρου των ηδονών γλυκύτητος, σε καταφλογίζει αληθώς δια του ολεθρίου πυρός των ιδίων παθημάτων· αλλά συ εδιδάχθης και έμαθες ότι, εάν μεν νικήσης, σώζεις σεαυτήν και το σώμα, εάν δε νικηθής, κολάζεις σεαυτήν και εκείνο. Έχεις το αυτεξούσιον, έχεις την παρά Θεού δοθείσαν εις σε δύναμιν, έτοιμος είναι προς βοήθειάν σου η δραστήριος Χάρις του πανοικτίρμονος Θεού. Ανάστα λοιπόν, τι καθεύδεις; Το πότε μέλλεις να χωρισθής από του σώματός σου τυγχάνει άγνωστον και άδηλον. Δεν γνωρίζεις ούτε την ημέραν, ούτε την ώραν, κατά την οποίαν ο Θεός μέλλει να σε χωρίση από του σώματός σου. Μετά τον χωρισμόν σου ελπίς διορθώσεως ή μετανοίας ουδεμία. Έως πότε λοιπόν κατάκεισαι; Έως πότε δουλεύεις την δουλείαν της αιωνίου σου καταδίκης; Ανάστα, ανάλαβε την δεσποτείαν σου, υπόταξον τον δούλον σου, τελείωσον το έργον σου, ίνα συν αυτώ τω δούλω σου εισέλθης εις τον Νυμφώνα της θείας δόξης, εις τας λαμπρότητας των Αγίων, εις την Βασιλείαν την αιώνιον, την οποίαν από καταβολής κόσμου ητοίμασεν δια σε ο πανυπεράγαθος Θεός, ο εκ του μη όντος πλάσας σε. Αμήν. Τη του Σταυρού Σου δυνάμει, Χριστέ ο Θεός, και ημάς των του πονηρού διαφύλαξον επηρειών και τα θεία Σου Πάθη και την ζωηφόρον Ανάστασιν προσκυνήσαι αξίωσον, το τεσσαρακονθήμερον ευμαρώς διανύσαντες στάδιον· και ελέησον ημάς, ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: