Γρηγόριος, ο Θεοφόρος Πατήρ ημών, κατήγετο από τα μέρη της Βιθυνίας· οι γονείς του ήσαν ευσεβείς και περιφανείς, ευγενείς μεν κατά το γένος, ευγενέστεροι δε κατά την γνώμην και την αρετήν. Ανατραφείς δε ούτος από τοιούτους γονείς, δεν επρόσεχεν εις τα παιχνίδια των παιδίων, εις τα οποία χαίρεται η νεότης, αλλ’ είχεν ως απασχόλησίν του διαρκή τους θείους λόγους των Γραφών. Όμως δεν εστάθη έως εδώ, αλλά ηθέλησε να μάθη και τα Ελληνικά μαθήματα και να προτιμήση εκ τούτων ό,τι εύρη καθαρόν από κακίαν. Όθεν, με την φυσικήν οξύτητα του νοός του και με την μελέτην και άσκησιν, εις ολίγον καιρόν έμαθεν όλα τα καλά και ωφέλιμα μαθήματα, δια να ημπορή με αυτά να μη συλλαμβάνεται από τας παγίδας και τα σοφίσματα των εναντίων εις την Ορθοδοξίαν, αντιθέτως δε να δύναται να πολεμή αυτούς από μακράν με τα πτερά των λόγων του ή να τους κτυπά με τα άρματα της ελλογίμου γλώσσης του, όταν ήθελε τύχει να συνομιλούν.
Επειδή λοιπόν ωφελήθη αρκετά από τα εξωτερικά μαθήματα, ταχέως ήλθεν εις αίσθησιν εαυτού και με το μέσον του εαυτού του, ήλθε και εις αίσθησιν του Θεού. Δια τούτο εζήτει να εύρη διδασκάλους και οδηγούς εις τους αγώνας της αρετής· διότι εγνώριζεν, ότι το να ζη κανείς μόνος, χωρίς να έχη άλλα παραδείγματα, είναι επικίνδυνον και περικλείει πολλάς παγίδας και επιβουλάς του εχθρού· το να ζη δε τις με πολλούς και εμπείρους εις την αρετήν και το να ατενίζη προς αυτούς, ως προς παράδειγμα, παρακινεί πολύ εις τους αγώνας της αρετής και ανάπτων εντός του το πυρ του ζήλου, αυξάνει την προθυμίαν και ούτω αναβαίνει πάντοτε από τα μικρά εις τα μεγαλύτερα και τελειότερα. Δια τούτο μετέβη εις εν από τα καλλίτερα του τότε καιρού Μοναστήρια και ενδυθείς το Σχήμα των Μοναχών επεδόθη καθ΄ολοκληρίαν εις τους πνευματικούς αγώνας. Μανθάνει τον κρυφόν και αόρατον πόλεμον του διαβόλου και δια τίνος τρόπου να μη κτυπάται από αυτόν, αλλά αυτός μόνον να τον κτυπά και να μη πληγώνεται αλλά να πληγώνη. Μανθάνει τας προσβολάς των πονηρών λογισμών, οίτινες ανά πάσαν στιγμήν πολεμούν το ταλαίπωρον γένος των ανθρώπων και ότι εκεί διδάσκονται ποία είναι η ειρήνη του νοός και η φύλαξις των λογισμών και ποίοι από τους λογισμούς είναι ιδικοί μας και ποίοι του εχθρού· ποίοι είναι εκείνοι όπου ενοχλούν και ταράττουν την ακινησίαν και σταθερότητα των λογισμών και με ποίους λογισμούς πρέπει να πολεμή καθ’ εκάστην και ποίους πρέπει να καταφρονή με σοβαρότητα και εις ποίους λογισμούς πρέπει να φέρεται με υψηλόν φρόνημα και ποίους πρέπει να απατά με ύπουλον και ψευδή φιλίαν. Εκεί έμαθε πως να αποτάσσεται και να αποβάλλη τα αισθητά ομού με τας αισθήσεις και τα ωραία χρώματα και τας απαλότητας των σωμάτων και όλα τα ηδέα και τερπνά, με τα οποία κρημνίζεται το ηγεμονικόν του νοός και πλανάται και φαρμακεύεται· έμαθε κανόνας και όρους της ψαλμωδίας· κατάστασιν προσευχής, φυλακήν νοός, μέτρα νηστείας και εγκρατείας και ότι ταύτα, τότε είναι συγκερασμένα, όταν συνοδεύωνται και από την ταπεινοφροσύνην. Ταύτα πάντα συναθροίσας εις τον εαυτόν του ο θείος Γρηγόριος, απέδωσε τριακοντάκις και εξηκοντάκις και εκατοντάκις. Επειδή, ποίον έργον, από τα ανωτέρω αναφερόμενα, δεν έπραξε με ιλαρότητα, ταπεινοφροσύνην και ελευθέραν γνώμην; Ή ποίος άλλος ηδυνήθη να έλθη πλησίον και να τον φθάση; Αξιέπαινος είναι η ακτημοσύνη, η ταπείνωσις, η ημερότης, η αλουσία και η χαμαικοιτία. Ποίαν όμως από τας αρετάς αυτάς δεν απέκτησεν ο Όσιος ούτος Γρηγόριος, με κάθε πρέποντα τρόπον και ζήλον; Ποίον καλόν άφησε και δεν το απέκτησεν; Εις ποίον συνεχώρησε να έχη τα πρωτεία και να τον υπερβή; Και όσας μεν αρετάς είχεν αποκτήσει δεν τας υπελόγιζεν εις τίποτε· εκείνα δε τα οποία του έλειπον εμερίμνα να κερδίση. Όθεν επληρούτο εις αυτόν εκείνο το οποίον λέγει ο Απόστολος (Φιλιπ. γ:14), το να εκτείνεται εις τα έμπροσθεν και να λησμονή τα όπισθεν, τρέχων δια να αποκτήση το βραβείον της άνω κλήσεως. Αλλ’ επειδή ο φθόνος ακολουθεί πάντοτε εκείνον όστις έχει αρετάς, μη υποφέρων ο φθονερός διάβολος να βλέπη τον Άγιον, τόσον νέον κατά την ηλικίαν, να είναι εστολισμένος με τόσην γνώσιν, σωφροσύνην, ανδρείαν και πραότητα και τόσον ανίκητον από τας μηχανάς και τέχνας του, απλώς δε ειπείν, βλέπων τον Όσιον, ότι ήτο τύπος και παράδειγμα ωφελείας δι’ όλους, τι κάμνει και τι μεθοδεύεται; Εν ω μετά από τους υπερβολικούς εκείνους κόπους και αγώνας της αρετής τους οποίους έκαμνεν ο Άγιος Γρηγόριος και ήτο το σώμα του ταλαιπωρημένον από την πολλήν νηστείαν, βάλλει εις υποψίαν μερικά ανθρωπάρια διεφθαρμένα και αχρειέστατα και ψευδολόγα, ότι δήθεν ο θείος ούτος Γρηγόριος έκλεψε μερικά ιερά σκεύη, τα οποία είχον τότε χαθή. Ούτοι εδυσφήμησαν τον άγιον άνθρωπον του Θεού και εζήτουν με όρκους να βεβαιώσουν τας ψευδομαρτυρίας των. Και οι απλοί αυτοί χυδαίοι και ανόητοι άνθρωποι ενόμιζον, ότι τούτο ήτο νίκη του διαβόλου κατά του Αγίου, οι δε γνωστικοί και διακριτικοί έκριναν τούτο ως ένα αξιογέλαστον παιχνίδιον. Γνωρίζων όμως ο θείος Γρηγόριος την επιβουλήν και τας τέχνας του διαβόλου, ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις άλλο Μοναστήριον, δια να μη προξενή αιτίαν μεγαλυτέρας κολάσεως εις τους συκοφάντας εκείνους. Μετά ολίγας όμως ημέρας εφανερώθη εκείνος όστις έκλεψε τα ιερά σκεύη και με τούτο το συμβάν περιπαίχθη ο διάβολος, με τα ίδια μέσα με τα οποία επεχείρησε να περιπαίξη τον Άγιον· με τα μέσα δε εκείνα με τα οποία εσπούδαζε να πλανήση τους άλλους, επλανήθη αυτός και ούτω έγινεν η κακία του φανερά εις όλους. Διότι, πως ήτο δυνατόν να διδάσκη ο Όσιος εις τους άλλους να μη κλέπτουν και να μη ιεροσυλούν, αν αυτός ήτο ιερόσυλος; Αυτό είναι τελείως ανάρμοστον και ασυλλόγιστον. Αλλ’ ας έλθωμεν εις το προκείμενον. Μεταβάς ο Όσιος εις το άλλο Μοναστήριον, εις το οποίον ήτο και ο κατά σάρκα αδελφός του υποτασσόμενος και ασκούμενος εις την αρετήν, ηγωνίζετο πάλιν ομοίως με τους πρώτους αγώνας της ασκήσεως· όθεν έκαμνεν υποταγήν και υπακοήν εις τον Ηγούμενον και εις τους συνασκουμένους αδελφούς και υπέφερε πάσαν άσκησιν καλής πολιτείας, νηστεύων, αγρυπνών, ψάλλων, προσευχόμενος, υπηρετών και ταπεινούμενος. Δια τούτο προσείλκυσεν εις την αγάπην του και όλην εκείνην την αδελφότητα· καθόσον η ταπεινοφροσύνη, η απλότης του ήθους και η λιτή δίαιτα προξενούν αγάπην εις εκείνον όστις τας κατέχει, καθώς, εξ αντιθέτου, η υπερηφάνεια και το σοβαρόν και αύθαδες ήθος γίνονται αίτια θυμού και μίσους. Αφού λοιπόν διέτριψε εκεί καιρόν πολύν ενεδύθη και το μέγα και Αγγελικόν Σχήμα και έγινε Μεγαλόσχημος. Έπειτα παρεκινήθη πολύ από τον Ηγούμενον και όλην την αδελφότητα να γίνη Ιερεύς. Ο Όσιος όμως δεν εδέχετο να ιερωθή κατ’ ουδένα τρόπον, διότι εγνώριζε ποίαν καθαρότητα, τάξιν και στάσιν και ποίαν υψηλήν πολιτείαν πρέπει να έχη ο Ιερεύς. Παρακινούμενος όμως από αυτούς και εκ δευτέρου και τρόπον τινά βιαζόμενος, συγκατένευσε συλλογιζόμενος, ότι η ευπείθεια και υπακοή είναι θεμέλιον όλων των αρετών. Εδέχθη δε την Ιερωσύνην, όχι ως πρέπουσαν εις αυτόν, διότι πάντοτε συνέτριβε τον λογισμόν τούτον της κενοδοξίας, αλλ’ ως μίαν διακονίαν, την οποίαν ήτο υποχρεωμένος να εκτελέση. Έπειτα από τρεις χρόνους ανεχώρησεν από το Μοναστήριον επιθυμών να ησυχάση κατ’ ιδίαν· διότι εγνώριζεν, ότι εκείνος όστις ευρίσκεται εις ησυχίαν και καταγίνεται εις την προσευχήν, αυτός δύναται να γυμνωθή από την ύλην του κόσμου, με το να γυμνώνωνται από αυτήν αι αισθήσεις του· όταν δε αι αισθήσεις γυμνωθούν από την ύλην, τότε και ο νους γυμνώνεται από τας αισθήσεις και γυμνωθείς εισέρχεται γυμνός εις την θεωρίαν των νοητών· δια μέσου δε της θεωρίας ταύτης, αναβαίνει εις την αγάπην του Θεού και εντρυφά και χαίρεται εις την δόξαν και ωραιότητα του Θεού. Τοιουτοτρόπως, δια μέσου της δόξης του Θεού, αυξάνει εις την αγάπην του Θεού και δια μέσου της αγάπης του Θεού εις το να θεωρή την δόξαν του Θεού. Ώστε αύται αι δύο, η αγάπη του Θεού και η δόξα του Θεού, είναι μητέρες και θυγατέρες η μία της άλλης. Αναχωρήσας λοιπόν από το Μοναστήριον μαζί με τον αδελφόν του, μετέβη εις χωρίον τι εκεί πλησίον, το οποίον ήτο κατάλληλον δι’ ησυχίαν και διατρίβων εκεί αρκετόν καιρόν και ελευθερώνων ολίγον κατ’ ολίγον τας αισθήσεις του από την έξωθεν οχλοκρατίαν, την σύγχυσιν και την ταραχήν του κόσμου, εζήτει ακόμη περισσοτέραν ησυχίαν. Διότι τοιαύτην συνήθειαν έχει ο νους, όταν σχολάση από τα έξω και επιστρέψη εις τον εαυτόν του και ενωθή, ζητεί περισσοτέραν ησυχίαν και σχολήν, επειδή δια μέσου της σχολής ταύτης νοεί καθαρώτερα τα ελπιζόμενα αγαθά του μέλλοντος αιώνος. Και όσον ο νους σχολάζει από όλα, τόσον αναβαίνει εις τον Θεόν, ούτως ώστε η σχολή αύτη και η ησυχία μεταβάλλεται εις κλίμακα αναβάσεως προς τον Θεόν, καθώς, αντιθέτως, η ταραχή και η φροντίς είναι κατάβασις από τον Θεόν. Δια τούτο ο Όσιος ανέβη εις το όρος το οποίον ευρίσκετο πλησίον του χωρίου και ονομάζεται του Προφήτου Ηλία· αναβάς λοιπόν, μαζί με τους εγχωρίους και ευρών τούτο πολύ κατάλληλον προς ησυχίαν, ανεβόησε το ρητόν του ψαλμού: «Αύτη η κατάπαυσίς μου εις αιώνα αιώνος· ώδε κατοικήσω, ότι ηρετισάμην αυτήν» (Ψαλμ. ρλα:14). Παρευθύς λοιπόν έπηξε την ασκητικήν του καλύβην και κατώκησεν εκεί, όπου, γυμνώσας τον νουν του από τας αισθήσεις, τας δε αισθήσεις γυμνώσας από την ύλην και την περιπλάνησιν εις τα γήϊνα, ηνώθη με τον Θεόν από τον οποίον δεν εχωρίσθη ποτέ· και απομακρύνας τον νουν του από παντός είδους νοήματα, γίνεται φίλος Θεού και δεύτερος Μωϋσής και βλέπων τον Θεόν εκ των όπισθεν εδιδάχθη τι πρέπει να ζητή και τι να μη ζητή και να μη περιεργάζεται. Διότι είναι συγκεχωρημένον εις εκείνον όστις θέλει να καθαρισθή, να ερευνά τους μυστηριώδεις και αποκρύφους λόγους· δηλαδή τους λόγους της θείας Προνοίας και της κυβερνήσεως όλου του κόσμου· τους λόγους της σοφίας και αγαθότητος του Θεού, της δυνάμεως και απειρίας και αιωνιότητος, απλώς δε ειπείν, τους λόγους της θείας ενεργείας και δόξης και λαμπρότητος. Διότι οι κεκαθαρμένοι ή οι καθαριζόμενοι συγχωρούνται να εξετάζουν ταύτα· όμως δεν είναι συγκεχωρημένον εις αυτούς να εξετάζουν και την ουσίαν του Θεού· επειδή ο λόγος αυτής είναι τελείως ακατανόητος και ανεπιχείρητος και ανεκλάλητος· δια τούτο είπε και εις τον Μωϋσήν ο Θεός το: «Ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται» (Έξ. λγ:20), δηλών με τούτο τον λόγον της ουσίας. Αφ’ ου λοιπόν ο Όσιος Γρηγόριος ηνώθη με τον Θεόν, έγινε φίλος Θεού· και επειδή εκείνα τα οποία έχουν οι φίλοι είναι κοινά, δια τούτο και ο Θεός έκαμε κοινά και τα μυστήριά Του εις τον φίλον Του, τον θείον Γρηγόριον. Όθεν ο Όσιος έγινε θεωρός των θεϊκών μυστηρίων και εδιδάχθη τους σκοτεινούς και αποκρύφους λόγους και αποκαλύπτεται εις αυτόν η γνώσις των μελλόντων και λαμβάνει δώρον από τον Θεόν, άξιον του Θεού, όστις του το έδωκε, δια μόνην την αγαθότητά Του, ο δε Όσιος έλαβε τούτο δια την καθαρότητα του νοός του και δια τον προς Θεόν έρωτα αυτού. Όχι δε μόνον έλαβε την πρόγνωσιν των μελλόντων ως έπαθλον της αρετής του, αλλά γίνεται και ενεργός παραδόξων θαυμάτων. Διότι, καθώς οι βασιλείς και οι άρχοντες εμπιστεύονται τους θησαυρούς των εις τους πιστούς φίλους των και τους κάμνουν θησαυροφύλακας και κυβερνήτας των υπαρχόντων των και δια μέσου αυτών δίδουν και εις τους άλλους εκείνα τα οποία χρειάζονται, ούτω συνειθίζει να κάμνη και η Πρόνοια του Θεού και οικονομεί τα πάντα με λόγους βαθείς και ανεκδιηγήτους. Όθεν και ούτος ο Όσιος, επειδή ηγάπησε τον Θεόν και μάλιστα τόσον, όσον έπρεπε και όσον ήτο δυνατόν εις αυτόν και επειδή ηγαπήθη και αυτός από τον Θεόν, καθώς υπόσχεται ο ίδιος εις το Ευαγγέλιον, ότι αγαπά τους αγαπώντας αυτόν και φυλάττοντας τας εντολάς Του (Ιωάν. ιδ:15-21), δια τούτο του ενεπιστεύθη και τα πνευματικά Του μυστήρια, όχι δωρεάν και χωρίς κόπον, αλλά με πολλούς ιδρώτας και αγώνας. Ετοποθέτει λοιπόν, ως επάνω εις πλουσίαν τράπεζαν, όλα εκείνα τα πνευματικά φαγητά, τα οποία εχρειάζετο ο καθείς δια να φάγη, εκείνους δε οι οποίοι εχρειάζοντο συνβουλήν, τους συνεβούλευε πανσόφως. Εάν δε ήτο καιρός και ανάγκη λόγου προγνωστικού και διορατικού, απεκάλυπτε τα μέλλοντα εις τους έχοντας ανάγκην, με ταπεινοφροσύνην και μετριότητα. Αν δε ήρχοντο προς αυτόν ασθενείς και πτωχοί, δεν τους άφηνε να φύγουν με κενάς χείρας και με κενάς ελπίδας· αλλ’ εγείρων τους οφθαλμούς του προς τον Θεόν και θέτων τας χείρας του με μεγάλην ταπείνωσιν επάνω εις αυτούς, τους ιάτρευε. Δια τούτο απέκτησε και παντός είδους όνομα. Διότι και προγνώστης των μελλόντων ωνομάζετο και διδάσκαλος και ανορθωτής των ημελημένων ηθών και ιατρός των ασθενών και πολλά άλλα. Δια μέσου δε της προς τον Θεόν αγάπης, με την οποίαν ηγάπησε τον Θεόν και ηγαπήθη από τον Θεόν, ηξιώθη να λάβη τα μεγάλα του Θεού και πλούσια χαρίσματα, από τα οποία καιρός είναι να αναφέρωμεν ολίγα τινά, ως τερπνά και ωφέλιμα εις τους αναγινώσκοντας και τους ακροωμένους. Συνήθειαν έχει ο πονηρός διάβολος να πολεμή πολλάκις και να ενοχλή τους ανθρώπους· και εάν κατορθώση τίποτε επιτυγχάνει τον σκοπόν του, αν δε δεν κατορθώση, προξενεί γέλωτα εις εκείνους οίτινες εδοκίμασαν τους ιδικούς του πολέμους. Όθεν, θέλων ο μιαρός να αναιρέση το προγνωστικόν του Οσίου, κατέπεισεν ανθρωπάρια τινά, άξια να σύρουν αμάξας, να ζευγαρίζουν, ή να σκάπτουν την γην, να λέγουν, ότι δεν προγνωρίζει ο Άγιος τα μέλλοντα από την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, αλλά από την ενέργειαν του διαβόλου, με τέχνην μαγικήν· δια τούτο έφεραν εις τον Άγιον κλέπτας τινάς και ιεροσύλους και κακοποιούς, οίτινες τον επείραζον ερωτώντες τον, τι άνθρωποι ήσαν ο καθείς εξ αυτών. Ο δε Όσιος, γνωρίζων την κακογνωμίαν εκείνων, δεν εσιώπησε δια να μη τους δώση αφορμήν να κατηγορούν και να περιπαίζουν τα θεία χαρίσματα, αλλά εφανέρωσε τι άνθρωποι ήσαν ο καθείς και με ποίον τρόπον ήλθαν εις αυτόν, δηλαδή με κακοβουλίαν. Θέλων δε να ελέγξη την απιστίαν των, απεκάλυψε και το αμάρτημα τινός εξ αυτών, ειπών, ότι και ο δείνα άνθρωπος, όστις ήτο ναυαγός, εξελθών εις την ξηράν, εκεί όπου είναι το αμπέλι, δια την ταλαιπωρίαν την οποίαν υπέστη και δια παρηγορίαν της πείνας του, εισήλθεν εις το αμπέλι και επήρε σταφύλια. Τούτο δε απεκάλυψεν ο Άγιος, όχι δια να δοξασθή από τους ανθρώπους, ως προγνώστης, αλλά δια να καταισχύνη εκείνους, οίτινες τον κατηγόρουν ως μάγον. Παρά ταύτα όμως δεν έπαυσεν η κακία των, αλλ’ εύρον πόρνην τινά και πληρώσαντες αυτήν την έστειλαν εις τον Όσιον, δια να κάμη πάντα τρόπον να τον κινήση εις επιθυμίαν και να τον μολύνη. Μετέ λοιπόν η πόρνη εις τον Όσιον και τον ηνώχλει. Συμπεριεφέρετο και εγέλα άσεμνα, παίζουσα και λέγουσα λόγους πορνικούς. Αλλ’ ο Όσιος εφρόντιζε με νουθεσίας και συμβουλάς να την σωφρονίση και να καταπαύση τα άσεμνα σχήματα και τους αισχρούς λόγους της. Όμως η πόρνη έμεινεν η ιδία, χωρίς να συνετίζεται από τας συμβουλάς του Οσίου. Όθεν αίφνης της ήλθε κλονισμός από τον δαίμονα και ευθύς την ρίπτει κατά γης, αφροί εξήρχοντο από το στόμα της, έτριζαν οι οδόντες της και έκαμνεν όλα τα άτακτα σχήματα των δαιμονιζομένων. Τούτο βλέποντες εκείνοι, οίτινες την παρώτρυναν, μετενόησαν και παρεκάλουν τον Όσιον να την ευσπλαγχνισθή και να την ιατρεύση. Ευθύς τότε ο Όσιος, χωρίς να αναμείνη να τον παρακαλέσωσι και δευτέραν φοράν, ύψωσε τας χείρας του εις τον ουρανόν και παρακαλών θερμώς τον Θεόν, ιάτρευσε την γυναίκα και της παρήγγειλε να φυλάττη εις το εξής σωφροσύνην, δια να μη πάθη κακόν περισσότερον και να καθαρίση την κατ’ εικόνα Θεού πλασθείσαν ψυχήν της με νηστείας, προσευχάς και όλας τας άλλας αρετάς. Καθοδηγήσας δε αυτήν εις την οδόν της μετανοίας δια των λόγων τούτων και άλλων πολλών, την απέστειλεν εν ειρήνη. Τοιουτοτρόπως εσωφρονίσθη η πόρνη και μετανοήσασα δια την προτέραν πολιτείαν της, διήλθε το υπόλοιπον της ζωής της με καθαρότητα και καλήν μετάνοιαν. Αλλ’ ας είπωμεν και άλλην μηχανήν του διαβόλου, την οποίαν έκαμε κατά του Οσίου. Θέλων ο μισόκαλος να ενοχλήση και να κακοποιήση τον Άγιον, εκίνησε μερικούς Κληρικούς φθονούντας τον Όσιον, οίτινες μετέβησαν εις τον Αρχιερέα της Νικομηδείας και του είπον πολλάς κατηγορίας και συκοφαντίας δια τον θείον Γρηγόριον, παντοίους τρόπους μεταχειριζόμενοι, δια να εξάψουν τον Αρχιερέα εναντίον του, ο δε Νικομηδείας, ως απλούς κατά την γνώμην, επειδή ανήρ άκακος πιστεύει παντί λόγω (Παροιμ. ιδ:15), επίστευσεν εις τους λόγους αυτών και πολύ θυμωθείς, έστειλεν ανθρώπους εις τον Άγιον προστάζοντάς τον να υπάγη προς αυτόν το συντομώτερον. Ο Όσιος τότε ηννόησε την τέχνην του διαβόλου και την συκοφαντίαν την οποίαν του έκαμαν και εν ω προσέφερεν εις τους απεσταλμένους άρτον και άλας δια να φάγουν, τους είπε να απέλθουν το γρηγορώτερον, διότι αυτός θέλει να υπάγη εις τον Αρχιερέα πρωτύτερα από αυτούς. Όθεν, επειδή ήτο απονεκρωμένος κατά το σώμα από την πολλήν άσκησιν και ταλαιπωρίαν και σχεδόν ακίνητος, ανήλθεν επί τινος ίππου και μετέβαινε κατ’ ευθείαν προς τον Αρχιερέα δια μέσου της θαλάσσης. Και, ω του θαύματος! ως να επάγωσε το ύδωρ της θαλάσσης και ως να έγινε γη ξηρά, διήλθε τούτο ο Άγιος και έφθασεν εις το απέναντι μέρος, εις το οποίον εκάθητο ο Επίσκοπος Νικομηδείας, χωρίς να βραχούν καθόλου ούτε οι πόδες του ίππου του. Βλέπων ο Αρχιερεύς τον Όσιον ερχόμενον έφιππον επάνω της θαλάσσης ως να εβάδιζεν εις στερεάν γην, ενεθυμήθη τον Απόστολον Πέτρον, όστις περιεπάτησε πεζός επάνω εις τα κύματα της θαλάσσης, και πεσών εις την γην, προσεκύνησε δοξάζων τον Θεόν και λέγων· «Ευλογητός ει, Κύριε, και υπερένδοξος, ότι σήμερον έδειξας εις ημάς άλλον Πέτρον· ως θαυμαστά τα έργα Σου! Πόσοι δούλοι Σου είναι άγνωστοι εις ημάς και δεν τους γνωρίζομεν, γνωστοί δε εις Σε προτού ακόμη να γεννηθούν!» Ευθύς δε ως επλησίασεν εις αυτόν ο Όσιος, έπεσεν εις τους πόδας του ο Αρχιερεύς και τον υπεδέχθη με πολλήν ευλάβειαν και τιμήν και σχεδόν ευχαριστούσεν εκείνους, οίτινες εσυκοφάντησαν τον Όσιον, διότι έγιναν αιτία να ίδη τοιούτον Άγιον και θαυματουργόν άνδρα και τον παρεκάλει να συγχωρήση την αμαρτίαν των. Τούτο το θαύμα βλέποντες και εκείνοι όπου τον διέβαλαν, μετενόησαν και ζητούντες μετά δακρύων συγχώρησιν από τον Όσιον, τον εσέβοντο εις το εξής και τον ετίμων ως θείον και ουράνιον άνθρωπον και ως θεράποντα και φίλον Θεού και όλοι όσοι ήκουσαν το τοιούτον εξαίσιον θαύμα εξεπλήττοντο και εθαύμαζον. Ο δε Όσιος επέστρεψε πάλιν εις την καλύβην του και ηγωνίζετο τους συνειθισμένους αγώνας του. Ανδρόγυνον δε τι ανήλθε ποτέ εις πλοιάριον και εταξείδευαν με καλόν καλόν και ούριον άνεμον, έξαφνα όμως ήλθεν ισχυρόν φύσημα ανέμου, τόσον σφοδρόν, ώστε συνέτριψε το πλοιάριον και το διεσκόρπισε. Τότε οι καλοί εκείνοι άνθρωποι, πεσόντες εις την θάλασσαν, επεκαλέσθησαν το όνομα του Οσίου, δια να τους βοηθήση και να τους σώση από τον κίνδυνον. Ο δε Όσιος, ταχύς εις βοήθειαν, εφάνη εις αυτούς και δίδων εις τούτους χείρα βοηθείας, τους ηλευθέρωσεν ανελπίστως από τον πνιγμόν, ούτοι δε λυτρωθέντες προσέφεραν μεγάλας ευχαριστίας εις τον Θεόν και εις τον Αυτού θεράποντα Άγιον Γρηγόριον. Αλλά και αλιείς απήλαυσαν από τον Όσιον ευεργεσίαν, οι οποίοι ρίψαντες πολλάκις τα δίκτυά των εις την θάλασσαν, τα έσυρον κενά· ενεθυμήθησαν όμως τον Όσιον και επικαλεσθέντες το όνομά του μετά πίστεως, έρριψαν τα δίκτυα εις την θάλασσαν και, ω του θαύματος! τόσον πολλούς ιχθύς ηλίευσαν, ώστε δεν ηδύναντο να σύρουν έξω τα δίκτυα, έως ότου ήλθαν και άλλοι αλιείς και τους εβοήθησαν, δια να τα σύρουν έξω πλήρη ιχθύων. Ούτω, δοξάζοντες τον Άγιον, εκήρυττον το θαύμα πανταχού. Ακούσατε ακόμη και άλλο θαυμάσιον. Εις περίφημον τινα και πλουσίαν γυναίκα, πολύ ελεήμονα και ενάρετον, δεν γνωρίζω πως και πόθεν, έτυχε και εισήλθεν εις τα σπλάγχνα της όφις, όσον δε παρήρχοντο αι ημέραι τόσον η κοιλία της γυναικός διωγκούτο, διότι, ως φαίνεται, ηύξανεν ο όφις μέσα εις την κοιλίαν της. Αύτη λοιπόν, καταφρονήσασα τελείως τας τέχνας των ιατρών, προσέτρεξεν εις τον Όσιον και προσπίπτουσα εις τους πόδας του τον παρεκάλει μετά θερμών δακρύων και πίστεως να την λυτρώση από το κακόν όπου της συνέβη. Ευσπλαγχνισθείς τότε αυτήν ο Όσιος, ύψωσε τας χείρας του εις τον ουρανόν και παρεκάλεσε τον Θεόν με πολλήν ταπείνωσιν και συντριβήν καρδίας ώραν ικανήν και, ω του θαύματος! εθανατώθη ο όφις και εξήλθε νεκρός. Ούτως ηλευθερώθη η γυναίκα από τον κίνδυνον και ηυχαρίστει τον Θεόν και τον Όσιον. Κατ’ εκείνον τον καιρόν και άρκτος τις εξήρχετο από τους νόμους της δικαιοσύνης αδικούσα και ζημιώνουσα τους πλησιοχώρους. Ο δε Όσιος επιτιμών αυτήν απεδίωξεν από τα μέρη εκείνα. Με την άρκτον δε ταύτην ομοιάζουν και εκείνοι οίτινες φεύγουν από το δίκαιον και παραβαίνουν τους νόμους του Θεού και βλάπτουν και αδικούν τους πλησίον, τους οποίους εσωφρόνισεν ο Όσιος με τας ενθέους νουθεσίας του, κατορθώσας να τους πείση να απέχουν από τας αδικίας. Επειδή δε συνεπλήρωσε τους ασκητικούς αγώνας ο Όσιος και, κατά το γεγραμμένον: «Τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς» (Σοφ. Σολ. δ:13), γενόμενος πεντήκοντα ετών, επόθει να αναχωρήση από τον κόσμον τούτον και να υπάγη προς τον Χριστόν. Όθεν, ασθενήσας και κοιτόμενος, παρήγγειλεν εις τους μαθητάς του να φυλάττουν απαρασάλευτον την καλήν παρακαταθήκην της Πίστεως και να μη εγκαταλείψουν ουδέ επί στιγμήν την άσκησιν, την σταύρωσιν ομού και την νέκρωσιν της σαρκός, την οποίαν υπεσχέθησαν εις τον Θεόν να φυλάττουν εις την παρούσαν ζωήν. Αφού δε και άλλας πολλάς τοιαύτας παραγγελίας πνευματικάς είπε προς αυτούς, ασπασάμενος αυτούς, αφήκε το σώμα, το οποίον είχεν εγκαταλείψει και πρότερον εις όλην του την ζωήν και απήλθε προς Όν επόθει Χριστόν· Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων . Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου