Διονύσιος ο θείος Πατήρ ημών ο Νέος είχε πατρίδα την περίφημον νήσον Ζάκυνθον, εις την οποίαν εγεννήθη κατά το έτος αφμζ΄ (1547), Ιουνίου (21η), από γονείς ευσεβείς, ενδόξους και ευγενείς· ο πατήρ του ωνομάζετο Μώκιος, την επωνυμίαν Σιγούρος και η μήτηρ του Παυλίνα. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις ηλικίαν δεκτικήν μαθήσεως, εδόθη εις θεοσεβείς και σοφούς διδασκάλους, ως ευφυής δε όπου ήτο εις τον νουν, έμαθεν εις ολίγον καιρόν όσα μαθήματα ήσαν αρκετά να του φωτίσουν την διάνοιαν δια να καταλάβη την πλάνην του κόσμου, του προσκαίρου βίου την ματαιότητα και την της ψυχής αθανασίαν. Επειδή δε προέκοπτε καθ΄ εκάστην εις πράξεις εναρέτους και θεοσέβειαν, έκρινε καθ΄ εαυτόν να γίνη στρατιώτης του επουρανίου Βασιλέως Θεού, δια να δυνηθή νικών τους τρεις θανατηφόρους εχθρούς, τον κόσμον, την σάρκα και τον διάβολον, να απολαύση ως νικητής τροπαιούχος τον αμάραντον της δόξης στέφανον. Αλλ΄ επειδή αι κοσμικαί φροντίδες και αι ταραχαί των βιοτικών πραγμάτων τον ημπόδιζον από τον θεοφιλή σκοπόν του, απεφάσισε να απομακρυνθή από τας συγχύσεις του κόσμου, δια να ημπορή να φαντάζηται τα ουράνια και να λατρεύη ολοψύχως τον Ποιητήν του και Σωτήρα Θεόν. Απαρνηθείς λοιπόν πατρίδα, γονείς, ευγένειαν, πλούτον, δόξαν και πάσαν απόλαυσιν του κόσμου, έδραμεν ως αετός υπόπτερος εις την βασιλικήν Μονήν των Στροφάδων νήσων, κειμένων κατέναντι της Ζακύνθου προς το νότιον μέρος, μακράν απ΄ αυτής έως τεσσαράκοντα μίλια και φθάσας εκεί γεμάτος από πνευματικήν ευφροσύνην, αφού έκαμε την διατεταγμένην δοκιμήν κατά τους κανόνας της μοναδικής πολιτείας, ενεδύθη από τον Ηγούμενον το Αγγελικόν Σχήμα των Μοναχών.
Αν δε και ήτο ο Άγιος νέος τότε εις την ηλικίαν, όμως υπερέβαινεν εις τας αρετάς και τους πλέον γέροντας και εναρέτους Πατέρας της σεβασμίας εκείνης Μονής. Ηγρύπνει το περισσότερον μέρος της νυκτός, ασχολούμενος εις την ανάγνωσιν των πνευματικών βιβλίων και εις ύμνους και δοξολογίας προς τον Θεόν. Εχαλιναγώγει και κατεδάμαζε τας εμπαθείς ορέξεις της σαρκός με πολυημέρους νηστείας· στοχαζόμενος δε την ουτιδανότητα της ανθρωπίνης φύσεως, ενίκα τον δαίμονα της υπερηφανείας με άκραν ταπείνωσιν· μολονότι κατήγετο από περίλαμπρον γένος, έκρινεν όμως τον εαυτόν του ευτελέστερον από όλους και αναξιώτατον· δια τα οποία και οι Πατέρες όλοι της Μονής τον είχον ως κανόνα των αρετών και εικόνα της οσιότητος, προσεπάθει δε καθείς από αυτούς να τον μιμήται, όσον του ήτο δυνατόν· όθεν δόκιμος φανείς εις τους Προεστώτας, ανεβιβάσθη κατά βαθμόν εις το αξίωμα της Ιερωσύνης, δια να προσφέρη ιλαστηρίους ευχάς και αναιμάκτους θυσίας προς τον Θεόν, δια την σωτηρίαν του κόσμου. Μετά ταύτα επιθυμών να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους της Ιερουσαλήμ και λαβών την άδειαν από τον Ηγούμενον και την αδελφότητα, επέρασεν εις τας Κυκλάδας νήσους και εις τα Δωδεκάνησα, δια να εύρη εκεί με ευκολίαν κανέν πλοίον, προς εκπλήρωσιν του πόθου του. Όθεν περιερχόμενος τας νήσους εκείνας και ζητών πλοίον, δια να τελειώση τον σκοπόν του, διήλθε και από τας Αθήνας, ένθα κατά την τάξιν της ιερατικής πολιτείας επήγε να προσκυνήση τον Αρχιερέα του τόπου, ο οποίος, έχων ακούσει την καλήν φήμην του Διονυσίου, τον παρεκίνησε πολύ να λάβη την επιστασίαν της Αρχιεπισκοπής Αιγίνης, ήτις ήτο τότε χηρεύουσα· αυτός δε ως ταπεινώφρων και μέτριος επροφασίζετο λέγων, ότι δεν ήτο άξιος τοιούτου επιχειρήματος, να δεχθή τόσην φροντίδα ψυχών επάνω του· αλλ΄ ο σοφός και συνετός εκείνος Αρχιερεύς, όστις είχε δι΄ ακοής τας αρετάς του Διονυσίου και από το σεμνοπρεπές του είδος εβεβαιώνετο εις την αψευδή φήμην, ήτις τον είχε προκεκηρυγμένον, τον εβίασε τόσον, ώστε τον έκαμε και εδέχθη, δια να μη φανή παρήκοος εις τα του Αρχιερέως προστάγματα. Λαβών την συγκατάθεσιν του Αγίου ο Αρχιερεύς έγραψεν ευθύς εις τον Κλήρον και τον λαόν της Αιγίνης, και φανερώνων την αξιότητα του τοιούτου υποψηφίου και ότι βιαίως και με πολλάς παρακλήσεις και πνευματικάς παρακινήσεις ένευσε να δεχθή την επιστασίαν των, όλοι ομογνώμονες με κοινήν ψήφον τον εδέχθησαν δια Ποιμένα των και διδάσκαλον, δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Θεόν, όστις επρονοήθη περί αυτών, πέμπων εις αυτούς δια κυβερνήτην και οδηγόν τοιούτον θεοσεβή και άγιον άνδρα. Λοιπόν κατά τους ιερούς Κανόνας, με έκδοσιν της Μεγάλης Εκκλησίας, εχειροτονήθη από τον αυτόν Μητροπολίτην Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης, πόση δε χαρά έγινε την ημέραν εκείνην εις όλους τους Αιγινήτας, κάθε ευσεβής ας το συλλογισθή. Εμπιστευθείς λοιπόν τοιουτοτρόπως την επιστασίαν του λογικού εκείνου ποιμνίου, δεν έπαυε κάθε ημέραν να το διδάσκη με ιερούς λόγους, με νουθεσίας και με ψυχωφελή παραδείγματα. Αλλ΄ επειδή η φήμη πανταχού τον εκήρυττε και ως ο μαγνήτης τον σίδηρον έσυρεν όλους εις εαυτόν, δια να ακούουν τα θεόσοφα λόγια του, ύστερα από ικανόν καιρόν της διοικήσεως, φοβηθείς μήπως και ο των ανθρώπων έπαινος, όστις τόσον τον ύψωνε, τον κρημνίση εις το βάραθρον της κενοδοξίας, εμελέτησε να κάμη παραίτησιν του θρόνου· όθεν αφήνων διάδοχον άξιον εις τον θρόνον του, ητοιμάσθη να επιστρέψη εις την Ζάκυνθον, την πατρίδα του. Τότε ευλογών το ποίμνιόν του και παρακαλών τον Κύριον να το φυλάττη αβλαβές από ορατούς και αοράτους εχθρούς και να χαρίζη εις αυτό κατά τον πόθον της καρδίας των ψυχικήν σωτηρίαν, τους απεχαιρέτησε και ανεχώρησεν αφήνων εις όλους θλίψιν υπέρμετρον. Αφού λοιπόν έφθασεν εις την πατρίδα του κεκοσμημένος και δια του αρχιερατικού χαρακτήρος, έλαβον όλοι οι συμπατριώται του ανεκδιήγητον την χαράν, ευλαβούμενοι αυτόν ως νοητόν ήλιον της αγιωσύνης, διότι κατά τον καιρόν εκείνον ήτο χηρεύουσα η Αρχιεπισκοπή της Ζακύνθου, κατά το έτος 1579, και ετάχθη ο θείος Διονύσιος με γράμμα πατριαρχικόν να κυβερνήση την επαρχίαν εκείνην επιτροπικώς, έως να γίνη νέα ψήφος, ως και εγένετο, πατριαρχεύοντος τότε του αοιδίμου Πατριάρχου Ιερεμίου. Επειδή όμως ο Άγιος όχι με ιδικήν του προθυμίαν, αλλά δια ευχαρίστησιν των συμπατριωτών του, οίτινες τόσον τον παρεκάλεσαν, και δια να δειχθή ευπειθής εις το πατριαρχικόν πρόσταγμα, εδέχθη προς καιρόν την επιστασίαν της άνωθεν επαρχίας, ευθύς ως έγινεν η ψήφος εις άλλο πρόσωπον, δεν ηθέλησε πλέον να διαμείνη συναναστρεφόμενος εις κοσμικήν πολιτείαν, εις την οποίαν δεν είχε την ησυχίαν, αλλ΄ ανεχώρησεν εκείθεν εις τόπον κατάλληλον και ησυχαστικόν δια να συνευρίσκεται νοερώς με τον Θεόν και να λεπτύνη τον νουν με πνευματικήν μελέτην και θεϊκήν κατανόησιν, έχων ήδη προ ετών δέκα τόπον επιτήδειον ητοιμασμένον, δια να ησυχάση κατά τον πόθον του, εις τον οποίον ευρίσκεται ωκοδομημένον το Μοναστήριον της Υπεραγίας Θεοτόκου της επονομαζομένης ναφωνητρίας, μακράν από την πόλιν έως είκοσι μίλια, κείμενον επάνω εις τα υψηλότατα βουνά της αυτής νήσου, προς το νότιον μέρος. Αφού λοιπόν έφθασεν εις το Μοναστήριον ο θείος Διονύσιος, καθώς ανέβη με το σώμα υψηλά, ούτως ύψωσε και τον νουν όλως διόλου εις τα ουράνια· άλλο δεν εφαντάζετο παρά μόνον το ασύγκριτον κάλος της τρισηλίου Θεότητος, και τόσον ελέπτυνε την ψυχήν του με τας νοεράς θεωρίας, ώστε ημπορώ να είπω, ότι έγινε σχεδόν όλος ουράνιος. Δεν θέλω διηγηθή τας παθοκτόνους νηστείας, τας νυχθημέρους προσευχάς, τας χαλεπάς χαμευνίας (διότι έχων την κλίνην του κατεσκευασμένην με πέτρας αγκυλωτάς, και εις το φαινόμενον ηυτρεπισμένην με γλαφυρά σκεπάσματα, δεν επέτρεπε να εμβαίνη εις το κελλίον του ουδείς από τους υπηρέτας του, δια να μη φανερωθή η αρετή του αύτη, αλλά μόνος κατά μόνας εκυβέρνα την κλίνην του). Δεν θέλω ομιλήσει δια την ασχόλαστον ελεημοσύνην, με την οποίαν εφαίνετο ως βρύσις αέναος, ήτις επότιζε δαψιλώς τους διψασμένους πένητας, έχων συνήθειαν κατ΄ έτος να πέμπη, κατά το άγιον Πάσχα, μεγάλην λέμβον του Μοναστηρίου εις την χώραν, φορτωμένην από σίτον, όσπρια, αρνιά, ερίφια και άλλα βρώσιμα με Μοναχούς της Μονής, να τα διαμοιράζουν κρυφίως εις τους πτωχούς κατά την παραγγελίαν του. Σιωπώ τας λοιπάς αρετάς του, με τας οποίας εφαίνετο ο μακάριος φορτωμένος ως δένδρον καρποφόρον και κατά αλήθειαν άγγελος σαρκοφόρος και άνθρωπος αγγελόφρων εγνωρίζετο, νουθετών καθημερινώς τους Πατέρας της Μονής και διδάσκων όχι μόνον με τον λόγον, αλλά περισσότερον και με το καλόν του παράδειγμα, το οποίον είναι η όντως αληθής και πρακτική διδασκαλία και παρακινών να φυλάττουν απαραλλάκτως τας τάξεις και τα ήθη της μοναδικής πολιτείας, χωρίς να τολμήσουν ποτέ να παραβούν καμμίαν από τας υποσχέσεις τας οποίας έδωσαν, όταν ενεδύθησαν το Αγγελικόν Σχήμα. Σιωπώ, λέγω, περ΄όλων των άλλων πολυαρίθμων αρετών, με τας οποίας ήτο εστολισμένη η μακαρία ψυχή του και μόνον δια την θεώνυμον εκείνην αρετήν να ομιλήσω, η οποία περισσότερον από όλας τας άλλας διέλαμπεν επ΄ αυτού και ήτις ονομάζεται και ρίζα και θεμέλιον πασών των αρετών, την κατά Θεόν, λέγω, προς τον πλησίον αγάπην, η οποία τόσον ήτο εριζωμένη εις την καρδίαν του, ώστε υπερέβη και αυτούς τους όρους της φύσεως· και ακούσατε, παρακαλώ, με προσοχήν και ευλάβειαν, να θαυμάσητε. Άνθρωπός τις ξένος, πάντολμος και αυθάδης, ετόλμησε να φονεύση με χείρα παμμίαρον τον ηγαπημένον αδελφόν του Αγίου Κωνσταντίνον, άνθρωπον αξιώτατον και περίφημον της πατρίδος άρχοντα· ούτος, αφού έπραξε τοιαύτην μιαιφονίαν, φοβούμενος την δύναμιν των συγγενών τού φονευθέντος, έφευγε δια να σώση την ζωήν του εις τόπους ερήμους και αβάτους. Τέλος, δεν γνωρίζω αν κατά τύχην ή κατ΄ οικονομίαν μάλλον θεϊκήν, δια να φανερωθή η μεγάλη και παράδοξος αρετή του Αγίου, εξέπεσεν εις το προειρημένον Μοναστήριον της Θεοτόκου της Αναφωνητρίας και μη γνωρίζων, ότι ο Ηγούμενος ήτο αδελφός του φονευθέντος, όλος έντρομος και από τον φόβον ως ημιθανής με δάκρυα γονατιστός πίπτει εις τους πόδας του Αγίου και τον παρακαλεί να κάμη έλεος εις αυτόν, να τον κρύψη εις τόπον απόκρυφον. Βλέπων αυτόν ο Άγιος τόσον φοβισμένον, τον ερωτά να είπη το αίτιον του τοιούτου φόβου και ακούει παρ΄ αυτού, ότι έφευγεν από τον θυμόν των αρχόντων Σιγούρων, οίτινες επήγαινον τρέχοντες να τον εύρουν και να τον θανατώσουν, διότι είχε φονεύσει ένα από το γένος των, ονομαζόμενον Κωνσταντίνον. Αφήνω εδώ έκαστον να συλλογισθή πόσον πόνον ησθάνθη ο Άγιος εις την καρδίαν, κατά φύσιν, εις τοιούτον θλιβερόν και κατάπικρον μήνυμα, μάλιστα καθ΄ όσον δεν είχε και άλλον αδελφόν· ήλλαξε παρευθύς η όψις τού προσώπου του, έτρεξαν ως από δύο βρύσεις από τους οφθαλμούς του τα φιλάδελφα δάκρυα και με βαθύτατον στεναγμόν του είπεν· «Ω άνθρωπε, και τι σοι έπταισεν ο καλός εκείνος άρχων και τον εθανάτωσας άδικα»; Εδώ ως άνθρωπος εβιάζετο από την φυσικήν αγάπην της αδελφότητος, να κάμη εκδίκησιν· αλλά προτιμών την εντολήν του Θεού, όστις προστάσσει να αγαθοποιώμεν τους κακοποιούντας, όχι μόνον δεν εκακοποίησεν εκείνον τον πάσης τιμωρίας άξιον, αλλά μομούμενος την ανεξικακίαν του Δεσπότου μας Χριστού, όστις παρεκάλει τον Πατέρα του δια τους ιδίους του σταυρωτάς, έλαβε τον φονέα εκείνον και θαρρύνων αυτόν με παρηγορητικά λόγια, τον έκρυψεν εις τόπον απόκρυφον, φιλεύων αυτόν με πάσαν φιλοφροσύνην και ευσπλαγχνίαν, ως να ήτο όχι εχθρός αλλά ευεργέτης του. Εις διάστημα ολίγης ώρας καταφθάνουν πολλοί από τους συγγενείς του Αγίου τρέχοντες, ιδρωμένοι από τον κόπον της μακράς οδοιπορίας και από την άμετρον λύπην σχεδόν ημιθανείς, συνοδευόμενοι από πλήθος ωπλισμένων ανθρώπων, τους οποίους βλέπων ο Άγιος προσεποιήθη ότι δεν εγνώριζε τίποτε και τους ερωτά να είπουν την αιτίαν του ερχομού των και της πολλής των θλίψεως· αυτοί δε μετά πολλών δακρύων του εφανέρωσαν τον ελεεινόν φόνον του αδελφού του, ερωτώντες αυτόν ακόμη εάν επέρασεν από εκεί ο φονεύς, τον οποίον ανεζήτουν, δια να του αφαιρέσουν την ζωήν, καθώς και εκείνος εστέρησεν από την ζωήν τον ηγαπημένον του αδελφόν. Έκλαυσεν ο Άγιος, εθρήνησε μαζί με τους συγγενείς του τον θάνατον του αδελφού του και δια να αναχωρήσουν απ΄ εκεί το ταχύτερον και να εύρη καιρόν να σώση τον φονέα, τον οποίον είχε κεκρυμμένον, τους εξέβαλεν εκείθεν με συμβουλευτικά λόγια, στέλλει αυτούς δήθεν προς ακριβή εξέτασιν περί του φονέως, και παρευθύς, ως απεμακρύνθησαν από εκεί οι συγγενείς του, εκάλεσεν από της κρύπτης του τον φονέα και αποκαλύπτων εις αυτόν την αλήθειαν, ότι δηλαδή ήτο αδελφός του φονευθέντος, τον ενουθέτησε πατρικώς και τον ωδήγησε πνευματικώς, φέρων δε αυτόν εις μετάνοιαν, τον διώρθωσε και του συνεχώρησε το αμάρτημα και τότε συνοδεύσας αυτόν έως κάτω εις τον αιγιαλόν, όστις ήτο πλησίον εις το μέρος εκείνο του Μοναστηρίου και δώσας εις αυτόν τα αναγκαία δια την ζωοτροφίαν του και το ταξίδιόν του, τον έστειλεν εις άλλον τόπον, δια να σώση την ζωήν του. Ω αρετή! Ω έργον υπερφυσικόν! Ω κατόρθωμα υπέρ άνθρωπον! το οποίον όχι μόνον οι άνθρωποι θαυμάζουν ακούοντες, αλλά και αυτοί οι ουράνιοι Άγγελοι· διο και ο πλουσιοδότης Θεός εις ανταμοιβήν τοιαύτης χριστομιμήτου αρετής τον επλούτισε με χαρίσματα υπερφυσικών θαυματουργημάτων, από τα οποία θέλομεν είπει μερικά.
Είχεν ο Άγιος Διάκονόν τινα ονόματι Δανιήλ, όστις ήτο από τα Τρίκαλα της Πελοποννήσου, από δε παιδίον μικρόν τον είχεν αναθρέψει ο ίδιος και τον εχειροτόνησεν, ήτο δε ούτος πάντοτε εις την συνοδείαν του, ως έμπιστος αυτού. Θέλων δε εν μια των ημερών να υπάγη ο Άγιος από το Μοναστήριον εις την χώραν δι΄ υπόθεσίν του, είπεν εις τον Διάκονόν του· «Δανιήλ, να υπάγωμεν εις την χώραν»; Εκείνος του απεκρίθη· «Δέσποτά μου Άγιε, ο καιρός είναι προς βροχήν». Ο δε Άγιος του απεκρίθη· «Ας κινήσωμεν εις δόξαν Θεού και μη βάλης εμπόδιον». Και λοιπόν πορευόμενοι, δεν ήσαν πολύ μακράν από το Μοναστήριον, ότε ήρχισεν η βροχή. Λέγει ο Διάκονος· «Δέσποτά μου, δεν το είπον εγώ ότι βρέχει; Καλύτερον να γυρίσωμεν οπίσω, διότι η βροχή όσον υπάγει τόσον και δυναμώνει». Αυτός δε ο όντως άνθρωπος του Θεού του είπεν· «Ας πηγαίνωμεν εμπρός και δεν παθαίνομεν τίποτε». Όσον δε παρήρχετο η ώρα, τόσον επλήθυνεν η βροχή, αλλ΄ ω των θαυμασίων σου, Κύριε! Αν και ήτο τόσον πολλή η βροχή, όμως ούτε εις του Αρχιερέως, ούτε εις του Διακόνου τα ενδύματα ήγγισε παντελώς· όταν δε προχωρούντες έφθασαν εις ποταμόν τινα, από τον οποίον ήτο ανάγκη να περάσουν, και βλέποντες αυτόν πλημμυρισμένον από την πολλήν βροχήν, απορών ο Διάκονος λέγει· «Τώρα, Δέσποτά μου, πως έχομεν να περάσωμεν»; Τότε ο Άγιος του λέγει θαρραλέως· «Ακολούθει μοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού και μη διστάζης ουδόλως». Και πλησιάζοντες εκεί, ω παραδόξου θαυματουργίας! Εστάθη το ρεύμα του ποταμού ακίνητον εις το εν και το άλλο μέρος υψούμενον έως ου επέρασαν και οι δύο, χωρίς να βραχούν τελείως οι πόδες των. Τότε βλέπων ο Άγιος τον Διάκονον εκπληττόμενον, του έβαλεν επιτίμιον να μη φανερώση, ζώντος του Αγίου, τα όσα είδε· μετά δε τον θάνατον του Αγίου, νομίζων δια αμάρτημα ο Διάκονος να κρατή κεκρυμμένα τοιαύτα υπερφυή θαύματα, τα εφανέρωσεν ειλικρινώς δια να δοξάζηται ο Θεός.
Ευρισκόμενος ο Άγιος εις την πόλιν, έτυχε να ανοίξουν τάφον τινά εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου των Ξένων, ούτω καλούμενον, διότι εκεί ενεταφιάζοντο οι ξένοι, είναι δε ο Ναός ούτος και η Μητρόπολις της Ζακύνθου. Εις τον τάφον αυτόν επρόκειτο να ενταφιάσουν άλλο λείψανον και εκεί εύρον σώμα γυναικός προ πολλού αποθαμμένης, το οποίον ήτο αδιάλυτον με τα ενδύματά του, διότι απέθανε με δεσμόν αφορισμού η ταλαίπωρος. Ήλθον όθεν οι συγγενείς αυτής και προσέπεσον εις τους πόδας του Αγίου, παρακαλούντες αυτόν με δάκρυα να υπάγη εις τον Ναόν αυτόν να αναγνώση ευχήν συγχωρητικήν εις εκείνο το δεδεμένον σώμα, ίσως και ο Κύριος ήθελεν εισακούσει την δέησίν του. Ευσπλαγχνισθείς ο Άγιος τα δάκρυά των επήγεν εις τον Ναόν νύκτα βαθείαν, έχων εις την συνοδείαν του τον Διάκονόν του και τον Εφημέριον του αυτού Ναού, ιδών δε το πτώμα εκείνο, προστάσσει να το εκβάλουν έξω από τον τάφον και να το στήσουν ορθόν εις εν στασίδιον της Εκκλησίας. Τότε φορών το επιτραχήλιόν του και το ωμοφόριον, κλίνας τα γόνατα και προσευχόμενος ώραν ικανήν, εδέετο του Θεού με θερμά δάκρυα να λύση από τον δεσμόν του αφορισμού το άλυτον εκείνο σώμα. Ενώ δε ο Άγιος ανεγίνωσκεν επ΄ αυτού την συγχωρητικήν ευχήν, ω του θαύματος! ως να ήτο έμψυχον το άπνουν εκείνο σώμα, κλίναν την κεφαλήν με κάποιον σχήμα προσκυνήσεως προς τον Άγιον, ως δι΄ ευχαριστίαν της μεγάλης χάριτος, την οποίαν έλαβεν, έπεσε κατά γης και διελύθη παντελώς εις χώμα και οστά. Ο δε Άγιος, ως ταπεινόφρων, έβαλε και εις τούτο επιτίμιον προς τους εκεί παρεστώτας, να μη φανερώσουν τούτο ζώντος αυτού εις ουδένα. Παρόμοιον θαύμα έκαμε και εις άλλου ανδρός αφωρισμένον λείψανον, εις το χωρίον Καταστάριον.
Άρχων τις πλούσιος από το γένος του προσεκάλεσε μίαν φοράν τον Άγιον, με συνοδείαν και άλλων προσώπων σπουδαίων, Ιερωμένων τε και λαϊκών, να υπάγουν δια θαλάσσης με τα δίκτυα, εις τόπον παραθαλάσσιον κοινώς καλούμενον Βόϊδι, εκεί όπου ευρίσκεται μικρόν Μοναστήριον επ΄ ονόματι της Αγίας Τριάδος. Εμβάντες δε οι καλεσμένοι ομού με τον καλέσαντα εις πλοιάριον, ήρχισαν παρευθύς, κατά την δεισιδαίμονα πλάνην των, οι άγροικοι εκείνοι και αδιάκριτοι αλιείς, να γογγύζουν κρυφίως εναντίον των Ιερωμένων εκείνων προσώπων, πιστεύοντες οι ανόητοι και κακόπιστοι, ότι όταν ίδουν εκκλησιαστικόν άνθρωπον, δεν προκόπτει το έργον των την ημέραν εκείνην, αλλά μάλιστα ζημιώνεται, το οποίον πολλάκις παραχωρεί ο Θεός και γίνεται δια την κακοπιστίαν και την ασέβειάν των. Φθάσαντες λοιπόν με το πλοιάριον εις το Βόϊδι και εξελθόντες έξω επήγαν εις το Μοναστήριον δια να αναπαυθούν και να ετοιμάσουν τα αναγκαία· οι δε αλιείς ρίψαντες τα δίκτυα και μηδέν πιάσαντες επέστρεφον μετά ώραν ικανήν κενοί παντελώς από ιχθύς. Εγόγγυζον δε τότε περισσότερον οι θηριογνώμονες, αυξάνοντες τον γογγυσμόν κατά των ιερωμένων της καλής εκείνης συνοδείας· όθεν ο άρχων ήτο περίλυπος δια την τοιαύτην κακήν τύχην. Βλέπων αυτόν ο Άγιος και ζητών να μάθη την αιτίαν της λύπης του, ο άρχων τού την είπεν απλώς, προσθέτων επί πλέον, ότι το βάρβαρον εκείνο γένος των αλιέων έχουν τόσην κακοδοξίαν εναντίον των ρασοφόρων προσώπων, όταν πηγαίνουν εις εργασίαν, ώστε εάν απαντήσουν ή ίδουν τινά με ιερατικόν ένδυμα, ευθύς ασύνετα λέγουν, ότι κατά την ημέραν εκείνην δεν επιτυγχάνει, αλλά αποτυγχάνει το έργον των, και δια τούτο νομίζουν και τώρα, ότι με το να είναι εις την συνοδείαν ταύτην ιερωμένα πρόσωπα, τους ήλθε τοιαύτη αποτυχία εις την αλιείαν των. Πικρανθείς ο Άγιος δια την αθυμίαν του άρχοντος, μάλλον δε σκανδαλισθείς εις την σφαλεράν γνώμην των αλιέων, προστάσσει να φέρουν τα δίκτυα έξω εις την γην, και βαλών επιτραχήλιον ανέγνωσεν ευχήν επάνω εις αυτά και τα ηυλόγησεν, ομού με τους αλιείς, έπειτα τους είπεν· «Υπάγετε εις εκείνον τον τόπον της θαλάσσης, δεικνύων τούτον εις αυτούς δια του δακτύλου, και εκεί ρίψατε τα δίκτυα και θέλετε συλλάβει ιχθύς πολλούς κατά την ανάγκην και την επιθυμίαν σας». Αυτοί δε είπον· «Δέσποτά μου, ημείς πηγαίνομεν με την αγίαν σου ευχήν να σας δουλεύσωμεν σήμερον· όμως ο τόπος τον οποίον μας δεικνύεις δεν είναι ιχθυότοπος, διότι εκεί δεν επιάσαμεν ποτέ ιχθύν· αλλά ημείς γνωρίζομεν εδώ τα κατατόπια των ιχθύων και θέλομεν ρίψει τα δίκτυα όπου μας φανή καλλίτερα». Τότε ο Άγιος, βλέπων την αυθάδη αντιλογίαν, λέγει προς αυτούς επιτιμητικώς· «Επιθυμώ κατά πάντα τρόπον να τα ρίψετε εκεί όπου σας λέγω εγώ». Λέγει προς αυτούς και ο άρχων· «Ας γίνη το θέλημα του Αρχιερέως και μη αντιστέκεσθε εις το πρόσταγμά του». Επήγαν λοιπόν και χωρίς να θέλουν, αλλά κατά την γνώμην των απηλπισμένοι· ρίψαντες δε τα δίκτυα εις τον προστεταγμένον τόπον, συνέλαβον τόσον πλήθος πολυειδών ιχθύων, ώστε μετά βίας ηδυνήθησαν να τους σύρουν και να τους βάλουν εις το πλοιάριον. Τότε γενόμενοι εκστατικοί εθαύμασαν και ευθύς μετέβαλον την απιστίαν εις πίστιν και φέροντες την άγραν των ιχθύων ως βραβείον του θαύματος, έδραμον με φόβον ομού και χαράν και πίπτοντες εις τους πόδας του Αγίου ωμολόγουν μεγαλοφώνως το σφάλμα των, ζητούντες συγχώρησιν· ο δε πράος και θείος ανήρ, συγχωρών αυτούς τους ενουθέτησε να σέβωνται το Ιερατικόν Σχήμα και να διώκουν από τον νουν των τας ψυχοβλαβείς δεισιδαιμονίας.
Όχι δε μόνον το χάρισμα της θαυματουργίας έλαβεν ο Άγιος από τον Θεόν, αλλ΄ ακόμη και το διορατικόν εις το να γνωρίζη τα απόκρυφα, καθώς εφάνη εις Ιερομόναχον τινα, όστις επήγε προς αυτόν χάριν εξομολογήσεως. Ούτος ο Ιερομόναχος, Παγκράτιος ονόματι, ακούων τας αρετάς του Αγίου και την ισάγγελον πολιτείαν του, επήγεν εν μια των ημερών να εξομολογηθή εις αυτόν και τελειώνων την εξομολόγησιν, τον ηρώτησεν ο Άγιος εάν ενεθυμείτο άλλο τι να του είπη και αυτός απεκρίθη, ότι δεν ενθυμείται. Του λέγει ο Άγιος· «Ίδε καλά, τέκνον μου, μήπως δι΄ αμέλειαν σου έφυγεν από την μνήμην κανέν αμάρτημα και μείνης αδιόρθωτος· όθεν στάσου ολίγον, συλλογίσου με τον εαυτόν σου αν τύχη να ενθυμηθής κανέν άλλο πταίσιμον, όπερ να έπραξας, διότι μοι φαίνεται βέβαιον, ότι δεν έκαμες τελείαν εξομολόγησιν». Στέκεται ο Ιερομόναχος, συλλογίζεται αρκετήν ώραν και έπειτα αποκρίνεται· «Δέσποτά μου πανιερώτατε, δεν ημπορώ τελείως να ενθυμηθώ άλλο τι, μόνον δος μοι την λύσιν, δια να μη πειράζω την Αρχιερωσύνην σου». Τότε βλέπων ο Άγιος ότι ο εξομολογούμενος έμελλε να αναχωρήση χωρίς να φανερώση το μεγαλύτερον από όσα αμαρτήματα είχε διαπράξει ως άνθρωπος, λέγει ολίγον με αυστηρότητα· «Δεν ενθυμείσαι, ταλαίπωρε, ότι ιερουργών την δείνα ημέραν εις την δείνα Εκκλησίαν, από αμέλειαν και ολίγην σου προσοχήν έπεσε κατά γης ο Τίμιος Μαργρίτης»; Ακούων τοιούτον λόγον από το στόμα του Αγίου ο Ιερομόναχος, ευθύς το ενεθυμήθη και έμεινεν όλος έντρομος εκπληττόμενος εις το διορατικόν του Αγίου, βλέπων, ότι το απόκρυφον εκείνο αμάρτημά του το εγνώρισεν ο Άγιος με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής του και πίπτων εις τους πόδας του και βρέχων αυτούς με δάκρυα μετανοίας, ωμολόγησε το πταίσμα του και εζήτει την συγχώρησιν· ο δε Άγιος, ως μιμητής του συμπαθεστάτου μας Ιησού, εδέχθη την μετάνοιάν του, νουθετών αυτόν να προσέχη εις το μέλλον και με τρόπον και με πολλήν ευλάβειαν να πλησιάζη εις τοιούτον Βασιλέα επουράνιον, εις τον οποίον ούτε αυτοί οι Άγγελοι δεν δύνανται να ατενίσουν· με τοιαύτας νουθεσίας καθοδηγών αυτόν του έδωσε την λύσιν και τον έπεμψεν εν ειρήνη.
Είναι και άλλα αξιοδιήγητα όσα ετέλεσε ζων ο Άγιος, τα οποία σιωπώμεν, δια να μη βαρύνωμεν τους ακροατάς με την μακρολογίαν, προτιθέμενοι να είπωμεν και εκείνα όσα μετά θάνατον ετέλεσε και εξ αυτών πάλιν τα σπουδαιότερα. Πολιτευόμενος ο Άγιος με τοιαύτην διαγωγήν ισάγγελον και φθάσας εις γήρας βαθύ, ήλθεν ο καιρός να απέλθη προς Κύριον και προγινώσκων την ώραν της μετοικήσεώς του, την εφανέρωσεν εις τα πνευματικά του τέκνα, οι οποίοι ακούοντες τοιούτον θλιβερόν μήνυμα έκλαιον απαρηγόρητα δια την στέρησιν του καλού Πατρός και διδασκάλου των, τους οποίους παρηγορών ο Άγιος και παραγγέλων εις αυτούς τα δέοντα, και ευλογών και ασπαζόμενος αυτούς τον τελευταίον ασπασμόν, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας του πλαστουργού του Θεού, κατά το 1622 έτος από Χριστού την ιζ΄ (17ην) του μηνός Δεκεμβρίου. Το δε σεβάσμιον Λείψανόν του, κατά την παραγγελίαν του, το έπεμψαν εντίμως και ευλαβώς εις την ιεράν Μονήν των Στροφάδων, εις την οποίαν είχεν ενδυθή το Μοναχικόν Σχήμα· οι δε Όσιοι Πατέρες της ευαγούς εκείνης Μονής το εδέχθησαν ως θησαυρόν πολυτίμητον και πανευλαβώς το ενεταφίασαν εις μνημείον καινόν εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, το οποίον είναι εντός της μάνδρας του Μοναστηρίου.
Δεν παρήλθε πολύς καιρός από της τελειώσεώς του και εφάνη πολλάκις κατ΄ όναρ εις τον Ηγούμενον και εις τους αδελφούς. Το όραμα τούτο έκριναν ότι είναι θεϊκή αποκάλυψις και ούτως ήνοιξαν τον τάφον και ευρόντες ολόκληρον και ακέραιον και ανελλιπές το πάντιμον εκείνο και ιερόν Λείψανον μετά των αρχιερατικών του ενδυμάτων, μεθ΄ ων ενεταφιάσθη, πνέον δε και ευωδίαν θαυμάσιον, εκβαλόντες αυτό από τον τάφον με ύμνους, με ψαλμωδίας και με κάθε άλλην ευλαβείας επίδειξιν, το μετέθεσαν εις ητοιμασμένην λάρνακα μέσα εις τον νάρθηκα της Κυριακής Εκκλησίας της θείας του Χριστού Μεταμορφώσεως. Τούτο το πάντιμον Λείψανον είναι φυλακτήριον της σεβασμίας εκείνης Μονής και δεν παύει από του να θαυματουργή καθ΄ ημέραν· ιατρεύει πάσαν ασθένειαν των Πατέρων· διώκει το πλήθος των καρποφθόρων ακρίδων, αίτινες πίπτουν εκεί συχνάκις και ζημιώνουν τα γεννήματα· πολλάκις εις καιρόν ανομβρίας, λιτανεύοντες οι Πατέρες γύρωθεν του Μοναστηρίου με το άγιον Λείψανον (ας είναι όσον θέλει ο καιρός εύδιος και η ημέρα ηλιόλουστος), ευθύς συννεφιάζει ο ουρανός και με πολλάς βροχάς ποτίζει την διψασμένην γην και χαροποιεί τους μονάζοντας.
Εις τα 1645, ότε έμελλε να περάση από τας Στροφάδας ο στόλος των Τούρκων δια να υπάγη εις την Κυδωνίαν της Κρήτης, ήτοι εις τα Χανιά και τα πέριξ, φοβούμενοι οι Πατέρες να μη τους κακοποιήσουν οι Αγαρηνοί επήραν το ιερόν Λείψανον του Αγίου ομού με τα πράγματα της Μονής και επήγαν εις την Ζάκυνθον, δια να φυλαχθούν, λαβόντες μεθ΄ εαυτών ακόμη και όλα τα πρόβατα και τα κτήνη. Όταν δε έφθασαν εις το μετόχιόν των της Ζακύνθου, εις ολίγας ημέρας ετυφλώθησαν όλα γενικώς τα κτήνη και τούτο ή κατά βασκανίαν του διαβόλου κατά θείαν οικονομίαν, ή δια να δοξασθή ο Άγιος· όθεν θλιβόμενοι υπερμέτρως οι Πατέρες δεν ημπόρεσαν να εύρουν άλλο ιατρείον ωφελιμώτερον παρά μόνην την βοήθειαν του Αγίου· διότι αφού έκαμαν αγιασμόν, και ήγγισαν τας χείρας του αγίου Λειψάνου αυτού εις το ηγιασμένον ύδωρ, ερράντισαν με αυτό τα τυφλωθέντα ζώα και όλα κοινώς εν τω άμα εφωτίσθησαν.
Είχεν οικίαν τινά μεγάλην ανώγειον εις την Ζάκυνθον ο Άγιος, εις την οποίαν εκάθητο όταν κατέβαινεν εις την χώραν από την Μονήν της Αναφωνητρίας· μετά δε τον θάνατόν του την έλαβεν εις κατοικίαν με ενοίκιον από τους κληρονόμους του άρχων τις συμπατριώτης ευσεβής και γνωστός του αγίου εις την ζωήν του· η οικία αύτη δια την παλαιότητα της οικοδομής ήτο σχεδόν σεσαθρωμένη και η κατάστασίς της εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων απειλούσεν όλεθρον· με όλον τούτο ο άρχων εκείνος ηρέσκετο να παραμένη εις αυτήν, δια την αγάπην και ευλάβειαν την οποίαν είχεν εις τον Άγιον, και ευφήμιζε με σέβας πολύ τας πολλάς αρετάς του και τα ένθεα αυτού προτερήματα. Εις δε τα 1661, ότε ο Θεός δια τας ανομίας του λαού της νήσου εκείνης τους επαίδευσεν επί πολλάς ημέρας με φοβερούς σεισμούς και κινδύνους αφανισμού, φοβούμενος πολύ ο ενοικιαστής εκείνος άρχων τον επικείμενον κίνδυνον, δια την εφθαρμένην κατάστασιν της παλαιάς αυτής οικοδομής, απεφάσισε να αναχωρήση εις παράμερον τόπον του κατωγείου, δια να έχη την δυνατότητα να φεύγη έξω αυτής εις κάθε κλόνον και ταραχήν της γης. Εις την ανησυχίαν ταύτην του καιρού εκείνου, νύκτα τινά η Ελένη, η γυνή του άρχοντος εκείνου, βλέπει εις τον ύπνον της Αρχιερέα σεμνοπρεπή ηλικίας μετρίας, καθώς ήτο ο Άγιος, αναβάντα με τον Διάκονόν του εις το ανώγειον της κατοικίας εκείνης, και βαλών επιτραχήλιον και ωμοφόριον, έκαμεν ευλογητόν κατ΄ έμπροσθεν της Εικόνος του Δεσπότου Χριστού, ήτις ευρίσκετο εκεί, και ανέγνωσε την Ακολουθίαν του μικρού αγιασμού· έπειτα ραντίζων με το αγίασμα όλον τον οίκον άνω και κάτω, επλησίασεν εις την αρχόντισσαν, και της είπε με ιλαρόν πρόσωπον· «Γύναι, μη φοβού πλέον». Και ευθύς εξύπνησεν, εξυπνήσασα δε και τον άνδρα της, του διηγήθη με φόβον ομού και χαράν το όραμα, εκείνος δε, ως θεοσεβής και ενάρετος, έκρινεν ευλόγως, ότι δεν ήτο άλλο παρά η προστασία και η σκέπη του Αγίου, ήτις επέβλεπεν ευστόχως τον οίκον ως κτήμα ιδικόν του εις τοιαύτας περιστάσεις μεγάλων φόβων και κινδύνων και διεφύλαττε σώους και αβλαβείς τους κατοικούντας εις αυτόν· όθεν θεία Χάριτι ενδυναμωθείς ο άρχων πανοικεί, δια πρεσβειών του Αγίου κατώκει με θερμήν πίστιν αφόβως εις τον αυτόν οίκον, και ούτε βλάβην, ούτε ζημίαν υπέστη ποτέ, ούτε τότε, ούτε εις άλλους σεισμούς μετά ταύτα, οίτινες κατά καιρούς συνέβησαν εκεί, αλλ΄ εις τον οίκον αυτόν έδωκε τέλος της ζωής θεοσεβώς το ευσεβέστατον ανδρόγυνον.
Μοναχός τις του αυτού Μοναστηρίου, Ματθαίος ονομαζόμενος, όστις υπήρξεν υποτακτικός του Αγίου, νύκτα τινά είδεν εις τον ύπνον του τον Άγιον, όστις του είπε· «Ματθαίε, ειπέ του Ηγουμένου Νεκταρίου να φυλάττηται προσεχώς με τους λοιπούς Πατέρας, διότι μετά οκτώ ημέρας μέλλει να γίνει σεισμός μέγας και θέλει γίνει μεγάλη βλάβη και ζημία εις το Μοναστήριον». Εξυπνήσας ο ρηθείς Μοναχός, ενόμισε τούτο απλούν όνειρον, και δεν το είπε τινός· όθεν κατά την πρόρρησιν του Αγίου, μετά την ογδόην ημέραν έγινε σεισμός τόσον μεγάλος, ώστε αι περισσότεραι οικοδομαί του Μοναστηρίου έπεσον, άλλαι δε ερράγησαν, και μάλιστα ο θαυμαστός εκείνος πύργος, επάνω εις τον οποίον ήτο άλλος τις Μοναχός, όστις κατά την ημέραν εκείνην ήτο σκοπός, κατά την συνήθειαν την οποίαν είχον να φυλάττουν καθημερινώς την Μονήν δια τον κίνδυνον επιδρομής ληστών, πίπτον δε μέρος τι του πύργου, έπεσε μετ΄ αυτού και αυτός κάτω εις την μάνδραν, και επικαλούμενος με πίστιν την βοήθειαν του Αγίου, ω των μεγίστων σου θαυμάτων, Θεέ παντοδύναμε! Αν και είναι τόσον υψηλός ο πύργος, με όλον τούτο έμεινεν ο πεσών σώος και αβλαβής, εις δόξαν Θεού και έπαινον του Αγίου.
Αρχόντισσά τις συγγενής του Αγίου, ονόματι Αγγέλα, ησθένησε βαρέως από αποπληξίαν, και όχι μόνον έμεινεν ημίξηρος, αλλά και βωβή και άλλαλος, δια την θεραπείαν της οποίας δεν έλειψαν οι πλέον έμπειροι ιατροί να μεταχειρισθούν όλην την δύναμιν της ιατρικής, αλλά ματαίως εκοπίασαν, διότι όχι μόνον δεν ωφελήθη η ασθενής, αλλά μάλλον επί το χείρον ελθούσα απηλπίσθη τελείως δια την υγείαν της. Τέλος πάντων ενθυμηθέντες οι συγγενείς της, ότι ευρίσκετο εκεί ο ελάχιστος δάκτυλος του ποδός του τιμίου Λειψάνου του Αγίου, έστειλαν και τον έφεραν εις τον οίκον της αρρωστημένης και εγγίζοντές την με αυτόν σταυροειδώς μετά πίστεως και ευλαβείας δια χειρός του Ιερέως, εις το στόμα και εις τα απονενεκρωμένα μέλη της, ω του θαύματος! ευθύς η αφασία διελύθη και τα ακίνητα μέλη ανέλαβον την κίνησιν και ιάθη ως το πρότερον. Ο δάκτυλος αυτός του ιερού Λειψάνου είχε σταλή από τον Ηγούμενον της Μονής των Στροφάδων εις την Ζάκυνθον προς αγιασμόν και παραμυθίαν και πνευματικήν αγαλλίασιν των συμπολιτών του Αγίου. Διότι Χριστιανός τις πηγαίνων εκεί χάριν προσκυνήσεως, και ασπαζόμενος το άγιον Λείψανον, έκοψε κρυφίως δι΄ ευλάβειαν εκείνον τον δάκτυλον, δια να τον πάρη, θέλων δε να εξέλθη από τον νάρθηκα, όπου έκειτο το άγιον Λείψανον, ημποδίζετο αοράτως, ούτως ώστε ωμολόγησε και μη θέλων την υπόθεσιν εις τους πατέρας, και άφησε τον δάκτυλον· όθεν ο Ηγούμενος τον απέστειλεν, ως είπομεν, εις την Ζάκυνθον και ούτως ο άνωθεν προσκυνητής εξήλθεν ανεμποδίστως από τον νάρθηκα.
Εις προσκυνητής έδωκε μίαν λαμπάδα εις τον σκευοφύλακα της Εκκλησίας, ονόματι Μεθόδιον, δια να την ανάψη έμπροσθεν του αγίου Λειψάνου, ούτος δε αμελών δεν την ήναψε, και την νύκτα εκείνην κοιμώμενος είδεν εις τον ύπνον του, ότι εμβαίνων εις τον νάρθηκα της Εκκλησίας, όπου ήτο το άγιον Λείψανον, εστράφη ο Άγιος, και βλέπων αυτόν αυστηρώς, του είπε· «Φύγε απ΄ εδώ». Εξυπνήσας τότε έντρομος εκείνος, είδε την λαμπάδα ήτις εκρέματο εις γωνίαν τινά του κελλίου του, και παρευθύς εγερθείς της κλίνης την επήρε με φόβον και την ήναψεν εμπρός εις το άγιον Λείψανον, ζητών ταπεινώς από τον Άγιον συγχώρησιν δια την αμέλειάν του. Την ερχομένην νύκτα είδε πάλιν τον Άγιον εις τον ύπνον του, και υψώσας την αγίαν του δεξιάν τον ηυλόγησε με ιλαρόν πρόσωπον. Άλλοτε πάλιν, όταν επέστρεφεν η λέμβος του Μοναστηρίου από την Ζάκυνθον, ευλαβής τις Χριστιανός έδωκεν εις τους Πατέρας, οίτινες ήσαν εις αυτήν, άλλην λαμπάδα, η οποία όμως κατά το ταξίδιον έπεσεν εις την θάλασσαν και δεν την είδον οι Πατέρες. Όταν δε έφθασαν εις τα Στροφάδια ανεζήτησαν την λαμπάδα, και μη ευρόντες αυτήν, ενόμισαν ότι την ελησμόνησαν εις την Ζάκυνθον· αλλά εις ολίγην ώραν σύραντες έξω εις την γην την λέμβον, βλέπουν την λαμπάδα οπίσω από την πρύμνην της κολλημένην εις την καρίναν, όπου θαυμασίως ηκολούθει εις όλον το ταξίδιον· όθεν οι Πατέρες βλέποντες το θαύμα εδόξασαν τον Θεόν, μεγαλύνοντες και τον θεράποντα αυτού θαυματουργόν Διονύσιον, την δε λαμπάδα ήναψαν κατ΄ έμπροσθεν του θείου Λειψάνου.
Εκεί εις το ίδιον Μοναστήριον έτυχε ξένος τις άνθρωπος, όστις ηνωχλείτο από πνεύμα πονηρόν και ακάθαρτον. Τούτον βλέποντες οι Πατέρες δεινώς βασανιζόμενον και ευσπλαγχνισθέντες αυτόν, έλαβον έλαιον εκ της κανδήλας του Αγίου· χρίσαντες δε αυτόν και ανγνώσαντες τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου, ελυτρώθη θαυμασίως ο ταλαίπωρος και επέστρεψεν υγιής εις τον οίκον του υμνών τον Κύριον και ευχαριστών τον Άγιον. Άλλη τις σεμνή και θεοσεβής γυνή, Αγγέλα και αυτή ονομαζομένη, μη έχουσα τέκνον αρσενικόν, αλλά τέσσαρας θυγατέρας, είχεν θλίψιν μεγάλην και συνομιλούσα συχνάκις με πλουσίας τινάς και ευλαβείς, συγγενείς του Αγίου, ήκουσε τα εξαίσια θαύματα, τα οποία άκαμνε και κάμνει καθ΄ ημέραν ο Άγιος εις όσους τον επικαλούνται μετά πίστεως και πιστεύσασα αδιστάκτως, τον επεκαλέσθη με θερμά δάκρυα να της χαρίση, δια πρεσβειών του, παιδίον αρσενικόν προς παρηγορίαν της. Από δε τας πολλάς φοράς όπου εδέετο προς τον Άγιον, βλέπει νύκτα τινά εις τον ύπνον της Αρχιερέα τινά, και της λέγει· «Τι θέλεις από εμέ, και συχνάκις με παρακαλείς; Εάν θέλης να επιτύχης την επιθυμίαν σου, στείλε εις τας Στροφάδας να λάβης από το βότανον το καλούμενον αμάρακος, δηλαδή ματζουράνα, με άλλο εν βότανον, τα οποία ευρίσκονται όπισθεν του αγίου Βήματος της Κυριακής Εκκλησίας, και πίε εξ αυτών δια να γεννήσης τέκνον αρσενικόν». Ταύτα ειπών την ηυλόγησεν εις το πρόσωπον, και έγινεν άφαντος. Αυτή δε εξυπνήσασα, έστειλεν ευθύς εις τας Στροφάδας ένα αδελφόν της και της έφερε με σπουδήν από τα δηλωθέντα βότανα, τα οποία μετ΄ ευλαβείας και θερμής πίστεως μεταλαμβάνουσα, μετ΄ ολίγον συνέλαβε και εγέννησεν υιόν χαριέστατον και ευφυέστατον, Ιωάννην επονομασθέντα, εις αίνον Θεού και εις δόξαν του Αγίου, όστις εν τάχει εκπληροί τας αιτήσεις των εν πίστει επικαλουμένων αυτόν.
Ήτο εις την Μονήν ποτε Ηγούμενος Δανιήλ ο εκ Μαϊνης, ανήρ σεμνοπρεπής, όστις εχρημάτισε μετά ταύτα Αρχιερεύς της πατρίδος του· ούτος εδίσταζε πολύ δια την αγιότητα του Ιεράρχου Διονυσίου και πολλάκις έλεγε καθ΄ εαυτόν· «Άραγε ο Διονύσιος να ευρίσκηται εις τον χορόν των Αγίων, καθώς ημείς εδώ τον έχομεν»; Τούτον τον δισταγμόν θέλων ο Κύριος να αποβάλη από την διάνοιαν του Ηγουμένου, νύκτα τινά, κατά την οποίαν ούτος εκοιμάτο, του εφάνη, ότι δήθεν έκρουσε την θύραν του κελλίου του ο Έκκλησιάρχης, ζητών την ευλογίαν αυτού, κατά την τάξιν, δια να σημάνη τον όρθρον· μετ΄ ολίγην ώραν εξύπνησε και νομίζων ότι αληθώς έδωκε την ευλογίαν εις τον Εκκλησιάρχην να σημάνη, εμέμφετο τον εαυτόν του ως φιλόϋπνον, λέγων· «Ω και πως με ενίκησεν ο ύπνος, και με απεχαύνωσεν ο εχθρός! Είναι τόση ώρα, όπου είπον του Εκκλησιάρχου να σημάνη και οι Πατέρες θα είναι ήδη συνηγμένοι εις την Εκκλησίαν και με καρτερούν να αρχίσουν την Ακολουθίαν». Ενδυθείς λοιπόν με σπουδήν, εκίνησε να υπάγη εις την Εκκλησίαν· αλλά, ω του θαύματος! φθάνων εις την θύραν του νάρθηκος, η οποία είναι αντικρύ της λάρνακος του αγίου Λειψάνου, βλέπει οφθαλμοφανώς τον Άγιον ιστάμενον όρθιον έξω της λάρνακος εν μέσω δύο Ιερέων, ενδεδυμένων ιερατικάς στολάς λευκάς, έχοντα ακουμβημένας τας χείρας του επάνω εις τους ώμους των και δύο Διακόνους ομοίως ενδεδυμένους διακονικάς στολάς, από τους οποίους ο εις ενέδυε τον Άγιον την αρχιερατικήν στολήν και ο άλλος ιστάμενος εις την μεσαίαν θύραν του νάρθηκος και θυμιάζων τον Άγιον, έλεγε το «Αγαλλιάσεται η ψυχή μου κλπ». Ο δε Ιερεύς, όστις ίστατο εις τα δεξιά του Ιεράρχου, κυττάζων ακλινώς τον Ηγούμενον και σείων ολίγον την κεφαλήν τού είπεν· «Επληροφορήθης τώρα ή ακόμη αμφιβάλλεις»; Γενόμενος έντρομος ο Ηγούμενος από την υπερθαύμαστον ταύτην θεωρίαν και άλλος εξ άλλου από την έκπληξιν, με φόβον πολύν εσύρθη εις τα οπίσω ησύχως και εξήλθε του Ναού. Όταν όμως εξήλθεν έξω του Ναού ο Ηγούμενος, μετεμελήθη και επέστρεψε δια να ίδη και πάλιν ανίσως και κρατή ακόμη εκείνη η φοβερά θεωρία, φθάσας δε εις την θύραν του νάρθηκος, βλέπει τον Άγιον, ότι εσύρετο αφ΄ εαυτού του οπίσω και εμβήκεν εις την ιδίαν του λάρνακα. Ευθύς τότε εσβέσθησαν αι λαμπάδες και πάσα η φωταγωγία, εγένοντο δε εν τω άμα άφαντοι και οι Ιερείς με τους Διακόνους, οίτινες πρότερον ενεφανίσθησαν. Όθεν επιστρέφων με ανεκδιήγητον τρόμον εις το κελλίον του, ίστατο συλλογιζόμενος όσα ο Θεός τον ηξίωσε να ίδη, δια να πληροφορηθή την αγιότητα του Ιεράρχου· έπειτα εις ολίγην ώραν έρχεται κατά αλήθειαν ο Εκκλησιάρχης ίνα ζητήση ευλογίαν δια να σημάνη, γνωρίζων δε αυτόν ο Ηγούμενος θεοσεβή και ενάρετον, του διηγήθη την οπτασίαν, την οποίαν μαθόντες μετά ταύτα και οι λοιποί Πατέρες, επήγαν όλοι με τον Προεστώτα εις την λάρνακα του αγίου Λειψάνου και υμνούντες με πολλήν κατάνυξιν τον Άγιον, εστερεώθησαν άπαντες περισσότερον και μάλιστα ο Ηγούμενος, ότι ο Άγιος Διονύσιος συνευφραίνεται με τους λοιπούς Αγίους εις τα κάλλη του Παραδείσου. Ζητών λοιπόν με πάσαν ταπείνωσιν συγγνώμην από τον Άγιον δια την προτέραν του δυσπιστίαν ο Ηγούμενος έγινεν από τότε μεγαλόφωνος κήρυξ, μη παύων να διηγήται εις όλους την μεγάλην του Αγίου Διονυσίου προς Θεόν παρρησίαν και αγιότητα· ου ταις αγίαις πρεσβείαις ελεήσαι και σώσαι ημάς ο Θεός, ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου