Λάζαρος ο τρισμακάριστος Πατήρ ημών κατήγετο εκ της Μικράς Ασίας, από χωρίον τι ευρισκόμενον πλησίον της Μαγνησίας, γεννηθείς εν έτει 967. Οι γονείς του ωνομάζοντο Νικήτας και Ειρήνη, αμφότεροι ευγενείς, θεοσεβείς και ενάρετοι. Καθ’ ον χρόνον εγεννάτο ο Όσιος, εξαπέστειλεν ο Θεός από τον ουρανόν φως θείον, το οποίον επλήρωσεν όλον τον πατρικόν του οίκον, όπερ εφανέρωσεν, ότι το βρέφος, το οποίον εγεννάτο, έμελλε να γίνη υιός φωτός και δοχείον της θείας ελλάμψεως. Ταύτην την έλλαμψιν φοβηθείσαι αι συνηθροισμέναι εκεί γυναίκες εξήλθον του οίκου, έμεινε δε μόνη η μήτηρ.
Ηκολούθησε δε και δεύτερον θαύμα· διότι αφού παρήλθεν ώρα ικανή και έφυγε το φως από το μέσον, εμβήκαν δε πάλιν αι γυναίκες προς επίσκεψιν της λεχούς, ω του θαύματος! είδον το βρέφος ιστάμενον ευθύς όρθιον και προσευχόμενον κατ’ ανατολάς, έχον τας χείρας του ακουμβισμένας ευτάκτως εις το στήθος του σταυροειδώς· επρομήνυε δε ο Θεός δια τούτων την καθαρότητα τού Οσίου και την δεκτικήν επιτηδειότητα, την οποίαν είχεν η ψυχή του εις τας θείας ελλάμψεις. Ότε ο Όσιος έγινε πέντε ετών παρεδόθη από τους γονείς του εις παιδαγωγόν, δια να μάθη τα ιερά γράμματα και εις ολίγον καιρόν υπερέβαλεν όλους τους συμμαθητάς του. Όθεν από όλους ενεκωμιάζετο η ευφυϊα του, μάλιστα δε η πραότης αυτού, η ταπείνωσις, η προθυμία και η σπουδή, την οποίαν είχεν εις τας αναγινωσκομένας εν τη Εκκλησία Ακολουθίας και προσευχάς. Προς τούτοις εθαυμάζετο η προς τους πτωχούς φιλανθρωπία και συμπάθεια και ιλαρότης, την οποίαν είχεν ο Όσιος εκ νεαράς ηλικίας. Τόσην δε πολλήν επιμέλειαν και σπουδήν εδείκνυεν εις την ελεημοσύνην ο τρισόλβιος, ώστε εις ολίγον καιρόν εξήντλησε τα χρήματα του διδασκάλου του και τα έδωκεν εις τας χείρας των πτωχών· δια τούτο και ελάμβανεν από εκείνον πολλούς δαρμούς, όπως αυτός πάλιν δεν έπαυεν από του να ελεή. Μόλις δε και μετά βίας στοχασθείς ο διδάσκαλός του την παρ’ ηλικίαν σύνεσιν και φρόνησιν του παιδίου, μετεχειρίζετο αυτόν εις το εξής ως διδάσκαλον. Αφού ο Όσιος ήλθεν εις μεγαλυτέραν ηλικίαν και εις γνώσιν τελειοτέραν, επόθησε να αναχωρήση από την πατρίδα του και να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα, δια να προσκυνήση τον Άγιον Τάφον του Κυρίου και τους λοιπούς ιερούς τόπους· οσάκις όμως απεφάσιζε να υπάγη, ημποδίζετο από τους συγγενείς του· και δια να μη φύγη κρυφίως, τον επήγαν οι γονείς του εις τι Μοναστήριον, όπερ ήτο εκεί πλησίον, των Ορόβων επονομαζόμενον, δια να καταγίνεται εις τα ιερά μαθήματα και να προγυμνάζεται εις την αρετήν και περισσότερον δια να φυλάττεται να μη φύγη. Αλλ’ ο Λάζαρος, φλεγόμενος από θείον έρωτα, δεν ησύχαζεν, αλλ’ εμελέτα πάντοτε την φυγήν, και ευρίσκων κατάλληλον περίστασιν λανθάνει και γονείς και συγγενείς και Μοναχούς και ανεχώρησε. Διερχόμενος δε από τας Χώνας, όπου έγινε το θαύμα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ και πηγαίνων εις τον εκεί Ναόν του Αρχαγγέλου, τον παρεκάλεσε να τον βοηθή εις την οδοιπορίαν του. Αναχωρήσας εκείθεν επήγεν εις την Αττάλειαν, εκεί δε επεβουλεύθη από Μοναχόν τινά, ο οποίος, συνοδοιπόρος του ων εις όλην την οδόν, διελογίζετο να τον πωλήση εις τους Σαρακηνούς, οίτινες ήσαν εκεί, δια να λάβη χρήματα· εκεί δε όπου τον εσυμφωνούσε με διάλεκτον Αρμενικήν ο Μοναχός (αν πρέπη να τον ονομάζη τις Μοναχόν), ευρέθη κατά θείαν οικονομίαν Χριστιανός τις, όστις εγίνωσκε την διάλεκτον εκείνην. Εννοήσας όθεν την επιβουλήν, το είπε του Οσίου, όστις παρευθύς ανεχώρησεν από εκεί και επήγεν εις το όρος, όπερ ήτο εκεί πλησίον, εις το οποίον ευρών σεμνοπρεπή τινά Ιερομόναχον και φρόνιμον, και ερωτηθείς από αυτόν ποίος είναι και πόθεν έρχεται, του εφανέρωσεν ο Όσιος την πατρίδα, τους γονείς και τον πόθον τον οποίον είχε, δια να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους και την επιβουλήν του Μοναχού και όλα τα άλλα τα οποία τον ηκολούθησαν κατά την οδόν. Ο δε θείος εκείνος ανήρ ερωτήσας πάλιν τον Όσιον, εάν έχη ακόμη σκοπόν, δια να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα και μαθών ότι ποθεί πολλά και σκέπτεται να υπάγη, του είπεν ότι δεν ήτο πρέπον να περιέρχεται ούτως όπου θέλει, ων νέος πολλά και ευκολοπολέμητος από τον διάβολον, επειδή είναι πολύ κακόν να ακολουθή τις εις τον λογισμόν του· διότι γίνεται θήρευμα του εχθρού, όστις έχει παντού ηπλωμένα τα βέλη της απωλείας. Του είπε δε, εάν θέλη να ακούση την συμβουλήν του δια την ωφέλειαν της ψυχής του, να μείνη εις το Μοναστήριον εις το οποίον αυτός ήτο Ηγούμενος, να γίνη Μοναχός, αφού δε διέλθη εκεί καιρόν πολύν, έως ότου έλθη εις ηλικίαν μεγάλην, τότε να αναχωρήση εκείθεν χωρίς κίνδυνον. Αυτήν την καλήν συμβουλήν ακούων ο θείος Λάζαρος, την εδέχθη μετά χαράς, και έμεινεν εις το Μοναστήριον εκείνο, και εκδυόμενος ομού με τα κοσμικά ενδύματα τον παλαιόν άνθρωπον, ενεδύθη τον νέον, ήτοι τον Χριστόν, ομού με τα μοναχικά ενδύματα, τα οποία ενεδύθη και έκτοτε εδόθη όλος εις τους ασκητικούς αγώνας. Την δε νηστείαν, ήτις λεπτύνει το πάχος του σώματος και καταπραϋνει τα πάθη, τα οποία εναντιώνονται της ψυχής, τόσον πολλά την ηγάπησεν ο μακάριος, όσον οι φιλόσαρκοι αγαπούν την τροφήν και την πολυφαγίαν. Την δε υπακοήν, ήτις είναι το θεμέλιον της μοναδικής πολιτείας και την ταπείνωσιν, την υψηλοτάτην από όλας τας αρετάς, με τόσην επιμέλειαν την απέκτησεν, ώστε έγινεν εις τους μεταγενεστέρους τύπος και παράδειγμα τούτων των δύο αρετών. Τί δε να είπωμεν δια την αγρυπνίαν και δια την ξηρασίαν του σώματος, και την άλλην σκληραγωγίαν, όπου έκαμνε δια να λεπτύνη με αυτά την σάρκα; Τόσον μόνον λέγομεν, ότι επειδή απέκτησε πλησίον εις την φύσιν την καλήν, την οποίαν είχε, και άσκησιν καλήν, δια τούτο μετεχειρίζετο κάθε αρετήν ως να ήτο ουράνιος και ουχί γήϊνος· διότι η καλή φύσις προξενεί εις την ψυχήν δύναμιν και η καλή άσκησις πάλιν φέρει εις τέλος καλόν την δύναμιν της ψυχής. Όθεν δεν ευρίσκετο τις όστις να μη θαυμάζη τα κατορθώματα του θείου Λαζάρου και να μη τον επαινή, και να τον κηρύττη εις τους άλλους· και μάλιστα από όλους ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου, ο πνευματικός του Πατήρ, τον οποίον υπηρετούσεν ο Όσιος και ελάμβανεν από αυτόν δια μισθόν της υπηρεσίας του την μάθησιν της ασκήσεως. Αφού δε διέτριψεν εις το Μοναστήριον εκείνο ο Όσιος πολύν καιρόν, του είπεν ο Γέρων αυτού· «Εγώ μεν, ω τέκνον μου, μετ’ ολίγον καιρόν υπάγω εις την γην, την κοινήν μητέρα πάντων, σε δε αφιερώνω εις τον κοινόν Δεσπότην Χριστόν, και Εκείνος θέλει φροντίσει δια σε». Ο δε Όσιος, ακούσας ταύτα και στενάξας εκ βάθους ψυχής, έκλαυσε μεγάλως, διότι ουδέ να ακούση ήθελε τον χωρισμόν του Γέροντός του. Δεν παρήλθεν όμως πολύς καιρός και ο Γέρων του απήλθε προς Κύριον· ο δε θείος Λάζαρος, κλαίων και θρηνών πολλά δια τον θάνατόν του, μετά τρεις ημέρας ανεχώρησεν από το Μοναστήριον και επήγεν εις σπήλαιόν τι, όπερ ήτο εκεί πλησίον, εις τόπον πολλά δύσβατον και εμβήκεν εις αυτό δια να συνομιλή μόνος με μόνον τον Θεόν. Εις πόσην δε άσκησιν και σκληραγωγίαν εδόθη ο καρτερόψυχος εις εκείνο το σπήλαιον είναι δύσκολον να το διηγήται τις· πλην όσον αυτός προσεπάθει να κρύπτη τας αρετάς του από τους ανθρώπους, τόσον περισσότερον εγίνετο περιβόητος εις όλους, διότι η αρετή θέτει εκείνον, όστις την εργάζεται, απέναντι των οφθαλμών των ανθρώπων, έστω και αν εκείνος προσπαθή να κρύπτεται. Δια τούτο καθ’ εκάστην έτρεχον εις τον Όσιον πλήθη ανθρώπων δια να τον βλέπωσι και να λαμβάνωσι την ευχήν του, και ούτε το μάκρος της οδού ούτε το δύσβατον του τόπου, ουδέν κανέν εναντίον ημπόδιζε την προθυμίαν των και τους υστερούσε από την θεωρίαν του Οσίου. Μάλιστα δια να μη εμποδίζωνται από την σκληρότητα της οδού, τινές συνέλεξαν φρύγανα και ξύλα πολλά, και τα έκαυσαν επάνω εις εκείνην την δύσβατον οδόν· έπειτα έχυσαν όξος εις αυτήν, δια να απαλύνουν όσον ήτο δυνατόν οι σκληροί εκείνοι λίθοι, να κόπτωνται ευκόλως από τα σιδηρά εργαλεία, και με τοιούτον τρόπον εποίησαν ομαλήν την οδόν, ήτις επήγαινεν εις τον Όσιον· διότι ο ένθεος εις τα καλά πόθος παρακινεί τους ανθρώπους να επιχειρίζωνται και τα αδύνατα σχεδόν και δυσκολοεπιχείρητα. Και το μεν πλήθος των ανθρώπων τοιαύτην αγάπην είχεν εις τον Όσιον. Ο δε Αρχιερεύς του τόπου εκείνου, ακούων την φήμην του Αγίου, επεθύμει πολλά να αναβαίνη προς αυτόν και ενόμιζε πολλά χρήσιμον το να συνομιλή με τον Όσιον· και εκ ταύτης της αιτίας ηθέλησεν ο Άγιος να κτίση Ναόν επ’ ονόματι της Θεοτόκου εις τον τόπον εκείνον και κελλία δια να κατοικούν και να αναπαύωνται οι αδελφοί εκείνοι, οίτινες επήγαινον εις αυτόν και ήθελον να γίνουν Μοναχοί· επειδή ήσαν πολλοί οίτινες ηρνήθησαν τον κόσμον και ήθελον να ζουν ομού με τον Όσιον όλην των την ζωήν. Ωκοδόμησε λοιπόν εκεί ο Άγιος τέλειον Μοναστήριον, διότι επροθυμοποιήθησαν πολλά και τα πλήθη των πλησιοχώρων ανθρώπων εις αυτό το θεάρεστον έργον, και εβοήθησαν με όλας των τας δυνάμεις· έκαστος δε εξ εκείνων των Χριστιανών είχε μεγάλην χαράν, να φαίνεται ότι είναι προσταγμένος από τον Όσιον και ότι τελειώνει την προσταγήν του. Επειδή δε η φήμη του Αγίου διεδόθη εις όλα τα μέρη και έτρεχον όλοι εις αυτόν, χάριν ωφελείας, επήγεν εις αυτόν και τις άνθρωπος και του είπεν, ότι είχε σκοπόν να υπάγη εις τινα τόπον εκεί πλησίον ευρισκόμενον, τον οποίον μάλιστα εδείκνυε με τον δάκτυλόν του, δια να τρυγήση άγρια μελίσσια, τα οποία εφώλευον εκεί εις τον κρημνόν. Ο δε Όσιος ή διότι από το επικίνδυνον του τόπου προεγνώεισε τον θάνατον του ανθρώπου (επειδή ο τόπος εκείνος ήτο τη αληθεία κρημνώδης και επικίνδυνος) ή διότι προείδε το μέλλον από την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, όπερ κατοικούσεν εις αυτόν, είπε προς αυτόν· «Συμφέρον σου είναι, τέκνον μου, ουδέ να ίδης τον τόπον εκείνον, διότι είναι μεγαλώτατος κίνδυνος και αφανισμός, εάν δεν μακρύνης από αυτόν και άφησε τον τοιούτον σκοπόν, αν θέλης να γλυτώσης από τον κίνδυνον». Ο δε άνθρωπος εκείνος, παρακούων την συμβουλήν του Οσίου, επήγεν ομού με τους άλλους συντρόφους του εις εκείνον τον κρημνώδη τόπον και δεθείς με σχοινίον κρεμάται από τους συντρόφους του και καταβιβάζεται κάτω. Αλλά στοχασθήτε τι μέγα κακόν είναι το να μη υπακούη τις εις εκείνους οίτινες τον συμβουλεύουν τα συμφέροντα· διότι ο ταλαίπωρος εκείνος ακόμη δεν είχε φθάσει εις το ήμισυ του ύψους εκείνου και εκόπη το σχοινίον. Όθεν έπεσε κάτω πτώμα ελεεινόν και αξιοδάκρυτον, ξεψυχήσας προτού να φθάση κάτω, από τα πολλά κτυπήματα τα οποία έλαβεν εις τας εξοχάς των λίθων και ετρύγησε καρπόν θανατηφόρον από αυτόν τον ανόητον στοχασμόν. Έκτοτε λοιπόν οι επίλοιποι επρόσεχον εις τους λόγους του Οσίου ως εις λόγους Προφήτου και δεν παρήκουον αυτούς. Άλλοτε πάλιν επήγεν άλλος τις εις τον Όσιον και εξωμολογήθη τας αμαρτίας του· έπειτα εις το τέλος του λέγει, ότι αυτός πολύ σοφά και επιτήδεια κερδίζει την τροφήν του χωρίς να ηξεύρη καμμίαν τέχνην· διότι εγείρεται την νύκτα και πηγαίνων εις ξένας οικίας λαμβάνει από αυτάς ό,τι εύρη και πηγαίνει εις τόπον απόκρυφον και το κρύπτει· και όταν οι κύριοι των οίκων ζητούν τα πράγματά των, αυτός τους λέγει, ότι οι Άγιοι τού αποκαλύπτουν πολλά απόκρυφα πράγματα, και προς τούτοις του φανερώνουν και τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον έκρυψαν τα πράγματά των οι κλέπται, οίτινες τα επήραν· όθεν εγείρων τον Τίμιον Σταυρόν εις τους ώμους του ή εικόνα Αγίου, τους λαμβάνει και πηγαίνει εις τον τόπον εκείνον, εκεί δε τους λέγει και σκάπτουν και ευρίσκει έκαστος τα πράγματά του· και ούτως οι άνθρωποι εκείνοι τιμούν αυτόν ως φίλον του Θεού και ως άξιον να βλέπη θείας αποκαλύψεις και δια τούτο περιποιούνται αυτόν και του δίδουν και μερίδιον από τα χαμένα εκείνα πράγματα. Ταύτα ως ήκουσεν ο Όσιος του είπε· «Τέκνον μου, τοιαύτην πονηράν τέχνην μεταχειριζόμενος λέγεις ότι με σοφίαν και επιτηδειότητα κερδίζεις την τροφήν σου; Αλλοίμονον εις σε δια τον σκοτισμόν του νοός σου! Διότι απατάσαι και γελάσαι από τον διάβολον και νομίζεις σοφίαν την διδασκαλίαν του, την οποίαν έμαθες δια την απώλειαν της ψυχής σου και το σκότος νομίζεις ως φως. Εάν δεν παύσης από αυτήν την κακίαν, θέλεις γίνει υπόδικος εις το ουαί και αλλοίμονον, όπως λέγει ο Προφήτης Ησαϊας, με το να νομίζης το πικρόν γλυκύ και μετ’ ολίγον καιρόν θα έλθη εις σε η από Θεού παιδεία και οργή». Και καθώς ήκουσεν εκείνος ταύτα, έπεσεν εις τους πόδας του Οσίου και εζήτει με δάκρυα την συγχώρησιν της αμαρτίας του, υποσχόμενος,ότι εις το εξής δεν θέλει πεισθή πλέον εις την απάτην του διαβόλου, αλλά θέλει παύσει από την κακίαν και θέλει εργάζεσθαι με όλην του την δύναμιν την αρετήν· όθεν λαβών συγχώρησιν από τον Όσιον, ετελείωσε την υπόσχεσιν την οποίαν έκαμε με την βοήθειαν του Θεού και με τας ευχάς του Αγίου. Πλην αν και ο Άγιος επροξένει εις πολλούς μεγάλην ωφέλειαν και με τους λόγους και δια των έργων του, και ανώρθωνε τους πεπτωκότας εις την αμαρτίαν και εστερέωνε τους ισταμένους εις την αρετήν, με όλα ταύτα πάλιν διελογίζετο να αναχωρήση από εκεί και να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα, δια να αποφύγη την δόξαν των ανθρώπων, επειδή εγνώριζε πόσον μέγα εμπόδιον είναι αυτή εις εκείνους, οίτινες βαδίζουν εις την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, έτι δε και δια να εκπληρώση τον πόθον τον οποίον είχεν εξ απαλών ονύχων να ίδη και να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους. Όθεν φανερώσας τον σκοπόν του εις τους αδελφούς, οίτινες εμόναζον εις το Μοναστήριόν του και παρηγορών όσον ηδύνατο αυτούς, επειδή ελυπούντο πολλά δια τον χωρισμόν του, τους παρήγγειλε να φυλάττουν όσα ανήκουν εις το μοναδικόν επάγγελμα και να επιμελούνται την σωτηρίαν των με όλας των τας δυνάμεις και ούτως ανεχώρησεν από εκεί και επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Αφού δε είδε και επροσκύνησε τα εκείσε θαυμάσια προσκυνήματα και αυτόν τον δεσποτικόν Τάφον του Κυρίου, μετ’ ολίγας ημέρας επήγεν εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα, εις την οποίαν έκρινε καλόν να μείνη πολύν καιρόν, δια να συναγωνίζεται με τους Οσίους Πατέρας, οίτινες ήσαν εκεί, και να απολαύση μεγάλην ωφέλειαν· επειδή κανέν άλλο δεν παρακινεί τόσον πολλά τους ανθρώπους εις την αρετήν, ως το καλόν παράδειγμα εκείνων, οίτινες πολιτεύονται εναρέτως. Και καθώς ο λίθος, όταν τρίβεται με τον λίθον, γίνεται ομαλός, ίσος και λαμπρότερος, ούτω και ο ενάρετος, όταν συναγωνίζεται με άλλον ενάρετον, προκόπτει περισσότερον και γίνεται λαμπρότερος. Γενόμενος λοιπόν δεκτός μετά χαράς από τους αδελφούς εκείνους ο Όσιος και μένων εκεί έλαβε το διακόνημα του παρεκκλησιάρχου, εις το οποίον εποίησεν εξ έτη, αγωνιζόμενος ομοίως με τους πρώτους και εκλεκτούς Μοναχούς, οίτινες ήσαν εκεί, οι οποίοι, ως να ήσαν ασώματοι, ηγωνίζοντο να φθάσουν τους ασωμάτους Αγγέλους· και όχι μόνον ομοίως με εκείνους ηγωνίζετο ο θείος Λάζαρος, αλλά τους υπερέβαινε κατά πάντα, ούτως ώστε πάντες εθαύμαζον. Εκρίθη όθεν άξιος να γίνη Ιερεύς και παρεκινείτο προς τούτο από τον Ηγούμενον της Μονής, αλλά κατ’ αρχάς δεν ήθελε, λέγων ότι δεν είναι άξιος τοιούτου αξιώματος βαρέος. Επειδή όμως ο Ηγούμενος τον ηνάγκαζε να λάβη την διακονίαν ταύτην, διότι εγνώριζε ποίος ήτο ο Λάζαρος κατά την αρετήν και ποίων αξιωμάτων ήτο άξιος, δια τούτο και ο Όσιος δεν έκρινε καλόν να ανθίσταται περισσότερον από το πρέπον εις τον Ηγούμενον, δια να μη φανή ότι αυθαδιάζει. Όθεν και παρά την θέλησίν του υπήκουσε και εχειροτονήθη Ιερεύς από τον τότε Πατριάρχην Ιεροσολύμων, έκαμε δε άλλα εξ έτη εις το Μοναστήριον· έπειτα βλέπων τους πλέον εναρέτους Μοναχούς, οίτινες εξήρχοντο από τοΜοναστήριον την πρώτην εβδομάδα της Τεσσαρακοστής, κατά παλαιάν συνήθειαν, επήγαιναν εις την έρημον, και την εβδομάδα των Βαϊων επανήρχοντο πάλιν εις το Μοναστήριον, φέροντες καλούς καρπούς της ασκήσεως, επόθησε και αυτός να υπάγη και χωρίς να το είπη εις τον Ηγούμενον ανεχώρησε κρυφίως από το Μοναστήριον· όχι διότι κατεφρόνησε τον Ηγούμενον, επειδή ποίος άλλος έδειξε τόσην υπακοήν εις τους μεγαλυτέρους, ως ο Λάζαρος, αλλά διότι ενικήθη από την γλυκύτητα της ησυχίας, την οποίαν εποθούσεν από ετών πολλών και δια να την επιτύχη μετεχειρίζετο κάθε τρόπον και διότι εγνώριζεν ότι ο Ηγούμενος, όστις τον ηγάπα και τον ήθελε πλησίον του, δεν θα τον άφηνε να αναχωρήση. Μείνας λοιπόν εις την έρημον τας διωρισμένας ημέρας της Τεσσαρακοστής, επέστρεψε μετά των άλλων εις το Μοναστήριον· και οι μεν άλλοι όλοι εγένοντο δεκτοί μετά χαράς και περιποιήσεων, διότι ήσαν τεταλαιπωρημένοι από τους πολλούς και μακρούς κόπους της ερήμου, ο δε θείος Λάζαρος μόνος εδιώχθη από το Μοναστήριον, δια προσταγής του Ηγουμένου, και ουδέ να έμβη εις την θύραν εσυγχωρήθη. Επειδή δε έμεινε πολύν καιρόν έξω, κλαίων θερμώς και παρακαλών να λάβη συγχώρησιν και δεν έλαβεν, επήγε εις τα Ιεροσόλυμα και έβαλε μεσίτην εις τον Ηγούμενον τον οικονόμον της εν Ιεροσολύμοις Μεγάλης Εκκλησίας, τον οποίον είχε φίλον παλαιόν. Και ως το ήκουσεν ο οικονόμος, επήγε παρευθύς εις την Λαύραν και παρεκάλεσε πολύ τον Ηγούμενον, δια να συγχωρήση τον φίλον του Λάζαρον· και ούτως έλαβε την συγχώρησιν ο Όσιος από τον Ηγούμενον και συνηριθμήθη πάλιν με τους λοιπούς αδελφούς της Λαύρας. Μένων δε εις την Λαύραν έως τον ερχόμενον καιρόν της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και βλέπων τους άλλους, οίτινες επήγαιναν πάλιν εις την έρημον, δεν εσυλλογίσθη ούτε την οργήν του Ηγουμένου, ούτε τον διωγμόν από το Μοναστήριον, ούτε κανέν άλλο τοιούτον, αλλά επήγε και αυτός εις την έρημον. Διότι η γλυκύτης και το μέλι της ησυχίας εις εκείνους, οίτινες το δοκιμάζουν άπαξ, γίνεται πάντοτε επιθυμητόν, και τους κάμνει να καταφρονούν όλα τα άλλα και να τρέχουν εις αυτό μόνον. Γευθείς δε το μέλι αυτό και ο Όσιος, δεν υπέφερε να μένη εις το Μοναστήριον και να ζημιώνεται το τόσον καλόν της ησυχίας και ερημίας· δια τούτο πηγαίνων εις τον τόπον της ησυχίας και εις τον παράδεισον της αρετής, δεν ηθέλησε να επιστρέψη εις την Λαύραν, διότι εκυριεύθη όλος από τον πόθον της ησυχίας· ευρών δε τόπον πολλά υψηλόν, έκτισεν επάνω εις αυτόν στύλον, και αρνηθείς κάθε γήϊνον και υλικόν πράγμα με τελειότητα, ανέβη εις τον στύλον, ως στρατιώτης ελαφρός από κάθε βάρος, δια να ποιήση πόλεμον μέγαν, ουχί προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τα πνεύματα της πονηρίας, και μένων πολλά έτη επάνω εις αυτόν ηγωνίσθη πολλά ανδρείως κατά των δαιμόνων και εποίησε μεγάλας νίκας και τρόπαια κατ’ αυτών. Καταβάς δε ποτε από τον στύλον ο Όσιος και βαδίζων εις την ομαλήν οδόν ήκουσε τρις άνωθεν φωνήν, ήτις έλεγε· «Λάζαρε, πρέπει να υπάγης εις την πατρίδα σου». Ο δε Όσιος εθαύμασε δια την φωνήν, και βλέπων γύρωθεν, και μη βλέπων τινά, ενόμισεν ότι ήτο δαίμονος η φωνή· αλλ’ επειδή επήγεν εις τον τόπον εκείνον και την δευτέραν ημέραν, ομοίως και την τρίτην και ήκουσε την αυτήν φωνήν, εσκέφθη, ότι ήτο εκ της θείας προνοίας· όμως έμεινεν ακόμη εκεί, δια να μάθη ακριβέστερον την αλήθειαν· αλλ’ η φωνή εκείνη καθ’ εκάστην εφώναζεν. Όθεν επήγεν εις τινας Οσίους, οίτινες κατώκουν εκεί πλησίον, και εκ νεαράς των ηλικίας διέτριβον εις τας ερήμους έως εις τα γηρατεία των, και τους εφανέρωσε την φωνήν, την οποίαν ήκουε, δια να μάθη από αυτούς τι πρέπει να κάμη· πληροφορηθείς δε από αυτούς, ότι η φωνή εκείνη ήτο εκ θείας προνοίας, ανεχώρησεν από εκεί και επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα και λαμβάνων εις συνοδείαν Μοναχόν τινά ενάρετον, Παύλον ονόματι, επήγεν έως την Σεβάστειαν· εκεί δε χωρισθέντες, ο μεν Παύλος επήγεν εις Τραπεζούντα, ο δε Όσιος Λάζαρος ανεχώρησε δια την Ρώμην, διότι προ πολλού επόθει να υπάγη δια να προσκυνήση τους δύο κορυφαίους Αποστόλους. Πηγαίνων δε με πολλήν προθυμίαν και διερχόμενος από φάραγγά τινά, απήντησε δύο άρκτους μεγάλας και εφοβήθη πολύ· μη έχων δε που να κρυφθή δια να διαφύγη τον κίνδυνον, κατέφυγεν εις τον Θεόν και άρας τους οφθαλμούς και τας χείρας εις τον ουρανόν είπε τα του Δαβίδ· «Κύριε, μη αποστής απ’ εμού, ότι θλίψις εγγύς και ο βοηθήσων ουδείς· σώσον με, Δέσποτα, εκ στόματος αιμοβόρων θηρίων και εκ θανάτου άρπασον την ψυχήν μου». Και ω του θαύματος! βλέπει παρευθύς τας άρκτους να κλίνουν κάτω τας κεφαλάς των και να στρέφουν προς το ένα μέρος του δρόμου με συστολήν, δίδουσαι ούτω τόπον εις τον Όσιον, ως εις αυθέντην των, να διέλθη από το άλλο μέρος· διότι η αρετή και εις αυτά τα θηρία ακόμη είναι πράγμα αιδέσιμον. Καίτοι δε εφυλάχθη αβλαβής από τα αισθητά θηρία ο άνθρωπος του Θεού, όμως το νοητόν θηρίον, ο διάβολος, βλέπων ταύτα, δεν υπέφερεν, αλλά μετεσχηματίσθη ως μέγας κύων μαύρος και κατεδίωκε τον Όσιον και πότε μεν επήγαινεν εμπρός εις την οδόν και τον εφοβέριζε να τον καταξεσχίση με τους οδόντας του, πότε επήγαινεν από οπίσω και τον εγαύγιζεν άγρια, δίδων εις αυτόν υποψίαν, ότι τον ήρπασεν από τους πόδας· και ταύτα πάντα έκαμνεν ο κατάρατος εις διάστημα τριών ημερών. Όταν δε ηθέλησε να υπάγη ο Άγιος εις χωρίον τι, δια να λάβη ολίγην ζωοτροφίαν δια την οδόν, διότι δεν είχε μαζί του κανένα άρτον, ουδέ εφρόντιζε ποτέ δια την αύριον, τον ημπόδιζεν ο άσπλαγχνος, διότι με τα πολλά γαυγίσματα, τα οποία έκαμνεν, εμάζευε πλησίον και τους αληθινούς κύνας, οίτινες ήσαν εις τα χωρία και τους εξηγρίωνε κατά του Αγίου, αυτός πρώτος ορμών κατ’ επάνω του, έχων οπίσω και εκείνους οίτινες τον ηκολούθουν· όθεν δι’ αυτά τα εμπόδια διήρχετο νηστικός ο Όσιος όλην την ημέραν και την νύκτα, χωρίς να ημπορή να πλησιάση εις χωρίον δια την ενόχλησιν του δαίμονος. Όμως με την βοήθειαν του Θεού ηλευθερώθη και από τον πειρασμόν αυτόν ο Όσιος, επειδή απέκαμε πλέον ο εχθρός αντιστεκόμενος εις την μεγαλοψυχίαν του, από την οποίαν εδιώχθη, ως από μάστιγα, και έμεινε κατησχυμμένος ως ασθενέστατος. Επειδή δε, με την πρόνοιαν του Θεού, έγινεν ανώτερος από τους πειρασμούς του εχθρού ο Όσιος και έφθασεν εις την Έφεσον, επήγεν εις τον εκείσε Αρχιερέα και συνομιλών με αυτόν, του εφανέρωσε την γνώμην την οποίαν είχε δια να υπάγη εις την Ρώμην. Ο δε Αρχιερεύς, θαυμάζων την πραότητα του Οσίου και την απλότητα και την γλυκύτητα των λόγων του και την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, ήτις έλαμπε δι’ αυτού, ηχμαλωτίσθη όλος εις την αγάπην του και τον επαρακαλούσε να μείνη μαζί του και να εμποδισθή από την οδοιπορίαν της Ρώμης. Ο δε Όσιος τον μεν λογισμόν τον οποίον είχε δια την Ρώμην τον απέβαλε, καθώς ο Εφέσου τον συνεβούλευσεν, όμως το να μείνη μαζί με τον Αρχιερέα και να καταφρονήση την ησυχίαν δεν έστερξε παντελώς· όθεν αναχωρών απ’ εκεί, επήγεν εις την Μονήν των Ορόβων, από την οποίαν έφυγεν, όταν ήθελε να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα· και ευρισκόμενος εκεί κατ’ αρχάς δεν εφανέρωσε ποίος ήτο· έπειτα, επειδή οι Μοναχοί οίτινες ήσαν εκεί δεν τον εγνώρισαν και τον επαρακαλούσαν να τους ειπή το όνομα και την πατρίδα του, τους είπεν ότι είναι ο Λάζαρος εκείνος, όστις καιρόν τινά εφυλάττετο από αυτούς· και παρευθύς διεδόθη ο λόγος εις όλα τα περίχωρα, ότι εγύρισεν ο Λάζαρος πάλιν εις το Μοναστήριον και έτρεχον όλοι μετά προθυμίας να τον ίδουν και μάλιστα η μήτηρ του ήλθε παρευθύς εις το Μοναστήριον, δια να τον ιδή (ο πατήρ του ήτο αποθαμμένος), ήτο δε τότε ο Όσιος τριάκοντα οκτώ ετών. Όθεν χαίροντες όλοι έβλεπον το γλυκύτατον πρόσωπον του Οσίου και ήκουον με προσοχήν τους ψυχωφελεστάτους λόγους του· διότι πλησίον εις τας άλλας αρετάς, όσας είχεν ο Όσιος, είχε και λόγον ηρτυμένον με άλας, κατά τον θείον Απόστολον, και ωμιλούσε με πολλήν ιλαρότητα και γλυκύτητα ο ευλογημένος και με όχι ολίγην χάριν, τόσον ώστε ηδύνατο και την σκληράν ως πέτραν ψυχήν να μαλακώση· δια τούτο και οι περισσότεροι από εκείνους έκλαυσαν από την χαράν των, βλέποντες τον θαυμαστόν Λάζαρον και ακούοντες τους θείους του λόγους. Επειδή όμως επήγαιναν εις αυτόν συχνάκις πολλοί και του ετάρασσον την ησυχίαν, δια τούτο απεφάσισε να αναχωρήση από εκεί και να υπάγη εις τόπον ήσυχον. Μείνας λοιπόν εκεί ολίγας ημέρας, τόσον μόνον όσον να ευχαριστήση τον πόθον της μητρός του, την οποίαν έβλεπεν ότι ελυπείτο πολλά δια τον χωρισμόν του, έπειτα ανεχώρησε, ζητών να εύρη τόπον ήσυχον. Ακούων δε ότι το Ασκητήριον το οποίον ήτο αντικρύ του Γαλλησίου όρους εις το οποίον ήτο και Ναός της Αγίας Μάρτυρος Μαρίνης, ήτο κατά την γνώμην του, επήγεν εκεί· και βλέπων τον τόπον πολλά ήσυχον, συνηρίθμησε και αυτός τον εαυτόν του με τους δύο αυταδέλφους, τους οποίους εύρεν εκεί. Μαθών ο Αρχιερεύς της Εφέσου, ότι επήγεν εκεί ο ηγαπημένος του Λάζαρος, έλαβε μεγάλην χαράν, αγαπών να τον έχη πλησίον του και να συναναστρέφεται με αυτόν· όθεν μεταβάς εκεί τον εχαιρέτησε με χαρμόσυνον ψυχήν και παρέδωκεν εις την εξουσίαν του το Ασκητήριον εκείνο και τους αδελφούς, αφ’ ου πρότερον τους παρήγγειλε να προσέχουν εις τον Όσιον ως τέκνα εις τον πατέρα των, χωρίς να φανούν ποτέ εναντίοι εις την γνώμην του ουδέ εις το παραμικρόν. Ο δε θείος Λάζαρος, ησυχάζων εκεί, ηγωνίζετο περισσότερον εις τους αγώνας της ασκήσεως και επεμελείτο προθυμότερον όλας τας αρετάς, όμως επεθύμει να μη τον ηξεύρη τις, διότι ούτος εστοχάζετο, ότι το να κάμη τις την αρετήν δια επίδειξιν και ανθρωπαρέσκειαν και το να μη την κάμνη τελείως, είναι παρόμοια κακά· και έλεγεν ότι εκείνοι οίτινες μεταχειρίζονται την αρετήν, δια να αποκτήσουν την δόξαν των ανθρώπων, αυτοί δεν λαμβάνουν καμμίαν ωφέλειαν, ως λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, «απέχουσι τον μισθόν αυτών» (Ματθ. στ:2). Διότι εάν βεβαίως δεν είχαν κανένα άνθρωπον, όστις να επαινή τας αρετάς των, ασφαλώς δεν ήθελαν τας επιχειρισθή τελείως· εκείνοι δε οίτινες κάμνουν την αρετήν κρυφίως από τους ανθρώπους και γνωστώς εις μόνον τον Θεόν, αυτοί έχουν να λάβουν από Αυτόν πολλαπλάσιον την δόξαν. Όθεν όσον είναι καλλιτέρα η δόξα του Θεού από την δόξαν των ανθρώπων, τόσον είναι ανώτερος και εκείνος όστις κάμνει την αρετήν κρυφίως (διότι η θεϊκή δόξα είναι αιώνιος και άφθαρτος, η δε ανθρωπίνη είναι πρόσκαιρος και φθαρτή, και ουδέ μένει έως τέλους, αλλά προ του να αποθάνουν έχει να φανερωθή η υπόκρισίς των). Και ο μεν Όσιος τοιαύτην γνώμην είχε, να κρύπτη τας αρετάς του και να λέγη και να δεικνύη τον εαυτόν του κατώτερον από όλους, αλλά τα πράγματα εγίνοντο εις το εναντίον· διότι καθώς εκείνος όστις φωνάζει με σάλπιγγα από υψηλόν μέρος γίνεται φανερός εις όλους, τοιουτοτρόπως και ο θείος Λάζαρος, αν και εις το πλέον απόκρυφον μέρος επήγαινεν, εγίνετο φανερός εις όλους, όχι φωνάζων με σάλπιγγα, αλλ’ εκτελών τας αρετάς. Δια τούτο λοιπόν έτρεχον καθ’ εκάστην εις τον Όσιον πλήθη ανθρώπων αναρίθμητα· και πρώτον έργον του Οσίου ήτο να τρέφη με λόγον ψυχοσωτήριον τας ψυχάς εκείνων όσοι επήγαιναν εις αυτόν και δεύτερον να τρέφη και τα σώματά των με αισθητά φαγητά· και τούτο εσυνήθιζε να κάμνη πάντοτε, έστω και εάν δεν είχεν αρκετά φαγητά δια την τροφήν την ιδικήν του και της συνοδείας του, έστω και εάν είχεν ένα και μόνον άρτον, όπερ προξενεί θαυμασμόν εις πάντα άνθρωπον. Τόσην δε πολλήν φιλανθρωπίαν είχεν ο Όσιος ώστε υπερέβαινε κατά τούτο όλους τους περιβοήτους εις την φιλανθρωπίαν· επειδή εκείνοι έκαμναν την ελεημοσύνην από τα περισσεύματα ή έκοπτον και ολίγα από τα χρειαζόμενά των και τα έδιδαν εις εκείνους, οίτινες δεν είχον· αλλά έδιδαν τόσα μόνον, ώστε και αυτοίνα μη χρειάζωνται από άλλους· μόνος δε από όλους ο Όσιος εκείνην την τροφήν την οποίαν είχε, δια να παρηγορήση το αδυνατισμένον σώμα του από την νηστείαν και να ενδυναμώση αυτό, το οποίον ήτο από τους κόπους αποκαμωμένον, την έδιδεν εις τους άλλους με μεγάλην μεγαλοψυχίαν, καταφρονών τη επιμέλειαν του εαυτού του και νομίζων ιδικήν του τροφήν το να τρέφη τους χρείαν έχοντας· και τούτο λέγεται κυρίως ελεημοσύνη και μετάδοσις· διότι η φιλάνθρωπος γνώμη του ανθρώπου δεν φανερώνεται με το να δίδη τις τα περισσεύματα, αλλά με το να δίδη τα αναγκαία και διαμοιράζη θεληματικώς εις τους πτωχούς εκείνο όπερ αυτός έχει με ένδειαν. Πλην την μεγάλην ταύτην φιλανθρωπίαν του Οσίο δεν υπέφεραν οι δύο αυτάδελφοι, οίτινες κατοικούσαν εκεί πρότερον, ως είπομεν, αλλά ελυπούντο πολλά και καθ’ εκάστην ώραν εγόγγυζαν, τα δε φαγητά, τα οποία παρέθετεν ο Άγιος εις τους ξένους, τα ενόμιζαν στέρησιν των μελών των· και επειδή εδοκίμασαν να μεταβάλουν την γνώμην του και δεν ηδυνήθησαν, δια τούτο ανεχώρησαν από εκεί και άφησαν τον Όσιον με άλλους τινάς μαθητάς του, οι οποίοι με την γνώμην του Οσίου έσπειραν κουκκία πλησίον εις μίαν δημοσίαν οδόν· επειδή δε η γη ήτο καλή και παχεία και έθρεψε τα κουκκία, έκαμαν καρπόν πολύν. Όθεν δεν ήτο κανένας διαβάτης, όστις να μη φάγη από τον καρπόν και να μη λάβη ακόμη και εις την οικίαν του. Οι δε μαθηταί του Οσίου ελυπούντο πολύ, διότι έβλεπον τους κόπους των να τους τρώγουν οι οδοιπόροι. Ο Άγιος όμως όχι μόνον δεν ελυπείτο, αλλά επαρηγορούσε και τους μαθητάς του και τους εχαροποιούσε με χαροποιά λόγια· όταν δε ήλθε καιρός, τους επρόσταξε να συνάξωσι τα κουκκία· εκείνοι όμως δεν ήθελαν να υπάγουν και να κοπιάζουν ματαίως, επειδή εγνώριζον καλά και με τας χείρας των εψηλάφησαν, ότι δεν έμεινε τελείως καρπός. Ο δε Όσιος πότε με βίαν, πότε με παράκλησιν τους έκαμε και επήγαν μη θέλοντες και τα εσύναξαν, φέροντες δε αυτά εις την άλωνα και αναγνωσθείσης ως συνήθως της εφ’ άλωνος λεγομένης ευχής, όταν τα ελίχνιζον, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Βλέπουν, ότι ήτο εις την άλωνα τόσος πολύς καρπός, ώστε ενόμιζε τις, ότι όλα τα καλάμια και τα ξύλα των κουκκίων έγιναν καρπός. Όθεν εχάρησαν πολλά και ενθυμούμενοι τα λόγια, τα οποία τους έλεγεν ο Όσιος, όταν τους επαρηγορούσεν, έτρεξαν εις αυτόν και του λέγουν το θαυμάσιον, ζητούντες συγχώρησιν δια την εναντιότητα την οποίαν έδειξαν και δεν ήθελαν να συνάξωσι τα κουκκία· ο δε Όσιος τους εσυγχώρησεν ευθύς, διότι εγνώριζεν ότι δεν το έκαμαν από κακίαν, αλλά διότι δεν ήξευραν το αποσοβησόμενον. Μετά δε ολίγον καιρόν βλέπων ο Άγιος ότι δεν ωφελείτο εκεί, αλλά εζημιώνετο από τας ενοχλήσεις και τας ταραχάς των ανθρώπων, ηγέρθη από εκεί και επήγεν εις τινα ενάρετον Γέροντα, όστις κατοικούσεν εις το έναντι κείμενον Γαλλήσιον όρος και εκείνος του είπεν, ότι εις την κορυφήν του όρους αυτού είναι σπήλαιόν τι πολλά επιτήδειον εις άσκησιν, διότι ήτο ερημία πολλή, δια την σκληρότητα του όρους και το απαρηγόρητον και διότι όσοι επήγαιναν εκεί επολεμούντο πολλά από τους δαίμονας· εις εκείνο δε το σπήλαιον ετελείωσε τους αγώνας της ασκήσεως και ο μέγας την αρετήν Παφνούτιος καλούμενος. ΄Οθεν και ο θείος Λάζαρος απεφάσισε να κατοικήση εις αυτό το σπήλαιον και καθώς ήρχισε να ανέρχεται το όρος, οι δαίμονες ετάρασσον όλον τον τόπον με φωνάς ασχήμους και κραυγάς αλλοκότους, επειδή κατελάμβανον ότι επήγαινεν ο αφανιστής και πολέμιός των και δια τούτο επεχείρησαν να τον εκφοβίσουν· ο δε Όσιος μένων άφοβος έψαλλε και επεριπατούσε την οδόν με περισσότερον θάρρος, γνωρίζων, ότι όλα τα επιχειρήματα των δαιμόνων ήσαν φαντάσματα μόνον και όχι πράγματα. Όταν λοιπόν ανέβη εις το όρος, εστάθη έμπροσθεν του σπηλαίου και ετελείωσε την ωδήν την οποίαν έψαλλεν. Έπειτα εσημείωσεν εις εαυτόν τον τύπον του Σταυρού, ομοίως εσημείωσε και την πέτραν ήτις ήτο εκεί και, ω του θαύματος! βλέπει, ότι ετυπώθη παρευθύς ο Σταυρός επάνω εις την πέτραν, και τόσον βαθέως και εύμορφα, ώστε όποιος τον έβλεπεν ενόμιζεν, ότι τον εσκάλισε κανένας επιτήδειος πετροπελεκητής. Τούτο το θαύμα βλέπων ο Όσιος συνεπέρανεν, ότι κατά θείαν Πρόνοιαν έγινεν η έλευσίς του εκεί, και ότι εις την καλήν αρχήν έχει να ακολουθήση και τέλος καλόν και ευχαριστούσε τον Θεόν. Εμβαίνων δε εις το σπήλαιον και βλέπων, ότι ήτο επιτήδειον καθώς το ήθελε και μάλιστα διότι έσταζε και ολίγον ύδωρ από την επάνωθεν πέτραν δια να παρηγορή την δίψαν του, απεφάσισε να ησυχάση εις αυτό και να συνομιλή με τον Θεόν. Ποίος όμως δύναται να είπη τι είδους πειρασμούς ανυποφόρους υπέμεινεν εκεί ο Όσιος από τους δαίμονας, ων εις ερημίαν, έρημος από συγκάτοικον αδελφόν; Διότι καθ’ όλας τας ημέρας κατά τας οποίας επέρασεν ο Όσιος εις το σπήλαιον, δεν έπαυαν οι επάρατοι από του να τον πειράζουν με κάθε είδους τρόπον και να τον φοβίζουν με διάφορα φόβητρα και φαντασίας, δια να τον κάμουν να φύγη. Αλλ’ ο Άγιος εδέχετο ανδρείως τους πολέμους των, χωρίς να αποκάμη εις τους ακαταπαύστους πειρασμούς τους οποίους του έκαμναν. Έμεινε δε εκεί έτη πολλά ησυχάζων και προσομιλών μόνος προς μόνον τον Θεόν. Μετά ταύτα ήλθον εις τον Όσιον εξ Μοναχοί, περί των οποίων δεν γνωρίζει τις να είπη από που έμαθον περί του Οσίου, διότι έξω από τον Γέροντα εκείνον, άλλος άνθρωπος δεν εγνώριζε που ησυχάζει, και πάλιν ο Γέρων εκείνος δεν το εφανέρωσεν εις κανένα άνθρωπον, έως ότου είχε τοιαύτην εντολήν από τον Όσιον. Παρεκάλουν δε οι Μοναχοί εκείνοι τον Όσιον, μετά πολλών δακρύων, να τους δεχθή να συγκατοικήσουν με αυτόν. Ο δε Όσιος, βλέπων τον πολύν των πόθον, τους εδέχθη και τους έδωκε τύπους και κανόνας της μοναδικής πολιτείας, πως να πολιτεύωνται. Έχων όμως ο Όσιος προ πολλού σκοπόν να οικοδομήση μικράν Εκκλησίαν του Δεσπότου Χριστού πλησίον εις την θύραν του σπηλαίου και μη δυνάμενος μόνος, χωρίς άλλου τινός βοήθειαν, τότε, ότε εύρε συμβοηθούς τους εξ εκείνους Μοναχούς, ηθέλησε να αρχίση το έργον πλην δεν είχεν έξοδα. Αλλά θεία Προνοία ευρέθη πλουσία τις και ενάρετος γυνή εις την Έφεσον και έδωκετα έξοδα και ούτως ωκοδόμησε τον Ναόν εις το όνομα του Σωτήρος Χριστού. Μετά ταύτα, επειδή επήγαν εκεί και άλλοι εξ αδελφοί και έγιναν δώδεκα, ο δε τόπος ήτο στενός και δεν εχωρούσε να κάμουν ούτε οικίαν, ούτε στέγην, ούτε άλλο τι, αλλ’ έμενον ασκεπείς, ανέβη ο Όσιος με τους αδελφούς επάνω εις την κορυφήν του Γαλλησίου όρους και εκεί ωκοδόμησε Ναόν της Θεοτόκου και κελλία γύρωθεν αρκετά, δια να κατοικήσουν οι αδελφοί· έπειτα έκτισε και ασκητικά κελλία έξω από το Μοναστήριον, μακράν το ένα από το άλλο, δια να δύνανται οι ησυχάζοντες εις αυτά αδελφοί να έχουν καθαράν την ησυχίαν. Ησυχάζων δε ποτέ ο Όσιος εις τι εκ των ρηθέντων κελλίων εν καιρώ θέρους, ότε ήτο καύσων υπερβολικός και ήτο μόνος και αναγινώσκων την έκτην ώραν, εδίψησε τόσον πολύ, ώστε εκινδύνευσεν εις θάνατον· και μη ευρίσκων εκεί νερόν δια να πίη, εξηπλώθη εις την γην λιπόθυμος, έχων τας χείρας του υψωμένας προς τον Θεόν και ζητών εξ αυτού βοήθειαν. Ο δε φιλάνθρωπος Θεός, ο ταχύς εις παρηγορίαν και οξύς εις βοήθειαν, δεν παρείδε τον δούλον του κινδυνεύοντα, αλλ’ ευθύς απέστειλε θείον Άγγελον εις τον μαθητήν του εκεί όπου ευρίσκετο και δίδων εις αυτόν αγγείον γεμάτον ύδωρ, του είπε και έτρεξεν εις το Ασκητήριον και με το νερόν ανεζώωσε τον πνευματικόν του Πατέρα, όστις εκινδύνευεν. Αλλ’ ο εχθρός ημών διάβολος δεν ησύχαζεν, αλλ’ εσχηματίσθη εις όφιν μέγαν και εμβήκεν αίφνης εις τον κόλπον του Αγίου, δια να τον τρομάξη· ο Όσιος, γινώσκων την του σατανά μηχανήν και συνηθισμένος ων να πολεμή με αυτόν, δεν εφοβήθη τελείως, αλλά εποίησε το σημείον του Σταυρού και παρευθύς έγινεν άφαντος ο όφις. Έκτοτε επειδή επλήθυνον οι Μοναχοί και το Μοναστήριον ήτο στενόν και δεν τους εχωρούσεν, διότι, όταν το έκτιζεν ο Όσιος, δεν ενόμιζεν ότι θα συναχθούν τόσον πολλοί, επειδή ήτο ο τόπος σκληρός και άνυδρος, δια τούτο παρεκάλει τον Θεόν ο Όσιος μετά δακρύων πολλάς ημέρας δια να του φανερώση, αν είναι θέλημά Του να οικοδομήση Ναόν και Μοναστήριον μεγαλύτερον, δια να κατοικούν όσοι αδελφοί επήγαιναν και εις ποίον μέρος να τεθώσι τα θεμέλια του Ναού. Όθεν νύκτα τινά, ότε προσηύχετο, ήκουσε φωνήν, ήτις του έλεγε να εξέλθη εκ του κελλίου του και ως εξήλθεν, είδε πύρινον στύλον φθάνοντα έως τον ουρανόν και Αγγέλους του Θεού, οίτινες ανέβαινον από την γην ψάλλοντες μετά πολλού μέλους το «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού» (Ψαλμ. ξζ: 2), και ευθύς εννόησεν, ότι εις την θέσιν εις την οποίαν εφάνη ο στύλος ήτο θέλημα Θεού να κτίση τον Ναόν. Ήρχισε λοιπόν την οικοδομήν μετά μεγίστης προθυμίας και κτίζων Ναόν εκ θεμελίων μεγαλώτατον και ωραιότατον, ωκοδόμησε και Μοναστήριον γύρωθεν του Ναού ωραιότατον. Πάντα δε τα έξοδα της οικοδομής εδαπάνησεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος (1042 – 1054), διότι ενώ ήτο εξωρισμένος από τον βασιλέα Ρωμανόν εις την νήσον Μυτιλήνην, δι’ οπτασίας προείδεν ο Όσιος ότι θα γίνη διάδοχος της βασιλείας των Χριστιανών. Τότε ο θείος Λάζαρος έστειλεν ανθρώπους προς τον Κωνσταντίνον και τον παρηγόρησε δια τας συμφοράς τας οποίας έπασχε, του έδωσε δε και καλάς ελπίδας, ότι αυτός θα διαδεχθή τον βασιλέα Ρωμανόν. Αφού δε παρήλθεν ολίγος καιρός απέθανεν ο Ρωμανός και έγινε βασιλεύς ο Κωνσταντίνος, ως το προείπεν ο Όσιος· τότε έστειλεν εις τον Όσιον πλήθος πολύ αργυρίων και πολλά σκεύη, κειμήλια και αφιερώματα πολύτιμα, δια να ποιήση τελείαν και πληρεστάτην την οικοδομήν του Μοναστηρίου· διότι ο Όσιος δεν είχε ουδέ οβολόν. Με τας βασιλικάς λοιπόν ταύτας δαπάνας ωκοδόμησεν ο Όσιος τον Ναόν της Αναστάσεως, τον οποίον τοιουτοτρόπως επωνόμασε και όλον το μεγαλώτατον εκείνο και περιφανές Μοναστήριον. Και η μεν οικοδομή του Μοναστηρίου ήρχισεν, ως είπομεν, από θείαν οπτασίαν και πάλιν με θείαν Πρόνοιαν ωκονομήθησαν τόσα έξοδα και ετελείωσαν όλα τα χρειαζόμενα του Μοναστηρίου· οι δε Μοναχοί πάντοτε επληθύνοντο, δια την αρετήν του Οσίου, και εις ολίγον καιρόν έγιναν περισσότεροι από τους επτακοσίους, εκ των οποίων ο εις ήτο ο κατά σάρκα αδελφός του θείου Λαζάρου, ο οποίος μαθητευθείς από τον αδελφόν του τα της μοναδικής πολιτείας τόσον πολύ επρόκοψεν, ώστε υπερέβαινεν όλους τους άλλους εις την αρετήν, δεύτερος γενόμενος του αδελφού του· όθεν και μετά τον θάνατον του Οσίου, με την ψήφον όλων των αδελφών έγινε διάδοχος του αδελφού του και Ηγούμενος του Μοναστηρίου. Αφού δε ο Άγιος ετελείωσε το Μοναστήριον, έκτισε και στύλον πλησίον του Ναού εις το όπισθεν μέρος, υψηλόν, ασκεπή, δυσανάβατον και πολύ στενόχωρον, διότι το πλάτος του ήτο τρεις πήχεις μόνον και ανέβη επάνω εις αυτόν, έχων μόνον εν δερμάτινον ένδυμα, την κεφαλήν ασκεπή, τους πόδας ανυποδήτους και βαστάζων βαρέα σίδηρα. Υπέφερε δε ο μακάριος όλα τα δεινά του χειμώνος, βροχάς δυνατάς, χιόνας πολλάς, ψύχος υπερβολικόν και το δριμύ των παγετών, εκ του οποίου εκρυσταλλώνετο σχεδόν ο αοίδιμος· υπέφερε δε και του θέρους την θερμότητα και τοιουτοτρόπως διήγεν ως άσαρκος ο Άγιος. Εγένετο δε ποτέ βροχή τόσον πολλή και δυνατή, ώστε έσυρε και λίθους μεγάλους από την ορμήν των υδάτων και ζώα πολλά εθανάτωσε και τους καρπούς έφθειρεν· όθεν ποιμήν τις αιγών ευρισκόμενος εκεί πλησίον εις το Μοναστήριον, μη υποφέρων την δυνατήν εκείνην βροχήν, έτρεχεν εις το Μοναστήριον δια να σωθή από τον κίνδυνον· και καθώς επλησίασεν εις αυτό και έβλεπεν εις τον στύλον, ζητών από τον Άγιον βοήθειαν, ω! και ποίος να διηγηθή καθώς πρέπει το μεγαλείον των θαυμασίων σου, Χριστέ Σωτήρ! Βλέπει την Υπεραγίαν Θεοτόκον Μαρίαν, ισταμένην εις τον αέρα άνωθεν του στύλου και σκεπάζουσαν και φυλάττουσαν αυτόν από την βροχήν. Το θαυμάσιον τούτο ακούοντες πάντες επίστευον, μόνος δε ο εξουσιαστής της χώρας εκείνης δεν το επίστευεν, εάν δεν το έβλεπεν οφθαλμοφανώς· λοιπόν εις καιρόν δυνατού χειμώνος, βιάζων πολύ εαυτόν, ανέβη με πολύν κόπον εις το Μοναστήριον και πηγαίνων πλησίον εις τον στύλον, βλέπει θαύμα εξαίσιον· διότι το χιόνι όπερ έπιπτεν άνωθεν με ορμήν, όταν επλησίαζεν εις τον στύλον εξέκλινεν από τα δύο μέρη του στύλου και έπιπτεν εις την γην, χωρίς να εγγίση ουδέ νιφάς εντός του στύλου· τούτο το θαύμα βλέπων εκείνος και θαυμάζων πολλά εζητούσε συγχώρησιν από τον Όσιον, δια την απιστίαν την οποίαν είχε πρότερον δι’ αυτό, και λαμβάνων αυτήν επέστρεψεν εις τον οίκον του, κηρύττων εις όλους το θαύμα όπερ είδε, χωρίς να απιστή πλέον εις όσα ελέγοντο δια τον Άγιον. Ο μαθητής του Οσίου επήγε ποτέ εις τι πλησιόχωρον χωρίον δι’ αναγκαίαν υπόθεσιν και πόρνη τις μετέβη κατ’ ιδίαν προς αυτόν και εδοκίμαζε με παντοίους τρόπους να τον σύρη εις πορνείαν και εκείνος (φεύ!) διελογίζετο να πράξη την αμαρτίαν. Αφού δε ητοιμάσθη, ακούει φωνήν του Οσίου, όστις τον απειλούσεν, υπενθυμίζων την αιώνιον κόλασιν την οποίαν έμελλε να λάβη, εάν πράξη την αμαρτίαν· και εξ εκείνης της φωνής τόσον εφοβήθη, ώστε απεστράφη την πόρνην και εσώθη της αμαρτίας· και περί τούτου ο Όσιος δεν ήξευρε τίποτε, πριν να το μάθη από τον μαθητήν του· αλλ’ ο Θεός, ο δοξάζων τους δούλους του, αυτός ήτο όστις αντί του Οσίου Λαζάρου εφώναξεν εις τον μαθητήν και τον ηλευθέρωσεν από την αμαρτίαν, θέλων να θαυμαστώση με τούτο τον Όσιον. Καιρόν τινά κατά τον οποίον είχον πόλεμον οι Χριστιανοί με τους Πέρσας, εις τα στρατιωτικά τάγματα των Χριστιανών ήτο και τις παλαιός φίλος του Οσίου καλούμενος Φιλιππικός· και επειδή ενικήθησαν οι Χριστιανοί εις τον πόλεμον και ηχμαλωτίσθησαν πολλοί εκ των Χριστιανών, ηχμαλωτίσθη και ο Φιλιππικός και εβλήθη εις την φυλακήν σιδηροδέσμιος από τους Πέρσας και εταλαιπωρείτο. Παρεκάλει δε τον Θεόν να αποθάνη, δια να ελευθερωθή από τοιαύτην δυστυχεστάτην ζωήν. Αλλά ευρισκόμενος ο δυστυχής έτη πολλά εις την φυλακήν ουδεμίαν βοήθειαν ελάμβανεν από κανέν μέρος· ενεθυμήθη δε νύκτα τινά τον Όσιον Λάζαρον και τα θαύματα, άτινα έκαμνε, και μετά θερμών δακρύων τον επεκαλέσθη να τον λυτρώση από τα δεσμά και από τας συμφοράς τας οποίας πάσχει. Και ω του θαύματος! το μεσονύκτιον εφάνη εις αυτόν ο Όσιος και μόλις τον ήγγισε τα σίδερα έπεσαν από τους πόδας του και ευθύς τον επρόσταξε να ακολουθή· και τοιουτοτρόπως ομού με αυτόν εξήλθον εις την οδόν βαδίζοντες το υπόλοιπον της νυκτός, περί τα εξημερώματα δε ευρέθησαν αμφότεροι αναβαίνοντες εις τι όρος και παρευθύς έγινε άφαντος ο Όσιος· τότε ελθών εις εαυτόν ο Φιλιππικός εννόησεν ότι το όρος εκείνο ήτο το Γαλλήσιον και εδόξαζε τον Θεόν δια την ελευθερίαν την οποίαν του έδωκε. Μεταβάς δε εις το Μοναστήριον και διηγηθείς το θαυμάσιον ηυχαρίστει πολλά τον Όσιον και δεν ηθέλησε πλέον να υπάγη εις τους συγγενείς του, αλλ’ έμεινεν εκεί και έγινε Μοναχός, διελθών θεαρέστως το υπόλοιπον της ζωής του. Ο οικονόμος του Μοναστηρίου, αντιφερόμενος εις τον Όσιον, έκτιζεν από τα εισοδήματα του Μοναστηρίου άλλο Μοναστήριον εις τόπον όπου έτρεχον πολλά νερά· ο τόπος ήτο χαριέστατος και εύκρατος και ούτε η ψύχρα του χειμώνος τον προσέβαλλεν, ούτε η καύσις του θέρους· και τούτο εποίησε δια να ελκύση τους Μοναχούς με την καλλονήν της τοποθεσίας, να τους λάβη εκεί, θέλων να αποκτήση δόξαν μεγάλην εις εαυτόν και να αφήση έρημον το Μοναστήριον του Αγίου. Τούτο το έργον εποίει κρυφίως ο οικονόμος· αλλ’ επειδή δεν ήτο δυνατόν να κρυφθή από τον Όσιον, αν και ο οικονόμος εποίει παντοίους τρόπους να το κρύψη, το έμαθεν ο Όσιος· όθεν, αφού το έμαθεν, τον εκάλεσε και του είπε με ιλαρότητα να παύση από το τοιούτον έργον και να μη αντιφέρεται εις αυτόν. Αλλ’ ο οικονόμος ουχί μόνον δεν ήθελε να ακούση τον πνευματικόν του Πατέρα, αλλά και λόγους τού είπε σκληρούς και εποίει το έργον με περισσοτέραν προθυμίαν. Επειδή δε ο Όσιος του είπε να παύση και εκ δευτέρου και εκ τρίτου, ο δε οικονόμος δεν ήκουσε, τότε ο Όσιος είπε τούτον τον λόγον μόνον· «Ο Θεός, τέκνον, θέλει φροντίσει να σε διορθώση». Και ευθύς με τον λόγον τού Οσίου τον επαίδευσεν ο Θεός· και πριν υπάγη εις το κελλίον του, βιαίως και ελεεινώς εξέψυξε και εθέρισε της κακής του απειθείας τους χειροτέρους καρπούς· διότι δεν είναι κανέν άλλο πάθος χειρότερον από την παρακοήν, επειδή έχει ακόλουθον τον θάνατον, και τούτου απόδειξις η παρακοή του Αδάμ και της Εύας, ήτις εγέννησε τον θάνατον. Άλλοτε πάλιν οι αδελφοί, οίτινες είχον την φροντίδα των ζώων, επήγαιναν οίνον εις το Μοναστήριον· και όταν έφθασαν εις τι ξενοδοχείον εξεφόρτωσαν τους ημιόνους και εκάθησαν να φάγωσιν· όταν δε ήλθεν η ώρα να πίουν, λαβών εις εξ αυτών το δοχείον δια να πίη, είπε· «Πάτερ, ευλόγησον». Και ω του θαύματος! ήκουσεν ευθύς την φωνήν του Οσίου ειπόντος· «Ο Θεός, τέκνον μου, να σε ευλογήση», και ταύτην την φωνήν ήκουσε και ο έτερος αδελφός, όστις ήτο μαζί του· πηγαίνοντες δε την άλλην ημέραν εις το Μοναστήριον και ξεφορτώνοντες τον οίνον, τους είπεν ο Άγιος να πίουν ολίγον οίνον, δια τον κόπον, λαβών δε πάλιν ο ίδιος το δοχείον να πίη είπε πάλιν εις τον Όσιον· «Πάτερ ευλόγησον», ο δε Όσιος του είπε· «Συ, τέκνον μου, και χθες έλαβες την ευλογίαν, ουχί δε και ο σύντροφός σου»· και παρευθύς ηννόησαν εκείνοι, ότι την φωνήν την οποίαν ήκουσαν την χθεσινήν ημέραν, την είπε τη αληθεία ο Όσιος. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ήσαν όλα γνωστά εις τους ψυχικούς οφθαλμούς του Αγίου και δεν ήτο δι’ αυτόν κανέν απόκρυφον· διότι όσοι έχουσι τους οφθαλμούς της ψυχής των καθαρούς από τα πάθη, βλέπουν απέναντι τον νοητόν ήλιον Χριστόν, και εξ Εκείνου δέχονται την έλλαμψιν των κεκρυμμένων πραγμάτων. Φίλος δε τις αρχαίος του Οσίου έστειλε με τον δούλον του δύο δοχεία γεμάτα οίνον καλόν, ο δε δούλος έκρυψεν εις την οδόν το εν δοχείον, και το έτερον επήγεν εις τον Όσιον, ο οποίος γνωρίζων την κλοπήν του δούλου, του είπε· «Φυλάξου, τέκνον, να μη πλησιάσης πλησίον εις το δοχείον, όπερ έκρυψας εις την οδόν, δια να μη κινδυνεύσης». Αλλ’ εκείνος δεν ήκουσε τον λόγον τού Οσίου και επήγε με χαράν, δια να λάβη το δοχείον εκείνο που έκρυψε, παρευθύς δε εκπηδήσας εκ του δοχείου όφις μέγας, τον κατεδίωκε και εάν δεν επεκαλείτο τον Άγιον δεν θα εσώζετο εκ του κινδύνου. Έγινε ποτέ μεγάλη ανομβρία εις εκείνα τα μέρη και εξηράνθη η γη και αι βρύσεις και οι ποταμοί εξηράνθησαν, και πάντα τα φυόμενα εν τη γη τελείως ηφανίσθησαν, το δε Μοναστήριον του Οσίου εδοκίμαζε την ξηρασίαν ταύτην περισσότερον από τα άλλα μέρη, επειδή ήτο εις την κορυφήν του όρους, ουχί δε μόνον εις καιρούς ανομβρίας, αλλά και εις καιρόν βροχής είναι υστερημένον από τρεχούμενον ύδωρ. Βλέπων δε ο Όσιος ταύτην την ξηρασίαν, δεν είχε ξηρούς τους οφθαλμούς του, αλλ’ έχυνε ποταμηδόν δάκρυα και πολύ ελυπείτο εις την κοινήν συμφοράν· δια τούτο και θερμώς παρεκάλει τον Θεόν να λυπηθή το πλάσμα του και να δροσίση την γην, ήτις εξηράνθη από την ανομβρίαν. Τι δε εποίησεν ο Θεός ο πάντα προς το συμφέρον οικονομών; Ούτε παρέβλεψε τελείως την δέησιν του Αγίου, ούτε πάλιν συγκατένευσεν εις όλην του την παράκλησιν· διότι η παράκλησις του Οσίου ήτο κοινή, δια να βρέξη εις όλα τα μέρη, αλλ’ ο Θεός έβρεξεν εις μόνον το Μοναστήριον, ίσως δια να φέρη εις μετάνοιαν τους αμαρτωλούς με ταύτην την παιδείαν. Αλλά και ο τρόπος της βροχής ήτο πολλά θαυμάσιος· διότι αφού παρήλθεν η νύκτα και ανέτειλεν ο ήλιος, εφάνη αίφνης νέφος, το οποίον επήγεν επάνω του Μοναστηρίου, και έγινε πολλή βροχή, όλα δε τα μέρη όσα ήσαν εκεί γύρωθεν έμειναν ξηρά. Μόνον δε οι Μοναχοί απήλαυσαν ύδωρ και εγέμισαν όλαι των αι στέρναι όσαι ήσαν εκεί, έπειτα δε πάλιν έγινεν αιθρία. Βλέποντες οι πλησιόχωροι το θαύμα τούτο, έδραμον εις τον Όσιον λυπημένοι και τον παρεκάλουν μετά δακρύων να τους συμπονέση εις την συμφοράν των και να παρακαλέση και δι’ αυτούς τον Θεόν δια να τους λυπηθή. Ο δε Όσιος παρεκάλεσε τον Κύριον περισσότερον από πρότερον, και εισήκουσεν ο Κύριος τον δούλον του, και έλυσε και εις αυτούς την ξηρασίαν, απέλαβε δε πάλιν η γη τον στολισμόν της δια μέσου της βροχής. Ο δε Όσιος ουχί μόνον ανεπλήρωσε τότε την έλλειψιν της βροχής με την προσευχήν του, αλλά και την υπερβολήν της βροχής ημπόδισεν άλλοτε με την προσευχήν του. Είχε δε ποτέ το Μοναστήριον έλλειψιν άρτων, και ευλογήσας ο Άγιος τρεις μικρούς άρτους, οίτινες μόνον είχον απομείνει, εχόρτασε δι’ αυτών πλήθος Μοναχών υπέρ τους επτακοσίους· ούτως ήσαν δυνατά εις την καθαράν πίστιν του Οσίου και ουδέν ήτο αδύνατον εις αυτήν. Μετά ταύτα ασθενήσας βαρέως ο Όσιος ανέμενε τον θάνατον μετά χαράς, ων προ πολλού έτοιμος, διότι εποθούσε και αυτός, κατά τον θείον Παύλον, να αποθάνη και να είναι ομού με τον Χριστόν. Ίσταντο δε γύρωθέν του όλον το πλήθος των μαθητών του, κλαίοντες και οδυρόμενοι δια τον θάνατον του πνευματικού Πατρός των, ήσαν δε όλοι έτοιμοι να δώσουν και αυτήν την ζωήν των δια την ζωήν του Πατρός των. Οι δε θρήνοι και οι οδυρμοί, τους οποίους εποίουν, ήθελον παρακινήσει εις δάκρυα και τους πλέον σκληρούς εις την καρδίαν. Δια τούτο και ο θείος αυτών Πατήρ, και με όλον ότι έφθασεν εις τας εσχάτας αναπνοάς, εκινήθη εις δάκρυα και ευσπλαγχνίσθη τα τέκνα του· και λυπούμενος αυτά δια την ορφανίαν των, παρεκάλεσε δι’ αυτά την Μητέρα του Θεού, την συνηθισμένην του αντίληψιν και σκέπην και καταφυγήν του και εδεήθη Αυτής να του χαρίση ακόμη έτη ζωής, ουχί διότι ήτο φιλόζωος, άπαγε! Αλλά διότι εσυμπόνεσε τους πνευματικούς υιούς του. Και ο μεν Όσιος ούτω προσηύχετο. Η δε Μητροπάρθενος Δέσποινα, η γεννήσασα την Αυτοζωήν, η κοινή σωτηρία του ανθρωπίνου γένους, καθώς εφύλαξε τον Όσιον από άλλα δεινά, ούτω και εις το τέλος της ζωής του έγινεν εις αυτόν βοηθός και εμπόδιον του θανάτου, διότι εζήτησεν από τον Υιόν Της, όστις έχει την εξουσίαν της ζωής και του θανάτου, να προσθέση εις την ζωήν τού Οσίου δεκαπέντε έτη ακόμη· διότι ο Όσιος εν εκστάσει γενόμενος, όταν ήτο ασθενής, είδε την Θεοτόκον παρακαλούσαν υπέρ τούτου τον Υιόν Της, το οποίον επληρώθη, διότι παρευθύς ανέλαβεν ο Όσιος, ζήσας ακόμη έτη δεκαπέντε. Αφού έφθασεν εις το δέκατον τέταρτον έτος ο Όσιος, ζων ο αοίδιμος με μεγάλην σκληραγωγίαν και άσκησιν και μεταχειριζόμενος περισσότερον στενοχωρημένην ζωήν, παρά όταν ήτο νέος και δυνατός εις το σώμα, καθόσον άπαξ της εβδομάδος έτρωγε χόρτα ωμά, τοιαύτην σκληραγωγίαν έχων, και μη δυνάμενος πλέον να ίσταται εις τους πόδας του, έθεσε χονδρόν ξύλον εις τον στύλον, δια να κάθεται επάνω εις αυτό και να απλώνη τους πόδας του, διότι ήσαν πληγωμένοι και πρησμένοι. Όθεν ταλαιπωρούμενος ο Όσιος από τοιούτους πόνους και πληγάς ολόκληρον έτος, και γενόμενος πλήρης των κατά Θεόν ημερών, όταν ετελείωσαν τα δεκαπέντε έτη, τα οποία του εχάρισεν ο Θεός δια μεσιτείας της Θεοτόκου, προεγνώρισε θεόθεν το τέλος της ζωής του· και χωρίς να φανερώση τούτο εις κανένα Μοναχόν, δια να μη κλαίουν πάλιν και οδύρωνται, εποίησε διαθήκην με τας χείρας του δι’ όλα τα πράγματα του Μοναστηρίου, και την έθεσεν εις τον κόλπον του· και ούτως απέβαλε το χώμα, την ιλύν και την σάρκα, και χωρισθείς από την κάτω φυλακήν και ταλαιπωρίαν, μετέβη προς τον Θεόν, εν έτει ανγ΄ (1053), πλήρης ημερών γενόμενος. Θαυμαστά δε πράγματα ηκολούθησαν εις την τελευτήν του Οσίου· διότι ευθύς ότε εχωρίσθη από το σώμα η θεία ψυχή του και ανέβη εις τα ουράνια, κατέβη άνωθεν νεφέλη ολόφωτος, ομοία με εκείνην, ήτις εφάνη εις την γέννησίν του, και εφανέρωνε την τελευτήν του παμμάκαρος, καλούσα όλους εις τον στύλον του Οσίου, με το παράδοξον φως όπερ έλαμπεν· εκαλούσεν ακόμη και τον μαθητήν του Αγίου, Γρηγόριον ονόματι, όστις ησύχαζε τότε εις τον ναόν της Θεοτόκου, τον οποίον έκτισεν ο Όσιος δια τους δώδεκα Μοναχούς, ως προείπομεν. Όσοι λοιπόν έβλεπον την νεφέλην, έτρεχον εις τον στύλον και εθεωρούσαν κείμενον νεκρόν το λείψανον του Οσίου και εθρήνουν απαρηγόρητα και ωδύροντο, καλούντες τον Πατέρα, κλαίοντες την ορφανίαν και μη υποφέροντες τον χωρισμόν του, επιθυμούσαν να συναποθάνουν με τον Όσιον. Ελυπούντο δε επί πλέον οι μαθηταί του και διότι ενόμιζον, ότι ετελεύτησε χωρίς να κάμη διαθήκην· όμως περισσότερον από όλους ελυπείτο ο προρρηθείς Γρηγόριος· όθεν δια την μεγάλην οικειότητα, την οποίαν είχεν εις τον Όσιον, είπεν εις αυτόν ως εις ζώντα· «Διατί, Πάτερ, μας ελύπησες απαρηγόρητα; Διατί μας επροξένησες δύο λύπας, τας οποίας δεν δυνάμεθα να υποφέρωμεν; Διατί δεν ηθέλησες να κάμης διαθήκην και να μας παραγγείλης τα δέοντα, αλλά εφύλαξες τον θάνατόν σου αγνώριστον; Δεν μας λυπείσαι τα τέκνα σου; Δεν βλέπεις πως μας κατέστησε το πένθος το ιδικόν σου»; Ταύτα λέγων ο Γρηγόριος εις το λείψανον του Οσίου, ω του θαύματος! ο κείμενος νεκρός και άπνους, ώσπερ ζων και έμπνους και αισθανόμενος ήγειρε την δεξιάν του χείρα και την έβαλεν έσω εις τον κόλπον του και λαμβάνων την διαθήκην την έδωκεν εις χείρας του Γρηγορίου και πάλιν εφάνη νεκρός. Ο δε Γρηγόριος, λαμβάνων την διαθήκην και αναγινώσκων αυτήν με προσοχήν, είδεν, ότι δεν ήτο υπογεγραμμένον εις αυτήν, κατά την συνήθειαν, το όνομα του Αγίου, και πάλιν είπεν εις τον κείμενον νεκρόν· «Ανίσως, Πάτερ, και η υπογραφή του ονόματός σου δεν βεβαιώση όσα έγραψες εις την διαθήκην, ημείς τα τέκνα σου δεν έχομεν να σε ενταφιάσωμεν». Τότε ο Όσιος (ω του φρικτού τεραστίου!) ηγέρθη πάλιν, και έμπροσθεν πάντων εκάθησε και υπέγραψε το όνομά του, και με την υπογραφήν του εβεβαίωσεν όσα είχε γεγραμμένα εις την διαθήκην· έπειτα πάλιν απεκοιμήθη ύπνον γλυκύτατον και αιώνιον. Ενεταφιάσθη δε το ιερόν λείψανον του Οσίου πλησίον εις τον στύλον εκείνον, εις τον οποίον έκαμε τους υπερφυσικούς του αγώνας δια να διαμείνη ο ίδιος τόπος εκείνος και τάφος εν ταυτώ του αγωνιζομένου και μαρτυρία φανερά και απόδειξις του αγώνος. Και λοιπόν εμοιράσθη εις δύο ο Όσιος, και εις μεν τους κάτω και γηϊνους εδόθη το άγιόν του λείψανον, πηγή θαυμάτων ακένωτος, ιατρείον διαφόρων ασθενειών, δαιμόνων φυγαδευτήριον, βλάβης παντοίας ελευθερωτήριον, και πάντων των σωτηρίων καλών πλουσιοπάροχον χαριστήριον· η δε θεία ψυχή του ανήλθεν εις τους ουρανούς, από τους Αγγέλους δορυφορουμένη, ένθα είναι η Εκκλησία των πρωτοτόκων, όπου αι ταξιαρχίαι των Αγγέλων, των Αποστόλων και Προφητών αι χοροστασίαι· τα τάγματα των Μαρτύρων· τα συστήματα των Διδασκάλων· των Ασκητών ο χορός· των Οσίων ο σύλλογος και ο ύμνος ο ακατάπαυστος της Αγίας Τριάδος. Η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου