Τη Β΄ (2α) Νοεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΜΑΡΚΙΑΝΟΥ του εν τη Κύρω.

Μαρκιανός ο Όσιος πατήρ ημών πατρίδα είχε την Κύρον· αφήσας δε την πατρίδα και την περιφάνειαν του γένους του, επήγεν εις το μέσον της ερήμου, και κτίσας εκεί εν κελλίον μικρότατον τόσον όσον να σκεπάζη μόνον το σώμα του, εκλείσθη εντός αυτού ενδυθείς ράσα τρίχινα, όλον δε το φαγητόν του ήτο εκάστην εσπέραν τρεις ουγγίαι (=24 περίπου γραμμάρια) άρτου, έπινε δε τόσον ολίγον ύδωρ, όσον μόνον δια να ζη. Αφού δε επέρασεν ολίγος καιρός απέκτησε δύο μαθητάς, τον Ευσέβιον, όστις έγινε και κληρονόμος της καλύβης του, και τον Αγαπητόν, όστις την αγγελικήν αυτήν πολιτείαν μετεφύτευσεν εις την Απάμειαν.

Έκτισαν δε και αυτοί μικράς καλύβας και ησύχαζον εις αυτάς. Ούτος ο Όσιος, έγκλειστος ων πάντοτε, δεν απέκτησε ποτέ λύχνον, αλλά φως θεϊκόν εφώτιζεν αυτόν κατά τον καιρόν της νυκτός και εδείκνυεν εις αυτόν την σύνθεσιν των γραμμάτων· όθεν έβλεπε και ανεγίνωσκε, διότι είχε μαζί του εν μικρόν Ψαλτήριον προς ανάγνωσιν. Επειδή δε μίαν φοράν εμβήκεν από την πλησίον έρημον μεγαλώτατος δράκων, όστις εφοβέριζεν ότι έχει να προξενήση θάνατον και φθοράν, δια τούτο εταράχθησαν οι Συνασκηταί του· ο δε Άγιος με τον δάκτυλόν του μεν ετύπωσε τον Σταυρόν εις τον δράκοντα, με το στόμα του δε ενεφύσησεν εις αυτόν και, ω του θαύματος! καθώς το άχυρον όσον μείνη εις χωράφιον μετά το θέρος διαλύεται από το πυρ, ούτω και ο δράκων εκείνος ευθύς διερράγη και διελύθη εις πλείστα τεμάχια. Εν μια δε των ημερών επήγεν εις αυτόν ο της Αντιοχείας Επίσκοπος Φλαβιανός και ο της Κύρου Επίσκοπος (ο Θεοδώρητος), και άλλοι τινές Επίσκοποι και ονομαστοί άνδρες και λόγιοι, οίτινες παρεκάλεσαν αυτόν, προτείναντες πολλά ρητά εκ της θείας Γραφής, να εξέλθη από το κελλίον του χάριν της των αδελφών ωφελείας, όμως ο Άγιος ουδέ να ακούση ταύτα υπέφερεν, αλλ’ έμεινεν εις το κελλίον του έγκλειστος. Ούτος επανέφερε πολλούς από διαφόρους αιρέσεις εις την αληθή και Ορθόδοξον πίστιν. Μίαν φοράν η κατά σάρκα αδελφή του Αγίου, λαβούσα από την πόλιν Κύρον φαγητά αρμόδια εις τοιούτον Ασκητήν, συμπαραλαβούσα δε και τον υιόν της, επήγεν εις τον Όσιον. Ο δε Όσιος την μεν αδελφήν δεν ηθέλησε να ίδη, τον δε υιόν της και ανεψιόν του εδέχθη μετά χαράς, χωρίς να λάβη από αυτόν κανέν δώρον. Ο δε ανεψιός του επέμενε παρακαλών αυτόν να δεχθή όσα του έφερεν. Όθεν ηρώτησεν αυτόν ο Όσιος· «Όταν ήρχεσθε προς εμέ, πόσα Μοναστήρια και καλύβας ασκητικάς επεράσατε; Και εις ποίους εδώσατε εκ των δώρων σας»; Ο δε ανεψιός απεκρίθη· «Εις κανένα δεν εδώσαμεν τίποτε». Τότε είπεν ο Όσιος· «Υπάγετε οπίσω έχοντες μεθ’ ημών όσα μοι εφέρατε, επειδή δια την φυσικήν συγγένειαν και όχι δια την αγάπην την προς Θεόν και οικειότητα ταύτα μοι εφέρατε». Ο θαυμάσιος ούτος Μαρκιανός έγινεν εις όλους μέγας και περιβόητος και ποθητός, όχι μόνον εις τους πλησιοχώρους, αλλά και εις τους μακράν κατοικούντας· επειδή δε έμαθεν ότι πολλοί εμάχοντο και εφιλονείκουν δια να λάβωσι το σώμα του αφού αποθάνη, είχον δε ήδη ετοιμάσει και θήκας δια να το βάλωσι και Ναούς ωκοδόμησαν εις το όνομά του, επειδή, λέγω, τούτο έμαθεν ο Όσιος, ώρκισε τον πρώτον του μαθητήν Ευσέβιον να κρύψη μετά θάνατον το σώμα του εις τόπον απόκρυφον, μακράν από την καλύβην του. Ούτω λοιπόν θεαρέστως πολιτευσάμενος απήλθε προς Κύριον. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.   

Δεν υπάρχουν σχόλια: