Τη ΚΔ΄ (24η) Σεπτεμβρίου, μνήμην επιτελούμεν του εξαισίου θαύματος της υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤΟΚΟΥ και ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ,

γεγονότος εν τω πανσέπτω αυτής Ναώ των Μυρτιδίων εν τη νήσω των Κυθήρων, ότε τον παράλυτον ήγειρεν.                                     


Μυρτιδιώτισσα ονομάζεται εικών της Θεοτόκου ευρεθείσα εν Κυθήροις υπό τας εξής περιστάσεις: Εις ταύτην την νήσον, την κοινώς Τσιρίγον ονομαζομένην, υπήρχεν εις παλαιοτέραν εποχήν εις τόπος έρημος, Μυρτίδια καλούμενος, διότι ήτο πλήρης από μυρσίνας, τας κοινάς λεγομένας μυρτιάς, και μόνον προς βοσκήν των ζώων χρήσιμος. Εις αυτόν λοιπόν τον τόπον οδηγηθείς από μίαν θείαν οπτασίαν, την οποίαν είδε καθ’ ύπνον, εις ευλαβής Χριστιανός έχων πολλήν την ευλάβειαν προς την Κυρίαν Θεοτόκον, μετέβη εκεί και ιστάμενος παρετήρει του τόπου την αγριότητα· και ούτω παρατηρών, ήκουσε φωνήν αοράτως, η οποία του έλεγεν· «Εάν ερευνήσης εδώ πλησίον, θα εύρης την Εικόνα μου· διότι είναι καιρός αφ’ ότου ήλθον και ευρίσκομαι εδώ, δια να δώσω εις τούτον τον τόπον την χάριν και βοήθειάν μου».

Ταύτην την φωνήν ακούσας ο ευλαβής εκείνος Χριστιανός, και στρεφόμενος ένθεν κακείθεν δια να ίδη ποίος του ωμίλησεν, ουδένα έβλεπεν· όθεν φοβηθείς εποίησε το σημείον του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, λέγων συγχρόνως· «Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει μοι· και συ Κυρία μου και Δέσποινα, ήτις έχεις πολλήν την παρρησίαν προς τον Μονογενή Σου Υιόν, μη βραδύνης να φανερώσης εις εμέ, εάν είναι θέλημά σου, την σημασίαν της φωνής, την οποίαν ήκουσα». Και ταύτα ειπών προσευχόμενος, ήρχισεν είτα ερευνών εντός του δάσους δια να εύρη το ποθούμενον· και ούτως ερευνών μετά πόθου, βλέπει αίφνης εντός των κλάδων μιάς μυρσίνης (μυρτιάς) μίαν εικόνα της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας· ιδών δε ταύτην έλαβε μεγάλην ψυχικήν χαράν, και εγνώρισεν ότι η φωνή, την οποάν ήκουσεν, ήτο της Υπεραγίας Θεοτόκου, και τον ωδήγησεν εκεί δια να εύρη την αγίαν Εικόνα Της. Πεσών λοιπόν ο ευλαβής και καλός εκείνος Χριστιανός προσεκύνησε μετά δακρύων και ευχαριστιών την θεομητορικήν αγίαν Εικόνα και μετ’ ευλαβείας ησπάσθη αυτήν· ησθάνετο δε και πολλήν ευωδίαν θυμιαμάτων εις τον τόπον εκείνον. Επεδόθη όθεν μετά προθυμίας βοηθούμενος και από την θεομητορικήν δύναμιν εις το να κόπτη τα δένδρα και να καθαρίζη το μέρος εκείνο, κτίσας δε εκεί κατά το δυνατόν εις αυτόν μικρόν Ναόν της Θεοτόκου, έθεσεν εντός αυτού την ρηθείσαν αγίαν Εικόνα, την οποίαν επωνόμασε «ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑΝ», επειδή εύρεν αυτήν εντός των μυρτιών· όθεν και ο τόπος εκείνος ονομάζεται Μυρτίδια δια την αφορμήν του παλαιού εκείνου δάσους των μυρτιών. Έκτισε δε ο καλός εκείνος Χριστιανός και μικρόν κελλίον πλησίον της Εκκλησίας, και γενόμενος Μοναχός κατώκησεν εκεί, υπηρετών εις τον θείον της Θεοτόκου Ναόν και προσκυνών μετά πάσης ευλαβείας την αγίαν και θαυμασίαν Εικόνα Της· αποθανόντος δε αυτού, έμεινεν εκεί ύστερον εις ευλαβής Μοναχός, ονομαζόμενος Λεόντιος, όστις εμεγάλωσε τον Ναόν, κτίσας και κελλία πέριξ αυτού, και ούτω κατέστησεν εκεί τέλειον Μοναστήριον. Έκτοτε ολίγον κατ’ ολίγον επλάτυνεν η φήμη περί της Αγίας ταύτης Εικόνος, και εκ διαφόρων μερών προσήρχοντο ευλαβώς οι Χριστιανοί προς προσκύνησιν Αυτής φέροντες και πολλάς ελεημοσύνας και αφιερώματα, διότι και πολλά θαύματα εγίνοντο εις τους μετά πίστεως προσερχομένους, και ούτως η φήμη και η δόξα της Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης εξηπλώθη συν τη παρόδω του χρόνου εις όλον τον κόσμον. Βραδύτερον εις ευλαβής Χριστιανός, ονομαζόμενος Θεόδωρος Κουμπανιός, έχων ιδιαιτέραν ευλάβειαν εις την θαυμασιωτάτην ταύτην Εικόνα της Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης, εκτός των άλλων λειτουργιών και πανηγύρεων, τας οποίας ετέλει εις το Μοναστήριον αυτό, είχε και ταύτην την καλήν συνήθειαν, και λαμβάνων μεθ’ εαυτού πάντας τους συγγενείς και φίλους του, μετέβαινεν εκεί τεσσαράκοντα ημέρας μετά την εορτήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ήτοι την κδ΄ (24ην) Σεπτεμβρίου, και ετέλει λειτουργίαν και πανήγυριν· έκτοτε δε εσυνηθίσθη η εορτή αύτη να τελήται εις όλην την νήσον των Κυθήρων. Συνέβη όμως μετά παρέλευσιν καιρού να ασθενήση ο ρηθείς Θεόδωρος, κατασταθείς εκ της ασθενείας παράλυτος, κατακείμενος ούτως εις τον κράββατον χρόνους πολλούς. Όμως και καθ’ όλον το διάστημα της δεινής αυτού ασθενείας δεν παρέλειψε την συνηθισμένην του εορτήν και πανήγυριν· αλλ’ αν και λόγω της ασθενείας δεν ηδύνατο και ούτος να μεταβή εις τον Ναόν της Θεοτόκου, έστελλεν όμως πάντοτε τα τέκνα και τους συγγενείς του και ετέλουν ευλαβώς την πανήγυριν, δίδοντες και ελεημοσύνην πλουσιοπάροχον εις το Μοναστήριον· ούτε δε η πίστις και η ευλάβεια αυτού προς την Κυρίαν Θεοτόκον ωλιγόστευσέ ποτε, αλλά και μακρόθεν ευρισκόμενος εις την κλίνην, μετά δακρύων προσηύχετο λέγων· «Κυρία μου Μυρτιδιώτισσα, ελέησόν με τον αμαρτωλόν, συ ήτις είσαι η βοήθεια των αβοηθήτων, η καταφυγή και η επίσκεψις εκείνων, οι οποίοι σε επικαλούνται, η σκέπη και προστασία των παρακαλούντων Σε, βοήθησον καμέ τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου, και αξίωσόν με της ποθουμένης υγείας, δια να έλθω σωματικώς καν τον ερχόμενον χρόνον, πριν τελειώση η ζωή μου, δια να προσκυνήσω την αγίαν Εικόνα σου». Ταύτα και άλλα περισσότερα μετ’ ευλαβείας και δακρύων έλεγε κατ’ έτος ο ασθενής Θεόδωρος, και πάντοτε δοξάζων τον Θεόν ετέλει την συνηθισμένην πανήγυριν. Μετά δε παρέλευσιν αρκετών ετών, ελθούσης πάλιν της πανηγύρεως, αφού ητοιμάσθησαν πάντα τα απαιτούμενα δι’ αυτήν, και επρόκειτο να εκκινήσωσιν, προσκαλέσας ο Θεόδωρος τα τέκνα του, λέγει προς αυτά κλαίων· «Αδελφοί και τέκνα, φίλοι και συγγενείς μου, εγώ βλέπω τον εαυτόν μου εις ταύτην την πολυχρόνιον παράλυσιν, εκ της οποίας επί τόσα έτη δεν δύναμαι να θεραπευθώ· λοιπόν σας παρακαλώ να ετοιμάσητε κράββατον δια να με σηκώσητε και να με φέρετε εις το Μοναστήριον, ίνα ίδω με τους οφθαλμούς μου και προσκυνήσω την αγίαν Εικόνα της Κυρίας μου Μυρτιδιωτίσσης, ίσως ευσπλαγχνισθή και με θεραπεύση τον άθλιον, καθώς ποιεί εις πάντας τους επικαλουμένους αυτήν». Ακούσαντες τα τοιαύτα λυπηρά και πίστεως, ευλαβείας και κατανύξεως γέμοντα λόγια οι παίδες και οι συγγενείς του Θεοδώρου, ητοίμασαν τον κράββατον, τον οποίον άραντες τέσσαρες έφερον τον ασθενούντα εις τον Ναόν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου των Μυρτιδίων και ετοποθέτησαν αυτόν έμπροσθεν της σεβασμίας αυτής Εικόνος, καθώς εζήτησεν. Υψώσας λοιπόν τα όμματα ο Θεόδωρος προς την Εικόνα της Θεοτόκου και κλαίων έλεγε προς αυτήν μετ’ ευλαβείας· «Κυρία μου και Δέσποινα, Βασίλισσα του ουρανού και της γης· Συ είσαι η προφητευθείσα Κόρη, η οποία εγέννησας τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον Μονογενή Υιόν και Λόγον του Θεού του ζώντος και αειπάρθενος έμεινας, και έλαβες τόσην χάριν, ώστε έγινες Μήτηρ του Θεού του Υψίστου, τον Οποίον κρατήσασα ως βρέφος εις τας αγίας αγκάλας σου, έχεις τόσην εξουσίαν και το θέλειν και το δύνασθαι, και δίδεις πάσαν χάριν εις εκείνους όπου σου ζητήσουν, διότι έχεις εις τας χείρας σου την πηγήν και την αιτίαν πασών των χαρίτων. Συ λοιπόν όπου είσαι η βοήθεια των αβοηθήτων, των ορφανών η προστασία, των ασθενών η ιατρεία, των θλιβομένων η παρηγορία, των κινδυνευόντων η σωτηρία, ποίησον έλεος και εις εμέ, μεσίτευσον εις τον πολυεύσπλγχνον μονογενή Σου Υιόν, ίνα ελεήση καμέ τον αμαρτωλόν· και καθώς πολλούς ασθενείς ιάτρευσε, πολλούς νεκρούς ανέστησε και παραλύτους ηνώρθωσε δια μόνου του θεϊκού λόγου του, όταν ήτο εις τον κόσμον, ούτω να κάμη και εις εμέ τον ταπεινόν. Σήμερον οπότε πανηγυρίζομεν οι αμαρτωλοί την τεσσαρακοστήν ημέραν απ΄της αγίας Σου Κοιμήσεως, δείξον τα ελέη Σου, δείξον την δυναστείαν σου εις εμέ, καθώς και εις πολλούς άλλους έδειξας κατά ταύτην την αγίαν ημέραν· πολλά γαρ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου· μη παρίδης τα δάκρυά μου, μη παραβλέψης τους στεναγμούς μου· σπλαγχνίσθητι το βάρος της μακράς μου ασθενείας και τους μεγάλους και ανυποφόρους πόνους μη κωλύσωσι τα από νεότητός μου αμαρτήματα την άπειρόν σου αγαθότητα, αλλά χάρισόν μοι την ζητουμένην και ποθουμένην υγείαν». Οι συναθροισθέντες εις τον Ναόν, ακούοντες τα τοιαύτα παρακλητικά λόγια όπου έλεγε μετά δακρύων ο Θεόδωρος, ελυπήθησαν και έκλαυσαν παρακαλούντες και αυτοί δια την θεραπείαν του· και κατά την τάξιν Ιερείς και λαϊκοί έψαλλον τον Εσπερινόν και τον Όρθρον, την ακολουθίαν δηλαδή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου· καθ’ ην δε ώραν εψάλλοντο οι Κανόνες, εξήλθεν εις εκ της Εκκλησίας δια τινα ανάγκην, και επιστρέψας ούτος μετά βίας, είπε προς τους εντός της Εκκλησίας· «Αδελφοί, ήκουσα πολλού λαού ταραχήν και θόρυβον προς το μέρος της θαλάσσης, ως να έρχωνται προς ημάς». Τούτο ακούσαντες εκείνοι εφοβήθησαν μεγάλως· διότι το Μοναστήριον ευρίσκετο πλησίον της θαλάσσης και ηνωχλείτο συχνά από τους πειρατάς· μάλιστα εκ του μέρους εκείνου εξήρχοντο και έκαμνον πολλάς κλοπάς και αιχμαλωσίας εις τα διάφορα χωρία της νήσου. Εξήλθον και άλλοι της Εκκλησίας δια να βεβαιωθώσι περί των λεγομένων, και επιστρέψαντες είπον, ότι «αυτή η ταραχή ουδέν άλλο εστίν ειμή βαρβάρων επιδρομή ερχομένων δια να μας αιχμαλωτίσωσιν». Όθεν εκ του φόβου των, αφήσαντες την ακολουθίαν και την Εκκλησίαν, έφυγον όλοι εις τα βουνά, και άλλοι εκρύβησαν εις τα δάση δια να προφυλαχθώσιν από τοιούτον κίνδυνον, αν και δεν έβλεπον τίποτε, διότι ήτο ακόμη νυξ. Εκ του φόβου και της βίας αναχωρήσαντες πάντες, εγκατέλειψαν τον παράλυτον Θεόδωρον, ως να μη είχεν ούτος τέκνα και συγγενείς, αλλ’ εβιάζοντο ποίος να φύγη πρότερον χωρίς καν να ειδοποιήσωσιν αυτόν· μείνας δε ούτος ακίνητος ωσεί νεκρός και απηλπισμένος από πάσης ανθρωπίνης βοηθείας ήρχισε προσευχόμενος προς την Θεοτόκον μεγαλοφώνως και μετά δακρύων λέγων· «Ω Παρθενομήτορ Μαρία Θεοτόκε, Δέσποινα του κόσμου και ελπίς εμού του δυστυχούς, ιδού πάντες έφυγον και εμέ αφήκαν μόνον και αβοήθητον· δι’ ο παρακαλώ την αγίαν σου Χάριν να με βοηθήσης και να με σκεπάσης υπό την σκέπην των πτερύγων σου, ίνα διαφύγω τας ασπλάγχνους χείρας των αθέων βαρβάρων». Ταύτα λέγων μετά δακρύων θερμών ο Θεόδωρος, του εφάνη ως να ήκουσε φωνήν λέγουσαν εις αυτόν· «Ανάστα και συ και φύγε»· και ούτως (ω του θαύματος!) ήρχισεν ολίγον κατ’ ολίγον να κινήται ο πριν παράλυτος και ακίνητος, και κατελθών του κραββάτου, εφ’ ου κατέκειτο, ήρχισε να τρέχη δρομαίος φροντίζων να φθάση τους άλλους οίτινες έφευγον, και μένων εκστατικός δια την παράδοξον αυτήν μεταβολήν του εαυτού του και θεραπείαν, του εφαίνετο το πράγμα ως όνειρον. Ενώ δε ταύτα εγίνοντο, έφθασε και η ημέρα, και μη βλέπων τινά ο Θεόδωρος ούτε εκ των βαρβάρων, ούτε εκ των Χριστιανών των ελθόντων εις την Εκκλησίαν, εθαύμαζε βλέπων τον εαυτόν του υγιά ωσεί να μη είχε ποτέ ασθένειαν· κατανοήσας δε τέλος πάντων την θαυμαστήν και απροσδόκητον βοήθειαν και θεραπείαν, την οποίαν η Δέσποινα και Κυρία του κόσμου ενήργησεν εις αυτόν, από την πολλήν του χαράν έλεγεν επί πολλήν ώραν το «Κύριε, ελέησον· δοξάζω σε, Θεέ μου· δοξάζω σε, Παναγία μου· δοξάζω, Κυρία μου, την ελεημοσύνην σου· ευχαριστώ, Μυρτιδιώτισσά μου Κεχαριτωμένη, το όνομά σου το άγιον, δια την μεγάλην και υπερθαύμαστον βοήθειαν, την οποίαν εις εμέ τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου έδωκας, επειδή γνωρίζω τον εαυτόν μου όλον υγιά ο προ ολίγου ασθενής και παράλυτος». Μετά την ευχαριστίαν και δοξολογίαν ταύτην, ήρχισε να φωνάζη τους συγγενείς του λέγων· «Τέκνα μου, συγγενείς μου και φίλοι, αδελφοί Χριστιανοί, έλθετε να ευχαριστήσωμεν την Μυρτιδιώτισσαν και να δοξολογήσωμεν το άγιόν Της όνομα, και να μη φοβήσθε· διότι δεν είναι εδώ εχθροί βάρβαροι, καθώς ενομίσατε· αλλ’ έλθετε ίνα ίδητε το εξαίσιον θαύμα, το οποίον ενήργησεν εις εμέ και να δοξάσωμεν την Χάριν Αυτής». Ακούοντες εκείνοι τας τοιαύτας φωνάς και νομίζοντες, ότι προέρχονται αύται εκ των βαρβάρων, προσποιουμένων δια να εξαπατήσωσιν αυτούς, εκρύπτοντο έτι περισσότερον εις τα βαθύτερα μέρη του δάσους, και άλλοι έφευγον τρέχοντες περισσότερον· ο δε Θεόδωρος μετά μεγαλυτέρας φωνής έλεγεν· «Έλθετε, τέκνα μου», κράζων το καθ’ εν εξ ονόματος, και λέγων· «Εγώ είμαι ο πατήρ σας, όστις ήμην παράλυτος, και η Κυρία μας με ιάτρευσε· πλησιάσατε λοιπόν χωρίς φόβον δια να ευχαριστήσωμεν την Χάριν Της». Ακούσαντές τινες και γνωρίσαντες την φωνήν του, και μη βλέποντες εκτός αυτού έτερόν τινα, επλησίασαν αυτόν τον πρώην παράλυτον και ακίνητον, είτα δε εφώναξαν και τους λοιπούς και συνηθροίσθησαν άπαντες· και βλέποντες τελείως αυτόν υγιά, εξέστησαν και έκραξαν το «Κύριε, ελέησον». Ερωτώντες δε τον ασθενή πως ιατρεύθη, ήκουσαν παρ’ αυτού καταλεπτώς όσα ανωτέρω εγράφησαν. Γνωρίσαντες όθεν πάντες την φανεράν θαυματουργίαν της Θεομήτορος, επέστρεψαν μετά του θεραπευθέντος παραλύτου εις το Μοναστήριον· και τελειώσαντες την ακολουθίαν και την θείαν Λειτουργίαν, έδωκαν δόξαν μετά χαράς μεγάλης εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον, ήτις αν και πολλάκις βραδύνει την βοήθειάν Της, δια να ίδη την υπομονήν του παρακαλούντος, δεν λησμονεί όμως, αλλ’ εις την ώραν, κατά την οποίαν δεν ελπίζει τις, λαμβάνει την ποθουμένην υγείαν. Εώρταζε λοιπόν ο Θεόδωρος ούτος κατ’ έτος την ημέραν ταύτην της θεραπείας του εις όλην του την ζωήν, κάμνων μεγάλην πανήγυριν· και μετά τον θάνατόν του αφήκεν εντολήν εις τα τέκνα του, ίνα τελώσι την εορτήν ταύτην, την οποίαν μέχρι και σήμερον οι απόγονοί του τελούσι κατά το δυνατόν· έκτοτε δε η ευλάβεια των Χριστιανών προς την θείαν ταύτην Εικόνα της Μυρτιδιωτίσσης εξηπλώθη εις όλον τον κόσμον, και εις μνήμην του θαύματος τούτου κατά την ημέραν ταύτην συναθροίζεται πς ο λαός της νήσου των Κυθήρων εις το Μοναστήριον των Μυρτιδίων και τελεί μεγάλην εορτήν και πανήγυριν προς δόξαν της Κυρίας ημών Θεοτόκου της Μυρτιδιωτίσσης, της οποίας να διηγήται τις τα άπειρα θαύματα, άπερ καθ’ εκάστην τελεί εις τους μετά πίστεως προσερχομένους, είναι αδύνατον· αλλ’ όμως ημείς να είπωμεν ολίγα προς δόξαν αυτής και ούτω να καταπαύσωμεν τον λόγον. Μίαν φοράν ήλθον οι βάρβαροι δια θαλάσσης, ίνα λεηλατήσωσι το Μοναστήριον των Μυρτιδίων, και πλησιάσαντες την νύκτα αντικρύ αυτού, είδον πολλάς πυράς πέριξ του Μοναστηρίου· όθεν νομίσαντες ότι τους ηννόησαν οι άνθρωποι της νήσου και κατήλθον εκεί δια να τους πολεμήσωσι, φοβηθέντες μεγάλως οι βάρβαροι επέστρεψαν άπρακτοι και ούτως εσώθη το Μοναστήριον και όλη η νήσος δια της προστασίας της Κυρίας ημών Θεοτόκου. Άλλοτε πάλιν εταξίδευεν εν πλοίον εις την θάλασσαν και εκεί απέναντι ακριβώς του Μοναστηρίου των Μυρτιδίων συνήντησε φοβεράν τρικυμίαν και μέγαν κλύδωνα της θαλάσσης, ώστε εκινδύνευε τούτο να καταποντισθή αύτανδρον. Τότε οι άνθρωποι του πλοίου επεκαλέσθησαν την Κυρίαν Θεοτόκον την Μυρτιδιώτισσαν και τον μέγαν Άγιον Νικόλαον να τους βοηθήσωσιν, όπως διασωθώσιν εκ του κινδύνου, υποσχόμενοι να υπάγωσιν έκαστος εις τον οίκον Της ελεημοσύνην το κατά δύναμιν προς βοήθειαν του Μοναστηρίου, και εν τω άμα έπαυσεν η τρικυμία, και διασωθέντες οι άνθρωποι μετέβησαν άπαντες εις το Μοναστήριον, αποδώσαντες τας ευχαριστίας των εις την Κυρίαν Θεοτόκον και αρκετήν χρηματικήν βοήθειαν, εκ της οποίας εκτίσθη ο Ναός του Αγίου Νικολάου εις τον «μαύρον βράχον», προς ενθύμησιν του θαύματος. Πολλάκις εγένετο εις την νήσον ταύτην των Κυθήρων πείνα μεγάλη, ένεκα της αφορίας της γης και της αστοχίας των καρπών, και δια της προμηθείας της Κυρίας Θεοτόκου, της οποίας την βοήθειαν και αντίληψιν επικαλούνται πάντες, ήρχοντο καρποί εκ μακρινών μερών και εκυβερνάτο ο λαός. Δια τας πολλάς ευεργεσίας και χάριτας, τας οποίας ελάμβανον και λαμβάνουσιν οι Χριστιανοί προστρέχοντες εις την θαυματουργόν Εικόνα της Μυρτιδιωτίσσης, εξ ευγνωμοσύνης προς την Χάριν Αυτής, άλλοι έκτισαν κελλία, άλλοι αφιέρωσαν κτήματα και άλλα πράγματα εις μνημόσυνον αυτών και τοιουτοτρόπως έφθασε το Μοναστήριον εις την οποίαν κατάστασιν και ευπρέπειαν φαίνεται σήμερον. Βλέπων δε ο λαός τα άπειρα θαύματα τα γινόμενα υπό της αγίας ταύτης Εικόνος, εξ ευλαβείας προς αυτήν και δι’ ευχαριστίαν προς την Θεοτόκον, απεφάσισαν ίνα ενδύσωσι την Εικόνα δι’ αργυρού επενδύματος· όθεν έστειλαν εις την Κρήτην την απαιτουμένην ύλην προς κατασκευήν του επενδύματος· ότε δε ητοιμάσθη τούτο, το πλοίον το οποίον έφερεν αυτό προς τα Κύθηρα, έξω του λιμένος της νήσου, του λεγομένου «Καψάλη», υπέστη επίθεσιν εκ μέρους Τουρκικών πλοίων εχόντων σκοπόν ίνα αιχμαλωτίσωσιν αυτό. Τούτο έβλεπον οι Χριστιανοί ιστάμενοι επί της ξηράς, χωρίς βεβαίως να γνωρίζωσιν, ότι εντός του κινδυνεύοντος πλοίου υπήρχεν το επένδυμα της αγίας Εικόνος, και ο διοικητής της νήσου, όστις φωτισθείς ασφαλώς υπό της Κυρίας Θεοτόκου, δια να δώση ολίγον θάρρος, διέταξεν ίνα πυροβολήσωσιν εκ του φρουρίου δια μιας μικράς λουμπάρδας (είδους μικρού πυροβόλου της εποχής εκείνης). Η σφαίρα της μικράς λουμπάρδας εκείνης κατευθυνθείσα υπό αοράτου δυνάμεως έφθασε πλησίον των Τουρκικών πλοίων, τα οποία φοβηθέντα υπεχώρησαν, αφήσαντα το καταδιωκόμενον πλοίον ανενόχλητον δια να εισέλθη εις τον λιμένα· ιδών δε ο διοικητής και οι λοιποί το διάστημα όπερ διήνυσεν η σφαίρα χωρίς το εκπέμψαν αυτήν πυροβόλον όπλον να έχη την προς τούτο απαιτουμένην δύναμιν, ηννόησαν ότι συμβαίνει τι το θαυμαστόν και παράδοξον· διο κατελθόντες εις τον λιμένα και μαθόντες, ότι εντός του πλοίου εκείνου υπήρχε το επένδυμα της αγίας Εικόνος, εχάρησαν χαράν μεγάλην δια την Χάριν Της και το θαύμα όπερ έκαμε, διαφυλάξασα εκ των χειρών των Αγαρηνών το υπό των πιστών προσφερόμενον εις αυτήν δώρον. Και ούτω μετ’ ευχαριστιών μεγάλων επενέδυσαν την θαυματουργόν Εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου Μυρτιδιωτίσσης. Πολλάκις, όταν συμβή ανομβρία, οι κάτοικοι της νήσου ποιούσι λιτανείας δια περιφοράς της αγίας Εικόνος, και ευθύς έρχεται βροχή δροσίζουσα την γην, ήτις δίδει τους καρπούς της προς συντήρησιν των ευλαβών προσκυνητών της Θεοτόκου. Επίσης και όταν επιδημήση λοιμική θανατική νόσος δια λιτανειών και παρακλήσεων προς την Θεοτόκον οι κάτοικοι της νήσου και δια περιφοράς της θαυματουργού Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης αποδιώκουσι το κακόν της νόσου, χωρίς να προξενήση φθοράν εις τους ανθρώπους, όπως συμβαίνει εις άλλας χωρας και επαρχίας· και ταύτα ουχί άπαξ και δις εγένοντο, αλλά πλειστάκις, καθώς και αι προφορικαί παραδόσεις και αι έγγραφοι μαρτυρίαι βεβαιούσιν. Ότε οι Τούρκοι επολέμουν εις την νήσον Κρήτην, ήλθεν ο στόλος αυτών εις τα Κύθηρα, και εξήλθε πλήθος πολύ την νύκτα εις εν χωρίον ονόματι της «Κυράς» εις τον ποταμόν, έχοντες σκοπόν ίνα αιχμαλωτίσωσιν όσους δυνηθώσιν εκ των κατοίκων. Κατ’ οικονομία όμως του Θεού και της Κυρίας Μυρτιδιωτίσσης τους αντελήφθησαν τινες, οίτινες δια φωνών ειδοποίησαν τους κατοίκους· όθεν αι μεν γυναίκες και τα παιδιά εκρύβησαν εις τα δάση, οι δε άνδρες ετοιμασθέντες εξήλθον προς πόλεμον. Οι δε Τούρκοι είχον διαταγήν παρά του πασά των όπως επιστρέψωσιν εις τα πλοία, μόλις ακούσωσι δύο κανονιοβολισμούς. Δεν παρήλθεν όμως ώρα πολλή και ηκούσθησαν οι δύο κανονιοβολισμοί· οι δε Τούρκοι, νομίσαντες ότι είναι το σύνθημα του πασά, επέστρεψαν εις τα πλοία των κατά διαταγήν, χωρίς να προφθάσωσι να βλάψωσι τινά Χριστιανόν εκτός μόνον των όσων έκαυσαν και έκλεψαν. Εθαύμασεν ο πασάς δια το αιφνίδιον της επιστροφής του στρατού του, και ηρώτα να μάθη την αιτίαν· εκείνοι δε εβεβαίωνον, ότι ήκουσαν δύο κανονιοβολισμούς, και δια τούτο επέστρεψαν· αυτός όμως έλεγεν ότι βεβαίως αυτός δεν επυροβόλησε και αδυνατεί να εννοήση πως συνέβη τούτο. Όμως οι Χριστιανοί πάντες ηννόησαν, ότι αι εις είδος κανονιοβολισμών ακουσθείσαι δύο βρονταί εκείναι προήλθον εκ της προστασίας της Θεοτόκου, της οποίας επεκαλέσθησαν την βοήθειαν, ψάλλοντες κατά την ώραν εκείνην μετ’ ευλαβείας παράκλησιν έμπροσθεν της αγίας Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης. Όχι μόνον ταύτα τα θαύματα, αλλά και άλλα πλείστα ετέλεσεν η Κυρία Θεοτόκος, μεταξύ των οποίων είναι και η κατά το έτος αψλβ΄ (1732) θεραπεία του εκ της νήσου ταύτης πλουσίου ετοιμοθανάτου ασθενούς Ιωάννου Καλούτση. Έτι δε και μέχρι σήμερον καθ’ εκάστην τελεί η πανάμωμος Δέσποινα δια της ιεράς Της ταύτης Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης, της οποίας και η θεωρία μόνη φανερώνει την ην έχει μεγάλην χάριν. Και τόση είναι η ευλάβεια των Χριστιανών προς Αυτήν, ώστε εκ των πολλών αφιερωμάτων έχει καταστή ολόχρυσος· και κρέμανται έμπροσθέν της διάφορα χρυσά και αργυρά αφιερώματα υπό διαφόρων θεραπευθέντων ή άλλο τι αίτημα λαβόντων απ΄την θεομητορικήν μεγαλειότητα· και παρ’ όλον ότι η νήσος αύτη είναι πτωχή, η ευλάβεια όμως των κατοίκων αυτής προς την Θεοτόκον είναι πολλή και μεγάλη· δια τούτο και το Μοναστήριον έχουσι πεπροικισμένον δια πολλών και διαφόρων κτημάτων, ευρισκόμενον και τούτο εις τόπον έρημον και ήσυχον και ψυχικής χαράς και αγαλλιάσεως γέμοντα· εκείθεν δε ώσπερ άλλος ήλιος η Πάναγνος Δέσποινα εφαπλοί τας ακτίνας των θαυμάτων Της δια της χαριτοβρύτου αυτής Εικόνος της Μυρτιδιωτίσσης· ης ταις αγίαις πρεσβείαις σωθείημεν άπαντες. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: