«ΔΑΚΡΥΑ ΔΟΣ ΗΜΙΝ Ο ΘΕΟΣ…» -- Τοῦ αειμνήστου Παν. Γκιουλέ

«Ἤθελον δάκρυσιν ἐξαλεῖψαι τῶν ἐμῶν πταισμάτων, Κύριε, τὸ χειρόγραφον, καὶ τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς μου διὰ μετανοίας εὐαρεστῆσαι σοι, ἀλλ᾽ ὁ ἐχθρὸς ἀπατᾶ με, καὶ πολεμεῖ τὴν ψυχήν μου. Κύριε, πρὶν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσον με» (α´ κατανυκτικὸν Στιχηρὸν τοῦ δ´ Ἤχου).

Ὡς παναρμόνιες οὐράνιες Ἀρχαγγελικὲς ὑμνωδίες, ποὺ διασαλπίζουν διαχρονικὰ στὸ πλήρωμα τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, σαλπίσματα μετανοίας, ἀσκήσεως, νήψεως, κατανύξεως καὶ καθάρσεως, ἀντηχοῦν στοὺς κατανυκτικοὺς ἑσπερινοὺς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὰ δακρύρροα τροπάρια καὶ οἱ κατανυκτικοὶ ὕμνοι, οἱ αἶνοι, τὰ ἰδιόμελα καὶ τὰ δοξαστικὰ ἀπὸ τὸ κατανυκτικὸ Τριώδιο, ποὺ καλοῦν τοὺς πιστοὺς σὲ μιὰ ἀλλαγὴ πορείας πλεύσεως. Σὲ μιὰ πορεία σωτηριώδους ματανοίας καὶ ἐπιστροφῆς πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα! Σὲ μιὰ πορεία ἐπιγνώσεως τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Πατρός, «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ…» (Ἐφεσ. δ´, 13), ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν σωτηριώδη συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας καὶ στὴν χαρμολύπη τῆς δακρυρροούσης μετανοίας μας!…
Γιατὶ ἡ βαθεῖα συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητος καὶ τῆς ταπεινώσεως τοῦ τελώνου, τὰ δάκρυα τῆς πόρνης, ἡ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Πατέρα τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, ἡ μετάνοια τοῦ Ληστοῦ καὶ οἱ προβαλλόμενες ψυχικὲς ἀρετὲς τῆς ὑπομονῆς, τῆς καρτερικότητος, τῆς ἀνυποκρίτου καὶ ἐμπράκτου ἀγάπης, τῆς διακρίσεως, τῆς καθαρτικῆς καὶ γνησίας νηστείας, τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τῆς καθαρότητος τῶν λογισμῶν, τῆς σωφροσύνης, τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς συγχωρητικότητος καὶ τῆς κατανύξεως, μὲ τοὺς μυστικοὺς ἀναστεναγμούς, τὰ καυτὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, μὲ τὶς δακρύρροες καὶ ἀδιάλειπτες νοερὲς ἐκζητήσεις τοῦ θείου ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ ζῶντος καὶ μόνου ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἶναι οἱ οὐράνιες καὶ σωτήριες ἐκεῖνες πνευματικὲς ἀρετές, ποὺ ὡς καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνθέτουν τὸ λεγόμενον «χαροποιὸν πένθος» τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος καὶ ζωῆς καὶ συνιστοῦν τὸ σωτηριῶδες ἀσκητικοησυχαστικὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Πατερικῆς παραδόσεως, ποὺ κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο μᾶς προσφέρει «τὴν πρώτη γεύση τῆς αἰσθήσεως τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ, ἥτις καλεῖται πρώτη τάξις τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Πνεύματος. Μηδεὶς πλανήση ἑαυτὸν καὶ φαντασθῆ μαντείας. Ψυχὴ γὰρ μεμιασμένη οὐκ ἀνέρχεται εἰς καθαρὰν βασιλείαν, οὐδὲ συνάπτεται τοῖς πνεύμασι τῶν Ἁγίων. Ξέσον τὸ κάλλος τῆς σωφροσύνης σου ἐν δάκρυσι καὶ νηστείαις καὶ τῇ καθ᾽ ἑαυτὸν ἡσυχία. Θλῖψις μικρὰ διὰ τὸν Θεὸν γινομένη, κρεῖσον ἐστὶ μεγάλου ἔργου, τοῦ ἀθλίπτως τελουμένου. Διότι ἡ ἑκούσιος θλῖψις τὸ δοκίμιον τῆς πίστεως τῇ ἀγάπῃ ἀνατέλλει. Τὸ δὲ ἔργον τῆς ἀντιπαύσεως ἐκ τοῦ κόρου τῆς συνειδήσεως γίνεται. Διὰ τοῦτο ἐν θλίψεσιν ἐδοκιμάσθησαν οἱ Ἅγιοι περὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, καὶ οὐχὶ ἐν ἀνέσει…Σὺ δέ, ὦ ἀγωνιστά, καὶ μιμητὰ τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ, ἐν σεαυτῷ ἀγώνισαι, ἵνα ἀξιωθῆς γεύσασθαι τῆς δόξης αὐτοῦ. Εἴπερ γὰρ συμπάσχομεν καὶ συνδοξαζόμεθα. Οὐ συνδοξάζεται ὁ νοῦς μετὰ τοῦ Ἰησοῦ, ἐὰν μὴ συμπάσχη τὸ σῶμα ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Λοιπὸν ὁ καταφρονῶν τῆς ἀνθρωπίνης δόξης οὗτός ἐστιν ὁ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἀξιούμενος, καὶ δοξάζεται τὸ σῶμα αὐτοῦ μετὰ τῆς ψυχῆς» (Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, ἀσκητικά, λόγος ιστ´). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἄσκησις, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς ἀληθινῆς μετανοίας, εἶναι μητέρα τοῦ ἁγιασμοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον γεννᾶται ἡ πρώτη γεῦσις τῆς αἰσθήσεως τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ αἴσθησις τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πρώτη τάξις τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Γι᾽ αὐτὸ κανεὶς δὲν πρέπει νὰ πλανήση τὸν ἑαυτόν του καὶ νὰ φαντασθῆ ὅτι ἡ πνευματικὴ αἴσθησις τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ, εἶναι προϊὸν καὶ ἐνέργεια μαντικῆς τέχνης. Γιατὶ καμία μεμιασμένη ψυχὴ δὲν ἀνέρχεται στὴν οὐράνια καθαρὴ βασιλεία, οὔτε ἑνώνεται μὲ τὰ καθαρὰ πνεύματα τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Ὅσιος Ἰσαὰκ παραγγέλλει: «Ξέσον τὸ κάλλος τῆς σωφροσύνης σου ἐν δάκρυσι καὶ νηστείαις καὶ τῇ καθ᾽ ἑαυτὸν ἡσυχία». Καθάρισε, δηλαδή, τὸ κάλλος τῆς σωφροσύνης σου μὲ τὰ καυτὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, τῆς καθαρτικῆς νηστείας καὶ ἁγιαζούσης μυστηριακῆς ἐσωτερικῆς ἡσυχίας!… Γιατὶ θλῖψις μικρά, ποὺ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν, εἶναι πιὸ καλύτερη ἀπὸ ἕνα μεγάλο ἔργο, ποὺ γίνεται χωρὶς θλῖψιν. Γιατί, ἡ ἑκούσια θλῖψις, ποὺ δοκιμάζει τὴν πίστιν, μὲ τὴν ἀγάπη ἀνατέλλει. Τὸ δὲ μεγάλο ἔργο τῆς ἀναπαύσεως γίνεται μὲ τὸν κόρον τῆς συνειδήσεως. Γι᾽ αὐτὸ καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι, μὲ θλίψεις ἐδοκιμάσθησαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἄνεση!… Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἀληθινὴ μετάνοια, κατὰ τοὺς Πατέρας, πηγάζει ἀπὸ τὴν ἁγία ταπείνωσιν, τὴν μυστηριακὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία, τὴν ἄσκηση, τὴν νηστεία καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχητικὴ ἐκζήτηση τοῦ θείου ἐλέους, μὲ τοὺς μυστικοὺς ἀναστεναγμοὺς καὶ τὰ θερμὰ δάκρυα, ποὺ ἀναβλύζουν μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς «συντετριμένης καὶ τεταπεινωμένης καρδίας» καὶ ἐξαγνίζουν τὴν ψυχὴ «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκός τε καὶ πνεύματος!…». Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει ὅτι «μετάνοιά ἐστιν οὐχ ἡ τῶν γονάτων κλίσις, ἀλλ᾽ ἡ ἀποχὴ τοῦ κακοῦ καὶ τὸ πονεῖν καὶ θρηνεῖν καὶ δέεσθαι τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ τῆς τῶν προημαρτηκότων ἀφέσεως…». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ γνησιωτέρα ἔκφρασις τῆς μετανοίας εἶναι ὁ πόνος, ὁ κόπος καὶ ὁ ἀκατάπαυστος ἐσωτερικὸς θρῆνος κατενυγμένης καὶ ἀδιαλείπτως προσευχομένης καρδίας τετρωμένης θείου ἔρωτος πρὸς τὸν οὐράνιον νυμφίον καὶ ἀγωνιζομένης νὰ ἐπιτύχη τὴν κάθαρσι καὶ τὴν ἄφεσι τῶν προηγουμένων ἁμαρτημάτων!… Αὐτὸς ὁ ἀκατάπαυστος ἐσωτερικὸς θρῆνος, γεννᾶται μέσα στὴν μυστηριακὴ ἡσυχία τῆς ἀσκητικῆς ἐρήμου. Γιατὶ μόνο μέσα στὴν ἀσκητικὴ ἔρημο γεννῶνται τὰ γνήσια δάκρυα τῆς μετανοίας, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν λυτρωτικὴ κατάνυξι!… Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ πατερικὴ ἀσκητικότης, βρίσκει τὴν πιὸ γνήσια ἔκφρασή της, μέσα στά ἀσκητικοησυχαστικὰ πλαίσια τοῦ ἀνατολικοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ, ποὺ βιώνει τὸ ἀδιάλειπτο ἡσυχαστικὸ πένθος ἐκζητήσεως τοῦ θείου ἐλέους, ποὺ κατὰ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τῆς Κλίμακος, εἶναι ἡ σκυθρωπότης τῆς ψυχῆς, ἡ διάθεσις τῆς πονεμένης καρδίας, ἡ ὁποία πάντοτε «ἐμμανῶς ζητοῦσα» τὸ διψώμενο θεῖον ἔλεος, καὶ ὅσον ἀποτυγχάνει νὰ ἀποκτήση αὐτό, τόσο περισσότερο ἀγωνίζεται μὲ πολλοὺς κόπους, καὶ τρέχει πίσω, ὀδυρομένη γοερῶς!… Γι᾽ αὐτὸ ἔνδακρυς ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀναφωνεῖ: «Πένθος κατὰ Θεόν ἐστι, σκυθρωπότης ψυχῆς, ἐνωδύνου καρδίας διάθεσις, ἀεί τὸ διψώμενον (ἔλεος) ἐμμανῶς ζητοῦσα, καὶ ὄπισθεν τούτου ὀδυνηρῶς ὀλολύζουσα… (Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, λόγος 7ος, στίχος 1ος). Αὐτὴ ὅμως ἡ ἐμμανὴς καὶ δακρύρροος ἐκζήτησις τοῦ χαροποιοῦ πένθους, πρέπει νὰ γίνεται ἀπὸ τοὺς μοναχούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς λαϊκοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν, «πάσῃ ἰσχύει», μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις, γιατὶ ἐκ φύσεως χάνεται πολὺ εὔκολα ἀπὸ τοὺς θορύβους καὶ τὶς φροντίδες τοῦ σώματος καὶ τῶν ἄλλων ἀνέσεων καὶ «μάλιστα πολυλογίας καὶ εὐτραπελίας, ὥσπερ κηρὸς ἀπὸ πυρὸς εὐχερῶς διαλυόμενον…» (στίχος 7ος). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀσφαλέστερος τρόπος διαφυλάξεως τοῦ χαροποιοῦ πένθους, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, εἶναι τὸ δεύτερον βάπτισμα τῆς μετανοίας καὶ τῶν δακρύων, ποὺ ἀναβλύζουν μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς μετανοούσης καρδίας, ἐκ τῆς εὐλογημένης καὶ λυτρωτικῆς κατανύξεως. Γιατὶ κατάνυξις, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, εἶναι ἕνα γλυκὸ κέντημα καὶ πόνος πονεμένης καρδίας τετρωμένης θείου ἔρωτος πρὸς τὸν Οὐράνιον Νυμφίον. Εἶναι «ἀμετεόριστος ὀδύνη ψυχῆς», ποὺ ὀδυνᾶται ἀπὸ τὸν γλυκὸ πόνο τῆς συναισθήσεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τῆς ἁμαρτωλότητός της!… Γι᾽ αὐτὸ φλέγεται ἀπὸ τὴν ἄσβεστη ἐσωτερικὴ φλόγα τῆς θείας ἀγάπης, ἀλλὰ καὶ ταυτόχρονα χαίρεται γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τῆς χαροποιοῦ χάριτος τοῦ Θείου ἐλέους!… Γιατὶ κατάνυξις, κατὰ τοὺς πατέρας, σημαίνη ἐπιστροφὴ στὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεως, ποὺ εἶναι ἡ καρδία. Εἶναι ἡ αὐτοεπίγνωσις τῆς ταυτότητός μας. Εἶναι ἡ αὐτογνωσία, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Θεογνωσία!… Εἶναι ἡ σωτήριος ἐκείνη ἐσωτερικὴ φωνὴ αὐτοσυναισθήσεως καὶ αὐτοεπιγνώσεως τῆς ἀσώτου ζωῆς μας καὶ ποὺ μᾶς φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας: «ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· Πάτερ ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου (Λουκ. ιε´18–19). Ἡ σωτήριος σὐτὴ ἀπόφασις τῆς ἀποδημούσης «εἰς χώραν μακρὰν» ἀσωτευομένης ψυχῆς, νὰ ἐπιστρέψη πάλι πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα της, εἶναι καρπός, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, τοῦ δευτέρου βαπτίσματος τῆς μετανοίας καὶ τῶν δακρύων, ποὺ ἀναβλύζουν μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς κατενυγμένης καρδίας, γιατὶ «μείζων τοῦ βαπτίσματος, μετὰ τὸ βάπτισμα, ἡ τῶν δακρύων πηγὴ καθέστηκεν… κακεῖνο μὲν νήπιοι λαμβάνοντες πάντες ἐμολύναμεν· διὰ τοῦτο δὲ κἀκεῖνο ἀνακαθαίρομεν· ὅ εἰ μὴ ἐκ Θεοῦ φιλανθρώπως ἐδεδώρητο τοῖς ἀνθώποις, σπάνιοι οἱ σωζόμενοι». Γιατὶ οἱ στεναγμοὶ καὶ ἡ κατήφεια, φωνάζουν δυνατὰ πρὸς τὸν Κύριον. Τὰ δάκρυα ὅμως, ποὺ ἀναβλύζουν ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, μεσιτεύουν γιὰ μᾶς. Τὰ δὲ δάκρυα, ποὺ ἀναβλύζουν μέσα ἀπὸ τὴν παναγία ἀγάπη τῆς ψυχῆς μας, φανερώνουν ὅτι ἔγινε δεκτὴ ἡ ἱκεσία μας πρὸς τὸν Θεόν» (Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, λόγος 7ος, στίχοι η´ καὶ θ´). Γιατί, ὅπως ἐξηγεῖ στὸ στίχο ια´ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, ποὺ ἀναβλύζουν μέσα ἀπὸ τὴν παναγία ἀγάπη τῆς ψυχῆς μας, μᾶς φέρνουν τὴν μακαρία χαρμολύπη, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐλογημένη κατάνυξη!… Καὶ γι᾽ αὐτὸ προτρέπει κάθε μοναχό, ποὺ τὸν ἐπεσκέφθη ἡ ὁσία χαρμολύπη τῆς κατανύξεως, νὰ μὴ παύση νὰ τὴν καλλιεργῆ ἀκατάπαυστα, μέχρις ὅτου τὸν ἀνυψώση ἀπὸ τὰ γήϊνα στὰ οὐράνια γιὰ νὰ παρουσιασθῆ καθαρὸς ἐνώπιον τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ὅπως στὴν κτίση, ἄλλα κτίσματα εἶναι αὐτοκίνητα καὶ ἄλλα ἑτεροκίνητα, ἔτσι καὶ ἡ ὁσιακὴ κατάνυξη εἶναι αὐτοκίνητη καὶ ἑτεροκίνητη. Γιατὶ «ὅταν ἡ ψυχὴ καὶ ἡμῶν μὴ σπευσάντων μηδὲ ἐπιτηδευσάντων, δακρυώδης καὶ κάθυγρος καὶ ἠπία γένηται, δράμωμεν· ὁ γὰρ Κύριος ἀκλήτως ἐλήλυθε, σπόγγον ἡμῖν διδοὺς λύπης θεοφιλοῦς, καὶ ὕδωρ ἀναψύξεως δακρύων θεοσεβῶν, πρὸς ἐξάλειψιν τῶν ἐν τῷ χάρτῃ πταισμάτων (τὸ χειρόγραφον τῶν ἁμαρτιῶν). Φύλαξον ταύτην ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, ἄχρις οὗ ὑποχωρήση…». (στίχος κζ´). Γι᾽ αὐτό, κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον, ἡ ὁσιακὴ κατάνυξις εἶναι δῶρον Θεοῦ, ποὺ προσφέρεται στὶς ψυχές, ποὺ ποθοῦν τὰ οὐράνια. Αὐτὰ τὰ οὐράνια πρέπει συνεχῶς νὰ ἐπιζητοῦμε, κράζοντες ἐκ βάθους ψυχῆς: «Κύριε δὸς ἡμῖν κατανύξεως πόθον» καὶ «δακρυὰ δὸς ἡμῖν ὁ Θεός, ὡς ποτὲ τῇ γυναικὶ τῇ ἁμαρτωλῷ καὶ ἀξίωσον ἡμᾶς βρέχειν τοὺς πόδας σου…» (γ´ κατανυκτικὸ Στιχηρὸ Τριωδίου), ὡς καὶ τὸ «κριτὰ δικαιότατε, δάκρυα οὖν ἡμῖν δώρησαι, δι᾽ ὧν εὕρωμεν τὴν ἄφεσιν…» (α´κατανυκτικὸ Στιχηρὸ τριωδίου, β´ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν), Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: