Πολύκαρπος ο ένδοξος Ιερομάρτυς του Χριστού ήτο γέννημα και θρέμμα της
πόλεως Εφέσου, εις την οποίαν εγεννήθη περί το έτος ξη΄ (68) μ.Χ. Οι γονείς του
ήσαν πλουσιώτατοι, αλλ’ ευσεβείς και ελεήμονες· ο πατήρ του ωνομάζετο
Παγκράτιος και η μήτηρ του Θεοδώρα. Τούτους διέβαλον εις τον εξουσιαστήν της
Εφέσου Μαρκίωνα, ότι ήσαν Χριστιανοί· όθεν έστειλεν εκείνος στρατιώτας, οίτινες
τους παρουσίασαν έμπροσθέν του, ήτο δε τότε η Θεοδώρα έγκυος εις τούτον τον
Άγιον. Λέγει δε τότε προς αυτούς ο Μαρκίων· «Διατί δεν υπακούετε σεις εις τους
βασιλικούς ορισμούς, αλλά καταφρονείτε τους μεγάλους θεούς και προσκυνείτε τον
Χριστόν»;
Οι γονείς του Αγίου απεκρίθησαν, χωρίς καθόλου να δειλιάσουν· «Ημείς, ω εξουσιαστά, εδιδάχθημεν από τους Αποστόλους του Κυρίου μας να πιστεύωμεν και να προσκυνούμεν τον αληθινόν Θεόν, τον Ποιητήν του ουρανού και της γης, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις του οποίου το όνομα εβαπτίσθημεν και αυτόν ομολογούμεν και κηρύττομεν· τα δε άψυχα και αναίσθητα είδωλα, τα οποία έχετε σεις δια θεούς, ημείς τα αποστρεφόμεθα και τα εξουθενούμεν». Ταύτα ακούσας ο εξουσιαστής και θυμωθείς σφόδρα επρόσταξε τους στρατιώτας να ρίψωσιν αυτούς κατά γης και να τους δείρωσι δυνατά· τούτου δε γενομένου τους έβαλον εις την φυλακήν όπου έμειναν καιρόν πολύν ανεπιμέλητοι από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν, ταλαιπωρούμενοι με πείναν και δίψαν και κάθε άλλην κακοπάθειαν, εντός δε της φυλακής εγέννησεν η μακαρία Θεοδώρα τον Άγιον. Ο δε Πανάγαθος Θεός, όστις γινώσκει τα πάντα προτού να γίνουν, προβλέπων, ότι ο εξουσιαστής μέλλει να ζητήση το βρέφος, δια να το αναθρέψη και να το διδάξη την ιδικήν του πλάνην, εξαπέστειλε τον Άγγελον αυτού εις την φυλακήν και πρώτον μεν εθεράπευσε τους γονείς του βρέφους εκ των πληγών, τας οποίας είχον από τους δαρμούς, κατόπιν δε τους ενεδυνάμωσε και προείπεν εις αυτούς, ότι ο εξουσιαστής μέλλει να τους θανατώση και να μη δειλιάσωσι τον υπέρ Χριστού θάνατον, διότι θέλουν στεφανωθή με τον στέφανον του Μαρτυρίου και να κληρονομήσωσι την ουράνιον Βασιλείαν. Έπειτα παραλαβών το βρέφος το επήγεν εις γυναίκα τινά χήραν πλουσιωτάτην και Χριστιανήν, παραγγείλας εις αυτήν να το βαπτίση, να το αναθρέψη με κάθε επιμέλειαν και να μη το ομολογήση εις ουδένα. Ταύτα δε ειπών έγινεν άφαντος. Ο δε παράνομος Μαρκίων, ζητών το βρέφος, ηρεύνα με πολλήν επιμονήν ημέρας πολλάς, αλλά μη ευρίσκων αυτό, ήναψεν όλος από θυμόν και εβασάνιζε σκληρώς τους γονείς του Αγίου. Τέλος πάντων, βλέπων το αμετάθετον της γνώμης των, ότι κατ’ ουδένα τρόπον δεν ηρνούντο τον Χριστόν, τους απεφάσισεν εις θάνατον. Όθεν παραλαβόντες τους Αγίους οι στρατιώται τους ωδήγησαν έξω της Εφέσου επάνω εις εν ύψωμα και εκεί τους απεκεφάλισαν, άφησαν δε εκεί τα λείψανά των να τα φάγουν τα θηρία· αλλά ματαίως εκοπίαζεν ο αλιτήριος Μαρκίων, διότι κανέν θηρίον δεν επλησίασεν εις τα τίμια λείψανα των Αγίων Μαρτύρων· μετά δε ταύτα επήγαν κρυφίως οι Χριστιανοί και τα ενεταφίασαν μετ’ ευλαβείας, ως έπρεπεν. Η δε ευσεβεστάτη εκείνη χήρα, εις την οποίαν ωδήγησε το βρέφος ο Άγγελος, το εβάπτισε και το ωνόμασε Παγκράτιον, εις το όνομα του πατρός του, το ανέτρεφε δε ως γνήσιον τέκνον της. Όταν ήλθε τούτο εις ηλικίαν δεκτικήν μαθημάτων, το έβαλεν εις το σχολείον, όπου εις ολίγον καιρόν έμαθεν όλην την Εκκλησιαστικήν Ακολουθίαν· επειδή δε είχεν εξ αρχής φρονήματα γέροντος δεν κατεγίνετο εις παιδαριώδη καμώματα, ωσάν τα άλλα παιδία, αλλά συνανεστρέφετο με σοφούς και εναρέτους άνδρας, γινόμενος ακροατής όλων των καλών και ψυχωφελών διδαγμάτων αυτών και εμιμείτο τα ένθεα παραδείγματά των, ως υιός δε Μαρτύρων εσπούδαζε με όλην την προθυμίαν να τους μιμηθή, κατά το δυνατόν, εις την αγάπην του Θεού και κατόπιν εις όλας τας αρετάς· ηγωνίζετο δε να έχη αγάπην με όλους, ταπείνωσιν, ιλαρότητα, εγκράτειαν, σωφροσύνην και κάθε είδους αρετήν, αγαπών εξόχως την ελεημοσύνην· δια τούτο ωνομάσθη Πολύκαρπος. Και ακούσατε να θαυμάσητε. Η θεοφιλής εκείνη γυνή, η οποία τον ανέθρεψεν, ήτο πολύ πλουσία, ως είπομεν, είχε δε μεταξύ των άλλων πολλάς αποθήκας γεμάτας από σιτάρι και κάθε είδους καρπόν της γης, διότι είχε πολλά υποστατικά. Ως ελεήμων δε που ήτο ο μακάριος Παγκράτιος και πολύ συμπαθητικός, έδιδε πλουσιοπάροχα εις τους πτωχούς, κρυφίως από την ψυχομητέρα του, έως ότου άδειασεν όλας τας αποθήκας. Εν μιά δεμιαν ημερών επήγεν η μήτηρ αυτού να βγάλη σιτάρι· και ευρίσκουσα κενάς τας αποθήκας εθαύμασεν, ηννόησεν όμως ότι ο Παγκράτιος τας εξεκένωσε, διότι εγνώριζε την αγαθήν του προαίρεσιν, ως και την ευσπλαγχνίαν την οποίαν είχε δια τους πτωχούς. Εν τούτοις έστρεψε και τον εκοίτταξε με άγριον βλέμμα, αυτός δε, με χαροποιόν πρόσωπον, είπε προς αυτήν· «Ας υπάγωμεν, κυρία, μαζί εις τας αποθήκας δια να ίδωμεν». Δεν ηθέλησεν όμως να υπάγη εκείνη, επειδή προ ολίγου τας είδε κενάς. Τότε επήγε μόνος ο Άγιος, έκαμε προσευχήν εις τον πολυεύσπλαγχνον Θεόν και, ω του θαύματος! παρευθύς εγέμισαν όλαι αι αποθήκαι από όλους τους καρπούς. Προσκαλέσας όθεν την μητέρα του, της είπε μετά χαράς· «Έλα, κυρία μου, εις τας αποθήκας, δια να ιδής την δύναμιν και την Χάριν του Θεού». Καθώς δε επήγεν η γυνή και είδε τας αποθήκας γεμάτας από καρπούς και όλα τα δοχεία γεμάτα από έλαιον και οίνον, εδόξασε μεγαλοφώνως τον πλουσιόδωρον Θεόν και καταφιλούσα τον ευλογημένον Παγκράτιον, του είπε· «Τέκνον μου αγαπητόν, από της σήμερον δίδε όσον θέλεις εις τους πτωχούς και πλέον δεν θέλω σε ονομάζει Παγκράτιον, αλλά Πολύκαρπον». Ούτως επεκράτησε το όνομα αυτό εις τον Άγιον. Έχων λοιπόν την άδειαν ο μακάριος, εμοίραζε πλουσιοπάροχα εις τους έχοντας ανάγκην τους καρπούς, αι δε αποθήκαι, θείω ελέει, δεν εξεκενούντο ποτέ· διότι ο Θεός, βλέπων την αγαθήν γνώμην του Αγίου, επλήθυνε τους καρπούς. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ενέσκηψε πείνα μεγάλη εις την χώραν της Εφέσου. Τότε ο αξιομακάριστος Πολύκαρπος έδειξε την μεγάλην του ευσπλαγχνίαν και συμπάθειαν, όχι μόνον εις τους πτωχούς, αλλά και εις τους πλουσίους· διότι πολλοί, αν και είχον πλούτον πολύν, μη ευρίσκοντες όμως να αγοράσουν τα προς συντήρησιν εκινδύνευον από την πείναν· εις τούτους έδιδε πλουσιοπαρόχως ο Άγιος· και γενικώς, όλοι όσοι είχον στενοχωρίαν έλεγον· «Ας υπάγωμεν εις τον ελεήμονα Πολύκαρπον». Όθεν προσέτρεχον εις αυτόν καθ’ εκάστην ημέραν πλήθος πτωχών και πλουσίων και δεν εδίωκε ποτέ κανένα με τας χείρας κενάς, αλλά όλους τους εδέχετο με πολλήν ευσπλαγχνίαν, ευεργετών ένα έκαστον κατά την ανάγκην του. Όταν ο Άγιος έγινεν είκοσι πέντε ετών, ήκουσεν ότι ο Ιωάννης ο Θεολόγος εκήρυττε το Ευαγγέλιον εις τα άλλα μέρη της Ασίας και έχων πόθον πολύν να τον απολαύση, έλαβε την άδειαν και την ευχήν της μητρός του και επήγεν εις τον θείον Ιωάννην, μαζί με τον οποίον ήτο και ο θεοφόρος Ιγνάτιος και ο μακάριος Βουκόλος. Τούτον ηκολούθησε και ο ευλογημένος Πολύκαρπος και περιπατών μαζί των από τόπου εις τόπον και από χώρας εις χώραν, εδοκίμαζε μεγάλας κακοπαθείας, υποφέρων πείναν, δίψαν, γυμνότητα και κάθε άλλην στενοχωρίαν δια να κηρύττη τον λόγον του Χριστού, ως άλλος Απόστολος. Αφ’ ου παρήλθεν αρκετός καιρός, ήλθεν ορισμός από τον βασιλέα της Ρώμης Δομετιανόν να εξορισθή ο θείος Ιωάννης ο Θεολόγος εις την νήσον Πάτμον, επειδή ηκούσθη, ότι μετέστρεφε τους ειδωλολάτρας εις την πίστιν του Χριστού. Όταν δε επρόκειτο να υπάγη εις την εξορίαν, εχειροτόνησε τον μακάριον Βουκόλον Αρχιερέα της Σμύρνης, του έδωκε δε και τον Άγιον Πολύκαρπον να τον έχη συνοδείαν. Ούτως, αποχαιρετήσας αυτούς ο Απόστολος, επήρε μαζί του τον Πρόχωρον και επήγεν εις την Πάτμον. Ελθόντες λοιπόν εις την Σμύρνην ο Άγιος Βουκόλος μαζί με τον ιερόν Πολύκαρπον, τον εχειροτόνησεν Ιερέα, με όλον όπου δεν ήθελε κατ’ ουδένα τρόπον, προφασιζόμενος ότι δεν είναι άξιος· αλλ’ ο μακάριος Βουκόλος, βλέπων τας αρετάς του και τα θεία του κατορθώματα, τον ανεβίβασεν ακόμη και εις το αξίωμα του ορφανοτρόφου· τόσον δε ταπεινόφρων ήτο ο μακάριος, ώστε δεν ηθέλησε ποτέ καμμίαν προτίμησιν, ούτε εις τας συνάξεις των Ιερέων εκάθητο κατά την τάξιν του, αλλά πάντοτε εκάθητο κατώτερα απ’ όλους, ωσάν εις ταπεινός άνθρωπος. Βλέπων όμως ο Θεός την πολλήν του ταπείνωσιν, τον ύψωσε και τον εδόξασε, καθώς επαγγέλλεται· διότι, προγνωρίσας ο μακάριος Βουκόλος τον θάνατόν του, εσύναξεν όλους τους Επισκόπους της επαρχίας, όλον τον Κλήρον και πάντας τους Χριστιανούς και εφανέρωσε τον θάνατόν του, ειπών ότι εξέλεξε διάδοχόν του τον Άγιον Πολύκαρπον. Τούτον εδέχθησαν μετά μεγάλης χαράς οι Επίσκοποι, οι Κληρικοί και όλος ο λαός, εχειροτονήθη λοιπόν παρά την θέλησίν του ο Ιερός Πολύκαρπος Αρχιερεύς της Σμύρνης. Λαβών λοιπόν ο Άγιος το μέγα τούτο και πολύτιμον φορτίον της Αρχιερωσύνης, εποίμαινε τα λογικά του Χριστού πρόβατα με πολλήν επιμέλειαν εις νομάς σωτηρίους των θείων εντολών, διδάσκων καθ’ εκάστην τον λόγον του Ευαγγελίου και τύπος γινόμενος δια των έργων παντός αγαθού. Δεν έπαυε δε νύκτα και ημέραν να επισκέπτεται το ποίμνιόν του· εδυνάμωνε τους αδυνάτους, παρηγορούσε τους τεθλιμμένους, εθεράπευε τους ασθενούντας, εκυβέρνα τα ορφανά, ελεούσε τους πτωχούς και εβοηθούσε όλους τους Χριστιανούς κατά την ανάγκην εκάστου. Επεμελείτο δε ιδίως πολύ, κρυφά ή φανερά, ως ηδύνατο, τους Μάρτυρας τους οποίους εβασάνιζαν εκείνον τον καιρόν οι τύραννοι, στερεώνων τούτους εις την πίστιν του Χριστού και δια να είπωμεν εν συντομία πρεπόντως ωνομάσθη Πολύκαρπος, διότι δεν έλειψε ποτέ από αυτόν ο ένθεος καρπός, αλλ’ ήτο ως θαυμάσιος λιμήν αχείμαστος δι’ όλους και μέγα καταφύγιον, όχι δε μόνον εις τους Χριστιανούς, αλλά και εις τους ειδωλολάτρας, τους οποίους ακαταπαύστως εδίδασκε, χωρίς καμμίαν δειλίαν, χωρίς κανένα φόβον, επιστρέφων πολλούς εις την πίστιν του Χριστού. Ετέλει δε και άπειρα θαύματα καθ’ εκάστην, από τα οποία θέλομεν διηγηθή ολίγα τινά εις πίστωσιν των πολλών. Και ακούσατε. Καιρόν τινά εξερράγη μεγάλη και φοβερά πυρκαϊά εις την Σμύρνην, και εκαίοντο όχι μόνον μέσα εις την πόλιν σπίτια και άνθρωποι, αλλά ακόμη και έξω εις τους αγρούς, εις τα σπαρτά, αμπέλια, δένδρα και ζώα, εκράτησε δε το κακόν αυτό επτά ημερονύκτια. Οι δε ανόητοι και εσκοτισμένοι ειδωλολάτραι επεκαλούντο εις βοήθειαν τους θεούς των, αλλά ματαίως εκοπίαζαν οι ταλαίπωροι· διότι όσον εκείνοι παρεκάλουν τα είδωλα, τόσον ο Θεός ωργίζετο εναντίον των και ηύξανε το πυρ περισσότερον. Όθεν οι Χριστιανοί προσέδραμον εις τον Άγιον, παρακαλούντες αυτόν να κάμη προσευχήν προς τον Κύριον δια να καταπαύση το πυρ. Ευσπλαγχνισθείς όθεν ο Άγιος έκαμε δέησιν εις τον Θεόν, δι’ ό,τι του εζήτησαν, έπειτα, ελέγχων τους ειδωλολάτρας, ότι αυτά τα κακά προέρχονται από την ασέβειάν των, με το να μη πιστεύουν εις τον αληθινόν Θεόν, εστράφη προς το πυρ και είπεν· «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίον εγώ ο ανάξιος λατρεύω και προσκυνώ, σε προστάζω να παύσης ευθύς την ώραν ταύτην και να σβεσθής εντελώς». Και, ω του παραδόξου θαύματος! παρευθύς εσβέσθη τελείως το φοβερόν εκείνο πυρ και ηφανίσθη· οι δε παρεστώτες θαυμάσαντες εφώναξαν μεγαλοφώνως· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Τότε πολλοί ειδωλολάτραι επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών. Εις δε από τους ειδωλολάτρας, άρχων μέγας, ονόματι Πετρώνιος, παρακινηθείς από τον πατέρα του διάβολον, όστις φθονεί πάντοτε το καλόν, έλεγε λόγια βλάσφημα κατά της Πίστεως των Χριστιανών και κατά του Αγίου. Παρευθύς δε εδαιμονίσθη ούτος και έπεσε κατά γης κυλιόμενος, αφρίζων και σπαράττων. Βλέποντες δε αυτόν τινές Χριστιανοί τον ελυπήθησαν και παρεκάλεσαν τον Άγιον να τον ιατρεύση· ούτος δε μιμούμενος τον Δεσπότην Χριστόν, ηυσπλαγχνίσθη αυτόν και τον εθεράπευσε διπλήν θεραπείαν, διότι επιτιμών το πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα, το εδίωξεν από τον Πετρώνιον, εκείνον δε εφώτισε κατά την ψυχήν, ώστε να γνωρίση την δύναμιν την οποίαν έχουν οι δούλοι του Χριστού, εκ της ευεργεσίας την οποίαν έλαβε. Τότε επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη μαζί με όλους τους ανθρώπους της οικίας του. Μετά τέσσαρας χρόνους από της πυρκαϊάς, περί της οποίας είπομεν, ηκολούθησε μεγάλη ανομβρία εις όλην την περιοχήν της Σμύρνης, ούτως ώστε εκινδύνευαν να αφανισθώσιν όλοι οι καρποί της γης, ευρίσκοντο δε οι άνθρωποι εις μεγάλην λύπην. Όθεν οι Χριστιανοί προσέτρεξαν πάλιν εις τον Άγιον και τον παρεκάλεσαν να τους βοηθήση. Ο δε Άγιος έκαμε τότε δέησιν προς Κύριον και, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! έβρεξε τόση βροχή, ώστε εδρόσισεν όλους τους καρπούς· έλαβον όθεν μεγάλην παρηγορίαν οι άνθρωποι, δοξάζοντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τον Άγιον. Αλλ’ επειδή δεν έπαυε και έβρεχεν ακαταπαύστως, πάλιν ο Άγιος με την προσευχήν του την κατέπαυσε. Από ταύτα τα ολίγα θαύματα του Αγίου, τα οποία διηγήθημεν, ας γνωρίση πας τις πόσην παρρησίαν είχεν εις τον Θεόν, διότι αρκετά είναι αυτά να φανερώσουν την αγιότητά του. Ας έλθωμεν λοιπόν εις το προκείμενον του λόγου, να διηγηθώμεν με βραχυλογίαν και το ένδοξον αυτού Μαρτύριον. Όταν εβασίλευεν εις την Ρώμην ο Αντωνίνος, εκινήθη μέγας διωγμός κατά της πίστεως του Χριστού, όλοι δε οι κατά πόλεις εξουσιασταί εβασάνιζαν ανηλεώς τους Χριστιανούς. Όθεν και ο εξουσιαστής της Σμύρνης έπραττε τα ίδια, τιμωρών απανθρώπως έως θανάτου όποιον Χριστιανόν εύρισκεν. Ήλθε δε εις τόσην μανίαν ο επάρατος, ώστε απεφάσισε να ζητήση και τον Άγιον Πολύκαρπον, ως Αρχιερέα των Χριστιανών. Τούτο ακούσας ο θείος Πολύκαρπος ουδόλως εταράχθη και ήθελε να μείνη εις την πόλιν. Οι Χριστιανοί όμως, θέλοντες να μη υστερηθούν τοιούτον άγιον ποιμένα, τον κατέπεισαν δια παντοίων τρόπον να αναχωρήση από την Σμύρνην. Ούτως ο Άγιος, αν και επόθει το Μαρτύριον, εν τούτοις αποβλέπων περισσότερον εις το συμφέρον των άλλων, κατά την εντολήν του θείου Αποστόλου Παύλου και όχι μόνον εις το ιδικόν του, ανεχώρησεν από την Σμύρνην και επήγεν εις εν χωρίον όχι μακράν από την πόλιν και εκεί διέτριβεν, ουδέν έτερον ποιών παρά προσευχόμενος νύκτα και ημέραν δι’ όλους τους Χριστιανούς και δι’ όλας τας Εκκλησίας του Χριστού, τας καθ’ άπασαν την οικουμένην ευρισκομένας. Ημέραν δε τινά, τρεις ημέρας προτού συλληφθή, προσευχόμενος εκοιμήθη μετά την προσευχήν του· και τότε είδεν εν οράματι, ότι επήρε φωτιάν το προσκεφάλαιόν του και εκάη. Εξυπνήσας δε είπε προφητικώς εις εκείνους, οι οποίοι ήσαν μαζί του, ότι πρόκειται να μεταλλάξη την παρούσαν ζωήν δια του πυρός χάριν της αγάπης του Χριστού. Επειδή δε οι υπηρέται του εξουσιαστού ανεζήτουν αυτόν με κάθε επιμέλειαν, εβιάσθη πάλιν από την αγάπην των αδελφών και επήγεν εις άλλο χωρίον· την ώραν όμως κατά την οποίαν ανεχώρησεν ο Άγιος έφθασαν οι στρατιώται, οι οποίοι τον εζήτουν, και μη ευρόντες αυτόν εκεί, συνέλαβον δύο παιδία και τα εβασάνιζαν δια να φανερώσουν που ευρίσκετο ο Άγιος· μη υποφέρον δε το εν παιδίον τα βάσανα, τον εφανέρωσε. Λαβόντες λοιπόν οι στρατιώται το παιδίον εκείνο, επήγαν το βράδυ εις το άλλο χωρίον και τον εύρον την ώραν κατά την οποίαν έπεσε να κοιμηθή επάνω εις ένα ανώγειον υψηλόν, από το οποίον ηδύνατο να υπάγη εις άλλο σπίτι· αλλά δεν ηθέλησε λέγων· «Ας γίνη το θέλημα του Κυρίου». Ευθύς λοιπόν κατήλθεν από το ανώγειον και εδέχθη τους στρατιώτας με ιλαρόν και χαρούμενον πρόσωπον, ώστε εθαύμασαν εκείνοι την μεγαλοψυχίαν και αφοβίαν του. Ο δε Άγιος επρόσταξε να ετοιμάσουν τράπεζαν και να τους βάλουν να φάγουν και να πίουν, τους εζήτησε δε να του δώσουν καιρόν δια να προσευχηθή. Λαβών λοιπόν την άδειαν ο Άγιος από τους στρατιώτας προσηυχήθη ώραν ικανήν. Έπειτα, φέροντες ονάριον, τον ανεβίβασαν επ’ αυτού και τον έφεραν εις την πόλιν. Επήγαινε δε ο Άγιος προθύμως εις το κριτήριον, και όταν εισήρχετο εις αυτό ήλθεν εξ ουρανού φωνή, ήτις έλεγεν· «Ίσχυε, Πολύκαρπε, και ανδρίζου». Ταύτην την φωνήν πολλοί Χριστιανοί ήκουσαν, ουδείς όμως είδεν εκείνον όστις την είπεν. Ερωτήσας λοιπόν ο εξουσιαστής, αν είναι αυτός ο Πολύκαρπος και ομολογήσας ο Άγιος ότι αυτός ο ίδιος είναι, είπε προς αυτόν να αρνηθή τον Χριστόν και να τον βλασφημήση· ο δε Άγιος απήντησεν· «Έχω ογδοήκοντα εξ χρόνους όπου τον δουλεύω, και κανένα κακόν δεν μου έκαμε· πως ημπορώ να βλασφημήσω τον Βασιλέα μου, τον Σωτήρα και Λυτρωτήν μου»; Ο τύραννος όμως τον εβίαζε και πάλιν να αρνηθή τον Χριστόν. Τότε ο θείος Πολύκαρπος του λέγει· «Επειδή προσποιείσαι ότι δεν γνωρίζεις ποίος είμαι και δια τούτο μου λέγεις ταύτα, άκουσον μετά παρρησίας· Χριστιανός είμαι και τον Χριστόν δεν αρνούμαι, ει δε θέλης να μάθης τας αληθείας του Χριστιανισμού, δος μοι καιρόν και ακρόασιν, ίνα σου ομιλήσω». Ο δε κριτής λέγει· «Εάν δεν αρνηθής τον Χριστόν, θα σε ρίψω εις τα θηρία να σε καταφάγωσιν». Ο Άγιος του απαντά· «Μη αργοπορής, αλλά ρίψε με εις τα θηρία, διότι εγώ δεν μετακινούμαι από την Πίστιν μου· μάλιστα θα σου οφείλω μεγάλην χάριν να με μεταφέρης μίαν ώραν ενωρίτερα από την ψευδή και πολύπονον ταύτην ζωήν, εις την αληθινήν και αθάνατον». Ο κριτής πάλιν του λέγει· «Επειδή δεν φοβείσαι τα θηρία, θέλω σε κατακαύσει εις το πυρ, εάν δεν μετανοήσης». Ο δε μέγας Πολύκαρπος λέγει· «Τι με φοβερίζεις με το πυρ, το οποίον καίει προς ώραν και μετ’ ολίγον σβέννυται; Ή δεν γνωρίζεις το άσβεστον πυρ της αιωνίου κολάσεως, το οποίον φυλάττεται δια να κατακαίη αιωνίως τους ασεβείς; Όθεν μη αργοπορής, αλλά κάμε ό,τι θέλεις». Αυτά και άλλα περισσότερα λέγων ο Άγιος μετά μεγάλου θάρρους και χαράς, έκαμε τον εξουσιαστήν να μείνη εκστατικός, απορών δε ούτος και μη γνωρίζων τι να πράξη, έστειλε τον κήρυκα εις το μέσον του σταδίου και εκήρυξε τρεις φοράς, ότι ο Πολύκαρπος ωμολόγησε ότι είναι Χριστιανός. Τούτο ακούοντες όλον το πλήθος των Ελλήνων και των Εβραίων, εφώναζον με μεγάλην φωνήν και με θυμόν ακράτητον· «Αυτός είναι ο Πατήρ των Χριστιανών, ο οποίος διδάσκει τους ανθρώπους να μη προσκυνούν τους θεούς. Πρέπει λοιπόν να τον καύσωμεν εις το πυρ ζωντανόν». Παρευθύς λοιπόν εσύναξαν από τα εργαστήρια και από τα λουτρά ξύλα και φρύγανα. Μάλιστα δε οι Εβραίοι έτρεχον με μεγάλην προθυμίαν, καθώς το έχουν συνήθειαν να υπηρετούν τους τυράννους ολοψύχως, εκ του μίσους το οποίον έχουν, οι κατάρατοι, κατά του Χριστού και όλων των Χριστιανών. Όταν δε ητοιμάσθη η πυρά εξεδύθη ο Άγιος τα ενδύματά του, έλυσε την ζώνην του και έπεσεν εις την πυράν μόνος του· ημποδίσθη όμως προς ολίγον από τους Χριστιανούς, οι οποίοι συνέτρεχαν με μεγάλην σπουδήν, αγωνιζόμενοι ποίος να πρωτοασπασθή το άγιον σώμα του. Έπειτα ήλθον οι στρατιώται να τον καρφώσουν, ώστε να μην κινήται καιόμενος, καθώς εσυνήθιζον να κάμνουν εις όλους τους καταδικαζομένους εις τον δια πυρός θάνατον· ο δε Άγιος τους είπεν· «Αφήσετέ με ακάρφωτον και εκείνος ο οποίος μου δίδει την δύναμιν να υπομείνω το πυρ, θέλει με ενδυναμώσει να μη κινηθώ παντελώς». Όθεν δεν τον εκάρφωσαν, αλλά τον έδεσαν με τας χείρας οπίσω και ούτω ως κριός επίσημος εκ μεγάλου ποιμνίου προσεφέρετο εις τον Θεόν ολοκαύτωμα ευπρόσδεκτον. Ανυψώσας δε τότε ο Άγιος τους οφθαλμούς του προς τον ουρανόν, προσηυχήθη ούτω. «Κύριε, ο Θεός ο Παντοκράτωρ, ευχαριστώ σοι, ότι ηξιώσας με τον ανάξιον της ημέρας και ώρας ταύτης, ίνα συναριθμηθώ και εγώ ομού μετά των Μαρτύρων σου εις ανάστασιν ζωής αιωνίου, ψυχής τε και σώματος και είθε να προσαχθώ σήμερον έμπροσθέν σου θυσία ευπρόσδεκτος, καθώς προητοίμασας, προεφανέρωσας και ετελείωσας, ο αψευδής Θεός· δια ταύτα πάντα σε ευλογώ και σε δοξάζω, συν τω αγαπητώ και μονογενεί σου Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Αφού ετελείωσε την προσευχήν ο Άγιος εισήλθεν εις την πυράν και, ω του θαύματος! η φλοξ του πυρός εκείνου εσχημάτισεν είδος θόλου, ως σχηματίζει το πανί του πλοίου, όταν το φυσά ο άνεμος, περιεκύκλωσε δε το σώμα του Μάρτυρος, όστις ήτο εις το μέσον της φλογός, όχι ως σάρξ καιομένη αλλά ως χρυσός πυρούμενος εντός καμίνου χρυσοχόου, εξήρχετο δε εξ αυτού ευωδία άρρητος ωσάν να εκαίετο θυμίαμα ή άλλο τι πολύτιμον άρωμα. Τέλος πάντων βλέποντες οι άνομοι, ότι δεν ήτο δυνατόν να καή το σώμα του Αγίου από την πυράν, επρόσταξαν να πλησιάση εις τον Μάρτυρα εις δήμιος και να τον θανατώση με το ξίφος· τούτου γενομένου, ανεπήδησε πλήθος αίματος το οποίον έσβυσε τελείως το πυρ προς θαυμασμόν και έκπληξιν του παρισταμένου λαού δια τα θαυμάσια του Θεού. Ο δε φθονερός και πονηρός διάβολος, γνωρίζων ότι οι Χριστιανοί επεθύμουν να πάρουν το ιερόν λείψανον του Αγίου προς αγιασμόν, τι εμεθοδευθη ο κακομήχανος; Παρεκίνησεν άρχοντά τινα και είπεν εις τον εξουσιαστήν να μη δώση το σώμα του Ιερομάρτυρος εις τους Χριστιανούς, δια να μη αφήσουν τον Εσταυρωμένον Ιησούν και αρχίσουν να σέβωνται τούτον τον Πολύκαρπον, το ίδιον έλεγον και οι Εβραίοι και το εβεβαίωναν, εφύλαττον δε τον τόπον δια να μη το πάρουν κρυφίως οι Χριστιανοί. Ο εκατόνταρχος λοιπόν, ρίψας το άγιον λείψανον εις το μέσον της πυράς το έκαυσε. Κατόπιν δε οι Χριστιανοί λαβόντες όσα ιερά λείψανα απέμειναν άθικτα από το πυρ τα ενεταφίασαν ευλαβώς και εντίμως εις τόπον επίσημον, εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Οι γονείς του Αγίου απεκρίθησαν, χωρίς καθόλου να δειλιάσουν· «Ημείς, ω εξουσιαστά, εδιδάχθημεν από τους Αποστόλους του Κυρίου μας να πιστεύωμεν και να προσκυνούμεν τον αληθινόν Θεόν, τον Ποιητήν του ουρανού και της γης, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις του οποίου το όνομα εβαπτίσθημεν και αυτόν ομολογούμεν και κηρύττομεν· τα δε άψυχα και αναίσθητα είδωλα, τα οποία έχετε σεις δια θεούς, ημείς τα αποστρεφόμεθα και τα εξουθενούμεν». Ταύτα ακούσας ο εξουσιαστής και θυμωθείς σφόδρα επρόσταξε τους στρατιώτας να ρίψωσιν αυτούς κατά γης και να τους δείρωσι δυνατά· τούτου δε γενομένου τους έβαλον εις την φυλακήν όπου έμειναν καιρόν πολύν ανεπιμέλητοι από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν, ταλαιπωρούμενοι με πείναν και δίψαν και κάθε άλλην κακοπάθειαν, εντός δε της φυλακής εγέννησεν η μακαρία Θεοδώρα τον Άγιον. Ο δε Πανάγαθος Θεός, όστις γινώσκει τα πάντα προτού να γίνουν, προβλέπων, ότι ο εξουσιαστής μέλλει να ζητήση το βρέφος, δια να το αναθρέψη και να το διδάξη την ιδικήν του πλάνην, εξαπέστειλε τον Άγγελον αυτού εις την φυλακήν και πρώτον μεν εθεράπευσε τους γονείς του βρέφους εκ των πληγών, τας οποίας είχον από τους δαρμούς, κατόπιν δε τους ενεδυνάμωσε και προείπεν εις αυτούς, ότι ο εξουσιαστής μέλλει να τους θανατώση και να μη δειλιάσωσι τον υπέρ Χριστού θάνατον, διότι θέλουν στεφανωθή με τον στέφανον του Μαρτυρίου και να κληρονομήσωσι την ουράνιον Βασιλείαν. Έπειτα παραλαβών το βρέφος το επήγεν εις γυναίκα τινά χήραν πλουσιωτάτην και Χριστιανήν, παραγγείλας εις αυτήν να το βαπτίση, να το αναθρέψη με κάθε επιμέλειαν και να μη το ομολογήση εις ουδένα. Ταύτα δε ειπών έγινεν άφαντος. Ο δε παράνομος Μαρκίων, ζητών το βρέφος, ηρεύνα με πολλήν επιμονήν ημέρας πολλάς, αλλά μη ευρίσκων αυτό, ήναψεν όλος από θυμόν και εβασάνιζε σκληρώς τους γονείς του Αγίου. Τέλος πάντων, βλέπων το αμετάθετον της γνώμης των, ότι κατ’ ουδένα τρόπον δεν ηρνούντο τον Χριστόν, τους απεφάσισεν εις θάνατον. Όθεν παραλαβόντες τους Αγίους οι στρατιώται τους ωδήγησαν έξω της Εφέσου επάνω εις εν ύψωμα και εκεί τους απεκεφάλισαν, άφησαν δε εκεί τα λείψανά των να τα φάγουν τα θηρία· αλλά ματαίως εκοπίαζεν ο αλιτήριος Μαρκίων, διότι κανέν θηρίον δεν επλησίασεν εις τα τίμια λείψανα των Αγίων Μαρτύρων· μετά δε ταύτα επήγαν κρυφίως οι Χριστιανοί και τα ενεταφίασαν μετ’ ευλαβείας, ως έπρεπεν. Η δε ευσεβεστάτη εκείνη χήρα, εις την οποίαν ωδήγησε το βρέφος ο Άγγελος, το εβάπτισε και το ωνόμασε Παγκράτιον, εις το όνομα του πατρός του, το ανέτρεφε δε ως γνήσιον τέκνον της. Όταν ήλθε τούτο εις ηλικίαν δεκτικήν μαθημάτων, το έβαλεν εις το σχολείον, όπου εις ολίγον καιρόν έμαθεν όλην την Εκκλησιαστικήν Ακολουθίαν· επειδή δε είχεν εξ αρχής φρονήματα γέροντος δεν κατεγίνετο εις παιδαριώδη καμώματα, ωσάν τα άλλα παιδία, αλλά συνανεστρέφετο με σοφούς και εναρέτους άνδρας, γινόμενος ακροατής όλων των καλών και ψυχωφελών διδαγμάτων αυτών και εμιμείτο τα ένθεα παραδείγματά των, ως υιός δε Μαρτύρων εσπούδαζε με όλην την προθυμίαν να τους μιμηθή, κατά το δυνατόν, εις την αγάπην του Θεού και κατόπιν εις όλας τας αρετάς· ηγωνίζετο δε να έχη αγάπην με όλους, ταπείνωσιν, ιλαρότητα, εγκράτειαν, σωφροσύνην και κάθε είδους αρετήν, αγαπών εξόχως την ελεημοσύνην· δια τούτο ωνομάσθη Πολύκαρπος. Και ακούσατε να θαυμάσητε. Η θεοφιλής εκείνη γυνή, η οποία τον ανέθρεψεν, ήτο πολύ πλουσία, ως είπομεν, είχε δε μεταξύ των άλλων πολλάς αποθήκας γεμάτας από σιτάρι και κάθε είδους καρπόν της γης, διότι είχε πολλά υποστατικά. Ως ελεήμων δε που ήτο ο μακάριος Παγκράτιος και πολύ συμπαθητικός, έδιδε πλουσιοπάροχα εις τους πτωχούς, κρυφίως από την ψυχομητέρα του, έως ότου άδειασεν όλας τας αποθήκας. Εν μιά δεμιαν ημερών επήγεν η μήτηρ αυτού να βγάλη σιτάρι· και ευρίσκουσα κενάς τας αποθήκας εθαύμασεν, ηννόησεν όμως ότι ο Παγκράτιος τας εξεκένωσε, διότι εγνώριζε την αγαθήν του προαίρεσιν, ως και την ευσπλαγχνίαν την οποίαν είχε δια τους πτωχούς. Εν τούτοις έστρεψε και τον εκοίτταξε με άγριον βλέμμα, αυτός δε, με χαροποιόν πρόσωπον, είπε προς αυτήν· «Ας υπάγωμεν, κυρία, μαζί εις τας αποθήκας δια να ίδωμεν». Δεν ηθέλησεν όμως να υπάγη εκείνη, επειδή προ ολίγου τας είδε κενάς. Τότε επήγε μόνος ο Άγιος, έκαμε προσευχήν εις τον πολυεύσπλαγχνον Θεόν και, ω του θαύματος! παρευθύς εγέμισαν όλαι αι αποθήκαι από όλους τους καρπούς. Προσκαλέσας όθεν την μητέρα του, της είπε μετά χαράς· «Έλα, κυρία μου, εις τας αποθήκας, δια να ιδής την δύναμιν και την Χάριν του Θεού». Καθώς δε επήγεν η γυνή και είδε τας αποθήκας γεμάτας από καρπούς και όλα τα δοχεία γεμάτα από έλαιον και οίνον, εδόξασε μεγαλοφώνως τον πλουσιόδωρον Θεόν και καταφιλούσα τον ευλογημένον Παγκράτιον, του είπε· «Τέκνον μου αγαπητόν, από της σήμερον δίδε όσον θέλεις εις τους πτωχούς και πλέον δεν θέλω σε ονομάζει Παγκράτιον, αλλά Πολύκαρπον». Ούτως επεκράτησε το όνομα αυτό εις τον Άγιον. Έχων λοιπόν την άδειαν ο μακάριος, εμοίραζε πλουσιοπάροχα εις τους έχοντας ανάγκην τους καρπούς, αι δε αποθήκαι, θείω ελέει, δεν εξεκενούντο ποτέ· διότι ο Θεός, βλέπων την αγαθήν γνώμην του Αγίου, επλήθυνε τους καρπούς. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ενέσκηψε πείνα μεγάλη εις την χώραν της Εφέσου. Τότε ο αξιομακάριστος Πολύκαρπος έδειξε την μεγάλην του ευσπλαγχνίαν και συμπάθειαν, όχι μόνον εις τους πτωχούς, αλλά και εις τους πλουσίους· διότι πολλοί, αν και είχον πλούτον πολύν, μη ευρίσκοντες όμως να αγοράσουν τα προς συντήρησιν εκινδύνευον από την πείναν· εις τούτους έδιδε πλουσιοπαρόχως ο Άγιος· και γενικώς, όλοι όσοι είχον στενοχωρίαν έλεγον· «Ας υπάγωμεν εις τον ελεήμονα Πολύκαρπον». Όθεν προσέτρεχον εις αυτόν καθ’ εκάστην ημέραν πλήθος πτωχών και πλουσίων και δεν εδίωκε ποτέ κανένα με τας χείρας κενάς, αλλά όλους τους εδέχετο με πολλήν ευσπλαγχνίαν, ευεργετών ένα έκαστον κατά την ανάγκην του. Όταν ο Άγιος έγινεν είκοσι πέντε ετών, ήκουσεν ότι ο Ιωάννης ο Θεολόγος εκήρυττε το Ευαγγέλιον εις τα άλλα μέρη της Ασίας και έχων πόθον πολύν να τον απολαύση, έλαβε την άδειαν και την ευχήν της μητρός του και επήγεν εις τον θείον Ιωάννην, μαζί με τον οποίον ήτο και ο θεοφόρος Ιγνάτιος και ο μακάριος Βουκόλος. Τούτον ηκολούθησε και ο ευλογημένος Πολύκαρπος και περιπατών μαζί των από τόπου εις τόπον και από χώρας εις χώραν, εδοκίμαζε μεγάλας κακοπαθείας, υποφέρων πείναν, δίψαν, γυμνότητα και κάθε άλλην στενοχωρίαν δια να κηρύττη τον λόγον του Χριστού, ως άλλος Απόστολος. Αφ’ ου παρήλθεν αρκετός καιρός, ήλθεν ορισμός από τον βασιλέα της Ρώμης Δομετιανόν να εξορισθή ο θείος Ιωάννης ο Θεολόγος εις την νήσον Πάτμον, επειδή ηκούσθη, ότι μετέστρεφε τους ειδωλολάτρας εις την πίστιν του Χριστού. Όταν δε επρόκειτο να υπάγη εις την εξορίαν, εχειροτόνησε τον μακάριον Βουκόλον Αρχιερέα της Σμύρνης, του έδωκε δε και τον Άγιον Πολύκαρπον να τον έχη συνοδείαν. Ούτως, αποχαιρετήσας αυτούς ο Απόστολος, επήρε μαζί του τον Πρόχωρον και επήγεν εις την Πάτμον. Ελθόντες λοιπόν εις την Σμύρνην ο Άγιος Βουκόλος μαζί με τον ιερόν Πολύκαρπον, τον εχειροτόνησεν Ιερέα, με όλον όπου δεν ήθελε κατ’ ουδένα τρόπον, προφασιζόμενος ότι δεν είναι άξιος· αλλ’ ο μακάριος Βουκόλος, βλέπων τας αρετάς του και τα θεία του κατορθώματα, τον ανεβίβασεν ακόμη και εις το αξίωμα του ορφανοτρόφου· τόσον δε ταπεινόφρων ήτο ο μακάριος, ώστε δεν ηθέλησε ποτέ καμμίαν προτίμησιν, ούτε εις τας συνάξεις των Ιερέων εκάθητο κατά την τάξιν του, αλλά πάντοτε εκάθητο κατώτερα απ’ όλους, ωσάν εις ταπεινός άνθρωπος. Βλέπων όμως ο Θεός την πολλήν του ταπείνωσιν, τον ύψωσε και τον εδόξασε, καθώς επαγγέλλεται· διότι, προγνωρίσας ο μακάριος Βουκόλος τον θάνατόν του, εσύναξεν όλους τους Επισκόπους της επαρχίας, όλον τον Κλήρον και πάντας τους Χριστιανούς και εφανέρωσε τον θάνατόν του, ειπών ότι εξέλεξε διάδοχόν του τον Άγιον Πολύκαρπον. Τούτον εδέχθησαν μετά μεγάλης χαράς οι Επίσκοποι, οι Κληρικοί και όλος ο λαός, εχειροτονήθη λοιπόν παρά την θέλησίν του ο Ιερός Πολύκαρπος Αρχιερεύς της Σμύρνης. Λαβών λοιπόν ο Άγιος το μέγα τούτο και πολύτιμον φορτίον της Αρχιερωσύνης, εποίμαινε τα λογικά του Χριστού πρόβατα με πολλήν επιμέλειαν εις νομάς σωτηρίους των θείων εντολών, διδάσκων καθ’ εκάστην τον λόγον του Ευαγγελίου και τύπος γινόμενος δια των έργων παντός αγαθού. Δεν έπαυε δε νύκτα και ημέραν να επισκέπτεται το ποίμνιόν του· εδυνάμωνε τους αδυνάτους, παρηγορούσε τους τεθλιμμένους, εθεράπευε τους ασθενούντας, εκυβέρνα τα ορφανά, ελεούσε τους πτωχούς και εβοηθούσε όλους τους Χριστιανούς κατά την ανάγκην εκάστου. Επεμελείτο δε ιδίως πολύ, κρυφά ή φανερά, ως ηδύνατο, τους Μάρτυρας τους οποίους εβασάνιζαν εκείνον τον καιρόν οι τύραννοι, στερεώνων τούτους εις την πίστιν του Χριστού και δια να είπωμεν εν συντομία πρεπόντως ωνομάσθη Πολύκαρπος, διότι δεν έλειψε ποτέ από αυτόν ο ένθεος καρπός, αλλ’ ήτο ως θαυμάσιος λιμήν αχείμαστος δι’ όλους και μέγα καταφύγιον, όχι δε μόνον εις τους Χριστιανούς, αλλά και εις τους ειδωλολάτρας, τους οποίους ακαταπαύστως εδίδασκε, χωρίς καμμίαν δειλίαν, χωρίς κανένα φόβον, επιστρέφων πολλούς εις την πίστιν του Χριστού. Ετέλει δε και άπειρα θαύματα καθ’ εκάστην, από τα οποία θέλομεν διηγηθή ολίγα τινά εις πίστωσιν των πολλών. Και ακούσατε. Καιρόν τινά εξερράγη μεγάλη και φοβερά πυρκαϊά εις την Σμύρνην, και εκαίοντο όχι μόνον μέσα εις την πόλιν σπίτια και άνθρωποι, αλλά ακόμη και έξω εις τους αγρούς, εις τα σπαρτά, αμπέλια, δένδρα και ζώα, εκράτησε δε το κακόν αυτό επτά ημερονύκτια. Οι δε ανόητοι και εσκοτισμένοι ειδωλολάτραι επεκαλούντο εις βοήθειαν τους θεούς των, αλλά ματαίως εκοπίαζαν οι ταλαίπωροι· διότι όσον εκείνοι παρεκάλουν τα είδωλα, τόσον ο Θεός ωργίζετο εναντίον των και ηύξανε το πυρ περισσότερον. Όθεν οι Χριστιανοί προσέδραμον εις τον Άγιον, παρακαλούντες αυτόν να κάμη προσευχήν προς τον Κύριον δια να καταπαύση το πυρ. Ευσπλαγχνισθείς όθεν ο Άγιος έκαμε δέησιν εις τον Θεόν, δι’ ό,τι του εζήτησαν, έπειτα, ελέγχων τους ειδωλολάτρας, ότι αυτά τα κακά προέρχονται από την ασέβειάν των, με το να μη πιστεύουν εις τον αληθινόν Θεόν, εστράφη προς το πυρ και είπεν· «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίον εγώ ο ανάξιος λατρεύω και προσκυνώ, σε προστάζω να παύσης ευθύς την ώραν ταύτην και να σβεσθής εντελώς». Και, ω του παραδόξου θαύματος! παρευθύς εσβέσθη τελείως το φοβερόν εκείνο πυρ και ηφανίσθη· οι δε παρεστώτες θαυμάσαντες εφώναξαν μεγαλοφώνως· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Τότε πολλοί ειδωλολάτραι επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών. Εις δε από τους ειδωλολάτρας, άρχων μέγας, ονόματι Πετρώνιος, παρακινηθείς από τον πατέρα του διάβολον, όστις φθονεί πάντοτε το καλόν, έλεγε λόγια βλάσφημα κατά της Πίστεως των Χριστιανών και κατά του Αγίου. Παρευθύς δε εδαιμονίσθη ούτος και έπεσε κατά γης κυλιόμενος, αφρίζων και σπαράττων. Βλέποντες δε αυτόν τινές Χριστιανοί τον ελυπήθησαν και παρεκάλεσαν τον Άγιον να τον ιατρεύση· ούτος δε μιμούμενος τον Δεσπότην Χριστόν, ηυσπλαγχνίσθη αυτόν και τον εθεράπευσε διπλήν θεραπείαν, διότι επιτιμών το πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα, το εδίωξεν από τον Πετρώνιον, εκείνον δε εφώτισε κατά την ψυχήν, ώστε να γνωρίση την δύναμιν την οποίαν έχουν οι δούλοι του Χριστού, εκ της ευεργεσίας την οποίαν έλαβε. Τότε επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη μαζί με όλους τους ανθρώπους της οικίας του. Μετά τέσσαρας χρόνους από της πυρκαϊάς, περί της οποίας είπομεν, ηκολούθησε μεγάλη ανομβρία εις όλην την περιοχήν της Σμύρνης, ούτως ώστε εκινδύνευαν να αφανισθώσιν όλοι οι καρποί της γης, ευρίσκοντο δε οι άνθρωποι εις μεγάλην λύπην. Όθεν οι Χριστιανοί προσέτρεξαν πάλιν εις τον Άγιον και τον παρεκάλεσαν να τους βοηθήση. Ο δε Άγιος έκαμε τότε δέησιν προς Κύριον και, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! έβρεξε τόση βροχή, ώστε εδρόσισεν όλους τους καρπούς· έλαβον όθεν μεγάλην παρηγορίαν οι άνθρωποι, δοξάζοντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τον Άγιον. Αλλ’ επειδή δεν έπαυε και έβρεχεν ακαταπαύστως, πάλιν ο Άγιος με την προσευχήν του την κατέπαυσε. Από ταύτα τα ολίγα θαύματα του Αγίου, τα οποία διηγήθημεν, ας γνωρίση πας τις πόσην παρρησίαν είχεν εις τον Θεόν, διότι αρκετά είναι αυτά να φανερώσουν την αγιότητά του. Ας έλθωμεν λοιπόν εις το προκείμενον του λόγου, να διηγηθώμεν με βραχυλογίαν και το ένδοξον αυτού Μαρτύριον. Όταν εβασίλευεν εις την Ρώμην ο Αντωνίνος, εκινήθη μέγας διωγμός κατά της πίστεως του Χριστού, όλοι δε οι κατά πόλεις εξουσιασταί εβασάνιζαν ανηλεώς τους Χριστιανούς. Όθεν και ο εξουσιαστής της Σμύρνης έπραττε τα ίδια, τιμωρών απανθρώπως έως θανάτου όποιον Χριστιανόν εύρισκεν. Ήλθε δε εις τόσην μανίαν ο επάρατος, ώστε απεφάσισε να ζητήση και τον Άγιον Πολύκαρπον, ως Αρχιερέα των Χριστιανών. Τούτο ακούσας ο θείος Πολύκαρπος ουδόλως εταράχθη και ήθελε να μείνη εις την πόλιν. Οι Χριστιανοί όμως, θέλοντες να μη υστερηθούν τοιούτον άγιον ποιμένα, τον κατέπεισαν δια παντοίων τρόπον να αναχωρήση από την Σμύρνην. Ούτως ο Άγιος, αν και επόθει το Μαρτύριον, εν τούτοις αποβλέπων περισσότερον εις το συμφέρον των άλλων, κατά την εντολήν του θείου Αποστόλου Παύλου και όχι μόνον εις το ιδικόν του, ανεχώρησεν από την Σμύρνην και επήγεν εις εν χωρίον όχι μακράν από την πόλιν και εκεί διέτριβεν, ουδέν έτερον ποιών παρά προσευχόμενος νύκτα και ημέραν δι’ όλους τους Χριστιανούς και δι’ όλας τας Εκκλησίας του Χριστού, τας καθ’ άπασαν την οικουμένην ευρισκομένας. Ημέραν δε τινά, τρεις ημέρας προτού συλληφθή, προσευχόμενος εκοιμήθη μετά την προσευχήν του· και τότε είδεν εν οράματι, ότι επήρε φωτιάν το προσκεφάλαιόν του και εκάη. Εξυπνήσας δε είπε προφητικώς εις εκείνους, οι οποίοι ήσαν μαζί του, ότι πρόκειται να μεταλλάξη την παρούσαν ζωήν δια του πυρός χάριν της αγάπης του Χριστού. Επειδή δε οι υπηρέται του εξουσιαστού ανεζήτουν αυτόν με κάθε επιμέλειαν, εβιάσθη πάλιν από την αγάπην των αδελφών και επήγεν εις άλλο χωρίον· την ώραν όμως κατά την οποίαν ανεχώρησεν ο Άγιος έφθασαν οι στρατιώται, οι οποίοι τον εζήτουν, και μη ευρόντες αυτόν εκεί, συνέλαβον δύο παιδία και τα εβασάνιζαν δια να φανερώσουν που ευρίσκετο ο Άγιος· μη υποφέρον δε το εν παιδίον τα βάσανα, τον εφανέρωσε. Λαβόντες λοιπόν οι στρατιώται το παιδίον εκείνο, επήγαν το βράδυ εις το άλλο χωρίον και τον εύρον την ώραν κατά την οποίαν έπεσε να κοιμηθή επάνω εις ένα ανώγειον υψηλόν, από το οποίον ηδύνατο να υπάγη εις άλλο σπίτι· αλλά δεν ηθέλησε λέγων· «Ας γίνη το θέλημα του Κυρίου». Ευθύς λοιπόν κατήλθεν από το ανώγειον και εδέχθη τους στρατιώτας με ιλαρόν και χαρούμενον πρόσωπον, ώστε εθαύμασαν εκείνοι την μεγαλοψυχίαν και αφοβίαν του. Ο δε Άγιος επρόσταξε να ετοιμάσουν τράπεζαν και να τους βάλουν να φάγουν και να πίουν, τους εζήτησε δε να του δώσουν καιρόν δια να προσευχηθή. Λαβών λοιπόν την άδειαν ο Άγιος από τους στρατιώτας προσηυχήθη ώραν ικανήν. Έπειτα, φέροντες ονάριον, τον ανεβίβασαν επ’ αυτού και τον έφεραν εις την πόλιν. Επήγαινε δε ο Άγιος προθύμως εις το κριτήριον, και όταν εισήρχετο εις αυτό ήλθεν εξ ουρανού φωνή, ήτις έλεγεν· «Ίσχυε, Πολύκαρπε, και ανδρίζου». Ταύτην την φωνήν πολλοί Χριστιανοί ήκουσαν, ουδείς όμως είδεν εκείνον όστις την είπεν. Ερωτήσας λοιπόν ο εξουσιαστής, αν είναι αυτός ο Πολύκαρπος και ομολογήσας ο Άγιος ότι αυτός ο ίδιος είναι, είπε προς αυτόν να αρνηθή τον Χριστόν και να τον βλασφημήση· ο δε Άγιος απήντησεν· «Έχω ογδοήκοντα εξ χρόνους όπου τον δουλεύω, και κανένα κακόν δεν μου έκαμε· πως ημπορώ να βλασφημήσω τον Βασιλέα μου, τον Σωτήρα και Λυτρωτήν μου»; Ο τύραννος όμως τον εβίαζε και πάλιν να αρνηθή τον Χριστόν. Τότε ο θείος Πολύκαρπος του λέγει· «Επειδή προσποιείσαι ότι δεν γνωρίζεις ποίος είμαι και δια τούτο μου λέγεις ταύτα, άκουσον μετά παρρησίας· Χριστιανός είμαι και τον Χριστόν δεν αρνούμαι, ει δε θέλης να μάθης τας αληθείας του Χριστιανισμού, δος μοι καιρόν και ακρόασιν, ίνα σου ομιλήσω». Ο δε κριτής λέγει· «Εάν δεν αρνηθής τον Χριστόν, θα σε ρίψω εις τα θηρία να σε καταφάγωσιν». Ο Άγιος του απαντά· «Μη αργοπορής, αλλά ρίψε με εις τα θηρία, διότι εγώ δεν μετακινούμαι από την Πίστιν μου· μάλιστα θα σου οφείλω μεγάλην χάριν να με μεταφέρης μίαν ώραν ενωρίτερα από την ψευδή και πολύπονον ταύτην ζωήν, εις την αληθινήν και αθάνατον». Ο κριτής πάλιν του λέγει· «Επειδή δεν φοβείσαι τα θηρία, θέλω σε κατακαύσει εις το πυρ, εάν δεν μετανοήσης». Ο δε μέγας Πολύκαρπος λέγει· «Τι με φοβερίζεις με το πυρ, το οποίον καίει προς ώραν και μετ’ ολίγον σβέννυται; Ή δεν γνωρίζεις το άσβεστον πυρ της αιωνίου κολάσεως, το οποίον φυλάττεται δια να κατακαίη αιωνίως τους ασεβείς; Όθεν μη αργοπορής, αλλά κάμε ό,τι θέλεις». Αυτά και άλλα περισσότερα λέγων ο Άγιος μετά μεγάλου θάρρους και χαράς, έκαμε τον εξουσιαστήν να μείνη εκστατικός, απορών δε ούτος και μη γνωρίζων τι να πράξη, έστειλε τον κήρυκα εις το μέσον του σταδίου και εκήρυξε τρεις φοράς, ότι ο Πολύκαρπος ωμολόγησε ότι είναι Χριστιανός. Τούτο ακούοντες όλον το πλήθος των Ελλήνων και των Εβραίων, εφώναζον με μεγάλην φωνήν και με θυμόν ακράτητον· «Αυτός είναι ο Πατήρ των Χριστιανών, ο οποίος διδάσκει τους ανθρώπους να μη προσκυνούν τους θεούς. Πρέπει λοιπόν να τον καύσωμεν εις το πυρ ζωντανόν». Παρευθύς λοιπόν εσύναξαν από τα εργαστήρια και από τα λουτρά ξύλα και φρύγανα. Μάλιστα δε οι Εβραίοι έτρεχον με μεγάλην προθυμίαν, καθώς το έχουν συνήθειαν να υπηρετούν τους τυράννους ολοψύχως, εκ του μίσους το οποίον έχουν, οι κατάρατοι, κατά του Χριστού και όλων των Χριστιανών. Όταν δε ητοιμάσθη η πυρά εξεδύθη ο Άγιος τα ενδύματά του, έλυσε την ζώνην του και έπεσεν εις την πυράν μόνος του· ημποδίσθη όμως προς ολίγον από τους Χριστιανούς, οι οποίοι συνέτρεχαν με μεγάλην σπουδήν, αγωνιζόμενοι ποίος να πρωτοασπασθή το άγιον σώμα του. Έπειτα ήλθον οι στρατιώται να τον καρφώσουν, ώστε να μην κινήται καιόμενος, καθώς εσυνήθιζον να κάμνουν εις όλους τους καταδικαζομένους εις τον δια πυρός θάνατον· ο δε Άγιος τους είπεν· «Αφήσετέ με ακάρφωτον και εκείνος ο οποίος μου δίδει την δύναμιν να υπομείνω το πυρ, θέλει με ενδυναμώσει να μη κινηθώ παντελώς». Όθεν δεν τον εκάρφωσαν, αλλά τον έδεσαν με τας χείρας οπίσω και ούτω ως κριός επίσημος εκ μεγάλου ποιμνίου προσεφέρετο εις τον Θεόν ολοκαύτωμα ευπρόσδεκτον. Ανυψώσας δε τότε ο Άγιος τους οφθαλμούς του προς τον ουρανόν, προσηυχήθη ούτω. «Κύριε, ο Θεός ο Παντοκράτωρ, ευχαριστώ σοι, ότι ηξιώσας με τον ανάξιον της ημέρας και ώρας ταύτης, ίνα συναριθμηθώ και εγώ ομού μετά των Μαρτύρων σου εις ανάστασιν ζωής αιωνίου, ψυχής τε και σώματος και είθε να προσαχθώ σήμερον έμπροσθέν σου θυσία ευπρόσδεκτος, καθώς προητοίμασας, προεφανέρωσας και ετελείωσας, ο αψευδής Θεός· δια ταύτα πάντα σε ευλογώ και σε δοξάζω, συν τω αγαπητώ και μονογενεί σου Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Αφού ετελείωσε την προσευχήν ο Άγιος εισήλθεν εις την πυράν και, ω του θαύματος! η φλοξ του πυρός εκείνου εσχημάτισεν είδος θόλου, ως σχηματίζει το πανί του πλοίου, όταν το φυσά ο άνεμος, περιεκύκλωσε δε το σώμα του Μάρτυρος, όστις ήτο εις το μέσον της φλογός, όχι ως σάρξ καιομένη αλλά ως χρυσός πυρούμενος εντός καμίνου χρυσοχόου, εξήρχετο δε εξ αυτού ευωδία άρρητος ωσάν να εκαίετο θυμίαμα ή άλλο τι πολύτιμον άρωμα. Τέλος πάντων βλέποντες οι άνομοι, ότι δεν ήτο δυνατόν να καή το σώμα του Αγίου από την πυράν, επρόσταξαν να πλησιάση εις τον Μάρτυρα εις δήμιος και να τον θανατώση με το ξίφος· τούτου γενομένου, ανεπήδησε πλήθος αίματος το οποίον έσβυσε τελείως το πυρ προς θαυμασμόν και έκπληξιν του παρισταμένου λαού δια τα θαυμάσια του Θεού. Ο δε φθονερός και πονηρός διάβολος, γνωρίζων ότι οι Χριστιανοί επεθύμουν να πάρουν το ιερόν λείψανον του Αγίου προς αγιασμόν, τι εμεθοδευθη ο κακομήχανος; Παρεκίνησεν άρχοντά τινα και είπεν εις τον εξουσιαστήν να μη δώση το σώμα του Ιερομάρτυρος εις τους Χριστιανούς, δια να μη αφήσουν τον Εσταυρωμένον Ιησούν και αρχίσουν να σέβωνται τούτον τον Πολύκαρπον, το ίδιον έλεγον και οι Εβραίοι και το εβεβαίωναν, εφύλαττον δε τον τόπον δια να μη το πάρουν κρυφίως οι Χριστιανοί. Ο εκατόνταρχος λοιπόν, ρίψας το άγιον λείψανον εις το μέσον της πυράς το έκαυσε. Κατόπιν δε οι Χριστιανοί λαβόντες όσα ιερά λείψανα απέμειναν άθικτα από το πυρ τα ενεταφίασαν ευλαβώς και εντίμως εις τόπον επίσημον, εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου