Διήγησις ωφέλιμος της παραδόξου σωτηρίας, την οποίαν ετέλεσεν εν τη νήσω της Χίου η Αγία και ένδοξος Οσιομάρτυς Παρασκευή,

χαλινώσασα την ορμήν της θαλάσσης και εις τα οπίσω αυτήν αποστρέψασα, ήτις, ως εφάνη, ώρμησε από θεϊκής οργής δια να καταποντίση την χώραν όλην.  
                                                            
Συνήθεια εστάθη παλαιά, εκ προστάγματος Θεού λαβούσα την αρχήν, να γράφωνται τα παράδοξα έργα του Θεού προς ωφέλειαν και διδασκαλίαν των μεταγενεστέρων ανθρώπων· ούτως αναγινώσκομεν εις την Αγίαν Γραφήν, πως προσέταξεν ο Θεός τον Μωϋσήν, τον Ιησούν του Ναυή και τους άλλους Προφήτας να γράψουν τα φοβερά και μεγάλα θαυμάσια, τα οποία τότε έκαμνε, δια να μανθάνουν οι άνθρωποι, ότι είναι Θεός εν τω ουρανώ, όστις ενεργεί με την παντοδυναμίαν του τοιαύτα φρικτά και εξαίσια έργα και ούτω να έχουν φόβον εις αυτόν να μη παραβαίνουν τας θείας του εντολάς.
Ούτως έκαμναν οι παλαιοί εκείνοι Προφήται, ούτως έπειτα και οι θείοι Απόστολοι, καθώς ο ιερός Λουκάς τας Πράξεις και τα θαύματα των Συναποστόλων του, και ούτω μετά ταύτα άλλοι, τα θεία τεράστια όπου ετέλεσεν ο Θεός δια των θείων Μαρτύρων και Οσίων Ασκητών, και ούτω μέχρι της σήμερον η αυτή αγία και ψυχοσωτήριος συνήθεια φυλάττεται εις την Εκκλησίαν του Χριστού και γράφονται τα κατά τόπον γινόμενα θαυμάσια του ψυχοσώστου και προνοητού των όλων Θεού. Κατά μίμησιν λοιπόν εκείνων, εσημείωσαν και οι παλαιότεροί μας την μεγάλην και παράδοξον θαυματουργίαν, την οποία ετέλεσεν εκ θείας δυνάμεως εις την Χίον η Αγία και ένδοξος Οσιομάρτυς του Χριστού Παρασκευή, η οποία και έχει ούτως: Κατά το αυμβ΄ (1442) έτος από Χριστού, όταν εβασίλευεν ο λατινόφρων Ιωάννης ο Παλαιολόγος, όστις έκαμε βιαίως την ένωσιν εις την Φλωρεντίαν της Ιταλίας και μετά ταύτα ηγωνίζετο να την στερεώση εις κάθε τόπον, τότε ο φιλάνθρωπος Κύριος έδειξε μεγάλην αγανάκτησιν κατά της νήσου Χίου, ώστε εφάνη ως να εβουλήθη να την καταποντίση με ένα μερικόν κατακλυσμόν δια να πλύνη τας αμαρτίας και παρανομίας των ανθρώπων, όπου τόσον πολλά τον παρώργιζον. Εσπέρα ήτο και εξημέρωνεν η δεκάτη Τετάρτη του Οκτωβρίου μηνός, εις την οποίαν ημέραν η αγία μας Εκκλησία επιτελεί την μνήμην των Αγίων Μαρτύρων Ναζαρίου, Γερβασίου, Προτασίου και Κελσίου, εις δε Ιερομόναχος, Αμβρόσιος το όνομα, επήγε να ψάλη κατά την συνήθειαν εσπερινόν εις την εφημερίαν του, όπου ήτο ο Ναός της Οσιομάρτυρος Παρασκευής, όστις ευρίσκεται εις το ανώτερον και ακρότατον μέρος του Παλαιοκάστρου. Ενώ λοιπόν ο Ιερομόναχος έψαλλε τον εσπερινόν, ήρχισε να πίπτη βροχή τόσον πολλή και τόσον ραγδαία και αδιάκοπος, ώστε δεν εφαίνετο ως να έπιπτε βροχή, αλλ’ εφαίνοντο ωσάν να εχύνοντο ποταμοί, και εις τον αυτόν καιρόν εγίνετο και κρότος μέγας και ταραχή ηκούετο φοβερά· όθεν ο Ιερομόναχος δεν ηδυνήθη πλέον να υπάγη εις το κελλίον του, αλλ’ έμεινεν εις την Εκκλησίαν του και του εφαίνετο, ότι βεβαίως οργή θεϊκή είναι και βούλεται ο Θεός να καταποντίση την νήσον· όθεν και κυριευμένος από φόβον μέγαν ήρχισε να προσεύχηται εκεί εις την Εκκλησίαν και να παρακαλή τον φιλάνθρωπον Δεσπότην να παύση τον θυμόν του και να μεταβάλη την δικαίαν αγανάκτησιν εις οικτιρμούς και έλεος προς τον λαόν του, μη γνωρίζων ακόμη, ότι και η θάλασσα εξήλθεν από τα όριά της και ώρμησε μανιακή τον ανήφορον προς την ξηράν δια να καταποντίση την χώραν. Φαίνεται δε, καθώς έδειξαν τα πράγματα, ότι ο Ιερεύς εκείνος, ο καλός Αμβρόσιος, ήτο άνθρωπος ευλαβής και φοβούμενος τον Θεόν και τη αληθεία Θεού άνθρωπος, άξιος δηλαδή δια να ίδη μυστήρια Θεού· ότι εκεί προσευχόμενος και δεόμενος του Θεού καθ’ όλην την νύκτα, δια να κοπάση την μεγάλην του οργήν, κάποιαν ώραν κατεβίβασε το στασίδιον και εκάθισε δια να λάβη μικράν άνεσιν από τον πολύν κόπον, και καθίσας ύπνωσε μικρόν, και ιδού, ω του θαύματος! του εφάνη η στέγη της Εκκλησίας ανεωγμένη, εκεί δε εις το ύψος εν φωτεινότατον σύννεφον, εις το οποίον μέσα είδε μίαν σεμνοτάτην γυναίκα, η οποία είχε τας χείρας της υψηλά εκτεταμένας προς τα ουράνια, εις σχήμα και θέσιν προσευχομένης. Ταύτα ιδών ο Πρεσβύτερος εφοβήθη και έτρεμεν η καρδία του· και ιδού φωνή ηκούσθη προς αυτόν λέγουσα: «Αμβρόσιε, μη φοβού· εγώ είμαι η Οσιομάρτυς Παρασκευή, σέσωσταί σου η πατρίς». Ταύτα ιδών και ακούσας ο ιερός Αμβρόσιος απετίναξεν από τους οφθαλμούς του και τον ολίγον εκείνον ύπνον, με δύο εναντιώτατα πάθη, ήτοι με φόβον και χαράν εις την καρδίαν του. Και ούτως ήρχισε να ψάλλη και τον όρθρον του με περισσοτέραν ευλάβειαν· εν τοσούτω δε έγινεν ημέρα και ιδού άνθρωποι ελθόντες από τα κάτω μέρη, διότι ήδη και η βροχή εκόπασεν ολίγον, ανήγγειλαν με φόβον και τρόμον, ότι η θάλασσα εξήλθεν από τα φυσικά της όρια και έφθασεν έως την Παναγίαν, την καλουμένην Ελεημονήτριαν, και φαίνεται ότι απειλεί να καταποντίση όλην την χώραν δια τας αμαρτίας των κατοικούντων εν αυτή. (Διηγούνται δε οι παλαιότεροι εξ αρχαίας παραδόσεως, ότι και έως επάνω εις τον Χριστόν έφθασεν η θάλασσα και με ορμήν μεγάλην ανέβαινε). Τότε και ο ιερός Αμβρόσιος διηγήθη το όραμα της Αγίας Παρασκευής και ο λόγος διεδόθη κάτω εις την χώραν, λαβόντες δε όλοι οι Χριστιανοί καλάς ελπίδας, από την υπόσχεσιν της Αγίας, προσέπεσαν εις τον Θεόν και την Οσιομάρτυρα Παρασκευήν και κάμνοντες κοινήν λιτανείαν με την εικόνα της Αγίας και χύνοντες θερμά δάκρυα, εξιλέωσαν την θείαν αγανάκτησιν, δια των ευπροσδέκτων πρεσβειών της αθληφόρου δούλης του και ούτως έπαυσεν η αγριαίνουσα θάλασσα και εστράφη πάλιν εις τον πρώτον της τόπον και έμεινεν αβλαβής η πόλις, κατά την απόφασιν της Οσιομάρτυρος. Τοιουτοτρόπως οι Χριστιανοί ελευθερωθέντες από τον έσχατον κίνδυνον της αγριωτάτης θαλάσσης εδόξασαν τον Θεόν και την Παρθενομάρτυρα δούλη του, η οποία έδειξεν εις αυτούς μέγα έλεος με τας ευπαρρησιάστους πρεσβείας της. Επειδή λοιπόν η ευεργεσία εγνωρίσθη μεγαλωτάτη, οι τότε Χριστιανοί διώρισαν πρεπόντως και συμφερόντως να γίνηται κατ’ έτος η ανάμνησις της παραδόξου εκείνης σωτηρίας με κοινήν εορτήν και πανήγυριν όλης της νήσου. Και ούτως επεκράτησεν έκτοτε και τελείται κατά την ρηθείσαν δεκάτην τετάρτην του Οκτωβρίου μηνός η μνήμη της μεγάλης εκείνης θαυματουργίας ευλαβώς τε και μετά πόθου, εις δόξαν του Αγίου Θεού και της Οσιομάρτυρος και ευεργέτιδος ημών Αγίας Παρασκευής. Όχι δε μόνον την ετήσιον μνήμην του τοιούτου θαύματος οι τότε Χριστιανοί παρέδωκαν εις ημάς τους μεταγενεστέρους να κάμνωμεν, αλλά δείχνοντες την εγκάρδιον ευλάβειαν και αγάπην την οποίαν είχον εις την Αγίαν, έκτισαν και Ναόν περικαλλή του τιμίου αυτής ονόματος, ήτοι της Αγίας Παρασκευής, κάτω εις το χείλος της θαλάσσης, τρόπον τινά δια να κρατή εις το εξής χαλινωμένην την αγριότητα της θαλάσσης, και να μη ορμήση άλλην φοράν να βλάψη την γείτονά της, αλλά να μένη εις εκείνα τα όρια, τα οποία της έβαλεν εξ αρχής ο των απάντων δημιουργός Θεός, λέγων: «Μέχρι τούτου ελεύση και ουχ υπερβήση» (Ιώβ λη: 11). Εσώζετο δε εις πολλούς χρόνους ύστερον ο Ναός εκείνος και πολλά θαύματα και ιάματα εγίνοντο εις αυτόν, καθώς διηγούντο οι παλαιοί. Αύτη, αγαπητοί, Χριστιανοί είναι η διήγησις της παραδόξου και εξαισίου θαυματουργίας της Οσιομάρτυρος Παρασκευής και αυτή είναι η ιερά υπόθεσις της σημερινής εορτής. Λοιπόν, εάν όσω κάμνομεν ημείς του θαύματος εκείνου την ανάμνησιν, πρέπει να στοχαζώμεθα, ότι και την σήμερον είναι ο ίδιος Θεός και ότι πάντοτε μισεί και αποστρέφεται την παράνομον ζωήν και εκείνους οι οποίοι καταπατούσι τας εντολάς του αγίου του Ευαγγελίου και πράττουσι τα έργα του αποστάτου διαβόλου, τους παιδεύει εξ αποφάσεως και εδώ πολλάκις εις την παρούσαν ζωήν και εις την άλλην, απαραίτητα και ατελεύτητα. Όταν τοιούτους στοχασμούς κάμνωμεν και τοιουτοτρόπως πανηγυρίζωμεν ακολουθεί να αμαρτάνωμεν και ολιγώτερον, έχοντες εις τας ψυχάς μος ένοικον τον φόβον του Θεού, και αι εορταί μας γίνονται δεκταί ειςτον Θεόν και μας ανταμείβει την ευλάβειαν με τας θείας του ευλογίας. Λοιπόν, Χριστιανοί αδελφοί, ας επιμελώμεθα να ζώμεν καθώς απαιτεί το χριστιανικόν μας επάγγελμα, ας εορτάζωμεν με πόθον και ευλάβειαν την ετήσιον ταύτην ανάμνησιν της μεγάλης ευεργεσίας, όπου έκαμεν εις την Χίον η Οσιομάρτυς και αθληφόρος του Χριστού Παρασκευή, δια να πρεσβεύη πάντοτε υπέρ ημών των κατακρίτων εις τον φιλάνθρωπον Κύριον· ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: